καὶ δίκαια ἔστι καὶ ἐσθίοντα ἐπιδείκνυσθαι καὶ ὁμιλοῦντά τισι καὶ ὑπνοῦντα καὶ πᾶν ὁτιοῦν μετερχόμενον , ὡς ἔχοντα τοῦ εὖ
τετταράκοντα ἡμερῶν , ἐγρηγορότα μὲν οὐ γελᾶν οὐδὲ δακρύειν , ὑπνοῦντα δὲ ἀμφότερα . Καὶ φυσιογνωμονεῖ δέ τινα τοιαῦτα :
6480538 τρωθηναι
τε διβολίας καὶ τὰ δόρατα ἐπισείειν , ὡς δέει τοῦ τρωθῆναι γυμνοί τε πρὸς ὡπλισμένους καὶ ὀλίγοι πρὸς πολλοὺς μὴ
τετρώσῃ αὐτίκα μάλα πρὸς αὐτοῦ . βασιλικὸν γὰρ καὶ τὸ τρωθῆναι περὶ τῆς ἀρχῆς μαχόμενον . Εὖ λέγεις . ἐπιπόλαιον
6417536 κλαιοντα
Αἴσωπος : ” οὐ πάρεστί σοι παιδία οἴκοι ἀτακτοῦντα καὶ κλαίοντα ; τούτοις ἐπίστησόν με παιδαγωγόν , καὶ πάντως αὐτοῖς
, καὶ εὗρον αὐτὴν νεκράν , τὰ δὲ περιεστῶτα ζῷα κλαίοντα ἐπ ' αὐτήν . καὶ οὕτως προκομίσαντες αὐτὴν ἐκήδευσαν
6417494 βοωντα
γὰρ εἰς ἀχάριστον καταθήσῃ τὴν χάριν , ἀλλ ' εἰς βοῶντα καὶ κηρύττοντα ὃ λάβοι . οὔκουν ἐσίγησε πρὸς ἡμᾶς
πρὸς τὰς βλασφημίας θρασύτατος . καίτοι τὸν διατεινόμενον αὐτὸν καὶ βοῶντα καὶ κατηγοροῦντα τῶν ἄλλων ἢν ἔρῃ , Σὺ δὲ
6389875 πελμα
τὰ καλὰ πάντα τῆις καλῆισιν ἀρμόζει : αὐτὴν ἐρεῖς τὸ πέλμα τὴν Ἀθηναίην τεμεῖν . δὸς αὔτη καὶ σὺ τὸν
ὅτε θέλεις : πέπερι μετὰ μέλιτος τρίψας χρῖέ σου τὸ πέλμα [ ] . . . . [ . .
6307483 ἐπιτηρησας
παρηγορεῖν ἀνιαρῶς ἔχοντα . περὶ δὲ πρώτην νυκτὸς φυλακὴν πάντας ἐπιτηρήσας καθεύδοντας πρόειμι τὸ ξίφος ἔχων , ἐπικατασφάξων ἐμαυτὸν τῇ
τις τὴν θρυαλλίδα ἡμμένην εἰσπέμψειεν ἂν εἰς τὰ νεώρια , ἐπιτηρήσας βορέαν πνέοντα , καὶ οὕτω καύσει τὰς ναῦς .
6289324 ἐμπυος
βήττειν , λύττειν , ἐφ ' ὧν τὸ ἀνακογχυλιάσαι . ἔμπυος , ὑπόπυος . ὕφαιμος ἄναιμος , ἄνικμος , ὑπέρπλεως
ἀσχολεῖσθαι ἀττικουργές βαθύς βοίδης βουκόρυζαν βρυχᾶται δεδείπνηκας διήρτησεν δύσριγος Ἐλευθέριος ἔμπυος ἐξανέψιοι , ἐξανέψιαι ἐπισημαίνειν ἔσχεν ἠγρηγόρειν καὶ ἐγρηγόρειν ἡμίγραφον
6256370 πορφυριδι
' αὐτοῦ Ἀλκιβιάδες καλεῖται . ὅτε δὲ χορηγοίη πομπεύων ἐν πορφυρίδι εἰσιὼν εἰς τὸ θέατρον , ἐθαυμάζετο οὐ μόνον ὑπὸ
κακῶς . Ἄλλον κάλει τὸν Κυρηναῖον , τὸν ἐν τῇ πορφυρίδι , τὸν ἐστεφανωμένον . Ἄγε δή , πρόσεχε πᾶς
6248949 ἐκωκυεν
δακὼν τῷ κωνείῳ κατέσπασα τοῦ ποδός , ὥσπερ τὰ βρέφη ἐκώκυεν καὶ τὰ ἑαυτοῦ παιδία ὠδύρετο καὶ παντοῖος ἐγίνετο .
δ ' ὡς κλύε σύγγαμος αἰνή στήθεα δρυπτομένη λίγ ' ἐκώκυεν : ἀμφὶ δὲ δειρῆς ἀψαμένη μήρινθα , βρόχῳ ἀπὸ
6246429 κατεθοινησατο
ἴσου ποιήσαντος ἐκλέξασθαι παρῄνει αὐτοῖς . ὁ δὲ λέων ἀγανακτήσας κατεθοινήσατο τὸν ὄνον : εἶτα προσέταξε τῇ ἀλώπεκι μοιράσαι .
