τιτρώσκομαι κέαρ ] τὴν ψυχήν ὧδε ] οὕτω προσσελούμενον ] ὑβριζόμενον , ἀτιμαζόμενον ἐκ τούτου : καὶ πρόσσελοι οἱ ὑβρισταί
γε τὸ ἡμεῖς τηρῶμεν , ἀλλὰ τὸ σῶμα ἔσται τὸ ὑβριζόμενον , τὸ σῶμα τὸ ἀποθνῇσκον οὐδὲν παρὰ φύσιν τὴν
6418907 ἀσχημονουντα
] εὖ διακεχειρισμένων , συντεταγμένων . παραληροῦντα : διαποροῦντα καὶ ἀσχημονοῦντα . ταῦτα ἀκούσας ὁ Κρατῖνος ἔγραψε τὴν Πυτίνην ,
ἀγανακτήσαντες , ἄλλως μὲν μισοῦντες τὸν Ἀντωνῖνον καὶ ἀποσκευάσασθαι θέλοντες ἀσχημονοῦντα βασιλέα , τότε δὲ καὶ τοῖς συλλαμβανομένοις ἐπαμύνειν δεῖν
6225521 συννοιᾳ
τῷ ὅλῳ . Οἷον ἐκκλησίᾳ δημογερόντων καθημένων ἐφ ' ἡσύχῳ συννοίᾳ δῆμος ἄτακτος , τροφῆς δεόμενος καὶ ἄλλα ἃ δὴ
. § Ἡ μὲν Πίσα τοῦ Διός . οἷον ἐν συννοίᾳ γεγονὼς πρὸς ἑαυτὸν λέγει , δι ' ἣν αἰτίαν
6220330 ὀκνηρως
κέρδους ἐλπίδι ἐσπουδάσαμεν ἂ ἐπέστειλας , οὔτε εἰς τὰ λοιπὰ ὀκνηρῶς ἐμέλλομεν ἕξειν , ἐπαινεθέντες ἀμισθί . ὅμως ἀξιούμενοι δωρεᾶς
ὑπουργίαι βραδεῖαι . τί τούτων τέλος ἐννοεῖσθε . Βουλεύεσθαι μὲν ὀκνηρῶς ἀσφάλεια , ὑπουργεῖν δὲ βραδέως ἀσθένεια : τούτων ἀμφοτέρων
6166865 ἀναγκασθῃ
ἰστέον ὅτι διὰ τοῦτο αὐτὰ παραιτεῖται λέγειν , ἵνα μὴ ἀναγκασθῇ καὶ τὰ τῶν προκειμένων νεκρῶν εἰπεῖν οὐκ ἀξιόλογα ὄντα
, μὴ ἄλλο τι ἡγησάμενος ἕκαστος ἢ ἐν ᾧ ἂν ἀναγκασθῇ χωρίῳ μάχεσθαι , τοῦτο καὶ πατρίδα καὶ τεῖχος κρατήσας
6164848 Ὁμως
φανέντα καὶ καταδόξαντα εἶναι τοῖς τότε ἀνθρώποις τὸν Καρνεάδην . Ὅμως δέ , καίτοι καὐτὸς ὑπὸ τῆς στωϊκῆς φιλονεικίας εἰς
νὴ τὸν Δία εὕδει καταφαγὼν μύρτα καὶ σέρφους τινάς . Ὅμως ἐπέγειρον αὐτόν . Οἶδα μὲν σαφῶς ὅτι ἀχθέσεται ,
6158420 ἡμαρτηκοτα
τὴν ψυχὴν εὐθὺς μετενόησε καὶ κατεμέμψατο ἑαυτὸν ὡς τὰ μέγιστα ἡμαρτηκότα . ἀλλ ' οὐ γὰρ ἦν δυνατὸν τὸ γεγονὸς
ἴσῳ παραβάλλωμεν , φήσομεν , ὅτι εἰ τὸν τὰ ἴσα ἡμαρτηκότα ἀθῷον οὐκ ἐῶμεν , οὐδὲ τοῦτον ἄξιον περιορᾶν .
6131575 ἐξευρησω
: ἀλλὰ πῶς λέγεις ; Ὧδ ' , εἶπον , ἐξευρήσω , σοῦ ἀποκρινομένου ζητῶν ἅμα . Ἐρώτα δή ,
ἡμῖν λέξει ; Ἐγὼ μὲν γὰρ ἀπορῶ , εἴ τινα ἐξευρήσω δεινὸν τὴν τέχνην κατὰ τὸν Χείρωνα κεῖνον , ἵνα
6110487 Διαλογον
σὸν ὄνομα , ὦ Φιλοσοφία , ὑποδύεται καὶ ὑπελθὼν τὸν Διάλογον ἡμέτερον οἰκέτην ὄντα , τούτῳ συναγωνιστῇ καὶ ὑποκριτῇ χρῆται
δι ' ἃς δὲ αἰτίας ἀπολιπὼν αὐτὴν ἐπὶ τουτονὶ τὸν Διάλογον ἐτραπόμην , ἀκούσατε , ὦ ἄνδρες δικασταί , καί
6091965 ἀνεκραγον
τοῦθ ' , ὅτι νῶϊν ἀνήκεστος χόλος ἔσται . ” ἀνέκραγον ἀνεφώνουν : “ ἀλλ ' ἐπεὶ οὖν τὸ πρῶτον
τῆς ὀργῆς αὐτῶν : καὶ τοὺς ἀνθρώπους εὐθὺς ἐξέπληττον οἷς ἀνέκραγον ὥστε οἱ μὲν αὐτῶν περιτρέχοντες ἐδέοντο , οἱ δὲ
6089684 ἐκτρεφω
ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός . ὑπεδεξάμην , ἔτικτον , ἐκτρέφω , φιλῶ . Κορινθίῳ πίστευε καὶ μὴ χρῶ φίλῳ
