, ἔφη : γέροντα τύραννον . πῶς ἄν τις ἀτυχίαν ῥᾶιστα φέροι , εἰ τοὺς ἐχθροὺς χεῖρον πράσσοντας βλέποι .
ἀεὶ τρεφομένους , οἵπερ οὖν καταγωνίζονταί τε καὶ διαφθείρουσιν αὐτοὺς ῥᾶιστα . εἶτα τῶν κρεῶν τὰ μὲν δοκοῦντά σφισιν ἐς
6525956 εὐλας
τοῦ εἴκω . ἢ παρὰ τὸ αἰκίζω τοῦ ε : εὐλὰς ἐγγείνωνται , ἀεικίσωσι δὲ νεκρόν . . . .
τὰς πληγάς . μόνον οὐχί . σχεδόν , ἐγγύς . εὐλὰς καὶ κνώδαλα . εὐλαί εἰσιν οἱ ἐν τοῖς τραύμασι
6446345 ὠρεα
, κἢν πλαγιαύλῳ . καὶ πᾶσαι καλόν με κατ ' ὤρεα φαντὶ γυναῖκες , καὶ πᾶσαί με φιλεῦντι : τὰ
τὰν Ματέρα τῶν θεῶν , ὡς ἦλθε πλανωμένα κατ ' ὤρεα καὶ νάπας † συρουσαρπατακομαν ? [ ! ] [
6334136 ἀνιερα
χαύνους ἐπάρσεις καθιεροῦν ὡς ἅγια , τὰ φύσει βέβηλα καὶ ἀνίερα ἐξ αὑτῶν . ἆρ ' οὖν οὐκ εἰκότως ἐπισεμνυνόμενος
ἐπονείδιστον βίον . εἰ δὲ τὰ παρὰ γυναικὸς ἡταιρηκυίας δῶρα ἀνίερα , πῶς οὐχὶ μᾶλλον τὰ παρὰ ψυχῆς πεπορνευμένης ,
6316702 ὠπα
ἔχειν . ἡ δὲ ” ἀστραπή , “ ὅτι τὰ ὦπα ἀναστρέφει , ” ἀναστρωπὴ “ ἂν εἴη , νῦν
γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν : αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν . ἐκπέπληκται οὖν καὶ αὐτὸς ὁ Πρίαμος ἐπὶ
6263682 ὑπεθερμανθη
λῦσε μένος πλήξας ξίφει αὐχένα κωπήεντι . πᾶν δ ' ὑπεθερμάνθη ξίφος αἵματι : τὸν δὲ κατ ' ὄσσε ἔλλαβε
ὁμόχροον : περὶ δὲ μέσον ἡμέρης , σμικρὰ ἐῤῥίγωσεν , ὑπεθερμάνθη , ἵδρωσε δι ' ὅλου : νύκτα ἐκοιμήθη .
6261244 νωθες
θρασύτερον , θυμικώτερον , ἰταμώτερον , ψέξαις δ ' ἂν νωθές , ἀμβλύ , ἄπυρον , ἀόργητον , ἄθυμον ,
τραπεζήεσσι κύνεσσι , γυρόν , ἀσαρκότατον , λασιότριχον , ὄμμασι νωθές , ἀλλ ' ὀνύχεσσι πόδας κεκορυθμένον ἀργαλέοισι καὶ θαμινοῖς
6243364 ῥιψω
νηπίῳ τίτθη κλαίοντι “ σῖγα . μή σε τῷ λύκῳ ῥίψω . ” λύκος δ ' ἀκούσας τήν τε γραῦν
οὐ πολύ σε ὀνήσει ἡ ἀθανασία , ἐπεὶ ἀράμενός σε ῥίψω ἐπὶ κεφαλὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ , ὥστε μηδὲ τὸν
6225607 χοιρινας
τὰς χοιρίνας ⌈ εἰς Γ [ ὡς ] φιλοδικάστην τὰς χοιρίνας ⌈ πιέζων “ Γ [ πιέζοντα κωμῳδῶν ] .
ὁ τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον ἀποθλίβων . Γ ἢ παρὰ τὰς χοιρίνας ⌈ εἰς Γ [ ὡς ] φιλοδικάστην τὰς χοιρίνας
6214484 ἀπελθω
κέρδος : ὑποτιθεμένη ἐμοὶ κερδίσαι τὴν βασιλείαν , ἐὰν προλαβὼν ἀπέλθω κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ μου . λέγουσα ἡ ἀρὰ κέρδος
: εἰς τὸν αἰθέρα τὸν οὐράνιον , φησὶ , πετασθεὶς ἀπέλθω εἰς τὸ ὑψιπετὲς μέλαθρον , ἔνθα ὁ Ὠρίων ἢ
6182944 Ἀϊδα
τανισφύρου , καρχαρόδοντα κύν ' ἄξοντ ' ἐς φάος ἐξ Ἀΐδα , υἱὸν ἀπλάτοι ' Ἐχίδνας : ἔνθα δυστάνων βροτῶν
ἐν τῷ βίῳ . ἁρμόδια αὐτῷ ἤτοι καλά . . Ἀΐδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξας ἀνὴρ ] εἰς κατασκευὴν τοῦ
6182318 σβεσεις
τῆς γῆς ἄλλου καὶ ἄλλου γινομένου , δεήσει καὶ τὰς σβέσεις καὶ τὰς ἐξάψεις τῶν ἄστρων ἀπλέτους γίνεσθαι . Ὧν
. τὰς γὰρ ἀνατολὰς καὶ τὰς δύσεις ἐξάψεις εἶναι καὶ σβέσεις . Ἡρακλείδης καὶ οἱ Πυθαγόρειοι ἕκαστον τῶν ἀστέρων κόσμον
6171459 ὀρεξῃς
πεπτηῶτα ἀκμαίου καρποῖο κιβώρια δαινυμένοισιν ἐς χέρας ἠιθέοισι πάλαι ποθέουσιν ὀρέξῃς . ῥίζας δ ' ἐν θοίνῃσιν ἀφεψήσας προτίθημι .
πεπτηῶτα ἀκμαίου καρποῖο κιβώρια δαινυμένοισιν εἰς χέρας ἠιθέοισι πάλαι ποθέουσιν ὀρέξῃς . ῥίζας δ ' ἐν θοίνῃσιν ἀφεψήσας προτίθημι .