εὐπροσώπων ἀπολογιῶν , ἔγωγε μέντοι ἄτροφος οὐ μενῶ ” τοῦτον κατεθοινήσατο . ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι ἡ πονηρὰ φύσις
6232259 λυκε
εἱστήκει . λύκον δὲ ἰδὼν ἔφη αὐτῷ : „ ὦ λύκε , ἰδοὺ ἐκ πόνου ἀποθνῄσκω καὶ δεῖ με σοῦ
κατεδιώκετο . ἐπιστραφεῖσα δὲ πρὸς αὐτὸν εἶπεν : ” ὦ λύκε , ἐπεὶ πέπεισμαι , ὅτι σὸν βρῶμα γενήσομαι ,
6213025 ὀνειροπολων
ἀφίκηται Γάιος εἰς Ἀλεξάνδρειαν . ὁ δὲ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ὀνειροπολῶν , ἐν ᾧ παρόντος τοῦ δεσπότου καὶ σὺν αὐτῷ
τοῦ περ χαριεστάτη ἥβη , τοιούτου κάλλους ὠδίνων ἔρωτα καὶ ὀνειροπολῶν μὲν καὶ ἐλπίζων , εὑρίσκων δὲ οὐδαμοῦ οὔτε ἐν
6203535 κυναριον
ὃ θέλεις . ἄλλος φιλόθηρος . δὸς ἱππάριον καλὸν ἢ κυνάριον : οἰμώζων καὶ στένων πωλήσει ἀντ ' αὐτοῦ ὃ
ὕστερον ἔκριναν τοὺς πάλαι διδασκάλους . Ἦν δέ τις χαλκεὺς κυνάριον κατέχων . Ὁ δὲ χαλκεύων , ὁ κύων ἐκοιμᾶτο
6168432 θεριζομενον
καὶ συμπλοκῶν ἀλληλοκτονοῦντες οὐ διέλιπον . μετὰ χεῖρας ἔχοντες τὸν θεριζόμενον στάχυν διεκρίνοντο πρὸς ἀλλήλους αἵματι περὶ τῆς ἀναγκαίας τροφῆς
τί μέν ἐστι τὸ σπειρόμενον , τί δέ ἐστι τὸ θεριζόμενον , καὶ μαθήσῃ ἀπ ' αὐτοῦ ὅτι ὁ σπείρων
6161812 τηνον
Ἐνδυμίων [ - κοιμάτου σφετέρας ἀνίας ἀνεχε [ - τρωι τῆνον ἐς τὸν ἀεικοίματον υ [ προύθηκεν ἄντροις , τὰν
δοκέω καὶ τὰ οἰκῇα σφαλερὰ ἦμεν ἀνδρὶ μονάρχῳ , καὶ τῆνον τυράννων εὐδαιμονίζω ὅστις καὶ οἴκοι ἐξ αὐτὸς αὑτῶ κατθάνῃ
6154925 δερειν
προτέρου ἐστὶν τὸ γυμνάζω σέβούλομαι γυμνάζειν ἐμαυτόν , δέρω σέβούλομαι δέρειν ἐμαυτόν : τοῦ δὲ δευτέρου ἐστὶ πλουτῶ ἀδιαβίβαστον ,
' ὅλην τὴν νύκτα . καττύομαι τοὺς καρκίνους . κύνα δέρειν δεδαρμένην . κάδους ἀνασπῶν ἀβυρτάκην τρίψαντα καὶ Λυδίαν καρύκην
6150128 θεραποντος
χρηστὸν , πένητα δὲ ἄλλως : ὃς μετά τινος αὐτῷ θεράποντος ἐλθὼν εἰς Ἀπόλλω ἐρωτᾷ περὶ τοῦ ἰδίου παιδὸς ,
Καὶ πρόκατε δὴ κατ ' ὁδὸν πυνθάνομαι τὸν πάντα λόγον θεράποντος ὃς ἐμὲ προπέμπων ἔξω πόλιος ἐνεχείρισε τὸ βρέφος ,
6130450 πεος
ἔχεις , ἄνθρωπ ' : ἄνω τε καὶ κάτω τὸ πέος διέλκεις πυκνότερον Κορινθίων . Ὦ μιαρὸς οὗτος . Ταῦτ
, ὃ δεῖταί μου σφόδρα , ὅπως ἂν οἰκουρῇ τὸ πέος τοῦ νυμφίου . Φέρε δεῦρο τὰς σπονδάς , ἵν
6122483 παφλαζοντα
πάτον τὴν πεπατημένην ὁδὸν καὶ λεωφόρον . παύρους ὀλίγους . παφλάζοντα τῶν πεποιημένων κατὰ μίμησιν . πέδιλα τὰ ὑποδήματα ,
πριάμενοι . Γ Θ Παφλαγόνα : τὸν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ παφλάζοντα , τὸν λαρυγγιστήν , τὸν Κλέωνα . νεώνητον δὲ
6099651 θλασθηναι
συνούσης , πίττης ὑγρᾶς μιγνύειν : ἐὰν δὲ χωρὶς τοῦ θλασθῆναι τὸ δέρμα γένηται , διαφορητικῷ καταντλεῖν ἐλαίῳ θερμῷ συνεχῶς
νέαν , ψαθυράν , κούφην , ὁμόχρουν πανταχόθεν κἀν τῷ θλασθῆναι ἔνδοθεν λευκὰς ὀνυχοειδεῖς ἔχουσαν διαφύσεις λείας , μικρόβωλόν τε
6078595 βεβαωτα
κατέδαρθον ἐπ ' εἰναλίοισι πόνοισιν , εἶδον ἐμαυτόν ἐν πέτρᾳ βεβαῶτα , καθεζόμενος δ ' ἐδόκευον ἰχθύας , ἐκ καλάμω
τοὺς στίχους . . . , . ? περὶ τρόπιος βεβαῶτα . ὅτι γενικὴ ἀντὶ δοτικῆς , ἀντὶ τοῦ περιβεβηκότα
6057397 ἀλλασσομενου
κινναβαρίζων . πλύνεται ὡς ἡ καδμεία , τετράκις τῆς ἡμέρας ἀλλασσομένου τοῦ ὕδατος . Εἰ μὲν οἷα τὰ καλούμενα ἄκοπα
πλύνεται δ ' ὥσπερ ἡ καδμεία , τετράκις τῆς ἡμέρας ἀλλασσομένου τοῦ ὕδατος , ἄχρι μηδεμία ἐφίστηται λάμπη : καὶ
6055390 ἐπαισε
τὸ δὲ πῶς , εἰ αὐτὸς ᾤετο ἠρέμα παίειν , ἔπαισε δὲ σφοδρῶς ὥσπερ οἱ γυμναζόμενοι . περὶ πάντα δὴ
