ὑπὲρ τῶν ἰχθῦς ἐσθιόντων ἀγανακτῶν οὐδ ' ὑπὲρ τῶν ἔλαιον ὠνουμένων καὶ ξύλα τοὺς μὲν ὅλως ὧν ἐπώλουν ἔπαυε ,
λαμβάνειν ἐγγύους παρὰ τῶν μισθουμένων , ὥσπερ καὶ παρὰ τῶν ὠνουμένων τὰ τέλη . ἀλλὰ μὴν καὶ ἀδικῆσαί γε ῥᾷον
6751142 πωλουσι
τοῖς Ἰνδοῖς πρὸς ἄρτους καὶ ἄλφιτα καὶ ξύλινα ἱμάτια . πωλοῦσι δὲ καὶ πρὸς ξίφη , οἷς χρῶνται πρὸς τὴν
. Πῶς ; Πωληθέντα που πρότερον ἔργα ἀλλότρια παραδεχόμενοι δεύτερον πωλοῦσι πάλιν οἱ κάπηλοι . Πάνυ μὲν οὖν . Οὐκοῦν
6161227 Ζητων
. Ἔσται καὶ χωλῶν δρόμος : τὸ ἄδηλον δηλοῖ . Ζητῶν Ἑρμῆν γλύψαι Κέρκοπα ἔγλυψα . Ἢ Ζεὺς ἢ Χάρων
φιλαργυρίας σημάνῃ προκεκριμένης καὶ τῶν χρηστῶν φίλων . αἰτῶν : Ζητῶν . . ἀργυρίδιον : Ἢ δανείου χάριν ἢ δωρεὰν
6113049 ἰπνους
ὁ λεγόμενος φανὸς , . καὶ ἐν Εἰρήνῃ [ ] ἰπνοὺς ἔχοντες , ἐν δὲ τοῖς ἰπνοῖσι πῦρ . ἰπνὸς
καὶ στέγειν τὸ πῦρ καὶ μὴ κρύπτειν τὸ φῶς . ἰπνοὺς καλοῦσιν αὐτάς . οἱ τοίνυν ἰχθῦς δεδίασι τὴν αὐγὴν
6024483 γυργαθους
, καὶ σκεύη ἀθρήσας διάφορα , σάκκους καὶ στρώματα καὶ γυργάθους , ἕνα γύργαθον ἄρτων πεπληρωμένον , ὃν καὶ δύο
ἐν γὰρ τῷ Γηρυτάδῃ φησὶν Ἀριστοφάνης πλεκτῷ κανισκίῳ . καὶ γυργάθους δὲ πλέκειν ἔλεγον : ὁ δὲ γύργαθος ὠνόμασται ἐν
5978510 πυρων
ἐπιτηδειότεραι δέ εἰϲι πρὸϲ ἅπερ ἔφην ἐγὼ πεπειρᾶϲθαι ἐκ τῶν πυρῶν ὅϲαι μηλίναϲ ζώναϲ ἐγκαρϲίουϲ ἔχουϲιν ἐν τοῖϲ πτεροῖϲ ,
Δῆλον ἄγοντας : τὰς δὲ ἀπαρχὰς κεκρύφθαι μὲν ἐν καλάμῃ πυρῶν , γινώσκεσθαι δὲ ὑπ ' οὐδένων . ἔστι δὲ
5918640 ἐδωδιμων
. Παραπλήσιον δέ τι τούτοις καὶ ἐπὶ τῶν ῥιζῶν τῶν ἐδωδίμων ἐστὶν ὧν τὰ μὲν φύλλα σχεδὸν ἄβρωτα διὰ τὸ
δὲ τὰ ἔλυτρα τῶν καρύων ἐπολυπραγμόνει μή πού τι τῶν ἐδωδίμων ἐναπομεῖναν διέλαθεν , ὁ δὲ τῶν ῥοιῶν τὰ περικάρπια
5907248 ὀβελισκων
καὶ ἀποθεωρεῖ τὸ γινόμενον . Μετὰ δὲ τὴν ἐμβολὴν τῶν ὀβελίσκων πληροῦται θαλάσσης ἡ δίνα , καὶ παραγίνεται ἰχθύων πλῆθος
καὶ κολοττικῶν ἀνδριάντων πλήθει , πρὸς δὲ τούτοις κατασκευαῖς μονολίθων ὀβελίσκων μηδεμίαν τῶν ὑπὸ τὸν ἥλιον οὕτω κεκοσμῆσθαι . τεττάρων
5871752 τρωξιμων
μετὰ δὲ τὰς πρώτας ἡμέρας καὶ χοίρειοι πόδες ἐπιτήδειοι μετὰ τρωξίμων ἢ ἰντύβων ἢ κράμβης δισέφθου ἢ ἰτρίου λεπτοῦ ἢ
κζʹ . περὶ καρδάμου . κηʹ . περὶ σέρεως ἤτοι τρωξίμων . κθʹ . περὶ πράσων . λʹ . περὶ
5855469 ἐφηκεν
διαλέγεσθαι , ἵνα μὴ μάτην διαλεγοίμην . νῦν δ ' ἐφῆκεν : νῦν γὰρ ἄν μου ἀκούσαις . Πολύ γέ
τε ἔδωκεν , καὶ τὴν δαπάνην τοῦ στρατοῦ λαβὼν πρεσβεύειν ἐφῆκεν ἐς Ῥώμην : οἳ δὲ ἐπρέσβευον καὶ τειχῶν ἐκτὸς
5852355 τρασια
. . . σύκα ἐταρίχευον . . . γινομένην . τρασιὰ τόπος , ἔνθα θερσαίνουσιν ἢ σῦκα ἢ σταφυλὰς ἢ
νέου οἴνου Θ ἢ τῆς ὑποστάθμης . Θ τρασιᾶς : τρασιὰ ὁ τόπος , ὅπου ψύγεται τὰ σῦκα . Θ
5834983 μεδιμνων
τοὺς πλουσίους μὴ μόνους ἀπολαύειν τῶν ἀγαθῶν , ἀλλὰ ἀπὸ μεδίμνων τοσούτων χρυσίου χοίνικά γε ἡμῶν πάντων κατασκεδάσαι , ἀπὸ
. Λεύκωνα δέ φασιν ἐκ τῆς Θεοδοσίας Ἀθηναίοις πέμψαι μυριάδας μεδίμνων διακοσίας καὶ δέκα . οἱ δ ' αὐτοὶ οὗτοι
5829331 καταφρακτους
συμπεφευγότες εἰς τὴν Βύρσαν ἐν διμήνῳ κατεσκευάσαντο ναῦς ἑκατὸν εἴκοσι καταφράκτους , καὶ τοῦ στόματος τοῦ Κώθωνος φρουρουμένου διώρυξαν ἄλλο
πεζοὺς μὲν τρισμυρίους , ἱππεῖς δὲ χιλίους , ναῦς δὲ καταφράκτους πεντήκοντα . μετὰ δὲ τοσαύτης δυνάμεως ἐξορμήσας ἐπὶ τὴν
