οὖν ὁ Δῖος πόρτις εὔχεται βοός ; Ἔπαφος , ἀληθῶς ῥυσίων ἐπώνυμος . Ἐπάφου δὲ τίς . . . Λιβύη
. ἐκ τῶν λευκῶν πεπλωμάτων μέλανα γυῖα φαίνονται ἔχοντες . ῥυσίων ] ἐνεχύρων : ἐνεχυράζοντες ἡμᾶς διά τινος ἁρπαγῆς .
5392699 βοσκομενη
ἐφαίνετο μεγάλου πάλιν ἐκ τῆς ὑμετέρας οἰκίας ἐν ἡμετέροις σίμβλοις βοσκομένη μέλιττα . ἣν ὅτι πάσης ἀξιώσει προνοίας ὁ μελιττουργός
γὰρ πόα ἥτις τὴν λύγγα τὴν ἀπὸ κόρου γενομένην ἰᾶται βοσκομένη προβάτοις τε καὶ αἰξίν : ἰᾶται δὲ καὶ τοὺς
5380943 ἁγνου
φλόγα τήκει πετραίαν χιόνα : πᾶσα δ ' εὐθαλὴς Αἴγυπτος ἁγνοῦ νάματος πληρουμένη φερέσβιον Δήμητρος ἀντέλλει στάχυν . . Αἰγύπτιος
φλόγα τήκει πετραίαν χιόνα : πᾶσα δ ' εὐθαλὴς Αἴγυπτος ἁγνοῦ νάματος πληρουμένη φερέσβιον Δήμητρος ἀντέλλει στάχυν ἀπάτης δικαίας οὐκ
5315443 στενουσα
ὑπὸ δ ' οὖν τῆς ἐπιθυμίας κρατηθεῖσα τὴν γραφὴν θεωμένη στένουσα λέξει : τί μοι τῶν ὁρωμένων τὸ κέρδος ἀποβαλούσῃ
αὐτοὺς λαθοῦσα ῥᾳδίως ἀπώλλυτ ' ἄν , ἃ καλῶς εἰδυῖα στένουσα ἂν οἴκοι καθῆτο . τὸ θαρρῆσαι τοίνυν αὐτῇ παρ
5305761 Σκιρωνος
ἕτερον Σκίρον τόπος Ἀττικός . καὶ Σκιρωνίδες πέτραι , ἀπὸ Σκίρωνος . ἢ οὗτος μὲν ἀπὸ τόπου , ὁ τόπος
μὲν τοιοῦτός ἐστιν ὁ λίθος : τὴν δὲ ὀνομαζομένην ἀπὸ Σκίρωνος καὶ ἐς τόδε Σκιρωνίδα Σκίρων , ἡνίκα Μεγαρεῦσιν ἐπολεμάρχει
5302638 πανωλεθρον
ὁ Μυρτίλος ἡνίοχος Οἰνομάου , Ψύλλα δὲ ὄνομα ἵππου . πανώλεθρον κηλῖδα : * καὶ τοῦτο ἐρρέθη * ὅτι ῥιπτόμενος
τὸν τῶν τριήρων ἐμπρησμὸν , ἢ πρὸς τὴν ἀναχώρησιν τὴν πανώλεθρον ; ἀλλὰ μὰ τὸν Δία καὶ τοὺς θεοὺς οὐκ
5277397 καμινου
αὐτὸ ἐν πυρί , καὶ ἀνέβαινεν ὁ καπνὸς ὡσεὶ ἀτμὶς καμίνου : καὶ ἐξέστη πᾶς ὁ λαὸς σφόδρα ” ,
κεραμῆες : δεῦρ ' ἄγ ' Ἀθηναίη καὶ ὑπείρεχε χεῖρα καμίνου , εὖ δὲ μελανθεῖεν κότυλοι καὶ πάντα μάλευρα ,
5236109 πεσοντα
ἐστρατεύσατο γοῦν εἰς Ἀμφίπολιν : καὶ Ξενοφῶντα ἀφ ' ἵππου πεσόντα ἐν τῇ κατὰ Δήλιον μάχῃ διέσωσεν ὑπολαβών . ὅτε
πλανηθεὶς οὖν ὁ κόραξ ἤνοιξεν τὸ στόμα καὶ τὸν τυρὸν πεσόντα ἀλώπηξ ἁρπάσασα κατέφαγεν . οὕτως οἱ πολλοί , ὅ
5233810 Λιψ
Ἄνεμος ὁ εἷς , τὸ δὲ μέσον οἱ δύο ἄνεμοι Λίψ τε καὶ Νότος : ποιοῦσι γάρ πως καὶ τούτους
: παρὰ τὸ λίαν ἰχαίνειν , ὅ ἐστιν ἐπιθυμεῖν . Λίψ : σημαίνει δὲ ἄνεμον καὶ τὴν ἧτταν καὶ λιβάδα
5232325 θυουσα
. ἄελλα μέν ἐστιν ἄημα συνεστραμμένον , φύελλα δὲ ἄελλα θύουσα καὶ ὁρμῶσα . . ἀκόντιον τὸ ἀκοντιζόμενον ἔλαττον τοῦ
οὐκ οἶδ ' ὅτωιποιεῖ δὲ τοῦθ ' ὁσημέραι , περιέρχεται θύουσα τὸν δῆμον κύκλωι ἅπαντἀπέσταλκ ' ' αὐτὸν αὐτόθεν τινὰ
5229567 ποντωι
Μὴ κακὸν εὖ ἔρξηις : σπείρειν ἴσον ἔστ ' ἐνὶ πόντωι . Ἐργάζευ μοχθῶν , ὡς ἐξ ἰδίων βιοτεύσηις :
ἀρετᾶς , τάν τ ' ἀγχιστεύουσαν γᾶν † Ἰονίωι ναύται πόντωι † , ἃν ὑγραίνει καλλιστεύων ὁ ξανθὰν χαίταν πυρσαίνων
5227545 Ἀχερουσιδος
, θαλέθει δέ τε φύλλοις , ἄκρης τυτθὸν ἔνερθ ' Ἀχερουσίδος . εἰ δέ με καὶ τό χρειὼ ἀπηλεγέως Μουσέων
Δάσκυλον ὀτρυνέω , ἐμὸν υἱέα : νόσφι δὲ Τυνδαρίδαις , Ἀχερουσίδος ὑψόθεν ἄκρης εἵσομαι ἱερὸν αἰπύ , τὸ μὲν μάλα
5216059 ἐϋσκοπον
: καὶ Ἄρτεμις καὶ νύμφη : Καλλίμαχος : ἑλλόφονον Βριτόμαρτιν ἐΰσκοπον . τῆς δὲ θεοῦ Βριτομάρτιδος * * * :
' ἐλεαίρεσκον μάκαρες θεοὶ εἰσορόωντες , κλέψαι δ ' ὀτρύνεσκον ἐΰσκοπον Ἀργειφόντην . ἔνθ ' ἄλλοις μὲν πᾶσιν ἑήνδανεν ,
5202984 ἀιστωσαι
