ΓΘ οὐ δεόμεθα ] οὐ χρῄζομεν οὐδὲ ἐφιέμεθα . Γ ὑπερεπήδων : καὶ εὐθὺς ὑπερήλλοντο καὶ ὑπερεπήδων , τουτέστι δρομαῖοι | ||
ἑρπέτω . Ἐκεκράγεσάν τε τοὺς πρυτάνεις ἀφιέναι : εἶθ ' ὑπερεπήδων τοὺς δρυφάκτους πανταχῇ . Ἐγὼ δὲ τὰ κορίανν ' |
, ἀνειλκυσμένη . τὰ δὲ μέρη τούτων προείρηται . καὶ σάκον μὲν καὶ σακίον ἡ κωμῳδία , Ὑπερείδης δὲ ἐν | ||
Χαλυβδικὸν στόμωμα . εἰ δὲ καὶ πλέγμα τι σπάρτινον ἢ σάκον σπάρτινον ἐθέλοις καλεῖν , καὶ πρὸς τοῦτο Κρατῖνός σοι |
' ἀρχὰς ἐπικρατέστερα ἦν τὰ τοῦ βασιλέως , εἶτα εἰς ἀγχώμαλον ἡ μάχη συνεστράφη , καὶ εἰς ὄκνον ἡ μάχη | ||
τοὺς ἀγῶνας ἄσκησις . ἀγχώνη : βρόχος . πλιγμονή . ἀγχώμαλον : ἰσόπεδον . ἀγχωμάλου : ἴσης ἐγγὺς ὁμαλοῦ . |
τετράμετρος βραχυκατάληκτος , τοῦ ἕκτου ποδὸς τριβράχεος . ὁ δεύτερος παιωνικὸς καθαρὸς τετράμετρος καταληκτικός . τὸ τρίτον ὅμοιον , δίμετρον | ||
βʹ : τὸ θʹ ὅμοιον τῷ ζʹ : ὁ ιʹ παιωνικὸς ὅμοιος τῷ γʹ : τὸ ιαʹ τροχαϊκὸν δίμετρον ἀκατάληκτον |
. . . . , . , . Κατὰ Πολυεύκτου ἐκφυλλοφορηθέντος ὑπὸ τῆς βουλῆς ἔνδειξις : πάλαι θαυμάζω ὑμῶν . | ||
ἐπεσημαίνετο τὴν αὑτοῦ γνώμην . Δείναρχος ἐν τῷ Κατὰ Πολυεύκτου ἐκφυλλοφορηθέντος . . . . παλίμβολον : Αἰσχίνης ἐν τῷ |
τὴν αἰτίαν τοῦ Διὸς εἰς τὴν τέχνην μετήγαγεν . : χειρωναξία : Ἡ διὰ χειρῶν ἐργασία . : οὐδὲν αἰτία | ||
Προμηθέως , ὡς ἁπλῶς διὰ λόγου ἐστὶν εἰπεῖν . . χειρωναξία ] ἡ διὰ τῶν χειρῶν ἐργασία : καὶ χειρῶναξ |
' Ἀρχ . . Ϲτειριεύϲ : Ὑπ . κατ ' Ἀρχ . . Ὑπ . ἐν τῷ κατ ' Αὐτ | ||
ἱερά : τὰ τῶν τεθνηκότων ὀστᾶ . Ὑπ . κατὰ Ἀρχ . . . . . , , . π |
διαπονουμένους , ὑπερασπίσαι τε τοῦ ἀδελφοῦ καὶ εἰπεῖν τοῦτο . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γηράσκω αἰεὶ | ||
βακχεύει : ἐπὶ τῶν παρ ' ὥραν τι διαπραττομένων . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γραῦς ἀνακροτήσασα |
πρότερον , ἀλλὰ νῦν τίς εἶ . πρὸς τὴν παροῦσαν πάντοθ ' ἁρμόζου τύχην . } Ἀνὴρ γυναικὸς λαμβάνων συμβουλίαν | ||
ζῆν τὸ μὴ ζῆν ἐστιν αἱρετώτερον . Τὸν καιρὸν εὔχου πάντοθ ' ἵλεων ἔχειν . Τὸ πολλὰ τολμᾶν πόλλ ' |
: ἀπὸ γὰρ τοῦ λαιμοῦ ὁ λευκὸς ἀφρὸς γίνεται . Ἐγών : ἐγώ . ἀθεμίστερον : ἀδικώτερον . Κακοφροσύνῃ : | ||
: ἀπὸ γὰρ τοῦ λαιμοῦ ὁ λευκὸς ἀφρὸς γίνεται . Ἐγών : ἐγώ . ἀθεμίστερον : ἀδικώτερον . Κακοφροσύνῃ : |
' Ἀρχ . . Ὑπ . ἐν τῷ κατ ' Αὐτ . εἰπών , ὅτι τοῦτον ἐπὶ λόγοις δεῖ κολάσαι | ||
κέχρηται τῷ ὀνόματι καὶ Ὑπ . ἐν τῷ κατ ' Αὐτ . καὶ ἄλλοι . . , . . ̈ |
ὅδ ' ἡμῖν ποῦ τετάξεται πόνου ; ταὐτὸν χεροῖν σοὶ λέξεται μίασμ ' ἔχων . λάθραι δ ' ἄνακτος ἢ | ||
ἐν μέσσῃσι . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ λέξεται ] ἀντὶ τοῦ κοιμηθήσεται , ἀπὸ τοῦ λέχους . |
ἡ συστροφὴ τοῦ ἀνέμου . Δέπας : τὸ ποτήριον . Δόρυ : τὸ κοντάριον . Καταχρηστικῶς : παρὰ συνήθειαν . | ||
τῶν περιφερομένων . Δοίδυκος σκιά : ἐπὶ τοῦ μηδενός . Δόρυ κηρυκείου μᾶλλον δάκνει : ἐπὶ τῶν αὐστηρότερον προσιόντων τοῖς |
καὶ Ἄρεως καὶ Ἑρμοῦ ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι τὴν Σελήνην κενοδρομοῦσαν καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς καὶ | ||
