. Γνοὺς δὲ Οὐρανὸς ἐπιστρατεύει κατὰ τοῦ Κρόνου Εἱμαρμένην καὶ Ὥραν μεθ ' ἑτέρων συμμάχων , καὶ ταύτας ἐξοικειωσάμενος ὁ
. Αὕτη μὲν δὴ καθόλου τίς ἐστι κοινὴ πάσαις . Ὥραν δὲ τῆς ἀμπελουργίας οἱ μὲν ταῖς χώραις μόνον διαιροῦσιν
7287248 εὐοδμον
ταῦτα κόψαι καὶ κατασῆσαι λεῖα , καὶ ἐπ ' οἶνον εὔοδμον ἐπιπάσσειν , καὶ ἐπιχέαι ῥόδινον ἔλαιον . Ὅταν δὲ
' οὐ λανθάνει , φοινικοεάνων ὁπότ ' οἰχθέντος Ὡρᾶν θαλάμου εὔοδμον ἐπάγῃσιν ἔαρ φυτὰ νεκτάρεα : τότε βάλλεται , τότ
7041941 δαινυμενοι
. ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα ἥμεθα δαινύμενοι κρέα τ ' ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ : ἦμος
ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα ἥμεθα , δαινύμενοι κρέα τ ' ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ . ἦμος
6961926 ἐστορεσαν
τι Περσέων τοὺς ὑπολειφθέντας ὡς τάς τε ὁδοὺς μυρσίνῃ πάσας ἐστόρεσαν καὶ ἐθυμίων θυμιήματα καὶ αὐτοὶ ἦσαν ἐν θαλίῃσί τε
δὲ Εὔβοια ἱερά ἐστι τῇ Ἥρᾳ . ἔνθα τότ ' ἐστόρεσαν : ἐν τῷ ἄντρῳ τῷ Μάκριδός φησι τὸν γάμον
6924600 εὐθ
αἰεὶ γὰρ τὸ πάρος γε θεοὶ φαίνονται ἐναργεῖς ἡμῖν , εὖθ ' ἕρδωμεν ἀγακλειτὰς ἑκατόμβας , δαίνυνταί τε παρ '
βιοτᾶς ] η . ζωῆς . ἐπεκύρσαμεν ] ἐπετύχομεν . εὖθ ' ] ὁπηνίκα . παντάρκης ] ὁ πᾶσι βοηθῶν
6898811 μαθεν
ταναὴν ὑπὲρ αἰθέρα Χείρων , σευάμενος πρὸς Ὄλυμπον , ἐπεὶ μάθεν ἄμβροτα δῶρα . ἀλλ ' ἤτοι κείνους μὲν ἀμώμητοι
μένειν χρειώ , πότε δ ' αὖτις ὀρούειν , καὶ μάθεν εἰσαΐειν κρατερῶν σύνθημα λοχαγῶν ; πολλάκι καὶ δῆριν ἀνδρῶν
6880639 ἐγκονεοντες
ἀμφὶ πανήμεροι ἑψιόωντο : ἦρί γε μὴν ἐπὶ νῆα κατήισαν ἐγκονέοντες , καὶ δ ' αὐτὸς σὺν τοῖσι Λύκος κίε
τουτέστι πλέον τῶν ἁλιέων προσπεύδουσιν . Ἀφραδίῃσι : μωρίαις . ἐγκονέοντες : σπουδάζοντες , σπεύδοντες . Τοίῃ : ὁμοίᾳ .
6807861 φυκτα
σφιν ἑκὼν δέρος ἐγγυαλίξῃ . οἱ δὲ οὕτως : οὐ φυκτά οὐκ εὔπλοα καὶ ἄπρηκτος δύσπρακτος , δυσεργής , δυσκατόρθωτος
σφιν ἑκὼν δέρος ἐγγυαλίξῃ . οἱ δὲ οὕτως : οὐ φυκτά οὐκ εὔπλοα καὶ ἄπρηκτος δύσπρακτος , δυσεργής , δυσκατόρθωτος
6790536 προπαν
, τὸ δ ' ἀέξατο ἶσον πάντοθεν νυκτός , ὅσον πρόπαν ἦμαρ ἔδυ τανυσίπτερος ὄρνις τὸν μὲν ἄρ ' Ἀλκμήνης
τὸ ἄκρον ἡ οὐρά * ἐμφλέγεται : κατακαίεται ἐμφλογίζεται * πρόπαν : διόλου ἀμφὶ δὲ καύσῳ : γράφεται καὶ καῦσος
6789862 πολυκλαυτοιο
' ὦκα λύθη πολυήρατος αἰών : οὐδέ μιν ἐκ πολέμοιο πολυκλαύτοιο μολόντα καί περ ἐελδόμενοι μογεροὶ δέξαντο τοκῆες , Φυλλὶς
δῆριν ὑπ ' Ἀργείοισι δάμησαν : οὐ γάρ σφιν τύμβοιο πολυκλαύτοιο μέγηραν Ἀτρεῖδαι , Τρώεσσι δ ' ἐυπτολέμοισιν ὄπασσαν ἐκ
6759773 ἐνεθηκατο
καί ῥα κατὰ στυφελοῖο σαρωνίδος αὐτίκα μίτρην ἁψαμένη , δειρὴν ἐνεθήκατο : ταὶ δ ' ἐπ ' ἐκείνῃ βεύδεα παρθενικαὶ
. καί ῥα κατὰ στυφελοῖο σαρωνίδος αὐτίκα μίτρην ἁψαμένη δειρὴν ἐνεθήκατο . ταὶ δ ' ἐπ ' ἐκείνῃ βεύδεα παρθενικαὶ
6758549 καταδυντα
τε μοίρας . ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα δαίνυντ ' , οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης
ἀποβεβληκέναι . καθόλου δέ φησιν αὐτὸν εἰς ἀναγνώστου παιδὸς φωνὴν καταδύντα μήτε τόνον μήτε πάθος μήτε ὑπόκρισιν δύνασθαι φέρειν .
6682609 κωματι
τότε κυματ [ ] παρθένος οὐρανίη ? ? [ ] κώματι ? παντο ? ! ο ? [ ] !