, παράδειγμα ἓν κείσθω τόδε : ἐδεξάμην , ἔτικτον , ἐκτρέφω , φίλε . οὕτως γὰρ λελυμένον ἀναγκάσει καὶ τὸν
6081740 βλασφημον
ἀλιτηρίους οὐ μόνον τοὺς τὰ ἱερὰ συλῶντας ἢ λέγοντάς τι βλάσφημον περὶ τῶν θεῶν , ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον τούς τε
Διόνυσε , κακῶς κακὸν διόλλυ τὸν τύραννον , διάσπα τὸν βλάσφημον , εἰς ταῦρον ἄμειβε τὸν ἀπάνθρωπον , ἡμᾶς θηρία
6076732 ἀνταγωνιστην
ἄρα καὶ ὁ Ἀριστογείτων ἐπὶ τῷ παιδεῦσαι ἄνθρωπον , καὶ ἀνταγωνιστὴν ἡγεῖτο εἶναι τὸν Ἵππαρχον . ἐν ἐκείνῳ δὲ τῷ
: ἤλπισας τὴν Τροίαν χρυσῷ ῥέουσαν ταῖς δαπάναις πλημμυρεῖν : ἀνταγωνιστὴν μέγαν : ἀντεραστήν : λυποῦνται γὰρ οἱ ἐρῶντες ὅταν
6076450 παραινεσω
οὖν , ἐπείπερ ἐφ ' ὑψηλοῦ ἐσμέν , ἀναβοήσας παμμέγεθες παραινέσω αὐτοῖς ἀπέχεσθαι μὲν τῶν ματαίων πόνων , ζῆν δὲ
τάχιστα τοὺς σαυτοῦ τρόπους καὶ μάνθαν ' ἐλθὼν ἃν ἐγὼ παραινέσω . λέγε δή , τί κελεύεις ; καί τι
6073760 καυχησαμενος
τὸ δὲ μέγα εἰπών , ἤγουν μεγαλορρημονήσας περὶ τούτων καὶ καυχησάμενος : Καλλίας ἀδῶν . υἱὸς κρέοντος ὁ καλλίας ,
ἐπειδὴ οὖν , ὦ ἑταῖρε , κατέπληξάς με λόγοις κενοῖς καυχησάμενος ἐν τοῖς θεοῖς σου τοῖς λιθίνοις καὶ ξυλίνοις ,
6073516 Ἀπουλων
γὰρ Ἰάπυγες καὶ Ἄπουλοι περὶ τὸν Ἰόνιον κόλπον οἰκοῦσιν . Ἀπούλων δὲ ἔθνη κατὰ τὸν Δίωνα Πευκέντιοι , Πεδίκουλοι ,
γὰρ Ἰάπυγες καὶ Ἄπουλοι περὶ τὸν Ἰόνιον κόλπον οἰκοῦσιν . Ἀπούλων δὲ ἔθνη κατὰ τὸν Δίωνα Πευκέντιοι , Πεδίκουλοι ,
6070070 ἀπαγε
ὑπουργούντων τινὶ πρὸς κόνεως κυλίστραν τὸν ἵππον ἐξαγαγεῖν κυλισθῆναι . ἄπαγε ] ὦ δοῦλε . ἐξαλίσας ] κυλισθῆναι ποιήσας .
; τίς μ ' εἰς ] τὸ πρόσθεν κατατέθηκεν ; ἄπαγε δὴ σύ . καὶ δή . παῖ , παιδίον
6064662 Ἐοικας
' ἐστὶ τὸ ἐπίστασθαι . Καὶ τί τοῦτο ἀναίσχυντον ; Ἔοικας οὐκ ἐννοεῖν ὅτι πᾶς ἡμῖν ἐξ ἀρχῆς ὁ λόγος
ἠμελήσαμεν Ἱέρακος τοῦ καλοῦ περὶ Μιλτιάδην ἢ Θεμιστοκλέα ληροῦντες . Ἔοικας ἀνδρὸς πονηροῦ γραμμάτων ἐπιθυμεῖν , εἴτε διὰ χρόνου μῆκος
6059636 σπευδεις
γένωμαι . τί γάρ με διαφθεῖραι γλίχῃ , τί δὲ σπεύδεις ἀπολέσαι με ἐς ἑστίασιν καὶ θοίνην παρακαλῶν ; πρῶτον
μεταχειρίσεως λέγων : εἰ μὲν οὖν ἠγνόεις παρ ' ἣν σπεύδεις , ἔδει καὶ διδάσκειν τυχόν : εἰ δὲ τὴν
6041812 διαλογιζομενος
Μιθριδάτης , ἐπεὶ καὶ τῆς περὶ Ὀρχομενὸν ἥττης ἐπύθετο , διαλογιζόμενος τὸ πλῆθος , ὅσον ἐξ ἀρχῆς ἐς τὴν Ἑλλάδα
. Ὕπερ πρώρης ἄνω τῆς . Ὁρμαίνων : διανοούμενος , διαλογιζόμενος . Οἱ δέ : ἄλλοι . ὀτρύνουσι : διεγείρουσιν
6040563 προσελουμενον
τῶν προγόνων ἠρία , εἰ Εὐπειθίδης ὁ Κορυδαλλεὺς ἐμαυτὸν περιόψομαι προσελούμενον , καὶ ταῦτα ὑπ ' ἀνδραπόδου ἴσως δυοῖν μναῖν
κατὰ τῶν Τιτάνων ὑβριζόμενον . . ἐνταῦθα καρφούμενον . . προσελούμενον ] γρ . προσηλούμενον . προσκεκαρφωμένον , ὑβριζόμενον .
