οὐ συγχωρεῖ τὸ φλάμουλον εὐστόχως εἰς ὀρθὸν ἢ εἰς μῆκος ῥίπτεσθαι τὸ κοντάριον : εἴτε τοξείας γένηται καιρός , παρεμποδίζει
κατὰ τὸν νόμον καὶ ἐπορνεύετο . τὸν αὑτὸν ἀποκτείναντα ἄταφον ῥίπτεσθαι : δεύτερος οὗτος Δημωνάσσης νόμος : τρίτος ὥστε μὴ
5964351 ἀνετεινε
. εἰ μὲν ἐδίωκεν αὐτὴ ναῦν Ἑλληνίδα , τὸ βαρβαρικὸν ἀνέτεινε σημεῖον , εἰ δὲ ὑπὸ Ἑλληνίδος νεὼς ἐδιώκετο ,
μελλούσης δὲ πλήττειν τῆς Παλλάδος φοβηθεὶς ὁ Ζεὺς τὴν αἰγίδα ἀνέτεινε , Παλλὰς δὲ ἀναβλέψασα πρὸς τὴν αἰγίδα τρωθεῖσα ὑπὸ
5799609 πρανες
αὐτῆς μέρος ἄνωθεν ᾖ , τὸ δὲ κυρτὸν κάτωθεν : πρανὲς δὲ τὸ ἐναντίον τούτῳ : μέσον δ ' ἀμφοῖν
οὕτω παρὰ τὸ πιστὸς πιστόσυνος καὶ πίσυνος : κατασυγκοπήν : πρανὲς σημείωσαι τὸ κάταντες καὶ τὸ κατοφερές . καὶ πρανίζει
5705044 πυθμενος
, συνηγμένον εἰς μέσον ἐπιεικῶς , ὦτα ἔχον μέχρι τοῦ πυθμένος καθήκοντα . : Ἀδαῖος δ ' ἐν τοῖς Περὶ
πόρων τῶν εἰς τὴν ὑπερῴαν καθηκόντων ὁ μὲν ἐκ τοῦ πυθμένος τῆς μέσης κατὰ τὸν ἐγκέφαλον κοιλίας ὁρμηθεὶς εἰς τὸ
5680202 σιναρου
κατατείναντα προσδῆσαι , ὅκου ἂν ἁρμόσῃ , ἐκ δὲ τοῦ σιναροῦ ἐς κεράμιον ὕδωρ ἐγχέαντα ἐκκρεμάσαι ἢ ἐς σφυρίδα λίθους
ἐν τῇ ὁδοιπορίῃ οὐ δύναται τὸ σῶμα ὀχέεσθαι ἐπὶ τοῦ σιναροῦ σκέλεος , εἰ μὴ προσκατερεί - δεται τὸ σιναρὸν
5655045 ἀγγειου
αὐτοῦ τοῦ πληγέντος δήπουθεν πρῶτον ἀέρος φερομένου μέχρι καὶ τοῦ ἀγγείου καὶ πάλιν αὐτοῦ τούτου ἀνακλωμένου μέχρι τοῦ πλήξαντος ,
καταστῇ , ὡς τὴν εὔροιαν ἐπακολουθῆσαι , τῆς διαιρέσεως τοῦ ἀγγείου κατ ' εὐθὺ γενομένης τῇ τοῦ δέρματος διαιρέσει .
5640692 ᾠκοδομημενον
ἀνάπλεα τοῦ οἰσύπου , ἃ τιθέασιν ἐπὶ τὸν βωμὸν τὸν ᾠκοδομημένον πρὸ τοῦ σπηλαίου , θέντες δὲ καταχέουσιν αὐτῶν ἔλαιον
οὐκ αὐτόματον ἀλλὰ σὺν τέχνῃ καὶ ἁρμονίᾳ πρὸς τὸ ἀκριβέστατον ᾠκοδομημένον . τοῦ δὲ οἰκοδομήματος τούτου τὸ σχῆμα εἴκασται κριβάνῳ
5604117 καθεψειν
. δεῖ δὲ τὸ τέταρτον μέροϲ τοῦ γάλακτοϲ μίξανταϲ ὕδατι καθέψειν ἅμα κινοῦνταϲ ϲυνεχῶϲ , μέχριϲ ἥμιϲυ λειφθῇ τοῦ παντόϲ
ταῦτα τὴν Μήδειάν φασι τοῦ μὲν τὸ σῶμα κατακόπτειν ἢ καθέψειν ἀποστῆναι , προσποιησαμένην δὲ δεῖν πρότερον εὐχὰς ποιήσασθαι τῇ
5595806 ἐπικαθισαι
ἐπιβουλὴν ἀναγγεῖλαι , κελεῦσαί τε αὐτῷ , μετὰ τῆς ἀδελφῆς ἐπικαθίσαι τῷ νώτῳ , ὅπως τὸν ἐπικείμενον κίνδυνον ἐκφυγεῖν δυνηθῶσιν
τὸν ὀμφαλὸν καὶ τὸ ἐπιγάστριον καὶ κατάδει φασκίᾳ : κέλευον ἐπικαθίσαι ὑπτίαν ἢ ἐπὶ κουρικοῦ βάθρου καθίσαι καὶ κοιμωμένη ἀπόνως
5557358 τοιχου
χωρῆϲαι τὸν ἄνθρωπον , ἢ βάθρον ἴϲον τούτῳ ἐγγὺϲ ἀποθέϲθαι τοίχου παρατεταμένον τῷ τοίχῳ κατὰ μῆκοϲ μὴ πλέον ἀπέχον ποδὸϲ
μηχανᾶσθαι : τῶν λίθων παρασκευάσασθαι ἕνα ἐξαίρετον εἶναι ἐκ τοῦ τοίχου ῥηιδίως καὶ ὑπὸ δύο ἀνδρῶν καὶ ὑπὸ ἑνός .
