χαρίζησθε , μεταξύ . ὁ δὲ νοῦς οὕτως , οὐχ ὑπακούουσιν ἡμῶν , ἐὰν σφαλλόμενοι ἐν τῇ ἀποστάσει συγχωρῶνται . | ὧν ἔπαθεν τὴν ὑπακοήν : καὶ τελειωθεὶς ἐγένετο πᾶσιν τοῖς ὑπακούουσιν αὐτῷ αἴτιος σωτηρίας αἰωνίου , προσαγορευθεὶς ὑπὸ τοῦ θεοῦ |
δεύτερον : διὸ καὶ ταῖς ἐπ ' ἀγκῶνος ἐνίοτε φλεβοτομίαις ὑπακούουσιν , ὅταν ἥ τε φλεγμονὴ πρόσφατος ᾖ καὶ πλῆθος | ἐξουσίαν : καὶ τοῖς πνεύμασι τοῖς ἀκαθάρτοις ἐπιτάσσει , καὶ ὑπακούουσιν αὐτῷ . καὶ ἐξῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εὐθὺς πανταχοῦ |
πεπόνθασι καὶ ὁ τοῦ ῥήτορος Ἀριστογείτονος πατήρ . φαυλότατα ] εὐκολώτατα καὶ εὐχερῆ . νὴ τοὺς θεοὺς ἔγωγ ' : | καὶ περισσεύουσα διὰ πολλῶν εὐχαριστιῶν τῷ θεῷ διὰ τῆς δοκιμῆς τῆς διακονίας ταύτης δοξάζοντες τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ ὑποταγῇ τῆς |
σκορπίους . ἀλλὰ τὰ μὲν πέττει ῥᾳδίως , τὰ δὲ εὐκολώτατα ἀποκρίνει . ἴδοι δ ' ἄν τις νοσοῦσαν ἶβιν | ἔστιν ἐπιλελησμένον ἐνώπιον τοῦ θεοῦ . ἀλλὰ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς ὑμῶν πᾶσαι ἠρίθμηνται . μὴ φοβεῖσθε : πολλῶν |
καὶ ἡ φροντίς . Ξ τἀξευρήματα ] αἱ μηχαναί . τἀξευρήματα ] τὰ μηχανήματα . θ τἀξευρήματα ] αὐθάδη . | ἠκολούθησεν : καὶ ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας καὶ ἀπὸ Ἱεροσολύμων καὶ ἀπὸ τῆς Ἰδουμαίας καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου καὶ περὶ Τύρον |
] αἱ μηχαναί . τἀξευρήματα ] τὰ μηχανήματα . θ τἀξευρήματα ] αὐθάδη . Ξ γνῶθι ] νόησον . γνῶθι | κατάπαυσιν αὐτοῦ καὶ αὐτὸς κατέπαυσεν ἀπὸ τῶν ἔργων αὐτοῦ ὥσπερ ἀπὸ τῶν ἰδίων ὁ θεός . σπουδάσωμεν οὖν εἰσελθεῖν εἰς |
προϲαντλούμενοι ὠφελοῦνται καὶ γυναιξὶ ῥοώδεϲι καὶ κιττώϲαιϲ ἁρμόζει καὶ τοῖϲ λύζουϲι καὶ τοῖϲ ϲτόμα δυϲῶδεϲ ἔχουϲι ψυχρὸν πινόμενον , χλιαρὸν | ἀποθανών , μᾶλλον δὲ ἐγερθείς , ὃς καί ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ θεοῦ , ὃς καὶ ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν . |
κάτω : ὅτε δὲ καὶ εὐφορωτέρα ἡ κάθαρϲιϲ γίγνεται , λύζουϲι κούφωϲ καὶ τὸ πρόϲωπον ἐνερευθὲϲ ἔϲται . εὐκόλωϲ δὲ | τῷ Χριστῷ ἐγείρας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν , καὶ καθίσας ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας |
τὰ μόρια τῶν γυναικῶν . . . ἤτοι οἱ Πέρσαι τρυφηλοὶ καὶ ἁβρῶς καὶ τεθρυμμένως βαίνοντες ὀδύρεσθε . . δύσβατόν | ἐν πάσῃ σοφίᾳ καὶ φρονήσει γνωρίσας ἡμῖν τὸ μυστήριον τοῦ θελήματος αὐτοῦ , κατὰ τὴν εὐδοκίαν αὐτοῦ ἣν προέθετο ἐν |
ἐπὶ τῶν σφόδρα τιμίων . Ἁπαλοὶ θερμολουσίαις : ἀντὶ τοῦ τρυφηλοὶ καὶ τὴν σάρκα διαῤῥέοντες . Ἅπαντα τόλμης καὶ ἀναισχυντίας | οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκὸς οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρὸς ἀλλ ' ἐκ θεοῦ ἐγεννήθησαν . Καὶ ὁ |
οἰκοῦντες Ζαριασπηνοί ἐγχωρίως . ἀπὸ δὲ τοῦ Ζαριάσπη Ζαριασπεύς . Ζαύηκες , ἔθνος Λιβύης , Ἡρόδοτος δʹ . ” Ζαύηκες | , καὶ εἴ τι ἕτερον τῇ ὑγιαινούσῃ διδασκαλίᾳ ἀντίκειται , κατὰ τὸ εὐαγγέλιον τῆς δόξης τοῦ μακαρίου θεοῦ , ὃ |
Περιηγήσει Ἀσίας : ἐξ αὐτῆς σιτοφάγοι καὶ ἀροτῆρες . . Ζαύηκες : ἔθνος Λιβύης . Ἡρόδοτος δ . Ζαύηκες ἔθνος | ἀρχαίων κατὰ πόλιν τοὺς κηρύσσοντας αὐτὸν ἔχει ἐν ταῖς συναγωγαῖς κατὰ πᾶν σάββατον ἀναγινωσκόμενος . Τότε ἔδοξε τοῖς ἀποστόλοις καὶ |
Ἀσσυρίοις . Οἱ δὲ ὅτι βηρύτου τὴν ἰσχύν φασι . Βοστρηνὸς ποταμὸς Σιδῶνος , ἀφ ' οὗ καὶ πόλις Βόστρα | αἵματος αὐτοῦ , τὴν ἄφεσιν τῶν παραπτωμάτων , κατὰ τὸ πλοῦτος τῆς χάριτος αὐτοῦ , ἧς ἐπερίσσευσεν εἰς ἡμᾶς ἐν |
Ἀσσυρίοις . Οἱ δὲ ὅτι βηρύτου τὴν ἰσχύν φασι . Βοστρηνὸς ποταμὸς Σιδῶνος , ἀφ ' οὗ καὶ πόλις Βόστρα | ὁ δὲ θεός μου πληρώσει πᾶσαν χρείαν ὑμῶν κατὰ τὸ πλοῦτος αὐτοῦ ἐν δόξῃ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ . τῷ δὲ |
, ἄλλως τε καὶ ἢν ἐπιπυρετήνωσιν . κγʹ . Τὰ περιμάδαρα ἕλκεα κακοήθεα . κδʹ . Ὀσφῦν ἀλγέοντι ἀναδρομὴ ἐς | καὶ εὗρον ἀργυρίου μυριάδας πέντε . Οὕτως κατὰ κράτος τοῦ κυρίου ὁ λόγος ηὔξανεν καὶ ἴσχυεν . Ὡς δὲ ἐπληρώθη |
οἱ δὲ τὸν φόβον . πόνοι : αἱ ἐνέργειαι . περιμάδαρα ἕλκεα : ἄτροφα καὶ ἀνώμαλα . προσάρματα : τροφαί | Χριστῷ : χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ θεοῦ πατρὸς καὶ κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ . Εὐχαριστεῖν ὀφείλομεν τῷ θεῷ πάντοτε περὶ |
καὶ ἀλαζονικά . Ξ βάζους ' ] λέγουσι . Ξ βάζους ' ] βοῶσι . βάζους ' ] βοῶσιν , | πῶς ἡμᾶς ἐπλάνησας ; καὶ ἐξεφύγομεν καὶ ἐξεπέσαμεν ἐκ τῆς δόξης ἧς εἴχομεν παρὰ τοῦ ἐρχομένου κρῖναι ἡμᾶς καὶ πᾶσαν |
ὑπέρκομπα . θ ὑπέραυχα ] ἐπηρμένα καὶ ἀλαζονικά . Ξ βάζους ' ] λέγουσι . Ξ βάζους ' ] βοῶσι | ἡ ἐλπὶς τῆς κλήσεως αὐτοῦ , τίς ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τῆς κληρονομίας αὐτοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις , καὶ τί |
χρυσοῦν καὶ ἵππους ὑποπτέρους ἀντὶ τοῦ ταχυτάτους : οὐ γὰρ πτερωτοὶ ἦσαν : ἀκαμάτους ἤγουν οὐ κοπιῶντας . ἕλεν δέ | πάντοτε , ἐπιποθοῦντες ἡμᾶς ἰδεῖν καθάπερ καὶ ἡμεῖς ὑμᾶς , διὰ τοῦτο παρεκλήθημεν , ἀδελφοί , ἐφ ' ὑμῖν ἐπὶ |
ἀεὶ τὰ πτερὰ ἐγηγερμένα ἐστὶ καὶ εὔλυτα , διὸ καὶ πτερωτοὶ λέγον - ται , οὐχ ὑπόπτεροι : ἐπὶ δὲ | πολλὴν ἐν Χριστῷ παρρησίαν ἔχων ἐπιτάσσειν σοι τὸ ἀνῆκον , διὰ τὴν ἀγάπην μᾶλλον παρακαλῶ , τοιοῦτος ὢν ὡς Παῦλος |
Ἐχίνου θαλασσίου ἡ σὰρξ ἐσθιομένη κοιλίαν μαλάσσει καὶ νεφροὺς καὶ λιθουρίαν ἄκρως θεραπεύει σὺν κονδίτῳ λαμβανομένη . αὐτὸς δὲ ὁ | ὅτι ἐγὼ ἠγάπησά σε . ὅτι ἐτήρησας τὸν λόγον τῆς ὑπομονῆς μου , κἀγώ σε τηρήσω ἐκ τῆς ὥρας τοῦ |
. τῆς νόσου . τοῦ Ἱέρωνος νοσήσαντος . ὅτι διὰ λιθουρίαν φορείῳ φερόμενος ἐνίκα τὰς μάχας ὁ Ἱέρων . παραβάλλων | οὖν τὴν παρρησίαν ὑμῶν , ἥτις ἔχει μεγάλην μισθαποδοσίαν , ὑπομονῆς γὰρ ἔχετε χρείαν ἵνα τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ ποιήσαντες |
. θέλει δὲ εἰπεῖν : τὴν πρὸς σὲ διάθεσιν καταλιποῦσα ἐξεβακχεύθη : τὸ σὸν λιποῦσα : ἀντὶ τοῦ φίλτρον . | αὐτῷ τὸ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα , ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ |
ἐκεῖσε τίνι τρόπωι κατήραμεν ; ἐμάνητε , πᾶσά τ ' ἐξεβακχεύθη πόλις . Διόνυσος ἡμᾶς ὤλες ' , ἄρτι μανθάνω | τίνι οὗτος σέσῳσται , γνωστὸν ἔστω πᾶσιν ὑμῖν καὶ παντὶ τῷ λαῷ Ἰσραὴλ ὅτι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ |
. ὦ ἀδελφέ μου , πατάξας τὸν πατάξαντα ἀδελφόν . παισθεὶς ἔπαισας ] παταχθεὶς ἐπάταξας . παισθεὶς ] ὦ Πολύνεικες | τῇ θαλάσσῃ , καὶ πᾶς ὁ ὄχλος πρὸς τὴν θάλασσαν ἐπὶ τῆς γῆς ἦσαν . καὶ ἐδίδασκεν αὐτοὺς ἐν παραβολαῖς |