Ἄρης , τραχεῖαν ἄνευθε λιπών ἐγχέων ἀκˈμάν , ἰαίνει καρδίαν κώματι , κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας ἀμφί τε
6659345 ἀσχαλοωσα
Ἣ δ ' , ἅτε πόρδαλις ἔσσυτ ' ἐν οὔρεσιν ἀσχαλόωσα ἥν τ ' ἀπὸ μεσσαύλοιο κύνες μογεροί τε νομῆες
μητιόωσα βαρὺν καὶ ἀνηλέα πότμον ἀμφὶ Λοκρῶν βασιλῆι καὶ ἄσχετον ἀσχαλόωσα Ζηνὶ θεῶν μεδέοντι παρισταμένη φάτο μῦθον ἀθανάτων ἀπάνευθε :
6636912 ἱκανειν
τ ' ἠελίου : κέλομαι δ ' ἐπ ' ἄεθλον ἱκάνειν πρώτῃ ὑπ ' ἀμφιλύκῃ , ὅθ ' ἑωθινὸν ἀγροιῶται
ἐναντίον . ἐπ ' ἄεθλον : ἐπὶ τὸν πόνον . ἱκάνειν : ἀπελθεῖν . Πρώτῃ : τῇ πρώτῃ ἠῷ .
6617851 ἀριγνωτος
ῥεῖα τ ' ἀριγνώτη πέλεται . . Π , ἀριγνώτη ἀρίγνωτος , , ἀσβέστη ἄσβεστος . . . . .
ἀσβέστη , καθάπερ ῥεῖα δ ' ἀριγνώτη πέλεται ἀντὶ τοῦ ἀρίγνωτος . . ὣς τὴν μὲν πρύμνην πῦρ ἄμφεπεν :
6614776 ὀλοφυρετο
: περιστενάχοντο δὲ μακραὶ ἠιόνες πόντοιο , μέγας δ ' ὀλοφύρετο Νηρεὺς ἦρα φέρων κούρῃ Νηρηίδι , σὺν δέ οἱ
κωκύεσκε κασιγνήτοιο δαμέντος ἑρπύζων περὶ νεκρόν , ἔπος δ ' ὀλοφύρετο τοῖον : Αἶαν καρτερόθυμε , τί δή νύ τοι
6613600 ἐκοιμηθημεν
ταῦτα δὲ εἰς τὴν Τύρον . ” καὶ ταῦτα διαμυθολογήσαντες ἐκοιμήθημεν τὸν αὐτὸν τρόπον . Τῇ δ ' ὑστεραίᾳ παραγενόμενος
Τότε μὲν οὖν ἀπελθόντες ἐπὶ ναῦν πλησίον ἐπὶ τῆς ᾐόνος ἐκοιμήθημεν . ἕωθεν δὲ ἀνηγόμεθα σφοδρότερον κατιόντος τοῦ πνεύματος :
6603627 φοβαι
ἁπαλότριχα κατάκομον θάλλει . πρέπει γ ' ὥστε θὴρ ἄγραυλος φόβαι . ὁ Βάκχιος κυναγέτας σοφὸς σοφῶς ἀνέπηλ ' ἐπὶ
βάλλεται , τότ ' ἐπ ' ἄμβροτον χέρσον ἐραταὶ ἴων φόβαι ῥόδα τε κόμαισι μίγνυνται ἀχεῖ τ ' ὀμφαὶ μελέων
6599745 λαθρη
. . αἶρα : ἡ † σφαῖρα : Καλλίμαχος : λάθρη δὲ παρ ' Ἡφαίστοιο καμίνοις † ἔτρεφον αἰράων ἔργα
Πρηξῖνος . κατ ' οἰκίην δ ' ἐργάζετ ' ἐνπολέων λάθρη , τοὺς γὰρ τελώνας πᾶσα νῦν θύρη φρίσσει .
6592517 ἀνελκομενον
πελιδνήεντα δράκοντος τρυγόνος ὀξείης τε καὶ ἀμφιβίου σμυραίνης ἰᾶται πυρσωπὸν ἀνελκόμενον χροὸς ἧπαρ : τεύχει δ ' ἐν γλαφυρῷ μέθυος
Ἀμφινόμῳ : περὶ γὰρ δίε , μή τις Ἀχαιῶν ἔγχος ἀνελκόμενον δολιχόσκιον ἢ ἐλάσειε φασγάνῳ ἀΐξας ἠὲ προπρηνέα τύψας .
6592191 ἀθαναται
κάλλεος , οὕνεκα Κύπριν , ὅτ ' εἰς ἔριν ἠέρθησαν ἀθάναται , κόσμησεν ἐν Ἰδαίοισιν ὄρεσσι τῆς σύ γ '
Διὸς αἰγιόχοιο , ὅσσαι δὴ θνητοῖσι παρ ' ἀνδράσιν εὐνηθεῖσαι ἀθάναται γείναντο θεοῖς ἐπιείκελα τέκνα . Δημήτηρ μὲν Πλοῦτον ἐγείνατο
6578706 ὀλοῃσιν
: ἐνταῦθα δὲ ἴσως τὸ ἐπίπονον . ἦ ῥα θεοὺς ὀλοῇσιν : ἆρα εἰς τοὺς θεοὺς ἠσέβησας καὶ ἥμαρτες κακοτροπίᾳ
καὶ θεός . Οἳ δέ οἱ υἷας ὑποτρομέοντας ὄλεθρον ἀμφοτέρους ὀλοῇσιν ἀνηρείψαντο γένυσσι πατρὶ φίλῳ ὀρέγοντας ἑὰς χέρας : οὐδ
6575112 Σεμελαν
καλέομεν : γόνον ὑπάτων τε πατέρων μέλπομεν γυναικῶν τε Καδμείαν Σεμέλαν . ἐναργέα νεμέω μάντιν οὐ λανθάνει , φοίνικος ἐανῶν
μίγνυνται ἀχεῖ τ ' ὀμφαὶ μελέων σὺν αὐλοῖς ἀχεῖ τε Σεμέλαν ἑλικάμπυκα χοροί . ταῦθ ' ὅτι μέν ἐστιν ἰσχυρὰ
6571228 Εὐρωταο
καλλιγύναικα , φίλην πόλιν Ἀτρείωνος , κεκλιμένην ἐνόησεν ἐπ ' Εὐρώταο ῥεέθροις . ἄγχι δὲ ναιομένην ὑπὸ δάσκιον οὔρεος ὕλην
διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν τῆς Ὀλυμπίας . Σχιζόμενος προχοῇσι Μεσηνίου Εὐρώταο ] Ἐπισυνάπτει τὴν Λακωνικὴν τῇ Μεσηνιακῇ , διὸ Μεσήνιον
6565102 εὐαιωνι
Παιάν , ἴθι σωτήρ , εὔφρων τάνδε πόλιν φύλασς ' εὐαίωνι σὺν ὄλβῳ . [ ] λὲς δὲ χειρὶ πάλλων
Παιάν , ἴθι σωτήρ , εὔφρων τάνδε πόλιν φύλασς ' εὐαίωνι σὺν ὄλβῳ . Ἀλλὰ δέχεσθε Βακχιάσταν [ - ]
6564487 ἀολλεις
ῥόπαλόν τε τινάσσων , παῖς Διός : οἳ τότ ' ἀολλεῖς ἴσαν ἐς μέσον ἱέμενοι λεχέων : μόνα δ '
κύματος ἀγῇ , ἔνθεν ὀρύξασθαι θέμεναί τ ' εἰς ἄγγος ἀολλεῖς . ἄλλοτ ' ἐρυθρὸν κόκκυγ ' ἢ ὀλίγας πεμφηρίδας
6564065 ἀτειρης
ποτικάρδια βάλλει : πάντα δὲ κἀν μύθοισι καὶ ἐν προσόδοισιν ἀτειρής . οὐδέ τι τῶν πυρσῶν παραμύθιον , οὐκ ἀμάρυγμα
τέρεν , ὃ σημαίνει τὸ ἁπαλόν , γίνεται ἀτερής καὶ ἀτειρής , ὁ μὴ ὢν ἁπαλὸς ἀλλὰ σκληρός , .