θυμὸν εἶχεν ἡ πληγή . ὡς δὲ καὶ τρίτην ἀπροφυλάκτως ἔπαισε , λανθάνει μου τῷ στόματι περὶ τοὺς ὀδόντας προσπταίσας
6050928 κροκωτῳ
; τίς ἡ τάραξις τοῦ βίου ; τί βάρβιτος λαλεῖ κροκωτῷ ; τί δὲ δορὰ κεκρυφάλῳ ; τί λήκυθος καὶ
. Ἐπειδὴ γαλῆ κατὰ πρόνοιαν Ἀφροδίτης γυνὴ γενομένη ἐν χιτῶνι κροκωτῷ οὖσα ἐπέδραμε μυί . Μέμνηται ταύτης Στράττις . Γραῦς
6039309 κωδων
, οὐδ ' ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματα : λόφοι δὲ κώδων τ ' οὐ δάκνους ' ἄνευ δορός . καὶ
ὠδῖνας τοὺς κύνας τίκτει τυφλούς . Γ χ ' ἡ κώδων Γ : παρὰ τὸ κραυγαστικὸν † ἡ κύων †
6028555 θεραποντ
μειράκιον τουτὶ γάρ , ἐλθὼν ὡς ἔχω , καὶ τὸν θεράποντ ' αὐτοῦ : κεκοινωνηκότες ἱερῶν γὰρ εἰς τὰ λοιπὰ
: Πάντα γὰρ οἰωνοὺς καλοῦσι καὶ τὰ μὴ ὄρνεα . θεράποντ ' ὄρνιν : Ἐπεὶ πολλάκις εἰώθαμέν τινας τῶν θεραπόντων
6028541 νυξας
, καὶ τότ ' ἐγὼν Ὀδυσῆα προσηύδων ἐγγὺς ἐόντα ἀγκῶνι νύξας : ὁ δ ' ἄρ ' ἐμμαπέως ὑπάκουσε :
: εἶθ ' ὑπομιμνάσκων τῶ τρώματος ἠρέμα νύξα , καὶ νύξας ἐχάλαξα , καὶ οὐ φεύγοντος ἔτεινα . ἤνυσα δ
6021902 πληγεντος
γὰρ θᾶττόν τε καὶ μᾶλλον πά - σχουσιν οἱ τοῦ πληγέντος τὴν ἀρχὴν ἔγγιον : τὸ δέ γε ὁρατὸν οὐ
* ἐχθόμεναι : ἐχθραί μισηταί μισούμεναι * ἀνδρός : τοῦ πληγέντος ῥινοὶ δὲ πλαδόωσιν : ἀντὶ τοῦ δυσωδίαν πέμπουσιν αἱ
6007638 κενοδοξον
ἀγοράσῃς , τοῦτόν σοι προσθήκην δώσω . ” πρὸς ἄνδρα κενόδοξον ἐν οὐδεμιᾷ μοίρᾳ παρὰ τοῖς ἄλλοις ὄντα ὁ λόγος
τοῦτον προσθήκην σοι δίδωμι . ” ὁ μῦθος πρὸς ἄνδρα κενόδοξον οὐδεμιᾷ παρ ' ἄλλοις ὄντα † μορφῇ . Ἑρμῆς
6005029 κατακλιθηναι
. καὶ τὰ μὲν πρῶτα τοιαῦτα . μετὰ δὲ τὸ κατακλιθῆναι μὲν τοὺς συμπότας ἐν αἷς ἐδήλωσα τάξεσι , στῆναι
' ἕκαστον , ὡς οὐδεὶς ἐνήρμοττεν , ἐμβάντα τὸν Ὄσιριν κατακλιθῆναι . Τοὺς δὲ συνόντας ἐπιδραμόντας ἐπιρρῖψαι τὸ πῶμα καὶ
6003169 πιασας
μυῶν φθορᾶς τοῖς αὐτοῖς κέχρηνται φαρμάκοις . Ἐὰν δὲ ἕνα πιάσας ἐκδείρῃς αὐτοῦ τὴν κεφαλήν , καὶ ἀπολύσῃς , οἱ
. Πάρδαλις ἐν Χεβρὼν προσεπήδησεν ἐπὶ τὸν κύνα : καὶ πιάσας αὐτὴν ἀπὸ τῆς οὐρᾶς , ἀπεκόντισα αὐτὴν καὶ ἐρράγη
6001977 σαρον
βούλοιτο μετρικῶς γράψοι ; ὀφελτρεύουσικαλλύνουσι . × ὀφελτρεύσωσι σαρώσωσι . σαρὸν γὰρ καὶ ὄφελλα καὶ ὄφελμος ἡ σκοῦπα λέγεται .
βούλοιτο μετρικῶς γράψοι ; ὀφελτρεύουσικαλλύνουσι . × ὀφελτρεύσωσι σαρώσωσι . σαρὸν γὰρ καὶ ὄφελλα καὶ ὄφελμος ἡ σκοῦπα λέγεται .
6001133 παταξας
σιωπήσας καὶ παρελκύσας τὸ τόξον ἔβαλε , καὶ τὸν ὄρνιθα πατάξας ἀπέκτεινεν . ἀγανακτούντων δὲ τοῦ μάντεως καί τινων ἄλλων
καθῆκε : πίτνει δ ' ἐς πέδον πρὸς κίονα νῶτον πατάξας , ὃς πεσήμασι στέγης διχορραγὴς ἔκειτο κρηπίδων ἔπι .
5997966 ἐριφος
Ἀλεξανδρεινῶν : τοῦ δ ' οἴνου δραχμῆς ὁ μετρητὴς καὶ ἔριφος ὁ μέτριος ὀβολοῦ καὶ λαγώς . τῶν δ '
καὶ ὁ καιρὸς δίδωσι κατὰ τῶν ἀμεινόνων τὸ θράσος . ἔριφος ἐπί τινος δώματος ἑστὼς ἐπειδὴ λύκον παριόντα εἶδεν ,
5978137 ταυρηδον
οἱ παῖδες , τὰ πολλὰ κλαυμυριζόμενος καὶ ὠρυόμενος διατελεῖ , ταυρηδόν τε ὑποβλέπεται καὶ ὑπαφρίζει τῷ στόματι , καὶ τοὺς
εἶναι δὲ τοῖς θηρίοις τούτοις ἐπὶ μετώπου κέρας , ᾧ ταυρηδόν τε καὶ οὐκ ἀγεννῶς μάχονται , καὶ ἀποφαίνειν τοὺς
5966484 θενων
θεούς . ἀφ ' ἑνὸς γὰρ τοὺς πάντας δηλοῖ . θένων : Τύπτων . . νὴ τὸν Ποσειδῶ : Τοῦτο
ἐλθόντα ἐκ τῶν θαλάμων τῆς Μιδέας ἔκτανεν ἐν τῇ Τίρυνθι θένων ἐν σκάπτῳ τῆς σκληρᾶς ἐλαίας . * γάρ .
