, τῶν ἀφώνων : ὡς δέ τινες , κιθαρῳδός . ὕρχας : ⌈ κεράμεα κεράμια κεράμεια [ κεράμινα Γ ] | ||
ἀγκαλίδες ξύλων ἁλμαίαν πιών δρομάδες ὁλκάδες παττάλους ἐγκρούειν σκυτάλιον ὑποσίδηρον ὕρχας οἴνου ἀπεσφακέλισεν δραχμιαῖον ἐπίγυον νάνους τροχιλία Φασιανός ὁ μὲν |
, ἐπιπάσσων τε ἁλῶν τετριμμένων χοίνικα μίαν εἰς τὰς θʹ χοίνικας , [ καὶ ] κίνει ταῖς χερσὶ πράως , | ||
, παρεκλάπην , ἐζημιώθην . . διχοινίκῳ ] κατὰ δύο χοίνικας , διὰ διχοινίκου , ἐν , εἰκοστοτετάρτῳ μεδίμνου , |
κατασκευάσεσθαι τρίποδας ἔμελλον , οὐ γάρ σφισι περιῆν χρήματα ὡς χαλκοῦς ποιήσασθαι : τῶν δέ τις Δελφῶν τὸν χρησμὸν ἐξήγγειλεν | ||
ἐπιμελῶς καὶ ἐντέχνως εἰργασμένων . Ἵ . γάρ τις κατεσκεύασε χαλκοῦς τέτταρας δίσκους οὕτως , ὥστε τὰς μὲν διαμέτρους αὐτῶν |
μὴ λίαν κατάδηλον εἶναι τὸ πόμα : εἶτα ἄμβωνας ὁ κώθων ἔχων ὑπολείπει τὸ οὐ καθαρὸν ἐν αὑτῷ . καὶ | ||
ὑποδήματα ἄριστα Λακωνικὰ καὶ ἱμάτια φορεῖν ἥδιστα καὶ χρησιμώτατα : κώθων Λακω - νικὸς ἔκπωμα ἐπιτηδειότατον εἰς στρατείαν καὶ εὐφορώτατον |
ἕκτῳ περὶ τοῦ Κύκλου τὸ αὐτὸ οἴεται εἶναι κισσύβιον καὶ κυμβίον . φησὶ γὰρ ὡς Ὀδυσσεὺς πληρώσας κυμβίον ἀκράτου ὤρεξε | ||
δὴ τὸν χόα αὐτῷ σύ , Κῶμε , καὶ τὸ κυμβίον φέρων . Εὐριπίδης τις τήμερον γενήσεται . Τῶν ζωγράφων |
, φησὶν ὁ Εὐριπίδης ἐν Κρήσσαις . καὶ ὡς ὁ Εὔβουλος δ ' ἐν Ὀλβίᾳ ἔφη : ἐν τῷ γὰρ | ||
, ἤγουν πλουτήσειν . ἐχλευάζοντο δὲ ὑπὸ τῶν κωμικῶν : Εὔβουλος γοῦν φησίν : Ἡμεῖς ποτ ' ἄνδρας Κεκροπίδας ἐπείσαμεν |
κῦμα , τὸ δ ' ἐπελάμβανεν . ἅπαντ ' ἐκεῖνα μέστ ' ἂν ἦν τραγῳδίας . οὐ ταὐτόν , ὦ | ||
οὐκ ἔζων τότε . μεγάλ ' ἴσως ποτήρια προπινόμενα καὶ μέστ ' ἀκράτου κυμβία ἐκάρωσεν ὑμᾶς . ἀνακεχαίτικεν μὲν οὖν |
φησὶν γοῦν : πολὺν δ ' ἀγῶνα κηρύσσεται , χαλκηλάτους λέβητας ἐκτιθεὶς φέρειν καὶ κοῖλα χρυσόκολλα καὶ πανάργυρα ἐκπώματ ' | ||
οὔ φησιν εἰ μὴ χαλκίον ἓν , ἀλλ ' οὐ λέβητας ἢ τρίποδας πολλούς . : Δωδωναῖον χαλκεῖον . Ἐπὶ |
πείσειν αὐτὸς ἐπηγγέλλετο . Καὶ γενομένης ἡμέρας ἔχων ἐν τῇ πήρᾳ τὰ γνωρίσματα πρόσεισι τῷ Διονυσοφάνει καὶ τῇ Κλεαρίστῃ καθημένοις | ||
τρίτῃ Διαδοχῶν Διόδωρον τὸν Ἀσπένδιον , καὶ πώγωνα καθεῖναι καὶ πήρᾳ καὶ βάκτρῳ χρῆσθαι . Τοῦτον μόνον ἐκ πάντων Σωκρατικῶν |
' Ἀθηναίοις . εἰς τὸν καλαμίσκον : τὸν χαλκοῦν ἢ ἀργυροῦν , οἵους ἔχουσιν οἱ ἰατροί . Γ οὐδ ' | ||
. Ὅτι Βρέννος ὁ τῶν Γαλατῶν βασιλεὺς εἰς ναὸν ἐλθὼν ἀργυροῦν μὲν ἢ χρυσοῦν οὐδὲν εὗρεν ἀνάθημα , ἀγάλματα δὲ |
τὸν οἶνον δωδεκάδραχμον πλουτεῖς εἰκότως , ἐπειδὰν ποιῇς σίτου μὲν μεδίμνους πλέον ἢ χιλίους , οἴνου δὲ μετρήτας ὑπὲρ ὀκτακοσίους | ||
ἀργύριον μηδὲ ἀριθμῷ ἄγειν αὐτόν , ἀλλὰ μεδίμνῳ ἀπομεμετρημένον πολλοὺς μεδίμνους . εἶχε δὲ καὶ αὐτὸς Παρμένων δακτύλιον ἐν τῷ |
τοῖς ἐπὶ πλήθει χυμῶν ταὐτὸν πάσχουσι δι ' ὀξυκράτου ὅσον δραχμῆς , καὶ ἔξωθεν δὲ τῷ στομάχῳ ἐπιτιθέμενον ἐπ ' | ||
δογμάτων . ἀλγῶ δὲ καὶ τῆς οὐχ ὁρωμένης ἐρῶ . δραχμῆς μὲν αὐλεῖ , τεττάρων δὲ παύεται . λόγοισιν Ἑρμόδωρος |
ὃν μεθυόντων προσέλαβον ὑμῶν , χοᾶς τρεῖς , δέκ ' ὀβολῶν ὁ χοῦς . Ἱκέσιος δ ' ἐν βʹ περὶ | ||