Ἕλληνας κακοζήλως τῷ λέοντι προσάπτων τροφήν * στάχυας * . ἀιστῶσαι στάχυν τοὺς Ἕλληνάς φησι : λείπει δὲ τὸ ὡς
τῆς θοίνης καὶ τῆς εὐωχίας σχήσει εἰς τὸ μὴ πρόρριζον ἀιστῶσαι τὸν στάχυν κείροντα ἐν ὀδόντι καὶ λαφυστίαις καὶ τρωκτικαῖς
5199243 ἐπιπνειουσα
' ἐπὶ τοῦ τετρωμένου Σαρπηδόνος ; οὐ ῥιπὴ βόρειος ζώγρει ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν , ἀναψύξεως δεομένου τοῦ σώματος ἐν
αὖθις δ ' ἀμπνύνθη , περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν : τοῦ γὰρ λειποθυμοῦντος τὸ πνεῦμα
5183058 ἀμφιβροτην
, . Β . . ἂν δ ' ἕλετ ' ἀμφιβρότην πολυδαίδαλον ἀσπίδα θοῦριν : ἡ διπλῆ ὅτι ἀνδρομήκεις αἱ
, δηθάκι δ ' ἀχθόμενος βοάᾳ ἅ τις ἐμπελάδην φώς ἀμφιβρότην κώδειαν ἀπὸ ξιφέεσσιν ἀμηθείς , ἢ ἅτε κερνοφόρος ζάκορος
5175046 περησε
πρῶτος κόρυθος φάλον ἱπποδασείης , ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε , πέρησε δ ' ἄρ ' ὀστέον εἴσω αἰχμὴ χαλκείη :
πρῶτος κόρυθος φάλον ἱπποδασείης , ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε , πέρησε δ ' ἄρ ' ὀστέον εἴσω αἰχμὴ χαλκείη :
5146522 ξυνοικον
ἴδριας γεγενημένους . Ἱστορίην σοφίης γὰρ δοκέω ἰητρικῆς ἀδελφὴν καὶ ξύνοικον : σοφίη μὲν γὰρ ψυχὴν ἀναρύεται παθέων , ἰητρικὴ
θεραπεύοντα τὸ θεῖον ἔχοντά τε αὐτὸν εὖ κεκοσμημένον τὸν δαίμονα ξύνοικον ἑαυτῷ , διαφερόντως εὐδαίμονα εἶναι . θεραπεία δὲ δὴ
5129759 γημ
ἐπῆρε ] καὶ εἰς γάμον λαβεῖν παρεκίνησε νόμιμον γυναῖκα . γῆμ ' ] εἰς γυναῖκα . , γυναῖκα λαβεῖν ,
ὤφειλεν “ : ἐνταῦθα δὲ συστέλλεται διὰ τὸ μέτρον . γῆμ ' ἐπῆρε ] καὶ εἰς γάμον λαβεῖν παρεκίνησε νόμιμον
5129326 καταφλεξαι
τούτοις οὖν ποτίζειν ἀπαξιοῖ ὁ ἱεροφάντης τὴν διάνοιαν ἡμῶν τῷ καταφλέξαι τὰς ἡδονάς , τῷ τὸ σύστημα τῶν σωματικῶν ἀγαθῶν
ἐδίδου τὸ δέρας Αἰήτης , ἐβούλετο δὲ τήν τε Ἀργὼ καταφλέξαι καὶ κτεῖναι τοὺς ἐμπλέοντας . φθάσασα δὲ Μήδεια τὸν
5060392 ἀνεκρουσαντο
εἰπὼν τὴν αἰτιατικὴν τῶν πληθυντικῶν , οἷον , εὐναίας ἐρύσαντες ἀνεκρούσαντο κάλωας , ἐν τῷ τέλει τοῦ πρώτου λόγου :
διπλῆν ἄγκυραν εὑρηκέναι : πρεσβύτεροι γὰρ Ἀναχάρσιδος οἱ Ἀργοναῦται . ἀνεκρούσαντο κάλωας : διὰ τοῦ προηγουμένου τὸ ἐπακολουθοῦν δηλώσας ,
5058595 ἑσπερον
τὸν ἀγῶνα διαθέμενος τοῦτο τότε ἐπήνεγκεν . ἐν δ ' ἕσπερον ἔφλεξε : τὸ ἑσπερινὸν φάος . ὅτι ἐν πανσελήνῳ
δεδηγμένος , τηλοῦ προθεῖναι θηρσὶν ὠμησταῖς βορὰν μολόντας εἰς γῆν ἕσπερον Λαιστρυγόνων , ὅπου συνοικεῖ δαψιλὴς ἐρημία . αἱ δ
5041237 πηξε
μὲν οὐδ ' ἀποτηλοῦ ὑβριστὴς Ἔχετος γλήναις ἔνι χάλκεα κέντρα πῆξε θυγατρὸς ἑῆς , στονόεντι δὲ κάρφεται οἴτῳ , ὀρφναίῃ
χάλκεος , ὃν φορέεσκε , μέσῃ δ ' ἐν γαστέρι πῆξε . δούπησεν δὲ πεσών : ὃ δ ' ἐπεύξατο
5040213 θυελλας
χειμεριναὶ καταιγίδες καὶ πνοαί . ὅθεν Ὅμηρος ἐν συνωνυμίᾳ τίθησι θυέλλας τε καὶ ἁρπυίας ἀντὶ τοῦ καταιγιδώδεις πνοάς , ἀπὸ
καὶ περιελιγμούς : λέγει δὲ τὰς νεφέλας . πρημαινούσας τε θυέλλας ] ⌈ πεφυσσημένας [ πεφυσημένας ] καὶ μαινομένας πνοάς
5040084 νασων
ἔκαμον τὸ κύτος , ἢ κορυφαῖς Αἴτνας παρισούμενον ἤ τινι νάσων ἃς Αἰγαῖον ὕδωρ Κυκλάδας ἐνδέδεται , τοίχοις ἀμφοτέρωθεν ἰσοπλατές
ἔκαμον τὸ κύτος , ἢ κορυφαῖς Αἴτνας παρισούμενον ἤ τινι νάσων ἃς Αἰγαῖον ὕδωρ Κυκλάδας ἐνδέδεται , τοίχοις ἀμφοτέρωθεν ἰσοπλατές
5039868 θηρος
- τυχεν . ἐπέλασσεν : ἐπλησίασεν εἰς τὸν φωλεὸν τοῦ θηρός . Τηλεθόωσαν : ὑψηλοτάτην . ἄφαρ : εὐθέως .