6034925 ὑποκριναιτο
μερμήριξε δ ' ἀρηΐφιλος Μενέλαος , ὅππως οἱ κατὰ μοῖραν ὑποκρίναιτο νοήσας . τὸν δ ' Ἑλένη τανύπεπλος ὑποφθαμένη φάτο
, μιμνέτω ἔκτοθεν ἵππου ἀρήιον ἐνθέμενος κῆρ , ὅς τις ὑποκρίναιτο βίην ὑπέροπλον Ἀχαιῶν ῥέξαι ὑπὲρ νόστοιο λιλαιομένων ὑπαλύξαι ,
6024405 παραινουντι
, εἰ τύχῃ ὑπὸ φρονίμου παραινούμενος , εὔπειστος γίνεται αὐτῷ παραινοῦντι τὰ συμφέροντα , ὁ δὲ ἰσχυρογνώμων ὑπὸ λόγου οὐ
καὶ ἐν θεάτρῳ ἠκούσατε ἀμφοτέρων , μᾶλλον ἐμοὶ προσθέσθαι ὡς παραινοῦντι τὰ χρήσιμα . οὐκοῦν ἐμὸς ὁ τόπος , ἐμὴν
6008620 μελλοντ
οὗτός ἐστιν ὁ Πλάτωνα ῥυσάμενος δι ' ἐπιστολῆς παρὰ Διονυσίου μέλλοντ ' ἀναιρεῖσθαι . ἐθαυμάζετο δὲ καὶ παρὰ τοῖς πολλοῖς
τὸν ἄνθρωπον , περίεργον ὀφθαλμοῖς καὶ λάλον γλώσσῃ , ἀκουστικὸν μέλλοντ ' εἶναι καὶ τῶν αὐτῷ μὴ προσηκόντων , λίχνον
5997559 ΚΑΜ
ΖΔΗ τετραπλάσιον τοῦ ὑπὸ ΛΒΝ . ἴσον δὲ τὸ ὑπὸ ΚΑΜ τῷ ὑπὸ ΛΒΝ : ἴσον ἄρα καὶ τὸ ὑπὸ
, Β , Ζ παρὰ τὴν ΔΕ αἱ ΓΝΞ , ΚΑΜ , ΟΠΒΡ , ΖΥ , διὰ δὲ τῶν Α
5975463 στενεις
ς ' ἀνέμνησεν κακῶν ; ἢ τὰς Ὀρέστου τλήμονας φυγὰς στένεις καὶ πατέρα τὸν ἐμόν , ὅν ποτ ' ἐν
θεοὺς ἐγὼ πυθέσθαι βούλομαι τί τὸ πρᾶγμα τουτί . Τί στένεις ; Τί δυσφορεῖς ; Οὐ χρῆν σε κρύπτειν ὄντα
5972009 ἀπαγῃ
δεσμός ἐστιν , ᾧ δεδέσθαι συμβέβηκεν αὐτούς . ἀμέλει κἂν ἀπάγῃ τις αὐτοὺς μετὰ βίας , ἀνακωκύουσι καὶ ἱκετεύουσι ,
λόγῳ , ὡς οὐκ ἔστιν καλὸν τῇ φύσει , κἂν ἀπάγῃ τὶς αὐτοῦ τὴν χρείαν ἐπὶ τὸ μὴ φύσει καλόν
5942591 ἐνεκαλυψαμην
. Αἲ τάλαν . Μετὰ ταῦτ ' ἐγὼ μὲν εὐθὺς ἐνεκαλυψάμην δείσας , ἐκεῖνος δ ' ἐν κύκλῳ τὰ νοσήματα
ἢ ἄλλο τι τολμῶντα νυκτερινώτατον , εὐθὺς ἐπισπασαμένη τὸ νέφος ἐνεκαλυψάμην , ἵνα μὴ δείξω τοῖς πολλοῖς γέροντας ἄνδρας βαθεῖ
5942330 ἡδυπαθειν
καὶ τὸ εὖ πράττειν καὶ κρατεῖν πάντων : τῷ δὲ ἡδυπαθεῖν τό τε δουλεύειν καὶ κακουργεῖν καὶ μηδενὸς ἀξίους εἶναι
ἐπὶ τάχους . Ἐν μέλιτι σαυτὸν καταπάττεις : ἐπὶ τῶν ἡδυπαθεῖν διωκόντων . Ἐνδύετέ με τὴν λεοντῆν : ἐπὶ τῶν
5942254 φυλαξωνται
καιρὸν γινόμενα τοῦτον , ὅταν ἤτοι σκληρᾷ περιτυγχάνοντες ὑποχωρήσει μὴ φυλάξωνται τὸν αὐλίσκον , ἀλλ ' ἀπὸ ταύτης ὠθῶσι βίᾳ
μόνιον πολλάκις ἀνθρώποις τὸ μέλλον νύκτωρ λαλεῖν , οὐχ ἵνα φυλάξωνται μὴ παθεῖν , ἀλλ ' ἵνα κουφότερον πάσχοντες φέρωσι
5933493 ἐπῃνεις
, καὶ τὴν ἰσότητα τὴν ἐν γεωμετρίᾳ καὶ πρὸς ἐκείνους ἐπῄνεις , καὶ οὕτω φιληκόως εἶχον ὥστε καὶ μετεπέμποντό σε
ὕπαγε , ἄλλον πεῖθε . τὸν δεῖνα δὲ πρῴην οὐκ ἐπῄνεις παρὰ τὸ σοὶ φαινόμενον ; τὸν δεῖνα δ '
5912520 Κορυδον
. Ἄλεξις Δημητρίῳ ἢ Φιλεταίρῳ : ἀλλ ' αἰσχύνομαι τὸν Κόρυδον , εἰ δόξω συναριστᾶν τισιν οὕτω προχείρως : οὐκ
τὸ λοιπὸν ἡμῖν ἡ μάχη . Ἀλλ ' αἰσχύνομαι τὸν Κόρυδον , εἰ δόξω συναριστᾶν τισιν οὕτω προχείρως : οὐκ
5899770 ἀλλαντοπωλην
σωφρόνως τραφῆναι : τὸ ἐπιεικῶς καὶ εὐγενῶς ἀνατραφῆναι . τὸν ἀλλαντοπώλην δὲ βουλόμενος διαβάλλειν , δείκνυσιν αὐτὸν πονηρῶν ἠθῶν .