5963140 γαλαθηνον
. καὶ Ἀνακρέων δέ φησιν : οἷά τε νεβρὸν νεοθηλέα γαλαθηνόν , ὅς τ ' ἐν ὕλῃ κεροέσσης ἀπολειφθεὶς ἀπὸ
τιτθιζόμενον ἤτοι γαλαθηνόν . σακίταν : σηκίτην , λιπαρόν , γαλαθηνόν . λῇς ποτὶ τᾶν Νυμφᾶν : ἀντὶ τοῦ βούλει
5957909 μαλακισθηναι
καὶ διὰ τοῦτο τὸ αἰτίαμα ὕστερον φεύγειν ἐκ Σπάρτης δόξαντας μαλακισθῆναι , καὶ τοὺς πολεμίους φθάσαι τῇ προσμείξει , καὶ
ὑπὲρ Καλάνου ἐχρῆν εἰπεῖν ἐν τῇ περὶ Ἀλεξάνδρου συγγραφῇ : μαλακισθῆναι γάρ τι τῷ σώματι τὸν Κάλανον ἐν τῇ Περσίδι
5956342 διασπαρασσει
. ῥυπτόμενον : καθαιρόμενον . ῥήγνυσι γῆρυν : ῥήσσει , διασπαράσσει . ῥᾷον : εὔκολον , εὐχερές . ῥυπτικόν :
, ἡ δ ' ἐσφάδᾳζε , καὶ χεροῖν ἔντη δίφρου διασπαράσσει , καὶ ξυναρπάζει βίᾳ ἄνευ χαλινῶν , καὶ ζυγὸν
5950867 εἱμασιν
καὶ τὸν Περδίκκαν καὶ τὸ Σιμωνίδου ” σὺν πορδακοῖσιν ἐκπεσόντες εἵμασιν ” ἀντὶ τοῦ διαβρόχοις , καὶ ἐν τῇ ἀρχαίᾳ
ἀγλαΐῃ κομόωντα . ὡς δέ τις ἠϊθέων ὑπὸ νυμφοκόμοισι γυναιξὶν εἵμασιν ἀργεννοῖσι καὶ ἄνθεσι πορφυρέοισι στεψάμενος , πνείων τε Παλαιστίνοιο
5925992 κατεφαγεν
: πέρπερος εἰσηγησάμην : ἔδειξα λογισμόν : διάνοιαν ἀπεδήδοκεν : κατέφαγεν μαμμάκυθοι : μωροί μελιτίδαι : μωροί μοχθηροτέρους : δυστυχεστάτους
ἡ γῆ καὶ οὓς διεμερίσαντο τὰ θηρία , καὶ οὕσπερ κατέφαγεν τὸ πῦρ διὰ τοὺς ἐμοὺς λόγους : νῦν ἔγνωκα
5918556 ἐκαθευδε
ὅτε δὴ λέγεται καθεύδειν ὁ Πὰν ἐκλελοιπὼς τὴν θήραν . ἐκάθευδε δ ' ἄρα πρότερον μὲν ἀνειμένος τε καὶ πρᾷος
[ ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι ] Ζηνόδοτος [ γράφει ] ἐκάθευδε . . γ . Α . . Ο .
5917984 Ματων
νόμῳ κατακλῇσαι τοῦτο , παραπομπὴν ποιεῖν τῶν ἰχθύων . νυνδὶ Μάτων συνήρπακεν τοὺς ἁλιέας , καὶ Διογείτων νὴ Δία ἅπαντας
νόμῳ κατακλεῖσαι τοῦτο , παραπομπὴν ποιεῖν τῶν ἰχθύων . νυνδὶ Μάτων συνήρπακεν τοὺς ἁλιέας , καὶ δὴ Διογείτων νὴ Δία
5914755 φυϲα
: ἀγαθὸν δὲ ὁμοῦ τὰ πάντα : ἢν δὲ καὶ φῦϲα ἐνῇ , κυμίνου καὶ ϲελίνου τῶν καρπῶν ἠδὲ ὁκόϲα
, ἢ πρὸϲ ὁδὸν ὀρθίην : βραγχώδεεϲ καὶ βηχώδεεϲ : φῦϲα ἐν τοῖϲι ὑποχονδρίοιϲι καὶ ἐρυγαὶ παράλογοι : ἀγρυπνίη ,
5913123 ἀρρωστουντα
σὲ τοῦ πάθους : βλάπτεσθαι γὰρ ἐκ τοῦ τοιοῦδε τὸν ἀρρωστοῦντα . ὡς δ ' ἠρρώστεις παῖδες ἔλεγον ἰατρῶν .
ἐνομίζετο , ὥσπερ τὸν λέοντα , ὃν ἐποίησεν Αἴσωπος , ἀρρωστοῦντα ἐν τῷ σπηλαίῳ ἡ κερδὼ ἐρεσχελεῖ εἰσιόντων τὰ ἴχνη
5910706 λουει
λόγια ὑφηγεῖτο , καινότατον τρόπον καὶ | ἄξιον ἱστορηθῆναι : λούει τὸ πρῶτον αὐτοὺς ὕδατι πηγῆς τῷ καθαρωτάτῳ καὶ ζωτικωτάτῳ
. Ὀδυσσέα γοῦν παρὰ Φαίαξι πρὸ τῆς θοίνης ἡ ταμίη λούει . καὶ οἱ περὶ τὸν Τηλέμαχον : ἐς ῥ
5902446 ὁρμαινων
εἷς δ ' ἐνόρουσε βοάσαις . ἔννεπε δ ' ἀντίον ὁρμαίνων τέρας εὐθὺς Ἀπόλλων : Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς , ἥρως
προθυμούμενος . ὁρμαίνων ] ὁρμῶν . ὁρμαίνει ] ὁρμᾷ . ὁρμαίνων ] σφαδάζων . θ ὁρμαίνει ] ταράττεται . Ξ
5901111 βλαψῃς
προδότης τῶν φίλων . Ἂν μὴ δυνάμενος , ἐθέλων δὲ βλάψῃς φίλον , καὶ μὴ δυνάμενος καὶ θέλων πείσῃ κακόν
χεῖρα αἰτεῖς ἀποκαλύψεις ἐν δεήσει ; βλέπε μήποτε πολλὰ αἰτούμενος βλάψῃς σου τὴν σάρκα . ἀρκοῦσίν σοι αἱ ἀποκαλύψεις αὗται
5893247 Ἀντιλεων
πειθόμενος μὴ ἄν ποτε τελέσειν αὐτὸν τόνδε τὸν ἆθλον . Ἀντιλέων δὲ κρύφα τὸ φρούριον ὑπελθὼν καὶ λοχήσας τὸν φύλακα