καὶ Ἄρεως καὶ Ἑρμοῦ ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι κενοδρομοῦσαν τὴν Σελήνην καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς , |
ἀλλήλοισι : κατ ' ἀλλήλων . νόημα : μηχάνημα . Πυκνόν : συνετόν . ἔην : ἐστίν . μῆτις : | ||
: γεμίζει , γεμίζεται , πληροῦται , τῶν ἰχθύων . Πυκνόν : συχνὸν , πολὺ , πυκνῶς . πυκνῶς : |
δὲ Ἀμοργὸν εἰς τρεῖς πόλεις , Μινώιαν , Αἰγιαλόν , Ἀρκεσίνην . γέγονε δὲ μετὰ υϚ ἔτη τῶν Τρωικῶν , | ||
ἦσαν γὰρ Μελανία Μίνωα Ἀρκεσίνη . Πολύβιος δὲ ἀρσενικῶς τὸν Ἀρκεσίνην φησί . τὸ ἐθνικὸν Ἀρκεσινεύς . Ἀνδροτίων ἕκτῃ Ἀτθίδος |
σημεῖα ὡς ἐπὶ τραύματι κινδυνεύειν τὸν τρωθέντα ἐπὶ γερόντων . ρπδʹ . Ἐπιγεγονότα δὲ τῶν ἐπιγεγονότων ὡς ὁ ἐπὶ τραύματι | ||
: Τεσσαρεσκαιδεκάτη δυναστεία Ξοϊτῶν βασιλέων οϚʹ , οἳ ἐβασίλευσαν ἔτη ρπδʹ . : Τεσσαρεσκαιδεκάτη δυναστεία Ξοϊτῶν βασιλέων οϚʹ , οἳ |
ζημίας μεγάλας φέρει . Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν . Τέθνηκεν ἀνθρώποισιν ἅπασα χάρις . Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν | ||
τόδ ' : ἦ τέθνηχ ' ὁ Πηλέως γόνος ; Τέθνηκεν , ἀνδρὸς οὐδενός , θεοῦ δ ' ὕπο , |
αὐτὸ περὶ τοῦ πρότερος εἰπεῖν πρῶτα διαμαχοῦμαι . Οἴμοι , διαρραγήσομαι . Καὶ μὴν ἐγὼ οὐ παρήσω . Πάρες πάρες | ||
ἢ πρῶτον εἰπεῖν . πάρες : τοῦ Κλέωνος εἰπόντος “ διαρραγήσομαι ” καὶ τοῦ ἀλλαντοπώλου εἰπόντος “ οὐ παρήσω ” |
χρυσός . × κρατῆρα δὲ λέγει τὸν κρωσσὸν , τὸν ἀμφιφορέα Βάκχου δὲ τοῦ Διονύσου κρατῆρα τοῦ Διονύσου , ὃν | ||
τῆς Θέτιδος δέχεται . ὁ δὲ τῇ Θέτιδι δίδωσι χρυσοῦν ἀμφιφορέα εἰς ὃν τὰ τοῦ Ἀχιλέως καὶ Ἀντιλόχου καὶ Πατρόκλου |
Ἀρχιλόχοις : Ἔνθα Διὸς μεγάλου θῶκοι πεσσοί τε καλοῦνται . Τάττεται δὲ ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν ἱερῶν καὶ ἀθίκτων . | ||
' ἐπίβαλλε : ταύτης μέμνηται Κράτης ὁ κωμικὸς Σαμίοις . Τάττεται δὲ ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας ῥᾳστώνης δεομένων τινὸς καὶ |
ἀστρῷον τοὺς καρχάρους . ἤγουν ἀστέρα κύνα . Ῥωχμόν : τρυπήν . καταδύεται : εἰσέρχεται . Ἄζης : ἤγουν καταδύεται | ||
ἀστρῷον τοὺς καρχάρους . ἤγουν ἀστέρα κύνα . Ῥωχμόν : τρυπήν . καταδύεται : εἰσέρχεται . Ἄζης : ἤγουν καταδύεται |
πολὺ τῶν προτέρων προμηθέστεροι , καὶ πανουργότεροι . . ΧΡΥΣΕΩι ΟΥΤΕ ΦΥΗΝ ΕΝΑΛΙΓΚΙΟΝ , ΟΥΤΕ ΝΟΗΜΑ . Τῷ χρυσῷ γένει | ||
εἶναι . Καὶ τροπῇ τοῦ γ εἰς κ . . ΟΥΤΕ ΝΟΗΜΑ . Κατὰ τὸ ἁπλοῦν ἐκεῖνο λέγει , καὶ |
Φλεγύας Φλεγύαντος παρ ' Εὐριπίδῃ . , Ἐλέας Ἐλέαντος παρὰ Φιλοστεφάνῳ , Σατύας Σατύαντος παρ ' Ἡγησίππῳ . : εὑρέθη | ||
τῶν τὸ πέλαγος πλεόντων ἀνθρώπων . Ἡ ἱστορία παρὰ τῷ Φιλοστεφάνῳ . . . ο , , , , . |
Πολύνεικες . σὺ ] Ἐτεόκλες . πρὸς φίλου γ ' ἔφθισο ] παρὰ ἀδελφοῦ ἐφθάρης . πρὸς φίλου γ ' | ||
γ ' ἔφθισο ] ἤγουν παρὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου . ἔφθισο ] ἐφθάρης . θ φίλον ] ἀδελφόν . ἔκτανες |
καὶ Τάμως Ἰωνίας ὕπαρχος ὤν . ὡς δ ' οὐκ ἐσήκουον , προσβολὴν ποιησάμενος τῇ πόλει οὔσῃ ἀτειχίστῳ καὶ οὐ | ||