6554345 βελεμνοις
' ἐπὶ νῆα καὶ ἠιόνας βαρυδούπους καγχαλόωντες ἔνεικαν ὁμῶς σφετέροισι βελέμνοις . Καί ῥά οἱ ἀμφεμάσαντο δέμας καὶ ἀμείλιχον ἕλκος
. Κατάβηθι , Κύπρι , θᾶττον σὺν Ἔρωτι , σὺν βελέμνοις νεκύων κάτω πρὸς αὐλάς , ἵν ' ἀπαλλαγῶ φαρέτρης
6535290 δαιτ
καθεύδει , οὐδ ' ἐπιτυμβίδιοι κορυδαλλίδες ἠλαίνοντι ; ἦ μετὰ δαῖτ ' ἄκλητος ἐπείγεαι , ἤ τινος ἀστῶν λανὸν ἔπι
αἶγας , ἵρευον δὲ σύας σιάλους καὶ βοῦν ἀγελαίην , δαῖτ ' ἐντυνόμενοι . τοὶ δ ' ἐξ ἀγροῖο πόλινδε
6522536 ἀμαχανον
πιθεῖν σοφοὺς ? [ ] δυνατόν , βροτοῖσιν δ ' ἀμάχανον [ εὑρέμεν ] : ἀλλὰ παρθένοι γάρ , ἴσθ
μᾶτερ ὀμμάτων ; ἄστρον ὑπέρτατον , ἐν ἁμέρᾳ κλεπτόμενον ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχὺν πτανὸν ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν , ἐπίσκοτον ἀτραπὸν
6521094 ἐλεξ
γένοιτό μοι . τοσαῦτα μέν σοι τῶν ἐμῶν πόνων πέρι ἔλεξ ' : ἅμιλλαν γὰρ σὺ προύθηκας λόγων . ἃ
βιασθεὶς ἢ φίλων ἀχηνίᾳ ἐμβαλὼν ἀχηνίαν ἀλλ ' ὦ θύγατερ ἔλεξ ' Ἰασοῖ πρευμενής ἔπειτ ' ἔρειξον ἐπιβαλοῦς ' ὁμοῦ
6503907 δυσαεος
δ ' ἐκ νεφέων ἐρεβεννὴ φαίνεται ἀήρ καύματος ἐξ ἀνέμοιο δυσαέος ὀρνυμένοιο : πρὸς τὴν πλοκὴν τοῦ ἑξῆς λόγου ,
μεταφράζουσι δύστηνος ἄριστον τεκοῦσα . δυωδεκάβοιον δυόδεκα βοῶν ἄξιον . δυσαέος δυσπνόου : “ βορέαο δυσαέος . ” δύσπαρι δυσώνυμε
6500825 κυανεη
παναμειδήτοισι προσώποις : κάρχαρον , οὐλόμενον , ταναὸν στόμα , κυανέη ῥίς , ὄμμα θοόν , σφυρὸν ὠκύ , τορὸν
τὸ νόσημα ὑπήντησεν . Ὅμηρος : νεφέλη δέ μιν ἀμφιβέβηκε κυανέη , τὸ μὲν οὔποτε : ὡς πρὸς τὸ νέφος
6493630 ἐμαρανθη
. . τῆμος πυρκαιὴ ἐμαραίνετο : καὶ ἐκεῖ οὖν φλὸξ ἐμαράνθη γραπτέον . . καὶ τὰ μὲν ἐν χρυσέῃ φιάλῃ
σὺν αὐτῷ : ὡς τῆνος τέθνακε καὶ ἄνθεα πάντ ' ἐμαράνθη . ῥαῖνε δέ νιν Συρίοισιν ἀλείφασι , ῥαῖνε μύροισιν
6489945 ἀλαον
παλαιῷ φωτὶ ἐοικώς . ἡ διπλῆ ὅτι Ζηνόδοτος οὐδ ' ἀλαὸν σκοπιήν . ἡ διπλῆ ὅτι Ζηνόδοτος ὑποτάσσει ἀντιθέῳ Φοίνικι
εἶχ ' ἀργυρότοξος Ἀπόλλων : ἡ διπλῆ ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἀλαὸν σκοπιήν . . ὁ δ ' ἐξ ὕπνου ἀνορούσας
6483533 πετραιης
ἐκ βλεφάρων , ὡς εἴ τε μέλαν κατὰ πίδακος ὕδωρ πετραίης , ἧς πουλὺς ὑπὲρ παγετός τε χιών τε ἐκκέχυται
ἀντιβολήσῃ , αὐτίκα πουλύποδές τε καὶ ἰχθύες ἐξεφάνησαν , μορφῆς πετραίης ἐξάλμενοι , ἐκ δὲ δόλοιο φορβήν τ ' ἐφράσσαντο
6481411 ἁδιον
χαίρετ ' : ἐγὼ δ ' ὔμμιν καὶ ἐς ὕστερον ἅδιον ᾀσῶ . πλῆρές τοι μέλιτος τὸ καλὸν στόμα ,
χιμάρω δὲ καλὸν κρέας , ἔστε κ ' ἀμέλξῃς . ἅδιον , ὦ ποιμήν , τὸ τεὸν μέλος ἢ τὸ
6480392 ἀσμενη
ἀμφὶ σεμνὸν εὐτρεπὴς ὅδε . καὶ μὴν ἑκοῦσά γ ' ἀσμένη τ ' ἐδέξατο πόλις πόνον τόνδ ' ὡς θέλοντά
ἡ δὲ τὸ μὲν πρῶτον οὐκ ἤθελεν , ὡς ἂν ἀσμένη με ἑωρακυῖα ἥκοντα διὰ χρόνου : ἐπειδὴ δὲ ἐγὼ
6477879 χειμεριῃ
ὁ μὲν αὐτίκ ' ὄρουσε λιλαιόμενος χροὸς ἆσαι , λαίλαπι χειμερίῃ πανομοίϊος : οἱ δὲ μένουσιν ἀστεμφεῖς πυρόεσσαν ἐπαιγίζουσαν ἐνιπήν
μεγάλῳ δηῦτέ μ ' ἔρως ἔκοψεν ὥστε χαλκεὺς πελέκει , χειμερίῃ δ ' ἔλουσεν ἐν χαράδρῃ . Τῶν δὲ τριμέτρων
6476845 ἐρυοντες