5826840 κολοκυνθων
. Φυλάξεις νεαρὰ τὰ σῦκα καὶ οὕτως . τῶν νεαρῶν κολοκυνθῶν χρὴ ἐξαιρεῖν ἐκ τῶν πλαγίων μέρη τινὰ σπληνίοις ἐοικότα
φύλλοις τῆς κολοκύνθης ἀμφιάσομεν , καὶ τέφραν τὴν ἀπὸ τῶν κολοκυνθῶν καυθεῖσαν ταῖς ῥίζαις περιβαλοῦμεν . Τούτῳ τῷ μηνὶ τῆς
5798308 σηπιδια
τε φάττας καὶ κίχλας ὁμοῦ σπίνοις κοινῇ τε χναύειν τευθίσιν σηπίδια πιλεῖν τε πολλὰς πλεκτάνας ἐπιστρεφῶς πίνειν τε πολλὰς κύλικας
τε φάττας καὶ κίχλας ὁμοῦ σπίνοις ὁμοῦ τε χναύειν μαινίσιν σηπίδια πιλοῦν τε πολλὰς πλεκτάνας ἐπιστρεφῶς πίνειν τε πολλὰς κύλικας
5797111 χολικων
κοιλίαι : Ἀριστοφάνης Βαβυλωνίοις : ἢ βοϊδαρίων τις ἀπέκτεινε ζεῦγος χολικῶν ἐπιθυμῶν . φαυλία μὲν εἶδος . . . φριμάττεσθαι
κοιλίαι : Ἀριστοφάνης Βαβυλωνίοις : ἢ βοϊδαρίων τις ἀπέκτεινε ζεῦγος χολικῶν ἐπιθυμῶν . φαυλία μὲν εἶδος . . . φριμάττεσθαι
5783040 προλαμβανοντων
τῆς νίκης ᾄδεις τὸ ἐγκώμιον , ἐπὶ τῶν τὰ πράγματα προλαμβανόντων . ἠρτίαζον . ἀρτιασμὸς καὶ ἀρτιάζειν ἐστὶ τὸ δραξάμενον
λοιποὺς ἐφεξῆς , τῶν ψιλῶν , ὡς εἴρηται , ἀεὶ προλαμβανόντων . Μετὰ δὲ τὸ παρελθεῖν τὸν στενὸν τόπον πάλιν
5773408 κρεμαστα
, ἐφ ' ὧν ὁ μὲν Ξενοφῶν σκεύη ξύλινα καὶ κρεμαστά , ὁ δὲ Δημοσθένης ἀποτριβὴν τῶν σκευῶν . ὀνόματα
. ταῦτα μὲν ἐντεῦθεν . ἐκ δ ' Αἰγύπτου τὰ κρεμαστά ἱστία καὶ βύβλους , ἀπὸ δ ' αὖ Συρίας
5772414 σητανιων
, μέλιτος ὀξύβαφον τῶν πλατέων , ἔλαιον ἴσον , πυρῶν σητανίων χυλὸς , νίτρου ἀφρὸς , ὠὰ ἑπτά : κοτύλαι
ἐλλεβόρῳ ἀντισπάσαι : ἢν δὲ μὴ , ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν παχὺς , ψυχρὸς , καὶ τὸ φάκινον ἔτνος
5763587 κωλας
ἥδιστον ἕψειν ἐν ἐπινικίοις κρέας . κεφαλάς τ ' ἀρνῶν κωλᾶς τ ' ἐρίφων βαλανεὺς δ ' ὠθεῖ ταῖς ἀρυταίναις
ἥδιστον ἕψειν ἐν ἐπινικίοις κρέας . κεφαλάς τ ' ἀρνῶν κωλᾶς τ ' ἐρίφων βαλανεὺς δ ' ὠθεῖ ταῖς ἀρυταίναις
5744870 ὠνουντο
καὶ κεκτῆσθαι τοὺς ἑαυτοῦ , μόνον δὲ σίδηρον καὶ χαλκὸν ὠνοῦντο πολλοῦ καὶ τοὺς ἐσφέροντας οὐκ ἠδίκουν . ὅθεν ἀθρόας
τότε δὴ τῶν βαρβάρων οἱ τὴν Κρήτην οἰκοῦντες οὐκ ὀλίγους ὠνοῦντο , πολὺ χρυσίον ὑπὲρ αὐτῶν καταβαλέσθαι μὴ παραιτούμενοι ,
5735597 πινοντων
δύω καὶ πεντήκοντα πρὸς τὰ δύο , καὶ τὸ οἶνον πινόντων ἀντὶ τοῦ πινέτωσαν Ἀττικόν ἐστιΤί . οὖν οὐχὶ καὶ
χοῒ χρυσῇ , καὶ γευόμενον τῶν κρατήρων πρότερον μεθύειν τῶν πινόντων . αὐλεῖν δ ' αὐτοῖς Ἀντιγενείδαν , Ἀργᾶν δ
5729568 πλεκτους
Λήναιον γάρ ἐστιν ἐν ἀγροῖς ἱερὸν τοῦ Διονύσου διὰ τὸ πλεκτοὺς ληνοὺς ἐνταῦθα γεγονέναι . ἢ διὰ τὸ πρῶτον ἐν
δὲ ἐπιθυμητῷ κισσῷ τὰς καλὰς ἔστεψε τρίχας , τοὺς δὲ πλεκτοὺς θύρσους ἅπερ εἰσὶ Διονυσιακὰ ὅπλα ὁ ἄκρως τῷ οἴνῳ
5716360 τρισπιθαμους
ἐπήγαγε πολλ ' ἐπικαμπύλα κᾶλα , τὰς περιφερείας δηλῶν χρῆναι τρισπιθάμους εἶναι τῆς ἁψῖδος : ἐξ ὧν πλειόνων οὐσῶν ἡ
ἕκαστον ἄμφοδον δοτέον ἐστὶν λιθοβόλον δέκα μνῶν καὶ καταπάλτας δύο τρισπιθάμους : : καὶ τοῖς μὴ κεκτημένοις ὅπλα μηδὲ δυναμένοις
5716231 ὑπερφρονει
δὲ αἰγιθάλας ζῷον ἐστί : καὶ τῶν μὲν μικρῶν ὀρνίθων ὑπερφρονεῖ , ἐπιτίθεται δὲ ταῖς αἰξὶ κατὰ τὸ καρτερὸν ,
τῇδε τὸ θεῖον . ὅτι τὰ ἀνθρώπεια τὸ θεῖον ἢ ὑπερφρονεῖ ἢ ἀτιμάζει ἢ πρόνοιαν αὐτοῖς ἔφορον οὐκ ἐφίστησι .
