. ἐγὼ δὲ τὸ θηρίον πείθομαι τοῦτο καὶ μεγέθει διενεγκεῖν ὑδρῶν ἄλλων καὶ τὸν ἰὸν οὕτω δή τι ἔχειν ἀνίατον
ἦσαν αἱ ταύτης κεφαλαί : † ἐν ζῳγραφίᾳ πολλῶν ἐχιδνωδῶν ὑδρῶν ἐκπληρῶν τὴν ἀσπίδα : τὴν πολυκέφαλον ὕδραν ἐκπληρῶν τῇ
6953027 Γελωνων
καλοῦσιν . εὐσημότατον δὲ εἶναί φησιν τὸ τῶν Σαυροματῶν καὶ Γελώνων καὶ τρίτον τὸ τῶν Ἀγαθύρσων ἐπικαλούμενον γένος . .
καλοῦσιν . εὐσημότατον εἶναί φησι δὲ τὸ Σαυροματῶν καὶ τῶν Γελώνων καὶ τρίτον τὸ τῶν Ἀγαθύρσων ἐπικαλούμενον γένος . ἀπὸ
6747770 ὀλβιωτερον
, ἐμφαινόντων τῶν δημιουργῶν ὡς καὶ τοῦ τῆς Ἀμαλθείας ἐστὶν ὀλβιώτερον τὸ κέρας τοῦτο . Θεοκλῆς : ἐθύσαμεν σήμερον Σωτήρια
καὶ μακάριον τοὺς ὑπάρχοντας φίλους ὁρᾶν , πόσῳ δή ποτε ὀλβιώτερον τοὺς ὁρωμένους φίλους ὑπάρχειν ; ὅστις τοίνυν ἑαυτῷ τῆς
6644359 συστρατιωτων
τε πόλιν τοὺς Ταρσοὺς διήρπασαν , διὰ τὸν ὄλεθρον τῶν συστρατιωτῶν ὀργιζόμενοι , καὶ τὰ βασίλεια τὰ ἐν αὐτῇ .
κῶμαι , ὅθεν μοι δοκεῖ καὶ βοήσεσθαι ὑπὲρ τῶν ἑαυτοῦ συστρατιωτῶν ὁ Διομήδης , εἰ τὸν μὲν Θρᾷκα τοῦτον ,
6608747 χελιδονιαι
αἱ δὲ πτυάδεϲ αἱ μέγιϲται πηχῶν δύο , αἱ δὲ χελιδονίαι πήχεωϲ ἑνόϲ , κατὰ δὲ χρόαν τῶν χελιδονίων εἰϲὶν
δὲ ἔχουσα τοὺς κουνίκλους τούτους . καλοῦνται δέ τινες καὶ χελιδονίαι λαγωοί . μνημονεύει Δίφιλος ἢ Καλλιάδης ἐν Ἀγνοίᾳ οὕτως
6607900 τυφεται
θυουσῶν . ταῦτα δὲ καὶ θυλήματα ἔλεγον . τάκεται δὲ τύφεται , θυμιᾶται . γράφεται δὲ καὶ κάεται . πᾷ
τοιῶνδε ὀρῶν αἰτία ; γῆ κρᾶσιν ἀσφάλτου καὶ θείου παρεχομένη τύφεται μὲν καὶ παρ ' ἑαυτῆς φύσει , πῦρ δ
6603026 Βελβινα
, οἷον † τέρεινα , τὸ ἁπαλόν , Βέμβινα Καμάρινα Βέλβινα , ὄνομα πόλεως , Ἅρπινα , ὄνομα ἵππου ,
. ἔχει γὰρ οἰκειότητα τὸ σ πρὸς τὸ ξ . Βέλβινα , πόλις Λακωνική , Παυσανίας ὀγδόῳ . Ἀρτεμίδωρος νῆσον
6555495 συρισδεν
, ὡς τὸ κάταντες τοῦτο γεώλοφον αἵ τε μυρῖκαι , συρίσδεν ; τὰς δ ' αἶγας ἐγὼν ἐν τῷδε νομευσῶ
θέμις , ὦ ποιμήν , τὸ μεσαμβρινὸν οὐ θέμις ἄμμιν συρίσδεν . τὸν Πᾶνα δεδοίκαμες : ἦ γὰρ ἀπ '
6549948 δοχειον
χειμῶνος ὥραν ἐχλιαίνετο , εἰ μὴ ἡ γῆ πυρὸς ἦν δοχεῖον καὶ οἰκητήριον ; πόθεν δὲ τὰ ἀειθαλῆ τῶν δένδρων
, ἀποκλείσαιμι . λοφεῖον ⌈ λέγεται τὸ στρογγύλον τοῦ ἐσόπτρου δοχεῖον καὶ . . . περικεφαλαίας . λόφος πᾶν τὸ
6548593 Δινδυμηνη
. καὶ τὴν θεὸν Δινδυμήνην . ὅτι καὶ Δινδυμηνός καὶ Δινδυμηνή καὶ Δινδύμιος καὶ Δινδυμία . ἐκ τόπου Δινδυμόθεν .