ῥημάτων αὐτὸς χαλκευτικὰ φθέγγεται . ΓΘ ὁ χορὸς ἐπαινεῖ τὸν ἀλλαντοπώλην , ὅτι ὥσπερ ἐκεῖνος τεκτονικά , οὕτω καὶ αὐτὸς
5883269 ἀγγελουντα
, μάλα ἠθικῶς καὶ ἐναργῶς τόν τε ἄγγελον ἐμφήνας ἀκουσίως ἀγγελοῦντα τὴν συμφοράν , καὶ τὴν μητέρα εἰς ἀγωνίαν ἐμβαλὼν
, ἄγοντα εἴκοσι καὶ ἑκατὸν τάλαντα ἀργυρίου , καὶ ἅμα ἀγγελοῦντα τοῖς ἐκεῖ ὅτι ἥξει βοήθεια καὶ ἐπιμέλεια αὐτῶν ἔσται
5881883 φερωμεν
σὺ ἡμῖν πιστὰ θεῶν πεποίησο καὶ δεξιὰν δός , ἵνα φέρωμεν καὶ τοῖς ἄλλοις τὰ αὐτὰ ἅπερ ἂν αὐτοὶ λάβωμεν
, νῦν δ ' ἔχεις οἵας σε δεῖ . μοχλοὺς φέρωμεν ἢ χεροῖν ἀνασπάσω κορυφαῖς ὑποβαλὼν ὦμον ἢ βραχίονα ;
5880565 βιασῃ
καὶ δῆλα . ἐὰν παιδεραστῇς , ἐὰν μοιχεύῃς , ἐὰν βιάσῃ παῖδα , ἄρρενα μὲν μηδὲ λέγε , ἀλλὰ κἂν
τῶν εἰς τοὺς Ἕλληνας ἀδικημάτων . καὶ ἐκ τοῦ ἀπολογουμένου βιάσῃ λέγων συνήδεσθαι καὶ αὐτὸς ἐν τῷ παρόντι καιρῷ ,
5861911 ἑρμαιον
ἀπὸ τῆς τύχης τῷ Ἑρμῇ ἀναφέρουσιν ὅθεν καὶ τὸ εὕρημα ἕρμαιον καλοῦσιν . ἰδοὺ δὲ κατασκευάζει καὶ τὸ εὐλόγως .
ἐν τοῖς Περὶ ζῴων , ἐρινεὰ δὲ τὸν καρπόν . ἕρμαιον : τὸ ἀπροσδόκητον κέρδος , ἀπὸ τῶν ἐν ταῖς
5857595 ἀκαταλλακτον
τοὺς Μεσσηνίους . οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι διὰ τὴν πρὸς τούτους ἀκατάλλακτον ἀλλοτριότητα τῶν σπονδῶν οὐ προείλοντο κοινωνεῖν [ διὰ τοὺς
κραταιότερον ἱδρυθῇ , δυνήσεται τὸ δελεάζον καὶ κολακεῦον ὡς ἐχθρὸν ἀκατάλλακτον καὶ δυσθήρατον φύσει διαζεῦξαι . τοῦτο γὰρ ἔσθ '
5855161 παρακαταθηκῃ
στρατιώτας στάσιν , ἀνέλαβε τοὺς φυγάδας . φήσας δὲ ἐν παρακαταθήκῃ τὸν βασιλέα Πτολεμαῖον τὸν Φιλομήτορα δεδωκέναι παιδίον αὐτῷ τρέφειν
. εἰλήφει δὲ τοῦτον παρὰ τοῦ Πριάμου ὁ Πολυμήστωρ ἐν παρακαταθήκῃ μετὰ χρημάτων . ἁλούσης δὲ τῆς πόλεως κατασχεῖν αὐτοῦ
5854643 ἀπαρνουμαι
Κόρυδον , εἰ δόξω συναριστᾶν τισιν οὕτω προχείρως : οὐκ ἀπαρνοῦμαι δ ' ὅμως : οὐδὲ γὰρ ἐκεῖνος , ἂν
μὲν τέττιγες μουσικὴν ἀνεβάλλοντο σύν - τονον : καὶ τὸ ἀπαρνοῦμαι ὡς τὸ ἀναβολὴν ποιοῦμαι τοῦδε τοῦ πράγματος . γράφεται
5851868 σπευσας
προδιδοῦσι τὴν πόλιν , καταπλεύσας , προαισθόμενος ὡς ἐπιβουλεύοιτο , σπεύσας ἐπὶ τὴν ναῦν προανέβη . οἱ μὲν ἐπιβουλεύοντες ἐγγὺς
ὑφ ' ὧν πιέζομαι ἐπὶ τούτου καθήμενος . ἀνύσας ] σπεύσας . κατάθου ] αὐτὸν ἐνταῦθα . πρόσεχε τὸν νοῦν
5849680 ἐργασομαι
' οὐ μέντοι γε σιωπῶν οἶδα ὅπως ἄξια τοῦ δείπνου ἐργάσομαι . Καὶ ῥᾳδίως γ ' , ἂν ἃ μὴ
πρὸς δὲ τὸν ἐχθρόν μου ὥσπερ λύκος ἔσομαι καὶ παντοίας ἐργάσομαι λάθρα κατ ' αὐτοῦ μηχανάς . Ἐπεὶ δὲ ὑποθεύσομαι
5849157 βιαζωνται
ἐξανίστανται ὥσπερ τῶν αὐλητῶν ὁπόταν εἰς στενὸν τὸν αὐλὸν ἐμπνεῖν βιάζωνται . διαταράξαντες γοῦν τοὺς λόγους καὶ τὸ ἐξ ἀρχῆς
ἐπανόδου , ἵνα μὴ οἱ ἐχθροὶ αἰφνιδιάζοντες ἢ καὶ λανθάνοντες βιάζωνται ἐν τῇ παρόδῳ τὸν στρατὸν μετὰ πραίδας ὡς εἰκὸς
5844517 καταβαλε
λάλων , ὦ Πλάτων , καὶ ἀργῶν καὶ δειλῶν αὐτόθεν κατάβαλε , μή που τις καὶ Τρῶας ἐγείρῃσιν θεὸς ἄλλος
οἰνοχοήσειν ἡμῖν ἀπ ' αὐτοῦ . Τὸν μὲν εἴρωνα πεδοῖ κατάβαλε : σὺ δὲ εὔπορα ποιήσας τὰ ὦτα ἤδη ἄκουε