' ἀνδράσιν ὠρύοντο , νηλέες , οὐδ ' ἀλέγιζον ἑοὺς ἐρύοντες ἄνακτας . τὼ δὲ γυναιμανέος ποτὶ δώματα Δηιφόβοιο στελλέσθην
. ὀπισθοφόροις : ὀπισθορμήτοις , ὀπισθοτέραις : γράφεται ὀπισθοφόρος . ἐρύοντες : κωλύοντες . Δηρόν : ἐπὶ πολύ . Ἐμμενέως
6474385 ὀρνιθεσσιν
κραιπνοὶ τελέθουσαι αὐτοῖσιν φορέουσιν ἴσον τάχος οἰωνοῖσιν . οὐδὲ μὲν ὀρνίθεσσιν ὁμοίϊος ἀμβαδὸν εὐνή , Βάκτριον οἷα δὲ φῦλον ἔχουσιν
, ἄχθεα θαυματὰ χερσὶ καὶ ὤμοισιν φορέοντας ἱπταμένους γυίοις ἐναλίγκιον ὀρνίθεσσιν , πιλναμένους τε νέφεσσιν ἐπ ' ἠνεμόεντι πετεύρῳ .
6472589 εὐπλοκαμος
. οὐρανίοις θεοῖς . ἤχῳ , φθορᾷ . μακρόθριξ καὶ εὐπλόκαμος . τὴν Σεμέλην . * * ἡ Ἀθηνᾶ .
. ἦλθε δὲ Νηρῆος θυγάτηρ , Θέτις ἀργυρόπεζα , σηπίη εὐπλόκαμος , δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα , ἣ μόνη ἰχθὺς ἐοῦσα
6471006 παρενηνεον
κήρυκες μὲν ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν , σῖτον δὲ δμωαὶ παρενήνεον ἐν κανέοισι . καὶ Σώφρων ἐν γυναικείοις : τάλαινα
ὅτ ' εἴδατα θεῖα φέρουσαι χερσὶν ὑπ ' ἀμβροσίῃσι θοαὶ παρενήνεον Ὧραι χρυσείοις κανέοισι , Θέμις δ ' ἄρα καγχαλόωσα
6468292 ἀδρανεες
θοοὶ ξανθοί τ ' ἐρυθῖνοι καὶ κίθαροι καὶ τρίγλα καὶ ἀδρανέες μελάνουροι τραχούρων τ ' ἀγέλαι βούγλωσσά τε καὶ πλατύουροι
ἐρυθῖνοι : λιθρινάρια , ῥούσια . Κιθάρη : κιθάριος . ἀδρανέες : ἀσθενεῖς , οἱ λεπτοί . μελάνουροι : οἱ
6461111 εἰσοροωσα
πάντοθε μαρμαίροντα : Θέτις δ ' ἠγάλλετο θυμῷ ἐξ ἁλὸς εἰσορόωσα μέγα σθένος υἱωνοῖο . Καί ῥα θοῶς οἴμησε πρὸ
μόθοιο . Τῶν δ ' ἄρ ' Ἀθηναίη κρατερὸν πόνον εἰσορόωσα κάλλιπεν Οὐλύμποιο θυώδεος αἰπὰ μέλαθρα : βῆ δ '
6456842 ἀκτινεσσι
ἐπιδερκομένων , αὐτὴ δ ' ἀγανῇσιν δέρκηται κερόεσσαν ὑπ ' ἀκτίνεσσι Σελήνην . ὁππότε δ ' Ἑρμείης τε καὶ Ἄρης
τὰ τελείεται , ἢν ὀλοῇσιν καὶ Μήνην σφετέρῃσιν ὑπ ' ἀκτίνεσσι βάλωσιν . εἰ δ ' ἄρα τοι γενέθλῃ μὲν
6455485 δνοφερον
τε κρήνη μελάνυδρος , ἥ τε κατ ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ . τὸν δὲ ἰδὼν ᾤκτιρε ποδάρκης δῖος
ὥς τε κρήνη μελάνυδρος ἥ τε κατ ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ : ὣς ὃ βαρὺ στενάχων ἔπε '
6445585 ἀμμες
κράτιστε ἐφήβων † , κρέσσων Νιρῆος καὶ Θέτιδος παϊδός . ἄμμες δὴ αὖθ ' ὑμῖν τοῦτον θαλαμήϊον ὕμνον ξυνὸν ἐπ
δὲ σὺν τῷ σ ἄμμες ἡμεῖς : “ τὸ μὲν ἄμμες ἐΐσκομεν . ” τὸ δὲ ἄμμι ἡμῖν . ἁμαρτῇ
6432299 μεθεπουσιν
κήρυκ ' ἀργυφέοισιν ἐν εἵμασιν ἠδὲ προσώπῳ φαιδρῷ καγχαλόωντες ἑοὶ μεθέπουσιν ἑταῖροι , αἴσιον ἀγγελίην ποτιδεγμένοι αὐτίκ ' ἀκοῦσαι ,
Ὠγυγίης γενεῆς ἱερὸν γένος ἐγγύθι Νείλου , λεύσατε , πῶς μεθέπουσιν ὁ νυμφίος ἠδὲ καὶ νύμφη : ἀκλινέως κατέμαρψαν ἐοικότε
6428777 χρυσολιθος
αὐτὰ πρῶτον τὸ θεῖον ὕδωρ : πνευματοῖ δὲ ὕστερον ὁ χρυσόλιθος . Οὐκοῦν σημειωσώμεθα ὅτι , δύο βαφῶν ὄντων κατὰ
ἀποπλύσει : μελάνωσις δὲ , ὅταν πρὸ τῆς ἀποπλύσεως ὁ χρυσόλιθος μιγῇ : ἐξίσχνωσις δὲ , ὅταν ἐν τῷ χρυσολίθῳ
6428262 ἀϊδρειῃ
ὃν οἰόμεθ ' αὐτοί , ἔρχεται ἐς θάλαμον . ” ἀϊδρείῃ ἀπειρίᾳ : “ οὐδέ τ ' ἀϊδρείῃ , ἐπεὶ
θάλαμον . ” ἀϊδρείῃ ἀπειρίᾳ : “ οὐδέ τ ' ἀϊδρείῃ , ἐπεὶ οὐδέ με νήϊδά γ ' οὕτως .