ὑπερκείμενον τῆς πόλεως τὸ Δίνδυμον , ἀφ ' οὗ ἡ Δινδυμηνή , καθάπερ ἀπὸ τῶν Κυβέλων ἡ Κυβέλη . πλησίον
6528132 παγκληριαν
Ἰόνιον κόλπον . Λυκόφρων „ ὁ δ ' Ἀργύριππα Δαυνίων παγκληρίαν „ . αὕτη Ἄρποι ἐκαλεῖτο . Διομήδης μετὰ τὴν
πατρίδος τὴν Ἀργυρίππαν πόλιν μεθερμηνευομένην Ἄργος ἵππειον δομήσεται καὶ κτίσει παγκληρίαν τῶν Δαυνίων ἤτοι Καλαβρῶν παρὰ τὴν Αὐσονῖτιν καὶ Ἰταλικὴν
6524790 λεπτυνον
τὴν ἀρτηρίαν λεαίνει καὶ τῇ γλισχρότητι τὸ προσηνὲς καὶ μετρίως λεπτύνον εὐανάγωγον ἐργάζεται τὸ ἀναπτυόμενον μετὰ τοῦ καὶ εὐκρασίαν παρέχειν
καλουμένων , ὧν ἡ ὕλη μᾶλλον τὸ κατάγλισχρον κέκτηται μὴ λεπτύνον . εἰσὶ δὲ διάφορα τὰ τοιαῦτα , ᾗ τὰ
6519809 σαρκιων
γὰρ καὶ τῶν σαρκίων τούτων ἕκαστον οὐκ ἔσται ἐκ πλειόνων σαρκίων , εἴγε ἐπ ' ἄπειρον τῶν ὁμοιομερειῶν ἡ διαίρεσις
σαρκία ἐστὶ καὶ πνευμάτιον καὶ τὸ ἡγεμονικόν . τῶν μὲν σαρκίων καταφρόνησον : λύθρος καὶ ὀστάρια καὶ κροκύφαντος , ἐκ
6506449 Ἀκρωμιον
κακοπάθειαν καὶ ἀχαριστίαν , παρθένῳ ὕβριν , χήρᾳ διαβολήν . Ἀκρώμιον δεξιὸν ἁλλόμενον ἐλευθέρῳ εὐκρασίαν δηλοῖ , δούλῳ κακῶν ἀνάπαυσιν
μετ ' εὐφρασίας σημαίνει . Ἀκρώμιον δεξιὸν ἐπιβουλὴν δηλοῖ . Ἀκρώμιον εὐώνυμον πάλλον κέρδος σημαίνει . Βραχίων εὐώνυμος εὐφρασίαν σημαίνει
6506057 ἐμφατικωτερον
: καὶ Ἥρη ἁπτοεπής , ὡς καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν . ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν
. τινὲς δασύνουσι τὸ ἀπτοεπές : καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν : ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν
6505474 ὀλυνθος
ἄλλοι δέ φασιν ὅτι * ἑαυτὸν ἀνεῖλεν . φήληξ , ὄλυνθος , σῦκον καὶ ἰσχὰς διαφέρει : φήληξ γὰρ τὸ
διφόρων ἢ εἴ τι ἄλλο κάρπιμον : ἔτι δὲ ὁ ὄλυνθος ἐκπέττων καὶ σῦκα φέρων ἐκ τῶν νέων . Ἰδιωτάτη
6504851 ὀφελλεν
' ἔτεκές γε μινυνθάδιόν περ ἐόντα , τιμήν πέρ μοι ὄφελλεν Ὀλύμπιος ἐγγυαλίξαι Ζεὺς ὑψιβρεμέτης : νῦν δ ' οὐδέ
ὅ γε δέκτο μὲν ἱρά , πόνον δ ' ἀμέγαρτον ὄφελλεν . αὐτὰρ ἐπεί ῥ ' εὔξαντο καὶ οὐλοχύτας προβάλοντο
6491452 ἀπειλητικον
ὁρᾷς ὡς διῆρται τὸ ξύλον καὶ συνέσπακε τὰς ὀφρῦς καὶ ἀπειλητικόν τι καὶ χολῶδες ὑποβλέπει ; Μὴ δέδιθι : τιθασὸς
ὑγιαῖνον , σεμνόν , ἀνδρῶδες , ἀνδρεῖον , ἀρρενωπόν , ἀπειλητικόν : καὶ τἀναντία βλέμμα ὑγρόν , ἄνανδρον , θηλυκόν
6490383 ἐριθακος
οὐ τρέφει : ἐπὶ τῶν ἐκ μικροῦ κερδαίνειν σπουδαζόντων . ἐρίθακος δέ ἐστιν ὄρνεον μονῆρες καὶ μονότροπον . Μηδικὴ τράπεζα
⌈ τῶν πλείστων [ τῶν Γ πλειόνων Γ ] ⌈ ἐρίθακος Γ [ ἐριθακός ] . Γ ἐὰν δὲ μὴ
6488393 Δρυς
νῆσος καὶ λιμήν . Κατὰ ταύτην ἐν τῇ ἠπείρῳ ἐμπόρια Δρῦς , Ζώνη , ποταμὸς Ἕβρος καὶ ἐπ ' αὐτῷ
Τραχῖνα . λέγεται καὶ Δρυοπίς καὶ Δρυοπηίς καὶ Δρυοπία . Δρῦς , πόλις Θρᾴκης , Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . ἔστι καὶ
6487903 ἐπεδιωξαν
πολύφωνον μέλος τῶν αὐλῶν κατεσκεύαζεν . ἐρρύσατο δὲ πόνων : ἐπεδίωξαν γὰρ τὸν Περσέα μέχρι Βοιωτίας . ὄφρα τὸν Εὐρυάλας
ταῖς ναυσὶν ἐς μάχην τε κατέστησαν πρὸς αὐτοὺς καὶ νικήσαντες ἐπεδίωξαν καὶ ὁπλίτας τε οὐ πολλοὺς ἀπέκτειναν καὶ τὰς ναῦς
6486183 ἐκρεει
γὰρ ἡ πεύκη λιπαρώτατον ξύλον , ὅθεν καὶ ἡ ῥητίνη ἐκρέει . σελαγεῖ ] λάμπει . , καταλάμπει . ,
οὐ πολλὸν μὲν τὸ αἷμα , ἐν ἡμέρῃϲι δὲ πολλῇϲι ἐκρέει : ὀλιγήμεροϲ δὲ ἡ διάλειψιϲ , ἀλλὰ καθαρή .