5841276 ὁμολογεις
: εἰ δὲ τούτων ἠπόρησας , τὴν πολιτείαν καὶ σιωπῶν ὁμολογεῖς : ἡ γὰρ τῶν ἑτέρων ἀναίρεσις τυγχάνει τῶν λειπομένων
τῆς τοῦ φαρμάκου δόσεως . αὐτὸς οὖν μοι εἰπὲ πότερον ὁμολογεῖς τῷδε καὶ φῂς ἱκανῶς ἤδη σωφροσύνης μετέχειν ἢ ἐνδεὴς
5821790 ἐσκεψαμην
, ἐσκέψω , ἐμελέτησας . . ὑπὸ τῶν κόρεων ] ἐσκεψάμην , ἐφρόντισα . τι ] μέρος . περιλειφθήσεται ]
ὡς παρεκάλεις , καὶ τὸν ἐν τῷ δήμῳ συναγορεύσοντα αὐτοῖν ἐσκεψάμην τῶν ἡμετέρων τινὰ ἑταίρων , ὃς ὑπηρετήσειν ἔφη προθυμότερον
5821339 ἀπενεγκε
ἱκανῶς κεχόρτασμαι γάρ . ἀγαθοῦ δαίμονος δέχομαι . λαβοῦς ' ἀπένεγκε ταύτην ἐκ ποδῶν . Ὁ κάπηλος γὰρ οὑκ τῶν
ἱκανῶς κεχόρτασμαι γάρ . Ἀγαθοῦ Δαίμονος δέχομαι . λαβοῦς ' ἀπένεγκε ταύτην ἐκποδών . Ξέναρχος ἐν Διδύμοις : ὡς ὑπό
5809763 κτεινῃς
πορφύροντ ' ἐν χθονὶ σεῖε νέφη : ἢν γάρ με κτείνῃς , τότε παύσομαι : ἢν δέ μ ' ἀφῇς
βίας ἀποτείσεαι ἐλθών : αὐτὰρ ἐπὴν μνηστῆρας ἐνὶ μεγάροισι τεοῖσι κτείνῃς ἠὲ δόλῳ ἢ ἀμφαδὸν ὀξέϊ χαλκῷ , ἔρχεσθαι δὴ
5796214 ξυνιεις
τ ' ἀριθμόν , καὶ μέτρα θαλάσσης , καὶ κωφοῦ ξυνιείς , καὶ μὴ λαλέοντος ἀκούων . Εἴθε ὤφελες τὰ
τοῦ Ἡρακλέους . ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ ξυνιείς : ἐπεὶ ῥητῶς οὐκ ἐξήγγειλεν ὁ Πίνδαρος ὅτι ἐνικᾶτο
5791606 σπευδω
. Ὥστε πρὸ ὑμέων ἐγὼ νῦν φύσει καὶ θεοῖς ὑπακούων σπεύδω νοσέοντα Δημόκριτον ἰήσασθαι , εἴπερ δὴ καὶ τοῦτο νοῦσος
ὑπερβῶ κρηναῖα νάπη : τὸν ὑπὲρ κεφαλῆς αἰθέρ ' ἰδέσθαι σπεύδω , τίν ' ἔχει στάσιν Εἰνοδία . ἔπτησς '
5790152 βαρβαρισμον
ὑμῖν δανειῶ , θορυβεῖν καὶ οὐκ ἀνέχεσθαι λέγοντος διὰ τὸν βαρβαρισμὸν καὶ οὐδὲ λαβεῖν τὸ ἀργύριον ἐθέλειν : ἕως αἰσθανόμενος
παρ ' ἡμῶν ἀκούσεσθε . καὶ πάλιν ὅταν λέγητε τὸν βαρβαρισμὸν παράπτωσιν ἐν ἁπλῇ λέξει παρὰ τὴν συνήθειαν , ἀνταπορήσομεν
5789726 οἰμωζειν
ποιεῖν : τὸν μὲν γελᾶν , τὸν δ ' ἕτερον οἰμώζειν μακρά . ὅτι δὲ καὶ παμπόλλου πιπράσκουσιν Ἄλεξις ἐν
τὸ ὀΐζω ὀϊζύω , ἔστι δὲ καὶ παρὰ τὸ οἴμοι οἰμώζειν : ὅπερ ἴδιον ἐπιρρημάτων . Καὶ τὸ χρή δὲ
5784274 τροποισιν
πέμπετ ' ἀρωγὴν παισὶν προφρόνως ἐπὶ νίκῃ . πάτερ , τρόποισιν οὐ τυραννικοῖς θανών , αἰτουμένῳ μοι δὸς κράτος τῶν
τοῖς κατὰ γῆς θεοῖς πρέπει καὶ οὐ τοῖς οὐρανίοις . τρόποισιν οὐ τυραννικοῖς ] οὐχ ὡς βασιλεῖ πρέπει , ἀλλ
5781411 καθιζου
παιδευτῶν . Δεῦρ ' ἴθι παῖ , ἐπὶ τῶν ἐμῶν καθίζου γονάτων . οὐ φαυλότερος ἔσομαί σοι τοῦ Φοίνικος τοῦ
: „ σὺ δ ' , ὦ τέκνον , τέως καθίζου μοὐνθαδί „ . λέγουσι δὲ καὶ καθίζανε : Φερεκράτης
5771922 μεμψῃ
χρυσίον ἔλθοι , οἶδ ' ὅτι τηνικαῦτα ἐμὲ τὴν Τύχην μέμψῃ . ” ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι χρὴ τὸν
τὰ ἀλλότρια ἴδια , ἐμποδισθήσῃ , πενθήσεις , ταραχθήσῃ , μέμψῃ καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους , ἐὰν δὲ τὸ σὸν
5770780 ἑαλωκοτα
οὐκ ἀμφίβολον εἶναι τὴν κρίσιν , ἀλλ ' ὥστε τὸν ἑαλωκότα καὶ πάσχειν καὶ τοῦ δικαστοῦ θαυμάζειν τὴν ψῆφον .