5548910 ὀνηλατου
ὑπῆλθε τὴν σκιὰν τοῦ ὄνου . Ἐκβαλλόμενος δὲ ὑπὸ τοῦ ὀνηλάτου , πρὸς βίαν διεφέρετο , μεμισθῶσθαι καὶ τὴν σκιὰν
καὶ τῷ μὲν ὄνῳ μὴ προσπελάσαι ὡς συνόντος αὐτῷ τοῦ ὀνηλάτου , τῷ δὲ ὀνάγρῳ μεμονωμένῳ τυγχάνοντι σφοδρῶς ἐπελθεῖν καὶ
5535117 λοχαν
ἐκ τῶν προσφαγμάτων : λοχήσας αὐτόν : γράφεται λοχαίας . λοχᾶν γὰρ αὐτὸν θέλει ὁ Ἡρακλῆς κρυφθείς : καὶ περιβαλὼν
καὶ ἐκδέρεσθαι ἀπ ' αὐτῶν . Λόχμη . ἀπὸ τοῦ λοχᾶν ἐν τοῖς τοιούτοις τόποις . ὁ δὲ Φιλόξενος παρὰ
5520531 διατεμειν
ἑαυτοὺς ἑλκυσάντων γίνεται . εἰ γοῦν μῦν ὅλον ἐγκάρσιον ἐθέλοις διατεμεῖν , εἴτε ἐπὶ τεθνεῶτος εἴτε καὶ ζῶντος ἔτι τοῦ
τὸ ἱμάτιον παραδείγματος , ὃ ἐφ ' ἡμῖν ἐστιν ἢ διατεμεῖν ἢ σῶον ἐᾶσαι καὶ ἀδιάτμητον , ἄχρις ἂν ἢ
5518888 ἀποκοπτειν
ῥάκοϲ εἰϲ τὸ μὴ διολιϲθαίνειν ποϲῶϲ ἐπιϲπᾶϲθαι καὶ προπεϲὸν ὅλον ἀποκόπτειν ἀπὸ τοῦ ὤμου . τὸ αὐτὸ δὲ ποιεῖν καί
παραλαμβάνειν . δεῖ δὲ τέσσαρας δακτύλους διαστήσασαν ἀπὸ τῆς γαστρὸς ἀποκόπτειν τὴν ὀμφαλίδα διά τινος ἐπάκμου χάριν τοῦ μηδεμίαν γενέσθαι
5506626 σειειν
: σήθω : παρὰ τὸ σῶ , ὃ δηλοῖ τὸ σείειν ἐν τῷ κοσκίνῳ : ἀπὸ δὲ τούτου τὸ σήθω
, ἀλλὰ σίλουρον ; ὠνόμασται γὰρ καὶ οὗτος ἀπὸ τοῦ σείειν συνεχῶς τὴν οὐράν . ΒΕΜΒΡΑΔΕΣ . Φρύνιχος Τραγῳδοῖς :
5504466 βληθηναι
μέλι Ἀττικὸν ἔγχεε εἰς τὸν πυθμένα τοῦ κεραμίου , πρὶν βληθῆναι τὸν οἶνον : διαμένει γὰρ ἐπὶ πλεῖστον χρόνον .
τοῦ κράνους Ἀλέξανδρον καὶ ἰλιγγιάσαντα πεσεῖν , αὖθις δὲ ἀναστάντα βληθῆναι βέλει διὰ τοῦ θώρακος ἐς τὸ στῆθος : Πτολεμαῖος
5499273 σπογγιον
διακλυζέτω , καὶ ἐπὴν μέλλῃ τι ἐσθίειν ἢ ῥοφάνειν , σπόγγιον ἐντιθέναι : ταῦτα ποιέειν ἔστ ' ἂν ὑγιὴς γένηται
μέγεθος ὥστε ἐπαρτίζειν ἐς τὸν μυκτῆρα , καὶ δῆσαι τὸ σπόγγιον λίνῳ τετραχόθι : μῆκος δὲ ἔστω ὅσον πυγονιαῖον ἕκαστον
5491121 βληθεν
ἀφορία μέλλῃ γίνεσθαι , [ ἐμμένει ] τῷ τόπῳ τὸ βληθέν : ἐὰν δ ' εὐκαρπίαν σημαίνῃ , τὰ λιθάρια
ὑπο τε τοόφιγγα . . . ὀρρο . . ποτὲ βληθέν † . δάφναι : συνετέλουν γὰρ αἱ δάφναι ταῖς
5488388 ἀρθηναι
τὸν Βαβυλωνίων καὶ Σελευκέων τύραννον Ἵμερον μετὰ τὸ τὰς τραπέζας ἀρθῆναι τετράμνουν ἑκάστῳ τῶν σὺν αὐτῷ τριακοσίων ὄντων ἔκπωμα δοῦναι
. Θαψία ἐμπάσσεται τελευταία . Βδέλλιον λειοτριβηθὲν ἐμπάσσεται μετὰ τὸ ἀρθῆναι τὴν ἔμπλαστρον ἐκ τοῦ πυρός : εἰ δὲ λιπαρὸν
5487737 ἐκλακτισαι
ὄπισθεν . Ἐμβολαὶ δὲ , ἐκ τοῦ ξυγκεκάμφθαι : ἢ ἐκλακτίσαι ὀξέως , ἢ ξυνελίξας ταινίης ὄγκον , ἐν τῇ
. Ἐμβολαὶ δὲ , ἢ ἐκ τοῦ ξυγκεκάμφθαι , ἢ ἐκλακτίσαι ὀξέως , ἢ ξυνελίξας ταινίης ὄγκον , ἐν ἰγνύῃ
5482443 ἀποδησας
τὴν κεφαλὴν καθαίρειν , ἐν ὕδατι τρίψας , ἐς ῥάκος ἀποδήσας , προσθεῖναι . Ἕτερον : σμύρναν , ἅλας ,
Χολὴ πᾶσα ἀποτίθεται τρόπῳ τούτῳ : λαβὼν τὴν πρόσφατον καὶ ἀποδήσας τὸ στόμα αὐτῆς λίνῳ κάθες εἰς ζέον ὕδωρ διαλιπὼν
5474859 βληθεντα
, ὥσπερ τὰ ὑπὸ Τεύκρου ἢ τὰ ὑπὸ τῶν μνηστήρων βληθέντα . Ταύτας μὲν δὴ τρεῖς εἰκόνας ἐμαυτῷ προσείκασα ,
, ἐν ᾗ ἐτυράννησε πόλει : καὶ νόμος τὸν κεραυνῷ βληθέντα ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ ᾧ ἐβλήθη θάπτεσθαι . τυράννου
5463848 ὑποδηματος
ὑπὲρ Βακχίου καὶ Πυθαγόρου , εἰ γνήσιος . εἶδός τι ὑποδήματός εἰσιν αἱ Σκυθικαί . καὶ Ἀλκαῖος ἐν ηʹ καὶ
λαμβανομένη , οἷον οὐδεὶς ὁριζόμενος ἢ ὑπογραφόμενος τὴν ἐξοχὴν τοῦ ὑποδήματός φησιν γλῶσσαν , ἢ τὸ ὑλακτικὸν ζῷον κύνα .