6478780 φυον
, καὶ γαλακτοποιῶν τὰ σπαρέντα : τὸ Ἔαρ δὲ , φύον ταῦτα , καὶ αὖξον , καὶ περιπνέον εὐκράτῳ ἀέρι
χέρσου . φυσίζωον : τὸ φύον τὴν ζωὴν , τὸ φύον τὸ ζῇν , ἤως τὸ φύον , τὸ ἀναβλαστάνον
6470932 γοργωπον
προκαθήμεθα : λῦσον βλεφάρων : ἀντὶ τοῦ : διυπνίσθητι . γοργωπόν δὲ τὴν φοβερὰν καὶ καταπληκτικήν : ἢ τὸν Εὐρώπας
προκαθήμεθα : λῦσον βλεφάρων : ἀντὶ τοῦ : διυπνίσθητι . γοργωπόν δὲ τὴν φοβερὰν καὶ καταπληκτικήν : ἢ τὸν Εὐρώπας
6469080 Ταρρακιναν
μηδὲν τῶν ζώων ὑπομένειν αὐτοῦ τὴν ψυχρότητα . Περὶ δὲ Ταρρακίναν τῆς Ἰταλίας φησὶν Ἰσίγονος λίμνην εἶναι Μυκλαίαν καλουμένην καὶ
ἀπορρήτους ἐν ἀλλήλοις ποιησάμενοι , οἱ τῆς στρατείας ἀφειμένοι περὶ Ταρρακίναν πόλιν ἐν ἐπιτηδείοις χωρίοις παρ ' αὐτὴν τὴν ὁδὸν
6466219 Πελληνευσιν
ἱστᾶσιν ἀνὰ τὴν πόλιν πᾶσαν . ἔστι καὶ Ἀπόλλωνος Θεοξενίου Πελληνεῦσιν ἱερόν , τὸ δὲ ἄγαλμα χαλκοῦ πεποίηται : καὶ
. καὶ παρέλαβε Πτολεμαῖος Ἀκροκόρινθον ἀκόντων τῶν φυλασσόντων . Αἰτωλοὶ Πελληνεῦσιν ἐπεστράτευον . πρὸ τῆς Πελλήνης ὄχθος ἐστὶν ὑψηλὸς ἀντικρὺ
6461737 Φρικωνις
ἡ Κύμη περὶ τὴν Μιτυλήνην ἐστίν : καλεῖται δὲ νῦν Φρικωνίς . Ἡ δὲ ἑτέρα Κύμη , ὅθεν ἦν Αἰόλος
, ὡς Ἑλλάνικος ἐν ἱερειῶν Ἥρας βʹ . καλεῖται καὶ Φρικωνίς ἡ Λάρισα καὶ Φρικωνῖτις . ἔδει οὖν Φρικιεύς καὶ
6459568 τελειωτικον
τούτων τῶν οὐσιῶν , οἷον ἀνθρώπου καὶ εἴ τι ἀνθρώπου τελειωτικόν , σοφίας φέρε καὶ ἀρετῆς : αἰτίαι γὰρ οὖσαι
ἑαυτοῦ παντοποιὸν ἐνέργημα , ὅπερ οὔτε παρακτικὸν κλητέον , οὔτε τελειωτικόν , οὔτε ἄλλο τῶν τοιούτων οὐδέν : ἐν διορισμῷ
6457636 ἐξελειφθη
τῶν Θηβῶν ἀνέστησαν μὲν ὑπὸ τῶν Ἀργείων οἱ Καβειραῖοι , ἐξελείφθη δὲ ἐπὶ χρόνον τινὰ καὶ ἡ τελετή . Πελαργὴν
πόλιν κατὰ τὴν ἅλωσιν ὑπὸ τῶν Ἀχαιῶν , οὐδ ' ἐξελείφθη οὐδέποτε . αἱ γοῦν Λοκρίδες παρθένοι μικρὸν ὕστερον ἀρξάμεναι
6449107 κροκοειδες
νυκτὶ νεώτερον Ἰφικλῆα . κροκωτόν : ἤτοι ἀπὸ τῆς χρόας κροκοειδὲς , ἢ ἀπὸ τῆς κρόκης ὑφαντόν . διηγήσομαι οὖν
, αἱ δὲ μικραὶ λαγωούς : καὶ αἱ μὲν μεγάλαι κροκοειδὲς ἔχουσι τὸ δέρμα , αἱ δὲ μικραὶ πυρρόν .
6447366 βεβληατο
: καὶ ἐκοιμᾶτο χαμαὶ ἐπὶ στιβάδος : φύλλων κεκλιμένων χθαμαλαὶ βεβλήατο εὐναί . ἀρκεῖ γὰρ ταῦτα καὶ εἰς τὸ προσηνῶς
. . . . ? ἡ διπλῆ ὅτι συλληπτικῶς εἴρηκε βεβλήατο ἐπὶ τῶν οὐτασμένων . . τὰς γὰρ πρώτας πεδίον
6443207 παρερρηγνυτο
καὶ τὸ συνεστὸς αἰεὶ τῷ Δαρείῳ σύνταγμα κατ ' ὀλίγον παρερρήγνυτο . διὸ καὶ τῆς ἑτέρας πλευρᾶς παραγυμνωθείσης τῶν συναγωνιζομένων
φάλαγξ ἀπὸ τῶν ἀριστερῶν ἐπὶ πολὺ καὶ μέχρι τῶν μέσων παρερρήγνυτο . ἔπειτα μαθὼν ὁ δικτάτωρ τὴν τροπὴν τῶν σφετέρων
6442831 Ἐντελλα
τε καὶ Ἔφορος ἐν τῆι ιε . . . . Ἔντελλα : πόλις Σικελίας . Ἔφορος ιϚ . ἦσαν δ
Ἐνοπεύς ὡς Ῥοδοπεύς . μέμνηται αὐτῆς καὶ Παυσανίας τρίτῳ . Ἔντελλα , πόλις Σικελίας , Ἔφορος ιϚʹ . ἦσαν δ
6433605 φηληξ
ἐσχάρια καρπεύειν κηρύκιον κύπασσις κωνῆσαι μυρίδιον νεβρίδα παραλοῦται σπινός τέλειον φήληξ οὐ γὰρ τίθεμεν τὸν ἀγῶνα τόνδε τὸν τρόπον ὥσπερ
. φήληξ , ὄλυνθος , σῦκον καὶ ἰσχὰς διαφέρει : φήληξ γὰρ τὸ ἄγριον σῦκον λέγεται , ὄλυνθος δὲ τὸ
6423542 πολυκαρπος
ἀρχῇ συντίθεται ἐκ τοῦ „ πολύ „ προπαροξύνεται : πολύστροφος πολύκαρπος πολύφιλος . τὸ δὲ μογιλάλος παροξύνεται : οὐ γὰρ
τὴν γῆν ἰδίωμα : κισσηρώδης γὰρ οὖσα πολυφόρος ἐστὶ καὶ πολύκαρπος : ἢ ὅτι Κάδμος ἐπιβαλὼν καὶ τὴν νῆσον οἰκίσας
6423160 πρασινον
, πλείονα δὲ μοῖραν ἔχειν τοῦ μέλανος : τὸ δὲ πράσινον ἐκ πορφυροῦ καὶ τῆς ἰσάτιδος , ἢ ἐκ χλωροῦ
αἰσθητοῖς διὰ τὴν παρὰ μικρὸν διαφοράν , οἷον ὅταν τὸ πράσινον ἢ τὸ ἁλουργὸν μέλαν ὁρᾷ , ἢ ὅταν δύο
6421005 φυκους
τῶν βελῶν : ἢ ἐκ τῶν σχοινίων πλέξαντας δίκτυα καὶ φύκους ἐμπλήσαντας κατασπᾶν . ἄνωθεν δ ' ἐκ τῶν ἐκκειμένων
, ποάζειν τε τὴν ἐπιφάνειαν διαφαινομένου τοῦ μνίου καὶ τοῦ φύκους ὅπερ πλεονάζει κατὰ τὸν πόρον , ὅπου γε καὶ
6417465 στροβιλοειδες
τοῦ ὀστράκου τοῦ ᾠοῦ λεπτότατον δέρμα . στρόβιλον στρογγύλον , στροβιλοειδές : στρόβιλος γὰρ τὸ περιφερές . ὠστρακωμένην τῷ ὀστράκῳ
τοῦ ὀστράκου τοῦ ᾠοῦ λεπτότατον δέρμα . στρόβιλον στρογγύλον , στροβιλοειδές : στρόβιλος γὰρ τὸ περιφερές . ὠστρακωμένην τῷ ὀστράκῳ
6414927 ἀκιδες
κοινωνοῦντες . ἄρηα : εἰς . Θήγονται : ἀκονοῦνται . ἀκίδες : ξίφη , μάχαιραι , ἅρπαι . Ἅρπαι :
ὄγκαιον : ἀγγεῖον πλεκτὸν οἷον σπυρίς , ἐν ᾧ αἱ ἀκίδες τῶν βελῶν , αἳ καὶ ὄγκοι . ὀγκίαν :
6403248 συναλιφῃ
λαμπάς , νείφω νιφάς . . , : δεῖν : συναλιφῇ τοῦ δέον δεῖν , ὡς πλέον πλεῖν . .