οἷον ὅπλα . καὶ ἐν εἰσθέσει ἴαμβοι ιʹ . ΓΓΘ Ἀντιλέων : οὗτος πονηρὸς κωμῳδεῖται καὶ πολυπράγμων . προειρήκει δὲ
5892525 εὐηλιῳ
γέλωτα ὀφλισκάνουσιν . ὄνος ἄγριος ὄνον ἥμερον θεασάμενος ἔν τινι εὐηλίῳ τόπῳ προσελθὼν ἐμακάριζεν αὐτὸν ἐπὶ τῇ εὐεξίᾳ τοῦ σώματος
γὰρ ὥστε τὰ μὲν ἐν παλισκίῳ εἶναι τὰ δὲ ἐν εὐηλίῳ . καὶ τὰ ἄρρενα δὲ τῶν θηλειῶν ὀζωδέστερα ἐν
5891699 κυνιδιον
τυφλός : οὔτε γὰρ πέφυκεν ἔχειν ὀφθαλμούς . τὸ δὲ κυνίδιον λέγεται στέρησιν ἔχειν , ἡνίκα μὴ ἔχει ἐν τῷ
κνισοτηρητής : ὁ κνίσαν καὶ δεῖπνα ἐπιτηρῶν . κυνάριον καὶ κυνίδιον : ἄμφω δόκιμα . καλλιτράπεζος : ὁ καλὴν καὶ
5887658 ἀμησαι
τοῖς Αὐτομόλοις ἔφη ἵνα τὰ λῇα συγκαρκινωθῇ . τὸ δὲ ἀμῆσαι καὶ θερίσαι : καὶ τὸ πρᾶγμα οὐ μόνον θέρος
τῶν ὑποδημάτων ἔλεγον ὡς Αἰσχίνης ὁ Σωκρατικός . τὸ δὲ ἀμῆσαι καὶ θερίσαι : καὶ τὸ πρᾶγμα οὐ μόνον θέρος
5885973 ἐκαμψεν
ἵνα Κριοῦ καλέονται Εὐναί , ὅθι πρῶτον κεκμηότα γούνατ ' ἔκαμψεν , νώτοισιν φορέων Μινυήιον υἷ ' Ἀθάμαντος : ἐγγύθι
οὐκ ἦν , ὀρθὸν ὄντα , φησί , τὸν ὀβελίσκον ἔκαμψεν , ἵνα δι ' αὐτοῦ δυνηθῇ κλέψαι καὶ ἑλκύσαι
5877316 ἐθορεν
ἀλλ ' ὅτε δὴ λόχμῃσι λαγωείῃσι πελάσσῃ , ῥίμφ ' ἔθορεν , τόξῳ ἐναλίγκιος ἠὲ δράκοντι συρικτῇ , τὸν ὄρινεν
λευγαλέῳ ζήλῳ περὶ μητέρι μαινόμενος θήρ : ἐκ δ ' ἔθορεν μεμαὼς παιδὸς γενύεσσι ταμέσθαι μήδεα , μὴ μετόπισθε νέον
5876849 ἀχυρον
τοῦτό φησιν Ἀριστοφάνης : Γέρανοι λίθους καταπεπτωκυῖαι . Γέροντες εἰς ἄχυρον ἀποδεδρακότες : ἐπὶ τῶν ἑαυτοὺς ἀσφαλιζομένων . Τοῦ γὰρ
τῶν ἐν τῇ πολιορκίᾳ χρησίμων ὄντων , ἀλλ ' ἢ ἄχυρον ἢ χόρτον , οἷς εἰς οὐθὲν ἄλλο , εἰς
5876210 λαβοντ
νέα συκίδια τἄλλα θ ' ὁπός ' ἐστὶ φυτὰ προσγελάσεται λαβόντ ' ἄσμενα . Ἀλλὰ ποῦ ποτ ' ἦν ἀφ
τὸ πράττειν οὕτω καὶ σκόπει . Ἐὰν τροφὴν δοὺς τὸν λαβόντ ' ὀνειδίσῃς , ἀψινθίῳ κατέπασας ἀττικὸν μέλι . Εἰ
5873722 βρωμη
γυναικῶν : ζωμὸς ἀποσσεύει δὲ μιαιφόνα φάρμακα φώτων δαισαμένων , βρώμη δὲ πέλει χαριεστάτη ἄλλων εἰναλίων μερόπεσσι μετὰ σκάρον ἰχθυμέδοντα
: παρὰ τὸν βρώσω μέλλοντα γίνεται βρῶμα καὶ βρῶσις καὶ βρώμη , ὡς κωλύσω κωλύμη καὶ φιλήσω φιλήμη . σημαίνει
5869890 τιλλων
Τὸν Ἐρεχθέα μοι καὶ τὸν Αἰγέα κάλει . Ἀπόλωλα : τίλλων τὸν λάγων ὀφθήσομαι . Οὐδ ' ἐστὶν αὐτῷ στλεγγὶς
νοῦν ἔχων ἐκτείνας ἑαυτὸν ἐπὶ γῆς καὶ καταχεάμενος τέφραν καὶ τίλλων νέος μὲν ἴουλον , γέρων δὲ πολιὰς αὑτόν τε
5869167 χαλκεως
ἰχθύς : Βίνη ἡ πόλις : ῥινὴ τὸ ἐργαλεῖον τοῦ χαλκέως : σεσημείωται τὸ πείνη ὁ λιμὸς διὰ τῆς ει
χαλκέως , συνῆκε δὲ οὕτως : ὁπόσα ἐν τῇ τοῦ χαλκέως ἑώρα , παρέβαλεν αὐτὰ πρὸς τὸ ἐκ Δελφῶν μάντευμα
5865509 δακῃ
καλουμένου βασιλίσκου ῥητῶς οὕτω φησίν : ὅταν δὲ ὁ βασιλίσκος δάκῃ , πληγὴ ὑπόχρυσος γίνεται . Τὰ μὲν οὖν ἐν
ἡ πάθη : διψὰϲ δὲ τὸ ἑρπετὸν θηρίον , ἢν δάκῃ τινά , ἄϲχετον δίψοϲ ἐξάπτει , πίνουϲί τε ἄδην
5863678 ἀφειλω
φοβερᾷ φονευόμενον ἰδοῦσα πλησίον σου μειράκιον καλόν , ἐρωτικόν : ἀφείλω μου τὸν ἡλικιώτην , τὸν πολίτην , τὸν ἐραστήν
. πλὴν εἰκόνα μοι δέδωκας ἀνδρὸς φιλτάτου καὶ ὅλον οὐκ ἀφείλω μου Χαιρέαν . δὸς δή μοι γενέσθαι τὸν υἱὸν
5861309 ταχυνειν
ὄπισθεν ἐχθροῦ : ὥστ ' ἐφ ' ἡμῖν ἔσται καὶ ταχύνειν τὸ ἔργον καὶ ἐπὶ σχολῆς ἐκτρύχειν τοὺς πολεμίους λιμῷ
καταζήτει . καὶ ἐκφόβει . διώκειν γʹ : ἐξωθεῖν . ταχύνειν . καὶ μεταδιώκειν . δμώς βʹ : ὑπηρέτης .