6423885 κυανεην
' ἀείρει βαιὴν μὲν κεφαλήν , πολλὴν δὲ τανύτριχα δειρὴν κυανέην : κείνῃσι πολὺ πτερόν : οὐ μὲν ὕπερθεν ἠέρος
γαιάων , ἀλλ ' οὐρανὸς ἠδὲ θάλασσα , δὴ τότε κυανέην νεφέλην ἔστησε Κρονίων νηὸς ὕπερ γλαφυρῆς , ἤχλυσε δὲ
6419935 ἀμφιπολους
ὠδῖνα κόλποις : κυρίῳ δ ' ἐν μηνὶ πέμποις ' ἀμφιπόλους ἐκέλευσεν ἥρωι πορσαίνειν δόμεν Εἰλατίδᾳ βρέφος , ὃς ἀνδρῶν
ἀπέδυσέ σφεας πάσας ὁμοίως , τάς τε ἐλευθέρας καὶ τὰς ἀμφιπόλους , συμφορήσας δὲ τὰ ἱμάτια ἐς ὄρυγμα Μελίσσῃ ἐπευχόμενος
6419149 τειχεσσιν
Κελάδοντι μάχοντο ἀγρόμενοι Πύλιοί τε καὶ Ἀρκάδες ἐγχεσίμωροι Φειᾶς πὰρ τείχεσσιν Ἰαρδάνου ἀμφὶ ῥέεθρα . τοῖσι δ ' Ἐρευθαλίων πρόμος
. Οἳ δ ' ἄφαρ ᾗσι πύλῃσιν ἐπειρύσσαντες ὀχῆας ἐν τείχεσσιν ἔμιμνον ἐπεσσυμένων μένος ἀνδρῶν : ὡς δ ' ὅτε
6409897 ἠμασι
σκέπας ἀμφιπαγείη . ὡς δέ τις ἰητὴρ νουσαχθέα φῶτα κομίζων ἤμασι μὲν πρώτοισι βορῆς ἀπόπαστον ἐρύκει , πήματος ἀμβλύνων μαλερὸν
. ἐν δὲ Κασιγνήτοις εἰ μὴ λύσιν ἐν τρισὶν ἕξει ἤμασι τοῖς πρώτοις τετρύσεται ἐν κακότητι . Καρκίνος αὖτ '
6409138 πειθ
σύ γ ' , ἀλλ ' ἐμοὶ πιθοῦ . Μὴ πεῖθ ' ἃ μὴ δεῖ . Δυστάλαινά τἄρ ' ἐγώ
. πρόσπιπτε δ ' οἰκτρῶς τοῦδ ' Ὀδυσσέως γόνυ καὶ πεῖθ ' τὴν σὴν ὥστ ' ἐποικτῖραι τύχην . ὁρῶ
6403000 ῥιπῃσιν
' ἔβαλον νεφέλῃσιν ἐοικότες αἰψηρῇσιν , αἵ τ ' ἀνέμων ῥιπῇσιν ἐπ ' ἀλλήλῃσι θοροῦσαι ἀστεροπὴν προϊᾶσι , μέγας δ
δὲ περὶ σφίσι δῆρις ὀρώρει . Οἳ δ ' ἀνέμων ῥιπῇσιν ἐοικότες αἰψηρῇσι σύν ῥ ' ἔβαλον μελίῃσι μεμαότες αἷμα
6398772 κλονεων
πτᾶσσον ὀξεῖαν μάχαν [ , ] εὖτ ' ἐν πεδίῳ κλονέων [ ] μαίνοιτ ' Ἀχιλλεύς , λαοφόνον δόρυ σείων
ὀρυμαγδῷ , ὁππότε συννεφὲς ἦμαρ ἐπ ' ἀνθρώποισι τανύσσῃ Ζεὺς κλονέων μέγα χεῖμα , περικτυπέουσι δὲ πάντῃ βρονταὶ ὁμῶς στεροπῇσιν
6396693 χειματι
καὶ ἡλικίῃ καὶ ὥρῃ . ψυχρῇ ἐπιφοιτῇ χώρῃ , καὶ χείματι καρτερῷ . Περὶ δυϲεντερίηϲ . Ἐντέρων τὰ μὲν ἄνω
καὶ ποτὸν λαβεῖν , καί που πάγου χυθέντος , οἷα χείματι , ξύλον τι θραῦσαι , ταῦτ ' ἂν ἐξέρπων
6391162 δρυμοισι
τὸν Ἄδωνιν , ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις . μηκέτ ' ἐνὶ δρυμοῖσι τὸν ἀνέρα μύρεο , Κύπρι : οὐκ ἀγαθὰ στιβάς
δολερῷ περ ἐόντι καὶ ἰχθυφόνῳ τελέθοντι . Ἔστι δέ τις δρυμοῖσι παρέστιος ὀξύκερως θήρ , ἀγριόθυμος ὄρυξ , κρυερὸς θήρεσσι
6389747 εὑδοντ
Τότ ' ἄσμενοί μ ' ὡς εἶδον ἐκ πολλοῦ σάλου εὕδοντ ' ἐπ ' ἀκτῆς ἐν κατηρεφεῖ πέτρῳ , ῥάκη
μήτ ' ἀέκοντα μένειν κατέρυκε παρ ' ἡμῖν μήθ ' εὕδοντ ' ἐπέγειρε , Σιμωνίδη „ . οὐ γὰρ ἐπ
6384445 ἰηιον
στρουθῶν ] τῶν ἀετῶν . ὁ μάντις τοῦτό φησιν . ἰήιον ] ἐπίθετον Ἀπόλλωνος . καλέω ] ἐπικαλοῦμαι . καλέω
κρᾶναι , δεξιὰ μὲν κατάμομφα δὲ φάσματα † στρουθῶν . ἰήιον δὲ καλέω Παιᾶνα , μή τινας ἀντιπνόους Δαναοῖς χρονίας
6383290 πειρησασθαι
ξείνοισιν ἀεικέα θεσμὸν ἔθηκεν , μή τιν ' ἀποστείχειν πρὶν πειρήσασθαι ἑοῖο . ἔστι δὲ καὶ πόλις Ἄμυκος ἀπ '
ὃ καὶ γαίηθεν ἰδέσθαι δεῖμα φέρει καὶ μοῦνον ἐν ὄμμασι πειρήσασθαι : δούρασι δ ' ἐν βαιοῖσιν ἀελλάων θεράποντες πλαζόμενοι
6382951 Φειας
