δέ φησιν , ὅτι Ἐλάρῃ τῇ Ὀρχομενοῦ μιγεὶς ὁ Ζεὺς ὤθησεν αὐτὴν κατὰ γῆς ἤδη κύουσαν δεδοικὼς τὴν τῆς Ἥρας | ||
γενόμενος , ὁ χλούνης τε καὶ γύννις , ὅσπερ ἐπιλαθόμενος ὤθησεν ἑαυτὸν εἰς τὸ μέγαρον φέρων , ἔνθα δήπου τῷ |
πέρι λέξηι πρὸς ἡμᾶς , Ἡλίου μολὼν δόμους τοὺς σοὺς ἐλέγξω , μῆτερ , εἰ σαφεῖς λόγοι . ἤδη ? | ||
. τοῦτο τοίνυν ἐγὼ μὲν οἶδα ψεῦδος ὄν , καὶ ἐλέγξω δέ , ὅταν εἰσίω πρὸς τοὺς ταῦτα μεμαρτυρηκότας : |
. ἀλλ ' ὁ Ἀριστοφάνης μόνος χρίσας ἑαυτὸν τρυγὶ αὐτὸν ὑπεκρίθη . ἐξῃκασμένος ] ὁμοιωθείς . Γ ἐξῃκασμένος ] ἤγουν | ||
Αἴσωπος δαρήσεται . “ ἡ δὲ θέλουσα τὸν Αἴσωπον τυφθῆναι ὑπεκρίθη , καὶ λαβοῦσα λέντιον προσέφερε τῷ ξένῳ τὴν λεκάνην |
, ἀλλὰ φράσαντες τῷ πατρὶ τὰς ἀληθείας ἐκποδὼν ἀπιέναι . Δόξαν δὲ οἱ μὲν εἶπαν , ὁ δὲ Ἀετίων εἰς | ||
ἠὼς γένηται καὶ τὸ πᾶν ἡ Κλειὼ βασανιζομένη κατείπῃ . Δόξαν οὖν οὕτως εἰχόμεθα ἔργου , σκηψάμενοι πρὸς τὸν θυρωρὸν |
τὴν Μοῦσαν καὶ τὴν Ἀλήθειαν , εἰ καὶ ὕστερον ταύτας ἐπιβοᾶται . τὸν ἐν τῇ Ὀλυμπίᾳ νικήσαντα πυγμῇ . * | ||
αὐτοῦ ὁ Πολυνείκης . καλεῖ ] ἐπικαλεῖται . καλεῖ ] ἐπιβοᾶται καὶ καλεῖται . Ξ πατρῴας ] τοὺς πατρικούς . |
τὸ ἐθνικὸν Τισιάτης ὡς Ἀσιάτης , καὶ Τισιᾶτις θηλυκόν . Τῖσις , πόλις Αἰγύπτου , ἣν ἔκτισε Τῖσις . ὁ | ||
, ἀπεδύσατο μὲν εἰς τὴν αὐτὴν παλαίστραν , οὗπερ καὶ Τῖσις ὁ φεύγων τὴν δίκην . ὀργῆς δὲ γενομένης ἐς |
ῥίπτεται εἰς τὴν θάλασσαν , ὡς φθείρας τὴν ἀδελφὴν ἐκείνων Κλυμένην : ἐξ ἧς ἐγεννήθη Στησίχορος : ἐκαλεῖτο δὲ ἡ | ||
ἔνθα συμβαλεῖν ἡμῖν ἐξέσται καὶ τὸ ἐντεῦθεν ἀπὸ Σκίρου λαβοῦσι Κλυμένην τὴν ἑταίραν ἀγαγεῖν παρὰ τὸν νεόπλουτον Θηριππίδην τὸν Αἰξωνέα |
οὐκ ἐρεῖς , ἀλλὰ μεθυστικός . μέθυσον δὲ γυναῖκα καὶ μεθύσην λέγε . Ἤμην : εἰ καὶ εὑρίσκεται παρὰ τοῖς | ||
ἐκστρέψας τοὺς ἡμετέρους Ἱππέας κακὸς κακῶς , προσθεὶς αὐτῷ γραῦν μεθύσην τοῦ κόρδακος οὕνεχ ' , ἣν Φρύνιχος πάλαι πεπόηχ |
εἶναι , ἐὰν τὸν νόθον ὁ πατὴρ εἰς τὴν οἰκίαν εἰσαγάγῃ , ἔχων τις , εἰσήγαγεν ἔτι περιὼν , καὶ | ||
μόνης δὲ αἰσχύνης ἐπελάθετο . διόπερ ἀμηχανῶν , πόθεν αὐτὴν εἰσαγάγῃ , ἐκέλευσεν αὐτὴν διὰ τοῦ ἀρχοῦ εἰσελθεῖν . ἡ |
ἀνέστιός ἐστιν ἐκεῖνος , ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου ὀκρυόεντος . Φράζεο δή , μή πώς σε δόλῳ φρένας ἐξαπατήσας ἰκτῖνος | ||
οὔτε πιεῖν , ὀλοὸς δὲ φέρειν ζυγὸν ἔπλετο δοῦλον . Φράζεο καὶ δύο φῦλα δυσάντεα , καρχαρόδοντα , μηλοφόνον τε |
[ ] οἶδα κλῆσιν καὶ κίναιδον σκω [ ] πῶς πέπαιχεν ? , πῶς πέφευγε [ ] ἀνάλυσιν , φάσιν | ||
συνήθη καὶ φίλον . ἐκ Βοιωτῶν ἔγχελυν : Παρὰ προσδοκίαν πέπαιχεν . ἐν γὰρ τῇ Κωπαΐδι λίμνῃ μέγισται ἐγχέλεις . |
στενὰ ἀπορίᾳ ἡγεμόνος , πρίν γε δὴ αὐτὸς πέμψας τὸν ἡγησόμενον ἐπανήγαγεν αὐτοὺς ἐς τὸν πόρον . λόγος δὲ λέγεται | ||
τῶν δὲ στεῖλαι τὴν βοήθειαν ἐπαγγειλαμένων καὶ ἄνδρα τὸν αὐτῆς ἡγησόμενον , παρεγένετο καὶ Περσῶν πρεσβεία ἀγγέλλουσα τοὺς Κιδαρίτας Οὔννους |
καὶ κολυμβάδες καλούμεναι τὸν στύφοντα χυμὸν ἔχουσιν : διὸ καὶ ῥωννύουσι τὸν στόμαχον ἐπεγείρουσί τε τὴν ὄρεξιν . ἐπιτηδειόταται δ | ||