, ὄνομα ῥηματικὸν τρεερός , ὡς τήκω τακερός , καὶ συναλιφῇ τῶν δύο εε εἰς η τρηρός , μετὰ τοῦ
6403033 μοὐστι
Ἐγὼ δὲ νῷν δὴ τερετιῶ τι πτιστικόν . Ὄνομα δέ μοὔστι Μονότροπος * * * * * * * *
ἑκατὸν ἂν τῆς ἡμέρας ἔκλαιεν οἴνου κανθάρους . ὄνομα δέ μοὔστι Μονότροπος . . . . . . . .
6402931 κλασαι
ἐπ ' ἀμάξης ὡς εἰς Μεσσήνην πεσεῖν καὶ τὸν μηρὸν κλάσαι : νοσήσαντα δ ' ἐκ τούτου τελευτῆσαι ἐτῶν ἑπτὰ
λδʹ . Ῥᾴδιον δὲ ἀπὸ δύο σημείων τῶν Β Ε κλάσαι τὴν ΒΝΞΕ καθόλου τῇ δοθείσῃ εὐθείᾳ ἴσην τῶν κλασμάτων
6398670 διπλασιαζε
γένεσιν αὐτοῦ . ἐκτίθει τοὺς ἀπὸ μονάδος περιττοὺς καὶ τούτους διπλασίαζε , καὶ οἱ διπλασιαζόμενοι ἀρτιοπέριττοί εἰσιν . ἐκτιθέσθωσαν οὖν
δόρυ κλῖνον , πρόαγε , ἔχου οὕτως . τὸ βάθος διπλασίαζε , ἀποκατάστησον . τὸ βάθος ἡμισίαζε , ἀποκατάστησον .
6396314 ψυλλα
δύο συλλαβὰς διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται : οἷον , ψύλλα : Σκύλλα : Ἀγύλλα : Ἐρετύλλα : δίφυλλα :
, ἔφη , ἔα : ἀλλ ' εἰπέ μοι πόσους ψύλλα πόδας ἐμοῦ ἀπέχει . ταῦτα γάρ σέ φασι γεωμετρεῖν
6396217 οὐρειον
, χρυσοδέτοις περόναις ἐπίσαμον : μηδὲ τὸ παρθένιον πτερόν , οὔρειον τέρας , ἐλθεῖν πένθεα γαίας Σφίγγ ' ἀπομουσοτάταισι σὺν
παρθένιον , πρὸς δὲ τὸν ἀετὸν τὸ πτερόν : γράφεται οὔρειον : οὔρειον τέρας ἐλθεῖν : ὀρεινὸν ἄγριον . ἢ
6394847 ἀαπτον
τόσον ἔσσεται εἶδαρ , ὅσσον ἐνιπλῆσαι γαστρὸς χάος , ὅσσον ἄαπτον ἐς κόρον ἀμπαῦσαι κείνων γένυν ; οἱ δὲ καὶ
ὡς καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν . ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν [ . . ἄαπτος δεινός
6393976 μεϲηγυ
ὑποχόνδριον , ἔνθα ἡ διάϲφυξιϲ τῆϲ ἀρτηρίηϲ , ἀτὰρ ἠδὲ μεϲηγὺ τῶν ὠμοπλατέων : καὶ γὰρ καὶ τῇδε ϲφύξιεϲ ἔαϲι
τριώβολον . ἢν δὲ πρὸϲ τόδε ἀπαυδήϲῃ ὁ ϲτόμαχοϲ , μεϲηγὺ ϲιλφίου ῥίζηϲ διδόναι τῆϲ ὁλκῆϲ τὸ ἴϲον τῷ καϲτορίῳ
6390840 βεβρωκεν
ἢ διὰ πλειόνων , οἷον Αἴας , τραχὺ δὲ οἷον βέβρωκεν : καὶ αὐτὸ δὲ τοῦτο τὸ τραχὺ ὄνομα κατὰ
τινων λεγόντων , ” Ποταπὸς δὲ οὗτος φίλος ὅστις οὔτε βέβρωκεν οὔτε πέπωκεν μεθ ' ἡμῶν , “ δῆλον ὅτι
6383355 ἀντεισαγει
αἷς ἐθηλύνετο , ἐκποδὼν ἀνελὼν τὰς αὐθιγενεῖς καὶ ἀκηράτους ἀρετὰς ἀντεισάγει : Σάρρᾳ γοῦν οὐ διαλέξεται , πρὶν ἐκλιπεῖν ἐκείνην
διαλεκτικὴ ὡς τῶν ἀμέσων ἡ θατέρου ἄρσις τὸ ἕτερον πάντως ἀντεισάγει . Καὶ δὴ τὸ χωρίον σοι , φαίη τις
6382022 ποιμανοριον
τὸ ἀνδρικὸν παρὰ τὸ τοὺς βασιλεῖς λέγεσθαι ποιμένας . ὅθεν ποιμανόριον τὸ ἐκ ποίμνης ἀνδρῶν συνηγμένον βασίλειον . . ἐπὶ
τὴν γῆν δουλώσειν , μήτοι γε τὴν Ἑλλάδα . . ποιμανόριον θεῖον ] ποίμνιον ἀνδρῶν . θαυμαστὸν δὲ ἐς τὸ
6381759 ἀφυϲον
ὡϲ οὖρά τε καὶ καταμήνια κινεῖν . ἐϲτὶ δὲ καὶ ἄφυϲον , καὶ μᾶλλον τῆϲ πόαϲ τὸ ϲπέρμα . Ϲέριϲ