6160675 παλαμαι
αἰσθήσεσι τὴν κρίσιν τἀληθοῦς ὑπάρχειν οὕτως : στεινωποὶ μὲν γὰρ παλάμαι κατὰ γυῖα κέχυνται , πολλὰ δὲ δείλ ' ἔμπαια
ἅπαντα γάρ ἐστι θεῶν ἥσσω : λίθον δὲ καὶ βρότεοι παλάμαι θραύοντι : μωροῦ φωτὸς ἅδε βουλά . οὐ γὰρ
6154607 ἐκεχηνει
κατὰ μέσην τοῦ θηρίου τὴν κεφαλήν : ὁ δὲ ἐλέφας ἐκεχήνει καὶ περιήσθμαινε τὸν ἄνθρωπον ἐγκείμενον . ἀμφότερα οὖν ἐθαύμαζον
καὶ οἵδε ἀπέλθωσιν , εἰπών , ὧν εἰς τὰς οὐσίας ἐκεχήνει . Τοιοῦτον ἄν τι πάθοι καὶ στρατηγὸς τύχῃ μὲν
6142422 κοσας
Ἀριμασποί ? [ ποταμῶν ] ? ὑδατοτρεφελώτων : [ ] κοσας ? φορέουσιν [ ζόφου ] ? ἀερόεντος [ ]
? [ ποταμῶν ] ? ὑδατοτρεφελώτων ? : [ ] κοσας ? φορέουσιν [ ὑπὸ ζόφου ] ἀερόεντος [ ]
6130677 Φιλαδελφοις
τὰ ποτήρι ' , οὐ τὸν οἶνον πιόμενοι . Σωσικράτης Φιλαδέλφοις : λεπτὴ δὲ κυρτοῖς ἐγγελῶσα κύμασιν αὔρα , κόρη
ὀνόματι : καίτοι καὶ τὴν μυιοσόβην ἔν τε ταῖς Μενάνδρου Φιλαδέλφοις ἔστιν εὑρεῖν καὶ ἐν Ἀναξίππου Κιθαρῳδῷ , μυιοσόβην λαβὼν
6129562 ὠρινετο
? πόντῳ ? [ ] [ ] ς δ ' ὠρίνετο δοῦπος [ δυσαέι ] σίζεν Ὀφίων [ ] !
' ἄλλοι ἄγουσι βαθυζώνους τε γυναῖκας . τοῦ δ ' ὠρίνετο θυμὸς ἀκούοντος κακὰ ἔργα , βῆ δ ' ἰέναι
6129087 στομαργος
τῷ Καπανεῖ . στόμαργος ] ταχὺς εἰς τὸ λαλεῖν . στόμαργος ] φλύαρος , ταχὺς εἰς τὸ λαλῆσαι . στόμαργος
. στόμαργος : ὁ μὴ ἔχων τὸ στόμα ἀργόν . στόμαργος ] κατὰ ἀντίφρασιν ὁ μὴ ἔχων ποτὲ τὸ στόμα
6112016 ἐξαψεις
εἰς τὰ νέφη , ἀστραπὰς δὲ κατὰ τὰς τῶν θυμιωμένων ἐξάψεις , πρηστῆρας δὲ κατὰ νεφῶν ἐμπρήσεις καὶ σβέσεις .
ἐν παραπλησίοις ἀναλογίαις γίνεσθαι ἀπλέτους φθορὰς φθειρομένων τε καὶ πάλιν ἐξάψεις ἐξαπτομένων , κατὰ πᾶσαν μετάπτωσιν ὁρίζοντος τούτου συμβαίνοντος .
6111012 μεταλλασσουσιν
. πάλαι σκοποῦμαι τὰς τύχας † τῶν βροτῶν ὡς εὖ μεταλλάσσουσιν : ὃς γὰρ ἂν σφαλῆι εἰς ὀρθὸν ἔστη χὠ
* * τὰν γὰρ ἀνθρώπου ζοὰν ποικιλομήτιδες ἆται πημάτων πάσαις μεταλλάσσουσιν ὥραις ζώοι τις ἀνθρώπων τὸ κατ ' ἦμαρ ὅπως
6108679 δροσερα
ἕλειος καὶ λειμωνία βοτάνη δαψιλὴς οὖσα τῶν τε ὀργάδων ἡ δροσερὰ καὶ κατάρρυτος ἄπειρος ὅση θέρει νέμεται καὶ παρέχει διὰ
μελέτη ; τί δὲ κρηναίων νασμῶν ἔρασαι ; πάρα γὰρ δροσερὰ πύργοις συνεχὴς κλειτύς , ὅθεν σοι πῶμα γένοιτ '
6098352 χειροτονους
δηλοῖ . χειροτόνους ] μετὰ χειρῶν τάσεως γενομένας . θ χειροτόνους ] ἀπὸ τοῦ τείνω καὶ τοῦ χείρ . Ξ
πατρίδος αὐτῶν φερομένας . χειροτόνους ] τὰς διὰ χειρῶν . χειροτόνους ] τὰς διὰ τάσεως τῶν χειρῶν γινομένας . χειροτόνους
6096591 παραιτησεις
καὶ γὰρ τούτων ἕκαστον ἢ συστέλλει πως , ὡς αἱ παραιτήσεις , ἢ ἀνίησιν , ὡς αἱ συγ - χωρήσεις
τὸ ἦθος καὶ ἡ ἀπαγγελία ἐνταῦθα ἐπιμελεστέρα . καὶ αἱ παραιτήσεις χρήσιμοι γίνονται . ἐνίοτε δὲ οὐδὲ διηγητέον ἐν τοῖς
6096126 πιεμεν
ᾤχεο νηῒ Πύλονδε , οὔ πώ μίν φασιν φαγέμεν καὶ πιέμεν αὔτως , οὐδ ' ἐπὶ ἔργα ἰδεῖν , ἀλλὰ