ὑδατὸς ἀτμὸς ἕψειν οἷός τε εἴη . καὶ σταφίδες δὲ ῥωννύουσι τὸν στόμαχον . φοινίκων δὲ παντελῶς ἀπέχεσθαι . ἔχουσι |
λέοντα ] τὸν Ἀλέξανδρον λέγει . σίνιν ] βλαπτικόν , φθορέα . ἀγάλακτον ] μήπω κεκορεσμένον γάλακτος : βρέφος γὰρ | ||
τὸν ἐπιόντα . καὶ αὐτὴν ὁ πατὴρ ὑπολαβὼν εἶναι τὸν φθορέα πατάξας μαχαίρᾳ καταβάλλει . τῆς δὲ περιωδύνου γενομένης καὶ |
, λαμπρὰ δ ' ἐπέτελλε σελήνη . . . . Καλλιστὼ δ ' ἱέρεια ἔην κλειναῖς ἐν Ἀθήναις . . | ||
. Εὔμηλος δὲ καί τινες ἕτεροι λέγουσι Λυκάονι καὶ θυγατέρα Καλλιστὼ γενέσθαι : Ἡσίοδος μὲν γὰρ αὐτὴν μίαν εἶναι τῶν |
ἴδω , φοβοῦμαι τὸ σῶμα καὶ οὐκ οἶδα ὅπως αὐτὸ καλέσω , ἄνθρωπον ἢ κύνα ἢ λύκον ἢ ταῦρον ἢ | ||
. Πρὸς τῶν θεῶν νυν ἐκκάλεσόν μοι Μυρρίνην . Ἰδοὺ καλέσω ' γὼ Μυρρίνην σοι ; Σὺ δὲ τίς εἶ |
ἔκλαυσεν ὑφ ' ἡδονῆς Διονύσιος ἰδὼν καὶ ἡσυχῆ τὴν Νέμεσιν προσεκύνησε . μόνην δὲ Πλαγγόνα προσμεῖναι κελεύσασα τοὺς λοιποὺς προέπεμψεν | ||
, γράμματα παρὰ βασιλέως δεξάμενος οὐκ ἐῶντος πολιορκεῖν , ἀναγνοὺς προσεκύνησε τὴν ἐπιστολὴν καὶ ἔθυσεν εὐαγγέλια ὡς μεγάλα δὴ ἀγαθὰ |
λεγούσης μοι : ἐλέησον ἡμᾶς , ἐκλεκτὲ τοῦ θεοῦ , Ἐσδράμ . τότε ἠρξάμην λέγειν : οὐαὶ τοὺς ἁμαρτωλούς , | ||
ἐμοῦ τε καὶ σοῦ , ἵνα παραδέξητε . καὶ εἶπεν Ἐσδράμ : ἐπὶ τὸ οὖς σου δικασώμεθα . καὶ εἶπεν |
ἀλλ ' εἴ ς ' ἀφείην μὴ φρονοῦσαν , ὡς θάνηις ; οἴμοι πότμου . ποῦ μοι πυρὸς φίλα φλόξ | ||
γέροντα βαστάζων νεκρόν . θανῆι γε μέντοι δυσκλεής , ὅταν θάνηις . κακῶς ἀκούειν οὐ μέλει θανόντι μοι . φεῦ |
γαμεῖ δὲ Λάϊός μ ' : Ἐπιμενίδης [ . ] Εὐρύκλειαν τὴν Ἔκφαντός φησιν αὐτὸν γεγαμηκέναι , ἐξ ἧς εἶναι | ||
Οἰδίποδα : οἱ δὲ δύο τὸν Λάιον γῆμαι γυναῖκας , Εὐρύκλειαν καὶ Ἐπικάστην . καὶ τὸν Οἰδίποδα δέ φασιν Ἐπικάστην |
βούλονται , κατὰ τὸν ἀρχηγέτην αὐτῶν τὸν θεόν , ὃν ἡβῶντα ἀεὶ καὶ νέον ποιηταὶ γραφεῖς τε καὶ πλάσται δεικνύουσιν | ||
ὡς καὶ ἐν Ἰλιάδι „ νέον ἡβώοντα ” τουτέστι νεωστὶ ἡβῶντα . . . . . , α , . |
χωλὸς μὴ δυνάμενος ὁδεῦσαι . Λύκον δὲ ἰδὼν καὶ τοῦτον δειλιάσας , μήπως , ὡς τρίπους , αὐτῷ γένηται βρῶμα | ||
φθεγγόμενον καὶ ἀλαζονευόμενον . τρέσας ] φοβηθείς . τρέσας ] δειλιάσας . θ τρέσαι ] φοβηθῇ . Ξ μενεῖ ] |
τραυλίσαντι ] ⌈ παρακεκομμένα [ παρακεκομμένως / ] εἰπόντι . τραυλός ἐστιν ὁ τὸ ῥῶ αὔων καὶ λέγων λῶ : | ||
βαρύνεται , οἷον : φαῦλος δοῦλος οὖλος . τὸ δὲ τραυλός ὀξύνεται καὶ τὸ δειλός . Τὰ εἰς δύο ΛΛ |
κεφαλὰς ἔχων , καὶ τοὺς μὲν κατιόντας περὶ τὸν Ἅιδην ἔσαινε , τοὺς δὲ ἀνιόντας κατήσθιεν , ὃν ἐφόνευσεν ὁ | ||
τῶν κυνῶν ἄσημος ὑλακή . φησὶν οὖν , ὅτι παραγενομένην ἔσαινε τὴν Γαλάτειαν . ἐκνυζεῖτο : ἐκαναχίζετο ἡ κύων . |
νίκης εὔχεται , ποιεῖ αὐτὸν ὁ ποιητὴς εὐφημοῦντα , ἔσται ταυταγί . ἀκούετε λεῴ : Κῆρυξ ἐστὶν ἢ Πεισθέταιρος . | ||
πᾶσι νικᾶν τοῖς κριταῖς καὶ τοῖς θεαταῖς πᾶσιν , Ἔσται ταυταγί . εἰ δὲ παραβαίην , ἑνὶ κριτῇ νικᾶν μόνον |
μένουσιν . ἐγέννησε δὲ καὶ τὴν Νέμεσιν . ἡμεῖς μὲν Νέμεσιν λέγομεν τὴν ἐπὶ ἀλόγῳ τινὶ συμβαίνουσαν μέμψιν , οὗτος | ||