μεγάλα γὰρ ὀνίνηϲιν εἰϲ τὰϲ πέ - ψειϲ καὶ τὸ ἄφυϲον . δοκεῖ δέ μοι ἐπὶ ταῖϲ γενναίαιϲ πάϲαιϲ καθάρϲεϲι
6380939 θυελλῃ
ἀρυσσάμενος ποταμῶν ἀπὸ αἰεναόντων , ὑψοῦ ὑπὲρ γαίης ἀρθεὶς ἀνέμοιο θυέλλῃ , ἄλλοτε μέν θ ' ὕει ποτὶ ἕσπερον ,
ἐνὶ νηῒ κείμην : αἱ δ ' ἐφέροντο κακῇ ἀνέμοιο θυέλλῃ αὖτις ἐπ ' Αἰολίην νῆσον , στενάχοντο δ '
6373216 Ἐρυθρῃ
δέ σφεας Δαρεῖος κακὸν οὐδὲν ἄλλο ποιήσας κατοίκισε ἐπὶ τῇ Ἐρυθρῇ καλεομένῃ θαλάσσῃ , ἐν Ἄμπῃ πόλι , παρ '
τῶν ἐν τῇσι νήσοισι οἰκεόντων [ τῶν ] ἐν τῇ Ἐρυθρῇ θαλάσσῃ , ἐν τῇσι τοὺς ἀνασπάστους καλεομένους κατοικίζει βασιλεύς
6371689 Ὑπερικον
ἐϲτιν , ἐκ τῆϲ τρίτηϲ ὢν τῶν ψυχόντων τάξεωϲ . Ὑπερικὸν διττόν . τὸ μὲν ἕτερον ἀνδρόϲαιμόν τε καὶ ἄϲκυρον
λευκόν , ἐκ τῆς τρίτης τάξεως ὑπάρχων τῶν ψυχόντων . Ὑπερικὸν θερμαίνει καὶ ξηραίνει , λεπτομεροῦς οὐσίας ὑπάρχον . Ὑπήκοον
6367850 Καππαδοκικου
τε καλούμενα Μοσχικὰ , διατείνοντα παρὰ τὸ ὑπερκείμενον μέρος τοῦ Καππαδοκικοῦ Πόντου , καὶ ὁ Παρυάρδης , οὗ τὰ πέρατα
ἁλμυρὸν ὕδωρ πρὸς ἀντιπάθειαν αὐτῆς . ἅλμην δὲ κελεύει πιεῖν Καππαδοκικοῦ ἁλός ναιομένην δέ , ἤτοι πατουμένην , ὁδευομένην ἢ
6367401 δεινοεπες
ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν , ὥστε εἶναι δεινοεπές . ἢ ἀπτόητε ἐν τῷ λέγειν , θρασεῖα ,
εἶναι δεινοεπές . , : τὸ ἰσχυρόν , ὥστε εἶναι δεινοεπές . , , ? . καὶ ἴσως , δεινοεπές
6366866 ὑποβρεμει
] συμπίπτων , συγκρούων . . κελαινὸς ] μέλας . ὑποβρέμει ] ὑπηχεῖ . . γᾶς ] γῆς . ἁγνορρύτων
θάλασσα , καὶ ὁ μέλας τόπος τῆς γῆς τοῦ Ἅιδου ὑποβρέμει . αἱ πηγαί τε τῶν καθαρῶν ὑδάτων στένουσιν ἄλγος
6366205 ἐπιθυουσι
παρ ' Εὐφορίωνι ἐν Μοψοπίᾳ , ὡς ἐπὶ τοῦ οἱ ἐπιθύουσι βῶν λίες . . . . , καὶ πάλιν
πέρι τεθνηῶτος , οἳ δὲ ἐρύσσασθαι ποτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν Τρῶες ἐπιθύουσι : μάλιστα δὲ φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μέμονεν : κεφαλὴν
6364266 πυτινη
καὶ πολυπράγμων . πυτιναῖα μόνον ἔχων : Ὄρνεον μικρὸν ἡ πυτίνη . . ὄρνεον μικρόν . πυτίνη δὲ πλέγμα ἐστίν
δειπνοφόρος . ἵνα δ ' ὁ οἶνος , λάγυνος , πυτίνη , ἀσκός , κρατήρ , προχοίδιον , κάδος καδίσκος
6363841 ἀμη
ἐστι σημεῖον καὶ βλάβης καὶ μάχης , ἀξίνη δὲ καὶ ἄμη γυναικός τε καὶ γυναικείας ἐργασίας : καὶ γυναικείας μὲν
. ἐργαλείων γεωργικῶν ὀνόματα δρέπανον , δρεπάνη , δίκελλα , ἄμη , μακέλη , ἀξίνη , λίστρον , πλόκανον ,
6358551 λοφειον
θήκην τῶν λόφων . Γ τὴν θήκην τῶν λόφων . λοφεῖον ] τὴν θήκην τοῦ κράνους τοῦ τριλόφου . λεκάνιον
, κομμώτριον , ξυρόν , κάτοπτρον , οὗ τὴν θήκην λοφεῖον καλοῦσι , ψαλίς , παρωπίς , προσωπίς καὶ ὡς
6358398 Αἰολιην
ἅμ ' ἠέρι καὶ μέλαν ὕδωρ . Ἵκετο δ ' Αἰολίην , Ἀνέμων ὅθι λάβρον ἀέντων ἄντρα πέλει στυφελῇσιν ἀρηρέμεν