, καὶ τῷ ἵππῳ προσαρτήσας ἕκαστος ἄγει ὡς αἰχμάλωτον τὸν ἑαλωκότα . ὅτι δὲ μικροὶ μὲν ἰδεῖν εἰσιν οἱ Λίβυες
5766804 Οὐδενα
' ἂν ὁτῳοῦν , ὅπως ἂν αὐτὸ κάλλιστα κτήσαιτο ; Οὐδένα , ἔμοιγε δοκεῖ , ὦ Σώκρατες . Φαμὲν ἄρα
ἐνταῦθα τὴν ἔκκλισιν , μή τι ἔτι φοβῇ τινα ; Οὐδένα . Περὶ τίνος γὰρ φοβήσῃ ; περὶ τῶν σεαυτοῦ
5765502 εὐπρεπως
χάριτας παρὰ τῶν εὖ πεπονθότων ἐν καιρῷ φυλαττόμενοι τὸ ὀνειδίζειν εὐπρεπῶς ἀπαιτοῦσι . καὶ δείκνυσιν ἡμῖν ὁ ποιητής , τίς
τἀληθές , ὡς ἔγωγε καὐτὸς ἄχθομαι , ὅστις λέγειν μὲν εὐπρεπῶς ἐπίσταται , τὰ δ ' ἔργα χείρω τῶν λόγων
5761205 κροτον
τούτων , ὡς οἱ ἀθλίαν δόξαν καὶ τιμὴν ἀνόνητον καὶ κρότον ἐπὶ ζημίᾳ τῇ ἑαυτῶν ἀγρεύοντες . τοῖς δὲ τῶν
καὶ τὸ βάθος τῶν λέξεων καὶ τὴν εὐκολίαν καὶ τὸν κρότον , καὶ πάντων μὲν βουλομένων ἐπαινεῖν , καταπτηξάντων δὲ
5759849 ἀβελτερον
ποιεῖν τὸν σώφρονα ; μάλιστα πάντων . τὸν μὲν οὖν ἀβέλτερον . σὺ δ ' οὐ καταθεῖναι διανοεῖ ; φυλάξομαι
τι οὗτος μεγαλεῖόν ἐστι διαπεπραγμένος ἐπαβελτερώσας τὸν πάλαι γ ' ἀβέλτερον . λέγουσι δὲ καὶ ἀβελτέρειον τὴν ἀβελτηρίαν . Ἀναξανδρίδης
5758434 ἐγελασα
κεραμὶς ἐμπεσοῦσα οὐκ οἶδ ' ὅτου κινήσαντος ἀπέκτεινεν αὐτόν . ἐγέλασα οὖν οὐκ ἐπιτελέσαντος τὴν ὑπόσχεσιν . ἔοικα δὲ καὶ
ὑπέλαμπεν , ἀπὸ τῆς δᾳδός μοι δοκεῖν . “ κἀγὼ ἐγέλασα ἐπιμετρήσαντος τοῦ μάρτυρος τὴν ὑλακὴν καὶ τὸ πῦρ .
5753931 ἐσδραμων
Οὐιδακίλιος καὶ ὣς ἐς τὴν πόλιν διὰ μέσων τῶν πολεμίων ἐσδραμὼν μεθ ' ὅσων ἐδυνήθη , ὠνείδισε μὲν αὐτοῖς τὴν
' ἐν Κνίδῳ γεγονὼς αὐτῷ ξένος Ἀρτεμίδωρος ἐς τὸ βουλευτήριον ἐσδραμὼν εὗρεν ἄρτι ἀναιρούμενον . ὑπὸ δ ' ἄλλου καὶ
5750813 χαριουμενος
καὶ τὰ αὐτῆς ἔτι μᾶλλον ἢ τἀμά , ἐρωτικῶς αὐτῇ χαριούμενος ἀκούοντος τοῦ πατρός : ὡς πᾶσαν αἰκίαν ἤνεγκεν εἰς
ὡς ἐνῆν , μάλιστα σκιάσας διῆλθον ἐν ᾧ σοι τρόπῳ χαριούμενος ᾔδειν : μεγαλοψυχίας γὰρ δὴ περιουσίᾳ καὶ τοῖς ἠδικηκόσιν
5744350 δακρυοντα
σαφῶς ὅτι μηδὲν αὐτῶν ἐστιν ἰσχυρόν . Ἠλέκτρα τὸν Ὀρέστην δακρύοντα ὁρῶσα καὶ προσαγόμενον αὐτήν , τότε μὲν ᾤετο ἄνεσίν
ἦν ἐμαυτόν : εἴθε δυνατὸν ἦν ἐμαυτὸν ἄλλον γενόμενον προσβλέψαι δακρύοντα καὶ κατιδεῖν ἐν ὁποίοις κακοῖς εἰμι . τοῦτο δὲ
5738748 ἐπονειδιστοτερον
τοῦ Κρόνου συμπροσγενόμενος ἐπὶ τὸ ἀσελγέστερον καὶ ἀκαθαρτότερον ἢ καὶ ἐπονειδιστότερον ἑκάστῳ τῶν ἐκκειμένων πέφυκε συνεργεῖν , ὁ δὲ τοῦ
εἰ δὲ ἐπονείδιστον ἀθλητῇ μισθοῦ ξυγχωρῆσαι τὸν Ὀλυμπίασι κότινον , ἐπονειδιστότερον βασιλεῖ χρημάτων προέσθαι τὸν στέφανον τῆς ἀρετῆς . καὶ
5738655 ἐξελεγχθησεται
Ἐπαινέτου καὶ τὴν γραφὴν γεγραμμένου , γνοὺς Στέφανος οὑτοσὶ ὅτι ἐξελεγχθήσεται πορνοβοσκῶν καὶ συκοφαντῶν , δίαιταν ἐπιτρέπει πρὸς τὸν Ἐπαίνετον
χρήματ ' ἔχειν κατεμαρτύρουν , ᾔδει σαφῶς ὅτι τοσούτῳ μᾶλλον ἐξελεγχθήσεται ταῦτ ' ἔχων , ὅσῳ πλείων λόγος δοθήσεται καθ
5733842 ἀμειψασθαι
δὲ γᾶ , ὅ ἐστιν : ἱκανή ἐστιν ἡ πόλις ἀμείψασθαι τὰς εὐεργεσίας : εὔκολα : † χώρει σὺ καὶ
φοιτῶντος , καὶ παραμείνας χρόνον ἔτυχεν ἰάσεως . ὑπὲρ τούτου ἀμείψασθαι τὴν εὐεργεσίαν βουλόμενος ἔγραψεν ἓξ λόγους τοὺς ἱεροὺς λεγομένους
5729412 θυμουμενον
ὁμοίως καὶ εἰ ἴδωμέν τινα ὑπερβολικῶς φιλοῦντα τὰ χρήματα ἢ θυμούμενον , οὐχ ἁπλῶς ἀκρατῆ τοῦτον λέγομεν , ἀλλὰ μετὰ
, καὶ οὐ πρόσθεν ἀνίησιν πρὶν τῆς ἀπειλῆς ἀποπαῦσαι τὸν θυμούμενον . ὥστε οὐκ ἂν ὀκνῆσαί μοι δοκῶ καὶ τὸ
5727390 προσδοκων
οὗτος μόνος . ” ὁ δὲ Ξάνθος ἐλυπήθη πάνυ , προσδοκῶν ὅτι παρελογίσαντο αὐτόν . τῇ οὖν ἐπαύριον ἐλθόντων αὐτῶν
ὁδηγούμενος ἐπιθυμίᾳ καὶ φιλονεικίᾳ τῇ ἐμῇ πρὸς τοὺς ἀνταγωνιστὰς καὶ προσδοκῶν ἤδη πεπάσθαι τῶν ζητημάτων καὶ τὴν συγγραφὴν μέλλων καταλύειν
5725565 ἀγανακτω
, καὶ πάλιν ταῦτα ἀγανακτῶ καὶ τούτοις ἀγανακτῶ καὶ τούτοις ἀγανακτῶ . . ἄγλιθες : ἐξ ὧν σύγκειται . .