ἐπὶ δὲ τοῦ αὕτως “ οὕτως μίν φασιν φαγέμεν καὶ πιέμεν αὕτως . ” αὐλός ἐπὶ μὲν τοῦ εὐθὺς ἐξακοντισμοῦ
6091376 χαλινα
ἐμπειρίας τῶν ὑπηκόων , ἢ ἀνάγκη αὐτῷ ἔσται πολλάκις τὰ χαλινὰ ἐπαλλάττειν καὶ τὰς ἡνίας , καὶ τὰ μὲν πρόσω
ἄλλο μέρος τοῦ σώματος . λέγονται δὲ ψάλια κυρίως τὰ χαλινὰ τῶν ἵππων . : Νιν πληθυντικῶς , τὰ ψάλια
6090831 ὀχεει
, χωλοὶ δὲ ἧσσον , κατὰ γὰρ τὸ παχύτερον ὀστέον ὀχέει , μινύθει δὲ τὰ ἔσω . Ἐκ γενεῆς δὲ
ποδὶ ἔσω βαίνειν , ἀλλὰ μὴ ἔξω : οὕτω γὰρ ὀχέει μάλιστα τὸ σκέλος τὸ ὑγιὲς , καὶ τὸ ἑωυτοῦ
6090424 γελγη
τῷ γρυμαιοπώλῃ με περιμένειν : καίτοι προηγόρευτο αὐτῷ ἐπὶ τὰ γέλγη ἀπαντᾶν . Ἀλλ ' εἰς καιρὸν οὑτοσὶ αὐτὸς ἐμπολήσας
τὸν λιβανωτόν , κεὐθὺ τῶν ἀρωμάτων , καὶ περὶ τὰ γέλγη . εἴη δ ' ἂν καὶ μαγειρεῖα τῶν πόλεως
6081090 ἀνοιδισκεται
ψύξας ἐπίβαλλε τὸν χυλὸν κατὰ βραχὺ προσέχων μήπως ἀναβράσῃ : ἀνοιδίσκεται γὰρ ὡς ὑπερχεῖσθαι τῆς χύτρας : ὅταν δὲ καταστῇ
, ἢν μὲν ᾖ δριμὺ καὶ κολλῶδες , φλεγμαίνει καὶ ἀνοιδίσκεται καὶ ξυντείνει ὁ τράχηλος , καὶ οὕτω προΐει ἐς
6078623 ἁσυχα
σιωπηλὸς ὑπάρχεις , ἀλλ ' ἔχεις τι καὶ ὀξύτητος . ἅσυχα ὀξύς : ἀντὶ τοῦ : αὐτὸς καθ ' ἑαυτὸν
πότνα Σελάνα . κἠπεί κά νιν ἐόντα μάθῃς μόνον , ἅσυχα νεῦσον , κεἴφ ' ὅτι “ Σιμαίθα τυ καλεῖ
6077391 ἐβλητο
τὸ τρίτον ἐβέβλητο καὶ κατὰ συγκοπὴν ἔβλητο , οἷον : ἔβλητο πρὸς στῆθος : εἶτα ἀφαίρεσις βλῆτο , οἷον :
τὸ δεύτερον ἐβέβλησο καὶ τὸ τρίτον ἐβέβλητο καὶ κατὰ συγκοπὴν ἔβλητο , οἷον : ἔβλητο πρὸς στῆθος : εἶτα ἀφαίρεσις
6075339 γεγηθοτα
γαμβρῷ τὴν φιάλην καὶ δωρούμενος λαμπρὸν κατασκευάζει τὸν λαμβάνοντα καὶ γεγηθότα . ὁ δ ' ὄλβιος : οὗτος δέ ἐστιν
δὲ τῆς μάχης παρίστησι τὸν πρῶτον θεὸν καὶ ἐπὶ τούτῳ γεγηθότα . Ἐκ δὲ τῶν προειρημένων ἅμα καὶ τοῦτο ὑποδεικνὺς
6072704 ἀνωδυνα
τῷ λευκῷ τοῦ ὀφθαλμοῦ παρὰ φύϲιν πάντα , τὰ μὲν ἀνώδυνα , ἐφ ' ὧν τρίχεϲ πολλάκιϲ ἐκπεφύκαϲι καὶ τὰ
χυλοῦ περδικιάδος . καλῶς ποιεῖ καὶ ἀποξηραίνει καὶ ἀφλέγμαντα καὶ ἀνώδυνα τὰ ἕλκη διατίθησι . τὸ δ ' αὐτὸ καὶ
6072494 ζωω
δισύλλαβα βαρύτονα διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφεται : οἷον , ζώω : χώω : γνώω : σώω : πλώω :
βαρύνεται : οἷον , χέω , χώω : ζέω , ζώω : τρέω , τρώω : ῥέω , ῥώω :
6066113 λαθοις
τῇ παρὰ τοῦ Δρόμωνος διαβολῇ . Πῶς δ ' ἂν λάθοις ἐπιγράψασα ; Τῆς νυκτός , Δροσί , ἄνθρακά ποθεν
. τίμα τὸ δίκαιον δι ' αὐτό . οὐκ ἂν λάθοις θεὸν πράττων ἄδικα , οὐδὲ γὰρ διανοούμενος . σώφρων
6062587 ἐμμι
πλῆον ἐπασχαλλ ! [ ! ! ] δ ' αἴματός ἐμμι τὼ σκ [ ! ! ] ιν οὐδὲν ἐπαίτιος
βασιλῆα καὶ ἄγριον : ἁ δὲ τάλαινα ζώω καὶ θεός ἐμμι καὶ οὐ δύναμαί σε διώκειν . λάμβανε , Περσεφόνα
6061198 ξηροτατα
νευροχονδρώδη σύνδεσμον . θρὶξ δὲ καὶ ὄνυξ ψυχρότατά τε καὶ ξηρότατα ἁπάντων ἐστίν , ἧττον δὲ τούτων ὀστοῦν ψυχρόν ἐστι
σαρξίν , ἀλλὰ καὶ τοῖς ὀστοῖς αὐτοῖς , ἃ δὴ ξηρότατα τῶν ἐν ἡμῖν ὑπάρχει μορίων . οἱ δὲ γεγηρακότες