παισθεὶς ] ὦ Πολύνεικες . θ παισθεὶς ] τυφθείς . παισθεὶς ] πληγείς . ἔπαισας ] ἔτυψας . σὺ δ | . ὁ δὲ κύριος προσετίθει τοὺς σῳζομένους καθ ' ἡμέραν ἐπὶ τὸ αὐτό . Πέτρος δὲ καὶ Ἰωάννης ἀνέβαινον εἰς |
τῶν παρόντων οἱ λέγοντες , ἀλλ ' ἑαυτῶν κατηγοροῦσι καὶ λοιδοροῦνται , ὡς μὲν ἐγὼ κρίνω , συνεθίζοντες ὑμᾶς ἄνευ | ῥύσεται , συνυπουρ - γούντων καὶ ὑμῶν ὑπὲρ ἡμῶν τῇ δεήσει , ἵνα ἐκ πολλῶν προσώπων τὸ εἰς ἡμᾶς χάρισμα |
τὴν ἀναγκαίαν ἐκ τῶνδε σοφίαν περικείμενοι τοῖς πλουτοῦσιν ἢ ἄρχουσι λοιδοροῦνται πικρῶς , οὐχ ὑπεροψίας πλούτου καὶ ἀρχῆς δόξαν σφίσι | μου ἐπὶ πάσῃ τῇ μνείᾳ ὑμῶν , πάντοτε ἐν πάσῃ δεήσει μου ὑπὲρ πάντων ὑμῶν μετὰ χαρᾶς τὴν δέησιν ποιούμενος |
Θετταλοὶ δὲ ὡς πολυφάγοι διεβάλλοντο , ὡς Κράτης : τριπήχη Θετταλικῶς τετμημένα . τοῦτο δ ' εἶπεν ὡς τῶν Θετταλῶν | ὑψηλὰ φρόνει , ἀλλὰ φοβοῦ : εἰ γὰρ ὁ θεὸς τῶν κατὰ φύσιν κλάδων οὐκ ἐφείσατο , οὐδὲ σοῦ φείσεται |
; Ἔχοντες εὐπαθῆ βίον παρουσίαν τε χρημάτων . Ἔπη τριπήχη Θετταλικῶς τετμημένα . Ἡμίεκτόν ἐστι χρυσοῦ , μανθάνεις , ὀκτὼ | παρακαλούμεθα , ὑπὲρ τῆς ὑμῶν παρακλήσεως τῆς ἐνεργουμένης ἐν ὑπομονῇ τῶν αὐτῶν παθημάτων ὧν καὶ ἡμεῖς πάσχομεν . καὶ ἡ |
εἶναι : ὅμοια γὰρ ἦν πάντα . λέγει μοι : Βλέπεις , φησί , τὰ δένδρα ταῦτα ; Βλέπω , | ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους , καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς |
τοῦ ἰδεῖν . ἐμβλέψασά μοι ὑπεμειδίασεν καὶ λέγει μοι : Βλέπεις ἑπτὰ γυναῖκας κύκλῳ τοῦ πύργου ; Βλέπω , φημί | ἐκείνης , καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους : καὶ ἐπεθύμει χορτασθῆναι ἐκ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον |
ὑπερηφάνῳ . ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι . ἐκλαπάξαι ] πορθῆσαι . ἐκλαπάξαι ] ἡμᾶς . θ ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι ἡμᾶς ἤγουν | καὶ Ἰούδας ; καὶ αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ οὐχὶ πᾶσαι πρὸς ἡμᾶς εἰσιν ; πόθεν οὖν τούτῳ ταῦτα πάντα ; καὶ |
. ἐκλαπάξαι ] πορθῆσαι . ἐκλαπάξαι ] ἡμᾶς . θ ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι ἡμᾶς ἤγουν ἐξαναστῆσαι . ἐκλαπάξαι ] ἐκβαλεῖν | ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας , τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ : ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς |
ἡ δὲ Ἀθηνᾶ τῆς σωτηρίας αἰτία . ταῦτα δέ φησι παραθαρσύνων αὐτούς . Αἰσονίδη , τύνη δέ : ἐπειδή , | ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ θεοῦ , |
Ὅτι ὁ Φίλιππος συννοήσας τὴν ἀθυμίαν τῶν στρατιωτῶν , τούτους παραθαρσύνων ἐδίδασκεν ὅτι τοῖς μὲν νικῶσιν οὐδὲν τούτων γίνεται , | , ὁ εὐλογήσας ἡμᾶς ἐν πάσῃ εὐλογίᾳ πνευματικῇ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ , καθὼς ἐξελέξατο ἡμᾶς ἐν αὐτῷ πρὸ |
ἀνιοῦσιν . [ ὃ λέγεται Σέργιον . ] Δαφνοῦς , Φωκικὴ πόλις , ἀρσενικῶς λεγομένη . ὁ πολίτης Δαφνούντιος ἢ | , ὅτι ἐστὶν ἀπαρχὴ τῆς Ἀχαΐας καὶ εἰς διακονίαν τοῖς ἁγίοις ἔταξαν ἑαυτούς : ἵνα καὶ ὑμεῖς ὑποτάσσησθε τοῖς τοιούτοις |
δὲ Λεβαδείας καὶ ἡ Τραχίν , ὁμώνυμος τῇ Οἰταίᾳ , Φωκικὴ πολίχνη : οἱ δ ' ἐνοικοῦντες Τραχίνιοι λέγονται . | ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶννῦν δὲ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ , οἷς ἠθέλησεν ὁ θεὸς γνωρίσαι τί τὸ |
, δωδεκάωρος διαδρομή , ἀρχὴ καθημερινή , ὑπόμνησις βιωτική , δειλινὴ ἀπότασις , ζωτικὴ ἔντευξις , αἰώνιον ἀρίθμημα , φυσικὸν | δυνάμεως αὐτοῦ . ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων ἁγίων ἐδόθη ἡ χάρις αὕτη , τοῖς ἔθνεσιν εὐαγγελίσασθαι τὸ ἀνεξιχνίαστον πλοῦτος τοῦ |
, . . β . * ? Βουλυτός : ἡ δειλινὴ ὀψία , ὅτε οἱ βόες ἀπολύονται τῶν ἔργων , | , ὅτι ἀγνοῶν ἐποίησα ἐν ἀπιστίᾳ , ὑπερεπλεόνασεν δὲ ἡ χάρις τοῦ κυρίου ἡμῶν μετὰ πίστεως καὶ ἀγάπης τῆς ἐν |
: Ἀπὸ τῶν μελιττῶν μετενήνοχε . βλίττειν γὰρ κυρίως τὸ ἐκπιέζειν μέλι . τοῖσι κνωδάλοις : Τοῖς θηρίοις . κυρίως | ἕνα λόγον , καὶ ἀποκρίθητέ μοι , καὶ ἐρῶ ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ : τὸ βάπτισμα τὸ Ἰωάννου |
] ἤγουν οὐ κατοικτείρεις . βλίττεις : βλίττειν ἐστὶ τὸ ἐκπιέζειν τὰ κηρία τῶν μελισσῶν . Γ Ἀρχεπτολέμου δὲ φέροντος | ὁμοίως . Καὶ εἶδον , καὶ ἤκουσα ἑνὸς ἀετοῦ πετομένου ἐν μεσουρανήματι λέγοντος φωνῇ μεγάλῃ , Οὐαὶ οὐαὶ οὐαὶ τοὺς |
ἀπὸ Μιλύης τῆς γυναικὸς Σολύμου καὶ ἀδελφῆς , ὕστερον δὲ Κράγου γυναικός . Τὸ ἐθνικὸν Μιλυεὺς καὶ Μιλυίτης . . | ἐτέλεσαν πάντα τὰ περὶ αὐτοῦ γεγραμμένα , καθελόντες ἀπὸ τοῦ ξύλου ἔθηκαν εἰς μνημεῖον . ὁ δὲ θεὸς ἤγειρεν αὐτὸν |
Κράγος , ὄρος Λυκίας . Ἀλέξανδρος δευτέρῳ Λυκιακῶν . ἀπὸ Κράγου τοῦ Τρεμίλητος υἱοῦ , μητρὸς δὲ Πραξιδίκης νύμφης . | κατάρα , ὅτι γέγραπται , Ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου , ἵνα εἰς τὰ ἔθνη ἡ εὐλογία τοῦ Ἀβραὰμ |
γὰρ ἀνοιδαίνει βαρὺ κρῖμνον : ἠρέμα δὲ χλιάον κοίλοις ἐκδαίνυσο μύστροις . φηγοὶ Πανὸς ἄγαλμα , γογγυλίδας σπείροις δὲ κυλινδρωτῆς | αὐτοῦ Ἰωάννῃ , ὃς ἐμαρτύρησεν τὸν λόγον τοῦ θεοῦ καὶ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ , ὅσα εἶδεν . μακάριος ὁ |
ἀνοιδαίνει βαρὺ κρῖμνον . ἠρέμα δὲ χλιαρὸν , κοίλοις ἐξαίρεο μύστροις . κύστρος δὲ λέγεται ἡ καὶ μυστίλη . καὶ | , ὃς ἔκτισεν τὸν οὐρανὸν καὶ τὰ ἐν αὐτῷ καὶ τὴν γῆν καὶ τὰ ἐν αὐτῇ καὶ τὴν θάλασσαν καὶ |
οἵτινες καὶ ἐν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ . ἔφλων : ἤσθιον . φλᾶν δὲ τὸ μετὰ ψόφου ἐσθίειν : καὶ γὰρ φλᾶν | θερισταὶ ἄγγελοί εἰσιν . ὥσπερ οὖν συλλέγεται τὰ ζιζάνια καὶ πυρὶ καίεται , οὕτως ἔσται ἐν τῇ συντελείᾳ τοῦ αἰῶνος |
ῥίψασπις εἶ . καὶ στίχοι ἰαμβικοὶ τετράμετροι καταληκτικοὶ βʹ . φλᾶν : νῦν κατακαίειν : δῆλον δέ , ὅτι τὰ | τοῖς ψευδέσιν τὸ μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ πυρὶ καὶ θείῳ , ὅ ἐστιν ὁ θάνατος ὁ δεύτερος |
Γαγγητικοῦ κόλπου στάδιοι ͵εχξʹ . Οἱ δὲ σύμπαντες ἀπὸ τοῦ Ναυστάθμου λιμένος ἕως τοῦ πέμπτου στόματος τοῦ Γάγγου ποταμοῦ , | ὁ ] Θάνατος , καὶ ὁ ᾅδης ἠκολούθει μετ ' αὐτοῦ : καὶ ἐδόθη αὐτοῖς ἐξουσία ἐπὶ τὸ τέταρτον τῆς |
ἐστὶν ἀνατείνων : ὕδωρ ἔχει ἐν τῇ ἄμμῳ . Ἀπὸ Ναυστάθμου εἰς Ἀπολλωνίαν στάδιοι ρκʹ . Πάντες ὁμοῦ ἀπὸ Παραιτονίου | ] τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ . Ἐγόγγυζον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι εἶπεν , Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ καταβὰς |
διαχειρήσει ἀλλήλων . θ διαχειρίᾳ ] μάχῃ , πολέμῳ . διαχειρίᾳ ] οἰκονομίᾳ . Ξ λαχεῖν ] διαμερίσαι . λαχεῖν | εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν , ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ . Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν |
. σιδαρονόμῳ ] διὰ σιδήρου τὸν μερισμὸν ποιησάσῃ . θ διαχειρίᾳ ] διαχειρήσει . διαχειρίᾳ ] σφαγῇ . διαχειρίᾳ ] | δὲ δοκιμάζετε , τὸ καλὸν κατέχετε , ἀπὸ παντὸς εἴδους πονηροῦ ἀπέχεσθε . Αὐτὸς δὲ ὁ θεὸς τῆς εἰρήνης ἁγιάσαι |
. αὐτοδάικτοι ] αὐτοφόνευτοι . αὐτοδάικτοι ] αὐτοσφαγεῖς . θ αὐτοδάικτοι ] αὐτοδαΐκτως . Ξ χθονία κόνις ] ἡ γῆ | χάρισμα , εἰς ἑαυτοὺς αὐτὸ διακονοῦντες ὡς καλοὶ οἰκονόμοι ποικίλης χάριτος θεοῦ . εἴ τις λαλεῖ , ὡς λόγια θεοῦ |
τῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους . ἐπεὶ δ ' ἂν αὐτοκτόνως αὐτοδάικτοι θάνωσι , καὶ γαΐα κόνις πίῃ μελαμπαγὲς αἷμα φοίνιον | Καὶ πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῖς λόγοις τῆς χάριτος τοῖς ἐκπορευομένοις ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ , καὶ ἔλεγον |
μελῶν ἀρκούντων πρὸς τὴν μάχην . ἴδμονες : ἐπιστήμονες . Δηρόν : ἐπὶ πολύ . ἐπ ' ἀλλήλοισι : κατ | ἡ ἐρήμωσις αὐτῆς . τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φευγέτωσαν εἰς τὰ ὄρη , καὶ οἱ ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐκχωρείτωσαν |
ψάλλων . Γαμήλια : πράγματα . Ἀλόχου : γυναικός . Δηρόν : μακρὸν χρόνον . ἐρητύουσι : κωλύουσιν . λελιημένον | Δαυὶδ λέγει , Γενηθήτω ἡ τράπεζα αὐτῶν εἰς παγίδα καὶ εἰς θήραν καὶ εἰς σκάνδαλον καὶ εἰς ἀνταπόδομα αὐτοῖς , |
πάσχοντας : ἔχει δὲ ἡ γραφὴ αὐτοῦ . οὕτως : Ὀπίου . . . . . . . . . | , Οὐκ εἰμί . λέγει εἷς ἐκ τῶν δούλων τοῦ ἀρχιερέως , συγγενὴς ὢν οὗ ἀπέκοψεν Πέτρος τὸ ὠτίον , |
ἄρτῳ κατάπλασσε . Πρὸς τοὺς ἐν τοῖς βλεφάροις ἄνθρακας . Ὀπίου , μίσυος ὀπτοῦ , ἀκακίας , λεπίδος χαλκῆς ἀνὰ | Συλλαβόντες δὲ αὐτὸν ἤγαγον καὶ εἰσήγαγον εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἀρχιερέως : ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει μακρόθεν . περιαψάντων δὲ |
, χώρει εἰς τὸν ἀγῶνα . καὶ τότ ' ἐγὼ θάρσησα . εἰσῆλθε δέ ποτε εἰς θέατρον διδάσκων κωμῳδίαν λίθων | μυστηρίου τοῦ ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐν τῷ θεῷ τῷ τὰ πάντα κτίσαντι , ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ |
βδελυρὴ χώρ ' εἰς τὸν ἀγῶνα . Καὶ τότε δὴ θάρσησα καὶ ἤειδον πολὺ μᾶλλον . Πεποίηκε δὲ παρῳδίας καὶ | , πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ , θεωροῦντες αὐτοῦ τὰ σημεῖα ἃ ἐποίει : αὐτὸς δὲ Ἰησοῦς οὐκ ἐπίστευεν |
καὶ τούτων μέμνηται Ἀριστοτέλης ὡς μικρῶν ἰχθυδίων ἐν τῷ περὶ ζωικῶν . Δωρίων δὲ ἐν τῷ περὶ ἰχθύων τῶν ἐγκρασιχόλων | Παῦλος ἀπόστολος Χριστοῦ Ἰησοῦ διὰ θελήματος θεοῦ τοῖς ἁγίοις τοῖς οὖσιν [ ἐν Ἐφέσῳ ] καὶ πιστοῖς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ |
ἐν πέμπτῳ ζῴων μορίων : ἐν δὲ τῷ ἐπιγραφομένῳ περὶ ζωικῶν τρι - χίδα . τῶν δὲ λεγομένων ἐσθ ' | ἐπεθύμησα : αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσιν μετ ' ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται . πάντα |
: τῆς κοιλίας τῆς κατωτάτω . κατὰ τὸ ἄκρον καὶ ἄκλειστον στόμα τῆς νειαίρης γαστρὸς ἀειρόμενον τὸ φάρμακον νειαίρης ] | θαυμάζοντες ἐπὶ τοῖς λαλουμένοις περὶ αὐτοῦ . καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς Συμεὼν καὶ εἶπεν πρὸς Μαριὰμ τὴν μητέρα αὐτοῦ , Ἰδοὺ |
παρειαὶ στεναὶ ἐπιμήκεις , γένειον μακρόν , στόμα ἄθυρον περίμηκες ἄκλειστον , ὡς διεσχισμένα τὰ πρόσωπα φαίνεσθαι , κυρτός , | χιλιάδες , ἐκ φυλῆς Μανασσῆ δώδεκα χιλιάδες , ἐκ φυλῆς Συμεὼν δώδεκα χιλιάδες , ἐκ φυλῆς Λευὶ δώδεκα χιλιάδες , |
γίνεται βῶλος , καὶ ἐξ αὐτοῦ βῶλαξ , ὡς λίθος λίθαξ . . . , : γαλαθηνός : παρὰ τὸν | περὶ τῆς ἐλεύσεώς σου : ὅταν μέλλῃς ἔρχεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς , τί μέλλει γενέσθαι ; ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ |
, γίνεται βῶλος καὶ ἐξ αὐτοῦ βῶλαξ , ὡς λίθος λίθαξ . ἢ παρὰ τὸ ὑπὸ τῶν βοῶν ἀλοᾶσθαι κοπτομένη | ἦλθεν ἡ ὥρα θερίσαι , ὅτι ἐξηράνθη ὁ θερισμὸς τῆς γῆς . καὶ ἔβαλεν ὁ καθήμενος ἐπὶ τῆς νεφέλης τὸ |
, καὶ Ἀθήναιος ἐν δειπνοσοφιστῶν τρίτῃ οὕτως . τὸ ἐθνικὸν Γαγγρηνός ὡς Βοστρηνός . ἔστι καὶ Ἀραβίας τῆς εὐδαίμονος Γάγγρα | ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ ἀπέστειλεν τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἱλασμὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν . Ἀγαπητοί , εἰ οὕτως ὁ θεὸς ἠγάπησεν |
διφοροῖτο , καθάπερ ἐπὶ τοῦ Ἀγκυρανός καὶ Θυατειρηνός Γερμανός καὶ Γαγγρηνός . ὧν τὰ μὲν παρὰ τὴν Ἄγκυραν . . | μετὰ τὸ λαβεῖν τὴν ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας , οὐκέτι περὶ ἁμαρτιῶν ἀπολείπεται θυσία , φοβερὰ δέ τις ἐκδοχὴ κρίσεως καὶ |
ῥινοκέρωτες καὶ ἐλέφαντες , λύκοι καὶ ὄϊες περιστερῶν καὶ ἀηδόνων ἀλκιμώτερα μορμύλων τε καὶ τῶν τριγλίδων καὶ τῶν ἄλλων , | παντα ὑπομένει , ἡ ἀγάπι οὐδὲ ποτε ἐκπίπτη . Ἰδὲ εἰρήνη Θεὸς ἐστὶν , καθῶς τὸ εὐαγγέλιον λέγει : Μακάριοι |
; καὶ γὰρ καὶ τὰ μέζω τῶν ζώων καὶ τὰ ἀλκιμώτερα , ὁκοῖον οἱ ταῦροι , αἱμορραγίῃ θνῄϲκουϲι ὤκιϲτα . | ἑπτὰ ἐκκλησίαις ταῖς ἐν τῇ Ἀσίᾳ : χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος |
: γράφεται ἄψ . παλινόστιμος : ὀπισθόδρομος , μεθυποστρέψιμος , ὀπισθόρμητος . ὁρμή : κίνησις . Ἀνύουσι : διέρχονται , | πάντοτε θριαμβεύοντι ἡμᾶς ἐν τῷ Χριστῷ καὶ τὴν ὀσμὴν τῆς γνώσεως αὐτοῦ φανεροῦντι δι ' ἡμῶν ἐν παντὶ τόπῳ : |
ὁδόν : κατά . Δαισάμενος : φαγών . παλίνορσος : ὀπισθόρμητος . παλίνδρομος : ὀπισθόδρομος . ἀνέδραμεν : ἀνεχώρησεν . | αὐτοὶ μεστοί ἐστε ἀγαθωσύνης , πεπληρωμένοι πάσης [ τῆς ] γνώσεως , δυνάμενοι καὶ ἀλλήλους νουθετεῖν . τολμηρότερον δὲ ἔγραψα |
ὠφελεῖ . Παραπλησίως δὲ ποιεῖ καὶ ἡ προβατεία φύσα . Δίδου δὲ τὴν τέφραν μετ ' ὀξυκράτου . Ἄλλο : | ἀπεθάνετε γάρ , καὶ ἡ ζωὴ ὑμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ θεῷ . ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ , |
καὶ σιλφίου ῥίζῃ τρίβων εἰς ποτὸν τοῖς δηχθεῖσιν δίδου . Δίδου δέ ποτε μὲν αὐτὰ μετ ' ἀλλήλων μιγνύς , | ' ὑμῶν . ἡ ἀγάπη μου μετὰ πάντων ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ . Παῦλος ἀπόστολος Χριστοῦ Ἰησοῦ διὰ θελήματος θεοῦ |
ὕφου ἐπὶ τοῦ δευτέρου προσώπου ἑνικοῦ τοῦ παρεληλυθότος τίθεται . ἄβαξ : ξύλινόν τι σκεῦος , παραπλήσιον τοῖς δίσκοις . | Ἐφεσίων . καὶ ἐπλήσθη ἡ πόλις τῆς συγχύσεως , ὥρμησάν τε ὁμοθυμαδὸν εἰς τὸ θέατρον συναρπάσαντες Γάϊον καὶ Ἀρίσταρχον Μακεδόνας |
τὸ δ ' αὐτὸ παρὰ τοῖς πάλαι ἐλεὸν ἐκαλεῖτο . ἄβαξ ἀβάκιον , κακάβη , πατάνιον ἢ πατάνα : οὕτω | Παῦλος διελέγετο αὐτοῖς , μέλλων ἐξιέναι τῇ ἐπαύριον , παρέτεινέν τε τὸν λόγον μέχρι μεσονυκτίου . ἦσαν δὲ λαμπάδες ἱκαναὶ |