ἱδρύσατο δὲ αὐτὴν Ἐρεχθεὺς μητέρα ἑαυτοῦ οὖσαν , ὀνομαζομένην δὲ Νέμεσιν καὶ βασιλεύσασαν ἐν τῷ τόπῳ . τὸ δὲ ἄγαλμα |
τούτων καὶ πάθη . ἐπειδὴ γὰρ πορεύεται ἡ ὑπομονητικὴ ψυχὴ Ῥεβέκκα πυθέσθαι παρὰ θεοῦ , ἀποκρίνεται αὐτῇ , ὅτι „ | ||
τὸν θεὸν ἱκετεύσαντος , ἐκ τοῦ ἱκετευθέντος ἔγκυος ἡ ἐπιμονὴ Ῥεβέκκα γίνεται . χωρὶς δὲ ἱκετείας καὶ δεήσεως τὴν πτηνὴν |
ὑπὸ ζυγοῦ ? [ ] ! ουμεν ? ἀρτίως καὶ συγγον [ [ ] ! [ ! ] αὖ ? | ||
ὑπὸ ζυγοῦ ? [ ] ! ουμεν ? ἀρτίως καὶ συγγον [ [ ] ! [ ! ] αὖ ? |
Κέκροψ δὲ γήμας τὴν Ἀκταίου κόρην Ἄγραυλον παῖδα μὲν ἔσχεν Ἐρυσίχθονα , ὃς ἄτεκνος μετήλλαξε , θυγατέρας δὲ Ἄγραυλον Ἕρσην | ||
καὶ Φαίδρας ἀναθήματα ἔλεγον αἱ γυναῖκες , τὸ δὲ ἀρχαιότατον Ἐρυσίχθονα ἐκ Δήλου κομίσαι . πρὶν δὲ ἐς τὸ ἱερὸν |
† } Πράξας κακῶς τι κἂν δοκῇς θεὸν λαθεῖν , πίστευσον ὅτι σεαυτὸν οὐ δύνῃ λαθεῖν . } Ἐὰν φονεύῃς | ||
ποιμὴν ἐνετείλατο , ὁ ἄγγελος τῆς μετανοίας . Πρῶτον πάντων πίστευσον ὅτι εἷς ἐστιν ὁ θεός , ὁ τὰ πάντα |
. Ἡ Εἰδοθέα οὖν θυγάτηρ αὐτοῦ ἦν , καὶ οὖτε γελᾶ διὰ τὰ τέκνα , οὔτε κλαίει , ὡς δαίμων | ||
. Ἡ Εἰδοθέα οὖν θυγάτηρ αὐτοῦ ἦν , καὶ οὖτε γελᾶ διὰ τὰ τέκνα , οὔτε κλαίει , ὡς δαίμων |
κῦμ ' ἀπόερσε πάρος τάδε ἔργα γενέσθαι , ἀντὶ τοῦ ἀπέπνιξεν , διέφθειρεν : παρὰ τὸ ἔρρω , τὸ φθείρω | ||
πίθον , ἵνα ἀρύσηται οἶνον , ἔωσεν ἐς κεφαλὴν καὶ ἀπέπνιξεν . τοῦ δὲ πίθου ἕρματι περιπεσόντος καὶ συντριβέντος . |
: ἕδραν γὰρ καὶ διακοπὴν ταὐτὸν εἶναί φησιν Ἱπποκράτης , ὠνομασμένην οὕτως διὰ τὸ κατὰ τὴν γενομένην διακοπὴν ἑδράζεσθαί τε | ||
. Ὅστις , ἤγουν ὁ Ψαῦμις , τὴν ἀπὸ σοῦ ὠνομασμένην πόλιν , ὦ Καμαρίνα , κατὰ μεταπλασμὸν ἀντὶ τοῦ |
τῆς γῆς . ἐὰν οὗτοί σε ἐκθρέψωνται καὶ τιθηνήσωνται , ἐπώνυμε τοῦ λογίου θεοῦ , ταχέως ἔσται ἐπιτελὴς ἡ τῶν | ||
τε πλῆσθεν ἅπαντες Σύνες ὅ τοι λέγω , ζαθέων ἱερῶν ἐπώνυμε πάτερ , κτίστορ Αἴτνας : * * * νομάδεσσι |
ὁ δ ' αὐτὸς ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ στόρθυγξ , δεδουπὼς τὸν κτανόντ ' ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως ἄκρον ὀρχηστοῦ σφυρόν | ||
ὁ δ ' αὐτὸς στόρθυγξ καὶ ὀδοὺς ἤτοι ὁ χοῖρος δεδουπὼς κτανθεὶς τὸν κτανόντα ἤτοι τὸν Μελέαγρον ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως |
εἰς γλαῦκα , Βύσσα εἰς ὁμώνυμον ὀρνιθάριον , Ἄγρων εἰς χαραδριόν , Εὔμηλος εἰς νυκτικόρακα . Οἰνόη εἰς γέρανον . | ||
, ἁρπάσας ὀβελὸν ἐξέδραμεν , Ἑρμῆς δ ' αὐτὸν ἐποίησε χαραδριόν : Εὔμηλος δὲ τὸν Ἑρμῆν ἐνείκεσεν ὅτι μετεμόρφωσεν αὐτοῦ |
πατήρ . Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς , πλούσιος πένης ἔσῃ . Σῶσον σεαυτὸν ἐκ πονηρῶν πραγμάτων . Τὸν ἐλεύθερον δεῖ πανταχοῦ | ||
ἀλλὰ νῦν ς ' ἔτ ' ὠφελοῖμ ' ἐγώ ; Σῶσον σεαυτήν : οὐ φθονῶ ς ' ὑπεκφυγεῖν . Οἴμοι |
συλλαβὰς , διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται : οἷον , πλύνω : δύνω : μολύνω : κρατύνω : φαιδρύνω : | ||
μακρῷ βαρύνεται , εἰ μὴ προκατάρχοιτο ὄνομα : δύνω θύνω πλύνω φύνω μηκύνω πλατύνω ταχύνω τραχύνω . σεσημείωται τὸ βυνῶ |