6058378 τηνῳ
μέσφα τό γ ' ἐχθές , οὔτ ' ἐγὼ αὖ τήνῳ . ἀλλ ' ἦνθέ μοι ἅ τε Φιλίστας μάτηρ
ἔρανται . Ὥρατος δ ' ὁ τὰ πάντα φιλαίτατος ἀνέρι τήνῳ παιδὸς ὑπὸ σπλάγχνοισιν ἔχει πόθον . οἶδεν Ἄριστις ,
6055093 Κεινου
ὄμβριμον : ἰσχυρόν . ἄορ : ξίφος , ὅπλον . Κείνου : φασγάνου , ἐκείνου τοῦ ξιφίου : οὐδαμῶς ἐκείνου
καὶ ἀμηχάνων . Ὅστις [ δὲ ] πρὸς τύραννον ἐμπορεύεται Κείνου ' στὶ δοῦλος , κἂν ἐλεύθερος μόλῃ : Σοφοκλέους
6044740 πιτνοντα
πρέσβυ τῶν Ἰάσονος , χρηστοῖσι δούλοις ξυμφορὰ τὰ δεσποτῶν κακῶς πίτνοντα καὶ φρενῶν ἀνθάπτεται . ἐγὼ γὰρ ἐς τοῦτ '
σεισθῆναι σάλωι , φεύγειν δὲ κἄξω στᾶσα θριγκὸν εἰσιδεῖν δόμων πίτνοντα , πᾶν δ ' ἐρείψιμον στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας
6040993 ἀνοχλιζων
: τὸ ἀνέχω , οἷον : δὴ τότ ' , ἀνοχλίζων τετρηχότος οἴδματος ὁλκούς : τετρηχότος σημαίνει τεταραγμένους , ὁλκοὺς
, διὰ τὸ πάνυ πλησιάζειν . παρεμέτρεον : παρέπλεον . ἀνοχλίζων : ἀνακινῶν ἐν τῷ κωπηλατεῖν καὶ ἀνακόπτων τὰ κύματα
6037574 βαιη
σὺν ἀγῶνι φασίν , ὡς καὶ Ἀντιφῶν ” σὺν πατρίδι βαίη ” ἀντὶ τοῦ εἰς τὴν πατρίδα πορευθείη . Κολοφώνιον
ἀκούεις , οἷα βοᾷ : διά μου κεφαλῆς φλὸξ οὐρανία βαίη : καὶ πρόεισιν εἰς ἔργα παράνομα , πρῶτον ἀνοήτως
6034102 φωρ
τὸ φέρω φὸρ καὶ τροπῆ τοῦ ο εἰς ω μέγα φώρ . φάτνη παρὰ τὸ φαγεῖν φάγνη : καὶ τροπῆ
κε ῥεῖα αὐτὸ κίχοις , οὐδ ' αὐτὸς ὀνήσεται ἠλίθιος φώρ , κέρδεος ἁρπαλέοιο δίκην ἰθεῖαν ὑποσχών : φράζεο δ
6032221 ὠτειλην
γὰρ τὰ μέχριϲ ὀϲτέων ὀνίνηϲι ἰήματα . ἢν δὲ ἐϲ ὠτειλὴν ἥκῃ τὰ τρώματα , τὰϲ ἀρτηρίαϲ ἐκτάμνειν . διπλαῖ
ἕλκος τὸ δι ' ἐπιρροὴν πολλῶν ἢ δριμέων κωλυόμενον εἰς ὠτειλὴν ἰέναι διὰ τὸ καθυγραίνεσθαί τε καὶ προσαναβιβρώσκεσθαι ὑπὸ τοῦ
6029227 δακειν
ζῴῳ καὶ μεθ ' ἡμέραν καὶ νύκτωρ ἀνθρώποις ἐχθρῷ καὶ δακεῖν καὶ βοῆσαι , αἱρεῖ δὲ τὸν θύμαλον τὸν προειρημένον
πηγνῦσα τὸ γάλα : δειναὶ γὰρ αἱ μυῖαι λυπῆσαι καὶ δακεῖν , εἰ διώκοιντο : τὸ δὲ ἐντεῦθεν ἀπολουσαμένη τὸ
6026742 σχησω
ξίφους Περσέως ἐκλήθη ἡ πόλις Μυκήνη . Μασχάλη . σχῶ σχήσω , ὡς στήσω στήλη , καὶ μεταθέσει τοῦ η
ὑποφ ? [ μή ] τι μέγαιρε , φίλη : σχήσω γὰρ ἐς ποηφόρους ? ? [ κήπους ] ?
6026260 καλεων
θ ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον , ὀρσοτρίαιναν εὐρυβίαν καλέων θεόν . ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνήρ εὐαχέα
θυμὸς ὑπέρβιος , οὔ σε μεθήσει , ἀλλ ' αὐτὸς καλέων δεῦρ ' εἴσεται , οὐδέ ἕ φημι ἂψ ἰέναι
6023257 ζηλοτυπειν
καὶ ὑβρίζων μετὰ εὐνούχων καὶ γυναικῶν , καὶ διὰ τοῦτο ζηλοτυπεῖν αὐτὸν τὴν τῶν τράγων τε καὶ ὄνων εὐδαιμονίαν ;
καταλέλοιπεν . ὅρα οὖν καὶ σὺ μὴ νῦν δοκοῦσα φίλτρῳ ζηλοτυπεῖν τὸν ἄνδρα , ἐξαίφνης αὐτὸν καταλείπῃς . παρὰ τὰ
6022592 πηδαι
διά μου κεφαλῆς ἄισσους ' ὀδύναι κατά τ ' ἐγκέφαλον πηδᾶι σφάκελος : σχές , ἀπειρηκὸς σῶμ ' ἀναπαύσω .