θυμήρης φρενήρης τριήρης . Ἔτι τὰ διὰ τοῦ ΩΡΗΣ : Διώρης Λυκώρης , ὅπερ Καλλίμαχος ὀξύνει . Τὰ εἰς ΤΗΣ | ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς : νυνὶ δὲ μηκέτι τόπον ἔχων ἐν τοῖς κλίμασι τούτοις , ἐπιποθίαν δὲ ἔχων τοῦ ἐλθεῖν πρὸς |
Εὐρύτου , Ἀκτορίωνε : τῶν δ ' Ἀμαρυγκεΐδης ἦρχε κρατερὸς Διώρης : τῶν δὲ τετάρτων ἦρχε Πολύξεινος θεοειδὴς υἱὸς Ἀγασθένεος | βαπτισθεὶς σωθήσεται , ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται . σημεῖα δὲ τοῖς πιστεύσασιν ταῦτα παρακολουθήσει : ἐν τῷ ὀνόματί μου δαιμόνια |
σοι τόδε , . ξυναίρεσθαι ] γρ . ξυνάρασθαι . συναίρομαι τὸ συλλαμβάνω καὶ τὸ συμβοηθῶ . συμβοηθῆσαι , ὑπουργῆσαι | τὸν θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν , τοῖς κατὰ πρόθεσιν κλητοῖς οὖσιν . ὅτι οὓς προέγνω , καὶ προώρισεν συμμόρφους |
σοι τόδε , . ξυναίρεσθαι ] γρ . ξυνάρασθαι . συναίρομαι τὸ συλλαμβάνω καὶ τὸ συμβοηθῶ . συμβοηθῆσαι , ὑπουργῆσαι | Χριστοῦ , πᾶσιν τοῖς οὖσιν ἐν Ῥώμῃ ἀγαπητοῖς θεοῦ , κλητοῖς ἁγίοις : χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ θεοῦ πατρὸς |
στέαρ γαλῇ : ἐπὶ τῶν τυχεῖν ὧν ἐρῶσι βουλομένων . Βαλανεύς : ἐπὶ τοῦ πολυπράγμονος . οὗτοι γὰρ σχολὴν ἄγοντες | , ἀλλὰ καθὼς γέγραπται , Οἷς οὐκ ἀνηγγέλη περὶ αὐτοῦ ὄψονται , καὶ οἳ οὐκ ἀκηκόασιν συνήσουσιν . Διὸ καὶ |
. μεταφορικῶς ἀπὸ τούτου βαθείας φρένας καὶ κεκρυμμένας σημαίνει . Βαλανεύς παρὰ Πλάτωνι καὶ Ἀριστοφάνει Πελαργοῖς . Βάλλ ' ἐς | ἔσται , καὶ οἱ δοῦλοι αὐτοῦ λατρεύσουσιν αὐτῷ , καὶ ὄψονται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ , καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ |
, πόλις Ἰωνίας . τὸ ἐθνικὸν Τραμπαῖος , ὡς Λάμπη Λαμπαῖος . Τραμπύα , πόλις τῆς Ἠπείρου πλησίον Βουνίμων . | Ἰούστου σεβομένου τὸν θεόν , οὗ ἡ οἰκία ἦν συνομοροῦσα τῇ συναγωγῇ . Κρίσπος δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος ἐπίστευσεν τῷ κυρίῳ |
Παραισοῦ καὶ Ῥιθύμνης . τὸ ἐθνικὸν Στηλαῖος , ὡς Λάμπη Λαμπαῖος . ἀλλὰ καὶ Στηλίτης , ὡς παρὰ τὸ ἀγαλμαϊστὸν | τῇ συκαμίνῳ [ ταύτῃ ] , Ἐκριζώθητι καὶ φυτεύθητι ἐν τῇ θαλάσσῃ : καὶ ὑπήκουσεν ἂν ὑμῖν . Τίς δὲ |
ἐν Σκυθίᾳ ἐστίν . σκόπελον ] κορυφήν . νιφόεντα ] χιονώδη . Μίμαντος ] ὄνομα ὄρους ⌈ τῆς Μυσίας . | ἔπινον γὰρ ἐκ πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας : ἡ πέτρα δὲ ἦν ὁ Χριστός . ἀλλ ' οὐκ ἐν τοῖς πλείοσιν |
Ἄτλαντος : ὄνομα ὄρους ἐν τῇ Λιβύῃ . νιφόεντα : χιονώδη , ψυχρόν . πάγον : ἀκρωτήριον , ὄρος , | οὐδὲν εὗρεν εἰ μὴ φύλλα : ὁ γὰρ καιρὸς οὐκ ἦν σύκων . καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῇ , Μηκέτι εἰς |
, παράλυϲιϲ , ἅπαντα τῷ γένεϊ τωὐτά . ἢ γὰρ κινήϲιοϲ , ἢ ἁφῆϲ , ἢ ἀμφοῖν ἐϲτι ἔκλειψιϲ , | μὴ ὁ πατὴρ μόνος . ὥσπερ δὲ αἱ ἡμέραι τοῦ Νῶε , οὕτως ἔσται ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου |
, εὖτε καὶ αἰώρηϲ χρέοϲ καὶ τρίψιοϲ καὶ πάϲηϲ προϲηνοῦϲ κινήϲιοϲ . Θεραπεία μαραϲμοῦ . Τοιϲίδε μέντοι , κἢν μαραϲμὸϲ | ἔστιν καὶ τοῖς ἐκζητοῦσιν αὐτὸν μισθαποδότης γίνεται . Πίστει χρηματισθεὶς Νῶε περὶ τῶν μηδέπω βλεπομένων εὐλαβηθεὶς κατεσκεύασεν κιβωτὸν εἰς σωτηρίαν |
δὲ καὶ Τρίβαλλοι καὶ Κένταυροι . . Κηδωνίδην ] οὗτοι παιδερασταί , ἐπωνυμίας ἔχοντες ἄγριοι καὶ Τριβαλλοὶ καὶ Κένταυροι . | ἐν Ῥώμῃ ἀγαπητοῖς θεοῦ , κλητοῖς ἁγίοις : χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ |
τοὺς ἀγρίους , Κηδωνίδην καὶ Αὐτοκλείδην καὶ Θέρσανδρον . “ παιδερασταί τινες ἦσαν οὗτοι σφοδροί . Κηκίς : βάμμα τι | : καὶ εἰσελθὼν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Φαρισαίου κατεκλίθη . καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἥτις ἦν ἐν τῇ πόλει ἁμαρτωλός , |
, ἀντιβολῶ σε , τοῦτο τί ; Φιλοξένου καινή τις ὀψαρτυσία . ἐπίδειξον αὐτὴν ἥτις ἔστ ' . ἄκουε δή | πεπίστευκεν εἰς τὴν μαρτυρίαν ἣν μεμαρτύρηκεν ὁ θεὸς περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ . καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία , ὅτι |
, ἀντιβολῶ σε , τοῦτο τί ; Φιλοξένου καινή τις ὀψαρτυσία . ἐπίδειξον αὐτὴν ἥτις ἔστ ' . ἄκουε δή | ἅπαντας , οὕτως ἔσται [ καὶ ] ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου . τότε δύο ἔσονται ἐν τῷ ἀγρῷ |
πλεῖστοι βόλιτον ἄνευ τοῦ δευτέρου β . Γογγυσμὸς καὶ γογγύζειν Ἰακά , πλὴν δόκιμα : ὁ δὲ Ἀττικὸς τονθρυσμὸν καὶ | αὐτοῖς , καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πεπελεκισμένων διὰ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ καὶ διὰ τὸν λόγον τοῦ θεοῦ , καὶ οἵτινες |
καὶ ἔπειτα : Ἀττικά . τὸ δὲ εἶτεν καὶ ἔπειτεν Ἰακά . διὸ καὶ παρ ' Ἡροδότῳ κεῖνται . ἐκμαγεῖον | θεοῦ καὶ πατρὸς ἡμῶν ἐν τῇ παρουσίᾳ τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ μετὰ πάντων τῶν ἁγίων αὐτοῦ . Λοιπὸν οὖν , |
. ξυνέστιοι ] οἱ κάτοικοι . ξυνέστιοι ] ἐγκάτοικοι . ξυνέστιοι ] σύνοικοι . πόλεως ] τῶν Θηβῶν . πολύβοτος | ' αὕτη ἐστὶν ὑμῶν ἡ ὥρα καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ σκότους . Συλλαβόντες δὲ αὐτὸν ἤγαγον καὶ εἰσήγαγον εἰς τὴν |
ξυνέστιοι ] οἱ συμπολῖται . ξυνέστιοι ] οἱ κάτοικοι . ξυνέστιοι ] ἐγκάτοικοι . ξυνέστιοι ] σύνοικοι . πόλεως ] | ἀρχάς , πρὸς τὰς ἐξουσίας , πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τούτου , πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς |
, καρτεροῦσιν . Φωλειῇς : ἐν ταῖς φωλειοῖς , ἐν φωλεαῖς . Φωλεὰ παρὰ τὸ ἀπολωλεκέναι τὸ φῶς . πρόβατοί | ᾠδὴν Μωϋσέως τοῦ δούλου τοῦ θεοῦ καὶ τὴν ᾠδὴν τοῦ ἀρνίου λέγοντες , Μεγάλα καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου , |
. χαράδραις : κοιλώμασι , βόθροις , σχίσμασι πετρῶν , φωλεαῖς . Καί τιν ' : ἐάν τινα . εἰλυμένον | τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ ἀπὸ τῆς ὀργῆς τοῦ ἀρνίου , ὅτι ἦλθεν ἡ ἡμέρα ἡ μεγάλη τῆς ὀργῆς |
πέπλους ῥήγνυσιν ] αἰδεσθεὶς τὸ πτῶμα . ἀποτρόποισι ] οἷς ἀποτροπιαζόμεθα τοὺς ὀνείρους . χηλαῖς : τοῖς ὄνυξιν . οὐχ | ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων . καὶ τὰ τέσσαρα ζῷα ἔλεγον , |
ὀνειράτων . . ἀποτρόποισι δαίμοσιν ] τοῖς θεοῖς , οἷς ἀποτροπιαζόμεθα τοὺς ὀνείρους . ἀποτροπιαστὴν δὲ τῶν ὀνείρων φασὶν εἶναι | σάρκα : ὁ ὢν ἐπὶ πάντων θεὸς εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας , ἀμήν . Οὐχ οἷον δὲ ὅτι ἐκπέπτωκεν ὁ |
κατὰ δώματ ' ἐπισταμένως πονέοντο . ἐς δ ' ἦλθον δρηστῆρες ἀγήνορες : οἱ μὲν ἔπειτα εὖ καὶ ἐπισταμένως κέασαν | τὸν αἰῶνα τοῦ κόσμου τούτου , κατὰ τὸν ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος , τοῦ πνεύματος τοῦ νῦν ἐνεργοῦντος ἐν |