5458099 θαπτεσθαι
ἐπὶ τούτου , τὸν μὴ θάψαντα τὸν ἑαυτοῦ πατέρα μὴ θάπτεσθαι : μὴ θάψας τις τὸν ἑαυτοῦ πατέρα ἐτελεύτησε παῖδα
, καὶ κατὰ ἀντινομίαν , οἷον νόμος τὸν τύραννον μὴ θάπτεσθαι ἐν ᾗ ἐτυράννησε πόλει καὶ νόμος τὸν κεραυνῷ βληθέντα
5445875 λινῳ
τις ᾖ ῥᾷον γένηται καὶ βιῷ μάντιδος πρὸ Πυθίας φοίνικι λίνῳ ἕως οὗ αὐγάσῃ τὸ φῶς δάκˈρεϊ χειμαινομένῳ αἴθωνι βελέμνῳ
μαλλοὺς δύο ἢ τρεῖς πεπλυμένους διαξάναντα καλῶς , δῆσαι μέσους λίνῳ , τὸ δὲ λίνον προσκολλῆσαι κηρῷ πρὸς τὸν πυθμένα
5425739 καλυφθεις
φυλάσσομαι πύλης ἄναξ θυρωρέ Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος ἢ σφηκιὰν βλίττουσιν εὑρόντες τινά ἐγὼ δὲ
ἱμάτιον , ὅπερ Ὅμηρος ἁπλοΐδα καλεῖ : Σοφοκλῆς : τρύχει καλυφθεὶς † Θεσσαλικῇ πληγίδι † : παρὰ τὸ ἁπλῆ ἁπληΐς
5423856 χαλινωσαι
. . : Αὐτόθι φασὶ Ποσειδῶνα πρῶτον ἵππους ζεῦξαι καὶ χαλινῶσαι . . . . Ὁ γὰρ Κολωνὸς ἱππεὺς ὠνομάσθη
ἦ καὶ ὄντως ποθέων καὶ ζητῶν ζεῦξαι καὶ ὑποτάξαι καὶ χαλινῶσαι τὸν Πήγασον τὸν υἱὸν τῆς ὀφιώδους Γοργόνης ἀμφὶ τοῖς
5398400 ῥυμου
οἱονεὶ τὰ τοῖς ποσὶν εἰλούμενα . πέζῃ τῷ ἄκρῳ τοῦ ῥυμοῦ . περί ἐπὶ μὲν τοῦ ἡμῖν συνήθους “ αἳ
' ἀείρας : ἔστι γὰρ ἢ τὸν δίφρον ἐκ τοῦ ῥυμοῦ λαβόμενος ἐξέλκοι , ἢ μετέωρον ἄρας ἐξενέγκοι , ὥστε
5387370 ἐθρισεν
σπάθηι . τοῦ ῥυσίου ] τοῦ ῥύσασθαι τοὺς Τρῶας . ἔθρισεν ] ἐθέρισεν . θἀμάρτια ] τὸν μισθὸν τῆς ἁμαρτίας
Εὐριπίδης : ἴδετε παρ ' ἄκρας ὡς ἀπέθριξε τρίχας . ἔθρισεν ] ἐθέρισεν , ἀπέκειρεν . διπλᾶ ] ἤγουν αὐτοὶ
5386025 ἱμαντος
δέοιτ ' ἂν σκευῶν ἀντλητῆρος , ἀντλίας , ἱμονιᾶς , ἱμάντος , κάλου , σχοινίου , κάδου , τροχαλίας ,
: κυρίως ἐπὶ τοῦ ζῴου ἀκουστέον : ἢ ἐπὶ τοῦ ἱμάντος τοῦ περιδεδεμένου τοῖς τραχήλοις τῶν κυνῶν . ὃς λύκως
5378500 πυρηνα
ἡμιπηχυαῖον βάθος , εἶτα μέσον τοῦ χώματος τῆς βαλάνου τὸν πυρῆνα σχηματίσας πρὸς τὴν γῆν , ὥστε τὸ ὀξὺ τοῦ
ἕλκος , πειρᾶσθαι κατουλοῦν τὸ μὲν πρὸς τοῖς χείλεσιν ἐπικυλίοντα πυρῆνα μήλης ἔχοντα τῆς Ῥοδίας ἤ τινος τοιούτου ξηροῦ ,
5364389 λιθαριον
ἐν τῇ ὀκτατόμῳ αὐτοῦ βίβλῳ οὕτω καλουμένῃ . Κάρφος ἢ λιθάριον ἢ κόπριον ἐκ τῆς γῆς ἄρας ἔνθες ἐν τῇ
παρὰ τὴν τῶν δοκίμων χρῆσιν . Λιθίδιον λέγε , μὴ λιθάριον . Καθὼς οὐ δόκιμον , κἂν γραμματικός τις Ἀρεθούσιος
5355255 ἐνθεντα
: ἔπειτα ἐς ἕνα τῶν ποδῶν , τὸν λελυμένον , ἐνθέντα αὐλὸν ἐκ χαλκείου , φῦσαν ἐσαναγκάζειν ἐς τὸν ἀσκόν
αὐτίκα τις παρατύχῃ , εὐέμβολον . Χρὴ δὲ ὀθόνιον σκληρὸν ἐνθέντα πλάγιον ἐς τὴν καμπὴν τοῦ ἀγκῶνος , ἐξαπίνης ξυγκάμψαι
5340235 κατενεχθεντα
ἐπὶ τῆς γῆς σβέννυσθαι καθάπερ τὸν ἐν Αἰγὸς ποταμοῖς πυρωδῶς κατενεχθέντα ἀστέρα πέτρινον . Ἀναξιμένης πυρίνην μὲν τὴν φύσιν τῶν
ἐξελθεῖν διὰ τὸν φόβον . λοιπὸν οὖν κατὰ τῶν νώτων κατενεχθέντα τὸν ἵππον ἔχειν ὕπτιον ὑπὸ τοῖς νώτοις ἐμὲ καὶ
5339724 δακτυλιου
κτήματος , θεοσεβείας , διὰ τριῶν ἐνεχύρων ἢ συμβόλων , δακτυλίου , ὁρμίσκου , ῥάβδου , βεβαιότητα καὶ πίστιν ,
, καὶ ἀρτηρίας λαμπρύνει . ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς φλεγμονὴν δακτυλίου καὶ ῥαγάδας καὶ πᾶσαν ὀδύνην ἄκρως . τὸ δὲ
5333880 λινον
θηρὸς ὅτι τάχιστα , μὴ καὶ θυμήνας ῥήξῃ τότε τὸ λίνον ἐνδακὼν ἢ καὶ διασπάσῃ τοῖς ὄνυξι καὶ ἀποδρὰς οἴχηται
κλωστῆρα . . . λίνου ] ἐν περιφράσει τὸν κλωστὸν λίνον . ἄκου ' ] ἀντὶ τοῦ πείσθητι . τιμήσας
5320274 ὑπερον
τὸν μοχλὸν τῆς θύρας ἢ τὸ κόρηθρον ἢ καὶ τὸ ὕπερον περιβαλὼν ἱματίοις ἐπειπών τινα ἐπῳδὴν ἐποίει βαδίζειν , τοῖς
τὴν ὑστεραίαν ἐκείνου τι κατὰ τὴν ἀγορὰν πραγματευομένου λαβὼν τὸ ὕπερον σχηματίσας ὁμοίως , ἐπειπὼν τὰς συλλαβάς , ἐκέλευσα ὑδροφορεῖν
5318568 σιδηριον
πλημνόδετον ἢ θώραξ . τὸ δ ' ἐντὸς τῆς πλήμνης σιδήριον , ὃ τρίβει τὸν ἄξονα , γάρνον ἢ δέστρον
. Λακεδαίμων : Ἔστι καὶ . . . τὸ Λακωνικὸν σιδήριον : στομωμάτων γὰρ τὸ μὲν Χαλυβδικὸν , τὸ δὲ
5299408 κατεχομενον
Τοῦτο δὲ λέγει διὰ τὸν Ἀρχίλοχον σοφὸν ὄντα καὶ πενίᾳ κατεχόμενον . Οὐ μόνον δὲ πλουτῶ τόδε φαμέν , ἀλλὰ
καὶ πεφθῆναι καὶ προστεθῆναι καὶ ἐξομοιωθῆναι , καὶ λοιπὸν μὴ κατεχόμενον τὸ λόγῳ τροφῆς φερόμενον κενοῦται ἱδρωτοειδῶς δίκην ἀψύχου .