συμβαίνει δὲ κατά τινα τύχην τὸν μὲν ἐπιμελούμενον ἡδέως καὶ στερρῶς ἀγκαλιζόμενον παρὰ τῆς μητρὸς ἀποπνίγεσθαι , τὸν δὲ ἀμελούμενον | ||
, τὰ τῶν ἀνδρῶν ἐπεδείκνυντο , συμπαριστάμεναί τε τούτοις καὶ στερρῶς κατ ' αὐτοὺς ἀγωνίζεσθαι προθυμούμεναι . Κεκίνητο οὖν ἡ |
καὶ ξηρὰν τόρμαν καὶ αὔλακα διαγράφων τυπωτὴν * καὶ * κεχαραγμένην ἐν ῥαιβῷ καὶ ῥαιβῇ καὶ σκολιᾷ καὶ ἀγκύλῃ βάσει | ||
δακτύλιος ἐκπέσῃ . καὶ ἡ μὲν εὗρεν ἄγκυραν ἐν σιδήρῳ κεχαραγμένην , ὃ δὲ τὴν σφραγῖδα τήνδε ἀπώλεσε κατὰ τὸν |
τροφὸς , ζῴων λέγω καὶ σπερμάτων καὶ ἀνθρώπων . . πανόπτην ] τὸν πάντ ' ἐφορῶντα , τὸν πάντα βλέποντα | ||
κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα , παμμῆτόρ τε γῆ , καὶ τὸν πανόπτην κύκλον ἡλίου καλῶ : ἴδεσθέ μ ' οἷα πρὸς |
χελιδόνα ποιήσειν ἔαρ , οὕτως μηδὲ βραχὺν χρόνον εὐδαιμονίαν . Τελείαν γὰρ εἶναι δεῖν τὴν εὐδαιμονίαν ἐκ τελείου συνεστῶσαν ἀνδρός | ||
ὃν ἔτεκε , Κρόνῳ κομίζουσά ἐστι : τὴν δὲ Ἥραν Τελείαν καλοῦσι , πεποίηται δὲ ὀρθὸν μεγέθει ἄγαλμα μέγα : |
ζῴῳ , ἡ δὲ ἐπιστήμη ἔσχατον ἐπιγίνεται . Ἤδη μὲν διέσυρεν ὁ Ἀριστοτέλης τὴν Πλατωνικὴν ὑπογραφὴν τῶν πρός τι , | ||
χρείας ἀποδεχόμενος τὸν ἄνδρα τῇ παιδιᾷ τὰ πρὸς πικρίαν λεγόμενα διέσυρεν : ὁ δ ' υἱὸς Ἀρχάγαθος χαλεπῶς φέρων ἐπετίμα |
ὁ τεχνικός : κατὰ πλείονας δὲ οὕτω : νόμος τὴν ἐπίκληρον συγγενεῖ γαμεῖσθαι : καὶ νόμος τὰς μνηστείας βεβαίας εἶναι | ||
ἐπικλήρῳ ἐπιδικάζεσθαι τὸν ἔγγιστα γένους , ὡσαύτως δὲ καὶ τὴν ἐπίκληρον ἐπιδικάζεσθαι τῷ ἀγχιστεῖ , ᾧ ἦν ἀνάγκη συνοικεῖν ἢ |
λέγεις . ἐκεῖνο † δ ' ἦν ἄν † : καρδόπη , Κλεωνύμη . ἔτι δέ γε περὶ τῶν ὀνομάτων | ||
μάκτρας . μικρὰ δέ ἐστιν ἡ θυεία , ἡ δὲ καρδόπη μεγάλη . ἐπειδὴ πένης ἦν ὁ Κλεώνυμος καὶ παράσιτος |
' ἐς Ἄργος αὖ πάλιν . ὦ τλῆμον , εἰ τέθνηκας , ἐξ οἵων καλῶν ἔρρεις , Ὀρέστα , καὶ | ||
σεωυτοῦ φονέα τεῖσαι . Κατὰ μὲν γὰρ τὴν τούτου προθυμίην τέθνηκας , τὸ δὲ κατὰ θεούς τε καὶ ἐμὲ περίεις |
! [ ] ῀π ? ? ! [ ὁρῶ πρόχειρον Πολυΐδου τοῦ μάντεως οὐκ ἔστιν εἰ μὴ Πολυΐδῳ τῷ Κοιράνου | ||
, ἐπειδὴ καθεύδειν ἔφη . 〚 Ἄλλως . τοῦτο ἐκ Πολυΐδου δράματος τίς οἶδεν , εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι |
καὶ τοὺς Τυρρηνοὺς ταραχωδῶς ἀπῃτηκέναι τοὺς μισθοὺς τὸν υἱὸν αὐτοῦ Ἀγάθαρχον κατὰ τὴν ἀπουσίαν αὐτοῦ , πάντας ἀπέσφαξεν , οὐκ | ||
Μετὰ δὲ τοῦτο ναῦς τε ἐκπέμπουσι δώδεκα οἱ Συρακόσιοι καὶ Ἀγάθαρχον ἐπ ' αὐτῶν Συρακόσιον ἄρχοντα . καὶ αὐτῶν μία |
, καὶ οὐδὲν ὠφελήθη . Τῷ δὲ Φοίνικι ἐξετμήθη κύκλος σαπρὸς , καὶ τὸ ἕλκος ἐκαθάρθη μὲν τὸ πλέον , | ||
οὔ , “ φησιν , ” ἀλλ ' Αἴσωπος ὁ σαπρὸς λαλεῖν ἤρξατο στωμύλως . “ καὶ ὁ δεσπότης : |
ἐπὶ τὰς τῆς πόλεως χρείας πεμπόμεναι καὶ ταχυναυτοῦσαι . ἀναπτάμενος τρίορχος : Ἐπεὶ ἑταίρα ἦν , ἔπαιξε τὸ τρίορχος . | ||
αὐτὴν ἁρπάσαντες ἔφυγον πτερὰ δὲ τῶν πλοίων τὰ λαίφη . τρίορχος καὶ τριόρχης καὶ μόρφνος καὶ μελανόστης καὶ μέλας καὶ |