. ἀποδρᾶν : δρῶ , τὸ ὑπηρετῶ , ὅθεν καὶ δρηστῆρες . τὸ οὖν ἀποδρᾶν ἐστι τὸ ἔξω γενέσθαι τῆς | προσηλώσας αὐτὸ τῷ σταυρῷ : ἀπεκδυσάμενος τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας ἐδειγμάτισεν ἐν παρρησίᾳ , θριαμβεύσας αὐτοὺς ἐν αὐτῷ . |
τὸ νομίζω , ἄγω τὸ τιμῶ : καὶ ἄγω τὸ συντρίβω , ἀφ ' οὗ τὸ κατέαξαν , ἀντὶ τοῦ | ἰσότιμον ἡμῖν λαχοῦσιν πίστιν ἐν δικαιοσύνῃ τοῦ θεοῦ ἡμῶν καὶ σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ : χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη πληθυνθείη ἐν |
αὐτόν . ἁλῶ ] κρατήσω . σε , νικήσω , συντρίβω . γρ . καὶ ” ἐπὶ ἅλω “ ἤγουν | ὑμῶν . Παῦλος ἀπόστολος Χριστοῦ Ἰησοῦ κατ ' ἐπιταγὴν θεοῦ σωτῆρος ἡμῶν καὶ Χριστοῦ Ἰησοῦ τῆς ἐλπίδος ἡμῶν Τιμοθέῳ γνησίῳ |
αὐτοῖς εἶχεν δάπιδας ῥυπαρὰς καὶ στρωματόδεσμα . Ὦ δέσποτ ' Ἀγυιεῦ ταῦτα σὺ μέμνησό μοι . Πρὸς τῇ κεφαλῇ μου | δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας ὑπηκούσατε δὲ ἐκ καρδίας εἰς ὃν παρεδόθητε τύπον διδαχῆς , ἐλευθερωθέντες δὲ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας ἐδουλώθητε τῇ |
' οὐδ ' ἀνέῳγέ μοι θύραν . ὦ δέσποτ ' Ἀγυιεῦ , ταῦτά νυν μέμνησό μοι . πρὸς τῇ κεφαλῇ | διασώσωσι πρὸς Φήλικα τὸν ἡγεμόνα , γράψας ἐπιστολὴν ἔχουσαν τὸν τύπον τοῦτον : Κλαύδιος Λυσίας τῷ κρατίστῳ ἡγεμόνι Φήλικι χαίρειν |
. Ὀνειροπολοῦσαι διώκειν Ὀρέστην ἐοίκασιν . κλαγγαίνεις ] βοᾶις . ἄλγησον ] οὕτως ἄλγησον ὡς μαστιζόμενος . ὡραῖον . Ἐπουρίσασα | τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ Τιμοθέῳ ἀγαπητῷ τέκνῳ : χάρις , ἔλεος , εἰρήνη ἀπὸ θεοῦ πατρὸς καὶ Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ |
πόνος , μηδ ' ἀγνοήσῃς πῆμα μαλθαχθεῖς ' ὕπνῳ . ἄλγησον ἧπαρ ἐνδίκοις ὀνείδεσιν : τοῖς σώφροσιν γὰρ ἀντίκεντρα γίγνεται | τῶν ἐν δικαιοσύνῃ ἃ ἐποιήσαμεν ἡμεῖς ἀλλὰ κατὰ τὸ αὐτοῦ ἔλεος ἔσωσεν ἡμᾶς διὰ λουτροῦ παλιγγενεσίας καὶ ἀνακαινώσεως πνεύματος ἁγίου |
τὸ χρῆμα τῆς νεολαίας ὡς καλόν . ἀνέχασκον εἷς ἕκαστος ἐμφερέστατα ὀπτωμέναις κόγχαισιν ἐπὶ τῶν ἀνθράκων . ἀνήρ τις ἡμῖν | Κύριος ἐνόπιον ἀγγέλων καὶ ἀνθρωπὼν . Ὁ τημὸν τὴν κυριἀκὴν μετὰ παντὸς τοῦ οἶκου αὐτοῦ , ἀπὸ ὥρας θʹ τοῦ |
πτερωτὰ φορέει , ἀλλὰ τοῖσι τῆς νυκτερίδος πτεροῖσι μάλιστά κῃ ἐμφερέστατα . Τοσαῦτα μὲν θηρίων πέρι ἱρῶν εἰρήσθω . Αὐτῶν | τῆς συναγωγῆς ἐξελθόντες ἦλθον εἰς τὴν οἰκίαν Σίμωνος καὶ Ἀνδρέου μετὰ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου . ἡ δὲ πενθερὰ Σίμωνος κατέκειτο |
Δαρδάνου . Σειρῶν μὲν δὴ σταδίοις ἐστὶν ἀπωτέρω τριάκοντα ἡ Ψωφίς : παρὰ δὲ αὐτὴν ὅ τε Ἀροάνιος ποταμὸς καὶ | δωρεὰν τῆς χάριτος τοῦ θεοῦ τῆς δοθείσης μοι κατὰ τὴν ἐνέργειαν τῆς δυνάμεως αὐτοῦ . ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων ἁγίων |
πόλιν Φήγειαν , ἣ πρὶν Ἐρύμανθος ἐκαλεῖτο , ὕστερον δὲ Ψωφίς ὠνομάσθη , ὡς ἐροῦμεν , ἀπὸ τῆς μητρός . | μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς τοὺς πιστεύοντας κατὰ τὴν ἐνέργειαν τοῦ κράτους τῆς ἰσχύος αὐτοῦ ἣν ἐνήργησεν ἐν τῷ |
δὲ Ἀκεγχήρης δώδεκα καὶ μῆνας πέντε . Τοῦ δ ' Ἀκεγχήρης ἕτερος δώδεκα καὶ μῆνας τρεῖς . Τοῦ δὲ Ἄρμαϊς | τῶν ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων . Ὁ τιμῶν τὸν ἰἐρέαν μετὰ πίστέως , τὴν εὐχὴν αὐτοῦ λυτροῦτε τὰς ἀμαρτίας αὐτοῦ . |
μετὰ δὲ ταύτην Ῥαθῶτις ἔτη θʹ . μετὰ δὲ τοῦτον Ἀκεγχήρης ἔτη ιβʹ , μῆνας εʹ . μετὰ δὲ τοῦτον | τῶν ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων . Ὁ τιμῶν τὸν ἰἐρέαν μετὰ πίστέως , τὴν εὐχὴν αὐτοῦ λυτροῦτε τὰς ἀμαρτίας αὐτοῦ . |
* * ἤτοι τοὺς κατηγοροῦντας εἰς τοὺς θεούς . οἱ ἐπιτηρηταὶ θεοί . . Τὸ οὗτος ἢ πρὸς τὸ Τάνταλος | εἰρήνην , καὶ ἀποκαταλλάξῃ τοὺς ἀμφοτέρους ἐν ἑνὶ σώματι τῷ θεῷ διὰ τοῦ σταυροῦ , ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ |
. ὑπόχειροι . ὁρμῶσι . ὁρμῶνται , πορεύονται . . ἐπιτηρηταὶ , ἡγεμόνες . , ἐπιστάται . . οἱ διὰ | , Ἄνδρες ἀδελφοί , ἐγὼ πάσῃ συνειδήσει ἀγαθῇ πεπολίτευμαι τῷ θεῷ ἄχρι ταύτης τῆς ἡμέρας . ὁ δὲ ἀρχιερεὺς Ἁνανίας |
ἀθάνατος . Ἀκράγαντα : ἀρσενικῶς Ἀττικοί , θηλυκῶς Ἴωνες . ἄκριες : λόφοι ὀρῶν οἱ καὶ ἄμβωνες . ἀκροθίνια : | αἵματος ἀντικατέστητε πρὸς τὴν ἁμαρτίαν ἀνταγωνιζόμενοι , καὶ ἐκλέλησθε τῆς παρακλήσεως , ἥτις ὑμῖν ὡς υἱοῖς διαλέγεται , Υἱέ μου |
πύργους βαλεῖν ἔσπευδον ἐν τάχει κάτω , θυμοῦ πνέοντες ὥσπερ ἄκριες ζάλης . Ὁ λαμπάδας δὲ φωσφόρους κακοχρόους καιροῖς ἀνίσχων | παράκλησις ἡμῶν . εἴτε δὲ θλιβόμεθα , ὑπὲρ τῆς ὑμῶν παρακλήσεως καὶ σωτηρίας : εἴτε παρακαλούμεθα , ὑπὲρ τῆς ὑμῶν |
ἡμῖν τοῦ βίου τούτου καὶ μηκέτι ἔχειν πράγματα μηδὲ τοῖς ὁμιλοῦσι παρέχειν . νῦν δ ' οὐκέτι τὸ ἑταιρεῖν αἰτιασόμεθα | , καὶ ηὔξησεν καὶ ἐγένετο εἰς δένδρον , καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατεσκήνωσεν ἐν τοῖς κλάδοις αὐτοῦ . Καὶ |
διεστῶτες τοῖς πλεῖστον ἀπέχουσιν ὡς πλησίον παρεστῶσι διὰ τῶν γεγραμμένων ὁμιλοῦσι : ταῖς τε κατὰ πόλεμον συνθήκαις ἐν ἔθνεσιν ἢ | ᾧ ὑπῆρχεν πάντα τὰ τετράποδα καὶ ἑρπετὰ τῆς γῆς καὶ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ . καὶ ἐγένετο φωνὴ πρὸς αὐτόν , |
νϚʹ γοʹʹ Ἄβου ποταμοῦ ἐκβολαί καʹ νϚʹ ∠ ʹʹ Μεταρὶς εἴσχυσις κʹ ∠ ʹʹ νεʹ γοʹʹ Γαριέννου ποταμοῦ ἐκβολαί κʹ | ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται , ἀλλ ' ὁ ἔσω ἡμῶν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ . τὸ γὰρ παραυτίκα ἐλαφρὸν |
δεκτικὰ τῶν ὑγρῶν ἀγγεῖα , ἵνα οὕτως ἡ τῶν ὑγρῶν εἴσχυσις γένηται , οὕτω δεῖ πρῶτον ἡμᾶς τὰ κεφάλαια τὰ | λόγῳ ἀγαθῷ . Τὸ λοιπὸν προσεύχεσθε , ἀδελφοί , περὶ ἡμῶν , ἵνα ὁ λόγος τοῦ κυρίου τρέχῃ καὶ δοξάζηται |
' ὄντως εὐθὺς ἐξέπεμπέ με ὄρθριον : ἐκόκκυζ ' ἀρτίως ἁλεκτρυών . ᾤμην ἐγὼ τοὺς ἰχθυοπώλας τὸ πρότερον εἶναι πονηροὺς | αὐτοῦ , καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν . τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν , ἐγὼ δὲ λέγω εἰς |
ἀλλ ' ἄπειμι , καὶ γὰρ ἤδη τρίτον τοῦτο ᾖσεν ἁλεκτρυών . Μὴ σύ γε οὕτως ταχέως , ὦ Τρύφαινα | ἀλλὰ παρακαλεῖτε ἑαυτοὺς καθ ' ἑκάστην ἡμέραν , ἄχρις οὗ τὸ Σήμερον καλεῖται , ἵνα μὴ σκλη - ρυνθῇ τις |
ἀνθερίκων ἐνειρμένων περὶ σχοίνους ἐστί , καὶ ταῦτα περιφορητά . Νόμοισι μὲν τοιούτοισι οὗτοι χρέωνται . Τὸ δὲ πρὸς ἑσπέρης | σάββατον ἀναγινωσκόμενος . Τότε ἔδοξε τοῖς ἀποστόλοις καὶ τοῖς πρεσβυτέροις σὺν ὅλῃ τῇ ἐκκλησίᾳ ἐκλεξαμένους ἄνδρας ἐξ αὐτῶν πέμψαι εἰς |
τῶν Ἰσσηδόνων , εἰ μὴ ὅσα αὐτῶν τούτων λεγόντων . Νόμοισι δὲ Ἰσσηδόνες τοιοισίδε λέγονται χρᾶσθαι . Ἐπεὰν ἀνδρὶ ἀποθάνῃ | Ἰούδας Ἰακώβου . οὗτοι πάντες ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ σὺν γυναιξὶν καὶ Μαριὰμ τῇ μητρὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ τοῖς |