Ἀπόλλων . ” Αἰολίην τὴν τοῦ Αἰόλου νῆσον : “ Αἰολίην δ ' ἐς νῆσον ἀφικόμεθ ' , ἔνθα δ
6357141 δυϲπεπτοτερα
ἄλικοϲ παντελῶϲ ὀλίγου . εἰ γὰρ ἤτοι πλέον δῴηϲ ἢ δυϲπεπτότερα ϲιτία τοῖϲ οὕτωϲ ἔχουϲι , πνιγήϲονται . Πρὸϲ τοὺϲ
ἄλικοϲ παντελῶϲ ὀλίγου . εἰ γὰρ ἤτοι πλέον δῴηϲ ἢ δυϲπεπτότερα ϲιτία τοῖϲ οὕτωϲ ἔχουϲι , πνιγήϲονται . Πρὸϲ τοὺϲ
6356556 Ἐχ
μὴ λέγ ' , ὦ πόνηρε , ταῦτ ' . Ἔχ ' ἥσυχος . Ἐγὼ γὰρ ἀποδείξω σε τοῦ Διὸς
χορδὴν φέρε . Φέρε , τοῦ δόρατος ἀφελκύσωμαι τοὔλυτρον . Ἔχ ' , ἀντέχου , παῖ . Καὶ σύ ,
6356324 ἠϋσε
, τῶν τε σθένος οὐκ ἀλαπαδνόν , ἔνθα στᾶς ' ἤϋσε θεὰ λευκώλενος Ἥρη Στέντορι εἰσαμένη μεγαλήτορι χαλκεοφώνῳ , ὃς
ἔχειν , ὡς δηλοῖ καὶ Ὅμηρος “ ἔνθα στᾶς ' ἤϋσε θεὰ μέγα τε δεινόν τε ὄρθι ' : Ἀχαιοῖσι
6354045 ΔΒΓΘ
τετραγώνου πλευρά . καὶ ἐπεὶ ἐν σφαίρᾳ μέγιστος κύκλος ὁ ΔΒΓΘ κύκλον τινὰ τῶν ἐν τῇ σφαίρᾳ τὸν ΖΕΓΗ διὰ
γὰρ κύκλοι οἱ ΕΒΗ , ΑΒ μεγίστου κύκλου περιφέρειαν τὴν ΔΒΓΘ κατὰ τὸ αὐτὸ σημεῖον τέμνουσι τὸ Β τοὺς πόλους
6354008 πανδακρυτον
πῶς ποτ ' ἀμφιπλήκτων ῥοθίων μόνος κλύων , πῶς ἄρα πανδάκρυτον οὕτω βιοτὰν κατέσχεν : ἵν ' αὐτὸς ἦν πρόσουρος
. ὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος , ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένος : ὤμοι , πατρὸς δὴ νῦν
6351824 δεξομαι
ιαʹ . . . . . . ἡμέτερα : † δέξομαι Παλλάδος : τὰ τοιαῦτα εἴδη καλεῖται , ὡς εἴρηται
δῖος Ἀχιλλεύς : τέθναθι : κῆρα δ ' ἐγὼ τότε δέξομαι ὁππότε κεν δὴ Ζεὺς ἐθέλῃ τελέσαι ἠδ ' ἀθάνατοι
6348685 πολυφαγια
: θαυμαστὸν γὰρ ἦν καὶ περιβόητον παρ ' αὐτοῖς ἡ πολυφαγία . Μετὰ δὲ τὸ δεῖπνον σπονδὰς ἐποιοῦντο , οὐκ
. θαυμαστὸν γὰρ ἦν καὶ περιβόητον παρ ' αὐτοῖς ἡ πολυφαγία . μετὰ δὲ τὸ δεῖπνον σπονδὰς ἐποιοῦντο οὐκ ἀπονιψάμενοι
6348109 δειμαινεις
. πατὴρ δέ ς ' οὐχ ὧδ ' ὡς σὺ δειμαίνεις , τέκνον , προδοὺς ἐάσει δωμάτων τῶνδ ' ἐκπεσεῖν
οἷόν τε ] πῶς οἷόν τε τοῦτο ] τὸ παρακούειν δειμαίνεις ] φοβῇ πλέον ] τῆς συγγενείας νηλὴς ] ἀπηνής
6347267 ὀρθι
χειρῶν ἔνθα στᾶς ' ἤϋσε θεὰ μέγα τε δεινόν τε ὄρθι ' , Ἀχαιοῖσιν δὲ μέγα σθένος ἔμβαλ ' ἑκάστῳ
. ὄρθιον ὤρουσαι : ὀξὺ καὶ μέγα . Ὅμηρος : ὄρθι ' , Ἀχαιοῖσιν δὲ μέγα σθένος . λέγει δὲ
6345088 κακεμφατως
δηλονότι . ἐπάνω κατακεισόμεθα : Ἐρωτᾷ ἐπάνω τοῦ αἰδοίου . κακεμφάτως δὲ ἐδέξατο . καταπυγωνέστερον : Μαλακώτερον καὶ πορνικώτερον τῶν
ὅτι ἐν πλοίῳ εἰσὶν ἐρχόμεναι . ἀφ ' οὗ νῦν κακεμφάτως ἐπὶ τῶν Σαλαμινίων τὸ αἰδοῖον φησί . ναυτικοὶ δὲ
6345064 Ποντικη
Παρωρεῖς . Νικόλαος Παρωρεάτας φησίν . : Μεσημβρία , πόλις Ποντική . Νικόλαος πέμπτῳ . Ἐκλήθη ἀπὸ Μέλσου . Βρίαν
. καὶ Σίφνιον ποτήριον καὶ σιφνιάζειν . Σιωνία , πόλις Ποντική . τὸ ἐθνικὸν Σιωνίτης καὶ Σιωνῖτις τὸ θηλυκόν .