τὰς Προυρίδας καλουμένας πύλας : εἶτ ' ἔξω τοῦ τείχους περίεισι κύκλῳ περικαθαίρων αὐτῷ τὴν πόλιν , καὶ τότε ὑπὸ | ||
οὕτως ἔχει , ἀλλὰ τὸν μὲν κύκλον ἐν ἄλλῳ χρόνῳ περίεισι , τὴν δὲ κατὰ πλάτος παραχώρησιν ἐν ἄλλῳ τῳ |
, . . . οὐθ ' ἑλετή . Περὶ ταύτης ἔρου δή , ὅτε ψυχὴ τέμνεται , λῃστεύεται , πολιορκεῖται | ||
καὶ τάχα ἂν εἴη κατὰ τὴν παλαιὰν σημασίαν γεγραμμένον τὸ ἔρου ἔρω , μετελήφθη δὲ εἰς τὸ ω . ἔν |
δακρῦσαι , ἀποδακρῦσαι , καταδακρῦσαι , φιλόδακρυς , πολύδακρυς , ἄδακρυς , ἀδακρυτί , καὶ ὁ παρὰ τοῖς ποιηταῖς ἀρίδακρυς | ||
ἀλλὰ μὰ τὸν Δία καὶ τοὺς θεοὺς οὐκ οἶδα εἰ ἄδακρυς ταῦτα διεξιὼν ἀρκέσω . Τί οὖν οἱ νῦν ταπεινοὶ |
ἀντὶ τοῦ δύσκολον : ἀντὶ τοῦ λυσιτελεῖν : οὔτ ' ἐκάλεσά σε ἐλθεῖν ἐνταῦθα οὔτε τὴν σὴν παρουσίαν ὡς φίλου | ||
ἀντὶ τοῦ δύσκολον : ἀντὶ τοῦ λυσιτελεῖν : οὔτ ' ἐκάλεσά σε ἐλθεῖν ἐνταῦθα οὔτε τὴν σὴν παρουσίαν ὡς φίλου |
συνετάραξε καὶ δοῦσα πιεῖν καὶ ῥάβδῳ πλήξασα εἰς χοίρους αὐτοὺς μετεμόρφωσεν . * θρόνα φάρμακα μαγικὰ καὶ κῆρα καὶ μοῖραν | ||
ὑφαιρούμενος . ὁ δὲ Ζεὺς ἀγανακτήσας κατὰ τῆς πλεονεξίας αὐτοῦ μετεμόρφωσεν αὐτὸν εἰς τοῦτο τὸ ζῷον , ὃ καλεῖται μύρμηξ |
οὐκ ἄκλητος , ἀλλ ' ὑπάγγελος : νέαν φάτιν δὲ πεύθομαι λέγειν τινὰς ξένους μολόντας οὐδαμῶς ἐφίμερον , μόρον γ | ||
ὑμᾶς ἀποδέχομαι , ὡς ἴστε αὐτοί , ὅτι δαμοτικώτατα . πεύθομαι ὡς πέρυτι ἐγένετο ὑμῶν ἁλία παρὰ τὸν Λυδὸν ἐς |
ἂν πετομένη ποτὲ ἀπόμοιρα ἐξ αὐτῶν ἐς Ἀρκαδίαν ἀφικέσθαι ἐπὶ Στύμφαλον . ὑπὸ μὲν δὴ τῶν Ἀράβων ἄλλο τί που | ||
Αἵμονα , Κύναιθον Λέοντα Ἁρπάλυκον Ἡραιέα Τιτάναν , Μαντινέα Κλείτορα Στύμφαλον Ὀρχομενόν . . . οὗτοι πάντας ἀνθρώπους ὑπερέβαλλον ὑπερηφανίᾳ |
τὴν ὠφέλειαν τὴν ἐκ τῆς μαλάχης ἀγνοοῦσιν : ἐπεὶ Προμηθεὺς ἠπάτησεν αὐτόν . Δῆλον δὲ , ὡς προεκδέδοται ἡ Θεογονία | ||
τὴν Ποτίδαιαν ἀπέστησεν Ἀθηναίων : φησὶ γὰρ ὅτι καὶ τούτους ἠπάτησεν . ὅρα δὲ πῶς , εἰπὼν Ἀθηναίους ἠπατῆσθαι καὶ |
Πολυνείκης . ἐπακτὸν ] ξένον . ἐπακτὸν ] ἀλλότριον , ὑποβολιμαῖον . ἐπακτὸν ] ἀλλότριον . ἐμβαλὼν ] ἐπαγαγών . | ||
μοι εἰπέ , σὺ ἐκεῖνος εἶ Ἀλέξανδρος , ὃν λέγουσιν ὑποβολιμαῖον ; καὶ ὃς ἀκούσας ἠρυθρίασε μὲν καὶ ὠργίσθη , |
αὐτοῦ διαστρέφεσθαι καὶ μηθὲν ἁρπάζειν : τὸν δὲ πλανηθέντα τὴν φήνην ὑποβάλλεσθαι . Καὶ τὸ ὅλως ἐπιεικῶς τοὺς γαμψώνυχας , | ||
ὁ μὲν περδικοθήρας καὶ ὠκύπτερος Ἀπόλλωνός ἐστι θεράπων φασί , φήνην δὲ καὶ ἅρπην Ἀθηνᾷ προσνέμουσιν , Ἑρμοῦ δὲ τὸν |
κακοτεχνίαν εἶπεν : ” ἀλλ ' , ὦ οὗτος , πέπαυσο . ἐν σοὶ γάρ ἐστι τοῦτο , ὃ ἔχεις | ||
ἀκούσασα ἔφη : „ ἀλλ ' , ὦ αὕτη , πέπαυσο ἐπὶ τούτῳ σεμνυνομένη : ὅσῳ γὰρ ἂν πλείονα τίκτῃς |
τοῦτον Θυρέα καὶ Κλύμενον , καὶ θυγατέρα Γόργην , ἣν Ἀνδραίμων ἔγημε , καὶ Δηιάνειραν , ἣν Ἀλθαίαν λέγουσιν ἐκ | ||
ἀρχῆς καὶ τὴν Λέβεδον ἐνέμοντο οἱ Κᾶρες , ἐς ὃ Ἀνδραίμων σφᾶς ὁ Κόδρου καὶ Ἴωνες ἐλαύνουσι . τῷ δὲ |
δὲ ἐκείνῃ : ἐὰν δέ σε καὶ ἀπατᾶν ἐπιχειρήσῃ αἱμύλα κωτίλλουσα , φύ - λαξαι τὴν ἀπάτην : περίκειται γὰρ | ||
κόπις Νησοῦς θυγατρός , ἤ τι Φίκιον τέρας , ἑλικτὰ κωτίλλουσα δυσφράστως ἔπη . ἐγὼ δὲ λοξὸν ἦλθον ἀγγέλλων , |