σῶμα κουφισθῆι νόσου ἔμφρων δακρύει , ποτὲ δὲ δεμνίων ἄπο πηδᾶι δρομαῖος , πῶλος ὣς ὑπὸ ζυγοῦ . ἔδοξε δ
6015026 μαχοιτο
Ἕκτορι δίῳ : οὐ γάρ πως ἂν γυμνὸς ἐὼν Τρώεσσι μάχοιτο . ἡμεῖς δ ' αὐτοί περ φραζώμεθα μῆτιν ἀρίστην
Ἀχιλλῆϊ ῥηξήνορι πέμπον ἕπεσθαι Ἴλιον εἰς εὔπωλον , ἵνα Τρώεσσι μάχοιτο . τόν ῥα τόθ ' ἁπτόμενον νέκυος βάλε φαίδιμος
6014478 εὐναν
ἀκοινώνητον ἄλλου ἀνδρὸς , ἀντὶ τοῦ ἄμικτον : ἀκοινώνητον ἀνδρὸς εὐνάν : ἀντὶ τοῦ : σώφρονα καὶ μὴ ἐπικοινωνοῦσαν ἑτέρῳ
' ἀτέρμονας εἰς αὐγάς , ἐπιδέμνιος ὡς πέσοιμ ' ἐς εὐνάν . ἀνὰ δὲ κέλαδος ἔμολε πόλιν : κέλευσμα δ
6013172 ὑπερτονον
μεγίστην , μείζονα καὶ ἔξοχον . ὑπέρτατον ] γρ . ὑπέρτονον . ἰὼ ] ἐπὶ χαρᾶς εἴληπται , εἰς χαράν
ἐκθέσει ἰαμβεῖα τρίμετρα ἀκατάληκτα . βοάσομαι . . . τὰν ὑπέρτονον : παρὰ τὰ ἐκ Πηλέως Εὐριπίδου . ἐπιφέρει γὰρ
6009536 ῥευστα
ἀργαλέων φύσις ἀτμῶν αὐχμηραί τε νόσοι καὶ σήψιες ἔργα τε ῥευστά : ταῦτα χρεὼ φεύγειν τὸν ἐρᾶν μέλλοντα πατρὸς νοῦ
οἷον ἡ ἰατρικὴ περὶ τὰ ἀνθρώπεια σώματα καταγίνεται , ἅτινα ῥευστά εἰσι καὶ οὐκ ἀεὶ ὡσαύτως ἔχουσι . καὶ πάλιν
6000054 βλεψον
, ἢ ἐκείνη ἡ θεὸς ἡ Ἀθηνᾶ λέγει : Ἐκεῖσε βλέψον : ὁρᾷς τουτὶ τὸ ὑπὲρ κεφαλῆς θέαμα , τὸ
χρυσοπήληξ ] χρυσῆν περικεφαλαίαν ἔχων . ἔπιδε ] ἤτοι εὐμενῶς βλέψον . . εὐφιλήταν ] ἀγαπητήν . . πολισσοῦχοι χθονὸς
5997386 ἐπισπερχει
αὐτοῦ . . τὸ πρᾶγμα ] τὸν ἡμέτερον ἀφανισμόν . ἐπισπέρχει θεὸς ] ἐπισπεύδει ἡ τύχη , ἢ ὁ Ἀπόλλων
] τὸν ἡμέτερον ἀφανισμόν . θ ἐπισπέρχει ] σπουδάζει . ἐπισπέρχει ] κινεῖ . Ξ ἐπισπέρχει ] σπεύδει . ἐπισπέρχει
5995667 ὀπωπας
ὀρθῶνται , πεπυκνῶνται , ἐξέχουσιν . οὐτάζουσιν : τιτρώσκουσιν . ὀπωπάς : ὀφθαλμοὺς , ὄψεις . Ἀμήχανα : μάταια ,
ἔρειδον αἰδόμενοι , ὁτὲ δ ' αὖτις ἐπὶ σφίσι βάλλον ὀπωπάς ἱμερόεν φαιδρῇσιν ὑπ ' ὀφρύσι μειδιόωντες . ὀψὲ δὲ
5993161 θυμελας
λαθραῖον ὠδῖν ' ἐς θεοῦ ῥῖψαι δόμον , ὑπέρ τε θυμέλας διορίσαι πρόθυμος ἦν : οἴκτωι δ ' ἀφῆκεν ὠμότητα
δόμων καί τι πυθέσθαι χρήιζετε Φοίβου , πάριτ ' ἐς θυμέλας : ἐπὶ δ ' ἀσφάκτοις μήλοισι δόμων μὴ πάριτ
5991277 Λαγως
ὑπὸ Ἀμφιτρύωνος , ὥστε τὰς μεγάλας συμφορὰς Κυθνώλεις καλεῖσθαι . Λαγὼς καθεύδων : παροιμία ἐπὶ τῶν προσποιουμένων καθεύδειν . Λαγὼς
: σοβοῦντι δὲ ἐκ τῆς ἀσχολίας ἀπόλωλε τὸ ἔργον . Λαγὼς δὲ θαλάττιος βρωθεὶς καὶ θάνατον ἤνεγκε πολλάκις , πάντως
5988738 πορσω
μ ' Ἀργείων ἢ Φθιωτᾶν ἢ νησαίαν ἄξει χώραν δύστανον πόρσω Τροίας ; φεῦ φεῦ . τῶι δ ' ἁ
Τὸ προσαίνειν ἀντὶ τοῦ τρέφειν . γίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ πόρσω , τὸ μακράν , ἐξ οὗ καὶ πόρσιον τὸ
5980760 ὀλιγ
[ . ] ειν φθονων [ . ἀγαθοὶ ] ? ὀλίγ [ . ] ψε . [ Ἀντωνεῖνος : κύριε
προσλαβὼν ἐξουσίαν καὶ τοὺς φρονεῖν δοκοῦντας ἀνοήτους ποιεῖ . Κρεῖττον ὀλίγ ' ἐστὶ χρήματ ' ἀνυπόπτως ἔχειν , ἢ πολλὰ
5980656 κοὐδ
ἐν Σφενδόνῃ ἔφη περὶ σοῦ μαντευσάμενος , ὦ Λαρήνσιε , κοὐδ ' εἷς σοὐστὶν τῶν πλουτούντων , μὰ τὸν Ἥφαιστον
θυρῶνος ἐξόδοις ἐλθοῦσα φωνεῖς , ὦ κασιγνήτη , φάτιν , κοὐδ ' ἐν χρόνῳ μακρῷ διδαχθῆναι θέλεις θυμῷ ματαίῳ μὴ
5979878 δεραν
αἰαῖ : ἄξια καὶ σφαγᾶς τάδε καὶ πλέον ἢ βρόχωι δέραν οὐρανίωι πελάσσαι . τὰν γὰρ οὐ φίλαν ἀλλὰ φιλτάταν
ἐν παννυχίοις χοροῖς θήσω ποτὲ λευκὸν πόδ ' ἀναβακχεύουσα , δέραν αἰθέρ ' ἐς δροσερὸν ῥίπτους ' , ὡς νεβρὸς
5979122 μακα
] ς γὰρ τάδεσαμ ? [ [ ] ! φος μακα ! ! ! ! [ [ πάροιθεν ] βαρυνωι
! [ . . . . . . [ ] μακα ! [ [ ] ὅ ! ' εσδαλ [
5970696 ὠκυ
ἀπὸ ἐλαχίστου εἰς δεκάμετρον προῆλθεν . θοῶς δ ' ὕπερθεν ὠκὺ λέχριον : ἐπειδὴ τὸ μέτρον πλάγιον καὶ οὐκ ὀρθόν
Δόρκιον ἡ φιλέφηβος ἐπίσταται ὡς ἁπαλὸς παῖς ἕσθαι πανδήμου Κύπριδος ὠκὺ βέλος ἵμερον ἀστράπτουσα κατ ' ὄμματος , † ἠδ
5968795 λωπος
Αἰσχίνα . ὥστ ' εἴ τοι κατὰ δεξιὸν ὦμον ἀρέσκει λῶπος ἄκρον περονᾶσθαι , ἐπ ' ἀμφοτέροις δὲ βεβακώς τολμασεῖς
] ! ! ! ! ! ! ! ] ο λῶπος [ ! ! ! ] κον [ πεποιῆσθαι ]
5967224 κεκρυμμενας
γῆς ὑπὸ ἀρότρου : μεταφορικῶς ἀπὸ † τοῦ βαθείας φρένας κεκρυμμένας σημαίνει . ἐκ τῶν Ῥητορικῶν , , . .