. Λευτυχίδης μὲν εἴπας ταῦτα , ὥς οἱ οὐδὲ οὕτω ἐσήκουον οἱ Ἀθηναῖοι , ἀπαλλάσσετο : οἱ δὲ Αἰγινῆται , |
Ἀφροδίτης καὶ Ἄρεως ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι κενοδρομοῦσαν τὴν Σελήνην , καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς καὶ | ||
Ἄρεως καὶ Ἑρμοῦ ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι κενοδρομοῦσαν τὴν Σελήνην καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς , καὶ |
γὰρ τὼ βπ τῷ μ . ὅθεν καὶ ὁ ψωμὸς βλωμὸς ἀπὸ τοῦ βλώσκειν διὰ τοῦ λαιμοῦ , ὅ ἐστι | ||
γὰρ τὼ βπ τῷ μ . ὅθεν καὶ ὁ ψωμὸς βλωμὸς ἀπὸ τοῦ βλώσκειν διὰ τοῦ λαιμοῦ , ὅ ἐστι |
' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . . . , : τὸ δὲ ἐρέων ἐστὶ | ||
εἰς ΝΩ μετ ' ἐπιπλοκῆς συμφώνου περισπᾶται : ὑπνῶ πυκνῶ ἱκνῶ τεχνῶ σκιδνῶ ἰδνῶ . σεσημείωται τὸ δάκνω βαρύτονον , |
ἡ λέξις παρὰ τὴν μάσησιν ἢ παρὰ τὸ εἰς μικρὰ τίλλεσθαι τοὺς ἄρτους καὶ οὕτως ἐσθίειν . ἐξωμμάτωται : ὅρα | ||
τὰ τοῦ βίου πταίσματα . Βαΐν : διὰ τὸ βίᾳ τίλλεσθαι . Βουνός : διὰ τὸ βαίνειν τὴν ἄνω . |
εἰς Πάταρα στάδιοι ψʹ . Ἐκ Ῥόδου εἰς Καῦνον στάδιοι υνʹ . Ἐκ Ῥόδου εἰς νῆσον Ῥόπουσαν στάδιοι τνʹ . | ||
εἰς Σιγνάτιος ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι φʹ , [ στάδιοι ] υνʹ . Ἀπὸ δὲ Σιγνάτιος ποταμοῦ ἐκβολῶν εἰς Κουρίαννον ἀκρωτήριον |
ταῦτα δὲ ἀπὸ τοῦ κόρη γέγονεν . ἀπὸ δὲ τοῦ Κόριον τὸ ἀνάλογον Κοριεύς . Κορκυρίς , πόλις Αἰγύπτου , | ||
μὲν γὰρ ἰλύς , οἴνου δὲ τρὺξ ἢ ὑποστάθμη . Κόριον ἢ κορίδιον ἢ κορίσκη λέγουσιν , τὸ δὲ κοράσιον |
καὶ ποικίλη . ἔμβαρος ἤδη δ ' ἐπιχύσεις διάλιθοι , λαβρώνιοι , Πέρσαι δ ' ἔχοντες μυιοσόβας ἑστήκεσαν . οὐ | ||
ᾖ καὶ ποικίλη . Ἤδη δ ' ἐπίχυσις , διάλιθοι λαβρώνιοι , Πέρσαι δ ' ἔχοντες μυιοσόβας ἑστήκεσαν . Ὥστ |
ἂν πράγματος μὴ τὸ δυνατὸν ἡγῆται , τό γε λοιπὸν ὕθλοι καὶ σκιαί . νὴ Δί ' αἰσχρὸν γὰρ φυγεῖν | ||
: ἐπὶ τῶν παρ ' ὥραν τι διαπραττομένων . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γραῦς ἀνακροτήσασα πολὺν |
πῶς ἐγὼ Σθενέλου φάγοιμ ' ἂν ῥήματα ; εἰς ὄξος ἐμβαπτόμενος ἢ λευκοὺς ἅλας ; ἡμεῖς μὲν οὖν σοι ταῦτα | ||
πῶς ἐγὼ Σθενέλου φάγοιμ ' ἂν ῥήματα ; εἰς ὄξος ἐμβαπτόμενος ἢ ξηροὺς ἅλας . τότε μέν γε , Μανῆ |
μεσοφρύου καὶ ἰσχιασθέντα κατὰ μετώπου κυκλοτερῶς ἐπὶ ἰνίον ἀπαγέσθω κἀκεῖ ἁμματιζέσθω . δυνατὸν δὲ καὶ τὸν κατοχὸν καὶ τὸν κάθολκον | ||
γενείου κατὰ παρειῶν ταῖς πρώταις παράλληλοι ἐπὶ βρέγμα , κἀκεῖ ἁμματιζέσθω . εἰ δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐθέλομεν ἐπιδῆσαι μὴ περὶ |
ὡϲ κἂν μόνον προϲθίγῃ τῷ ἄϲθματι , βλάπτειν τοὺϲ πληϲίον γινομένουϲ . πλείονα δὲ περὶ τοῦ ζῴου ἱϲτορούμενα παραπέμπομαι , | ||
. πρὸϲ δὲ τοὺϲ χρονίουϲ ἤχουϲ ἐπὶ πάχεϲι καὶ γλίϲχροιϲ γινομένουϲ χυμοῖϲ ὄξει καὶ νίτρῳ καὶ μέλιτι κλύζε . Ἄλλο |
' ἐκ Φθίης Ἀγαμέμνονι πέμπε νήπιον οὔ πω εἰδόθ ' ὁμοιΐου πολέμοιο οὐδ ' ἀγορέων , ἵνα τ ' ἄνδρες | ||
μὲν ἔδυ , παύσαντο δὲ δῖοι Ἀχαιοὶ φυλόπιδος κρατερῆς καὶ ὁμοιΐου πολέμοιο . Τρῶες δ ' αὖθ ' ἑτέρωθεν ἀπὸ |