' αὐτὴν τὴν Ὀλυμπίαν ἐπὶ θάλατταν τὴν Σικελικὴν ἐκπίπτει μεταξὺ Φειᾶς τε καὶ Ἐπιταλίου . πρὸς δὲ τῇ ἐκβολῇ τὸ
Ἀρκάδες Χάας πὰρ τείχεσσιν , „ οὐ Κελάδοντι , οὐδὲ Φειᾶς : τῷ γὰρ τάφῳ τοῦ Ἰαρδάνου τοῦτον πλησιάζειν καὶ
6381009 δαινυντ
ἐπεὶ ὤπτησαν κρέ ' ὑπέρτερα καὶ ἐρύσαντο , μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ ' ἐρικυδέα δαῖτα . αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος
' ἐσαγείρετο λαός . ἑξῆμαρ μὲν ἔπειτα ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι δαίνυντ ' : αὐτὰρ ἐγὼν ἱερήϊα πολλὰ παρεῖχον θεοῖσίν τε
6375731 λιλαιεται
' οὐκ εἰς ἀγέλην ποτιδέρκεται οὐδὲ βοτῆρι πείθεται οὐδὲ νομοῖο λιλαίεται , ἀλλὰ βελέμνῳ ὀξέι θηγομένη βοέων ἐξήλυθε θεσμῶν :
χέλυν , ἡ δ ' ἐπὶ νῶτα κεκλιμένη μάλα πολλὰ λιλαίεται οὖδας ἱκέσθαι , ῥικνὰ ποδῶν σείουσα καὶ ἀγκύλα γούνατα
6375517 ἀλευεται
πρωῒ παραστήσεσθαι ἔμελλε μοῖρ ' ὀλοή , τὴν οὔ τις ἀλεύεται , ὅς κε γένηται . ὡς ὄφελες τιμῆς ἀπονήμενος
. α . . . . ὄφρα καὶ ἄλλος πτωχὸς ἀλεύεται ἠπεροπεύειν . , ὅτι τὸ ἀλεύεται ἀντὶ τοῦ ἀλεύηται
6368433 δειπνησων
αὐτὸς αὑτῷ σκευάσας δεῖπνον καὶ συνθεὶς εἰς σπυρίδα παρά τινα δειπνήσων ἴῃ . σύνδειπνον εἴρηκεν ἐπὶ συμποσίου Λυσίας ἐν τῷ
αὐτὸς αὐτῷ σκευάσας δεῖπνον καὶ συνθεὶς εἰς σπυρίδα παρά τινα δειπνήσων ἴῃ . σύνδειπνον δὲ καὶ ἄλλοι τε καὶ Πλάτων
6368428 Κρηστων
καὶ Θεσσαλίας : Ῥιανὸς Ἔχιον ἄστυ ταύτην εἶπεν . . Κρηστών : πόλις Θράικης . ἔοικε δὲ εἶναι ἡ Κρηστὼν
. Κρήστων , πόλις Θρᾴκης . ἔοικε δὲ εἶναι ἡ Κρηστών παρ ' Ἡροδότῳ . Λυκόφρων ” ὁρκωμοτῆσαι τόν τε
6365065 αὐδηεσσα
ε . . . . . , = . : αὐδήεσσα : ὁ Ἀπίων ὀνομαστὴ καὶ ἔνδοξος , οἷον αὐδωμένη
πλησίστιον , ἐσθλὸν ἑταῖρον , Κίρκη ἐϋπλόκαμος , δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα . ἡμεῖς δ ' ὅπλα ἕκαστα πονησάμενοι κατὰ νῆα
6359273 κτεατισς
, ταύτην πόρε δίωι Ἀλωεῖ : ἣν δ ' Ἐφύρη κτεάτισς ' , Αἰήτηι δῶκεν ἅπασαν . Αἰήτης δ '
ταύτην πόρε δίωι Ἀλωεῖ , / ἣν δ ' Ἐφύρη κτεάτισς ' , Αἰήτηι δῶκεν ἅπασαν . / Αἰήτης δ
6350028 χαλεποισι
μὲν ἀρίστη πρώτας ἀκτῖνας ξυνουμένη ἠέ τε πλήρεις , σὺν χαλεποῖσι δ ' ἐοῦσα πανεικέλιον μένος ἴσχει κείνοισιν , λυγροῦ
δ ' ὑπεδέξατο γαῖα . ἦ μὲν δὴ πολέεσσι πεφύρησαι χαλεποῖσι , θυμέ , γαληναίῃ δ ' ἐπιμίσγεαι οὐδ '
6349798 κεινωι
λίσσου . εἰ δὲ σὸς πόσις καινὰ λέχη σεβίζει , κείνωι τόδε μὴ χαράσσου : Ζεύς σοι τάδε συνδικήσει .
] δ ' ἄτιμος [ ὅς γε ] μὴ ? κείνωι [ συνῆι ' : ] Εἴη ἂν [ τῶι
6345777 ἠεροεντι
' ὀλοῇσι πύλῃσι πολυκλαύτου Ἀίδαο εἴργων νεκρὸν ὅμιλον ὑπ ' ἠερόεντι βερέθρῳ : ῥεῖα δέ μιν Διὸς υἱὸς ὑπὸ πληγῇσι
πεφύασι καὶ ἀτρυγέτοιο θαλάσσης . ἔνθα θεοὶ Τιτῆνες ὑπὸ ζόφῳ ἠερόεντι κεκρύφαται βουλῇσι Διὸς νεφεληγερέταο , χώρῳ ἐν εὐρώεντι ,
6343864 λιγυρην
δὲ σκόλυμός τ ' ἀνθεῖ καὶ ἠχέτα τέττιξ δενδρέῳ ἐφεζόμενος λιγυρὴν καταχεύετ ' ἀοιδὴν πυκνὸν ὑπὸ πτερύγων , θέρεος καματώδεος
βαρύν , καθ ' ὃν λόγον καὶ Ὅμηρος τὴν μάστιγα λιγυρὴν προσηγόρευσεν , ἐπεὶ λεπτὴ οὖσα ὀξὺν ἦχον ἀποδίδωσι .