ἀνήρ ; ἀπωλόμεσθ ' ἄρ ' , ὦ φίλαι : κεκρυμμένας θήρας ξιφήρεις αὐτίκ ' ἐχθροῖσιν φανεῖ . ἄφοβος ἔχε
5966868 κωφον
. . . . . , . καὶ Δημοσθένης δὲ κωφὸν καὶ φαλακρόν που λέγει , ὡς τοῦτον ὄντως ἔγραψεν
ἐποίησε τοὺς πολίτας καὶ ὀκτὼ μέρη τὴν πόλιν . παρὰ κωφὸν ἀποπέρδειν : παροιμία ἐπὶ ἀναισθήτων . παραλοῦμαι : παροιμιακῶς
5965146 θηκτοιο
ὅτ ' ἐκείνου ἔκγονος αἰνογόνοιο πολύμνιον ἔλλαχε κῦδος . Ἀρτίχερος θηκτοῖο ξιφηφόρον ἐντύνοντος λήμμασι , καὶ σφαράγοιο παρακλιδὸν ἀθροισθέντος ,
δέχεται ταναήκεϊ δοχμὸς ὑποστάς : ἡ δὲ καὶ εἰσορόωσα γένυν θηκτοῖο σιδήρου ἄγρια κυμαίνουσα κορύσσεται , ἐν δ ' ἄρα
5964630 μεμαυιαν
ἀπὸ νόσφιν ἐόντος ἀνηρείψαντο κιόντες . Καί μ ' ἄμοτον μεμαυῖαν ὀιζυρῶς ἀπολέσθαι ἢ βρόχῳ ἀργαλέῳ ἢ καὶ ξίφεϊ στονόεντι
καὶ εἰρήνη ἅλις ἔστω . ” ὣς εἰπὼν ὤτρυνε πάρος μεμαυῖαν Ἀθήνην , βῆ δὲ κατ ' Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα
5960837 πιδακι
ὕλην , οἷ αὐτῇ μέγ ' ἄγαλμα , τρέφει παρὰ πίδακι γαῖα : τοίη Πενθεσίλεια κατ ' ὠκέος ἤριπεν ἵππου
πεπτηυῖαι ἄπλητον μεμάασιν ἐπήτριμοιὧς τότ ' ἀολλεῖς πετραίῃ Μινύαι περὶ πίδακι δινεύεσκον . καί πού τις διεροῖς ἐπὶ χείλεσιν εἶπεν
5956064 ἐμοιγ
ἔφη , ὦ Θεοδότη , ἔστι σοι ἀγρός ; Οὐκ ἔμοιγ ' , ἔφη . Ἀλλ ' ἄρα οἰκία προσόδους
τι καινὸν ἕλοιτο πόσις λέχος , ἦ μάλ ' ἂν ἔμοιγ ' ἂν εἴη στυγηθεὶς τέκνοις τε τοῖς σοῖς .
5943789 Ῥευμα
τε τῆς τοῦ σκίρρου διαλύσεως καὶ τὸν τῆς διαφορήσεως . Ῥεῦμα φλεγματῶδες τὸ οἴδημα γεννᾷ , χαῦνον ὄγκον καὶ εἴκοντα
] Ἐν ἡμέραις . Προχέοντι ] Προχέουσι . Ῥόον ] Ῥεῦμα . Αἴθων ' ] Μέλανα ἢ καυστικόν . Ὄρφναισι
5937831 μικκος
οἷον , ἴλλος : ἵππος : ἴννος : ὕῤῥας : μικκός : φρίσσω : ψύλλος : σκύλλος : κυλλός :
τις ἢ ' ρυθρέων ἤκει , φαλακρός ? ? , μικκός : αὐτὸ ἐρεῖς εἶναι Πρηξῖνον , οὐδ ? ?