5292402 ἀκατιον
ὁλκάδες αἱ μέγισται καὶ ἄλλο πᾶν καὶ μικρὸν καὶ μέγα ἀκάτιον εὐθὺς δὴ καὶ μόνον πλησιάσαντα καταγνύμενά τε καὶ ἀπολλύμενα
[ ] : γέγραπται πρός τινα ὀνόματι καλούμενον Μνήμονα ὃς ἀκάτιον παρέστησεν εἰς τὴν Μυρσίλου κάθοδον . φησὶν οὖν ὅτι
5287927 βαλλομενον
. ἢ τὸν Διὸς κεραυνόν . βέλος δὲ πᾶν τὸ βαλλόμενον . βέλος ] τὸν κεραυνόν . βέλος ] πόλεμον
μεσαραϊκῶν φλεβῶν . Πόθεν σκύβαλον ; παρὰ τὸ τοῖς κυσὶ βαλλόμενον . περίττωμά ἐστι τὸ περιττεῦον τῆς τροφῆς καὶ ἄχρηστον
5276216 διακοψαι
τοῖς Θηβαίοις . οἱ δὲ Ἀθηναῖοι τὴν ἐπιβολὴν τῶν Λακεδαιμονίων διακόψαι σπεύδοντες , δύναμιν ἀξιόλογον συνεστήσαντο , καὶ στρατηγὸν εἵλοντο
τῶν Ἑλλήνων ἐλώντων καὶ διακοψόντων ἀντὶ τοῦ διενοοῦντο ἐλάσαι καὶ διακόψαι . Συμβέβληται δὲ καὶ ἡ ὁμοιότης τῶν ὀνομάτων καὶ
5273116 διωτον
συνθέσει ἀμφοῦδις . . . . ἀμφορεύς : τὸ ἑκατέρωθεν δίωτον σταμνίον . ἢ τὸ ἑκατέρωθεν αἰρόμενον † ἀμφαιρεύς καὶ
. ἀμόργινον Ἀττικοί , λεπτὸν ὕφασμα Ἕλληνες . ἀμφορέα τὸν δίωτον στάμνον Ἀττικοί , στάμνον Ἕλληνες . ἀμφορεύς Ἀττικοί ,
5268769 πλοιαριον
κεκοσμημένος . . . . ἄκατος : τὸ † μέγα πλοιάριον : παρὰ τὸ ἄγω ἄξω ἦχα ἦγμαι ἦκται ἠκτός
τοῦ κέλητος ἵππου , ᾧ εἷς ἀνὴρ ἐπικάθηται ʃ μικρὸν πλοιάριον . ἄνευ κηρυκείου : κηρύκιόν ἐστι ξύλον ὀρθὸν ἔχον
5261856 ταινιδιον
μετὰ τὴν ἐπίθεσιν τοῦ φαρμάκου , οἴνῳ δεύσαντα πτυγμάτιον ἢ ταινίδιον ἐπιδεσμεῖν : ἔστι δὲ καὶ ἡ μετ ' αὐτὴν
εἴρηται , ἐκ τῶν ἔϲωθεν μερῶν τοῦ βλεφάρου τὸ λαμβδοειδὲϲ ταινίδιον , μὴ πάνυ βαθεῖαν τὴν διαίρεϲιν ποιουμένουϲ , καὶ
5260250 δησαι
οἱ βασιλεῖς αὐτοῖς οὐ μάλα ἦσαν ἐλεύθεροι τοῖς ἐφόροις δεδομένου δῆσαί τε βασιλέα καὶ κτεῖναι , οὕτω σύμπαντες οἱ Σπαρτιᾶται
οὐκ ἔσται σοι εἰρήνη . κρίμα μέγα ἐξῆλθεν κατὰ σοῦ δῆσαί σε , καὶ ἀνοχὴ καὶ ἐρώτησίς σοι οὐκ ἔσται
5258016 βαλειν
. Τεῦκρος δ ' Ἱππομέδοντος ἀμύμονος υἷα Μενοίτην ἐσσυμένως ὥρμαινε βαλεῖν ἐπιόντα βελέμνῳ : καί ῥα νόῳ καὶ χερσὶ καὶ
Ἀπολλώνιος ἑκουσίως φησὶ τὸν Εὔφημον ἐπὶ τὴν θάλασσαν τὴν βῶλον βαλεῖν συμβουλίᾳ Ἰάσονος . Καλλίστη : ἡ καὶ Θήρα κληθεῖσα
5247245 ἱερασθαι
ἱερωμένου . τὰ δὲ ἔτι παλαιότερα προεκέκριτο ἐκ τῶν παίδων ἱερᾶσθαι τῷ Διὶ ὁ νικῶν κάλλει : ἀρχομένων δὲ αὐτῷ
πλεονάζον ἐλλείπει : ὡς ἐπὶ τούτου : νόμος τὸν ὁλόκληρον ἱερᾶσθαι : ἑξαδάκτυλον κωλύει τις ἱερᾶσθαι : ζητεῖται γὰρ εἰ
5234741 καθιζειν
δὲ ϲκοτωματικοὺϲ καὶ ἡμικρανικοὺϲ ἀπεϲτραμμένουϲ εἰϲ τοὐπίϲω τῆϲ ὁδοιπορίαϲ δεῖ καθίζειν ἐπὶ τῷ ζεύγει καὶ ἠρέμα κινεῖν : πολλοὺϲ γὰρ
ἀλλὰ χορὸν δὲ ἔρχεσθ ' , ἠὲ χοροῖο νέον λήγοντα καθίζειν . Ὣς φάτο , τῇ δ ' ἄρα θυμὸν
5233784 βαψαι
, μᾶλλον δὲ κοσμοῦνται πλέον φάει τε πυρμαχοῦντα πῦρ βαπτείνοντα βάψαι θέλουσι , πάμπαν οὐ δεδοίκασιν ὡς τρίπλοκον τείχισμα καὶ
ὁρόωσα Νύχεια . ἤτοι ὁ κοῦρος ἐπεῖχε ποτῷ πολυχανδέα κρωσσόν βάψαι ἐπειγόμενος : ταὶ δ ' ἐν χερὶ πᾶσαι ἔφυσαν
5231051 ἀναλα
! ! ! ! ! ! ! ! αἰσθόμενος ] ἀναλα - βὼν | [ ! ! ! ! !