, ὁ δὲ λόγος φρονοῦντος , ἡ δὲ σφοδρότης δὲ θηρός , ὁ δὲ πόνος ἀδάμαντος , ἡ φιλοτιμία δὲ
5035102 ἑῃ
λήθοντο μετὰ φρεσίν , ἀλλ ' ἄρα τήνγε δείματι πεπτηυῖαν ἑῇ φέρε χειρὶ μεμαρπώς Εὔφημος : γαίης δ ' ἀπὸ
Αἴθ ' ὄφελον μηδ ' ἄλγος Ἀχαιίδι θήκατο πάσῃ αὐτὸς ἑῇ ὑπὸ χειρὶ δαμείς : οὐ γάρ μιν ἀπείρων δυσμενέων
5033266 βοθρου
τὴν κνῖσαν καὶ τὸν καπνόν , πίνειν δὲ ἀπὸ τοῦ βόθρου τὸ μελίκρατον . Ἐκείνους ἔτι πίνειν ἢ ἐσθίειν ,
τοῦ φλοιοῦ τετραπάλαιστα , προεμβάλλουσι λίθον εἰς τὸν πυθμένα τοῦ βόθρου , καὶ τούτῳ περιτιθέασι τῶν πελεκημάτων γʹ ἢ δʹ
5033169 δειμαινων
, τίμιος γεραίρεται , ὅ τ ' ὄλβιός νιν πνεῦμα δειμαίνων λιπεῖν ὑψηλὸν αἴρει . γνόντας οὖν χρεὼν τάδε ἀδικουμένους
δὴ παρ ' ἀκταῖς τλήμονος ῥανεῖ χοάς , τριαύχενος μήνιμα δειμαίνων θεᾶς , λευστῆρα πρῶτον οὕνεκεν ῥίψας πέτρον Ἅιδῃ κελαινῶν
5019843 εἰσενοησεν
ἐξεφάνη πεδίον καὶ πᾶσα περὶ χθών : Τρῶας δ ' εἰσενόησεν ἀπόπροθι πολλὸν ἐόντας Σκαιῇς ἀμφὶ πύλῃσιν : ἔβη δ
ἄρ ' ἐσμέν , εἰ μὴ ἐσχατιαῖς ἀκαλαρρόου Ὠκεανοῖο Λυγκεὺς εἰσενόησεν νῆσον πευκήεσσαν , ἰδ ' εὐρέα δώματ ' ἀνάσσης
5012323 ἐκαλυψεν
φάρεϊ πορφυρέωι , Τυρίης βλαστήματι κόχλου , ἀενάου βουβῶνος ἄναξ ἐκάλυψεν ὀπώρην ἄχρι ποδῶν πυκάσας θαλερὸν δέμας : ἐκ δὲ
τὸ ἐπίγραμμα : τήν ῥά ποτ ' Οὐλύμποιο περὶ πλευρὰς ἐκάλυψεν ὠκὺς ἀπὸ Θρῄκης ὀρνύμενος Βορέης : ἀνδρῶν δ '
5009259 κλασθεν
λίνα . Καρπαθίην ὅτε νυκτὸς ἅλα στέψαντος ἀήτου λαίλαπι Βορραίῃ κλασθὲν ἐσεῖδε κέρας , εὔξατο κῆρα φυγών , Βοιώτιε ,
, ἕως οὗ . διατμαγέν : χωρισθὲν , διαῤῥαγὲν , κλασθὲν , διακοπέν . ἕρκος : ἔνδυμα ἀπὸ τοῦ εἴγρω
5003945 κεραυνῳ
νῆας Ἀχαιῶν , εἴ πέρ μοι καὶ μοῖρα Διὸς πληγέντι κεραυνῷ κεῖσθαι ὁμοῦ νεκύεσσι μεθ ' αἵματι καὶ κονίῃσιν .
Τυφαονίη ὅθι πέτρη , ἔνθα Τυφάονά φασι , Διὸς Κρονίδαο κεραυνῷ βλήμενον ὁππότε οἱ στιβαρὰς ἐπορέξατο χεῖρας , θερμὸν ἀπὸ
5001811 ἑσσατο
δ˘˘˘˘ο ? [ – ! – – – ] ? ἕσσατο [ ! ! ! ! ! ! ] α
. μνάσθηθ ' ὅτι τοι ? ζαθέας Πάρου ἐν γυάλοις ἕσσατο ἄνακτι [ ] βωμὸν πατρί τε Κρονίῳ τιμάεντι πέραν
4997742 λαινον
' ἀγορεῦσαι : πάντῃ γὰρ περὶ τεῖχος ὀρώρει θεσπιδαὲς πῦρ λάινον . Ἀργεῖοι δὲ , καὶ ἀχνύμενοί περ , ἀνάγκῃ
ἵκηται , πήγνυται ἀμφὶ ῥέεθρα , πέλει δ ' ἄρα λάινον οὖδας . Ἀλκαίῳ δ ' ἐπόρουσε Μέγης Φυλήιος υἱός
4996908 στιβαρας
τόξον ἔραζε πολύρραπτόν τε φαρέτρην : ἦγχον δ ' ἐγκρατέως στιβαρὰς σὺν χεῖρας ἐρείσας ἐξόπιθεν , μὴ σάρκας ἀποδρύψῃ ὀνύχεσσι
τραχὺ ⌊ ῥόπαλον , τέλος δ ' ἀείραις ⌋ πρὸς στιβαρὰς ⌊ ἐπάραξε πλευράς , αἰὼν ⌋ δὲ δι '
4979439 βριθοσυνῃ
δῖον ἐμμεμαυῖα θεά : μέγα δ ' ἔβραχε φήγινος ἄξων βριθοσύνῃ : δεινὴν γὰρ ἄγεν θεὸν ἄνδρά τ ' ἄριστον
' ἀπ ' ἀμφοτέρους θαιρούς : πέσε δὲ λίθος εἴσω βριθοσύνῃ , μέγα δ ' ἀμφὶ πύλαι μύκον , οὐδ
4971899 ἐπαντελλων
τοῖσιν δ ' αὖτ ' ὀλοὸς Φαίνων μετόπισθεν ἕπηται νωθρὸν ἐπαντέλλων ἢ καὶ κατέναντα δοκεύων , ἐξ ἕδρης πιναροῖο τέγους
ἁλιερκέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν ὁ δ ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι Δωριεῖ λαῷ ταμιευομέναν ἐξ
4962280 καλυψε
διὰ κροτάφοιο πέρησεν αἰχμὴ χαλκείη : τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψε , δούπησεν δὲ πεσών , ἀράβησε δὲ τεύχε '
Ἀχιλῆος ἀμύμονος Αἰακίδαο . Ὣς ἄρα μιν εἰπόντα τέλος θανάτοιο κάλυψε : ψυχὴ δ ' ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδος δὲ
4956958 στροφαλιγγι
/ πρῶτα μὲν αἰγλήεντα [ * * ] / ἀρρήτωι στροφάλιγγι [ ] πάλιν [ ] [ δίνητον ] [
δὲ τοῖς πλέουσι συνιέναι διὰ τὰ κολπώματα . Εἰλεῖται δὲ στροφάλιγγι , βιοῦ κέρᾳ ἐοικὼς , ὁ πόρος δηλονότι :
4953979 γεφυρωσας
γλυκὺν συγκυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου , Δήμητρος ἀκτῇ πᾶν γεφυρώσας ὑγρόν , κατῃσίμωσα πῶμα , καύματος λύσιν . ὁ
πρῶτος μὲν ἐλάσας ἐπὶ Ἰνδοὺς στρατείᾳ , πρῶτος δὲ Εὐφράτην γεφυρώσας ποταμόν : Ζεῦγμά τε ὠνομάσθη πόλις καθ ' ὅ
4950479 ῥηξῃ
καὶ προστιθείς , καί , ὅταν ἐπιφλέξῃ τὴν ἐπιφάνειαν καὶ ῥήξῃ , χρῶ τῇ ὑποκειμένῃ ἐμπλάστρῳ : ἔστι δὲ αὕτη
διαφορεῖ ⌊ καὶ ⌋ ἔμπυα ἔχοντα ῥήσσει . ὅταν δὲ ῥήξῃ , χρῶ τῇ ἐπάνω δυνάμει τῇ διὰ τοῦ λυκίου
4948379 βριθυν
κήτειον ὅτ ' ἐς μόθον ὁρμήσωνται . τῶν ἐρέω θήρης βριθὺν πόνον : ἀλλ ' ἀΐοιτε εὐμενέται βασιλῆες , Ὀλύμπια
, σύν τ ' ἄλλοι Μινύαι γλαυκώπιδι Τριτογενείῃ θῆκαν ἀείραντες βριθὺν λίθον , ἔνθα δὲ νύμφαι κρήνῃ ὑπ ' Ἀρτακίῃ
4940600 ἐνηεος
, διότι συνῆσαν τῷ Ἰάσονι . τεύξασθαι : ἐντυχεῖν . ἐνηέος : προσηνοῦς , ἀγαθοῦ . Ἄργος ἀτεμβόμενος : οὐχ
αἰδέσσαιτο χυτῇ τ ' ἐπὶ θινὶ καλύψαι , μνησάμενος φιλότητος ἐνηέος , ἠὲ καὶ αὐτὴ βρασσομένη ψαμάθοισι δέμας κρύψειε θάλασσα
4934227 εἰσοροων
, ἀσπίδι γιγνώσκων αὐλώπιδί τε τρυφαλείῃ , ἵππους τ ' εἰσορόων : σάφα δ ' οὐκ οἶδ ' εἰ θεός
, σὺν δὲ στόμα πάμπαν ἐρείδει : φαίης κ ' εἰσορόων ἤ μιν βαθὺν ὕπνον ἰαύειν , ἠὲ καὶ ἀτρεκέως
4930218 συγχεαι
αὐτῶν καὶ ἅμα χαριζόμενος τοῖς Ἕλλησι καὶ τοῖς Ἀτρείδαις πάντα συγχέαι καὶ μεταστῆσαι τὰ πράγματα εἰς τοὐναντίον . λέγει δὲ
] ἄκοσμον . συμψῆσαι καὶ προνοῆσαι : ἀντὶ τοῦ ” συγχέαι τὴν κόνιν , ὡς μὴ σημεῖον ἢ τύπον ἀπολείπεσθαι
4927235 κατακρυπτει
καὶ ἡ τῶν Πυθαγορείων φιλοσοφία παραπετάσμασι τούτοις χρωμένη τὴν μυσταγωγίαν κατακρύπτει τῶν θείων δογμάτων . τοιοῦτος γὰρ καὶ ὁ Ἱερὸς
ἐχῖνος ἐνουρεῖ τῷ δέρματι καὶ διαφθείρει . Καὶ ἡ λὺγξ κατακρύπτει τὸ οὖρον ὅτι πρὸς τὰς σφραγῖδας καὶ πρὸς ἄλλας
4920052 χρυσεαι
Δίκα καὶ ὁμότˈροφος Εἰρήνα , τάμι ' ἀνδράσι πλούτου , χρύσεαι παῖδες εὐβούλου Θέμιτος : ἐθέλοντι δ ' ἀλέξειν Ὕβριν
μὲν τοῖχοι χάλκεαί [ θ ' ὑπὸ κίονες ἕστασαν , χρύσεαι δ ' ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες . ἀλλά
4915872 ὑψιπετες
ᾖ τὸ φυτὸν χαμαιπετές , λέγεται πόα , εἰ δὲ ὑψιπετές , δένδρον , εἰ δὲ μέσον , θάμνος .