5852786 λεηλατουντων
ἀμπελῶνας σκάπτειν ἀναγκάζοντα τῷ σκαφείῳ πατάξας ἀπέκτεινεν : Ἰτώνων δὲ λεηλατούντων πολλὴν τῆς ὑπὸ Ὀμφάλῃ χώρας , τήν τε λείαν
. Χάρης δὲ ἀσφαλῆ τὴν ἀποχώρησιν ἐποιήσατο . Χαρίδημος Ἰλιέων λεηλατούντων αὐτοῦ τὴν πόλιν οἰκέτην Ἰλιέα προελθόντα ἐπὶ λείαν συλλαβὼν
5847029 σπευδοντα
μὴ θέλουσιν ἀγαθοῖς εἶναι μάταιον καὶ λέγειν καὶ ποιεῖν , σπεύδοντα ὅπως ἔσονται ἀγαθοί , τοῖς δὲ ἐθέλουσί γε καὶ
σταδιοδρομεῖν . Δεῖ , ὥσπερ Σειρῆνας τὰς ἡδονὰς παρελθεῖν τὸν σπεύδοντα τὴν ἀρετὴν ἰδεῖν , ὥσπερ πατρίδα . Οὔτε σῖτον
5845772 ἀποπνιξαι
δὲ συνεχῶς καταπονούμεναι ἔγνωσαν δεῖν τὸν ἐπὶ τῆς οἰκίας ἀλέκτορα ἀποπνῖξαι : ἐκεῖνον γὰρ ᾤοντο τῶν κακῶν αἴτιον εἶναι νύκτωρ
τιν ' ἀστραπή , φέρειν τιν ' ἄρας ἄνεμος , ἀποπνῖξαι βρόχος , θύρας μοχλεύειν σεισμὸς , εἰσπηδᾶν ἀκρίς ,
5843326 μνηστηρ
δ ' ἐμῷ οὔτις ἕαδε . εἷς καὶ ἐγὼ πολλῶν μνηστὴρ τεὸς ἐνθάδ ' ἱκάνω . καὶ τί , φίλος
λόγος κατὰ συναλοιφὴν , ἵν ' ᾖ : ὁ λαὸς μνηστὴρ ἅμα πολέμου καὶ τῶν Ὀλυμπικῶν ἀθλημάτων . πολλῶν ἐπέβαν
5838625 ἐρυθροτερον
, ὀφείλεις εἰπεῖν , ὅτι ἐπειδὴ ἐπεσχέθη τὸ αἷμα , ἐρυθρότερον ἔχοι τὸ πτύελον γενέσθαι . τὸ γὰρ ἀναγόμενον πρὸς
πρὸς τὰ θεῖ ' ἀβέλτεροι , κοὐκ ἴσμεν οὐδέν . ἐρυθρότερον καρῖδος ὀπτῆς ς ' ἀποφανῶ . βύστρα υἱὸς γὰρ
5837659 ἐξετασσεν
πλὴν Σερουιλίου τῶν ἄλλων συντιθεμένων εἶξε . καὶ τῆς ἐπιούσης ἐξέτασσεν αὐτὸς ἡγούμενος : παρεχώρει γὰρ ὁ Τερέντιος . Ἀννίβας
ὑποδέξασθαι . αὐτὸς δ ' ἅμ ' ἕῳ τὸν στρατὸν ἐξέτασσεν , ὀγδοήκοντα μὲν καὶ ὀκτὼ γεγονὼς ἔτη , ἱππεύων
5832208 μυροισιν
δάπισιν , τίς γὰρ ὑφαίνειν ἐθελήσει χρυσίου ὄντος ; Οὔτε μύροισιν μυρίσαι στακτοῖς ὁπόταν νύμφην ἀγάγησθον , οὔθ ' ἱματίων
πώ με ζῆλος , οὐδὲ φθονῶ τυράννοις . ἐμοὶ μέλει μύροισιν καταβρέχειν ὑπήνην , ἐμοὶ μέλει ῥόδοισιν καταστέφειν κάρηνα :
5829939 προσεδραμε
καὶ προσιόντι καὶ σαίνοντι παρέβαλλεν . ὁ δὲ ὄνος φθονήσας προσέδραμε καὶ σκιρτῶν ἐλάκτισε τὸν δεσπότην . καὶ οὗτος ἀγανακτήσας
δὲ ἐπὶ τὴν πηγὴν ἔπλησε τὴν ὑδρίαν καὶ ἀνέβη . προσέδραμε δὲ ὁ παῖς εἰς συνάντησιν αὐτῇ καὶ εἶπε :
5829018 ἐκαλεε
οἰκετέων τοὺς μάλιστα ὥρα πιστοὺς ἐόντας ἑωυτῇ ἑτοίμους ποιησαμένη , ἐκάλεε τὸν Γύγην . Ὁ δὲ οὐδὲν δοκέων αὐτὴν τῶν
χειρὶ μὲν τῇ δεξιῇ εἶχε τοῦ νεηνίσκου τὴν καρδίην , ἐκάλεε δὲ τοὺς ἀνὰ τὴν οἰκίην πάντας : ὁ δὲ
5828621 ἀποκρεμασας
ἐκκαλεῖσθαι . διόπερ ἀναβὰς ἐπί τινα πάσσαλον καὶ ἑαυτὸν ἐνθένδε ἀποκρεμάσας προσεποιεῖτο τὸν νεκρόν . τῶν δὲ μυῶν τις παρακύψας
τὸν σύλλογον , ἐμὲ δὲ ὁ Κυλλήνιος τοῦ δεξιοῦ ὠτὸς ἀποκρεμάσας περὶ ἑσπέραν χθὲς κατέθηκε φέρων ἐς τὸν Κεραμεικόν .
5827004 κοιμωμενον
ἦλθεν ὁ λύκος μεθ ' ἡμέρας , ἀλλ ' οἴκοι κοιμώμενον εὗρε τὸν κύνα , καὶ κάτω σταθεὶς πρὸς αὐτὸν
τὸν χαλκέα κομιούμενον αὐτόν . ἰδόντα δὲ καὶ τὸν τεχνίτην κοιμώμενον καὶ τὸν ἀσκὸν καὶ τὸν καρκίνον εἰκῇ κείμενον καὶ
5825282 τυπτησεις
ὡς στέφανον ἔχων παρρησιάζεται καὶ τοῦτό φησι . τὸ δὲ τυπτήσεις Ἀττικόν ἐστιν ἀπὸ τοῦ τυπτέω ἀχρήστου θέματος . .