ὁ χορὸς , στέναζε καὶ δακνάζου : παραγώγως ἀντὶ τοῦ δάκνου . βαρὺ δ ' ἀμβόασον οὐράνι ' ἄχη ] | ||
Σαλαμῖνος : ἐκαλεῖτο γὰρ οὕτω . . δακνάζου ] ἤτοι δάκνου κατὰ παραγωγήν . . οὐράνια ] μεγάλα , ὑπερβολικά |
οἰκῶν τῶν ἀγρῶν . ἀλλ ' εἰπέ μοι τὸ πρᾶγμα τοὐξημβλωμένον . ἀλλ ' οὐ θέμις πλὴν τοῖς μαθηταῖσιν λέγειν | ||
, ὅπερ οὕτως ἔχει τηλοῦ γὰρ οἰκῶν βίοτον ἐξιδρυσάμην . τοὐξημβλωμένον ] τὸ ἀπολωλὸς καὶ διεφθαρμένον . ἀλλ ' οὐ |
καρτέρησον , ἀνάμεινον , κράτησον . τὸν σὸν λόγον , πρόσμεινον . σχέω , σχῶ καὶ ῥῆμα εἰς μι σχῆμι | ||
χάλα καὶ δεῖξον : ἐν ταύτηι περιφέρεις γάρ . βραχὺ πρόσμεινον , ἱκετεύω ς ' , ἵν ' ἀποδῶι . |
λαρυγγικόν τιν ' ἐπὶ μισθῷ ξένον . ἀπόπεμψον ἀγγέλλοντα τὸν περιστερόν . Ἀθηναίαις αὐταῖς τε καὶ ταῖς ξυμμάχοις . πάλιν | ||
λαρυγγικόν τιν ' ἐπὶ μισθῷ ξένον . Ἀπόπεμψον ἀγγέλλοντα τὸν περιστερόν . Εὐθὺς γὰρ ὡς ἐβαδίζομεν ἐν Ἄγρας . Ἀθηναίαις |
“ ἐκ τοῦ δανείου ἐκείνου τί ἠγόρασα ; ” τὸν κοππατίαν : κοππατίας ἵππους ἐκάλουν οἷς ἐγκεχάρακτο τὸ κ στοιχεῖον | ||
ἔχοντα κ εἰς τὸν μηρόν , τὸν ἵππον τὸν καλούμενον κοππατίαν . τάλας ] ἄθλιος ὑπάρχω , ὁ ἄθλιος . |
; ἀλλὰ πρότερον οἴει δεῖν σκέψασθαι εἰ ἀληθῆ λέγουσιν . Ἔγωγ ' , εἶπεν . Ἐπεὶ οἰκείων καὶ συνήθων , | ||
εἰς ποτέραν τῶν τάξεων τούτων σαυτὸν δικαίως ἂν τάττοις ; Ἔγωγ ' , ἔφη ὁ Ἀρίστιππος : καὶ οὐδαμῶς γε |
. Σπεύσιππος ἐν δευτέρῳ Ὁμοίων παραπλήσιά φησιν εἶναι φάγρον , ἐρυθρῖνον , ἥπατον . ἐμνημόνευσε δ ' αὐτοῦ καὶ Νουμήνιος | ||
Δωρίων ἐν τῷ περὶ ἰχθύων . Κυρηναῖοι δὲ ὕκην τὸν ἐρυθρῖνον καλοῦσιν , ὡς Κλείταρχός φησιν ἐν Γλώσσαις . ΕΓΚΡΑΣΙΧΟΛΟΙ |
καὶ ἔπειτα ὑπερενεγκεῖν τὴν χεῖρα σὺν τῷ ξύλῳ ὑπὲρ τοῦ στρωτῆρος , ὡς ἡ μὲν χεὶρ ἐπὶ θάτερα ἔῃ , | ||
τὸ στῆθος τοῦ ἀνθρώπου ἱμάτιον ἐπικαθίσαι ἐπὶ τὸ προέχον τοῦ στρωτῆρος , εἶτα προσβάλλειν τὸ στῆθος πρὸς τὸν στύλον πλατέῃ |
ἀληθῶς . θ ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν . ἄρηξον ] ἀποσόβησον . ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν εἰς τὸ μὴ ἁλωθῆναι | ||
καὶ Ἀφροδίτης Ἁρμονία ἡ Κάδμου γυνή . . ἄλευσον ] ἀποσόβησον τὰ παρόντα . σέθεν ] σοῦ . ἐξ αἵματος |
ἐπὶ τῶν ἀναισχύντως χωρούντων πρὸς πᾶν τὸ τυχόν . Γύγαρθον φυσᾷς : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων : σημαίνει δὲ τὸ | ||
ἀναξίους τινῶν πράξεων , παρόσον Ἡρακλῆς ἐδούλευσεν Ὀμφάλῃ . Γύργαθον φυσᾷς : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται |
τοῦ Νέου Βόλου . περὶ τοῦ Κανώπου καὶ Κύβου καὶ Κρηνίδων . περὶ τοῦ * * ἐν τῷ καλουμένῳ Βαθεῖ | ||
τοῦ Πόντου . Μένιππος ἐν περίπλῳ τοῦ Πόντου ” ἀπὸ Κρηνίδων εἰς Ψύλλαν χωρίον στάδια κʹ , ἀπὸ Ψύλλης χωρίου |
πεποιηκέναι φησὶν Ἕρμιππος . Εὔθυνοι : Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Νικίδου , εἰ γνήσιος . εὔθυνοι ὄνομα ἀρχῆς παρ ' | ||
ἐνταῦθα κατέμειναν . Πτώματα ἐλαιῶν : Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Νικίδου . λέγοι ἂν ἤτοι τὸν καρπὸν τὸν ἀποπεπτωκότα τῶν |
, . , . * . . + , . Αἰπεῖα : πόλις : ἀπὸ τοῦ αἰπύς οἶμαι . εἴρηται | ||