τὰ θεῖα ἐν κόσμῳ πεποίητο , οὕτω δὴ ἀνήγοντο . παραπλώσαντες δὲ νῆσον ἐρήμην τε καὶ τραχείην ἐν ἄλλῃ νήσῳ | καὶ ποιήσῃ ἵνα ὅσοι ἐὰν μὴ προσκυνήσωσιν τῇ εἰκόνι τοῦ θηρίου ἀποκτανθῶσιν . καὶ ποιεῖ πάντας , τοὺς μικροὺς καὶ |
τοι ἐγὼ μύθοισιν ἐπὶ προτέροισιν ἔλεξα . Ἔνθεν ἄκραν προβλῆτα παραπλώσαντες ἔβημεν γῆν ἐπὶ Παφλαγόνων , τὴν δὴ παράμειψε θέουσα | γῆς διὰ τὰ σημεῖα ἃ ἐδόθη αὐτῷ ποιῆσαι ἐνώπιον τοῦ θηρίου , λέγων τοῖς κατοικοῦσιν ἐπὶ τῆς γῆς ποιῆσαι εἰκόνα |
ἡμερὶς ἡ ἄμπελος , ὥς φησιν Ὅμηρος : “ ἡμερὶς ἡβώωσα ” . εἴρηται δὲ διὰ τὸ ἡμερῶσαι τὸ τῶν | οὐκ ἔστιν πρὸς θάνατον ἀλλ ' ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ θεοῦ , ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ δι ' |
. . . . . . . δ . ἡμερὶς ἡβώωσα . ἡμερίς ἅπαξ εἰρημένον . . : τὴν ἄμπελον | δὲ καὶ ψευδομάρτυρες τοῦ θεοῦ , ὅτι ἐμαρτυρήσαμεν κατὰ τοῦ θεοῦ ὅτι ἤγειρεν τὸν Χριστόν , ὃν οὐκ ἤγειρεν εἴπερ |
τούτῳ τῷ μηνὶ ὁ ἀὴρ ταράττεται καὶ μεταβολὴν ἴσχει . Μακροκέφαλοι : Ἀντιφῶν ἐν τῷ περὶ ὁμονοίας . ἔθνος ἐστὶν | τοὺς ἄνδρας ἐν παντὶ τόπῳ , ἐπαίροντας ὁσίους χεῖρας χωρὶς ὀργῆς καὶ διαλογισμοῦ : ὡσαύτως [ καὶ ] γυναῖκας ἐν |
. ἐν τῶι Περὶ ὁμονοίας . ἔθνος ἐστὶ Λιβυκόν . Μακροκέφαλοι : Ἀ . ἐν τῶι Περὶ ὁμονοίας . ἔθνος | καὶ αὐτὸς πατεῖ τὴν ληνὸν τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς ὀργῆς τοῦ θεοῦ τοῦ παντοκράτορος . καὶ ἔχει ἐπὶ τὸ |
ἀκίδα βέλους καὶ τὰ ἐκ χειρὸς ὅπλα . Σισύρα . βαρβαρικὸς χιτών . Εὐμάρεια . ἡσυχία καὶ ἀπόπατος . Ὑβρίζοντες | παθεῖν καὶ ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτης . καὶ καθὼς ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Νῶε , οὕτως ἔσται καὶ ἐν |
ὁ ἔρως ἐπαινετός , ἐπονείδιστος οὗτος : ἐκεῖνος Ἑλληνικός , βαρβαρικὸς οὗτος : ἐκεῖνος ἄρρην , ἁπαλὸς οὗτος : ἐκεῖνος | . προέπεμπον δὲ αὐτὸν εἰς τὸ πλοῖον . Ὡς δὲ ἐγένετο ἀναχθῆναι ἡμᾶς ἀποσπασθέντας ἀπ ' αὐτῶν , εὐθυδρομήσαντες ἤλθομεν |
ἐξουσία ᾖ πάντα ταῦτα ποιεῖν ἃ νυνδὴ ἐγὼ ἔλεγον ; Ὁμολογῶ . Καὶ ὅς , εἰρωνικῶς πάνυ ἐπισχὼν ὥς τι | , ἕκαστος εἰς τὴν ἑαυτοῦ πόλιν . Ἀνέβη δὲ καὶ Ἰωσὴφ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲθ εἰς τὴν Ἰουδαίαν |
οὓς σὺ πέπεικας σοὶ πείθεσθαι μᾶλλον ἢ τοῖς γειναμένοις . Ὁμολογῶ , φάναι τὸν Σωκράτην , περί γε παιδείας : | Γαλιλαίας ᾗ ὄνομα Ναζαρὲθ πρὸς παρθένον ἐμνηστευμένην ἀνδρὶ ᾧ ὄνομα Ἰωσὴφ ἐξ οἴκου Δαυίδ , καὶ τὸ ὄνομα τῆς παρθένου |
Ἀρριανὸς ἐν Βιθυνιακοῖς . τὸ ἐθνικὸν Μαζαεὺς ὡς Μιδαεὺς καὶ Δορυλαεύς . . . , . , . Ἀρριανὸς δὲ | κατὰ πρόγνωσιν θεοῦ πατρός , ἐν ἁγιασμῷ πνεύματος , εἰς ὑπακοὴν καὶ ῥαντισμὸν αἵματος Ἰησοῦ Χριστοῦ : χάρις ὑμῖν καὶ |
Φρυγίας , ὃ καὶ Δορύλαιον Δημοσθένης φησί . τὸ ἐθνικὸν Δορυλαεύς . Δουλίχιον , μία τῶν Ἐχινάδων νήσων , ἡ | τι λαλεῖν ὧν οὐ κατειργάσατο Χριστὸς δι ' ἐμοῦ εἰς ὑπακοὴν ἐθνῶν , λόγῳ καὶ ἔργῳ , ἐν δυνάμει σημείων |
. . . . Νάρμαλις , πόλις Πισιδίας , ὡς Κάβαλις . οἱ πολῖται Ναρμαλεῖς ὡς Καβαλεῖς , ὡς Ἔφορός | πατρὶ αὕτη ἐστίν , ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν , ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου . |
. . . . Νάρμαλις , πόλις Πισιδίας , ὡς Κάβαλις . οἱ πολῖται Ναρμαλεῖς ὡς Καβαλεῖς , ὡς Ἔφορός | ἀδελφοί , ἐφ ' ὑμῖν ἐπὶ πάσῃ τῇ ἀνάγκῃ καὶ θλίψει ἡμῶν διὰ τῆς ὑμῶν πίστεως , ὅτι νῦν ζῶμεν |
ἀνδρῶν ὄφελος . οὐδὲν πρὸς ἔπος . οὐδὲν φρονεῖ δίκαιον ἐστυκὼς ἀνήρ . οὐδ ' ὑφ ' ἕνων Ἀττικοὶ ἀντὶ | οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι , ἀλλὰ ἐστὲ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ θεοῦ , ἐποικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ |
' ἔπεισας μᾶλλον ἢ νυνδὴ λέγων . οὐδὲν φρονεῖ δίκαιον ἐστυκὼς ἀνήρ . οὐκ ἂν φθάνοιμι τὴν μάχαιραν παρακονῶν . | , καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθησαν , καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων μετὰ τὴν |
τὸ δὲ ἀλασκάζω Ἰονικῇ τροπῇ τοῦ α εἰς η , ἠλασκάζω . Ἠμαθόους . Ἀμαθοῦς , ποταμὸς ὁ παραῤῥέων . | πῶμεν τοὺς ἀδελφούς : ὁ μὴ ἀγαπῶν μένει ἐν τῷ θανάτῳ . πᾶς ὁ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἀνθρωποκτόνος ἐστίν |
ἀΐσσω ἀΐξω αἴγλη μετὰ συναιρέσεως . . . , : ἠλασκάζω : ἀλῶ καὶ τὸ παθητικὸν ἀλῶμαι , ἐξ οὗ | ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσιν καὶ γραμματεῦσιν , καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ , καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσιν εἰς τὸ ἐμπαῖξαι |
ἔσχον τιμὴν βασιλικὴν , ἤγουν βασιλεῦσι πρέπουσαν . . ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΑΥΤΕ ΓΕΝΟΣ . Ὁ μὲν Ὀρφεὺς τοῦ ἀργυροῦ γένους βασιλεύειν | τὸ σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς . καὶ τότε θεωρήσει αὐτὸ ὁ |
καὶ καταστεῖλαι τὸ θυμοειδὲς αὐτῶν . . ΠΑΥΡΟΙ Δ ' ΑΥΤΕ ΜΕΤΕΙΚΑΔΑ ΜΗΝΟΣ ΑΡΙΣΤΗΝ . Τὴν καʹ οἱ Ἀθηναῖοι μετεικάδα | ἐν τοῖς ἁγίοις , καὶ τί τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς τοὺς πιστεύοντας κατὰ τὴν ἐνέργειαν τοῦ |
γλαχώ : ἡ γληχώ , τῆς γληχῶ . Ἀττικοὶ δὲ βληχώ φασιν . Γ γλαχώ ] βληχώ φασιν Ἀττικοί . | , πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ πνεύματος ἁγίου . Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς , δίκαιος |
αἰδοῖον αἰνιττομένη . Ἀττικοὶ δὲ διὰ τοῦ β λέγουσι τὴν βληχώ . χαΐα : Ἀντὶ τοῦ ἀγαθὴ μὲν , Κορινθία | αὐτοῦ ἡμέρας ἑπτά , οἵτινες τῷ Παύλῳ ἔλεγον διὰ τοῦ πνεύματος μὴ ἐπιβαίνειν εἰς Ἱεροσόλυμα . ὅτε δὲ ἐγένετο ἡμᾶς |
Βριάρεως . . . + . Βριάρηο : οἷον : Βριάρηο κόρα . ἔστι Βριαρῆος ἡ εὐθεῖα καὶ Θετταλικῶς γενικῇ | ἐκ τῶν φαρμάκων αὐτῶν οὔτε ἐκ τῆς πορνείας αὐτῶν οὔτε ἐκ τῶν κλεμμάτων αὐτῶν . Καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον ἰσχυρὸν |
εὐθεῖαν ἀναχθεῖσα ἐποίησε τὴν Βριάρεως . . . + . Βριάρηο : οἷον : Βριάρηο κόρα . ἔστι Βριαρῆος ἡ | ὁδὸς τῶν βασιλέων τῶν ἀπὸ ἀνατολῆς ἡλίου . Καὶ εἶδον ἐκ τοῦ στόματος τοῦ δράκοντος καὶ ἐκ τοῦ στόματος τοῦ |
διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται , οἷον . . . Κάνδυος , Ἀλάσυος , Φόγγυος . , . , : | ἀναφάναντες δὲ τὴν Κύπρον καὶ καταλιπόντες αὐτὴν εὐώνυμον ἐπλέομεν εἰς Συρίαν , καὶ κατήλθομεν εἰς Τύρον , ἐκεῖσε γὰρ τὸ |
διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται , οἷον . . . Κάνδυος , Ἀλάσυος , Φόγγυος . . . Καθολικὴ προσωιδία | ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἀδελφοὶ τοῖς κατὰ τὴν Ἀντιόχειαν καὶ Συρίαν καὶ Κιλικίαν ἀδελφοῖς τοῖς ἐξ ἐθνῶν χαίρειν . Ἐπειδὴ |