ἐσθίουσιν , ὅσα δὲ ἀφροδισιάζουσιν , ὅπως δὲ περιλείχουσι τῶν ὀβολῶν τὸν ῥύπον ; ” Τὸ δὲ πάντων δεινότατον , |
Ὁμοίως ἐγγὺς Κόσης ἔστι κρήνη , εἰς ἣν ἐὰν θῇς κεράμιον οἴνου γέμον , ὥστε ὑπερχεῖν τὸ στόμα , παντὸς | ||
τοῦτον . ἀποτίκτει δ ' ἢ εἰς θαλάμας ἢ εἰς κεράμιον ἤ τι ἄλλο τοιοῦτο κοῖλον . καὶ μεθ ' |
, τὴν δὲ περιουσίαν πένης . Εὔπολις μὲν οὖν ἐν Πόλεσι διὰ τὴν χροιὰν πύξινον αὐτὸν καλεῖ , Ἀριστοφάνης δ | ||
ἡ Τῆνος , θηριώδης δοκεῖ εἶναι . δηλοῖ καὶ Εὔπολις Πόλεσι Τῆνος αὕτη , πολλοὺς ἔχουσα σκορπίους . Καλλίστρατος δὲ |
. ὄζειν τε τῆς χροιᾶς ἔφασκεν ἡδύ μου , εἰ Θάσιον ἐνέχεις , εἰκότως γε , νὴ Δία . Τὸ | ||
, αὐλητρίδας δὲ καὶ μύρον καὶ ψαλτρίας , Μενδαῖον , Θάσιον , ἐγχέλεις , τυρόν , μέλι , μικροῦ τάλαντον |
καθάπερ οὐκ ἐνδέχεται τὸν οἶνον οἶνόν τε ἅμα εἶναι καὶ ἀμφορέα κεραμεοῦν ἢ τὸν κεραμεοῦν ἀμφορέα ἀγγεῖόν τε ἅμα καὶ | ||
μικρόν Ἕλληνες . ἀμόργινον Ἀττικοί , λεπτὸν ὕφασμα Ἕλληνες . ἀμφορέα τὸν δίωτον στάμνον Ἀττικοί , στάμνον Ἕλληνες . ἀμφορεύς |
Πρυτάνεσιν οὕτως : τυρίον ἐπεσθίοντα . ἐπιφαγεῖν δ ' Εὔπολις Ταξιάρχοις : ἐπιφαγεῖν μηδὲν ἄλλ ' ἢ κρόμμυον λέποντα καὶ | ||
, καὶ ἥττητο ὁ τοῦ ὄρτυγος δεσπότης : ἐν γοῦν Ταξιάρχοις Εὔπολις τοῦ Φορμίωνος εἰπόντος οὐκοῦν περιγράψεις ὅσον ἐναριστᾶν κύκλον |
. . . Ψ : . . . καθόλου δὲ κοτύλας ἐκάλουν πάντα τὰ κοῖλα : καὶ Αἰσχύλος ἐν Ἠδωνοῖς | ||
ἐλαίου ἀνὰ οὐγγίας δ , καὶ τοῦ χυλοῦ τῆς ἀνεμώνης κοτύλας ἀττικὰς δύο καὶ ἡμίσειαν . Τὴν κολοφωνίαν ἅμα τῷ |
τὸ ἡμιαμφόριον ἡμικάδιον : Ἐπίχαρμος μέντοι ἐν Φιλοκλίνῃ διακρίνειν ἔοικε κάδον καὶ ἀμφορέα , εἰπὼν οὔτ ' ἐν κάδῳ δηλοίμην | ||
ἔξεστι κυαθίζειν γάρ . . . . . τὸν δὲ κάδον ἔξω καὶ τὸ ποτήριον λαβὼν ἀπόφερε τἄλλα πάντα . |
διαμένειν , ἐπὰν εὔξωνται τῇ θεῷ , ἰχθῦς ἀργυροῦς ἢ χρυσοῦς ἀνατιθέναι : τοὺς δὲ ἱερεῖς πᾶσαν ἡμέραν τῇ θεῷ | ||
ὄρνιθα ἱερὰν τῆς Ἥρας νομίζουσι . κεῖται δὲ καὶ στέφανος χρυσοῦς καὶ πέπλος πορφύρας , Νέρωνος ταῦτα ἀναθήματα . ἔστι |
τὸν ἀμφορέα ξεϲτῶν λϚʹ , κοτυλῶν μηʹ : τὸν δὲ μετρητὴν ξεϲτῶν οβʹ , κοτυλῶν ϘϚʹ : τὸν δὲ μέδιμνον | ||
τρεῖς τῆς βραχείας ἡμέρας : πίνει δ ' ἕνα καλῶν μετρητὴν τὸν δεκάμφορον πίθον . τοιοῦτός ἐστι καὶ ὁ παρὰ |
τούτους οὐδ ' ὁρῶντες ἀνέξεσθε . νῦν δὲ δραχμῇ καὶ χοῒ καὶ τέτταρσιν ὀβολοῖς ὥσπερ ἀσθενοῦντα τὸν δῆμον διάγουσιν , | ||
δωδεκακλίνων : αὐτὸν δὲ Κότυν περιεζῶσθαι ζωμόν τε φέρειν ἐν χοῒ χρυσῇ , καὶ γευόμενον τῶν κρατήρων πρότερον μεθύειν τῶν |
μίξας ἀναλάμβανε καὶ χρῶ πρὸ τῆς ἐπισημασίας ἐν ὀξυμέλιτι διδοὺς ὀβολοὺς β μόνους . Καρκίνων ποταμίων ἡ τέφρα θαυμασίως ἐπὶ | ||
τέχνης ἐννέα ἢ δέκα , ὧν ἕκαστος τούτῳ δύ ' ὀβολοὺς ἀποφορὰν ἔφερε τῆς ἡμέρας , ὁ δ ' ἡγεμὼν |
φησὶ τὸν Κρόνον , τοὺς κατὰ τὸν καθαρὸν λόγον ζῶντας ἀργυροὺς λέγων , ὥσπερ τοὺς κατὰ νοῦν μόνον χρυσοῦς . | ||
φησὶ τὸν Κρόνον , τοὺς κατὰ τὸν καθαρὸν λόγον ζῶντας ἀργυροὺς λέγων , ὥσπερ τοὺς κατὰ νοῦν μόνον χρυσοῦς . |
ἕως ἂν τὸ τρίτον ἀφεψηθῇ . Οἱ δὲ γλεύκους βʹ μετρητάς , ὄξους δὲ μετρητήν , καὶ ὕδατος ἑφθοῦ ποτίμου | ||