τι ] διατί πράγματα ] ὀχλήσεις . θορύβους , ὀχλήσεις τυπτήσεις ] ἐκ τοῦ “ τυπτῶ ” ἀττικῶς ἔχοντά ]
5824464 Κορκυρᾳ
Κορκυραίων δὲ ἀνάθημα . λέγεται δὲ ὡς ταῦρος ἐν τῇ Κορκύρᾳ καταλιπὼν τὰς ἄλλας βοῦς καὶ ἀπὸ τῆς νομῆς κατερχόμενος
παυσάμενοι κοινῶς ᾤκουν τὴν πατρίδα . ἡ μὲν οὖν ἐν Κορκύρᾳ σφαγὴ τοιοῦτον ἔσχε τὸ τέλος . Ἀρχέλαος δ '
5821713 ἀχαλινωτον
ὄνου καταπεσὼν , ἐν τοῖς Νόμοις : Καὶ μὴ καθάπερ ἀχαλίνωτον στόμα βίᾳ ὑπὸ τοῦ λόγου φερόμενον . Ἄπληστος πίθος
βιαστικῶς καὶ συναρπάζει αὐτὸν τὸν δίφρον ἄνευ χαλινῶν , ἤτοι ἀχαλίνωτον γενόμενον , καὶ τὸν ζυγὸν συνθλᾷ . πίπτει δὲ
5819977 Πεισανδρῳ
νεοττός καὶ Ἄρεως παιδίον : κέχρηται τῷ μὲν πρώτῳ Πλάτων Πεισάνδρῳ , τῷ δὲ δευτέρῳ Ἀναξανδρίδης Πανδάρῳ . Ἀρκάδας μιμούμενος
ἡμεῖς λέγομεν , ἀτὰρ καὶ Πλάτων ἐπὶ τοῦ ἰχθύος ἐν Πεισάνδρῳ : ἤδη φαγών τι πώποθ ' , οἷα γίνεται
5818446 λαγωον
πεποίηται . Ἐπὰν δὲ τῷ θαλάμῳ πελάσειεν , ἵνα τὸν λαγωὸν πεπίστευκεν ἀτρεμεῖν , ἀθρόον ὡς ἀπὸ τόξου βέλος ἐξέθορεν
γαστέρα σχῇς , ἡλίκην ὅτ ' εἰσῄεις . ” Κύων λαγωὸν ἐξ ὄρους ἀναστήσας ἐδίωκε , δάκνων αὐτὸν εἰ κατειλήφει
5818322 πυλωρον
Θ . . στρεφόμενον . ἱδρύσασθε : Ποιήσατε . . πυλωρόν . . ἐπωνυμία ἐστὶ τοῦτο τοῦ θεοῦ : παρὰ
ἀστεῖον ] θαυμαστόν στροφαῖον ] θυρωρὸν καὶ δόλιον ἄνθρωπον . πυλωρόν στροφῶν ] πανουργημάτων ἐμπολαῖον ] ἀγοραῖον παλιγκάπηλον ] κλέπτην
5816603 ποθορευσα
ἡ Ἀλκίππη : αὕτη γάρ ἐστιν ἐρωμένη τοῦ Κομάτα . ποθορεῦσα : Αἰολικόν : ὤφειλε γὰρ ὁρῶσα διὰ τοῦ ω
ω τῆς δευτέρας συζυγίας . καί μ ' ἁ παῖς ποθορεῦσα : καί με ἡ ἐρωμένη προσβλέπουσα . τάλαν λέγει
5814950 διακοπεν
οὗ . διατμαγέν : χωρισθὲν , διαῤῥαγὲν , κλασθὲν , διακοπέν . ἕρκος : ἔνδυμα ἀπὸ τοῦ εἴγρω τὸ κωλύω
οὗ . διατμαγέν : χωρισθὲν , διαῤῥαγὲν , κλασθὲν , διακοπέν . ἕρκος : ἔνδυμα ἀπὸ τοῦ εἴγρω τὸ κωλύω
5813343 δρυϊνον
τι ἄλλο τοιοῦτον : ὡς καὶ Ὅμηρος : οὐδόν τε δρύϊνον προσεβήσετο : ἢ τὸ πανέσχατον , εἴ ποτε πυρὸς
. δρύον ἂν εἴη : παρὰ τὴν δρῦν , οἷον δρύϊνον . Δεῖπνον . τὸ παρ ' ἡμῖν ἄριστον .
5812591 δακρυοντα
σαφῶς ὅτι μηδὲν αὐτῶν ἐστιν ἰσχυρόν . Ἠλέκτρα τὸν Ὀρέστην δακρύοντα ὁρῶσα καὶ προσαγόμενον αὐτήν , τότε μὲν ᾤετο ἄνεσίν
ἦν ἐμαυτόν : εἴθε δυνατὸν ἦν ἐμαυτὸν ἄλλον γενόμενον προσβλέψαι δακρύοντα καὶ κατιδεῖν ἐν ὁποίοις κακοῖς εἰμι . τοῦτο δὲ
5812080 τιμωρω
τοῦ εἰ τῷ Πατρόκλῳ ἐκδίκησιν τοῦ φόνου παράσχῃς . τὸ τιμωρῶ δὲ σημειωτέον ὅτι δοτικῇ συντάσσεται ὅτε ἀντὶ τοῦ βοηθῶ
ἐρι τοῦ σημαίνοντος τὸ ἄγαν , καὶ τοῦ νύσσω τὸ τιμωρῶ : ἢ καὶ ἀπὸ τοῦ ἐν τῇ ἔρᾳ ναίειν
5806790 ἐλυτρον
Χαλεπὰ τὰ καλά . Χαλεπὸν χορίου κύνα γεύειν : τὸ ἔλυτρον τοῦ ἐμβρύου χόριον καλεῖται . οἱ δὲ κύνες γευσάμενοι
τὰ δὲ ἄλλα ὅσα περὶ τὸ ἱερὸν τοῦ Μαλεάτου καὶ ἔλυτρον κρήνης , ἐς ὃ τὸ ὕδωρ συλλέγεταί σφισι τὸ
5804908 Μυρμηκιον
ἐν ἀριστερᾷ δ ' εἰσπλέοντι τὸν Κιμμερικὸν Βόσπορον πολίχνιόν ἐστι Μυρμήκιον ἐν εἴκοσι σταδίοις ἀπὸ τοῦ Παντικαπαίου . τοῦ δὲ
στόματος τῆς Μαιώτιδος ἀπὸ τῶν κατὰ τὸ Ἀχίλλειον καὶ τὸ Μυρμήκιον στενῶν διατείνων μέχρι πρὸς τὴν Κοροκονδάμην καὶ τὸ ἀντικείμενον
5803086 ἐσχισε
ὃς δυσὶ πηδαλίοις ? ? [ ] [ ] μόνος ἔσχισε Λήμνιον ὕδωρ : ὄλβιος ἦν ὁ Μίδας , τρὶς
' ἐπικλοπάδαν [ ἐνέρεισε ] μετώπωι : διὰ δ ' ἔσχισε σάρκα [ καὶ ] ὀστέα ? [ ] ?