, παρὰ τὸ ἐν τῷ πέτεσθαι ἄνω , οἱονεὶ τὸ ὑψιπετές : ὅθεν τὸ μὲν δίφθογγος , τὸ δὲ ἦτα
4915021 νεοθηλεα
Κρήτης : ὄνομα τόπου . Οὐρανίδης : ἢ Κρόνος . νεοθηλέα : νέον . Ἀμφίλλεξε : πρόκρινε . Ἀμφεβάλοντο :
λαβών . καὶ Ἀνακρέων δέ φησιν : οἷά τε νεβρὸν νεοθηλέα γαλαθηνόν , ὅς τ ' ἐν ὕλῃ κεροέσσης ἀπολειφθεὶς
4907502 ἀμφιβαλουσα
' ἐκ θαλάμων ἀγόμαν ἐπὶ θῖνα θαλάσσας , δουλοσύναν στυγερὰν ἀμφιβαλοῦσα κάραι . πολλὰ δὲ δάκρυά μοι κατέβα χροός ,
εἰσελθὼν ὁρᾷ τὴν γυναῖκα , καὶ αὐτὸν ἐκείνη τὼ χεῖρε ἀμφιβαλοῦσα μάλα φιλοφρόνως προσηγάγετο . παραχρῆμα δὲ τοῦ Κελτοῦ παραγενομένου
4906616 ἀπεδυσε
καὶ διώκων , Περίανδρός σφεα ἀπετέλεε . Μιῇ δὲ ἡμέρῃ ἀπέδυσε πάσας τὰς Κορινθίων γυναῖκας διὰ τὴν ἑωυτοῦ γυναῖκα Μέλισσαν
ἐκτραπέλους μυρμηκιάς . κἂν ἐντύχῃ πού μοι βαδιζούσῃ μόνῃ , ἀπέδυσε κἀνέδυσε χορδὰς δώδεκα . καὶ Ἀριστοφάνης ὁ κωμικὸς μνημονεύει
4906001 πληξε
οὐχ οὕτω συντεταγμένα ποιήματα οὐδὲν ἧττον ἢ ταῦτα καλά : πλῆξε δ ' ἀνασχόμενος σχίζῃ δρυός , ἣν λίπε κείων
[ . ] : ἔνθα μιν ἀντίθεος Τελαμὼν τροχοειδέι δισκῷ πλῆξε κάρη , Πηλεὺς δὲ θοῶς ἐνὶ χειρὶ τινάξας ἀξίνην
4904682 θεσπιδαες
ἑξῆς οὕτως ἔχει : πάντῃ γὰρ περὶ τεῖχος λάϊνον ὀρώρει θεσπιδαὲς πῦρ . ἔστι δὲ καὶ ἐν συνθέτοις λέξεσιν ὑπερβατὰ
τὸ οὐδέτερον . . ὣς φάτο , Ἥφαιστος δὲ τιτύσκετο θεσπιδαὲς πῦρ : ἡ διπλῆ πρὸς τὸ ζητούμενον πῶς οὐ
4903880 πετρον
: τὸν λιθοβόλον . Λυκόφρων : λευστῆρα πρῶτος οὕνεκεν ῥίψας πέτρον . Λευρόν : τὸ λεῖον καὶ πλατύ : ἀπὸ
ὡς ἀνδριὰς ὁ Διομήδης ; ἐκβαλὼν ἀπὸ τοῦ πλοίουαὐτοῦ δηλονότιτὸν πέτρον καὶ τὸν λίθον τὸν ἑρματίτην καὶ ἐξισωτὴν τοῦ πλοίου
4891848 ἐκαλυψε
μοῦνος ἀφ ' ἕλκεα νίψεν Ἄδωνιν . Τὸν δ ' ἐκάλυψε θάλασσα λιλαιόμενον βιότοιο , καί οἱ πήχεες ἄκρον ὑπερφαίνοντο
Σικυώνιος γραφεὺς Σημάνθης τὴν ἐν Αὐλίδι γράφων σφαγὴν τῆς Ἰφιγενείας ἐκάλυψε τὸν Ἀγαμέμνονα , ὅπερ καὶ Αἰσχύλος μιμησάμενος τήν τε
4879294 ἁγνον
παρὰ Περσεφόνης ἱεροῖσι δόμοισιν ἰαύων κοιμίζει τριετῆρα χρόνον , Βακχήιον ἁγνόν . αὐτὸς δ ' ἡνίκα τὸν τριετῆ πάλι κῶμον
ἔρρειν τοῦδ ' ἀπόξενος πέδου . ἀλλ ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας , γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ
4877271 ἠρηρειστο
νεφέλης , ἣ κίονος τρόπον τὴν μὲν βάσιν ἐπὶ γῆς ἠρήρειστο , τὸ δ ' ἄλλο σῶμα πρὸς αἰθέριον ὕψος
ἀνηρεφέος πέλε νηοῦ , στιάων : εἴσω δὲ μέλας λίθος ἠρήρειστο ἱερός , ᾧ † ποτε πᾶσαι † Ἀμαζόνες εὐχετόωντο
4869547 κληιδ
γὰρ θέτο πότνια μήτηρ , „ καὶ ” εἵλετο δὲ κληῖδ ' εὐκαμπέα χειρὶ παχείῃ Πηνελόπη . ” δεδόσθω δὴ
, τὸ γὰρ θέτο πότνια μήτηρ ‚ καὶ εἵλετο δὲ κληῖδ ' εὐκαμπέα χειρὶ παχείῃ Πηνελόπη . οἷς προσέχων ὁ
4869436 βεβολημενος
θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν . Ἀτρεΐδης δ ' ἄχεϊ μεγάλῳ βεβολημένος ἦτορ φοίτα κηρύκεσσι λιγυφθόγγοισι κελεύων κλήδην εἰς ἀγορὴν κικλήσκειν
δ ' εὔοδμον ἐύχροον αὐχένα κύσσας τοῖον μῦθον ἔειπε πόθου βεβολημένος οἴστρῳ : Κύπρι φίλη μετὰ Κύπριν , Ἀθηναίη μετ
4864661 ποθεω
ἐναρμόζων ὅ τι δὴ θνητοῖσι κάλλιστόν τε καὶ ἔχθιστον : ποθέω γὰρ ἀκοῦσαι . ὁ δέ φησι : Ἡσίοδ '
] λον Ἑρμιόναν τε ? [ [ ] ! ων ποθέω νύκτ ? [ [ αἰγλοπόδαν ] ? [ [
4863957 γλυκερων
– ˘ Ἰβηρίτῃ πλεύσει ἐν αἰγιαλῷ – ˘˘ος ] ! γλυκερῶν οὐκ ἀπελ˘˘ ? [ – – – ˘˘ ]