ἀμφιφορῆας : Θεόπομπος ἀμφιφορεῖς λέγεσθαί φησι τοὺς ὑπ ' ἐνίων μετρητάς , Λυσανίας δέ φησι τὸν ἀμφιφορέα ὑπὸ Ἀθηναίων ἀμφορέα |
τῷ Αἰσώπῳ . ὁ Ξάνθος ἀνοίξας τὸ γλωσσόκομον ἐδίδου τὸ κέρμα τῶν λαχάνων . ὁ κηπουρὸς λέγει ” πρὸς τί | ||
. ὡς δὲ ἥκομεν ἔς τινα πόλιν , ἵνα ἠδυνάμεθα κέρμα γενέσθαι αὐτοῖς , προήγαγον ἡμᾶς ἐς ἀγοράν , εἶτα |
, χηλοί , κιβωτοί κιβώτια , κίσται κιστίδες ὡς ἐν Ἀχαρνεῦσιν Ἀριστοφάνης , κοῖται κοιτίδες , καὶ φάσκωλοι ὡς ἐν | ||
. τῇ αἰτιατικῇ ἐχρήσατο ἀντὶ εὐθείας , ὡς καὶ ἐν Ἀχαρνεῦσιν δεινόν γε τὸν κήρυκα τὸν παρὰ βροτοῖς οἰχόμενον , |
ὑπὸ πρώτου Ἀλέξιδος , ἐκλαθόμενος ὅτι Ἐπίχαρμος ἐν Ἐλπίδι ἢ Πλούτῳ παρὰ πότον αὐτὸν εἰσήγαγεν . . : Νίκας δὲ | ||
[ ι ] , πλακοῦς ποιὸς δια [ ] Ἀριστοφάνης Πλούτῳ [ ] . καὶ Θέων δὲ ἐν τῷ περὶ |
βλιχανώδεις εἰσὶ καὶ μεστοὶ λάπης . Μένανδρος δ ' ἐν Τροφωνίῳ : ξένου τὸ δεῖπνόν ἐστιν ὑποδοχή . τίνος ; | ||
τὴν λήκυθον ἐχρῶντο τῷ ἱμάντι πρὸς τὸ μαστιγοῦν , Μένανδρος Τροφωνίῳ . Αὐτόλυκος : Λυκούργου λόγος ἐστὶ κατ ' Αὐτολύκου |
, ὡς κυάμου μέγεθος , ὁμοίως μετὰ οἴνου διηθηθέντος ἐν κοτύλαις δυσὶ διὰ τῶν ῥινῶν ἐγχέας θεραπεύσεις . Ῥάμνου φύλλα | ||
ἐστὶν ἡ κάπηλις ἡ ἐκ τῶν γειτόνων , ἣ ταῖς κοτύλαις ἀεί με διαλυμαίνεται . καὶ τὸ κοτυλίζειν εἴρηται μὲν |
ἐν διάπλῳ τριῶν διαστημάτων , εἶτα τὸν Μέγαν Αἰγιαλὸν ἐν διάπλῳ πέντε διαστημάτων , ἀμφοτέρους δὲ ἐπὶ τὸ αὐτὸ τεσσάρων | ||
, ” ἐνέβαινεν ἐς τὸ σκάφος . καὶ ἐν τῷ διάπλῳ σιωπώντων ἁπάντων ἔτι μᾶλλον ὑπώ - πτευε : καὶ |
σκοπεῖτε δὲ μὴ τοῦτο , εἰ μνᾶς ἑκατὸν καὶ πάλιν τάλαντον ἔδωκεν , ἀλλὰ τὴν προθυμίαν καὶ τὸ αὐτὸν ἐπαγγειλάμενον | ||
λαμβανόμενα εἰς σύγκρισιν , οἷον ὅταν σκεπτώμεθα τίνα λόγον ἔχει τάλαντον πρὸς μνᾶν , ὁμογενεῖς ὅρους φαμὲν τὸ τάλαντον καὶ |
, τἀκπώματα ἦγεν δύο δραχμάς , κυμβίον δὲ τέτταρας , ψυκτηρίδιον δὲ δέκ ' ὀβολούς , Φιλιππίδου λεπτότερον . Ὁ | ||
' ἀνὰ χοίνικα μάττει . Ἄλεξις δ ' ἐν Ἱππίσκῳ ψυκτηρίδιον καλεῖ διὰ τούτων : ἀπήντων τῷ ξένῳ εἰς τὴν |
Δείναρχος ἐν τῇ Κατὰ Καλλισθένους εἰσαγγελίᾳ . . . . ἡμίεκτον καὶ ἡμιμέδιμνον : Δείναρχος ἐν τῇ Κατὰ Καλλισθένους εἰσαγγελίᾳ | ||
βώλους ἀργίλου ξηρᾶς , μέχρι διάβροχοι γένωνται , μέτρον ὡς ἡμίεκτον εἰς ἀμφορέα : ἐπειδὰν δ ' ἀφεψήσῃς , πιεῖν |
βοηθεῖν ἀφηγοῦνται : πίνεται δὲ καὶ λαγωοῦ τῆς πιτύας ὅσον τριώβολον ἐν οἴνῳ , καὶ πράσου χύλισμα ὅσον ἡμικοτύλιον ἐν | ||
τοὺς Πελοποννησίους . πεντώβολον ἡλιάσασθαι ] δικάσαι λαμβάνοντα πεντώβολον ἢ τριώβολον . ἢν ἀναμείνῃ ] ἐὰν ὑπομείνῃ καὶ πολεμῶν μὴ |
Ἡλιουπόλει θεῶι τὰς χάριτας ἀπονέμων τῆς εὐεργεσίας κατὰ τὸν χρησμὸν ὀβελίσκους ἀνέθηκε δύο μονολίθους , τὸ μὲν πλάτος ὀκτώ , | ||
Ἡλιουπόλει θεῷ τὰς χάριτας ἀπονέμων τῆς εὐεργεσίας κατὰ τὸν χρησμὸν ὀβελίσκους ἀνέθηκε δύο μονολίθους , τὸ μὲν πλάτος ὀκτώ , |
ἐν Λαμίᾳ Κράτης ἡμίεκτόν ἐστι χρυσοῦ , μανθάνεις , ὀκτὼ ὀβολοί , ἦν δὲ καὶ τριώβολον καὶ διώβολον εἴδη νομισμάτων | ||