πόθεν τοσαύτην ῥώμην λαβών ; ἢ πῶς ἂν τὸ πρᾶγμα ἐσιγήθη ; εἰ δ ' ἄρα ἐγὼ ἐτόλμων τοῦτο ποιεῖν | πάντες οἱ προφῆται μαρτυροῦσιν , ἄφεσιν ἁμαρτιῶν λαβεῖν διὰ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ πάντα τὸν πιστεύοντα εἰς αὐτόν . Ἔτι λαλοῦντος |
οὔτοι σιωπῶς ' εἶτα μέμψομαί ποτε τὴν νῦν σιωπὴν ὡς ἐσιγήθη κακῶς , οὐδ ' ὡς ἀχρεῖον τὰς γυναῖκας εὖ | τῷ Φιλίππῳ εὐαγγελιζομένῳ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ θεοῦ καὶ τοῦ ὀνόματος Ἰησοῦ Χριστοῦ , ἐβαπτίζοντο ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες . |
τὰ ὁμώνυμα ὄρη , ὑπὸ δὲ ταῦτα μέχρι τῶν Κασίων Ἰσσηδόνες μέγα ἔθνος , καὶ ἀνατολικώτεροι αὐτῶν Θρόανοι , εἶτα | ὅτι κατηριθμημένος ἦν ἐν ἡμῖν καὶ ἔλαχεν τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης . Οὗτος μὲν οὖν ἐκτήσατο χωρίον ἐκ μισθοῦ |
οὔτε τινὲς ἄλλοι τῶν ταύτῃ οἰκημένων , εἰ μὴ ἄρα Ἰσσηδόνες : ὡς δ ' ἐγὼ δοκέω , οὐδ ' | καὶ διδασκάλους , πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας , εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ , μέχρι |
Λυσιστράτῃ Ἀριστοφάνους πέπαικται : ἀλλ ' ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν . ἐπεὶ τήθεα τὰ ὄστρεα . μέμικται γὰρ | καὶ εἰσήλθομεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀνδρός . ἀπήγγειλεν δὲ ἡμῖν πῶς εἶδεν τὸν ἄγγελον ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ σταθέντα |
αὗται . τοιαῦται γὰρ ἦσαν καὶ αἱ γραῖαι δριμεῖαι . μητριδίων ἀκαληφῶν : Δριμυτάτων . λείπει παῖδες . . καὶ | , Διδάσκαλε , θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμέν σε ποιήσῃς ἡμῖν . ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς , Τί θέλετέ [ |
καὶ τὸ ἀλαζονεύεσθαι δὲ σελλίζειν . τὸ Φλέγρας πεδίον : Ἔξωθεν ὑπακουστέον τὸν ἤ διασαφητικὸν σύνδεσμον . βέλτιον , φησὶ | τοὺς μοχλοῦς καὶ τὰς πύλας , καὶ σηνήγηρεν τοὺς ἀπεῶνων νεκροῦς : τότε εὐφράνθη ὀ Δὰδ , καὶ οἱ προφύτε |
οὖν ὅτι εὔχεται ὥστε διαμεῖναι καλὸς τὰ ἔνδοθεν . τεʹ Ἔξωθεν δὲ ὅσα ἔχω Πάντα τὰ ἐκτὸς καὶ σώματα καὶ | τοὺς μοχλοῦς καὶ τὰς πύλας , καὶ σηνήγηρεν τοὺς ἀπεῶνων νεκροῦς : τότε εὐφράνθη ὀ Δὰδ , καὶ οἱ προφύτε |
. κράνους ] κασσιδίου . Νηίτισι ] οὕτω καλουμέναις . Νηίτισι ] ἀπὸ Νηίτου τινός . Νηίτισι ] Νηὶς Ὠκεανοῦ | φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἀπεφθέγξατο αὐτοῖς , Ἄνδρες Ἰουδαῖοι καὶ οἱ κατοικοῦντες Ἰερουσαλὴμ πάντες , τοῦτο ὑμῖν γνωστὸν ἔστω καὶ ἐνωτίσασθε |
ἀπὸ Νηίτου τινός . Νηίτισι ] Νηὶς Ὠκεανοῦ θυγάτηρ . Νηίτισι ] ταῖς ἀπὸ Νηίδος . θ Νηίτισι ] ἀπὸ | ἡμῖν ὁ λόγος τῆς σωτηρίας ταύτης ἐξαπεστάλη . οἱ γὰρ κατοικοῦντες ἐν Ἰερουσαλὴμ καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτῶν τοῦτον ἀγνοήσαντες καὶ |
. ἀνοήμονες οὐδέν ' ἁνδάνουσιν ἐν ὅληι τῆι βιοτῆι . ἀνοήμονες ζωῆς ὀρέγονται [ γήραος ] θάνατον δεδοικότες . ἀνοήμονες | Πέσετε ἐφ ' ἡμᾶς καὶ κρύψατε ἡμᾶς ἀπὸ προσώπου τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ ἀπὸ τῆς ὀργῆς τοῦ ἀρνίου |
ἀνοήμονες τὸ ζῆν ὡς στυγέοντες ζῆν ἐθέλουσι δείματι ἀίδεω . ἀνοήμονες βιοῦσιν οὐ τερπόμενοι βιοτῆι . ἀνοήμονες δηναιότητος ὀρέγονται οὐ | θείῳ . καὶ οἱ λοιποὶ ἀπεκτάνθησαν ἐν τῇ ῥομφαίᾳ τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ ἵππου τῇ ἐξελθούσῃ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ |
διὰ τοῦ ΙΝΗ ὑπὲρ τρεῖς συλλαβὰς ἐκτείνει τὸ Ι : Αἰητίνη θριδακίνη ἡρωΐνη . τὸ εἰλαπίνη Μολυβδίνη ὄνομα πόλεως συνέσταλται | ὑμᾶς περιπατεῖν καθὼς καὶ τὰ ἔθνη περιπατεῖ ἐν ματαιότητι τοῦ νοὸς αὐτῶν , ἐσκοτωμένοι τῇ διανοίᾳ ὄντες , ἀπηλλοτριωμένοι τῆς |
φίνη : ἀριγίνη : ἐριγίνη : ἡρωΐνη : δωτίνη : Αἰητίνη : Ἀδρηστίνη Εὐηνίνη : Μενεκίνη ἡ πόλις : μελίνη | τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης , ἀνανεοῦσθαι δὲ τῷ πνεύματι τοῦ νοὸς ὑμῶν , καὶ ἐνδύσασθαι τὸν καινὸν ἄνθρωπον τὸν κατὰ |
πλάσσε τροχίσκους . δίδου ὕδατι ⋖ α ἢ τριώβολον . Ἡπατικόν . Ἀλόης ⋖ β , γλαυκίου ⋖ δ . | τῆς δοθείσης μοι εἰς ὑμᾶς , [ ὅτι ] κατὰ ἀποκάλυψιν ἐγνωρίσθη μοι τὸ μυστήριον , καθὼς προέγραψα ἐν ὀλίγῳ |
πλάσσε τροχίσκους . δίδου ὕδατι ⋖ α ἢ τριώβολον . Ἡπατικόν . Ἀλόης ⋖ β , γλαυκίου ⋖ δ . | ὥστε ὑμᾶς μὴ ὑστερεῖσθαι ἐν μηδενὶ χαρίσματι , ἀπεκδεχομένους τὴν ἀποκάλυψιν τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ : ὃς καὶ βεβαιώσει |
πόλις Θρᾴκης προσεχὴς τῇ Παλλήνῃ . Αἰσαῖος , ὡς Αἶα Αἰαῖος . Αἰσύμη , πόλις Θρᾴκης . Ὅμηρος ” τόν | καὶ ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν . τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ |
πόλις Ἰβηρίας πλησιόχωροι Καρχηδόνος . τὸ ἐθνικὸν Ἀλθαῖος , ὡς Αἰαῖος , ἢ Ἀλθαιάτης , ἢ Ἀλθαιανός . . . | ὑπερεπλεόνασεν δὲ ἡ χάρις τοῦ κυρίου ἡμῶν μετὰ πίστεως καὶ ἀγάπης τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ . πιστὸς ὁ λόγος καὶ |
καὶ συνεχοῦς . οἱ δὲ στίχοι εἰσὶν ἰαμβικοὶ τρίμετροι ἀκατάληκτοι ρξεʹ , ὧν τελευταῖος : μέλοι δέ σοι τοι τῶνπερ | ταῦτα ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὴν Ἰουδαίαν γῆν , καὶ ἐκεῖ διέτριβεν μετ ' αὐτῶν καὶ |
αἱ περίοδοι αὗται αἱ συστηματικαὶ στίχων εἰσὶν ἰαμβικῶν τριμέτρων ἀκαταλήκτων ρξεʹ , ὧν τελευταῖος : μέλοι δέ τοι σοὶ τῶνπερ | ἔπειτα μετὰ τοῦτο λέγει τοῖς μαθηταῖς , Ἄγωμεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν πάλιν . λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταί , Ῥαββί , |
τ . Μολοτός ὁ τόπος . τὸ κτητικὸν Μολοττικός . Μολυβδίνη , πόλις Μαστιηνῶν . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . Μολυκρία , | , τοῦτο λογιζέσθω πάλιν ἐφ ' ἑαυτοῦ ὅτι καθὼς αὐτὸς Χριστοῦ οὕτως καὶ ἡμεῖς . ἐάν [ τε ] γὰρ |
πόλις Μαστιηνῶν . Ἑκαταῖος μετὰ δὲ Σίξος πόλις . . Μολυβδίνη : πόλις Μαστιηνῶν . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . . Σικάνη | τοῦ πνεύματος ὑμῶν , ἀδελφοί : ἀμήν . Παῦλος ἀπόστολος Χριστοῦ Ἰησοῦ διὰ θελήματος θεοῦ τοῖς ἁγίοις τοῖς οὖσιν [ |
λέγεις ; πόλλ ' ἐσθίουσιν , ὡς ἐπασκούντων τρόπος . ποδαποὶ γάρ εἰσιν οἱ ξένοι ; Βοιώτιοι . γυμνοὶ γὰρ | καὶ εἰλικρινείᾳ τοῦ θεοῦ , [ καὶ ] οὐκ ἐν σοφίᾳ σαρκικῇ ἀλλ ' ἐν χάριτι θεοῦ , ἀνεστράφημεν ἐν |
λέγεις ; πόλλ ' ἐσθίουσιν , ὡς ἐπασκούντων τρόπος . ποδαποὶ γάρ εἰσιν οἱ ξένοι ; Βοιώτιοι . ἐκ τούτων | εἰς υἱόν . καὶ ἐπαιδεύθη Μωϋσῆς [ ἐν ] πάσῃ σοφίᾳ Αἰγυπτίων , ἦν δὲ δυνατὸς ἐν λόγοις καὶ ἔργοις |
Θεσσαλίας , ὅπου μετῴκησαν οἱ Κνίδιοι , ὧν ἡ χώρα Κνιδία . . Ἐκλήθη δὲ ἀπὸ Δωτίας τῆς Ἐλάτου . | ἐπαρκείτω αὐταῖς , καὶ μὴ βαρείσθω ἡ ἐκκλησία , ἵνα ταῖς ὄντως χήραις ἐπαρκέσῃ . Οἱ καλῶς προεστῶτες πρεσβύτεροι διπλῆς |