5929977 ἱκω
ἄμυδις δὲ ψιλοῦται . ἱδρὼς δασύνεται * * * οὕτως ἵκω ἵξω ἴξαλος . οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ ἀναδιπλασιασμοῦ
, ἵνα καὶ αὐτὰ λείπωνται τρισὶ γράμμασι τοῦ κίχω καὶ ἵκω . . . , : Ἡρακλείδης δὲ ἐν οἷς
5925079 ἰϲχιου
ἀλλὰ τοὺϲ δακτύλουϲ ἐρείϲαντα κατὰ τοῦ ὤμου ἢ κατὰ τοῦ ἰϲχίου τοῦ ἐμβρύου πάλιν τὸ προβεβλημένον εἰϲάγειν εἰϲ τὸν προϲήκοντα
πολλοῖϲι γοῦν ἀπάτη πόνου , ὡϲ ἀπὸ πλευρίτιδοϲ : βάροϲ ἰϲχίου : κατὰ ῥάχιν δυϲκαμ - πέεϲ , ξυννεῦϲαι χαλεπῶϲ
5920921 παραδεξαιτο
. κοινὸν φέγγος τῆς ξεναρκοῦς δίκης ἡ τῶν Αἰακιδῶν πόλις παραδέξαιτο , ὡς ἔστι δίκαιον ξένους ἀποδέχεσθαι . ἕδος δίκᾳ
τάσιν . διὸ καὶ ἕνεκα τῶν τοιούτων μᾶλλον ἄν τις παραδέξαιτο τὸ τὸ δέ ἐπὶ τοπικῶν ἐπιρρημάτων , πολλοῖσιν γὰρ
5918353 πελαζω
μισῶ παρ ' ἐχθρῶν θῶπας εὐειδεῖς λόγους . πρὸς σὲ πελάζω τὸν ὀπισθοβάτην πόδα γηροκομῶν . καὶ γὰρ τὸν ἄλλον
γίνεται δ ' ἀπὸ τοῦ εἱλῶ τὸ συστρέφω καὶ τοῦ πελάζω . Χοροτυπίῃς : χοροστασίαις , χορεύσεσι ταῖς τυπτούσαις τὸ
5916034 περιλειφθεισας
ιγ λεπτῶν ι , καὶ τὰς πρὸς ταῖς ἡμέραις ὥρας περιλειφθείσας μέρισον ὁμοίως εἰς τὸ ὡριαῖον δρόμημα αὐτῆς , ὅ
πλείω : ἐγὼ μὲν γὰρ τὰς τριακοσίας δραχμὰς ἔλαβον τὰς περιλειφθείσας ἀπὸ τῆς τιμῆς τοῦ χωρίου , καὶ οἰκίδιον ὅ
5915645 τλητον
ὧν αὐτὸς ἔσχε στέφανον εὐκλείας μέγαν ; Οὐκ ἔστι τοὔργον τλητόν . Ἀλλὰ δῆτ ' ἰὼν πρὸς ἔρυμα Τρώων ,
τὸν ὄχλον : στέγει : ἀντὶ τοῦ ἔχει : οὐ τλητόν : ὃ οὔτε σιωπᾶν δύναμαι : μέγα γάρ ἐστιν
5914457 πλειη
χειροήθεις καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀντασπάζονται καὶ ἀντεπαινοῦσι , καὶ ἐντεῦθεν πλείη μὲν γαῖα τούτων τῶν ἀνθρώπων , πλείη δὲ θάλασσα
τοῖχοι καλαί τε μεσόδμαι : εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον , πλείη δὲ καὶ αὐλή , ἱεμένων Ἔρεβόσδε ὑπὸ ζόφον :
5913306 θαλπεσι
καὶ καυστικὰ καύματα . ὡς δυνάμενος φέρειν ἐπίσης τοῖς μεσημβρινοῖς θάλπεσι τὰς τοῦ Διὸς ἀστραπάς . ἀστραπὰς ] αἷς ὁ
καὶ τὰ εἴδεα τὰ διαιτήματα ποιέεσθαι ἐναντιούμενον τοῖσι καθισταμένοισι καὶ θάλπεσι καὶ χειμῶσιν : οὕτω γὰρ ἂν μάλιστα ὑγιαίνοιεν .
5913103 ληθουσα
ἀκόρητος ἔτι πνείων ὑμεναίων . Ἡρὼ δ ' ἑλκεσίπεπλος ἑοὺς λήθουσα τοκῆας παρθένος ἠματίη , νυχίη γυνή . ἀμφότεροι δὲ
: τὸ δὲ νοερὸν περιβλάπτεται καὶ γλῶσσα φθέγγεται ἀσυνάρτητα , λήθουσα καὶ παραφρονοῦσα . διάστροφοι γὰρ τοῦ πληγέντος οἱ ὀφθαλμοί
5911984 πονηρευομενος
κἀκείνως φενακίζειν ἐπιχειρῶν οἴει λανθάνειν , τούτοις οὐδὲν ἧττον ἁλίσκει πονηρευόμενος καὶ κατ ' αὐτὸς σαυτοῦ μᾶλλον ἢ ἡμῶν αὐτῶν
τὸν Διόνυσον , ὦ παμπόνηρος ἐγὼ , ὁ εἰς πάντα πονηρευόμενος καὶ πάντα ἐξετάζων , οἷα ἐφενακιζόμην ὑπ ' αὐτοῦ
5911531 ὀλισθανειν
καὶ τοῦ κρυστάλλου διὰ τὴν φυσικὴν λειότητα ποιοῦντος τοὺς διαβαίνοντας ὀλισθάνειν , ἀχύρων ἐπιβαλλομένων ἐπ ' αὐτοὺς ἀσφαλῆ τὴν διάβασιν
. Ἐπειδὴ πλειστάκις εἴρηκεν τὸν μηρὸν εἰς τὸ ἔσω μέρος ὀλισθάνειν , καταλέγων πλείονας ἐμβολὰς ἐπὶ τούτου τοῦ τρόπου προσυπογέγραφεν
5910841 ὁκ
] λαγετ ? ? [ [ ] ! ι σάλπιγγος ὅκ ' ἐν κε [ [ Κάστορι ] θ '
ῥα φίλυπνος ; ἦ ῥα πολύν τιν ' ἔπινες , ὅκ ' εἰς εὐνὰν κατεβάλλευ ; εὕδειν μὰν σπεύδοντα καθ
5910793 θρεομενας
. δυσαγγεῖ ] ἤγουν βαρείαι . μίνυρα ] θρηνητικά . θρεομένας ] ἀντὶ μιᾶς . θρεομένας ] λεγούσης αὐτῆς .
. μίνυρα ] θρηνητικά . θρεομένας ] ἀντὶ μιᾶς . θρεομένας ] λεγούσης αὐτῆς . κλύειν ] ἀκούειν . ἀντιστροφὴ
5905871 κορειν
καὶ γὰρ ὑγροφυὴς καὶ τρυφερὰ ἡ κόρη . ἀπὸ τοῦ κορεῖν . ὅ ἐστι καλλωπίζειν , τὸν ὀφθαλμόν . καὶ
Νεωκόρος : ὁ τοῦ ναοῦ παῖς : ἤγουν ἀπὸ τοῦ κορεῖν κοσμεῖν τὸ κοῦρος . Νερόν : διὰ τὸ νεωστὶ
5904695 ἐμφραττον
Αἷμα δὲ ταύρειον νεοσφαγὲς ποθὲν δύςπνοιαν ἐπιφέρει καὶ πνιγμόν : ἐμφράττον τοὺς περὶ τὰ παρίσθμια καὶ τὴν κατάποσιν πόρους μετὰ
ἂν εἴη ἐζυμωμένος καλῶς , οὐ δύναται τὸ παχὺ καὶ ἐμφράττον μὴ ἔχειν . λαχάνων δὲ δεῖ λαμβάνειν , εἰ
5903676 πωλιῳ
ὑποδύνουσι [ ὑποκύπτοντες ] τὰς μητέρας ⌈ καὶ θηλάζουσιν . πωλίῳ : ἀντὶ τοῦ ὄνου ἢ ἡμιόνου ” κλητῆρος “
ὄνου ἢ ἡμιόνου ” κλητῆρος “ εἶπεν εἰς φιλοδικαστήν . πωλίῳ ] ⌈ ἀντὶ τοῦ πώλῳ ὑποκοριστικῶς . κλητῆρες δὲ
5900251 πεπληξεται
καταστρέφει . Ἀλλ ' ἐὰν ταύτῃ γε νικᾷ , ταυτῃὶ πεπλήξεται : ἢν δ ' ὑπεκκλίνῃ γε , δευρὶ πρὸς
ἡ βουλὴ δέ σοι πάντα ἄπληκτος ποιήσει τὸ ὡς οὐ πεπλήξεται πεισθεῖσα . αἰσχύνθητι δὲ αὐτῶν , ὦ ' γαθέ
5899501 λυσσωδη
καταγέλα . οὐδὲν γὰρ διαφέρει ἢ διψῆν πυρέσσοντα ἢ ὡς λυσσώδη ὑδροφόβον εἶναι . ἢ πῶς ἔτι δυνήσῃ εἰπεῖν τὸ
: ἢ ὅτι τὸν Ἄργον κύνα ἀναιρεῖ , τουτέστι τὰ λυσσώδη καὶ ἄτακτα ἐνθυμήματα . . ΚΥΝΕΟΝ ΤΕ ΝΟΟΝ .