εὐτελής . τριώβολον : μισθὸς δικαστικὸς καὶ οἱ ἁπλῶς τρεῖς ὀβολοί . τρυγόνα ψάλλειν : παροιμία ἐπὶ τῶν φαύλως πραττόντων |
παρετίθεσαν , οἱ δὲ καλούμενοι ἔφερον ἑψήματα καὶ κίστην καὶ χοᾶ . “ κίστην ” δὲ τὴν ὀψοθήκην . Ὅμηρος | ||
εὐτυχοῦσι . Γ ] μεθύοντες ταῦτα ἐπαγγέλλονται . Γ οἴνου χοᾶ : χοῦς μέτρον Ἀττικὸν χωροῦν κοτύλας ὀκτώ . ΓΘ |
' εἰς ἀγορὰν ἐλθόντες ἁδροὺς ὀψωνοῦσιν μεγάλους τε φάγρους καὶ Κωπᾴδων ἁπαλῶν τεμάχη στρογγυλοπλεύρων . παραινέσαι δὲ σφῷν τι βούλομαι | ||
' εἰς ἀγορὰν ἐλθόντες ἁδροὺς ὀψωνοῦσιν μεγάλους τε φάγρους καὶ Κωπᾴδων ἁπαλῶν τεμάχη στρογγυλοπλεύρων . ἐστὶ δὲ καὶ γένος λίθου |
Φερεκράτης . τὸ δὲ γλύφειν Κρατῖνος , καὶ τὸ γλύμμα Εὔπολις . δακτύλιος δακτυλίδιον : καὶ τοῦ δακτυλίου τὸ μέν | ||
σιπύα , ἔστι δὲ πολλάκις παρὰ τοῖς ἀρχαίοις κωμικοῖς : Εὔπολις Χρυσῷ γένει , Ἀριστοφάνης Τελμησεῦσιν . Σιτηρέσιον : τὸ |
κἂν ὁποῖα ᾖ , καλὸν δὲ στρώματα , καλὸν δὲ χαλκία , καλὸν δὲ τὰ ἀμφὶ τραπέζας , καλὸν δὲ | ||
ἵνα μὲν τὸ ὕδωρ θερμαίνεται , θερμαντῆρες θερμαστρίς θέρμαυστρις , χαλκία θερμαντήρια , ἐσχαρίδες , λέβητες λεβητάρια ἰπνολεβήτια : ἐκπώματα |
Ὄνειον κόνειον γένειον δάνειον . τὸ δὲ κοινεῖον προπερισπᾶται καὶ λυχνεῖον καὶ πορνεῖον οὐ μόνον ἔχοντα τὸ Ν . Τὰ | ||
δασύπους , γλυκεῖα δ ' ἡ μίμαρκυς . Ἅψαντες λύχνον λυχνεῖον ἐζητοῦμεν . Ὦ τοιχωρύχον ἐκεῖνο καὶ τῶν δυναμένων , |
μνημονεύει αὐτῶν καὶ Ὑπερείδης ὁ ῥήτωρ . Εὐθύνου δὲ τοῦ ταριχοπώλου μήμνηται Ἀντιφάνης ἐν Κουρίδι οὕτως : ἐλθών τε πρὸς | ||
ἐπριάμην παρ ' ἀνδρός , ὦ γῆ καὶ θεοί , ταριχοπώλου πάνυ καλοῦ τε κἀγαθοῦ τιλτὸν μέγιστον , ἄξιον δραχμῆς |
τοὺς μάρτυρας γὰρ ἐσκαλῶ . Λάβητι μάρτυρας παρεῖναι τρύβλιον , δοίδυκα , τυρόκνηστιν , ἐσχάραν , χύτραν , καὶ τἄλλα | ||
ῥίψειαν ἐκβατηρίαν . Τῷ δοίδυκι , τῷ Βέβρυκι : τὸν δοίδυκα , τὸν Βέβρυκα : ὦ δοῖδυξ , ὦ Βέβρυξ |
ἑκάστου λειώσας , ἐπίβαλλε ἄρτου ξηροῦ κεκομμένου καὶ σεσησμένου , σιλιγνίτου τὸ ἴσον τῆς μιᾶς βοτάνης , καὶ ἑνώσας ἐπίβαλλε | ||
δὲ τῆς σαρκὸς αὐτῶν ἐκ δέκα θηρίων ἀθροισθέντι μιγνύειν ἀξιοῖ σιλιγνίτου ἄρτου μίαν οὐγγίαν , καὶ οὕτως ἀναπλάττειν τοὺς καλουμένους |
ἁπτέον . ἐπεὶ δὲ καὶ ὁ Κυθήριος Φιλόξενος ἐν τῷ Δείπνῳ δευτέρων τραπεζῶν μνημονεύων πολλὰ καὶ τῶν ἡμῖν παρακειμένων ὠνόμασεν | ||
] γῆν . καὶ Φιλόξενος δ ' ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ Δείπνῳ φησίν : ἔπειτα δὲ παῖδες νίπτρ ' ἔδοσαν κατὰ |
τοῦ ἄρτου . ἐπειδὰν δὲ ἱκανῶς ἔχωσιν , ἐσφέρονται κρατῆρες ἀργυροῖ τε καὶ χρυσοῖ , δέκα συμπόταις ἀποχρῶν εἷς , | ||
τὸν Δρύαλον : ἦσαν δὲ καὶ οὗτοι ἐν τῇ ζωγραφίᾳ ἀργυροῖ χρυσᾶς ῥάβδους κρατοῦντες , καὶ σὺν τοῖς Λαπίθαις ὥρμων |
τοὺς Σειληνοὺς καὶ τοὺς Σατύρους , ὡς Αἰσχύλος μὲν ἐν Γλαύκῳ , Σοφοκλῆς δὲ ἐν Ἀνδρομέδᾳ . οἱ Σάτυροι δὲ | ||
ἔκτοτε εἰς τὴν ἑαυτοῦ πατρίδα τὸ Ἄργος ἀπελθεῖν πρὶν τῷ Γλαύκῳ διδάξαι τὴν μαντικὴν καὶ ὃς διδάσκει αὐτόν . ἀποπλέων |
δεῖ ἀρύεσθαι τὸν οἶνον , ἔστιν ἀρυστὴρ καὶ ἀρύστιχος καὶ κύαθος καὶ οἰνοχόη καὶ οἰνήρυσις καὶ ἔφηβος καὶ λεπαστή : | ||
' οὐ προσεφέρετο εἰ μή τις αἰτήσειεν : ἐδίδοτο δὲ κύαθος εἷς πρὸ τοῦ δείπνου , αὐτῶι δὲ πολὺ πρώτωι |