6342443 χαλκωματων
τε ὡς δεῖ κατακλίνεσθαί φησιν : ἔπειτα ἐπαίνεσόν τι τῶν χαλκωμάτων , ὀροφὴν θέασαι . ὅτι τὸ μὲν τῶν μνηστήρων
Σώφρων δ ' ἐν γυναικείοις μίμοις φησί : τῶν δὲ χαλκωμάτων καὶ τῶν ἀργυρωμάτων ἐμάρμαιρε ἁ οἰκία . Φιλιππίδης δ
6338228 ἐξευρηκα
δ ' ἐστὶ καὶ μία γυνή εἰς μῆνιν . Ἀράβιον ἐξεύρηκα σύμβουλον . Ἡ πόλις ὅλη γὰρ ᾄδει τὸ κακόν
χρηστά με λέγοντ ' οὐκ εὖ ποιήσειν προσδοκᾷς . Ἀράβιον ἐξεύρηκα σύμβουλον . φιλόνεικος δ ' ἐστὶ καὶ λίαν γυνὴ
6337659 ποθεινοτατον
ἂν ποθεινοῦ ὄντος μήτε σχῆμα μήτε μορφὴν ἔχοις λαβεῖν , ποθεινότατον καὶ ἐρασμιώτατον ἂν εἴη , καὶ ὁ ἔρως ἂν
τὸν τοῦ μηνῦσαι πόθον . ἑκάστῳ γὰρ τὸ ἴδιον ἔργον ποθεινότατον : ἴδιον δὲ λόγου τὸ λέγειν , πρὸς ὃ
6334264 κενωϲεϲι
, καθαρτέον . ϲυνελθόντων δὲ ἀμφοῖν , ἀμφοτέραιϲ χρηϲτέον ταῖϲ κενώϲεϲι , φλεβοτομήϲαϲ πρότερον , ἔπειτα καθάραϲ . εἰ δὲ
ἀλλὰ καὶ αἱ ϲφηνώϲιεϲ τῶν λίθων χαλῶνται τῇϲι τῶν ἀγγείων κενώϲεϲι , ἀτὰρ ἠδ ' ἐν οὐρήϲει διεκθείουϲι οἱ λίθοι
6332133 λεηλατησαι
Ἀρταφρένης ἔχων ἀνδρῶν δύναμιν οὐκ ὀλίγην . Τὸ δὲ μὴ λεηλατῆσαι ἑλόντας σφέας τὴν πόλιν ἔσχε τόδε . Ἦσαν ἐν
ἧκεν ἔχων ἱππέας καὶ πεζούς . ἐβουλεύσατο οὖν κράτιστον εἶναι λεηλατῆσαι ἐκ τῆς Μηδικῆς , καὶ λαμπρότερόν τ ' ἂν
6331773 διηλασεν
πάντος ' ἐΐσην ταυρείην : τῆς δ ' οὔ τι διήλασεν , ἀλλὰ πολὺ πρὶν ἐν καυλῷ ἐάγη δολιχὸν δόρυ
. ὦ φίλταθ ' , ἥδε ς ' ἡμέρα † διήλασεν † : ἠλευθέρωσαι τοῖσδε τοῖς ἀγγέλμασιν . μιᾶς δ
6329206 θηλυτητος
εἶναι , τῶν δὲ διὰ τὸ καίπερ θήλειαν οὖσαν ἥκιστα θηλύτητος καὶ ἐκλύσεως μετέχειν τὴν Ἀθηνᾶν : [ ἄλλοι δὲ
ἀπογεύονται νύκτας ἐπὶ τούτοις διηγούμεναι καὶ τοὺς ἑτερόχρωτας ὕπνους καὶ θηλύτητος εὐνὴν γέμουσαν , ἀφ ' ἧς ἀναστὰς ἕκαστος εὐθὺ
6328834 πρωτευοντων
περιεῖδεν , ὅτι ἴσως οὐ παρὰ σφῶν , ἀλλὰ τῶν πρωτευόντων παῖδες ἦσαν , προσιούσης δὲ τῆς φρουρᾶς τὴν ὄψιν
σωτηρίαν αὐτὴν ἔτι ἔχειν ἐλπίδα : ἀπέθανον δὲ καὶ τῶν πρωτευόντων ἄλλοι τε καὶ Ἀνδροκλῆς καὶ Φίντας καὶ λόγου μάλιστα
6319632 Διηκει
κατοικημένων καταλέξαι , τὸ δ ' ἀπὸ τούτων οὐκέτι . Διήκει δ ' ὦν ἡ ὀφρύη μέχρι Ἡρακλέων στηλέων καὶ
καὶ βούλει φασὶ τὰ δεύτερα τοῦ λέγομαι καὶ βούλομαι . Διήκει δέ , φησί , καὶ ἐπὶ τῶν εἰς μι
6319183 χοιραδος
σκλήρωμα ὄγκος ἐστὶ σαρκώδης , τυλώδης , σκληρότερος στεατώματος καὶ χοιράδος , περιωρισμένος δέ . συνήνωται τοῖς κατὰ φύσιν σώμασιν
σχάσον , ταχὺ δ ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονί πρῴραθε , χοιράδος ἄλκαρ πέτρας . ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ '
6318660 Πυρετος
χρόνῳ ὕστερον κατεκλίθη : ᾤκει πλησίον τῆς ἄνω ἀγωγῆς . Πυρετὸς ἔλαβε καυσώδης , ὀξύς : ἔμετοι τὸ κατ '
τὰ μάλιστα ἐξεργαζόμενα τῶν νουσημάτων πλευρῖτίς τε καὶ περιπλευμονίη . Πυρετὸς δὲ ἀπὸ τῶνδε γίνεται : ὁκόταν χολὴ ἢ φλέγμα
6316772 Πρωην
Καὶ μὴν οὐ Παντακλέα γε ἐδίδαξεν ὅμως τὸν σκαιότατον . Πρώην γοῦν , ἡνίκ ' ἔπεμπεν , τὸ κράνος πρῶτον
γὰρ εἶναι κρεῖττόν ἐστ ' ἤ γ ' ἁλμάδας . Πρώην ἐρανιστὰς ἑστιῶν ἥψης ' ἔτνος . Ἀλλ ' ἱμάντα
6313719 συνεβαλλεν
' ἔρριψεν ἔραζε , αὖτις δ ' ἅψεα χερσὶν ἐϋσταλέως συνέβαλλεν , οἱ δ ' ἄφαρ ἔζωον χλοεροῦ θ '
εἰ μὴ κρατοῖμεν , οὐδὲ σωτηρίαν . ταῦτα εἰπὼν αὐτίκα συνέβαλλεν , οὐκ ἐπελπίσας ὥσπερ ἕτεροι τὸν στρατόν , ἀλλὰ
6312076 παραπηχυ
δοκεῖ ; ἡ Γλυκέριον λαβοῦσα παρ ' ἐραστοῦ τινος Κορίνθιον παράπηχυ καινὸν λῄδιον ἔδωκεν εἰς γναφεῖον : εἶτ ' ἐπεὶ
μέρη τραγικῆς ἀνδρείας σκευῆς . γυναικείας δὲ συρτὸς πορφυροῦς , παράπηχυ λευκὸν τῆς βασιλευούσης : τῆς δ ' ἐν συμφορᾷ
6311502 Ἀγαθυρσων
δὲ τὸ Σαυροματῶν καὶ τῶν Γελώνων καὶ τρίτον τὸ τῶν Ἀγαθύρσων ἐπικαλούμενον γένος . ἀπὸ τῶν δὲ Μαιωτῶν λαβοῦσα τοὔνομα
κατύπερθε ἐς τὴν μεσόγαιαν φέροντα ἀποκληίεται ἡ Σκυθικὴ ὑπὸ πρώτων Ἀγαθύρσων , μετὰ δὲ Νευρῶν , ἔπειτα δὲ Ἀνδροφάγων ,
6307235 παμπληθες
ἀναλύεσθαι φαῖμεν , ἄνθραξ μὲν οὐκ ἂν γένοιτο , διότι παμπληθὲς ὑπολείψεται τοῦ γεώδους , ᾧ τὸ πῦρ ἐγκατειλῆφθαι συμβέβηκεν
ὡς ἀμφίβιος . Ὅτι ὁ πομπίλος : τούτου τὸ γένος παμπληθὲς ἀκολουθεῖ ταῖς ναυσὶν , οἱ μὲν ἐπὶ ταῖς πρώραις
6306612 Ἀνθιον
οὐ προσέθηκα τό : ὅπως ἡμῖν εὖ ποιῇς τὸν ἑταῖρον Ἄνθιον . καὶ ἴσως μέν τί σοι κἀκεῖνος βεβοήθηκεν :
πρὸς Μέγαρα ἄγει : ταύτην ἐρχομένοις τὴν ὁδὸν φρέαρ ἐστὶν Ἄνθιον καλούμενον . ἐποίησε δὲ Πάμφως ἐπὶ τούτῳ τῷ φρέατι
6304850 Φαλαννα
Ἠπειρωτικόν * . Γοννοῦσσα πόλις Περραιβίας . . . . Φάλαννα πόλις Περραιβίας ἀπὸ Φαλάννης τῆς Τυροῦς θυγατρός . ×
δὲ τινὲς τὴν ἀκρόπολιν τῶν Φαλανναίων εἰρήκασιν : ἡ δὲ Φάλαννα Περραιβικὴ πόλις πρὸς τῷ Πηνειῷ πλησίον τῶν Τεμπῶν .