, . , . * . . + , . Αἰπεῖα : πόλις : ἀπὸ τοῦ αἰπύς οἶμαι . εἴρηται |
δὲ Ἀκεγχήρης δώδεκα καὶ μῆνας πέντε . Τοῦ δ ' Ἀκεγχήρης ἕτερος δώδεκα καὶ μῆνας τρεῖς . Τοῦ δὲ Ἄρμαϊς | ||
μετὰ δὲ ταύτην Ῥαθῶτις ἔτη θʹ . μετὰ δὲ τοῦτον Ἀκεγχήρης ἔτη ιβʹ , μῆνας εʹ . μετὰ δὲ τοῦτον |
καὶ ἀνόητον : καὶ Αἰολικῶς ἀσύφελον , ὡς ὄνομα , ὄνυμα . Ἀβροτάξομεν , κυρίως ἐπὶ τῶν τοξοτῶν τὸ ἀποτυχεῖν | ||
τοῦ ο εἰς υ κατ ' Αἰολέας , ὡς ὄνομα ὄνυμα . Ζάφελος . ὁ ἄγαν ηὐξημένος . παρὰ τὸ |
Ἀποτροπάδην : εἰς τοὐπίσω τρεπόμενοι , φεύγοντες , φευκτικῶς , διακεχωρισμένως . λοξόν : πλάγιον , στρεβλόν . φάος : | ||
ταῖς ὀρειναῖς κοίταις , ὄρεσιν . ἀποσταδόν : μακρόθεν , διακεχωρισμένως . Ἀθλέων : πειρῶν ἑαυτόν . βριαρόν : δυνατόν |
τοῦ φλοιοῦ τῆϲ ῥίζηϲ πινόμενον ϲπλῆναϲ τήκει . καὶ ὀδόνταϲ ϲειομένουϲ κρατύνει μετ ' οἴνου ἑψόμενον καὶ πινόμενον . Ξιφίου | ||
κέραϲ μετ ' οἴνου λειούμενον , εἶτα περιπλαϲϲόμενον , ὀδόνταϲ ϲειομένουϲ ἵϲτηϲι , μετὰ τὸ καυθῆναι δὲ πλυθὲν δυϲεντερίαϲ τε |
τροπωτῆρες , ὑπηρέσια , ἀσκώματα , κοντοί , κάλοι , ἀντλία , κάδοι , ἀπόγυα , ἐπίγυα , πείσματα , | ||
Ὁμήρῳ ἀλεξάνεμος . χείμαρος : τρῆμα νεώς , ὅθεν ἡ ἀντλία ἐκρεῖ . χιτώνιον : ὁ ζωστὸς χιτὼν καὶ γυναικεῖος |
' ἵππου ἁρμόζουσά πως τῷ πάθει τούτῳ καὶ ἀναφώνησις . Ἰσχιαδικὸν ἐπίθεμα . Πίσσης ξηρᾶς # δ , θείου ἀπύρου | ||
καὶ ἐλαίου γο βʹ καὶ τὰ λοιπὰ ὡς προείρηται . Ἰσχιαδικὸν θαυμάσιον . Λιβάνου , εὐφορβίου , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος , |
. μελαμπαγὲς ] τὸ μετὰ τὸ πεπηγέναι μελαινόμενον . θ μελαμπαγὲς ] τὸ μεμελανωμένον . Ξ αἷμα φοίνιον ] τὸ | ||
' ἂν αὐτοκτόνως αὐτοδάικτοι θάνωσι , καὶ γαΐα κόνις πίῃ μελαμπαγὲς αἷμα φοίνιον , τίς ἂν καθαρμοὺς πόροι , τίς |
τὸ δὲ ἀλασκάζω Ἰονικῇ τροπῇ τοῦ α εἰς η , ἠλασκάζω . Ἠμαθόους . Ἀμαθοῦς , ποταμὸς ὁ παραῤῥέων . | ||
ἀΐσσω ἀΐξω αἴγλη μετὰ συναιρέσεως . . . , : ἠλασκάζω : ἀλῶ καὶ τὸ παθητικὸν ἀλῶμαι , ἐξ οὗ |
Καλαυρία περὶ τὸν Ἰόνιον κόλπον καὶ τὸν Ἀδρίαν . ? Σκυλλήτιον πόλις Σικελίας , ὡς Εὔδοξος ἕκτῃ . . καὶ | ||
ἐξέπεσον καὶ τὴν ἐκεῖ Καυλωνίαν ἔκτισαν . μετὰ δὲ ταύτην Σκυλλήτιον ἄποικος Ἀθηναίων τῶν μετὰ Μενεσθέως , Κροτωνιατῶν δ ' |
ἡδυποτίδας τρεῖς , ἠθμὸν ἀργυροῦν . Κρατῆρες , κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ ' . ἔστι γὰρ κρουνεῖα ; ναί | ||
ἡδυποτίδας τρεῖς , ἡθμὸν ἀργυροῦν . κρατῆρες , κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ ' . ἔστι γὰρ κρουνεῖα ; ναί |
πεντήκοντα ἡμέρας , εἰ τύχοι , εἶτα , εἰ ἤγαγε καρτερικῶς , ἐποίουν αὐτὸν ξεσθῆναι ἐπὶ δύο ἡμέρας , εἶτα | ||
εὐπειθές . Τοῖς ἄρχουσιν ὑπάρχει διὰ φόβον : ὅθεν καὶ καρτερικῶς τούς τε πόνους καὶ τοὺς ὑπὲρ τῆς πατρίδος πολέμους |
ἀποκρύψας συνέταξεν , ὅταν ἴδωσι πέλτην χαλκῆν ἀρθεῖσαν , ἐκδραμόντας ἀναιρῆσαι πάντας τοὺς ἠθροισμένους . ἀνεδείχθη μὲν ἡ πέλτη , | ||
γυναι - κείας φύσεως . ἔδει γὰρ πρῶτον λογισμῷ τινι ἀναιρῆσαι τὸ εἶναι αὐτὰς , εἶθ ' οὕτως ἄρξασθαι τῶν |
, πόλις Πελοποννήσου , πλησίον Ἄργους , ὡς Φίλων . Λάμπη . . . ἔστι καὶ τρίτη τῆς Ἀργολίδος , | ||