ὑφ ' ἡμετέροις πε ? [ ] [ ] ασθε γλυκερῶν επ ? [ ] [ ] εως πάϊς οὗτος
4857754 Ἐγκελαδοιο
[ ] ος ? ? ἀμφὶ καρήνων [ ] [ Ἐγκελάδοιο ] μανέντος [ ] [ ] ἐπεκόσμεε χαίταις [
, Λιλυβήϊον οἵτε νέμονται καὶ τρικάρηνον ὄρος ὅθι τοι σκέπας Ἐγκελάδοιο πυρσοῖς αἰθερίοισιν ἐρευγομένοιο κεραυνοῦ Σικελικῆς Αἴτνης ἀνεκάχλασεν ἀέναον πῦρ
4857430 Διρκας
κοινοῦ τὸ ἀνέσταν : τὸν περάσιμον τόπον : ἀμφὶ μέσον Δίρκας : λείπει τὸ ὅς : ὅς , ὁ πόρος
τλάμων ὑμεναίων . ὦ Θήβας ἱερὸν τεῖχος , ὦ στόμα Δίρκας , συνείποιτ ' ἂν ἁ Κύπρις οἷον ἕρπει :
4857375 πνοιῃ
δίνας , οἳ κατὰ καλὰ ῥέεθρα κυβίστων ἔνθα καὶ ἔνθα πνοιῇ τειρόμενοι πολυμήτιος Ἡφαίστοιο . καίετο δ ' ἲς ποταμοῖο
πεπταμένοις , αὐτὴν ἐπὶ δεξί ' ἔχοντες γαῖαν ἐρημαίην , πνοιῇ ζεφύροιο θέεσκον . ἦρι δ ' ἔπειτ ' ἀγκῶνά
4857292 ἐρατην
μὴ κατοκνεῖν εἰς πόνους . Οὐδὲ σέθεν γεραρὴν ἰδ ' ἐρατὴν πυκτηΐδα ἡμιτελῆ παρέθηκα , σοφίης ὄρχαμ ' ὦσχε ,
Ἑλλάδος ἱερῆς καὶ μυχὸν ἑστίης πατρῴης , ἥβην τ ' ἐρατὴν καὶ καλὸν ἡλίου πρόσωπον . ἐδυνάμην δ ' ἂν
4855298 ἀτερμονα
Ἔνδροσον ἐκ γαίης αἴρειν χρυσάνθεμον ἁγνόν πρὶν μέγαν Ἠέλιον τὸν ἀτέρμονα κύκλον ὁδεύειν , καὶ περὶ σῶμα φόρει καὶ ἔχ
, ἁμματίσας περὶ σῶμα περιστερεῶνα τὸν ὀρθόν Ἠελίου κόσμον τὸν ἀτέρμονα κυκλώσαντος παύσεις ὀφθαλμοῖο δυσαυγέας ἀμβλυντῆρας . καὶ κεφαλῆς πόνος
4854057 παρετυμολογει
* * * νύκτα μὲν ἀέσαμεν . καὶ Ὅμηρος οὕτως παρετυμολογεῖ : αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο
νῆα ἅλις χρυσοῦ καὶ χαλκοῦ νηησάσθω : ἡ διπλῆ ὅτι παρετυμολογεῖ τὴν ναῦν ἀπὸ τοῦ νῆσαι , ὅ ἐστι σωρεῦσαι
4853978 ἐμολεν
θόρυβος ὅδε ; τί τάδε τὰ χορεύματα ; τίς ὕβρις ἔμολεν ἐπὶ Διονυσιάδα πολυπάταγα θυμέλαν ; ἐμὸς ἐμὸς ὁ Βρόμιος
θόρυβος ὅδε ; τί τάδε τὰ χορεύματα ; τίς ὕβρις ἔμολεν ἐπὶ Διονυσιάδα πολυπάταγα θυμέλαν ; ἐμὸς ἐμὸς ὁ Βρόμιος
4851310 σαυτῃ
ἄφθαρτος , ταμιεύεις καὶ θησαυρίζεις , ὦ διάνοια , ἐν σαυτῇ , ἀλλ ' οὐκ εἰς μέσον προφέρεις , ἵν
; Οὐδ ' ὡς σὺ τῆς δούλης τεκούσης ἄρρεν εἶτα σαυτῇ τοῦθ ' ὑπεβάλου , τὸ σὸν δὲ θυγάτριον παρῆκας
4851086 γαιῃ
ἀναδέξασθαι , ἐν γὰρ ἁπάσαις ἦν τὸ ἑῇ ἐν πατρίδι γαίῃ , ὑπολαβόντα τὸ ἑαυτῆς νοεῖσθαι ἐκ τοῦ ἑῇ ,
δὲ καὶ μεσσηγύ , πάρος χρόα λευκὸν ἐπαυρεῖν , ἐν γαίῃ ἵσταντο λιλαιόμενα χροὸς ἆσαι . Τὸν δ ' ὡς
4848896 ἀγυιαις
προσαγορεύοντες . ἀγυιεὺς δ ' ἐκλήθη δεόντως ἱδρυθεὶς ἐν ταῖς ἀγυιαῖς : καταυγάζει γὰρ ταύτας καὶ πληροῖ φωτὸς ἀνατέλλων ,
συνεχεῖς ζητήσεις , ἃς ἀνὰ πᾶσαν ὥραν ποιεῖται ἐν ταῖς ἀγυιαῖς , περιπάτοις , βιβλιοπωλείοις , βαλανείοις , ἔσχεν ὄνομα
4846684 ἀμαρυγματα
εἴκελον . ἀντία δ ' αἰεί βάλλεν ἐπ ' Αἰσονίδην ἀμαρύγματα , καί οἱ ἄηντο στηθέων ἐκ πυκιναὶ καμάτῳ φρένες
πῆξαι ἀτρεκέως ? ἐθέλω πολυήρατον εἶδος ὑφαίνειν χάρματι λαμπετόοντ ' ἀμαρύγματα [ ] [ ] οἷα Σελήνη . ἀκλινέως ἐνίκησας
4846384 εὐανθει
. πολλῶν ταμίας ἐσσί : πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί . εὐανθεῖ δ ' ἐν ὀργᾷ παρμένων , εἴπερ τι φιλεῖς
τὸ ἀκριβὲς καὶ τὸ ἀληθὲς ἔαρος ὄψει καὶ λειμῶνι δὲ εὐανθεῖ καλῶς ἂν ἔχοι παραβαλεῖν : πλὴν παρ ' ὅσον
4838199 Ἰκαριοιο
. ἡ δὲ κατ ' ἄντηστιν θεμένη περικαλλέα δίφρον κούρη Ἰκαρίοιο , περίφρων Πηνελόπεια , ἀνδρῶν ἐν μεγάροισιν ἑκάστου μῦθον
πρὸς τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ . ὁ πολίτης Ἰκάριος „ πόντου Ἰκαρίοιο ” . καὶ θηλυκὸν Ἰκαρία . Ἰκόνιον , πόλις