5698428 χοιριων
' εἰσβαίνετε . Ὅπως δὲ γρυλλιξεῖτε καὶ κοΐξετε χἠσεῖτε φωνὰν χοιρίων μυστηρικῶν . Ἐγὼν δὲ καρυξῶ Δικαιόπολιν ὅπα . Δικαιόπολι
ὑμὲ σκευάσας φασῶ φέρειν . Περίθεσθε τάσδε τὰς ὁπλὰς τῶν χοιρίων : ὅπως δὲ δοξεῖτ ' εἶμεν ἐξ ἀγαθᾶς ὑός
5688882 ἁμαρτοντων
' αὐτὸ καὶ παρακαλοῦμεν . ἔστι δὲ τῶν μὲν οὐδὲν ἁμαρτόντων δικαιολογία , τῶν δ ' ἁμαρτόντων παράκλησις . ἐφ
. Τὸ κυνὸς κακὸν ὗς ἀπέτισεν : ἐπὶ τῶν ἄλλων ἁμαρτόντων , ἄλλων δὲ δόντων δίκην . Τὸν ξύοντα ἀντιξύειν
5674853 θωρακων
“ θώρακα ” . τινὲς Γ δὲ τὸ κοῖλον τῶν θωράκων . Γ ἐνημμένῳ : συντεθειμένῳ , ἐρραμμένῳ . Γ
κατ ' ἀλλήλων πληγὰς ἀμφότεροι δι ' ἀσπίδων τε καὶ θωράκων , ὁ μὲν εἰς τὰ πλευρὰ βάψας τὴν αἰχμήν
5671511 θωρακας
αὕτη παρακαλέσαντι τὰ ξίφη θήγειν καὶ τὰς κόρυθας καὶ τοὺς θώρακας σμήχειν : δεινότεροι γὰρ οἱ ἐπιόντες φαίνονται λόχοι τοῖς
ἣν ξυάλην λέγομεν . Ξενοφῶν Κύρου Ἀναβάσει : εἶχον δὲ θώρακας λινοῦς μέχρι τοῦ ἤτρου , ἀντὶ δὲ τῶν πτερύγων
5670779 ἀθαρης
κοσμίως κατεκείμεθα . Κἀγὼ καθεύδειν οὐκ ἐδυνάμην , ἀλλά με ἀθάρης χύτρα τις ἐξέπληττε κειμένη ὀλίγον ἄπωθεν τῆς κεφαλῆς του
] ὑπερέβαλεν ὁ πρόσπολος ] ὁ ἱερεύς ἀθάρης ] σεμιδάλεως ἀθάρης . . . ἐξέπληττε ] ἑψομένου ἀλεύρου πεπλησμένη γραϊδίου
5656564 οἰνομελι
καρπὸϲ καὶ τὰ τούτοιϲ ὁμογενῆ . Ὤτων καθαρτικά . Μέλι οἰνόμελι γλυκὺϲ οἶνοϲ ἔλαιον καρύινον ἀμυγδάλινον καθ ' αὑτὸ καὶ
φίλων . ὁ δὲ Ξάνθος ἔταξε δοθῆναι τῷ ξένῳ πρῶτον οἰνόμελι . ὁ δέ φησιν ” οὐχί , κύριε :
5647364 χαλκων
ἐνειλουμένου καὶ ἐπὶ πολὺ σειομένου , ὃ μάλιστα ἐπὶ τῶν χαλκῶν ἀγγείων συμβαίνει καὶ τῶν ὁμοίων , ἐφ ' ὧν
τὸ ἀπὸ χαλκόφι τὴν ἀπὸ χαλκοῦ γενικὴν σημαίνει , οὐχὶ χαλκῶν , οὕτω καὶ τὸ κατ ' ὄρεσφιν οὐκ ἄλλο
5646910 μελιπηκτων
ἐκπεπονηκόσιν ἕκαστον ὧν ἐπετήδευσαν : τὰ μὲν γὰρ ἀμήτων καὶ μελιπήκτων καὶ ἄλλων ἀμυθήτων πεμμάτων ποικιλώτατα γένη οὐ μόνον ταῖς
ἀδιαίρετα ἐσκευασμένα , ἅμαξαν πληρῶσαι δυνάμενα : καὶ μετὰ ταῦτα μελιπήκτων καὶ στεφάνων ἐκ σμύρνης καὶ λιβανωτοῦ σὺν ἀνδρομήκεσι λημνίσκων
5646148 ἀμυλων
ἐν ταῖς γεννικαῖς εὐωχίαις , φησὶν ἐν Ἰξίονι Εὔβουλος , ἀμύλων παρόντων ἐσθίους ' ἑκάστοτε ἄνηθα καὶ σέλινα καὶ φλυαρίας
λιβάνου τε πνοαί , τερενοχρῶτες μαζῶν ὄψεις , ἄρτων , ἀμύλων , πουλυποδείων , χολίκων , δημοῦ , φυσκῶν ,
5630418 ἀληλεσμενον
κανόνα . . . . αἵνειν : τὸ ἀναβράττειν τὸν ἀληλεσμένον σῖτον , τουτέστιν ἀναδεύειν καὶ ἀνακινεῖν τὰς κριθὰς ὕδατι
θάνατον προσδέχονται . τὸ δὲ τελευταῖον οἱ τεχνῖται παραλαβόντες τὸν ἀληλεσμένον λίθον πρὸς τὴν ὅλην ἄγουσι συντέλειαν : ἐπὶ γὰρ
5616199 θυμων
. νζʹ . Περὶ τῶν περιτεμνομένων . νηʹ . Περὶ θύμων τῶν ἐν αἰδοίοιϲ . νθʹ . Περὶ καθετηριϲμοῦ καὶ
Τιθύμαλλον ἢ Φιλιππίδην . ὕδωρ δὲ πίνειν βάτραχος , ἀπολαῦσαι θύμων λαχάνων τε καμπή , πρὸς τὸ μὴ λοῦσθαι ῥύπος
5606077 ῥοων
δὲ χώρας , ὥσπερ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ Κιλικίᾳ περὶ τῶν ῥοῶν εἴπομεν , οὐδὲ διὰ μίαν θεραπείαν . Ὡσαύτως δὲ
καὶ διὰ τῶν δυοῖν τόπων λαμβανόμενος : τὰ δὲ τῶν ῥοῶν κύτινα τὰ καὶ σίδια , ὁμοίως ποιεῖ : πολλάκις
5603780 χηνεια
εἰσφέρειν Λάκαινά τις : καὶ εὐθέως περιεφέρετο περδίκια ὀλίγα καὶ χήνεια ὀπτὰ καὶ τρύφη πλακούντων . τὸ δὲ τοιοῦτον δεῖπνον
εἰσφέρειν Λάκαινάν τις : καὶ εὐθέως περιεφέρετο περδίκεια ὀλίγα καὶ χήνεια ὀπτὰ καὶ τρύφη πλακούντων . τὸ δὲ τοιοῦτον δεῖπνον
5594259 ἀθαρη
κυάμων ἢ πισῶν ἢ ἁπλῶς κατερεικτῶν τινῶν , ἡ δὲ ἀθάρη πυρῶν ἡψημένων καὶ διακεχυμένων ὥσπερ ἔτνος . ἀλωπεκίσαι :
ἀθέρα καὶ ἀθάρα τὸ αὐτό φασιν . ἔστι δὲ ἡ ἀθάρη ἡ ἐκ πυρῶν ἡψημένων καὶ διακεχυμένων ὥσπερ ἔτνος τροφή
5582710 ἀπυρηνων