βουλόμενός με θηρεῦσαι τὰ ὀνόματα περιστήσας . ἀνεμνήσθην οὖν τοῦ Κόννου , ὅτι μοι κἀκεῖνος χαλεπαίνει ἑκάστοτε ὅταν αὐτῷ μὴ | ||
Σαράμβου οἶνον , παρὰ δὲ Μιλησίου ἑταίραν , παρὰ δὲ Κόννου ᾠδήν . Καὶ τί τούτων ἔσται μέτρον ; τίς |
ὅτι οἱ βάρβαροι ἄλφιτα οὐκ ἐσθίουσιν , ἀλλ ' ἄρτους κριθίνους , ψεῦδος . . . Οʹ , , [ | ||
. κριβανίτας ] ἄρτους κριθίνους . κριβανίτας ἄρτους φασὶ τοὺς κριθίνους . εἴρηκε δὲ τοῦτο διὰ τὸ περιφερεῖς εἶναι καὶ |
μετὰ δὲ τὴν κάθαρσιν τοῦ χυμοῦ ἐς ἑσπέρην , φακῆς τρυβλίον ῥοφεέτω ψυχρῆς ἀνάλτου , σίλφιον δὲ ἐπιξύσθω πουλὺ , | ||
ἀνθηρὸν ἦν , γλαφυρὸν σφόδρα : φακῆς κατ ' ἄνδρα τρυβλίον μεστὸν μέγα . πρώτιστον οὐκ ἀνθηρόν . ἐπὶ ταύτῃ |
ψυχροποσίαν παρεσκευασμένον . Ψυκτῆρα Πλάτων Συμποσίῳ . ἔστι δὲ ὁ ψυκτὴρ σκεῦος , ἐν ᾧ διανίζουσι τὰ ποτήρια , μεστὸν | ||
Διονυσιακὸν ἔκπωμα , ὥσπερ καὶ ὁ κοτυλίσκος . ὁ δὲ ψυκτὴρ πολυθρύλητος , ὃν καὶ δῖνον ἐκάλουν , ἐν ᾧ |
καὶ παρὰ Μενάνδρῳ ἐν Μισογύνῃ σανδαλοθῆκαι . ἐν δὲ Ἀριστοφάνους Αἰολοσίκωνι καὶ σμηματοφορεῖον . Τῶν δ ' ἐν ἀγρῷ σκευῶν | ||
καὶ ξιφομαχαίρας πικρᾶς . ὅταν δ ' εἴπῃ ἐν τῷ Αἰολοσίκωνι Ἀριστοφάνης δυοῖν λυχνιδίοιν , δῆλον ὅτι λύχνια εἴρηκεν ἀλλ |
ἐστι στρογγύλη , ἐξ ἧς τὸ νεῦρον τὸ ἐν τῇ κοτύλῃ τοῦ ἰσχίου πέφυκεν : ὑποπλάγιον δὲ καὶ τοῦτο προσήρτηται | ||
μισθουμένων . Εἴρηται οὖν διὰ τοῦτο ἡ παροιμία . Ἐν κοτύλῃ φέρῃ : παιδιᾶς εἶδος : ὁ γὰρ φέρων τινὰ |
τε εἷμα καὶ χρύσεον στρεπτὸν περιαυχένιον καὶ ψέλια καὶ μύρου ἀλάβαστρον καὶ Φοινικηίου οἴνου κάδον . Οἱ δὲ Αἰθίοπες οὗτοι | ||
καὶ ὑποτιθεμένου πῶς αὐτῷ δεῖ χρήσασθαι . Γ πρόφερε τὸ ἀλάβαστρον ἤγουν τὴν τοῦ μύρου λήκυθον , ἐξ οὗ ἀλείφονται |
ἐνειλουμένου καὶ ἐπὶ πολὺ σειομένου , ὃ μάλιστα ἐπὶ τῶν χαλκῶν ἀγγείων συμβαίνει καὶ τῶν ὁμοίων , ἐφ ' ὧν | ||
τὸ ἀπὸ χαλκόφι τὴν ἀπὸ χαλκοῦ γενικὴν σημαίνει , οὐχὶ χαλκῶν , οὕτω καὶ τὸ κατ ' ὄρεσφιν οὐκ ἄλλο |
κἀνταῦθα ἄγει αὐτὸν καὶ εἰς τοὺς θέρμους . πόσου ἡ χοῖνιξ ; χαλκοῦ φησίν : ἀνέκραγεν ὁ Διογένης εὐτελής γε | ||
τῶν πεπεδημένων : ὅτι αἱ χοινικίδες πέδαι τινές εἰσι : χοῖνιξ δὲ πᾶν περιφερὲς καὶ εἶδος μέτρου περσικοῦ : χρῶνται |
Ἀμυθέωνι Δαμόστρατος , τοῦ πάππου τοὔνομ ' ἔχων , καὶ Καλλίστρατος καὶ Δεξίθεος . καὶ ὁ μὲν Ἀμυθέων ὁ τῆς | ||
ἔνδοθεν τῶν Βορυσθενιτῶν πρὸς ἐμέ , ὥσπερ εἰώθεσαν : ἔπειτα Καλλίστρατος ἐφ ' ἵππου τὸ μὲν πρῶτον παρίππευσεν ἡμᾶς ἔξωθεν |
ὁ πατήρ , ἀφανίζουσι δ ' οὗτοι , τετταράκοντα μὲν μνῶν ὑποκειμένους , εἴκοσι δ ' ὄντας τὸν ἀριθμόν , | ||
εἴη δύο μὲν τάλαντα ἀργυρίου διδόναι οἱ ἀντὶ τῶν ἑκατὸν μνῶν τῶν ἐκ τοῦ δημοσίου , ἐὰν δὲ κατάσχωμεν ἡμεῖς |
δεῖν πιτύροις ἔοικε παντὶ πλανώμενα τῷ χύματι ἤδη καὶ αὐτῷ πυρρῷ τυγχάνοντι . Τῆς δὲ λεπτῆς ὑπόλεπτον μὲν καὶ λευκόν | ||
γὰρ ὠχρῷ ποιῷ ὄντι οὐδέν ἐστιν ἐναντίον , οὐδὲ τῷ πυρρῷ καὶ ὁμοίως οὐδὲ ταῖς ἄλλαις τοιαύταις ποιότησι . δῆλον |
Κρόνου ἱερῷ . Ἐπίχαρμος δὲ ἐκτίθεταί που γένη ἄρτων , κριβανίτην , ὅμορον , σταιτίτην , ἐγκρίδα , ἀλειφατίτην , | ||