ἀπὸ Ἰουδαίου Σπάρτωνος ἐκ Θήβης μετὰ Διονύσου ἐστρατευκότος . : Λάμπη , πόλις Κρήτης , Ἀγαμέμνονος κτίσμα , ἀπὸ Λάμπου |
. ᾧ : τῷ τραύματι . ἀνάρσιον : ὀλέθριον , θανατηρὸν , ἀναιρετικόν . Ἐννέμεται : ἐστὶ , τρέφεται , | ||
ὅλον . ὀδόντων : ἀπό . Πευκεδανόν : πικρὸν , θανατηρὸν , ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς οὔσης φύσει πικρᾶς . ζαμενῆ |
εἶναί φημι : Πρὸς βραχὺ δὲ πίπτουσα αὖθις ἀνίσταται . Σὸν φίλον εἰ θέλεις δοκιμάσαι , ἢ μέθυσον ἢ ὕβρισον | ||
βωμόν : ὁ δ ' ὡς ματέρι παῖς ἕπεται . Σὸν τόδε , Δάματερ , σὸν τὸ σθένος : ἵλαος |
Τυρρηνοὶ κατιόντας αὐτοὺς ἐκ τῶν ἐρυμάτων ἰδόντες ἐθαύμασάν τε καὶ ἀντεπεξῄεσαν ἁπάσῃ τῇ δυνάμει . Ὡς δ ' εἰς τὸ | ||
κατέσχεν ἐν τάξει τὴν φάλαγγα . ὡς δ ' οὐκ ἀντεπεξῄεσαν οἱ πολέμιοι , σκυλεύσας αὐτῶν τοὺς νεκροὺς καὶ τοὺς |
κέαρ ὃ σημαίνει τὴν ψυχήν : καὶ τὸ τέμνω : κερτομεῖν οὖν , τὸ κέαρ τέμνειν . εἰσήρρησεν εἰσεφθάρη : | ||
' αἰεὶ τῶι θανόντι γίνεται . οὐ γὰρ ἐσθλὰ κατθανοῦσι κερτομεῖν ἐπ ' ἀνδράσιν . [ ] ρα [ ] |
. ἀστεῖον ὁ σιλουρισμός . ἂν Βυζαντίους , ἀψινθίῳ σφιν δεῦσον ὅσα γ ' ἂν παρατιθῇς , κάθαλα ποιήσας πάντα | ||
θερμίνου ἀλεύρου ἀρτεμισίας ἀβροτόνου πηγάνου ἡδυόσμου καὶ ἀψινθίας τοὺς ζωμοὺς δεῦσον μετὰ τῶν ξηρῶν καὶ ἐπίδευσον . Ἄλλο . χολῇ |
. τιταίνω : τιταίνω : . . . ἀπὸ τοῦ ταίνω καὶ τιταίνω . . . . . τιτρώσκω : | ||
, τρυφή . Τάλαντον . τὸ ζυγόν . παρὰ τὸ ταίνω ῥῆμα , ὅπερ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν τιταίνω . ὡς φαίνω |
Ὅλοι λαγωοὶ συναχθέντες εἰς ἕνα βουλὴν βουλεύονται πάντες συμπνιγῆναι . Πάντη γάρ ἐστι δεινὸς ἡμῶν ὁ βίος . Γένος γὰρ | ||
ἰσχύν : ἐνέρεισαν : ἐνέπηξαν τοὺς ὀδόντας , ἐπεστήριξαν . Πάντη : παντελῶς . πρίουσι : σχίζουσιν . ἄτρομοι : |
δεδουλευκὼς καὶ μὴ παλίμπρατος . Ὑπ . ἐν τῷ κατὰ Πατρ . : ἀδούλευτον ἢ βάρβαρον πριάϲθω . . . | ||
. , . Ὑπ . δ ' ἐν τῷ κατὰ Πατρ . , εἰ γνήσιος ὁ λόγος , τοὺς Ἀρεοπαγίτας |
Νωνακριεύς νωτοπλῆγα ξειρης Ὀλυμπίειον ὀνηλατεῖν ὀνυχίζεται οὐδαμᾷ Παμβωτάδαι πέδων περίζυξ πέτευρον πλεισταχόθεν πλυντρίδες προσχίσματα πρόσχορον προσῳδός πυξίον καὶ πυξίδιον πυτίνη | ||
. ἔνιοι τὴν δοκόν , οἱ δὲ πηκτὸν ὀρνιθοτροφεῖον . πέτευρον δὲ σανίδιον λεπτὸν καὶ τεταμένον , ᾧ εἰς τοὺς |
, ἔφη , καλεῖ , ταυτὶ δὲ ὅμως προτετιμήσθω . νεύω καὶ ὑπισχνοῦμαι , καὶ ἦμεν ἐν τῇ Νικομήδους καὶ | ||
, ἔνερθεν , συγκοπῇ νέρθεν . Νύσσα . παρὰ τὸ νεύω νεύσω , καὶ ἀποβολῇ τοῦ ε , καὶ πλεονασμῷ |
. Σχολαστικῷ τις ἰατρῷ προσελθὼν εἶπεν : Ἰατρέ , ὅταν ἀναστῶ ἐκ τοῦ ὕπνου , ἡμιώριον ἐσκότωμαι καὶ εἶθ ' | ||
αἰτιολογικὴν σύνταξιν , ἡνίκα φαμὲν ἵνα ἀναγνῶ ἐτιμήθην , ἵνα ἀναστῶ ἠνιάθη Τρύφων . ὑγιῶς ἄρα ἀπὸ ἑνὸς τοῦ παρακολουθοῦντος |
καὶ Ἀκάνθιοι . ἀποδόντων δὲ Ἀθηναίοις Λακεδαιμόνιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι Πάνακτον . ἀποδόντων δὲ καὶ Ἀθηναῖοι Λακε - δαιμονίοις Κορυφάσιον | ||
τοῦ χειμῶνος τελευτῶντος ἤδη καὶ πρὸς ἔαρ : καὶ τὸ Πάνακτον εὐθὺς καθῃρεῖτο . καὶ ἑνδέκατον ἔτος τῷ πολέμῳ ἐτελεύτα |