προσεῖπεν αὐτὸν , ἐφθέγξατο μὲν ὁ Ἀπόλλων , ὁ δὲ Ἴαμος ἐζήτησε τὸν φθεγξάμενον τίς ἦν . τὸ δὲ ἑξῆς | ||
ἄλλως : μαντεῖον ἦν ἐν Ὀλυμπίᾳ , οὗ ἀρχηγὸς γέγονεν Ἴαμος τῇ διὰ τῶν ἐμπύρων μαντείᾳ : ᾗ καὶ μέχρι |
Κρόνια ἑορτὴ παρ ' Ἕλλησι , τὰ καλούμενα Ἀπατούρια . βεκκεσέληνε ] ἀφρονέστατε , ἀρχαιότατε , ἀρχαϊκέ , ἀρχαῖε , | ||
, παρὰ Ἡροδότῳ φανερά ἐστιν ἐν βʹ . . , βεκκεσέληνε : οἷον σεληνόβλητε καὶ ἀπόπληκτε καὶ σαλέ . βεκκεσέληνε |
, εἴρηκα πρὸς ὑμᾶς : ὡς δ ' ἐστὶν ξένη Νέαιρα αὑτηὶ καὶ συνοικεῖ Στεφάνῳ τουτῳὶ καὶ πολλὰ παρανενόμηκεν εἰς | ||
πονηρίαν , ἵνα καὶ ἐκ ταύτης εἰδῆτε ὅτι οὐκ ἔστιν Νέαιρα αὑτηὶ ἀστή . Ἐπαίνετον γὰρ τὸν Ἄνδριον , ἐραστὴν |
εἰς τοὺς γάμους . Ἔχ ' , ἀποκάθαιρε τὰς τραπέζας ταυτῃί : πάντως γὰρ οὐδὲν ὄφελός ἐστ ' αὐτῆς ἔτι | ||
, ὑπερζέων : ὑφελκτέον τῶν δαλίων ἀπαρυστέον τε τῶν ἀπειλῶν ταυτῃί . Δώσεις ἐμοὶ καλὴν δίκην ἰπούμενος ταῖς εἰσφοραῖς . |
ὅτι , εἰ μὴ πάνυ θαρσεῖ ὁ ῥήτωρ ὡς οὐκ ἀποκρινεῖταί τις εἰ μὴ ὃ βούλεται , οὐ χρῆται τῷ | ||
παρ ' ὑμῖν πεποιήκαμεν τὰς συνθήκας ” ; καὶ ὃς ἀποκρινεῖταί σοι , ὡς ὡμολόγησας τὴν θάλατταν ἐκπιεῖν . στραφεὶς |
τῷ λόφῳ τῷ Ἀργινοῦντι . . . , : Ὁ Ἴδμων , ὡς ἱστορεῖ Φερεκύδης , παῖς ἦν Ἀστερίας τῆς | ||
ὡπλισμένον . Ἀγασσεύς : τοῦ . Ἰόντων : περιπατούντων . Ἴδμων : γινώσκων . σημήνασθαι : σημῆναι . Ἱμείρων : |
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι , καὶ πράξεις καλῶς . Ξένους ξένιζε , καὶ σὺ γὰρ ξένος γ ' ἔσῃ . | ||
πράξεις καλῶς . Ξένον προτιμᾶν μᾶλλον ἀνθρώποις ἔθος . Ξένους ξένιζε , μήποτε ξένος γένῃ . Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον |
μιαρὸς οὗτος . ὡς δὲ καὶ κλέπτον βλέπει . οἷον σεσηρὼς ἐξαπατήσειν μ ' οἴεται . ποῦ δ ' ὅ | ||
εἰμι μουσικώτερος τρύχνου . τρώκτης σφόδρ ' ἐστίν , ἅμα σεσηρὼς καὶ γελῶν . ἀσπαζόμεσθ ' ἐρετμία καὶ σκαλμίδια . |
ἀλοᾶν καὶ τὸ ἐπιτρίβειν τύπτοντα : ἔνθεν καὶ πατραλοίας καὶ μητραλοίας , ὁ τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα ἀλοῶν , | ||
: τὰ τῶν Μηδῶν φρονῶ . καὶ μηδίσαντες . . μητραλοίας : ὁ τὴν μητέρα τύπτων . καὶ μετραλῴας ὁ |
θ ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον , ὀρσοτρίαιναν εὐρυβίαν καλέων θεόν . ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνήρ εὐαχέα | ||
θυμὸς ὑπέρβιος , οὔ σε μεθήσει , ἀλλ ' αὐτὸς καλέων δεῦρ ' εἴσεται , οὐδέ ἕ φημι ἂψ ἰέναι |
δωμάτιον ἀπόρρητον , καὶ καταθέμενος λέγει πρὸς αὐτήν : “ Ἥκω σοι φέρων σωρὸν ἀγαθῶν : ἀλλ ' ὅπως εὐτυχήσασα | ||
τὸν ἐμὸν βίοτον κατέχοις καὶ μὴ λήγοις στεφανοῦσα . ] Ἥκω Διὸς παῖς τήνδε Θηβαίαν χθόνα Διόνυσος , ὃν τίκτει |
λήξεως , ὅ ἐστι τῆς οὐσίας , τοῦ κλήρου , καθώσπερ ἐξουσίαν ἐλάμβανε αὐτὸς ὁ ἐγγραφεὶς τῶν πατρῴων , εἰ | ||
ψώρας . Τοὺς Ἰχθύας ὁ Ἥλιος ἐν ἤμασι τριάντα τέμνει καθώσπερ τὰ λοιπὰ ἐκ Μεχὶρ δεκαπέντε τῶν ἓξ καὶ δέκα |
γάρ τι ὧν λέγω οὐ μανθάνει , ἀλλά φησιν οἴεσθαι Μενέξενον εἰδέναι , καὶ κελεύει τοῦτον ἐρωτᾶν . Τί οὖν | ||