τὸ τίς ὁ φονεύσας . Συριανοῦ καὶ Σωπάτρου . Ἄνωθεν ἀναλα - βόντες τὸν ὁρισμὸν ἕκαστα αὐτοῦ τὰ μέρη διασαφήσομεν
5209831 τοξευματος
τοξεύεται διαμπὰξ καὶ τῆς περόνης τι ἀποθραύεται αὐτῷ ἐκ τοῦ τοξεύματος . ἀλλὰ καὶ ὣς ἔλαβέ τε τὸ χωρίον ,
, τὸν δὲ Ἀστυάγην σὺν τοῖς ἵπποις ἐντὸς γιγνόμενον ἤδη τοξεύματος , ἐκκλίνουσι καὶ φεύγουσιν ὁμόθεν διώκοντας ἀνὰ κράτος :
5209646 τυλος
: τύπος : τύραννος : τυκάνη , ᾧ ἀλῳῶσι : τύλος : τύλη , τὸ τύλιον : τύχη : τυλὸν
πάντα τὰ σεσυριγγωμένα , ὅλα τὰ ἐξειλημμένα . κἂν φανῇ τύλος ὑποκείμενος , ἀπὸ τῶν ὑγιῶν ἐκτεμνέσθω . ἐὰν δ
5207320 φλασμα
, αἱ ἀποσφίγξιες αὗται χωρίζουσι τὴν πτέρνην , ᾗ τὸ φλάσμα ἐγένετο : καὶ οὕτω κίνδυνος σφακελίσαι τὸ ὀστέον τὸ
, κατὰ φλέβας ἐπίῤῥους αἴτιόν ἐστιν αἵματος , ᾥτινι μὴ φλάσμα αἴτιόν ἐστι , καὶ ἤν που ἄλλοθι τοῦ σώματος
5197962 βελονην
δὲ διὰ καταρραφὴν ἢ καῦϲιν ἄτεχνον ἐκτρέπεται τὸ βλέφαρον . βελόνην τοίνυν λαβόντεϲ λίνον διπλοῦν ἔχουϲαν διαπείρωμεν τὸ ϲάρκωμα ἀπὸ
' ὑπερβαίνονταϲ ἄμφω τὰ χείλη τοῦ περιτοναίου πάλιν ἀντιϲτρέφειν τὴν βελόνην ἔξωθεν ἔϲω δι ' ἀμφοτέρων τῶν χειλῶν τοῦ περιτοναίου
5196410 χοεα
καὶ τοῖσι πρόσθεν : τῇ δὲ ὑστεραίῃ ὀνείου γάλακτος ἑφθοῦ χοέα διδόναι δὶς ἐκπιεῖν ἅλας παραβάλλων : ἐς ἑσπέρην δὲ
, τρίτον μέρος μελικρήτου παραμίσγων , πινέτω δὲ τοῦ γάλακτος χοέα : μετὰ δὲ τὴν κάθαρσιν τὴν κάτω τῶν φαρμάκων
5195553 προσκεφαλαιον
' ἐκ τοῦ δωματίου γε νῷν φέρε κνέφαλλον ἅμα καὶ προσκεφάλαιον τῶν λινῶν . νόσῳ βιασθεὶς ἢ φίλων ἀχηνίᾳ ἐμβαλὼν
, οὐ μὴν ὑπήνεγκεν , ἀλλ ' ἀπέκλινεν ἐπὶ τὸ προσκεφάλαιον ἀφεὶς τῶν χειρῶν τὸ ποτήριον . καὶ ἐκ τούτου
5188641 κυρτου
ὑλάκεσιν . Ἰάνθη : εὐφράνθη . Ἰχθυβόλοι : ἀσπαλιῆες . κύρτου : τοῦ δικτύου . ἐστήσαντο : ἐποίησαν . Σαλαμίνιδι
σάλπαι δ ' ἀγρόμεναι κεῖνον πόρον ἀμφινέμωνται , τῆμος ἐπεντύνει κύρτου δόλον : ἐν δέ οἱ εἴσω φύκεσιν εἰλομένους λᾶας
5185605 ἐπιδεσμον
εἰ ναὶ τὰν Κόραν τὴν μαρτυρίαν ταύτην ἐάσας ἐν τάχει ἐπίδεσμον ἐπρίω , νοῦν ἂν εἶχες πλείονα . ” ὕβριζ
ἀρσενικῶς : οὕτω μὴ λέγε , ἀλλ ' οὐδετέρως τὸ ἐπίδεσμον καὶ τὰ ἐπίδεσμα ὡς οἱ ἀρχαῖοι . Τὸ σκάτος
5182812 πληρωσαντα
ἀλλ ' ἑτέρωθεν ἐπινοήσαντα καὶ παρασκευασάμενον ἐφόδιον ἐξελθεῖν , καὶ πληρώσαντα τὸ προσταχθὲν ὕστερον κατηγορεῖν τοῦ ταμίου καὶ εἰσπράττεσθαι τὰ
καὶ τῶν ὅρκων γενομένων , τὸν Θεμιστοκλέα κύλικα τοῦ αἵματος πληρώσαντα ἐκπιεῖν καὶ παραχρῆμα τελευτῆσαι . καὶ τὸν μὲν Ξέρξην
5180975 σφαιριου
κολοβώματι παρακείμενα σώματα . οὐ γὰρ ἀποδεχόμεθα τοὺς ἀπὸ τοῦ σφαιρίου τῆς ῥινὸς πειρωμένους ἐπάγειν τὸ ταινίδιον : εἰ γάρ
τρωγλοδυτικῆς οὐγ . δʹ , βδελλίου οὐγ . δʹ , σφαιρίου οὐγ . δʹ , λιβάνου ἄρρενος οὐγ . ηʹ
5180158 ἐνδεδυκος
ἑξήκοντα , ἐφ ' ἧς ἄγαλμα Νύσης ὀκτάπηχυ καθήμενον , ἐνδεδυκὸς μὲν θάψινον χιτῶνα χρυσοποίκιλον , ἱμάτιον δὲ ἠμφίεστο Λακωνικόν
ἑξήκοντα , ἐφ ' ἧς ἄγαλμα Νύσης ὀκτάπηχυ καθήμενον , ἐνδεδυκὸς μὲν θάψινον χιτῶνα χρυσοποίκιλον , ἱμάτιον δὲ ἠμφίεστο Λακωνικόν
5169679 καιεσθαι
. Ἀρεταῖος δὲ προστίθησι καὶ ταῦτα : Τὰ σπλάγχνα αὐτοῖς καίεσθαι δοκοῦσιν , ἀσώδεις , ἄποροι , οὐκ εἰς μακρὸν
ἔχουσιν αἱ κανηφόροι ἀπιοῦσαι εἰς τὰ Ἐλευσίνια ὑπὲρ τοῦ μὴ καίεσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου . δίδωσι δὲ αὐτῷ τοῦτο ,
5165952 ἐϲωθεν
ἐξ ἑωυτέηϲ πονέει ἡ θέρμη , ἐκ τῆϲ κατὰ αἴϲθηϲιν ἔϲωθεν ἐγείρεται ὤϲιοϲ : φύϲιοϲ δὲ τῆϲ ἐϲ μέζω ἢ
ἐμβάλλοντα δὲ τὰ ῥόδα περιϲφίγγειν χρὴ τὸ ϲτόμα τοῦ βίκου ἔϲωθεν μὲν ὀθονίῳ , ἔξωθεν δὲ δέρματι διὰ τοὺϲ γιγνομένουϲ
5162436 κροκυδα
ϲικύαν τῷ ἰνίῳ προϲβάλλειν ἐπιτιθέναι τε ἔριον μέλιτι κεχριϲμένον ἢ κροκύδα μεθ ' ὕδατοϲ ἄνωθέν τε πτύγμα ἐπιδεῖν ἡϲυχῆ .