διαχειρήσει ἀλλήλων . θ διαχειρίᾳ ] μάχῃ , πολέμῳ . διαχειρίᾳ ] οἰκονομίᾳ . Ξ λαχεῖν ] διαμερίσαι . λαχεῖν | ||
. σιδαρονόμῳ ] διὰ σιδήρου τὸν μερισμὸν ποιησάσῃ . θ διαχειρίᾳ ] διαχειρήσει . διαχειρίᾳ ] σφαγῇ . διαχειρίᾳ ] |
αὐτοὺς ἔχῃς διὰ τὴν δωροδοκίαν . Θ . . . εἰρωνικὸν τοῦτο . Θ . . . φίλως : Προσφιλῶς | ||
. Οὐκοῦν τὸν μὲν ἁπλοῦν μιμητήν τινα , τὸν δὲ εἰρωνικὸν μιμητὴν θήσομεν ; Εἰκὸς γοῦν . Τούτου δ ' |
δὲ καὶ οὐ Ποσειδῶνα ὄνομα αὐτῷ τίθενται , μετὰ τὴν Πατρέων προσοίκησιν τὸ ὄνομα τοῦ Σατράπου διδαχθέντες : Κορύβαντός τε | ||
οὐ πόρρω δὲ αὐτῆς ποταμὸς Γλαῦκος ἐκδίδωσιν ἐς θάλασσαν . Πατρέων δὲ οἱ τὰ ἀρχαιότατα μνημονεύοντές φασιν Εὔμηλον αὐτόχθονα οἰκῆσαι |
ὑπερηφάνῳ . ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι . ἐκλαπάξαι ] πορθῆσαι . ἐκλαπάξαι ] ἡμᾶς . θ ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι ἡμᾶς ἤγουν | ||
. ἐκλαπάξαι ] πορθῆσαι . ἐκλαπάξαι ] ἡμᾶς . θ ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι ἡμᾶς ἤγουν ἐξαναστῆσαι . ἐκλαπάξαι ] ἐκβαλεῖν |
δηλονότι . . ἐπισχέθοι ] κωλύσει τῆς ὁρμῆς . . ἐσθορεῖν ] εἰσπηδῆσαι . πωλικῶν θ ' ἑδωλίων ] παρθενικῶν | ||
. Ξ ἐσθορεῖν ] πηδῆσαι . ἐσθορεῖν ] ὁρμᾶν . ἐσθορεῖν ] πηδᾶν . ἐσθορεῖν ] ἐσπηδῆσαι . θ δόμον |
Λυσιστράτῃ Ἀριστοφάνους πέπαικται : ἀλλ ' ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν . ἐπεὶ τήθεα τὰ ὄστρεα . μέμικται γὰρ | ||
αὗται . τοιαῦται γὰρ ἦσαν καὶ αἱ γραῖαι δριμεῖαι . μητριδίων ἀκαληφῶν : Δριμυτάτων . λείπει παῖδες . . καὶ |
λειοῦται οἴνῳ ἢ χυλῷ τήλεωϲ . μὴ παρόντοϲ δὲ τοῦ ἑλκύϲματοϲ μολυβδαίνῃ χρώμεθα . Χυλοῦ τήλεωϲ καὶ λινοϲπέρμου καὶ ἀλθαίαϲ | ||
δὲ πρὸϲ τὰ αὐτὰ καὶ τὸ πιλάριον τὸ δι ' ἑλκύϲματοϲ καὶ ἡ δι ' ᾠῶν ὁμοίωϲ . Ἑκάτερον τούτων |
οἴμοι , τίς ἦν ; οὐκ εἰς κόρακας ἀποφθερεῖ , ἐπιλησμότατον καὶ σκαιότατον γερόντιον ; οἴμοι . τί οὖν δῆθ | ||
. τὴν κάρδοπόν φησιν . ὥσπερ ἐπιλαθόμενος ταῦτα λέγει . ἐπιλησμότατον : ἔδει εἰπεῖν ἐπιλησμονέστατον . Ἄλεξις δὲ “ ἐπιλήσμη |
* + , . † Αἶσθα : εἴρηται εἰς τὸ ἀΐσθω , . . Αἰσιμία : ἡ μαντεία , ἢ | ||
] γίνεται ῥῆμα ἀϊστῶ καὶ τροπῇ τοῦ τ εἰς θ ἀΐσθω , ἐξ οὗ ἡ μετοχὴ ἀΐσθων καὶ κατὰ συναίρεσιν |
Μίδας ” . πέμπτον κατὰ ὑποκορισμόν , ὡς τὸ “ Σωκρατίδιον ” , “ Εὐριπίδιον ” . ἕκτον κατὰ ἐναλλαγήν | ||
. ἀντὶ τοῦ μεγάλως . ἀττικὴ ἡ φράσις . ὦ Σωκρατίδιον : ἀπὸ τοῦ ὑποκοριστικοῦ διαβάλλει τοῦτον . ὦ ' |
ιϚʹ , Ὅμηρος δ ' ὁ παλαιὸς ιγʹ . Καθολικὴ προσωιδία , . . . . . . . . | ||
συμπράξας ἐποίησεν ἐκπεσόντα τῆς ἀρχῆς φυγεῖν εἰς Πέρσας . Καθολικὴ προσωιδία , . . . . . . . . |
καταιγίδας . καὶ ὅτι πτῶσις ἤλλακται : ἐπί τ ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν , ἀντὶ τοῦ ἐπιμύει δὲ τοὺς ἀστάχυας , | ||
τῶν τοιούτων ὀνομάτων Ἀττικόν ἐστιν . Ὅμηρος ἐπὶ τ ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν . Κρατῖνος ὁμοίως τῷ ἄνηστις ἀντὶ τοῦ νῆστις |
: γράφεται ἄψ . παλινόστιμος : ὀπισθόδρομος , μεθυποστρέψιμος , ὀπισθόρμητος . ὁρμή : κίνησις . Ἀνύουσι : διέρχονται , | ||