τῆς ῥόας κόκκων τῶν γλυκέων ἀγεννεῖς , καὶ ἐκ τῶν ἀπυρήνων σκληραί , πολλάκις δὲ καὶ ὀξεῖαι . τὸν αὐτὸν
δ ' αὖ πλάτανον εὖ διαφυτεύσομεν . ἀγαθήν γε κωδίαν ἀπυρήνων ἐλαΐζειν μετόρχιον πορνεύτριαν Σηράγγιον Στρεψαίους τραπεζοφόρον τουτὶ τί ἦν
5578056 δεσμην
εἰσιόντες , ἐπᾴδουσιν ὥραν σχεδόν τι πρὸ τοῦ πυρὸς τὴν δέσμην τῶν ῥάβδων ἔχοντες , τιάρας περικείμενοι πιλωτὰς καθεικυίας ἑκατέρωθεν
τὴν λαμπάδα , οἳ δὲ τὴν ἔκ τινων ξύλων τετμημένων δέσμην . Μένανδρος Ἀνεψιοῖς : ὁ φανός ἐστι μεστὸς ὕδατος
5571683 μεμαγμενην
βόακας , ἄν ποτ ' ἔλθῃ , λαυκομαινίδας καλεῖν . μεμαγμένην μικρὰν μελαγχρῆ μᾶζαν ἠχυρωμένην ἑκάτερος ἡμῶν εἶχε δὶς τῆς
μύκαισι δ ' ὠρέχθει τὸ λάινον πέδον . Πολίοχος : μεμαγμένην μικρὰν μελαγχρῆ μᾶζαν ἠχυρωμένην ἑκάτερος ἡμῶν εἶχε δὶς τῆς
5567937 κριθινους
ὅτι οἱ βάρβαροι ἄλφιτα οὐκ ἐσθίουσιν , ἀλλ ' ἄρτους κριθίνους , ψεῦδος . . . Οʹ , , [
. κριβανίτας ] ἄρτους κριθίνους . κριβανίτας ἄρτους φασὶ τοὺς κριθίνους . εἴρηκε δὲ τοῦτο διὰ τὸ περιφερεῖς εἶναι καὶ
5567740 ἁπαλων
δή μοι σκόλιόν τι λαβὼν Ἀλκαίου κἀνακρέοντος . καὶ δελφακίων ἁπαλῶν κωλαῖ καὶ χναυμάτια πτερόεντα ἐθέλω βάψας πρὸς ναυτοδίκας ξένον
δὲ ἄλλην χρείαν καὶ δύναμιν ἔχουϲι . τῶν μὲν οὖν ἁπαλῶν ὕδωρ θερμὸν αὐτὸ καθ ' αὑτὸ ποιεῖ κομιδῆϲ ἕνεκα
5564784 κικιννους
τε θωμοὺς φέροντες καὶ λεῖος ὥσπερ ἔγχελυς , χρυσοῦς ἔχων κικίννους . ἔσειον , ᾔτουν χρήματ ' , ἠπείλουν ,
ὡς καὶ ὁ κωμικός : λεῖος ὥσπερ ἔγχελυς χρυσοῦς ἔχων κικίννους . ἀλλ ' ὀρθαῖς : ὀρθὸν πρᾶγμα τὸ ἀληθές
5556908 δορατιων
ὁ παῖς μετὰ δεῖπνον ἀκίδας Κρητικάς , ὥσπερ ἐρεβίνθους , δορατίων τε λείψανα κατεαγότ ' , ἀσπίδας δὲ προσκεφάλαια καὶ
ὁ παῖς μετὰ δεῖπνον ἀκίδας Κρητικάς , ὥσπερ ἐρεβίνθους , δορατίων τε λείψανα κατεαγότ ' , ἀσπίδας δὲ προσκεφάλαια καὶ
5553594 θωμους
βελτίων ἀλλὰ καὶ χείρων γίνεται , ἐὰν δὲ θερισθεὶς εἰς θωμοὺς συντεθῇ ἁδρότερος καὶ βελτίων : ἔνιοι δὲ καὶ ῥαίνουσιν
συνεξάγει τὴν οἰκείαν ὑγρότητα καὶ ἰσχάνει : ὅταν δὲ εἰς θωμοὺς συντεθῇ συνικμάζεταί τι καὶ ἡ ἀναγομένη ἀτμὶς λεπτὴ καὶ
5550392 ἀνευρισκουσιν
πάνυ ἂν φιλοτιμηθεῖεν φίλῳ σοι χρῆσθαι . Καὶ ἐκ τούτων ἀνευρίσκουσιν Ἀρχέδημον , πάνυ μὲν ἱκανὸν εἰπεῖν τε καὶ πρᾶξαι
ἄλλα τε ἐς τὰ δρώμενα λέγοντες καὶ ὡς βότρυν ἐνταῦθα ἀνευρίσκουσιν ὡραῖον . ἐν ἀριστερᾷ δὲ Γυθίου στάδια προελθόντι ὡς
5539745 ἀπλυτους
, φώκης δ ' ὀσμήν , Λαμίας δ ' ὄρχεις ἀπλύτους , πρωκτὸν δὲ καμήλου . Τοιοῦτον ἰδὼν τέρας οὐ
, φώκης δ ' ὀσμήν , Λαμίας δ ' ὄρχεις ἀπλύτους , πρωκτὸν δὲ καμήλου . τοιοῦτον ἰδὼν τέρας οὔ
5534024 δασμους
, οἳ ἔλεγον ὅτι χρυσίον εἴη παρὰ σφίσιν ἐπίσημον , δασμούς τινας λέγοντες . καὶ ταῦτα οὖν κηρύττετε πάντα ἀποφέρειν
ἡμέρου παιδείας ἄγευστοι , δεσποτικοῖς πειθαρχοῦντες ἐπιτάγμασι τοὺς ἐτησίους ἀναπράττουσι δασμούς , οὐ μόνον ἐκ τῶν οὐσιῶν ἀλλὰ καὶ ἐκ
5532384 τυρων
γὰρ εἰϲ ἐδωδήν , ἀβλαβὴϲ δὲ ϲτομάχῳ πάντων τῶν ἄλλων τυρῶν , ἧττον δὲ καὶ δύϲπεπτοϲ καὶ δυϲδιέξοδοϲ : οὐ
: ⌈ σκῖρον Γ τὸ ῥυπῶδες τὸ ἐπὶ ⌈ τῶν τυρῶν Γ [ τῷ τυρῷ ] . Γ Εὔπολις Χρυσῷ
5528334 νηφοντων
εἰπεῖν τὴν ἀξίαν τοῖς βουλομένοις μεταχειρίζεσθαι δώσομεν : καὶ ὧν νηφόντων κατεγνώκαμεν , τούτοις μεθύουσι πιστεύσομεν ; Καὶ μὴν οὐδ
βῆμα παριόντων ἐπαινεῖτε καὶ νομίζετε δημοτικωτέρους εἶναι τοὺς μεθύοντας τῶν νηφόντων καὶ τοὺς νοῦν οὐκ ἔχοντας τῶν εὖ φρονούντων καὶ
5524169 ἁλισκομενων
θεῖον ἕξουσι σύμμαχον . Ὅτι Περδίκκας , ἐπειδὴ τῶν Μακεδόνων ἁλισκομένων παρὰ τῶν ἐναντίων εἶδεν , ὅτι λύτροις ἀπελύοντο ,
. ” προειπὼν γὰρ ἦν ὅτι τοῦτο συνέθεντο ἐπὶ τῶν ἁλισκομένων . τὸ δὲ αἶγα θύειν ἀλλὰ μὴ δύο πρόβατα