πεποιημένος , ἐφ ' ᾧ ἐπίκειται ἄρτος ἕτερος , ὃν κριβανίτην καλοῦσι , καὶ κρέας ὕειον καὶ λεκάριον πτισάνης ἢ |
Κόρυδος , Κωβίων , Κυρηβίων , ὁ Σκόμβρος , ἡ Σεμίδαλις . Ἡράκλεις φίλε , ἀγοράσματ ' οὐ συμπόσιον εἴρηκας | ||
Κόρυδος , Κωβιός Κυρηβίων θ ' ὁ Σκόμβρος , ἢ Σεμίδαλις . Ἡρακλεῖς ἀγοράσματ ' , οὐ συμπόσιον εἴρηκας . |
: τοῦ δ ' εἰπόντος , “ τοσούτου δύναμαι ἀνδράποδον ὠνήσασθαι , ” “ πρίω , ” ἔφη , “ | ||
, τὸν γοῦν αἰσχρὸν τοῦτον οὐδεὶς νόμος ἐμποδὼν ἵσταται μὴ ὠνήσασθαι : τὴν αὐτὴν γὰρ καὶ οὗτος λειτουργίαν εἰσοίσει : |
βουτυροφάγους , αὐχμηροκόμας μυριοπλήθεις : τοὺς δὲ λέβητας εἶναι μείζους λάκκων δωδεκακλίνων : αὐτὸν δὲ Κόττυν περιεζῶσθαι ζωμόν τε φέρειν | ||
ὕδωρ , κρουνοί . εἰ δὲ καὶ ἐκ φρεάτων ἢ λάκκων τὸ ὕδωρ ἀπαντλεῖς , δέοιτ ' ἂν σκευῶν ἀντλητῆρος |
τὸν φλοιὸν λαβὼν ὅταν ἀκμάζῃ ἡ βοτάνη , κόπτε ἐν ὅλμῳ : ἔπειτα μετενεγκὼν εἰς ἀγγεῖον χαλκοῦν ἢ κεραμεοῦν , | ||
πρὸς ὀλίγον βρέξας ὕδατι καὶ ἀνασπάσας καὶ βαλών , πτίσσε ὅλμῳ ὡς πτισάνην : ὅταν δὲ τὸν φλοιὸν ἀποβάλῃ , |
Εὐριπίδῃ . οὐ Μενεκράτης μὲν ἔφασκεν εἶναι Ζεὺς θεός ; Νικόστρατος δ ' ἁργεῖος ἕτερος Ἡρακλῆς ; ἔνθ ' ὄνων | ||
τῷ σκίμποδι κατακεῖσθαι σκύμνον , ἐφ ' ᾧ ἐκάθευδεν ὁ Νικόστρατος . Νικοστράτῳ μὲν δή , ὡς ηὐξήθη , καὶ |
, πάντα δ ' ὑπὸ τῆς ἡδονῆς ποιοῦσιν ἅπερ ὄρνιθες ἐκμιμούμενοι . Πρῶτον μὲν εὐθὺς πάντες ἐξ εὐνῆς ἅμα ἐπέτονθ | ||
καὶ εὐανθεστάτας στρωμνὰς εὐτρεπισάμενοι μαλακῶς σφόδρα κατακλίνονται , τὴν γυναικῶν ἐκμιμούμενοι τρυφήν , αἷς ἡ φύσις ἐπέτρεψεν ἀνειμένῃ χρῆσθαι διαίτῃ |
μετρίως . Χρῆσθαι μὲν [ οὖν ? ] ἐπὶ τῷ δείπνῳ τρεπομένους εἰς ὕπνον τῇ συνουσίᾳ , κατὰ δὲ τὴν | ||
, τοῦτο διηγήσασθαι : εἶθ ' ὧν εἶχεν ἐπὶ τῷ δείπνῳ , τὰ καθ ' ἕκαστα διεξελθεῖν . εἶτα δὴ |
εἰς Χαλκίδα ἀπῄει , τοὺς τελώνας εὑρεῖν ἐν τῷ πλοίῳ λοπάδια χαλκᾶ πέντε καὶ ἑβδομήκοντα . Καὶ σχεδὸν οἱ μὲν | ||
Λύκων . Οὗτος μέντοι , καθάπερ ἔφην , εἴρηκεν εὑρῆσθαι λοπάδια πέντε καὶ ἑβδομήκοντα . Οὐ μόνον δὲ καὶ ἐκ |
μ ' , ἔφη , ἃ δεῖ : φαγεῖν δὲ σιτί ' οὐ δέδωκέ πω . Σικυώνιος δὲ ἢ Κορίνθιος | ||
μ ' , ἔφη , ἃ δεῖ : φαγεῖν δὲ σιτί ' οὐ δέδωκέ πω . Λυγκεὺς δὲ ἐν δευτέρῳ |
μετάλλου ἢ ὄρους ἢ βακτηρίας , ἀλλ ' οὐδὲ οἴνου σταμνία οὐδὲ ὄσπρια οὐδὲ τραγήματα . ταῦτα μὲν ἐπιεικῶς οἶμαι | ||
σοὶ ἄλλο δόξῃ . πέμπω δὲ καὶ οἴνου γλυκέος δώδεκα σταμνία τοῖς παισὶ καὶ μέλιτος δύο . ἰσχάδων δὲ ὕστερον |
, ὅτι ⌈ οὐρεῖ [ οὔρει Γ ] ὡς ἡ κλεψύδρα . ἀμὶς γὰρ αὐτῷ ⌈ παράκειται Γ [ παρέκειτο | ||
μέχρις ἂν καὶ τὸ ὕδωρ ἐκχυθῇ . ἐκ τούτου οὖν κλεψύδρα τὸ δικαστήριον εἴρηται . περὶ τὴν κλεψύδραν ] περὶ |
πυγῇσιν : ἀλλὰ θύμον καὶ σκόρδα φέρει καὶ σῦκα καὶ ἄρτους . ἐξ ὧν οὐ πολεμοῦσι πρὸς ἀλλήλους περὶ τούτων | ||
δὲ διὰ βάθους ἐστὶν ὠμά . μετὰ δὲ τοὺς πυρίνους ἄρτους οἱ ἀπὸ τῆς ὀλύρης εἰσὶ κάλλιστοι , ὅταν εὐγενεῖς |
χρυσοῦς μετρητῶν δεκαπέντε καὶ τρίπους χρυσοῦς , ἐφ ' οὗ θυμιατήριον χρυσοῦν καὶ φιάλαι δύο χρυσαῖ , κασσίας μεσταὶ καὶ | ||