6343797 σταθμοισι
δέ μοι ὅς κ ' ἐθέλῃσιν . οὐ γὰρ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν ἔτι τηλίκος εἰμί , ὥς τ ' ἐπιτειλαμένῳ
ἐπεσσυμένων μένος ἀνδρῶν : ὡς δ ' ὅτε μηλοβοτῆρες ἐνὶ σταθμοῖσι μένωσι λαίλαπα κυανέην , ὅτε χείματος ἦμαρ ἵκηται λάβρον
6343600 οἰνοπεδοιο
μιν ἤνωγον τέμενος περικαλλὲς ἑλέσθαι πεντηκοντόγυον , τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο , ἥμισυ δὲ ψιλὴν ἄροσιν πεδίοιο ταμέσθαι . πολλὰ
„ ὁμοίως καὶ τὴν σιτοφόρον γῆν . . ἀλωήν , οἰνοπέδοιο . . Φ . ἐπεὶ θαμὰ τοῖον ἐμισγόμεθα .
6342075 μαντοσυνον
ὀμφαλόν , ὁ βάρβαρος ] Ἄρης ὅτε [ τεὸν ] μαντόσυνον [ οὐ σεβίζων ἕδος πολυκυθὲς ] λῃζόμενος ὤλεθ '
πρὸς τέκνων ἐπηῦρεν . θεοῦ θεοῦ νιν κέλευσμ ' ἐπεστράφη μαντόσυνον , ὅτε νιν Ἄργος ἐμπορευθεὶς Ἀγαμεμνόνιος κέλωρ , ἀδύτων
6338108 Θρηικιης
. ἢ ἐπειδὴ Θρᾷκες Κύζικον ᾤκησαν . καὶ πᾶσα περαίη Θρηικίης : καὶ πᾶσα ἡ ἐν - αντία χώρα τῆς
Μεγαρέων τοιοῦτος ὄλβιοι οἳ κείνην πόλιν ἀνέρες οἰκήσουσιν , ἀκτῆς Θρηικίης στενυγρὸν παρ ' ἄκρον στόμα πόντου , ἔνθ '
6337579 εὐρυδιναν
ὑπερόχῳ τε Νίκᾳ [ σὺν Ἀγλαΐᾳ ] τε παρ ' εὐρυδίναν [ Ἀλφεόν , τόθι ] Δεινομένεος ἔθηκαν ὄλβιον τέκος
μὴ κάμοι θεός . Ξανθότριχα μὲν Φερένικον Ἀλφεὸν παρ ' εὐρυδίναν πῶλον ἀελλοδρόμαν εἶδε νικάσαντα χρυσόπαχυς Ἀώς , Πυθῶνί τ
6337020 τινασσεται
φασὶ θεῶν ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ ἔμμεναι : οὔτ ' ἀνέμοισι τινάσσεται οὔτε ποτ ' ὄμβρῳ δεύεται οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται ,
κατήλυθον , ἡ δ ' ὑπὸ νυκτί ῥιπῇσιν μὲν πρῶτα τινάσσεται , ὕστερον αὖτε πρυμνόθεν ἐξαγεῖσα κατήριπενὧς ὅγε ποσσίν ἀκαμάτοις
6333540 φυλασς
, παιδὶ σέθεν τῆι σῆι τ ' ἀλόχωι ; σφραγῖδα φύλασς ' ἣν ἐπὶ δέλτωι τῆιδε κομίζεις . ἴθι :
. Ἰὲ Παιάν , ἴθι σωτήρ , εὔφρων τάνδε πόλιν φύλασς ' εὐαίωνι σὺν ὄλβῳ . Πυθιάσιν δὲ πενθετήροισι [
6332062 τιμωρουμενη
δὴ πληρώσει ; ἐπιβᾶσα ἐπὶ τὸν τράχηλον ἐμοῦ ἡ δύσζηλος τιμωρουμένη καὶ τιμωροῦσα πολυστένακτα ἢ δίχα στεναγμοῦ καὶ ἐλέους ὡς
ὀξεῖ ' Ἐρινύς : ἤτοι ὀξέως βλέπουσα , ἢ ὀξέως τιμωρουμένη . ἐστύγησεν ὥστε ἀλληλοφονίαν γενέσθαι τοῦ γένους αὐτοῦ .
6326501 περιπληθουσα
: τοῦ καράβου . ὠτειλαῖς : πληγαῖς , τραύμασιν . περιπλήθουσα : μεστουμένη . θαμειαῖς : πυκναῖς , συχναῖς .
καρπόν , ἐϋτροχάλοιο μέσον κατὰ χῶρον ἀλωῆς πολλὸν ἐνηήσαντο , περιπλήθουσα δὲ πάντῃ πυροδόκος στεφάνη λευκαίνεται ἔνδον ἀλωῆς : ὣς
6326218 πνειουσαν
α ἀμαιμάκετος , ὁ μακρὸς καὶ ὑπερφυής . τὸ δὲ πνείουσαν ἀμαιμάκετον πῦρ παρὰ τὸ μαιμῶ μαίμακα , ὃ καὶ
! ! ! ! [ σὺν τῶι πῦρ ? [ πνείουσαν ˘˘˘˘ – – Χίμαιραν . γῆμε δὲ παῖδα ?