5522402 μαζας
οὕτως ἅμα τῇ ὠμῇ λύσει μίξας , καὶ προσβαλὼν ἔλαιον μάζας ποιήσας ἐκ τούτων , πρόσφερε τὴν τροφὴν εἰς τὸ
. Αἰσώπειος φόρτος : * * Αἴσωπος γὰρ φρυκτὰς αἴρων μάζας εἰς ὁδὸν καὶ φόρτον ἐξογκώσας οὐκ εὐάγκαλον , ἀλλὰ
5518491 ἀλεκτρυονων
ἑσπερίη τ ' ἔξειμι καὶ ὀρθρίη αὖθις ἔσειμι , ἦμος ἀλεκτρυόνων φθόγγος ἐγειρομένων . Πολλοῖς ' ἀχρήστοισι θεὸς διδοῖ ἀνδράσιν
τέτοκεν , ὡς ἀλεκτρυών . Ἓν ἴστε : πολλαὶ τῶν ἀλεκτρυόνων βίᾳ ὑπηνέμια τίκτουσιν ᾠὰ πολλάκις . Καὶ ταῦτ '
5510667 πετροβολων
τὰ ἀκροστόλια τοῖς θεοῖς ἀνέθηκαν , τὰ δὲ διὰ τῶν πετροβόλων πεπτωκότα τῶν τειχῶν ἀνῳκοδόμουν . Δημήτριος δὲ περὶ τὴν
πολιορκήσας τῶν Ἱππωνιατῶν πόλιν . . . καὶ διὰ μηχανῶν πετροβόλων τῆς πόλεως ἐκυρίευσαν καὶ ταύτην εἷλον . τῶν δὲ
5509780 λειμωνων
νεκρῶν οὐδὲν ἄμεινον ἔχοντες . Ἄρτι δὲ διαγελῶντος ἔαρος καὶ λειμώνων στεφομένων τοῖς ἄνθεσιν ὡς ἐκ τάφων ἀναστάντες τῶν αὐτοῦ
τὰ πρῶτα φέροντι τῶν ὁμοτέχνων . ἐδρεψάμην κἀγὼ τῶν τοῦδε λειμώνων , ὅσα χωρεῖν ἠδυνάμην . ἀπὸ τοιούτων οὖν πηγῶν
5508621 ἐκπωματων
δὲ χρυσορόφων οἰκιῶν οὐδέν τι μᾶλλον σκεπουσῶν , τῶν δὲ ἐκπωμάτων τῶν ἀργυρῶν οὐκ ὠφελούντων τὸν πότον οὐδὲ τῶν χρυσῶν
ἐν ἀργυρῶν ἐκπωμάτων κατασκευῇ πολυτελὴς ἔδοξε γενέσθαι , δέκα λίτρας ἐκπωμάτων κτησάμενος : αὗται δ ' εἰσὶν ὀλίγῳ πλείους ὀκτὼ
5506733 ὀπτοισι
, ἀντὶ δὲ ἀλφίτων ἄρτοισι , ἀντὶ δὲ ἰχθύων κρέασιν ὀπτοῖσι καὶ σιτίοισι πᾶσι τοῖσι ξηραντικοῖσιν , οἷσιπερ ἐπὶ τῇσι
λαχάνων δριμέων : οἴνῳ δὲ μέλανι χρεέσθω , κρέασι δὲ ὀπτοῖσι μᾶλλον ἢ ἑφθοῖσι , καὶ τῶν ἡμέρων καὶ τῶν
5491446 λιτα
: τούτων δηλονότι . ὅσα : προσεφέρετο . λεῖα : λιτά , πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῶν ὑφαντῶν καὶ πεποικιλμένων Ὀδρυσῶν :
Λακωνικαί , καὶ θῆραι , καὶ δρόμοι , καὶ δεῖπνα λιτά , καὶ στιβάδες εὐτελεῖς : ἀλλ ' ὁρῶ καὶ
5490248 σκληραις
, προσδεκτέον χερσὶν , οἷον τὸν δὲ μὴ πραείαις ἀλλὰ σκληραῖς . πρὸς ἀμφότερα δὲ τὰ μέρη , τοῖς τῶν
εὐπόρους τῶν ξένων : οὓς ὅταν ὁ δῆμος λάβῃ , σκληραῖς περιβάλλει ζημίαις . Οἱ δὲ εἰλικρινεῖς Ἀθηναῖοι δριμεῖς τῶν
5488695 κρεων
, δεινὸν εἰργάσω , ὃς πρῶτα μὲν τὴν νομὴν τῶν κρεῶν ἐγχειρισθεὶς οὕτως ἄδικον ἐποιήσω καὶ ἀπατηλήν , ὡς σαυτῷ
καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τὴν τράπεζαν , καταψήσασα φύλλοις ἀπὸ τῶν κρεῶν , ὑποβαλοῦσα καθαρὰν πτερίδα . ἧκον δὲ καὶ οἱ
5485799 διοπας
δ ' αὐτῶν οὐ λέγεις ταυτί ; τί δαί ; διόπας , διάλιθον , πλάστρα , μαλάκιον , βότρυς ,
κτένιον εἶναι νομίζουσιν . περὶ δὲ τοῖς ὠσὶν ἕρματα , διόπας , ἐλλόβια , ἐνώτια , ἕλικας , ἑλικτῆρας ,
5483150 βαλλοντων
τῶν πεντάθλων μετενήνοχε τῶν τὸ ἀκόντιον παρὰ τὸ ὡρισμένον τέρμα βαλλόντων καὶ διὰ τοῦτο ἐξάθλων γινομένων . ἐγώ , φησί
χωροῦσι καὶ τὰς ὄχθας ἔστιν ἰδεῖν πλήρεις τῶν μαχομένων καὶ βαλλόντων ἐς αὐτούς . τοὺς δὲ ἐν αὐτοῖς ἀναστρεφομένους καὶ
5470760 ἀργυρειων
περιγενομένων γὰρ τῇ πόλει χρημάτων συχνῶν ἀπὸ τῶν ἔργων τῶν ἀργυρείων , καὶ ταῦτα μελλόντων εἰκῆ νέμεσθαι , μόνος τῶν
οὔτε τοὺς γεωργοὺς οὔτε τοὺς ἐμπόρους οὔτε τοὺς ἐκ τῶν ἀργυρείων οὔτε τῶν τοιούτων οὐδὲν ἂν εἴποιτε , ἀλλ '
5468828 ἡμιονων
πάσῃ , ὅση τε προβάτων , ὅση τε ἵππων καὶ ἡμιόνων . μηλείη δὲ κόπρος ἐστὶν ἡ τῶν προβάτων :
Ἐνέτης πόλεως Παφλαγόνων . Ὅμηρος : ἐξ Ἐνετῶν , ὅθεν ἡμιόνων γένος . τούτους δὲ Καύκωνας ἐκάλουν πρὸ τῶν Τρωικῶν
5465074 στρωμα
, πρῶτον μὲν ἐπεὶ χειμὼν ἤδη ἦν κἀκεῖνος οὐδὲ αὑτῷ στρῶμα εἶχεν ἀγοράσαι οὐχ ὅπως ἐμοί , καὶ ἀνυπόδητος πηλὸν
πάντα ἔχουσα τὰ τοιαῦτα ἐν ἑαυτῇ . τῆς κλίνης . στρῶμα δίδωσιν αὐτῷ . βάθριόν τι ἡ κλινὶς εἰστεταμένον .