5802686 ἀμελγε
ἐλίγαινε καὶ ἀείδων ἐνόμευε καὶ σύριγγας ἔτευχε καὶ ἁδέα πόρτιν ἄμελγε καὶ παίδων ἐδίδασκε φιλήματα καὶ τὸν Ἔρωτα ἔτρεφεν ἐν
, τάχα κα πολὺ μᾶλλον ἔχοις νῶν . τὰν παρεοῖσαν ἄμελγε : τί τὸν φεύγοντα διώκεις ; εὑρησεῖς Γαλάτειαν ἴσως
5797664 ἀσκαλαβωτης
δὲ καὶ γαλεώτης . γαλεώτης : ἑκατέρως λέγεται , καὶ ἀσκαλαβώτης καὶ γαλεώτης . καὶ ὀροφὴ δὲ ἀρσενικῶς καὶ θηλυκῶς
καὶ ἀλεκτρυών , ὕαινα δὲ τῇ παρδάλει , σκορπίῳ δὲ ἀσκαλαβώτης : νάρκη γοῦν τὸν σκορπίον καταλαμβάνει προσαχθέντος οἱ τοῦ
5793638 ταρβει
τῷ προτρέποντι τὸν Ἀγήνορα ἀντιστῆναι Ἀχιλλεῖ . . . . ταρβεῖ οὐδὲ φοβεῖται , ἐπεί κεν ὑλαγμὸν ἀκούσῃ : ἡ
ἔχει τι δεινὸν γενέσθαι : ἀτάραχος : τὸ μὲν φρίσσει ταρβεῖ ταὐτόν ἐστιν . ὁ δὲ νοῦς : οὐδέποτε ἡ
5792999 σπλαγχνοισιν
. Πόνος , τοῖσιν ἄρθροισι καὶ σαρκὶ σῖτος , ὕπνος σπλάγχνοισιν . Ψυχῆς περίπατος , φροντὶς ἀνθρώποισιν . Ἐν τοῖσι
ἐν οὐδενί . Φροντὶς νοῦσος χαλεπή : δοκέει ἐν τοῖσι σπλάγχνοισιν εἶναι οἷον ἄκανθα καὶ κεντέειν , καὶ ἄση αὐτὸν
5788665 ἐκκυψας
ἐξοχῇ κλίνας . ὁ δ ' Ἥλιος τὸ πρῶτον ἡδὺς ἐκκύψας ἀνῆκεν αὐτὸν τοῦ δυσηνέμου ψύχους , ἔπειτα δ '
πρόξενον θλίβων . μικρὸν δ ' ἐπισχὼν εἶτ ' ἔσωθεν ἐκκύψας ψαύειν ἔμελλεν ἰσχάδος Καμειραίης : ἕτερος δ ' ἐπῆλθεν
5783936 τεταραγμενος
; Ἀπόδειξον . Ὥσπερ κλωστῆρ ' , ὅταν ἡμῖν ᾖ τεταραγμένος , ὧδε λαβοῦσαι , ὑπενεγκοῦσαι τοῖσιν ἀτράκτοις τὸ μὲν
ἐκ Πειραιῶς , οἷα δὴ ξένος καὶ βάρβαρος οὐ μετρίως τεταραγμένος ἔτι τὴν γνώμην , πάντα ἀγνοῶν , ψοφοδεὴς πρὸς
5781897 νυσταζειν
, διὰ τοῦ μύθου διεγείρων ἡμᾶς , καὶ οὐκ ἐῶν νυστάζειν καὶ ἀργοὺς εἶναι τὴν διάνοιαν . Εἰδέναι δὲ δεῖ
καὶ τοῦ ἵζειν καὶ κατανεύειν : ὥστε κυρίως τὸ ἀποβορᾶς νυστάζειν . οἱ δὲ παρὰ τὸ βρί . βαρύνονται γὰρ
5781669 ἐλαθ
ὥστ ' ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον μικροῦ κατακαύσας ἔλαθ ' ἑαυτόν , ὑπὸ μάλης τῇ γαστρὶ μᾶλλον τοῦ
, τὸ ποίμνιον ἁνίκ ' ἔβαλλε , κοὔ μ ' ἔλαθ ' , οὐ τὸν ἐμὸν τὸν ἕνα γλυκύν ,
5780516 παιζοντα
τίς δ ' οὐκ ἂν ἀπέκτεινέ με εἰκότως , ὡς παίζοντα ἐς ἄνδρας , οἷς , ἃ παρὰ τῶν θεῶν
γὰρ θαῦμ ' ἄπιστον , ἰχθύων γένη περὶ τὴν ἄκραν παίζοντα , κωβιούς , σπάρους , ψήττας , ἐρυθίνους ,
5777807 κτειν
. οὗτος σύ , μαίνηι καὶ κακῶν ἐρᾶις τυχεῖν ; κτεῖν ' , ὡς ἐν Ἄργει φόνια λουτρά ς '
σὺ δ ' ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσι : μή με κτεῖν ' , ἐπεὶ οὐχ ὁμογάστριος Ἕκτορός εἰμι , ὅς
5776575 κυλιω
ἤδη παρθένους ἀλινδεῖσθαι : παρὰ τὸ ἀλίω ἀλινδῶ , ὡς κυλίω κυλινδῶ , ἔνθεν τὸ ἀλίσω , καὶ : ἄπαγε
παρὰ τὸ ἀλῶ , τὸ πλανῶ . ἢ ἀπὸ τοῦ κυλίω καὶ τροπῇ τοῦ υ εἰς τὸ α καὶ ἀποβολῇ
5775902 φιλονεικουντα
ὅρα μὴ παίζοντα μᾶλλον τιθῇ σέ τις ἢ σπουδάζοντα καὶ φιλονεικοῦντα , ὅς γε καὶ ἐν αὐτοῖς τούτοις τοῖς λόγοις
δ ' ἑκάτερον πρόσεστιν , ἀποστρέφει καὶ μετωπηδὸν ἀνθίσταται καὶ φιλονεικοῦντα πρὸς τὸν ἀντίπαλον προθυμίαις καὶ τόλμαις ἀηττήτοις γυμνάζεται ,
5773873 ἐπειρα
ἔφη συμμαχήσειν . ἅμα δὲ ταῦτ ' ἔπρασσε καὶ Μασσανάσσην ἐπείρα μεταθέσθαι πρὸς αὑτόν , τήν τε Μασσυλίων ἀρχὴν αὐτῷ
καὶ παρ ' αὐτὸν ἐλθόντος εἰς τὴν διατριβήν , ὡς ἐπείρα αὐτοῦ τὴν παλλακὴν ὁ Μέντωρ , καθά φησι Φαβωρῖνος
5773142 γαλεον
δ ' ἐν πέμπτῳ ζῴων μορίων καὶ κεντρίνην φησί τινα γαλεὸν εἶναι καὶ νωτιδανόν . Ἐπαίνετος δ ' ἐν ὀψαρτυτικῷ
μελανούρου : ἐσθιέτω δὲ νάρκην καὶ ῥίνην καὶ βατίδα καὶ γαλεὸν καὶ τρυγόνα καὶ βατράχους , τῶν δὲ ἄλλων μηδέν

Back