κατενεχθῆναι . καὶ ἅμα τοιαῦτα λέγων ἀπὸ τοῦ ἱματίου ἀφελεῖν κροκύδα , καὶ ἐάν τι πρὸς τὸ τρίχωμα [ τῆς
5161676 ψοφειν
τῆς λέξεως διαίρεσιν . διαψαίρειν δὲ τὸ ἡσυχῆ διακινεῖσθαι καὶ ψοφεῖν καὶ ψαίρειν ἱστίον λέγομεν . [ πλεκτάνην δὲ ,
τὸ , τίς ἔσθ ' ὁ κόψας τὴν θύραν ; ψοφεῖν δὲ , ὅταν ἐξερχόμενός τις αὐτὴν ὑπανοίγοι καὶ ἦχον
5152950 Ἰδα
Λυγκέα ἀνεῖλεν , Ἴδαν δὲ ὁ Ζεὺς ἐκεραύνωσε πρότερον τοῦ Ἴδα στήλην ἐκ τοῦ τάφου τοῦ πατρὸς ῥίψαντος ἐπὶ τὸν
: χάλκεον δέ οἱ γνάθων ἐκ πολιᾶν φθεγγομένας ὑπάκουε μὲν Ἴδα Τένεδός τε περιρρύτα Θρηίκιοί τε φιλήνεμοι γύαι . οὐχ
5142919 ἐδιωκετο
Ὅτι Ἰφικράτης λείαν ἔκ τινων χώρων συναρπάσας πολλὴν , ἐπειδὴ ἐδιώκετο παρὰ τοῦ φρουράρχου , πρὸ τῆς λείας τοὺς ὁπλίτας
ἀλλ ' ἐκείνη μὲν ἔφυγεν αὐτὸν διώκοντα ἐν πεδίῳ καὶ ἐδιώκετο ἐν πλάτει : σὲ δὲ καὶ εἴσω θυρῶν ἀπεκλείσαμεν
5141010 χασματος
τρίπους οὐκ ἄνευ τῆς δάφνης ἱδρῦσθαι κατὰ Βοιωτίαν ἐπὶ τοῦ χάσματος . Ἀργεῖοι πολιοῦχον αὑτοῖς τὴν Ἥραν ἡγοῦντο καὶ διὰ
ἵππῳ τὰς ἡνίας καὶ τὰ κέντρα προσβαλὼν ἔρριψε κατὰ τοῦ χάσματος ἑαυτόν . ἐπὶ δὲ αὐτῷ πολλὰ μὲν ἱερεῖα ,
5140476 καθισαι
. ] . ἀλλὰ καὶ εἰς Ὀλυμπίαν ἐλθόντα ἐν δερματίνωι καθίσαι , ὡς μέλλοντος ὕσειν : καὶ γενέσθαι . πρός
μετὰ κριθῶν παραβάλῃς . Καλῶς δὲ ποιήσεις , εἰ πρὶν καθίσαι αὐτοὺς εἰς τὴν ἄρουραν , ψόφῳ τινὶ ἀπελάσεις .
5138164 Γαβινιον
τὸ σῶσαι τῶν σωθῆναι δεομένων . Ὁ δὲ Ἰόβας οὐ Γαβίνιόν φησι πεμφθῆναι , ἀλλὰ Ἐρίκιον . Ἡ μὲν οὖν
τὸ σῶσαι τῶν σωθῆναι δεομένων . Ὁ δὲ Ἰόβας οὐ Γαβίνιόν φησι πεμφθῆναι , ἀλλὰ Ἐρίκιον . Ἡ μὲν οὖν
5127600 ἐξελκειν
τὸ ἦτρον ἐμφανὴς γένηται , κἀκεῖνον διελεῖν τρυφερὸν ὂν καὶ ἐξέλκειν τὰ ἔντερα καὶ τὰ λοιπὰ σπλάγχνα . Εἰ δὲ
προπέσοιεν , ἀμφοτέρας ἀποκόπτειν εἶτα τὸ κεφάλιον συνθλᾶν καὶ οὕτως ἐξέλκειν . Τῶν δὲ ἐπὶ πόδας φερομένων ἡ μὲν παρέγκλισις
5126761 κυρτῳ
καὶ τὸν εὐκτὸν τῆς νίκης ἀναδήσασθαι στέφανον . Τινὲς δὲ κύρτῳ ζῶσαν ἐμβάλλοντες θήλειαν σκάρον , πλείστους ἄλλους ἀγρεύουσι προσδήσαντες
τὸ σχῆμα : περιτίθησι γὰρ ὁ ποιητὴς ὥσπερ τῷ ἀψύχῳ κύρτῳ ἦθος , εἰπὼν , ὅτι φέρει ὁ κύρτος τῷ
5125542 μηλης
τῆς πρώτης , καθήσομεν τὸν δάκτυλον ἢ τὸ πλατὺ τῆς μήλης , κἄπειτα διελοῦμεν οὕτως . εἰ δὲ μὴ πλάγιον
χρώμενος , ἐφ ' ὅλου τοῦ ἕλκους ἐπικυλιομένου τοῦ τῆς μήλης πυρῆνος . ἔξωθεν δ ' ἀρκεῖ μότος ἤτοι ξηρὸς
5123725 διακοπτειν
κατὰ σκηνὴν ἐμβαλεῖν εἰς τὰ σιτία πόαν τινὰ φαρμακώδη δυναμένην διακόπτειν τὰς κοιλίας καὶ διακαθαίρειν . γενομένου δὲ τούτου οἱ
τὰ τοῦ αἰδοίου πτερυγώματα διαστῆλαι τοῖς δακτύλοις , ἔπειτα σμιλίῳ διακόπτειν τὸ ἄρθρον , εἶτα καθιέναι τὴν ἀριστερὰν χεῖρα καὶ
5122582 κατασπαν
εἶναί μοι δακτύλιόν τινα . καὶ μὴν καὶ ἐς ὕπνον κατασπᾶν ὁπόσους ἂν ἐθέλω καὶ ἅπασαν θύραν προσιόντι μοι ἀνοίγεσθαι
εἰς αὐτὴν δὲ τὴν ὑστέραν τὰ εὐωδέστερα τῶν μύρων ἐγχεόμενα κατασπᾶν αὐτὴν πέφυκε . σὺν τούτῳ δὲ καὶ ἐμβοάτω τις
5121882 χερϲιν
τῶν ὠμοπλατῶν πιλήϲεωϲ μετὰ τοῦ καὶ τὰϲ πλευρὰϲ ἑκατέρωθεν ταῖϲ χερϲὶν ϲυνάγειν . ϲκεπαϲθέντων δὲ τῶν πλευρῶν τοῖϲ ἐρίοιϲ τὴν
τυγχάνουϲαν ὁ μὲν Λεωνίδηϲ παντάπαϲιν ἀπαγορεύει χειρουργεῖν διὰ τὸν ἐν χερϲὶν ὑπὸ τῆϲ ἀνεπιϲχέτου αἱμορραγίαϲ κίνδυνον : οἱ δὲ νεώτεροι