μελλόντων καὶ ἡμῶν ἀνίστασθαι ἐπεισῆλθον παῖδες φέροντες ὃ μέν τις θυμιατήριον , ὃ δὲ . . τοῦ συμποσίου . . |
, ἀφρονίτρου λευκοῦ , ἀνὰ λίτραν μίαν , ἐλαίου παλαιοῦ λίτρας β , ὕδατος πηλοποιοῦ ξέστην ἕνα , μίσυος ὠμοῦ | ||
πίσσης λίτραν αʹ . κηροῦ λίτραν αʹ . ἀξουγγίου παλαιοῦ λίτρας βʹ . τὰ τηκτὰ τήξας κατάχεε , τῶν ἄλλων |
καὶ συνοικίαι , καὶ οἰκίας περίδρομος , ὡς ἐν τῷ Γήραι Ἀριστοφάνους ἐπὶ τοῦ περιδρόμου στᾶσα τῆς συνοικίας . καὶ | ||
ϲτιφρόν : ὃ οἱ πολλοὶ ϲτριφνόν , ] ὡϲ Ἀριϲτοφάνηϲ Γήραι : καὶ ] μὴν ὑπόϲτιφρόν γε τὴν φωνὴν ἔχειϲ |
ῥυτὸν χωροῦντα δύο χόας , ὃν οὐδ ' ἂν ἐλέφας ἐκπίῃ . ἐγὼ τοῦτο πέπωκα πολλάκις . ἐκαλεῖτο δὲ πρότερον | ||
, μίσγουσα ὕδατι τὸ τέταρτον μέρος : ἑσπέρης δὲ ἐπὴν ἐκπίῃ , ῥοφείτω χόνδρον : ἐπὴν δὲ γένηται δεκαταίη , |
ἀληθής , ὁ δὲ ψευδής : οὗ μοι δοκεῖ χάριν ζεύγει τρυγόνων ἢ περιστερῶν ἐξομοιωθῆναι . τῶν δὲ πτηνῶν τὸ | ||
ξ Γενεαλογιῶν ? [ ] ? ὑπὸ Γλαύκου ἐρίσαντα τῶι ζεύγει ? ? τ ' [ ] ˈ δύο δὲ |
δὲ λέβητας εἶναι μείζους λάκκων δωδεκακλίνων : αὐτὸν δὲ Κόττυν περιεζῶσθαι ζωμόν τε φέρειν ἐν χοὶ χρυσῇ καὶ γευόμενον τῶν | ||
λέβητας χαλκοῦς εἶναι μείζους λάκκων δωδεκακλίνων : αὐτὸν δὲ Κότυν περιεζῶσθαι ζωμόν τε φέρειν ἐν χοῒ χρυσῇ , καὶ γευόμενον |
πιέουσα , πάλιν ᾔτει , καὶ ἥρπαζε , καὶ λαύρως ἔπινεν , ἀποσπάσαι δὲ οὐκ ἠδύναντο : γλῶσσα ξηρὴ , | ||
δοκεῖ . εἰ γὰρ ἐν κακοῖς καὶ χειμῶνι τοσοῦτον οἶνον ἔπινεν ὥσθ ' ὅμοιον εἶναι μανίᾳ , τί οὐκ ἄξιός |
τἀπὶ θάτερ ' ἐξειργάζετο . : Ἡγήσανδρος δ ' ὁ Δελφὸς καὶ ἐξοίνους τινὰς κέκληκε , λέγων οὕτως : Κομηὼν | ||
] πολλοὶ καὶ ἄλφιτα ἐπιβάλλοντες τῷ οἴνῳ , ὡς ὁ Δελφὸς Ἡγήσανδρος φησίν . Ἐπίνικος γοῦν , Μνησιπτολέμου ἀνάγνωσιν ποιησαμένου |
ἔλεγε πιπράσκεσθαι καὶ ἔμπαλιν : ἀνδριάντα γοῦν τρισχιλίων πιπράσκεσθαι , χοίνικα δ ' ἀλφιτῶν δύο χαλκῶν . Τῷ πριαμένῳ αὐτὸν | ||
χ , χόα , χο . εἰ δὲ ν , χοίνικα , χν . εἰ δὲ η , χήμην , |
τῶν καθαρῶν πεντακοσίας ἀρτάβας : κριθαμίνων δὲ καθαρῶν ἀλεύρων χιλίας ἀρτάβας : καὶ τῶν δευτέρων χιλίας ἀρτάβας . σεμιδάλεως πεντακοσίας | ||
: τοῦτο δέ ἐστι κεραμεοῦν ἄγγος , ἐπιδεχόμενον ὡς εἴκοσιν ἀρτάβας : ἐν ᾧ πολλὰ μὲν τῶν ἀγριμαίων ἔγκειται πεπονημένα |
λεαίνειν , ἐρείκειν κατερείκειν : Ἀριστοφάνης γὰρ ἐν μὲν τῷ Ἀμφιάρεῳ φησὶν ἔπειτ ' ἔρειξεν ὡς ἐπιβαλοῦς ' ὁμοῦ πίσοις | ||
καὶ σοφίας προστάττουσι πολλοὺς καὶ ἀγαθούς . τούτῳ ] τῷ Ἀμφιάρεῳ . σοφούς ] φρονίμους . κἀγαθοὺς ] καλούς . |
πόλεως εἰς τοὺς ἑκάστων οἴκους . Τῶν δὲ δούλων ἕκαστος Αἰγιναῖον φέρει στατῆρα κατὰ κεφαλήν . Διῄρηνται δ ' οἱ | ||
ἐν ὕδατι χλιερῷ καθεζέσθω . Ἕτερον : ἀδιάντου ὅσον στατῆρα Αἰγιναῖον ἐν οἴνῳ λευκῷ ἴσον ἴσῳ κεράσας δίδου πίνειν . |
ὅτι ἴσον εἴη πεῖσαι , ὅπερ ἂν τὸ λεγόμενον λίθον ἑψῆσαι , Ἀλλὰ τούτους μὲν τοὺς λόγους , ἦν δ | ||
τε τὴν οἰκίαν προδραμεῖν καὶ φακῆν εἰς τὴν χύτραν ἐμβαλόντα ἑψῆσαι , ἐκεῖνος ἀπελθὼν κόκκον ἕνα φακῆς εἰς τὴν χύτραν |
, οὐχ ὡσαύτως δὲ πινόμενον , ἀλλὰ δεῖ ποιῆσαι τρεῖς κυάθους , τὸν μὲν ἕνα μέλιτος , τὸν δ ' | ||