5899203 τεινω
μὲν δικαίοις [ ] ? ? ⋮ ἔνδικον ? ? τείνω ? βίον ? ? ? [ ? . καλόν
τοῦ γεννῶ διὰ τῆς ει διφθόγγου : κτείνω δὲ καὶ τείνω τὸ ἁπλῶ , διὰ τῆς ει διφθόγγου , τενῶ
5898529 ἐθελησεις
ἄλλ ' ἂν ἀπολαύσαιμι τοῦ μαθήματος ; καὶ ταῦτ ' ἐθελήσεις ἀπομόσαι μοι τοὺς θεοὺς ἵν ' ἂν κελεύσω '
ἐπιτύχοιμι . . ταῦτ ' ] διά , κατά . ἐθελήσεις ] νεύσειας . ἀπομόσαι ] ἐπομόσαι . ἀπομόσαι ]
5891923 σαπρα
τὸ α , οἷον χήρα , θύρα , μοῖρα , σαπρά , μικρά , πονηρά , μυσαρά , καὶ ὅσα
γ ' ἐγὼ παρέξω . Ἐμοὶ σὺ λουτρόν , ὦ σαπρά ; Καὶ ταῦτα νυμφικόν γε . Ἤκουσας αὐτῆς τοῦ
5890359 μυριαμφορον
, φράσω ξύλλαβε : βοήθει ἀνῶμεν : ἐνδῶμεν , ἐάσωμεν μυριάμφορον : πολύτιμον ἰπνόν : ἀρτοκόπιον , μαγειρεῖον ἄσμεναι :
! ! ! [ χαίρων ] ? χορείῃς εἰς [ μυριάμφορον ] ? ? χρόνον ? ? ? ? ?
5888539 ῥαπτει
δὲ καὶ εἰς ὀψοφαγίαν διαβάλλει . καττύεται : συντίθεται καὶ ῥάπτει κατ ' ἐμοῦ . ἀστείως δὲ τῇ λέξει κέχρηται
πιθήκου σοφώτερον , οἵας γοῦν ἐπ ' αὐτοῖς παλαμᾶται καὶ ῥάπτει τὰς πάγας : ὅπου τὸ πλῆθος πιθήκων κάθηται ,
5886956 ὠρανον
γᾶς βασιλέα δύνασθαι μηδεμιᾷ τῶν ἀρετῶν ἐλαττοῦσθαι τῶ κατ ' ὠρανὸν βασιλέως : ἀλλ ' ὥσπερ αὐτὸς ἀπόδαμόν τι ἐντὶ
ἅ τε Μελιξοῦς σάμερον , ἁνίκα πέρ τε ποτ ' ὠρανὸν ἔτραχον ἵπποι Ἀῶ τὰν ῥοδόεσσαν ἀπ ' ὠκεανοῖο φέροισαι
5886871 ἀλαος
σκοπιὰν εἶχεν , ὡς ἂν εἴποι τις οὐδ ' ὡς ἀλαὸς ἐσκόπευεν , οὐδὲ τυφλὴν εἶχε σκοπιάν . ἄλθετο ὑγιάζετο
τυφλὴν τὴν κατασκοπὴν εἶχε , τουτέστιν οὐκ ἔλαθεν αὐτόν : ἀλαὸς γὰρ ὁ τυφλός . . . . ἀλαπάξαι :
5886273 ἀιδηλα
. ὁ δὲ λόγος : ἐπὶ κακῷ κακὸν ἀποίσῃ . ἀίδηλα : ἀπροόρατα . ἀνιάζουσά περ ἔμπης : ὅτι ὁ
δεσπότας αὐτῶν ὥς φησι καὶ Ἡσίοδος πάντα γὰρ ὅσσα λάβεσκεν ἀίδηλα πάντα τίθεσκε . Σίσυφος δὲ μονογράμμῳ τυπώματι τὸ τούτου
5885711 χροιῃσι
, αὐτάς τ ' ἠιθέας ἀνεμωνίδες ἀστράπτουσαι τηλόθεν ὀξυτέρῃσιν ἐφελκόμεναι χροιῇσι . πᾶς δέ τις ἢ ἑλένειον ἢ ἀστέρα φωτίζοντα
πόσιν καλόν : ἀμφὶ δὲ πάντῃ πᾶν δέμας εὐστίκτοισι περὶ χροιῇσι γράφουσι , καὶ ποτὶ λέκτρον ἄγουσιν ἐπ ' ἀγλαΐῃ
5885429 μαγειρικως
' εὖ λέγειν . Τὸ πῦρ ὑποσκάλευε . Ἤκουσας ὡς μαγειρικῶς κομψῶς τε καὶ δειπνητικῶς αὑτῷ διακονεῖται ; Οἴμοι τάλας
φακῆν ὁ κωμικὸς Δημήτριος . ὅτι ἡ ῥοδουντία ἡ ῥοδωνία μαγειρικῶς καλουμένη λοπὰς τοιαύτη τις ἦν : ῥόδα τὰ εὐοσμότατα

Back