5121376 συρεσθαι
κατακλυσμοῦ : ἀσυρία δὲ ἐκ τοῦ ἐναντίου διὰ τὸ μὴ σύρεσθαι . σπόγγος , εἰ μὲν διὰ τὸ π παρὰ
ἕτερον πόδα ἐν τῷ πορθμείῳ ἔχοντα παρέχειν ἑαυτὸν ἕλκεσθαι καὶ σύρεσθαι καθάπερ ὑπὸ κλοιῷ τινι χρυσῷ τὸν αὐχένα δεθέντα ;
5117113 κοπιδα
κομίζουσινἐσχαρίδας , ἰπνολεβήτιον , θερμαντῆρα , χυτρόγαυλον , ἡθμόν , κοπίδα , μαχαίρας , δορίδας , αἷς ἔδερον ἢ ἐφ
, προφάσει τοῦ πλεονάζον ἀποκόψαι τὸ κρέας , ἐπανατεινάμενον τὴν κοπίδα κόψαι τὴν χεῖρα τοῦ Κιλλικῶντος καὶ εἰπεῖν ὡς ταύτηι
5112528 σκευους
πάσης τῆς ὑγρᾶς οὐσίας πάρεστιν ὁρᾶν . Ὁπόταν γὰρ ἐκ σκεύους ὑγρὸν ἔχοντος καὶ στερεόν τι ἐν αὐτῷ σῶμα ἄρωμεν
πλοίου φαμὲν διὰ τὸ ἐοικέναι κέρατι ζῴου : καὶ πόδας σκεύους λέγομεν τὰ ἔσχατα καὶ ἀνέχοντα τὰ ἄνωθεν , διὰ
5112129 κοπηναι
κοπτομένῳ καὶ πιεζομένῳ ἢ εἰϲ ζέον ὕδωρ ἐμβαλλομένῳ μετὰ τὸ κοπῆναι καὶ ἁρμόζει δὲ τοῖϲ αὐτοῖϲ : περιττὸν δὲ ἔχει
χόας ιβʹ , ἐλαίου χόας δʹ . κόψας τὰ ὀφείλοντα κοπῆναι ἁδρομερῶς , ἐπίχεε ὕδωρ ὀλίγον ὡς ὑγρᾶναι τὰ κοπέντα
5102656 σφαξας
πόλις , ἐστράτευσεν ὁ τύραννος : πολιορκίας οὔσης ὁ πατὴρ σφάξας τὸν παῖδα ἔῤῥιψε πρὸ τοῦ τείχους : θεασάμενος ὁ
βασιληίων δικαστέων , ὅτι ἐπὶ χρήμασι δίκην ἄδικον ἐδίκασε , σφάξας ἀπέδειρε πᾶσαν τὴν ἀνθρωπηίην , σπαδίξας δὲ αὐτοῦ τὸ
5101643 καδισκον
λαγχάνειν καὶ τοῖς κατὰ ταὐτὸ ἀμφισ - βητοῦσι τιθεὶς ἕνα καδίσκον καὶ τὰς ἐπιδικασίας τοῦτον τὸν τρόπον ποιῶν ; Ὁ
αὐτὸν ῥῖψαι τὴν ψῆφον εἰς τὸν ἄκυρον ⌈ κάδον [ καδίσκον Γ ] , φησὶν αὐτῷ : “ μύσας ⌈
5099636 σμιλιῳ
, νίψαι χρὴ τὸν πόδα , καὶ τὸ πεπονθὸς μέρος σμιλίῳ ἀνοίξαντα οὔρῳ παλαιῷ πυριᾶσαι : εἶτα ἁλῶν ἐπίπασσε ,
εἰς τὴν ἐπιφάνειαν ῥήξει : λεπτοποιηθέντων δὲ τῶν σωμάτων , σμιλίῳ διαιρετέον τὸν κορυφωθέντα τόπον καθ ' ὑπόρρυσιν μᾶλλον .
5098128 τρησαντες
ἢ μηρὸς ἢ πῆχυς ἢ κνήμη , πεπονθὸς ὑποπίπτοι , τρήσαντες τρυπάνῃ μέχρι σήραγγος , οὕτως τοῖς ἐκκοπεῦσιν ἀναβαλοῦμεν τὰ
μέγα οὐδὲν ἤνυον , πίθον κατασκευάσαντες ἴσον τῷ ὀρύγματι , τρήσαντες αὐτοῦ τὸν πυθμένα , σιδηροῦν αὐλίσκον διέντες , πληρώσαντες
5096443 ἀναληφθηναι
ἐκείνου ἐπὶ ξύλων τινὶ ἰδίαι συνθέσει ἀπὸ ταύτης τῆς ἀρχῆς ἀναληφθῆναι ὑπ ' αὐτοῦ καὶ διδάσκειν ἐν κώμηι τινὶ γράμματα
καὶ παρὰ τοῦ δήμου πάντως ταύτην αἰτῆσαι τὴν ἀμοιβὴν , ἀναληφθῆναι παρὰ τοῦ πατρὸς συνεβούλευεν , ὀνομάσαι πάλιν πατέρα τὸν
5094623 κισσινου
δ ' ἄν τις ὑπὸ ποιμένων τὸ πρῶτον ἐργασθῆναι ἐκ κισσίνου ξύλου . ἄλλοι δὲ ἀπὸ τοῦ χεῖσθαι ὅ ἐστι
ἄν τις τὸ κισσύβιον τὸ πρῶτον ὑπὸ ποιμένων ἐργασθῆναι ἐκ κισσίνου ξύλου . ἄλλοι δὲ ἐτυμολογοῦσιν αὐτὸ ἀπὸ τοῦ χεῖσθαι
5092303 ῥακους
λαβόντας αὐτὸν ζῶντα περιάψαι περὶ τὸν τράχηλον , ἔσωθεν πυρροῦ ῥάκους ἀσφαλισαμένους . λέγουσι δ ' αὐτὸ τοῦτο ποιεῖν περιαπτόμενον
ὄξει κατάσβεσον καὶ ἐπιχέας πλεῖον ὄξος δεῦσον καὶ διήθησον διὰ ῥάκους , καὶ μίξας ὕδατι ὀλίγῳ δὸς πιεῖν ὅσον κοχλιάρια
5088562 λιθινον
, εἰς Σέριφον ἦλθε καὶ δείξας ταύτην τῷ Πολυδέκτῃ , λίθινον αὐτὸν ἐποίησεν . καὶ τοῦτο δὲ γελοιότερον , ἄνδρα
διαβοήσας εἶπεν ὁ Χαρικλῆς , Οὐκοῦν τὸ θῆλυ , κἂν λίθινον ᾖ , φιλεῖται . τί δ ' , εἴ