κυάθῳ : τουτέστι τρίτον τῷ κυάθῳ ἀντλούμενον , οἷον τρεῖς κυάθους . * ἀφύξιμον : ἀπνευστί πότιμον εὐσταθέος δέ , |
καὶ ῥάκη λινᾶ τούτῳ βάπτων , πρόϲαγε τῇ γαϲτρὶ καὶ διαϲτήϲαϲ βραχὺ τῆϲ θηριακῆϲ ἀντιδότου ὅϲον κυάμου μέγεθοϲ λύϲαϲ μετ | ||
ἐν ὕδατι , κατ ' ἀρχὰϲ μὲν ⋖ α , διαϲτήϲαϲ δὲ καὶ β καὶ πλείω . καὶ ταῦτα δὲ |
βραχέωϲ ἀναγραφεῖϲιν ἐπὶ τῶν διὰ πάχοϲ χυμοῦ ὀδυνωμένων , ἕκαϲτον ἑψῶν ϲὺν ὄξει καὶ μέλιτι προϲπλέκων . ποιεῖ δὲ πρὸϲ | ||
διδόναι πίνειν νήστει τοῦ ἀσφοδέλου τὰς ῥίζας , ἀποκαθαίρων , ἑψῶν ἐν οἴνῳ ὅσον πέντε ῥίζας , καὶ σέλινα συμμίξας |
. καί τινος εἰπόντος ὅτι Μένανδρος ἐν Ἥρωι ἔφη : χοῦς κεκραμένου οἴνου : λαβὼν ἔκπιθι τοῦτον , ὁ Δημόκριτος | ||
. χρεῖος δ ' ἐστὶν οὐ μετρίως ὁ πεπλασμένος ἡμῶν χοῦς καὶ ἀναδεδευμένος αἵματι βοηθείας τῆς ἐκ θεοῦ : διὸ |
σύ , ἔφησεν , ἐκείνῳ προσέχεις , ὃς οὐδὲ πεντήκοντα δραχμῶν ἱμάτιον ἔχει ; Σχολαστικὸς ἵππον ἐπίπρασκεν . ἐλθόντος δέ | ||
νομίζοντες ἐν τῷ ἑκατόμβοι ' ἐννεαβοίων , ὡς πρὸς ἀριθμὸν δραχμῶν τὴν ἀξίαν τῶν ὅπλων ἀντιτιμώμενον , ὑπό τι εὔηθες |
πρὸς Λυσικράτην . κράστις ἐστὶν ἡ πόα , ὡς καὶ Ἀριστοφάνης . . . . , . , . Συνηγορία | ||
καὶ Σιμωνίδης : κἠλειφόμην μύροισι καὶ θυώμασι καὶ βακκάρι . Ἀριστοφάνης δ ' ἐν Θεσμοφοριαζούσαις : ὦ Ζεῦ πολυτίμηθ ' |
μέντοι νιγλαρεύων κρούματα ἐνταῦθα τοίνυν ἦν ἐκείνοισιν πιθών . ἔχων στατῆρας χρυσίου τρισχιλίους . ἐγὼ δὲ συμψήσασα τἀργυρίδιον λέγ ' | ||
διδάξει γράμματα . ἐν τούτοις τοίνυν ἕνδεκα μὲν καὶ διακοσίους στατῆρας ἐγκέκληται λαβεῖν οὐχ ἁρπάσας οὐδὲ βιασάμενος , ἀλλά τινος |
Ῥοδιακὰ κόμισον λαβὼν τοὺς παῖδας . εἶτ ' οἴσεις μόνος ψυκτῆρα , κύαθον , κυμβία . Στράττις Ψυχασταῖς : ὃ | ||
καὶ τὰ Ῥοδιακὰ κόμισον λαβὼν τοὺς παῖδας . εἰσοίσεις μόνος ψυκτῆρα , κύαθον , κυμβία , ῥυτὰ τέτταρα , ἡδυποτίδας |
οὕτως παρ ' Εὐπόλιδι ἐν Ἀστρατεύτοιςπρόκειται δὲ τὸ μαρτύριον ἐν Ὄρνισιν Ἀριστοφάνους Τηρεὺς γὰρ εἶ σύ ; πότερον ὄρνις ἢ | ||
τὸ πόλεμος αἴρεται πρὸς ἐμὲ καὶ θεοὺς παρὰ Ἀριστοφάνει ἐν Ὄρνισιν , ἀλλὰ καὶ παρ ' Εὐριπίδῃ : ἐγὼ δὲ |
ὀξὺ ἀπολήγων , ὁ πρὸ τῶν θυρῶν ἱστάμενος , Ἀριστοφάνης Θεσμοφοριαζούσαις . καὶ ὁ Ἀπόλλων ἀγυιεύς καὶ ἀγυιάτης , τουτέστιν | ||
δερμάτια ἃ ἐπὶ τῶν κεφαλῶν αἱ γυναῖκες ἔχουσιν : Ἀριστοφάνης Θεσμοφοριαζούσαις . προύτρεψεν , οὐ προετρέψατο . παρῳκισάμην , οὐ |
βραχὺ γὰρ πρὸ ἡμῶν εἶχον αἱ θεαὶ βοῦς μὲν ἱερὰς τρισχιλίας , χώρας δὲ πλῆθος ὥστε λαμβάνειν μεγάλας προσόδους . | ||
: κτήσασθαι γὰρ αὐτὸν πρόβατα μὲν ἑπτακισχίλια , καμήλους δὲ τρισχιλίας , ζεύγη βοῶν πεντακόσια , ὄνους θηλείας νομάδας πεντακοσίας |
τρίπουν τράπεζαν λήψομαι ; οἴνου τε Χίου στάμνον ἥκειν καὶ μύρον . ὡς δὴ τίς ἂν ὤν , ἢ τί | ||
ἐσκευάσθη τὸ παρ ' οὐδενί πω γεγονὸς λιβανώτινον μύρον . μύρον δὲ χρηστὸν μύρῳ εὐτελεῖ ἐπιχεόμενον ἐπιπολῆς μένει . χείρονι |
Ἀττικῶν ἐν Διονυσαλεξάνδρῳ Κρατῖνος ὁ δὲ ταρίχους Ποντικούς . καὶ τιλτὸν δὲ τάριχος τὸ λεπιδωτὸν ἐκάλουν , ὡς Πλάτων ὁ | ||
ὦ γῆ καὶ θεοί , ταριχοπώλου πάνυ καλοῦ τε κἀγαθοῦ τιλτὸν μέγιστον , ἄξιον δραχμῆς , δυοῖν ὀβολοῖν , ὃν |