Θεσμοφόρῳ τρέφων διὰ παντὸς τοῦ βίου ; ταῦτα καὶ αὐτὸς ἀγανακτῶ , πρὸς ἐνίων μὲν ἀτίμως λακτιζόμενος καὶ λαφυσσόμενος καὶ
5722679 ἀλαζονα
Τιρύνθιον πλίνθευμα , κυκλώπων ἕδος τραπεζίτην Πάριν φοινικελίκτην καὶ λόγων ἀλαζόνα χαλκόδοντας στόλους χθονίαν λώβαν χθονίους Ἰναχίδας . . χρωματισθεὶς
ἴσως καὶ αὐθαδίζομαι , καὶ ἐπεστόμισεν ἄν με Σωκράτης ὡς ἀλαζόνα ὄντα , διότι μηδὲ εἶναι σοφὸς ᾤετο καὶ ὡμολόγει
5719098 Τουτονι
' ἀναιδείᾳ παρέλθῃ ς ' , ἡμέτερος ὁ πυραμοῦς . Τουτονὶ τὸν ἄνδρ ' ἐγὼ ' νδείκνυμι , καὶ φήμ
ἐν τοῖς αὐτοῖς ἐνέχεσθαι , διαγιγνώσκειν δὲ τοὺς ἐφέτας . Τουτονὶ δεῖ μαθεῖν ὑμᾶς , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , τὸν
5711074 νικηφορον
τοῦ βασιλέως θυγάτηρ , ἐρασθεῖσα προέδωκε τὸν πατέρα , καὶ νικηφόρον ἐκεῖνον ἐποίησεν . Ἀναστρέψαντος δ ' αὐτοῦ , ἡ
ἀκαταλήκτων ρμθʹ , ὧν τελευταῖος : σωτήριόν τε καὶ δορὸς νικηφόρον . ἐπὶ ταῖς ἀποθέσεσι παράγραφος , ἐπὶ δὲ τῶι
5710603 νουθετεις
λόγους . σὺ δ ' ἐκτὸς ὤν γε συμφορᾶς με νουθετεῖς . ὁ πολλὰ δὴ τλὰς Ἡρακλῆς λέγει τάδε ;
ὢν καὶ ταῖς ἄλλαις ἁπάσαις ὡς ἀνεπίληπτος εἰς πονηρίαν οὕτω νουθετεῖς . Ἀχθομένῳ σοι βαρέως ἐπὶ τῇ τοῦ παιδὸς τελευτῇ
5709732 τλημονα
ἂν καὶ νέας δούλας ἄρτι πρῶτον δυστυχήσασας εἰς τὴν αὐτῶν τλήμονα καὶ ἀθλίαν αἰχμάλωτον εὐνήν , ζώντων τῶν οἰκείων ἀνδρῶν
καὶ οὕτω μὲν εἴποις λαμβάνων τὴν εἰς ἔξωθεν εἰς τὸ τλήμονα εὐνήν . ἑτέρως δὲ οὕτω : γυναῖκες δὲ νέαι
5708445 γραφετε
διετελεῖτε τοῖς τυράννοις ἐγκαλοῦντες , ἀλλὰ πρὸς τοῖς ἄλλοις καὶ γράφετε ἐν τοῖς ψηφίσμασιν ἐμοὶ προστάττοντες Τήρην καὶ Κερσοβλέπτην ἐᾶν
: ἐγὼ δὲ καὶ νῦν ἑτέροις γεγέ - νημαι : γράφετε ὦ τεχνῖται καινόν τι τὸν ἐμὸν ἔρωτα ἐκδιηγούμενοι :
5707004 πιθηκοις
γὰρ τοῖς ἐρασταῖς , οὐχὶ Μεγάρᾳ καὶ Εὐξίππῃ βούλομαι ταῖς πιθήκοις . δεδήλωκα δέ σοι ἵνα μή μέ τι μέμψῃ
ἄνδρες χαροποῖσι πιθήκοις Αἰβοιβοῖ . Τί γελᾷς ; Ἥσθην χαροποῖσι πιθήκοις . καὶ κέπφοι τρήρωνες ἀλωπεκιδεῦσι πέπεισθε , ὧν δόλιαι
5706256 γαλεον
δ ' ἐν πέμπτῳ ζῴων μορίων καὶ κεντρίνην φησί τινα γαλεὸν εἶναι καὶ νωτιδανόν . Ἐπαίνετος δ ' ἐν ὀψαρτυτικῷ
μελανούρου : ἐσθιέτω δὲ νάρκην καὶ ῥίνην καὶ βατίδα καὶ γαλεὸν καὶ τρυγόνα καὶ βατράχους , τῶν δὲ ἄλλων μηδέν
5702127 Καλλιστ
ἐπὶ τὰς ἀμείκτους πορευοίμεθ ' ἂν ἐν τῷ μέρει . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἐγὼ δὴ πειράσομαι μεταβαλὼν σημαίνειν ἡμῖν
Πῶς λέγεις ; Αὐτὴν τὴν διέξοδον ἀπόκρισίν σοι ποιήσομαι . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἔστι τοίνυν πάντα ἡμῖν ὁπόσα δημιουργοῦμεν
5693660 κλεψῃ
ἐν ἀθυμίᾳ ὄντος φίλου , δείσας μὴ διαχρήσηται ἑαυτόν , κλέψῃ ἢ ἁρπάσῃ ἢ ξίφος ἢ ἄλλο τι τοιοῦτον ,
σχῇς τροφὰς αὔριον : περὶ τῶν δουλαρίων τρέμε , μὴ κλέψῃ τι , μὴ φύγῃ , μὴ ἀποθάνῃ . οὕτως