6304096 Γυμνοτερος
λεβηρίδος : ἀντὶ τυφλότερος . ἐπὶ τῶν πάνυ πενήτων . Γυμνότερος παττάλου : ἐπὶ τῶν σφόδρα ἀπορωτάτων . Γύγου δακτύλιος
ἡ πτῆσις τῆς γλαυκὸς νίκης σύμβολον τοῖς Ἀθηναίοις ἦν . Γυμνότερος λεβηρίδος : ἐπὶ τῶν πάνυ πτωχῶν . Ἀντὶ τοῦ
6302545 Ὁπλον
τροφός . Ξένον προτίμα , καὶ φίλον κτήσῃ καλόν . Ὅπλον μέγιστον ἐν βροτοῖς τὰ χρήματα . Ὁ χρόνος ἐπιμελὴς
. Οὐκ ἔστιν , ὅστις τὴν τύχην οὐ μέμφεται . Ὅπλον μέγιστον ἐν βροτοῖς τὰ χρήματα . Ὁ χρόνος ἐπιμελὴς
6300187 Αἰπεια
, . , . * . . + , . Αἰπεῖα : πόλις : ἀπὸ τοῦ αἰπύς οἶμαι . εἴρηται
, . , . * . . + , . Αἰπεῖα : πόλις : ἀπὸ τοῦ αἰπύς οἶμαι . εἴρηται
6300155 Ἀροτρῳ
χοῖρε γίγαρτα : οἷον ὧν κατέφαγες , ἀποδώσεις πλείονα . Ἀρότρῳ ἀκοντίζεις : ἐπὶ τῶν ἀπερισκέπτως τι ποιούντων , καὶ
ἂν ῥηθείη . Ἄρεος νεοττόν : ἐπὶ τῶν φιλοπολέμων . Ἀρότρῳ ἀκοντίζεις : ἐπὶ τῶν ἀδιασκέπτως τι ποιούντων καὶ τὸ
6299273 ὀπισθορμητος
: γράφεται ἄψ . παλινόστιμος : ὀπισθόδρομος , μεθυποστρέψιμος , ὀπισθόρμητος . ὁρμή : κίνησις . Ἀνύουσι : διέρχονται ,
ὁδόν : κατά . Δαισάμενος : φαγών . παλίνορσος : ὀπισθόρμητος . παλίνδρομος : ὀπισθόδρομος . ἀνέδραμεν : ἀνεχώρησεν .
6298907 ὑφημιολιον
τόνδε ἢ τόνδε . πάλιν δὲ τὸ ἡμιόλιον πρὸς τὸ ὑφημιόλιον , τουτέστι τὰ ἓξ πρὸς τὰ τέσσαρα , κατ
λεπτὰ τὸ ἥμισυ τῆς μονάδος καὶ τὰ μ λεπτὰ τὸ ὑφημιόλιον τῆς μονάδος , καὶ ποιῶ τὰ λ παρὰ μ
6296816 Κυνθος
Νικάνωρ φησί . : Δῆλος . . . ἐκαλεῖτο δὲ Κύνθος ἀπὸ Κύνθου τοῦ Ὠκεανοῦ . . . καὶ Ἀστερία
καθ ' Ἡρακλέα . οἱ οἰκοῦντες Κύνητες καὶ Κυνήσιοι . Κύνθος , [ ὄρος Δήλου , ] παρ ' Ἀντιμάχῳ
6294534 καταδραμειν
ἦλθεν ὁ Ἰσοκράτης ἐπὶ τοῦτον τὸν λόγον , ὥστε ἁπλῶς καταδραμεῖν τούτων . καὶ οἱ μὲν ἀπελογήσαντο , λέγοντες τὴν
ἀδεῶς ἡμῖν ὑπάρξει πᾶσαν ὅσην ἂν βουλώμεθα τῆς ἐκείνων χώρας καταδραμεῖν . Ἀποδεξαμένων δὲ καὶ ταύτην τὴν γνώμην τῶν Οὐολούσκων
6294398 εὐσυνετον
. ἀστεῖος . νῦν γελοιώδης : σημαίνει γὰρ καὶ τὸν εὐσύνετον καὶ εὐπρόσωπον καὶ χαρίεντα . ἔφαμεν δὲ δή κτλ
εὔπυρον , εὔσιτον , εὔοινον , εὔδουλον εὔβουλον εὐλόγιστον , εὐσύνετον , εὐκάρδιον , εὐπρόσωπον , εὐτράπελον , εὐόφθαλμον ,
6293685 ἀποκωλυοι
μὲν ἐῴη πάντας μανθάνειν τοὺς νέους , τὸ δ ' ἀποκωλύοι . λέγε καὶ μηδὲν ἀπόκνει λέγων . Ὠγαθὲ Κλεινία
τὴν ἑαυτῶν ἑκάστους τάξιν ἰέναι , εἰ μή τι ἀναγκαῖον ἀποκωλύοι . καὶ σημεῖον δὲ ἔχων ὁ τοῦ ταξιάρχου σκευοφόρος

Back