ὁδόν : κατά . Δαισάμενος : φαγών . παλίνορσος : ὀπισθόρμητος . παλίνδρομος : ὀπισθόδρομος . ἀνέδραμεν : ἀνεχώρησεν . |
χοροῖσιν ἐμπαίζει τε καὶ κλῇδας γάμου φυλάττει . ἤγουν ἡ Γαμηλία . Ἀργεῖον τέμενος ] Ἡ πόλις τὸ Ἄργος . | ||
Τηλέφης , ὡς Μαρσύας ὁ νεώτερος ἐν πέμπτῳ Μακεδονικῶν . Γαμηλία : Δημοσθένης ἐν τῇ πρὸς Εὐβουλίδην ἐφέσει καὶ Ἰσαῖος |
, οὐ περισσοτέραν . δίκαιον ] εὔλογον . κακόδαιμον ] δυστυχέστατε , κακότυχε . , ἄθλιε . τὸ ” οὐδὲν | ||
οὐ κέκλοφα . οὐκ : Ὄψει ἐμὲ οὕτως ἔχοντα , δυστυχέστατε . Θ . . . χρηστοὺς : Ἀγαθούς . |
τοῦ , πρίν . κυρῆσαι : τυχεῖν , ἐπιτυχεῖν . Δαῖτα : ποιοῦντες . κελαινοτάτην : ὀλεθρίαν , φοβερὰν , | ||
τὸν ἴδιον θάνατον . βαρεῖαν : περὶ τὴν βαρεῖαν . Δαῖτα : τροφήν . ἀγρευτός : κρατητός . ἀνέρος : |
ζῴων λέγεται , καταχρηστικῶς δὲ καὶ ἐπὶ τῶν νωθεστέρως καὶ ἀσπουδεὶ πορευομένων . καὶ Ὅμηρός φησι : ἥμενος ἢ ἕρπων | ||
, μεγάλα ἔργα καὶ τοῖς ἔπειτα πυθέσθαι ἄξια ἐργασάμενος οὐκ ἀσπουδεὶ ἀποθανεῖταιταῦτα γνοὺς καταπηδᾷ ἀπὸ τοῦ τείχους ἐς τὴν ἄκραν |
δὲ καὶ τῶν πρός τί εἰσι : λέγων γὰρ ἥμισυ σημαίνεις τὸ διπλάσιον , καὶ λέγων διπλάσιον δηλοῖς τὸ ἥμισυ | ||
τόνδ ' ἀγῶν ' ἐμῶν τέκνων ; ἤκουσα καὶ βλέποντι σημαίνεις κακά . τί δῆτά μου κρᾶτ ' ἀνεκάλυψας ἡλίωι |
ὄντα λέγει τῇ γυναικί ” κυρία , ὑποκρίθητί μοι ἵνα δαμάσω τὸν Αἴσωπον . καὶ ἀναστᾶσα , βαλοῦσα ὕδωρ εἰς | ||
Ἄφορβος κύριον . . . , . : ζυγώσω : δαμάσω , κλείσω , καθέξω . Αἰσχύλος Κίρκηι σατυρικῆι . |
. Τῆς δὲ Παρθένου ζῴδιον πληρώσαντες εὐθέως πρὸς τὸν Ζυγὸν εἰσέλθωμεν , ὃν καὶ Χηλὰς καλοῦσι . φύσει δ ' | ||
εἰσαγώγιμον τὴν δίκην οὖσαν . ἀλλ ' εἰς ποῖον δικαστήριον εἰσέλθωμεν , ἄνδρες δικασταί , εἰ μὴ πρὸς ὑμᾶς , |
Πελοποννησιακῷ πολέμῳ ἐν αὐτῇ τῇ παρατάξει ἀπὸ Ἀθηναίων πρὸς Λακεδαιμονίους μετετάξαντο , ὥς φησιν ὁ Θουκυδίδης . ἡ δὲ Μαγνησία | ||
τραυματίας οὐκ ὀλίγους ἀπολελοιπότας ; ἆρ ' ἐβοήθησαν , ἢ μετετάξαντο ; οὐ μὲν οὖν ἀπέστησαν πρὶν παρέδωκαν οἱ στρατηγοὶ |
τινα δυνατὸν , τὸν ἀπέριττον ἁπλῶς ἐδήλωσε βίον . . ΚΡΥΨΑΝΤΕΣ ΓΑΡ ΕΧΟΥΣΙ ΘΕΟΙ . Τὸν βίον ἀποκεκρύφθαι ὑπὸ τῶν | ||
Σοφοκλῆς , Κηρύξας ἔχω : ἀντὶ τοῦ ἐκήρυξα . . ΚΡΥΨΑΝΤΕΣ ΓΑΡ ΕΧΟΥΣΙΝ . Ἀντὶ τοῦ κεκρύφασιν , Ἀττικῶς : |
' ἅττ ' ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός . μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . κἀπὸ τῆς Διειτρέφους | ||
' ἅττ ' ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός . Μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . Κἀπὸ τῆς Διϊτρέφους |
“ ἀρνῶν πρωτογόνων . ” ἀρτεμέα ὑγιῆ . ἀράβησεν οἷον ἐψόφησεν . ἀργειφόντης ἢ ὁ ἀργὸς φόνου καὶ καθαρός . | ||
μάτην . κλαυσιᾷ : Ἠχεῖ . Θ . . ματαίως ἐψόφησεν . . . σέ τοι λέγω : Τὸ λέγω |
ῥηματικὸν ὄνομα κάβη καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ κακκάβη . ἀναλογώτερον δὲ θέλουσι λέγειν ἡ κάκκαβος θηλυκόν : | ||
. κάκκαβος ἐπὶ ἀρσενικοῦ . . . . . . κακκάβη , , : κακκάβη : σκεῦος πρὸς ἕψησιν ἐπιτήδειον |