4836946 ἀμιαντον
; καὶ σοὶ μέν , ὅτι μίαν ἐτυραννήθης νύκτα τὴν ἀμίαντον ἀφαιρεθεῖς ' αἰδῶ μετὰ βίας , ἡδίων καὶ μακαριώτερος
θηλυτέρης τε λέχος φεύγειν καὶ κοινὰ λοετρά , καὶ μίμνειν ἀμίαντον ἐδωδῆς ἐμψύχοιο : ἀενάῳ δ ' ἐνὶ πέτρον ἐχέφρονα
4834440 ἀφερτον
, ἐπεὶ διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν , πόλει πρόστριμμα θεὶς ἄφερτον : λιτᾶν δ ' ἀκούει μὲν οὔτις θεῶν :
] τὸν μισθὸν τῆς ἁμαρτίας . σπαρνὰς ] σπανίους . ἄφερτον ] βαρύν . οὐκ ἀναίνομαι ] ἀλλὰ χαίρω ἐν
4832774 τινει
λέγουσι , Τάνταλος κορυφῆς ὑπερτέλλοντα δειμαίνων πέτρον ἀέρι ποτᾶται καὶ τίνει ταύτην δίκην . καὶ πάλιν δι ' ἄλλων βῶλον
' ἀστῶν φάτις ξὺν κότῳ : δημοκράτου δ ' ἀρᾶς τίνει χρέος . μένει δ ' ἀκοῦσαί τί μοι μέριμνα
4831709 εἰρξει
' ἄραρε κλῆιθρα , σῆς βοηδρόμου σπουδῆς ἅ ς ' εἴρξει , μὴ δόμων ἔσω περᾶν . ἔα , τί
ἡμῶν ὡς δράκοντα νεοσσῶν . θ εἴρξει ] κωλύσει . εἴρξει ] αὐτὸν ἀπὸ τῆς πόλεως . εἴρξει ] ἀφ
4831652 ἀηθεα
γέννηι τε κρήσει τε καὶ εἴδεσιν ἐκμάκτοισι , πάντηι συγγίνεσθαι ἀήθεα καὶ μάλα λυγρά Νείκεος ἐννεσίηισιν , ὅτι σφίσι γένναν
μοι , κελάδοντος ἀπορνύμεναι ποταμοῖο , ἐξ ὀρέων πόθεν ἦλθεν ἀήθεα πόντον ἐλαύνων ἀγνώσσων ἁλὸς ἔργα ; τί δὲ χρέος
4825905 ἀκαμαντα
' , ἣν καὶ Ἅμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν ἠέλιόν τ ' ἀκάμαντα σελήνην τε πλήθουσαν , ἐν δέ τε τείρεα πάντα
? εὐκλεεῖς τε Μοίσας εὐμενεῖς τε Μοίρας Ἠέλιόν τ ' ἀκάμαντα Σελήνην τε πλήθουσαν , ἐν δὲ τὰ τείρεα πάντα
4825128 βυσσοθεν
ἤμειψε λάλος τρόπις , αὐτίκ ' ἄρ ' αἵ γε βυσσόθεν ἐρριζοῦντο , καὶ ἔμπεδον αἰὲν ἔμιμνον . Οὕτω γὰρ
ἅλα βορρῆς ἠὲ νότος : τὰ δὲ καὶ κεκρυμμένα φαίνει βυσσόθεν : ἐκ δ ' ἀνδρῶν πάντ ' ἐτίναξε νόον
4822220 λιπαροισιν
δ ' ἐνὶ πέτρον ἐχέφρονα πίδακι λούων , φάρεσιν ἐν λιπαροῖσιν , ἅτε βρέφος , ἀλδήσασκε , καὶ θεὸν ὣς
δ ' ἦν ἠέλιος ὥς : ποσσὶ δ ' ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα . αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα περὶ
4822037 χροϊ
κάλ ' ἐϊκυῖα , καὶ φωνήν , καὶ τοῖα περὶ χροῒ εἵματα ἕστο . ἑστὼς δὲ “ παρατίθεμαί σοι ”
δὲ σοὶ αὐτῷ ἔοικε μετὰ πρώτοισιν ἐόντα βουλὰς βουλεύειν καθαρὰ χροῒ εἵματ ' ἔχοντα . πέντε δέ τοι φίλοι υἷες
4819994 καλυπτει
ἄτην : ἐπὶ τῶν πασχόντων ἄξια ὧν ἔδρασαν . Ἄθως καλύπτει πλευρὰ Λημνίας βοός . Ἀπὸ κώπης ἐπὶ βῆμα :
ἑκόντι Ζηνὶ συμπαραστατεῖν . ἐμαῖς δὲ βουλαῖς Ταρτάρου μελαμβαθὴς κευθμὼν καλύπτει τὸν παλαιγενῆ Κρόνον αὐτοῖσι συμμάχοισι . τοιάδ ' ἐξ
4819871 σφαξαι
οὐ ξυναρπάσας στρατόν , σὲ κἄμ ' ἀποκτείναντας Ἀργείους κόρην σφάξαι κελεύσει ; κἂν πρὸς Ἄργος ἐκφύγω , ἐλθόντες αὐτοῖς
. θῦσε δὲ ἐθυμίασεν : οὐδέποτε γὰρ θῦσαι ἐπὶ τοῦ σφάξαι ἱερεῖόν φησι . . Ι . . . .
4818852 ἐνηξατο
ἄνω που τοῦ καλουμένου Ἀνάπλου . τοῦτον δὲ τὸν Βόσπορον ἐνήξατο ποτὲ ἡ Ἰὼ βουλαῖς Ἥρας δάμαλις οὖσα . διὸ
Ἰστριεὺς τετρασκελής , ἀσκῷ μονήρης ἀμφελυτρώσας δέμας Ῥειθυμνιάτης κέπφος ὣς ἐνήξατο , Ζήρυνθον ἄντρον τῆς κυνοσφαγοῦς θεᾶς λιπών , ἐρυμνὸν
4815766 σεληναιης
ποτὲ δ ' αὖτε καὶ ὄρφνῃ θῆρας ὑπ ' ἀκτίνεσσι σεληναίης ἐδάμασσαν . Ἠὼς μὲν τέταται περιδέξιος ἀγρευτῆρι πᾶσα γαληνιόωσα
? : [ = ? ] . ὣς αὐγὴ τύψασα σεληναίης κύκλον εὐρύν . . . . . . .