5464422 κρομμυου
ὥσπερ κόμῃ πράσου κέχρησθε , οὕτως οὐχὶ καὶ σκορόδου καὶ κρομμύου κέχρησθε κόμῃ ; ὅμοια γὰρ ταῦτα κατὰ τὰ πλεῖστα
σκότει ὀρχεῖσθαι : ἐπὶ τῶν ἀμαρτύρως μοχθούντων . Ζωὸς γενήσῃ κρομμύου μοῖραν λαβών : ἐπὶ τῶν ἐκ μικρᾶς αἰτίας μεγάλην
5462087 φυλετων
οὑτοσὶ τυγχάνει Πολύστρατος . οὗτος γὰρ ᾑρέθη μὲν ὑπὸ τῶν φυλετῶν ὡς χρηστὸς ὢν ἀνὴρ καὶ περὶ τοὺς δημότας καὶ
ὑπὸ ἄλλου μηδενὸς ἀνακηρύττεσθαι , ἀπούσης βουλῆς καὶ δήμου καὶ φυλετῶν καὶ δημοτῶν , ὅταν δέ τις ταῦτα ἀφέλῃ ,
5461951 ἱματιων
ἀναδρομῆς ὑπὸ χρῶτα , καὶ ὑπὸ ἐρεθισμοῦ δέρματος , ἢ ἱματίων τρηχείων ἀήθει φορήσει , καὶ ἐξ ἱδρώτων ἐξόδου ,
τοῦ παραβεβηκέναι , πάνυ ἀκολούθως . Θουκυδίδης . παραιρήματα τῶν ἱματίων : Θουκυδίδης . παράλογον λέγουσιν ἀρσενικῶς οἵ τ '
5460383 ὀλων
. πάλιν δὲ εὐφυῶς ὑπομιμνήσκει τῶν ἐν Πύλῳ . ΓΘ ὀλῶν ] κριθῶν . Γ τῶν ὀλῶν ] τῶν αἱμάτων
ἐπινεύειν τοῖς ἱερείοις δοκῇ . δέον εἰπεῖν “ ῥῖπτε τῶν ὀλῶν ” “ κριθῶν ” νῦν εἶπε γενικῶς . ὀλαὶ
5458940 ἀναπεπταμενας
δὲ τὰς καλλίστας καὶ ὑγιεινοτάτας ἐν ἁπάσαις ταῖς πόλεσιν ἔχειν ἀναπεπταμένας τά τε ἱερὰ καὶ τὰ γυμνάσια . ἱμάτιον δὲ
ἀμμοκονίαν προβάλλουσι χώματα εἰς τὴν θάλατταν , καὶ κολποῦσι τὰς ἀναπεπταμένας ᾐόνας ὥστ ' ἀσφαλῶς ἐνορμίζεσθαι τὰς μεγίστας ὁλκάδας .
5455883 Κρητικας
, ἢ ὅτι οἱ ἄγαμοι γυμνοὶ ἐβάδιζον . Ἀμνισίδας : Κρητικάς . Ἀμνισὸς γὰρ ποταμὸς Κρήτης . ἐνδρομίδας : τὰ
ἐντεῦθεν εὐθὺς ἐπιφέρει τραγήματα ἡμῖν ὁ παῖς μετὰ δεῖπνον ἀκίδας Κρητικάς , ὥσπερ ἐρεβίνθους , δορατίων τε λείψανα κατεαγότ '
5455739 γαλων
ἀκρίδων . βʹ . περὶ βρούχου . γʹ . περὶ γαλῶν . δʹ . περὶ μυῶν κατοικιδίων . εʹ .