6324431 χανουσα
ἔπειτα δόλου πετάσασα θύρετρα , ἐξαπίνης συνέμαρψε καὶ ἔσπασεν εὐρὺ χανοῦσα ἄγρην κερδαλέην , ὅσσην ἕλεν οἰμήσασα . Καὶ μὲν
' ἀλλήλοισιν ὁμιλῆσαι μεμαῶτε συμπεσέτην , ἔχιος δὲ κάρη κατέδεκτο χανοῦσα νύμφη φυσιόωσα : γάμῳ δ ' ἐπιγηθήσαντες ἡ μὲν
6323771 καιετο
Ξ . . χίλι ' ἄρ ' ἐν πεδίῳ πυρὰ καίετο , πὰρ δὲ ἑκάστῳ εἵατο πεντήκοντα σέλαι πυρὸς αἰθομένοιο
Ἰλιόθι πρό . χίλι ' ἄρ ' ἐν πεδίῳ πυρὰ καίετο , πὰρ δὲ ἑκάστῳ εἴατο πεντήκοντα σέλᾳ πυρὸς αἰθομένοιο
6322576 ἀνομενοιο
τὸ τέτυκται , ὅτ ' ἄγγελος αἴσιμα εἰδῇ . ἤματος ἀνομένοιο : τῆς ἡμέρας ἐπὶ δύσιν ἀνυομένης . πείσματα :
λόφον τουτέστι τὸν τράχηλον : ἢ ἀναπαυσόμενος . νέον ἤματος ἀνομένοιο : ὑπὸ τὴν πρωίαν , αὔξησιν τῆς ἡμέρας λαμβανούσης
6322321 μενοεικεα
παρὰ νηῒ ποδώκεος Αἰακίδαο μυρίοι : αὐτὰρ ὃ τοῖσι τάφον μενοεικέα δαίνυ . πολλοὶ μὲν βόες ἀργοὶ ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ
πρὸς τί γιγνομένην . ἣν γὰρ ἂν θέλῃ ἐπαινέσαι , μενοεικέα δαῖτά φησιν , τὴν οἵαν τε παρέχειν μένος ,
6320138 ὀμφαι
δὴ καὶ τὸ Πυθικὸν στόμιον , παρ ' οὗ αἱ ὀμφαὶ ἀνέπνεον , ἀποφράττειν ὥρμησεν , ὡς μηδὲ τῷ Ἀπόλλωνι
φόβαι , ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται , ἀχεῖ τ ' ὀμφαὶ μελέων σὺν αὐλοῖς , οἰχνεῖ τε Σεμέλαν ἑλικάμπυκα χοροί
6319560 θανεεσθαι
παρμέμβλωκε καὶ αὐτοῦ κῆρας ἀμύνει : καὶ νῦν ἐξεσάωσεν ὀϊόμενον θανέεσθαι . ἀλλ ' ἤτοι νίκη μὲν ἀρηϊφίλου Μενελάου :
ἐπ ' ἀμφοτέροισι τανύσσῃ λαοῖς : ἦ γὰρ ἔμελλεν Ἀλέξανδρος θανέεσθαι χερσὶ Φιλοκτήταο πονεύμενος ἀμφ ' ἀλόχοιο . Τοὺς δ
6319044 ὀμβρῳ
. . . . . . δινήεις προΐησιν ἀεξόμενος Διὸς ὄμβρῳ . Υἱὸς δ ' αὖτ ' Ἀχιλῆος ἀταρβέος ἵκετο
αὐγήν , καταπέμπει εἰς τὴν θάλασσαν σκιὰν ἐρυθράν : καὶ ὄμβρῳ δὲ κατακλυσθέντων τῶν ὀρέων κάτω συρρέοντι εἰς θάλασσαν ,
6317988 ἠϊθεον
κεν πελάσῃ πολιοῖο σιδήρου , ἠΰτε παρθενικὴ τερενόχροα χερσὶν ἑλοῦσα ἠΐθεον στέρνῳ προσπτύσσεται ἱμερόεντι , ὣς ἥγ ' ἁρπάζουσα ποτὶ
κεν πελάσῃ πολιοῖο σιδήρου , ἠΰτε παρθενικὴ γλαγερόχροα χερσὶν ἑλοῦσα ἠΐθεον στέρνῳ προσπτύσσεται ἱμερόεντι , ὣς ἥ γ ' ἁρπάζουσα
6317735 χιλοι
τοῦ κολυμβᾶν εἶπε : κολυμβᾷ γὰρ τὸ ζῷον . * χιλοί : χιλὸς κυρίως ὁ χόρτος τῶν βοσκημάτων * χλοάζουσι
τοῦ κολυμβᾶν εἶπε : κολυμβᾷ γὰρ τὸ ζῷον . * χιλοί : χιλὸς κυρίως ὁ χόρτος τῶν βοσκημάτων * χλοάζουσι
6316730 ἐνοχλων
δὲ περιὸν ἀργύριον κομισάσθω Ἀρκεσίλαος παρ ' Ὀλυμπίχου , μηθὲν ἐνοχλῶν αὐτὸν κατὰ τοὺς καιροὺς καὶ τοὺς χρόνους : ἀράσθω
κατήχθη οὐ κατὰ τύχην ἀγαθὴν εἰς ἡμᾶς , οὐκ ἐπαύσατο ἐνοχλῶν τοῖς διηγήμασι , δεκάδας τινὰς καὶ φάλαγγας ὀνομάζων ,
6315780 Ἰδηι
: εἰς ἐλάτην ἀναβὰς περιμήκετον , ἣ τότ ' ἐν Ἴδηι μακροτάτη πεφυυῖα δι ' ἠέρος αἰθέρ ' ἵκανεν .
Ἐπιμενίδης ὁ τὰ Κρητικὰ ἱστορῶν φησίν , ὅτι ἐν τῆι Ἴδηι συνῆν αὐτῶι , ὅτε ἐπὶ τοὺς Τιτᾶνας ἐστράτευσεν .
6313087 Ἐλαβον
αἰτίους καὶ αὐτοὺς ἐν τούτοις ἐπέγραψεν . Ἐδέξαντ ' ] Ἔλαβον . Ἀμφ ' ἀρετᾷ ] Ἐπὶ τῇ αὐτῶν ἀριστείᾳ
καύσας ἀνὰ κοχλιάρια δύο πότιζε ἐφ ' ἡμέρας εʹ . Ἔλαβον καὶ τοῦτο ἐν Τουσκίᾳ παρ ' ἀγροίκου τινὸς λέγοντος
6312123 φθιμενου
πρόπολοι πίλναντο Πέλειαι . Ὅν ῥ ' Ἀμύκλαντος παιδὸς ἄπο φθιμένου . . . λαοὶ κικλήσκουσιν . Ἱστία ἁγνά ,
? προλέλοιπε γόων ! [ ˘˘˘˘ – – | ] φθιμένου μελέα σέθεν , Ἕκτορ , [ ˘ˈ˘˘˘ – –
6311709 Πανδαρεου
ἀπὸ τοῦ οἷον ἁρπάζειν παραγώγως : ὡς δ ' ὅτε Πανδαρέου κούρας ἀνέλοντο θύελλαι , εἶτα : τόφρα δὲ τὰς
. . . . , . ὡς δ ' ὅτε Πανδαρέου κούρη . διαφόρως τοῖς νεωτέροις , οὐχὶ Πανδίονος ,
6309112 πλημυριδος
ὁ κλύδων φερόμενος μὲν εἰς τὴν γῆν κατὰ τὸν τῆς πλημυρίδος καιρὸν ἀνοίγει , παλισσυτῶν δὲ κατὰ τὴν ἄμπωτιν ἀποκλείει
: ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι σταγόνες ἄφαρκτοι δυσχίμου πλημυρίδος , πλόκαμον ἰδούσῃ τόνδε : πῶς γὰρ ἐλπίσω ἀστῶν

Back