5083972 ψαιρειν
ὅταν οὐκ εὐπραγῶσι ἀνέμους . διαψαίρουσι : κινοῦσιν : τὸ ψαίρειν κυρίως ἐπὶ τοῦ ἱστίου , ὅτε μὴ εὐπλοεῖ εὐφόρῳ
τοῦ ἱστίου , ὅτε μὴ εὐπλοεῖ εὐφόρῳ ἀνέμῳ . τὸ ψαίρειν κυρίως ἐπὶ τῶν ἀρμενίων λέγεται , ὅταν μὴ εὐπορῶσιν
5077630 ποτηριου
“ κώθωνα ” λέγει τὸν νῦν λεγόμενον κύαθον . εἶδος ποτηρίου . Γ κώθωνα : νῦν τὸ ποτήριον , ἀλλαχοῦ
ὑπὸ πυθμένες ἦσαν : ἡ διπλῆ πρὸς τὴν κατασκευὴν τοῦ ποτηρίου ὅτι δεδιπλασιασμένον αὐτὸ ὑποτίθεται : τέσσαρα γὰρ ὦτα καὶ
5074321 φοινιχθηναι
λειοτρίβησον μετ ' ὄξους καὶ συνάλειφε ἐν ἡλίῳ μέχρι τοῦ φοινιχθῆναι , εἶτα λοῦε . εἰ δὲ μὴ εἴη ἥλιος
στρατὸν οὐδὲ γυμνῶσαι σίδηρον οὐδὲ ἐξ ἀλλήλων οἰκείους ἀριστεῦσαι οὐδὲ φοινιχθῆναι γῆν φόνῳ φιλτάτων οὐδὲ τελεσθῆναι νίκην τοῖς νικῶσι λυπηρὰν
5073794 ἐμβολον
Θηβαίους ἔταξε καὶ πρὸς Μαντινείας τοὺς πάντας Βοιωτούς , ὥσπερ ἔμβολον ποιήσας καὶ ἐπάγων τῇ τάξει τῶν Λακεδαιμονίων , ἢ
ηʹ φησίν , ὅτι οὐκ ἐνέθηκεν ἐν τῷ ἄξονι τὸν ἔμβολον , καὶ οὕτως ἐκκυλισθέντος τοῦ τροχοῦ ἐκπεσεῖν τὸν Οἰνόμαον
5068623 βροχον
ἡ δ ' ἔβη εἰς Ἀΐδαο πυλάρταο κρατεροῖο , ἁψαμένη βρόχον αἰπὺν ἀφ ' ὑψηλοῖο μελάθρου ᾧ ἄχεϊ σχομένη :
καὶ ἀνατείνειν : αὐτοὶ δὲ κυκλοτερῆ τομὴν περιγράψαντες ὑπὸ τὸν βρόχον , ἥντινα περιγραφὴν στεφανιαίαν ὀνομάζομεν , μετὰ ταῦτα τῇ
5067585 ϲταφυλωματοϲ
ἐπὶ τὸν μέγαν , ὁμοίωϲ διὰ μέϲηϲ τῆϲ βάϲεωϲ τοῦ ϲταφυλώματοϲ , ἵνα γένηται τὸ ϲχῆμα τῶν ἐμπεπαρμένων δύο βελονῶν
ῥάμμαϲιν ἀπολινῶϲαι τῇδε κἀκεῖϲε τὸν ὄγκον , ὡϲ ἐπὶ τοῦ ϲταφυλώματοϲ ἐλέγομεν . εἰ δὲ φόβοϲ εἴη τῆϲ τῶν ῥαμμάτων
5062711 ἀνοιξαι
. τοῦτον μὲν δὴ οὕτω , τὸν δὲ ἄλλον χρόνον ἀνοῖξαι πειρώμενος ἀνοίξαις μὲν οὐκ ἄν , κατάξεις δὲ αὐτὴν
ἱερέα τοῦ Ἡρακλέους πάλαι προσυγκείμενον , τὸν μὲν νεὼν νύκτωρ ἀνοῖξαι , τὰ δὲ ἀνακείμενα ὅπλα καθελεῖν καὶ ἀποσμήξαντα παραθεῖναι
5061346 ἐκβληθεντα
Ἥρας εἰδώλωι παραλογισθῆναι [ τὸν ἔρωτα ] νεφέλης , καὶ ἐκβληθέντα κατελθεῖν εἰς Ἅιδου . Ἐπιμενίδης δὲ αὐτὸν παρὰ θεοῖς
γὰρ τὸν βασιλεύσαντα ἐν Αἰτωλίᾳ λέγουσιν ὑπὸ τῶν Ἀγρίου παίδων ἐκβληθέντα τῆς ἀρχῆς παρὰ Διομήδην ἐς Ἄργος ἀφικέσθαι . ὁ
5056140 κολυμβαν
καὶ κολυμβάδος , ἀφ ' ὧν καὶ τὸ νήχεσθαι καὶ κολυμβᾶν εἴρηται , μνημονεύει μετὰ καὶ ἄλλων λιμναίων πολλῶν Ἀριστοφάνης
ὡς ἀπολεῖς μ ' ἐνταῦθα διατρίβους ' ἔτι , παρὸν κολυμβᾶν ὡς ἔχετ ' εἰς τὸν Τάρταρον . Τί δῆτα
5053903 ἐκτεινοντος
οὐδὲν ὁ ὄμβρος ἐνέβαλε . τοῦ χειμῶνος δὲ τὰς νύκτας ἐκτείνοντος ἄνευ πολλῶν καὶ καλῶν ἑτέρων λόγων ἐπιθέμενος ταῖς βίβλοις
περὶ συστελλομένου τοῦ ὦταν̆ ἡ ζήτησις , περὶ δὲ τοῦ ἐκτείνοντος τὸ α καὶ περὶ τοῦ διτονοῦντος . πῶς δὲ
5053392 ἐπιδεσμου
βουβῶνα καὶ τὸ ἦτρον . καὶ τότε ἐκ τοῦ εἰλητοῦ ἐπιδέσμου ἡ τοῦ ἁπλοῦ βουβωνίσκου γίνεται πλοκή , τῶν ἁμμάτων
τοῦ τελαμῶνος ἀνατεινομένου , ἀπὸ [ δὲ ] τοῦ εἰλητοῦ ἐπιδέσμου ἐπάγονται δύο ἢ τρεῖς κυκλοτερεῖς περιειλήσεις , καὶ τότε
5052912 τρυπημα
τὰ τρυπήματα . Ὅπου δ ' ἂν εἰς τὸ αὐτὸ τρύπημα συμβῇ δὶς ἐνείρεσθαι , ὥσπερ τὸ αὐτὸ γράμμα δὶς
; Ἔγωγε νὴ Δία , ἵνα μή γ ' ἁλῶ τρύπημα κλέπτων τῆς νεώς . Ἔπειτ ' ἐπὶ δεκάμνῳ χεσεῖ

Back