ἀπὸ ἡττόνων γίνεται μείζοσιν . μύες ὀργιζόμενοι , ὅτι ὑπὸ γαλῶν ἑαυτοὺς ἀναλίσκεσθαι ἔβλεπον , ὥρισαν μετ ' αὐτῶν πυκτεῦσαι
5455323 ἀρνιων
ἕψειν τ ' ἐλαίῳ ῥάφανον ἠγλαϊσμένην , πνίγειν τε παχέων ἀρνίων στηθύνια , τίλλειν τε φάττας καὶ κίχλας ὁμοῦ σπίνοις
τόμον ἕψειν τ ' ἐλαίῳ ῥάφανον ἠγλαισμένην πνίγειν τε παχέων ἀρνίων στηθύνια τίλλειν τε φάττας καὶ κίχλας ὁμοῦ σπίνοις ὁμοῦ
5453051 λαγῳων
, ἀλλαχοῦ δὲ λεκάνην καὶ ἀλλαχοῦ καί μοι λεκάνιον τῶν λαγῴων δὸς κρεῶν . ταῦτα δ ' ὅσα κατὰ φιάλας
Ἀλλ ' , ὦ πρὸ τοῦ πεινῶντες , ἐμβάλλεσθε τῶν λαγῴων : ὡς οὐχὶ πᾶσαν ἡμέραν πλακοῦσιν ἔστιν ἐντυχεῖν πλανωμένοις
5451723 σιμβλων
κατὰ χηραμὸν ἢ δονάκεσσιν ἢ δρυὸς ὠγυγίης κατὰ κοιλάδος ἔνδοθι σίμβλων σμήνεσι μυριότρητα κατ ' ἄγγεα κηροδομοῦσα . Μὴ μείνηις
ἐμαράνθη : μάλων οὐκ ἔρρευσε καλὸν γλάγος , οὐ μέλι σίμβλων , κάτθανε δ ' ἐν κηρῷ λυπεύμενον , οὐκέτι
5451062 κιχλιζειν
ἡδυπαθείας ὄψα καὶ ἐσδέσματα 〚 〛 ἐσθίειν , τρυφᾶν . κιχλίζειν ] γελᾶν ἢ τρυφᾶν . ἴσχειν ] κρατεῖν ,
λέγουσι κῆπον . ὀψοφαγεῖν : τὸ τρυφᾶν τραπέζαις . οὐδὲ κιχλίζειν : ἀντὶ τοῦ ” λιπαρὰς ὄρτυγας τρώγειν , κίχλας
5446477 πινακισκος
: εἶτ ' ἔρχεται χελιδονείων μετ ' ὀλίγον σκληρῶν ἁδρὸς πινακίσκος . Ἀνδροτίων δὲ ἢ Φίλιππος ἢ Ἡγήμων ἐν τῷ
. εἶτ ' ἔρχεται χελιδονείων μετ ' ὀλίγον σκληρῶν ἁδρὸς πινακίσκος . ἀλλ ' εἴ τις ὥσπερ χῆνα σιτευτὸν λαβὼν
5445002 λαροις
προγυμνασμάτων κεφάλαια , ὅμως δὲ κουστωδιώταις τῶν ὁμοτρόπων καὶ φιληταῖς λάροις καὶ λόγων ἀτέχνοις πανταχοῦ βοωμένοιςοὐ γάρ τις ἀνὴρ γλυκύθυμος
. ἁλιπλὴξ δὲ ὑπὸ τῆς ἁλὸς πληττομένη . αἰθυίῃς : λάροις . ἀπομάσσεται : ἀπορρίπτει . ἄχνην : ἀφρόν .
5444614 ἐρεβινθους
: τακεροὺς ποιήσεις τοὺς ἐρεβίνθους αὐτόθεν . πάλιν : τρώγων ἐρεβίνθους ἀπεπνίγη πεφρυγμένους . Δίφιλος δέ φησιν : οἱ ἐρέβινθοι
τραγήματα ἡμῖν ὁ παῖς μετὰ δεῖπνον ἀκίδας Κρητικάς , ὥσπερ ἐρεβίνθους , δορατίων τε λείψανα κατεαγότ ' , ἀσπίδας δὲ
5438547 ῥαδινον
: εἰ δ ' αὖ τις ῥαίῃσι θεῶν . ἢ ῥαδινὸν τὸ εὐάγωγον διὰ τὸ ἐν ἁπαλότητι ῥᾷον δινεῖσθαι ἤγουν
τῶν ὀφθαλμῶν . . ῥαδινῶν ] εὐκινήτων . γρ . ῥαδινὸν , ἤγουν κινητὸν , λεπτόν . . ῥέος ]
5438054 ἀργυρωματων
κατεθέμην ποτέ καὶ τὸν πέτασον . Καὶ γύλιόν τιν ' ἀργυρωμάτων . Πάντ ' ἔστιν ἐξευρεῖν , ἐὰν μὴ τὸν
θυΐαις ἀργυραῖς . Φιλήμων Ἰατρῷ : καὶ γυλιόν τιν ' ἀργυρωμάτων . Μένανδρος Ἑαυτὸν τιμωρουμένῳ : λουτρόν , θεραπαίνας ,
5434938 ϲεριν
καὶ εὐϲτόμαχόν ἐϲτιν ὠμὸν ἐϲθιόμενον : καλοῦϲι δὲ αὐτὸ ἔνιοι ϲέριν ὅ ἐϲτι πικρίϲ . ἐπιτήδειοϲ δὲ καὶ ὁ τῆϲ
γάλακτόϲ τι πεμμάτων μετά τινοϲ τῶν ϲτυφόντων : λαχάνων δὲ ϲέριν , κιχώριον , ἀρνόγλωϲϲον ἑφθὰ ϲὺν ὠμοτριβεῖ ἐλαίῳ καὶ
5433192 ἀπεραντολογους
ἕν τι κεδνὸν αἱροῦ : λύσεις γὰρ ἀνδρῶν κωτίλων γλώσσας ἀπεραντολόγους . φέρεται δὲ καὶ ἀποφθέγματα αὐτοῦ τάδε : πρεσβύτατον
ἕν τι κεδνὸν αἱροῦ : λύσεις γὰρ ἀνδρῶν κωτίλων γλώσσας ἀπεραντολόγους . πεφυλαγμένος ἄνδρα ἕκαστον ὅρα , μή σε κρυπτὸν
5430823 κοσσυφος
' Ἔρως καὶ θαλεραὶ Χάριτες , εἴην καὶ κίχλη καὶ κόσσυφος , ὡς ἂν ἐκείνου ἐν χερὶ καὶ φθογγὴν καὶ
τῷ περὶ ζωικῶν : καὶ τὰ μὲν μελανόστικτα , ὥσπερ κόσσυφος , τὰ δὲ ποικιλόστικτα , ὥσπερ κίχλη . Παγκράτης
5429868 χοιρειων
κίχλας ἐν ἑαυτῷ ἔχει καὶ ἄλλα ὀρνίθια ὑπογαστρίων τε μέρη χοιρείων καὶ μήτρας τόμους καὶ τῶν ᾠῶν τὰ χρυσᾶ ,
ἀφύσοις καὶ τὴν γαστέρα ὑπομαλάττειν τοῖς συνήθεσι , μήτε δὲ χοιρείων λαμβανέτωσαν κρεῶν μήτε ὅλως τῶν γλίσχρων καὶ παχυχύμων ἐδεσμάτων
5429354 ἀχυρων
ἐτέθη ὅπου ἕκαστα συνέφερεν ἀνυπόπτως : ἐν δ ' ἄγγεσιν ἀχύρων καὶ ἐρίων πέλται καὶ μικρὰ ἀσπίδια ἐν τοῖς ἐρίοις
ἀντλεῖν : ἐπὶ τῶν εἰς κενὸν πονούντων . Ἐκ πολλῶν ἀχύρων ὀλίγον καρπὸν συνήγαγον : ἐπὶ τῶν πολλὰ μὲν πονούντων
5428243 σχαδονας
. αὑτὸς δ ' ἀνὴρ πωλεῖ κίχλας , ἀπίους , σχαδόνας , ἐλάας , πύον , χόρια , χελιδόνια ,
. αὑτὸς δ ' ἀνὴρ πωλεῖ κίχλας , ἀπίους , σχαδόνας , ἐλάας , πυόν , χόρια , χελιδόνια ,
5427784 πανσπερμιας
: Θεόπομπος τοὺς διασωθέντας ἐκ τοῦ κατακλυσμοῦ ἑψῆσαί φησι χύτραν πανσπερμίας , ὅθεν οὕτω κληθῆναι τὴν ἑορτήν , “ καὶ
ἄρτον ἐξηρτημένους θηρίων ἐν ἑαυτῷ πλέονας τύπους ἔχοντα καὶ πήραν πανσπερμίας ἀνάπλεων καὶ οἶνον ἐν αἰγείῳ ἀσκῷ , σπονδὴν νέμοντας
5425438 ποτηριων
ἐν Ἀχαίᾳ Δημήτηρ ποτηριοφόρος . ὅτι κυλικεῖον λέγεται ἡ τῶν ποτηρίων σκευοθήκη . Ἀριστοφάνης : ὥσπερ κυλικείου τοὐθόνιον προπέπταται .