σοφώτερος αὐτῶν εἴη . μεταξὺ οὖν τις προσελθὼν ἀνέστησε τὸν Μενέξενον , φάσκων καλεῖν τὸν παιδοτρίβην : ἐδόκει γάρ μοι |
κλέπτου πατρὸς ἦν Ἑρμοῦ , ἀπάτωρ δὲ ὡς πολυπάτωρ . κλωποπάτωρ : τουτέστι κλεψίγαμε , κλεπτότοκε , πατρὸς τοῦ Ἑρμοῦ | ||
κατὰ δὲ ἄλλους ἐκ τῶν μνηστήρων . ὁ Πὰν δὲ κλωποπάτωρ , καθὸ κλέπτου πατρὸς ἦν Ἑρμοῦ , ἀπάτωρ δὲ |
δὲ τὴν τύχην ἐλευθέρα καὶ Λάκαινα . καλὴ μὲν ἡ Βρισέως , καλλίστη δὲ γυναικῶν ἡ Λήδας θυγάτηρ . ὅσῳ | ||
πρότερον ἐκαλεῖτο . . . Τ , : Κατὰ Μνασέαν Βρισέως υἱὸς ἦν Ἠετίων . . . Υ , : |
αἴτιος , τοῦ θανάτου δέ σοι οὐδένα ἄλλον , ὦ Πρωτεσίλαε , ἢ σεαυτόν , ὃς ἐκλαθόμενος τῆς νεογάμου γυναικός | ||
ὀλίγον ὀφθεὶς αὐτῇ καταβῆναι πάλιν . Οὐκ ἔπιες , ὦ Πρωτεσίλαε , τὸ Λήθης ὕδωρ ; Καὶ μάλα , ὦ |
' ἠέρα παῦρον ἀτύζει οἷα κατηβολέων , ψυχὴ δ ' Ἀϊδωνέα λεύσσει . ἐάν ἐστιν ἀτίζων , ἀφροντιστῶν , ἐὰν | ||
Περσεφόνης ἔμεναι κυανώπιδος , ἐς δέ μιν αὐτὴν εὔξατο νοστήσειν Ἀϊδωνέα , τὴν δὲ μελάθρων ἐξελάσειν : τοίη οἱ ἐπὶ |
μὲν δὴ καὶ ἀρχῆς ἐν Ἠλείᾳ μετέδωκεν ὁ Αὐγέας , Ἄκτορι δὲ καὶ τοῖς παισὶ γένος τε ἦν ἐπιχώριον βασιλείας | ||
μετὰ τὸ τεκεῖν τὸν Αἰακὸν ἦλθεν εἰς Θεσσαλίαν καὶ ἐγαμήθη Ἄκτορι , ἐξ οὗ ἔσχε Μενοίτιον , ὃς ἐπῴκησε τὴν |
Ἴλιον ἐνεγκόντες τὰ τοῦ ἥρωος λείψανα ἔθηκαν αὐτὰ ἐκεῖσε . γενεθλίαν δὲ πλάκα φησὶ τὰς Θήβας παρ ' ὅσον τινές | ||
λέγε τὴν σπορὰν ἐν ἡμέρᾳ γεγενῆσθαι , ἐὰν δὲ τὴν γενεθλίαν Σελήνην εὕρῃς ἐν τοῖς προανηνεγμένοις ζῳδίοις τοῦ τῆς σπορᾶς |
μερμήριξε δ ' ἀρηΐφιλος Μενέλαος , ὅππως οἱ κατὰ μοῖραν ὑποκρίναιτο νοήσας . τὸν δ ' Ἑλένη τανύπεπλος ὑποφθαμένη φάτο | ||
, μιμνέτω ἔκτοθεν ἵππου ἀρήιον ἐνθέμενος κῆρ , ὅς τις ὑποκρίναιτο βίην ὑπέροπλον Ἀχαιῶν ῥέξαι ὑπὲρ νόστοιο λιλαιομένων ὑπαλύξαι , |
διάστημα περὶ τὴν ἀρχὴν τῆς Παρθένου ἀφορίζει τοῦ ὑπὸ τὸν Κρατῆρα ὀρθογωνίου τριγώνου ὁ ἐπὶ τῆς ὀρθῆς γωνίας κείμενος ἀστήρ | ||
Κρόνου καὶ τῷ τῆς Ἀφροδίτης , οἱ δὲ περὶ τὸν Κρατῆρα τῷ τῆς Ἀφροδίτης καὶ ἠρέμα τῷ τοῦ Ἑρμοῦ , |
περίβαλλε ταῖς σαῖς ὠλέναις : ὁ πᾶς νοῦς : περιπτυξάμενος ἄσπασαί με . ἔστι τὸ ἀμφίβαλλε μαστόν ἀπὸ μέρους τὸ | ||
περίβαλλε ταῖς σαῖς ὠλέναις : ὁ πᾶς νοῦς : περιπτυξάμενος ἄσπασαί με . ἔστι τὸ ἀμφίβαλλε μαστόν ἀπὸ μέρους τὸ |
καὶ τὴν ἐμαυτοῦ προαίρεσιν κατὰ φύσιν ἔχουσαν τηρῆσαι : οὐ τηρήσω δέ , ἐὰν ἀγανακτῶ πρὸς τὰ γινόμενα . Ταράσσει | ||
ἅλμα : ὅμως εἰ καὶ κινδυνεύω τελειῶσαι τὸ ποίημα , τηρήσω γε τὴν ὑπόσχεσιν , ὥσπερ καὶ ἡμεῖς λέγομεν : |
ἀντὶ δίας ψακάδος Αἰγύπτου πέδον λευκῆς νοτίζει μελανοσυρμαίῳ λεῷ . Πανοῦργος εἶ νὴ τὴν Ἑκάτην τὴν φωσφόρον . Ἐμοὶ δὲ | ||
οἱ Ὀλύνθιοι ὑπὲρ ἀναστάσεως καὶ ἀνδραποδισμοῦ τῆς πατρίδος πολεμοῦσι . Πανοῦργος λέγεται ὁ εἰς πᾶν ἔργον ἐπιβάλλων , ἤγουν ὁ |
πήδημ ' ὀρούσας ἀμφὶ Πλειάδων δύσιν : ὑπερθορὼν δὲ πύργον ὠμηστὴς λέων ἄδην ἔλειξεν αἵματος τυραννικοῦ . θεοῖς μὲν ἐξέτεινα | ||
] ὑπεραναβὰς ὁ λαός . πύργον ] τὴν πόλιν . ὠμηστὴς ] ὠμοφάγος . λέων ] ἤγουν ὥσπερ . ἄδην |