4812129 σφυραν
, πελέκας , σκέπαρνον , πριόνιν , ὄρυγας δύο , σφῦραν , πτυάρια δύο , κόφινον , κιλίκιν , φαλκίδιν
τοὺς ἀνέμους εὕρισκε ἐόντας , τὸν δὲ ἄκμονα καὶ τὴν σφῦραν τόν τε τύπον καὶ τὸν ἀντίτυπον , τὸν δὲ
4810645 θορουσα
θοοῦ Ἀχιλῆος ἐρωήν , ἢ κραιπνῶς ἵπποιο κατ ' ὠκυτάτοιο θοροῦσα λίσσεσθ ' ἀνέρα δῖον , ὑποσχέσθαι δέ οἱ ὦκα
. ἢ παρὰ τὸ πολεῖν καὶ τὸ θορεῖν , ἡ θοροῦσα ταχέως . . . . βλωμός : ὁ ψωμός
4809815 αἰθομενος
δ ' ὅτε τις νούσῳ τε καὶ ἀργαλέῃ μέγα δίψῃ αἰθόμενος κραδίην ἀδινὸν κέαρ αὐαίνηται , ὅν τε περιζείουσα χολὴ
πελαγίων θ ' ὅσα τε γᾶ τρέφει τά τ ' αἰθόμενος ἅλιος δέρκεται ἄνδρας τε : συμπάντων βασιληίδα τιμάν ,
4808306 θαμειας
ἀστράπτοντα σίδηρον , οὐδὲ βολὰς βελέων τε θοὰς μυλάκων τε θαμειάς , σπεύδουσιν δ ' ἢ πρόσθε θανεῖν ἢ τέκνα
γάρ σφισι μῆνις ὀπηδεῖ . Ἦμος δὲ φθιμένοισι πυρὰς ἐκάμοντο θαμειάς , δὴ τότ ' ἄρ ' Ἀργεῖοι μὲν ἐπὶ
4803762 ἐαξε
ἀναφαίνεται αἰπὺς ὄλεθρος : τῆς δ ' ἐξ αὐχέν ' ἔαξε λαβὼν κρατεροῖσιν ὀδοῦσι πρῶτον , ἔπειτα δέ θ '
μὲν καὶ ἡμῖν συνήθως “ εἴσω δ ' ἀσπίδ ' ἔαξε βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ , ” ἀντὶ δὲ τῆς εἴς
4800800 περιφραστικως
ἢ καὶ τὰ Πύθια , καὶ ἐν μυχῷ Μαραθῶνος , περιφραστικῶς ἀντὶ τοῦ ἐν Μαραθῶνι , ἀπὸ κοινοῦ , ἔχεις
οὐ τὸ κοίλωμα τοῦ θώρακος ἀλλὰ τὸ ὅλον κύτος , περιφραστικῶς ἀντὶ τοῦ ὅλον τὸν θώρακα . ὅταν οὖν λέγῃ
4799265 νιφοεντι
ἦγον γράφει τέταρτον τοῦτον κατὰ σχῆμα ἐπαναλήψεως ‚ Τμώλῳ ὑπὸ νιφόεντι , Ὕδης ἐν πίονι δήμῳ ‚ . . .
, Κενταύρου Κρονίδαο φερώνυμον , ἥν ποτε Χείρων Πηλίου ἐν νιφόεντι κιχὼν ἐφράσσατο δειρῇ . τῆς μὲν ἀμαρακόεσσα χυτὴ περιδέδρομε
4798754 ἀνιουσαν
δὲ αὐτὴν Σελέμνου φοιτᾶν τε ὡς αὐτόν φασιν ἐκ θαλάσσης ἀνιοῦσαν , καὶ καθεύδειν παρ ' αὐτῷ : μετὰ δὲ
πολλὴν δὲ ἐποίει κνίσσαν ἀπὸ παντὸς χωρίου πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀνιοῦσαν , ὥστε καὶ τοῖς θεοῖς εἶναι λαμπρὰν ἐν τῇ
4797828 ἑοις
. . . ἤλυθε δ ' , ὡς ὁ Κόιντος ἑοῖς ἐπέεσσιν ἀείδει / οὕνεκα ἣν κάσιν ἔκτανεν Ἱππολύτην ἐνὶ
τὴν μοῖραν ἔδυ χόλος αἰνὸς ἅπαντας . καὶ τότε κηρύκεσσιν ἑοῖς ἐκέλευσαν ὑπ ' ὄρθρον κηρύσσειν ἀγορήνδ ' ἐς δώματα
4795978 φαανθη
ἄαπτον , οὐ δάκος , οὐδέ τι πῆμα θαλάσσιον ἄλλο φαάνθη , ἀλλ ' αἰεὶ καθαροῖσιν ἀπημάντοις τε πόροισι τέρπονται
μὲν Ἑωίου Ἀπόλλωνος τήνδ ' ἱερὴν κλείωμεν , ἐπεὶ πάντεσσι φαάνθη ἠῷος μετιών : τὰ δὲ ῥέξομεν οἷα πάρεστιν ,
4791315 προλιπους
σφ ' ἔμβαλε φήμην . Τιμάνδρη μὲν ἔπειτ ' Ἔχεμον προλιποῦς ' ἐβεβήκει , ἵκετο δ ' ἐς Φυλῆα φίλον
εἰ φῶς τόδ ' ἦν ὄμμασιν δεδορκὼς Φοίβου παῖς , προλιποῦς ' ἦλθ ' ἂν ἕδρας σκοτίους Ἅιδα τε πύλας
4790413 θοον
δ ' ἠύτε πόντος ἀπείριτος ἠὲ θύελλα ἢ πυρὸς ἀκαμάτοιο θοὸν μένος , εὖτ ' ἀλίαστον μαίνηται κατ ' ὄρεσφι
λέγεται καὶ ὁ Βοῤῥᾶς ὁ φέρων ζωὴν καὶ ἄνεμος . θοὸν μένος : ἡ ταχεῖα δύναμις . θοόν : ὀξὺ
4787132 ἀναειρε
ἀπλήτοιο κατὰ χροὸς ἀμφιτεθέντα . Αὐτὸν δ ' αὖτ ' ἀνάειρε μέγαν σόλον , ὄφρά οἱ εἴη τερπωλὴ μένος ἠὺ
' αὖ θηεῦντό τε θάμβησάν τε . δεύτερος αὖτ ' ἀνάειρε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς , κίνησεν δ ' ἄρα τυτθὸν

Back