Θεσσαλίας , ὅπου μετῴκησαν οἱ Κνίδιοι , ὧν ἡ χώρα Κνιδία . Καλλίμαχος ἐν τοῖς ὕμνοις ” οὔπω τὰν Κνιδίαν | ζωῆς . ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις . ὁ νικῶν οὐ μὴ ἀδικηθῇ ἐκ τοῦ |
. ἦ που . ἤπου : ἴσως , σχεδόν : ἤπουγε , πολλῷ πλέον . τὸ δὲ γένος . ἀλλαχοῦ | χάρις μετὰ πάντων ὑμῶν . Παῦλος δέσμιος Χριστοῦ Ἰησοῦ καὶ Τιμόθεος ὁ ἀδελφὸς Φιλήμονι τῷ ἀγαπητῷ καὶ συνεργῷ ἡμῶν καὶ |
τούτους ἀνετίθεσαν . ἦ που . ἴσως , σχεδόν . ἤπουγε : πολλῷ πλέον . γηράσκω κτλ . παροιμία : | τὸν κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν ἀφθαρσίᾳ . Παῦλος καὶ Τιμόθεος δοῦλοι Χριστοῦ Ἰησοῦ πᾶσιν τοῖς ἁγίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ |
, ἀλλ ' ὑπὸ ὀδύνης . οὔκουν τὰ εὔπεπτα καὶ εὐανάδοτα δῶμεν . τοιοῦτος ἔστω καὶ ὁ οἶνος , πλὴν | καλούμενος Ἀβραὰμ ὑπήκουσεν ἐξελθεῖν εἰς τόπον ὃν ἤμελλεν λαμβάνειν εἰς κληρονομίαν , καὶ ἐξῆλθεν μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται . Πίστει |
. θρίσσα καὶ τὰ ὁμογενῆ , χαλκὶς καὶ ἐρίτιμος , εὐανάδοτα . κεστρεὺς δὲ γίνεται μὲν καὶ θαλάσσιος καὶ λιμναῖος | ἀκάθαρτος ἢ πλεονέκτης , ὅ ἐστιν εἰδωλολάτρης , οὐκ ἔχει κληρονομίαν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ καὶ θεοῦ . Μηδεὶς |
παρὰ τὸ ἀρδῶ περισπώμενον ἀρδήσω ἀρδηθμός . . . . ἀρδμός : ὁ ποτισμός : ἀπὸ τοῦ ἄρδω βαρυτόνου . | τοῦ θρόνου τοῦ θεοῦ , καὶ λατρεύουσιν αὐτῷ ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐν τῷ ναῷ αὐτοῦ , καὶ ὁ καθήμενος ἐπὶ |
ἅρπῃ εἰκυῖα . ” λέγεται δὲ καὶ τὸ δρέπανον . ἀρδμός ποτισμός , καὶ ἄρσαι καὶ ἄρδειν τὸ ποτίζειν . | ἤλπικεν ἐπὶ θεὸν καὶ προσμένει ταῖς δεήσεσιν καὶ ταῖς προσευχαῖς νυκτὸς καὶ ἡμέρας : ἡ δὲ σπαταλῶσα ζῶσα τέθνηκεν . |
δὲ τρίτον εἴ τις μελάγχλωρον κίκινον λέγουσιν . ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΤΑΣΠΑΣΤΟΥ ΠΟΙΗΣΙΣ . Λαβὼν λευκὰ ὠῶν , βάλε εἰς τὴν λίτραν | : ὅτι ὁ σπείρων εἰς τὴν σάρκα ἑαυτοῦ ἐκ τῆς σαρκὸς θερίσει φθοράν , ὁ δὲ σπείρων εἰς τὸ πνεῦμα |
χρυσὸν εὑρύζον , ἔνκαιε , καὶ ἔσται εὑρύζον . ΧΡΥΣΟΥ ΠΟΙΗΣΙΣ . Λαβὼν χαλκὸν καθαρὸν ἐρυθρὸν , ποίει λαμνία ἰσχνὰ | οἷς καὶ ἡμεῖς πάντες ἀνεστράφημέν ποτε ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς σαρκὸς ἡμῶν , ποιοῦντες τὰ θελήματα τῆς σαρκὸς καὶ τῶν |
κορῶναι : γινώσκω , διὸ φωνεῖς , ἀκαίρως φθέγγῃ καὶ ὀχλεῖς ἡμᾶς , ὡς κορώνη . Θ . . . | , κατὰ τὴν εὐδοκίαν αὐτοῦ ἣν προέθετο ἐν αὐτῷ εἰς οἰκονομίαν τοῦ πληρώματος τῶν καιρῶν , ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν |
, τόλμησόν ποτε πρὸς τὰς παρούσας πημονὰς ὀρθῶς φρονεῖν . ὀχλεῖς μάτην με κῦμ ' ὅπως παρηγορῶν . εἰσελθέτω σε | τοῦτο πράσσω , μισθὸν ἔχω : εἰ δὲ ἄκων , οἰκονομίαν πεπίστευμαι . τίς οὖν μού ἐστιν ὁ μισθός ; |
ὡς παιδεραστὴς οὗτος ὁ πρεσβύτης διεβάλλετο . Βακχέβακχον ᾆσαι : εὐφημῆσαι τὸν Διόνυσον καὶ ἀνυμνῆσαι . Βάκχον δὲ οὐ τὸν | τοῦ Ἰησοῦ , καὶ καθελὼν ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι , καὶ ἔθηκεν αὐτὸν ἐν μνήματι λαξευτῷ οὗ οὐκ ἦν οὐδεὶς οὔπω |
τὴν πήραν ἐνθέμενος οὐ πρόσθεν ἀπῆλθε , πρὶν τὰς Νύμφας εὐφημῆσαι καὶ αὐτὴν τὴν θάλασσαν : καίπερ γὰρ αἰπόλος ὤν | ὅμοιός ἐστιν ἀνθρώπῳ οἰκοδομοῦντι οἰκίαν ὃς ἔσκαψεν καὶ ἐβάθυνεν καὶ ἔθηκεν θεμέλιον ἐπὶ τὴν πέτραν : πλημμύρης δὲ γενομένης προσέρηξεν |
ὅθεν καὶ ἁβροδίαιτος . Ἀεὶ γεωμόρος εἰς νέωτα πλούσιος . Ἀδεὲς δέος : ἐπὶ τῶν μάτην δεδοικότων . Ἀγαμεμνόνεια φρέατα | τὸν κύριον , ὅτι πάντες εἰδήσουσίν με ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου αὐτῶν . ὅτι ἵλεως ἔσομαι ταῖς ἀδικίαις αὐτῶν , |
. Ἢ ὅτι κῆπον λιθώδη κτησάμενος οὐκ ἀπέλαυσε τούτου . Ἀδεὲς δέος : ἐπὶ τῶν μάτην φοβουμένων . Αἰγιαλῷ λαλεῖς | τινα ἑαυτὸν μέγαν , ᾧ προσεῖχον πάντες ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου λέγοντες , Οὗτός ἐστιν ἡ δύναμις τοῦ θεοῦ ἡ |
, ὅπερ πάσχουσιν οἱ μεθύοντες καὶ οἱ ὑπτίως ἀνακείμενοι . ἐγκάναξον : ἔγχεε , ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν | καὶ πῦρ ποιῇ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνειν εἰς τὴν γῆν ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων . καὶ πλανᾷ τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς |
ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν ἀθρόως πινόντων . ΓΘ ἐγκάναξον : προσένεγκε , ἔκχεον . ἐγκάναξον ] ἔγχεε . | , καὶ ἐζήτουν αὐτὸν εἰσενεγκεῖν καὶ θεῖναι [ αὐτὸν ] ἐνώπιον αὐτοῦ . καὶ μὴ εὑρόντες ποίας εἰσενέγκωσιν αὐτὸν διὰ |
ἀτίζων ἔρχεται : τίω καὶ ἀτίω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ζ ἀτίζω . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀτιμάζω κατὰ συγκοπήν , . | ὁ υἱὸς τῆς Μαρίας καὶ ἀδελφὸς Ἰακώβου καὶ Ἰωσῆτος καὶ Ἰούδα καὶ Σίμωνος ; καὶ οὐκ εἰσὶν αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ |
. ἔστιν γὰρ ἀταλός ἀναδιπλασιασμόν ' . . . . ἀτίζω : εἰ μὲν σημαίνει τὸ ὑπερορῶ , γίνεται παρὰ | , ἐσφραγισμένοι ἐκ πάσης φυλῆς υἱῶν Ἰσραήλ : ἐκ φυλῆς Ἰούδα δώδεκα χιλιάδες ἐσφραγισμένοι , ἐκ φυλῆς Ῥουβὴν δώδεκα χιλιάδες |
. λήμη δέ ἐστι τὸ πεπηγὸς δάκρυον . εἰ μὴ λημᾷς κολοκύνταις : παροιμία ἐπὶ τῶν τὰ μεγάλα παρορώντων . | , Ἁλληλουϊά : ἡ σωτηρία καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμις τοῦ θεοῦ ἡμῶν , ὅτι ἀληθιναὶ καὶ δίκαιαι αἱ |
ὅτι . τὴν εἴσοδον ] τὴν εἰσβολὴν τοῦ ὄρους . λημᾷς ] τζυμβλώττεις . κολοκύνταις ] ἐν . οἱ θέλοντες | ἡ σοφία καὶ ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ ἰσχὺς τῷ θεῷ ἡμῶν εἰς τοὺς αἰῶνας |
πληγέντι τόπῳ . Βοηθοῦνται δὲ οἱ ἀμφότεροι πηλῷ ἢ βολβίτῳ καταχριόμενοι μετ ' ὀξυκράτου , ἢ μαλάχης φύλλοις σὺν ὀξυκράτῳ | οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη , ἀλλ ' εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξεν , καὶ ἐξῆλθεν εὐθὺς |
. πυρρὰϲ ποιοῦϲι τρίχαϲ θέρμοι ὠμοὶ ϲὺν ὕδατι καὶ νίτρῳ καταχριόμενοι , λωτοῦ τοῦ δένδρου πριϲμάτων ἀφέψημα , κύπρου φύλλα | ὃν καὶ πιάσας ἔθετο εἰς φυλακήν , παραδοὺς τέσσαρσιν τετραδίοις στρατιωτῶν φυλάσσειν αὐτόν , βουλόμενος μετὰ τὸ πάσχα ἀναγαγεῖν αὐτὸν |
. καὶ ἐν τῷ βίῳ τρύχειν ἑαυτὸν λέγεται , οἷον καταπονεῖν . τρύφος κλάσμα : “ τὸ δὲ τρύφος ἔμπεσε | καθὼς ἐφορέσαμεν τὴν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ , φορέσομεν καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου . Τοῦτο δέ φημι , ἀδελφοί , |
' . οὐ μαλακιστέον δ ' ὅμως , ἐπείπερ ἦργμαι καταπονεῖν τὸ πρᾶγμ ' ἅπαξ . τουτὶ τὸ πρόβατόν ἐστιν | ἡμέρας καὶ νυκτός , οἱ προσκυνοῦντες τὸ θηρίον καὶ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ , καὶ εἴ τις λαμβάνει τὸ χάραγμα τοῦ |