φησιν , ὅτι ἡ Νὺξ ἐγέννησε τὸν Μόρον , τὴν Κῆρα , τὸν Θάνατον . ἐπεὶ γὰρ ἀφανῆ καὶ ἄδηλα | ||
τοῦ πεπρωμένου καὶ εἱμαρμένου . ἐγέννησε δὲ ἡ Νὺξ καὶ Κῆρα καὶ τὸν Θάνατον , καὶ τὸν Ὕπνον καὶ τοὺς |
, . , . . . . + . . Ἄνθεια : ἡ Ἥρα : ὅτι ἀνίησι τοὺς καρπούς , | ||
Ἄργους , ὡς Φίλων . τὸ ἐθνικὸν Ἀνθεύς . ἔστιν Ἄνθεια καὶ τοῦ Πόντου πόλις πρὸς τῆι Θράικηι . . |
δ ' ἐλθὼν εἰς τὸ ἱερὸν γίγνομαι περιιὼν κατὰ τὸν Τελεσφόρον , ἐπέρχεται ὁ νεωκόρος ὁ Ἀσκληπιακὸς , καὶ ὡς | ||
. Ὁ δ ' Ἀντίγονος ἀποτυχὼν ταύτης τῆς ἐπιβολῆς ἐξέπεμψε Τελεσφόρον εἰς Πελοπόννησον , δοὺς αὐτῷ πεντήκοντα ναῦς καὶ στρατιώτας |
εἰς ἄλλους τρόπους μισεῖς τε λίαν καὶ φιλεῖς ὃν ἂν τύχηις ; οὐκ οἶσθ ' ὑβρισθεῖσάν με καὶ ναοὺς ἐμούς | ||
σαυτοῦ . τοῦτο γὰρ ἀθάνατόν ἐστι , κἄν ποτε πταίσας τύχηις , ἐκεῖθεν ἔσται ταὐτὸ τοῦτό σοι πάλιν . πολλῶι |
ἀλλ ' ἀπὸ τῶν Αἰόλου . Σισύφου γὰρ παῖδες ἐγένοντο Ἄλμος καὶ Πορφυρίων , Χρυσογόνης δὲ τῆς Ἄλμου καὶ Ποσειδῶνος | ||
ἐθνικὸν Ἀλμήνιος ὡς Παλλήνιος , ἢ Ἀλμηνίτης ὡς Σινωπίτης . Ἄλμος , πόλις Βοιωτίας , ὡς Ἑλλάνικος : καὶ Σάλμον |
ἐν τῇ δοκιμασίᾳ ἐπὶ τούτων εὑρίσκεται . πλυτέον δὲ κοινῶς πομφόλυγα τὸν τρόπον τοῦτον : ἐνδήσας αὐτὴν καθαρῷ ὀθονίῳ μέσως | ||
μέντοι ἡ νομὴ ὑπεραίρῃ τοὺϲ ὀφθαλμούϲ , θεραπευτέον οὕτωϲ : πομφόλυγα καλλίϲτην πεπλυμένην διέντα γάλακτι γυναικείῳ ἐπιχρίειν καὶ ἐπάνω μοτὰ |
ἐπισπόμενοι οἱ βάρβαροι : καὶ ἔπειτα τῶν ἐπιβατέων αὐτῆς τὸν καλλιστεύοντα ἀγαγόντες ἐπὶ τὴν πρῴρην τῆς νεὸς ἔσφαξαν , διαδέξιον | ||
ἔθυσέ τε ταῖς θεαῖς μεγαλοπρεπῶς καὶ εἰς τὴν Κυάνην τὸν καλλιστεύοντα τῶν ταύρων καθαγίσας κατέδειξε θύειν τοὺς ἐγχωρίους κατ ' |
τόδ ' εἶναι ? ; πότερ ' ἀγρεύομεν [ λυγρὰν φάλαιναν ἢ ζύγαιναν ἢ κιρράν ? [ τινα ; ἄναξ | ||
τί φῶ τόδ ' εἶναι ? ; πότερα ! [ φάλαιναν ? ? ἢ ζύγαιναν ἢ κ ! [ ἄναξ |
ἀποκηρῦξαι λέγουσιν ἐπὶ τοῦ ὑπὸ κήρυκα ἀποδόσθαι τι . Μένανδρος ἀπεκήρυξεν αὐτὴν Ἀγαμέμνων , οἷον ὑπὸ κήρυκι ἐπώλησεν . ἐπικηρῦξαι | ||
εἶδος τῶν στοχασμῶν προδεχόμενοι . Ἐρῶν τις ἑταίρας τὸν υἱὸν ἀπεκήρυξεν : ὁ παῖς συνῴκησε τῇ ἑταίρᾳ : τεθνηκότα ἔθαψεν |
σφάξαι ς ' Ἀργείων κοινὰ συντείνει πρὸς τύμβον γνώμα Πηλείαι γένναι . οἴμοι , μᾶτερ , πῶς φθέγγηι ; ἀμέγαρτα | ||
: βαρεῖαι , ὀδυνηραὶ , ἐπιβαρεῖς . εἰλείθυιαι : αἱ γένναι , αἱ ἔφοροι τῶν τόκων : οὕτως οὐ μόνον |
ἐνάτην ὀλυμπιάδα . . . . . . . Φερεκύδης Βάβυος Σύριος : γέγονε δὲ κατὰ τὸν Λυδῶν βασιλέα Ἀλυάττην | ||
ἐστὶ μηκύνουσι τὴν πρώτην συλλαβήν , ἐξ ἧς Φερεκύδης ὁ Βάβυος ἦν : νεώτερος δ ' ἐστὶν ὁ Ἀθηναῖος ἐκείνου |
, προσδραμὼν δὲ αὐτῷ Νεῖλος , ὅσπερ ἦν νεώτατος τῶν Γυμνῶν ” ἡμεῖς ” ἔφη „ παρὰ σὲ ἥκομεν . | ||
δείξας τὸ ἄλσος . ὁ δὲ Θεσπεσίων πρεσβύτατος ἦν τῶν Γυμνῶν , καὶ ἡγεῖτο μὲν αὐτὸς πᾶσιν , οἱ δέ |
Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Δάφνις θέοντα μετὰ πολλῶν καὶ βοῶντα Δάφνι , νομίσας ὅτι συλλαβεῖν αὐτὸν βουλόμενος τρέχει , ῥίψας | ||
θυμὸν ἔχοισα , κεἶπε τύ θην τὸν Ἔρωτα κατεύχεο , Δάφνι , λυγιξεῖν : ἦ ῥ ' οὐκ αὐτὸς Ἔρωτος |