ἐστι , καὶ τῶν παίδων τις ἐκ τοῦ κυλικείου τῶν ποτηρίων παραφερέτω : ὁρῶ γὰρ πλῆθος καλῶν καὶ ποικίλων ἐκπωμάτων
5425026 θαλλοντας
καρποῦ βῶλος ὀμπνίου τροφός , οὐδ ' ἐργάτης σίδηρος εὐιώτιδος θάλλοντας οἴνης ὀρχάτους ἐτημέλει , ἀλλ ' ἦν ἀκύμων †
τὸ θεῖον ἀεὶ κλάδους ἐπεφέροντο νεωστὶ δρεφθέντας ἐκ δένδρων καὶ θάλλοντας καὶ φύλλων κομῶντας καὶ εἰρίοις πολυχρόοις ἀναδεδεμένους , οὓς
5424986 ῥυμμασι
οὖν αὐτὸν ἐπειρᾶτο καὶ ἀποσμήχειν περιάγων κρήνας καὶ ποταμοὺς καὶ ῥύμμασι χρώμενος καὶ χαλαστραίοις . ὡς δὲ αὐτῷ τὸ μὲν
αὐτὸν ἐπειρᾶτο καὶ ἀποσμήχειν , περιάγων κρήνας καὶ ποταμοὺς καὶ ῥύμμασι χρώμενος καὶ χαλάστραις . ὡς δὲ αὐτῷ τὸ μὲν
5423975 δρεπανων
ἡμιτόμους ἄνδρας ἔτι ἐμπνόους ἢ ἐς πολλὰ διερριμμένους ἢ τῶν δρεπάνων ἀπηρτημένους , ἀηδίᾳ τε μᾶλλον ὄψεως ἢ μάχης ἥσσῃ
διαλύεσθαι καὶ τοὺς πίπτοντας οἰκτροτάτως ἀναιρεῖσθαι . ἐλαυνομένων γὰρ τῶν δρεπάνων , οἳ μὲν τῶν χειρῶν οἳ δὲ τῶν ποδῶν
5422955 ἀθρυπτον
ἄθρυπτον καὶ πᾶν ὁτιοῦν τῶν περὶ τὸ σῶμα καθάρειον , ἄθρυπτον ἔχειν ἐθέλοντες . πρέπει γάρ , λογικῆς ψυχῆς τοῦ
. Δώριος ἄθρυπτος τὴν δὲ τροφὴν ἐκληρώσατο μετρίαν τινα καὶ ἄθρυπτον , οὔτε κακουργοῦσαν διὰ πενίαν , οὔτε διὰ πλοῦτον
5419097 πιονων
ὅλως γὰρ ἡ χολὴ πόθεν γίνεται , ὅτι ἐκ τῶν πιόνων . πίονα δὲ καλεῖ τὰ γλυκέα . ταῦτα μὲν
δὲ τῶν μὲν ἀπιόνων κύβια καὶ ὡραῖα , τῶν δὲ πιόνων θυνναῖα καὶ κορδύλη . τὰ δὲ παλαιὰ κρείττω καὶ
5415935 καθαρειον
ἵνα δὲ μὴ ῥύπῳ καὶ ὑλικῇ ἀμορφίᾳ συνοικῇ , τὸ καθάρειον ἐκλέγεται . οἷον ἱμάτιον οὐ λεπτὸν μέν , καθάρειον
καθάρειον , ἄθρυπτον καὶ πᾶν ὁτιοῦν τῶν περὶ τὸ σῶμα καθάρειον , ἄθρυπτον ἔχειν ἐθέλοντες . πρέπει γάρ , λογικῆς
5411782 χλια
τῶν ὀρνέων ἐσθίειν ὀρνίθια καὶ ἀλεκτορόπουλα καὶ περιστερόπουλα βρακάτα , χλία τε καὶ ὀπτά . εὐώδη καὶ ἀνισάτα κονδίτα καὶ
ὄρτυγας καὶ τρωγλίτας . τούτων μὲν τῶν ἀγρίων γινομένων ψαχνὰ χλία δίεφθα . ἐκ δὲ τῶν ἰχθύων σαργοὺς τηγάνου ,
5408699 ξαινειν
μύθους εἰς οὖς : ἐπὶ τοῦ μὴ ἐπαΐοντος . Νεφέλας ξαίνειν : ἐπὶ ματαίου ἢ ἀδυνάτου . Νοῦς οὐ παρὰ
δακτύλων τεταμένα γίνονται διὰ τὸ ψύχος . τὰ ἐκ τοῦ ξαίνειν γενόμενα ταῖς γυναιξὶ πάθη ἐν χειμῶνι ξανάα λέγεται ,
5408149 καρυ
Ἐπίχαρμος δὲ κατ ' ἐξοχὴν ὡς ἡμεῖς : καπυρὰ τρώγων κάρυ ' , ἀμυγδάλας . Φιλύλλιος : ᾠά , κάρυ
Θετταλὸν λέγεις κομιδῇ τὸν ἄνδρα . Νήττας , σχαδόνας , κάρυ ' ἐντραγεῖν , ᾤ ' , ἐγκρίδας , ῥαφανῖδας
5407453 πλεκειν
Ποῦ γὰρ ἡ Ἄρτεμις οὐκ ἐχόρευσεν ; Ἐξ ἄμμου σχοινίον πλέκειν . Στρογγύλα λέγε , ἵνα καὶ κυλίεται . Τὸν
τῷ Γηρυτάδῃ φησὶν Ἀριστοφάνης πλεκτῷ κανισκίῳ . καὶ γυργάθους δὲ πλέκειν ἔλεγον : ὁ δὲ γύργαθος ὠνόμασται ἐν τοῖς Ἀριστοφάνους

Back