5687139 σιωπωντα
διδάσκεσθαι ὁμιλουσῶν τὰ παιδία . ἔπειτα μετὰ τριετῆ χρόνον ἐκέλευσε σιωπῶντά τινα ἄνδρα εἰσελθεῖν πρὸς αὐτά . εἰσελθόντος δὲ αὐτοῦ
διδάσκεσθαι ὁμιλουσῶν τὰ παιδία . ἔπειτα μετὰ τριετῆ χρόνον ἐκέλευσε σιωπῶντά τινα ἄνδρα εἰσελθεῖν πρὸς αὐτά . εἰσελθόντος δὲ αὐτοῦ
5684904 τοϲαυτην
τῶν ϲτερεῶν δὲ ϲωμάτων οὐχ ἁπτομένη , διὰ τὸ μὴ τοϲαύτην ἔχειν ἰϲχυρὰν δύναμιν , ὥϲπερ τὰ ἄλλα ϲηπτικὰ λεγόμενα
ἕν τι τῶν κατὰ δυϲκραϲίαν νοϲημάτων ἐϲτὶν ὁ πυρετὸϲ εἰϲ τοϲαύτην ἀμετρίαν αἰρομένηϲ τῆϲ παρὰ φύϲιν θερμότητοϲ , ὡϲ ἀνιᾶν
5682493 τἀνδον
λεγόμενα : νῦν , φησὶν , ἔοικας ὑπὸ δειλίας [ τἄνδον ] ὑποκρίνεσθαι τοῖς λόγοις ἕτερα κατὰ ψυχὴν ἔχων καὶ
τῆς ὀσφύος σπονδύλων ἐφήδρασται : καὶ γάρ πως καὶ σιμοῦται τἄνδον ἡ ῥάχις κατὰ τοῦτο , δι ' ὃ καὶ
5678516 ἐξεθρεψα
ἀνύειν βούλεται τὰς ἐπιθυμίας . ψευσθεῖσα ] ἀπὸ κοινοῦ τὸ ἐξέθρεψα . χειρωναξίας : τὰς διὰ χειρῶν ἐργασίας . ἐξεδεξάμην
σὺ τὸ παιδίον εὔχῃ ἀποθανεῖν . εἶτα σὺ πάλιν οἷον ἐξέθρεψα τεκνίον : πάλαι ἐκφέρει . βάλε κορασίδιον κομψὸν καὶ
5677661 κολακευοντα
ἄλλους ὑμῖν ἰτέον . ὅταν οὖν πρῶτον αὑτόν τινα ἴδητε κολακεύοντα ἐν ἅπασιν οἷς ποιεῖ καὶ χαριζόμενον ἐν τροφαῖς ,
ἐξετάζεσθαι καὶ προθυμούμενον εἰς ἃ δεῖ τῇ πόλει , ἢ κολακεύοντα καὶ τὰ ψευδῆ μαρτυροῦντα ; ἀλλ ' ἐπὶ τῷ
5671684 πεισθῃ
τε καὶ πράττοντας καὶ περὶ αὐτόν , ὅπως ἂν μὴ πεισθῇ , καὶ περὶ τὸν πείθοντα , ὅπως ἂν μὴ
ὦ καὶ σὺ τὴν ποικίλην κοσμήσας , ἀκούσῃ , τίσι πεισθῇ , εἰ κρείττων ὁ μαθών ἐστι τοῦ τὸ πρῶτον
5670140 τυχηι
? [ μ ' ] ἀποσφάττουσιν εὐθύς , ἂν [ τύχηι ] , κλέψαντά ? ? [ τι . ἀλλὰ
ἢν δ ' οὖν , ὃ μὴ γένοιτο , χρήσωνται τύχηι ; οἵδ ' οὐ προδώσουσίν σε , μὴ τρέσηις
5667403 φυλαξω
κακήν , ἣν οὐδεὶς ζηλώσει ὀχήσω ] ἤγουν βαστάσω , φυλάξω , : ὀχεω ῶ . ἐκ μεταφορᾶς τῶν φρουρούντων
θρηνῶ καὶ οὐχ εὑρίσκω τινὰ μηχανήν , δι ' ἧς φυλάξω τὴν μέχρι νῦν σωφροσύνην τετηρημένην ; Ταῦτα λέγουσα ἤγετο
5667247 λαθω
νομίζων χάριν ἡμῖν , ὑπομιμνῄσκω , ἀλλ ' ἵνα μὴ λάθω τι παθὼν τούτων ἀνάξιον : οὐδὲ γὰρ ὑμῖν ἂν
ἕνεκα κἂν ἐμαυτὸν διερευνῴμην τί λέγω , φοβούμενος μή ποτε λάθω οἰόμενος μέν τι εἰδέναι , εἰδὼς δὲ μή .
5667040 ἀποκλειειν
μηδέν : μὴ πυρὸς δεηθέντι φθονεῖν : μὴ νάματα ὑδάτων ἀποκλείειν : ἀλλὰ καὶ πτωχοῖς καὶ πηροῖς τροφὴν ἐρανίζουσι πρὸς
δεῖ τὸν μὲν ἐπιμελόμενον ἀσμένως ὑποδέχεσθαι , τὸν δὲ τρυφῶντα ἀποκλείειν , καὶ ἀρρωστήσαντός γε φίλου φροντιστικῶς ἐπισκέψασθαι καὶ καλόν
5666087 θαυμασιωτατην
, πρὸς ἣν ἀφομοιωθέντα ὑπὸ τοῦ δημιουργοῦ αὐτὸν ἀπειργάσθαι κατὰ θαυμασιωτάτην πρόνοιαν καὶ δίαιταν ἐλθόντος ἐπὶ τὸ δημιουργεῖν τὸν κόσμον
, τὴν μὲν ἔνδον ἀποτίθεσθαι , ποικιλωτάτην δὲ καὶ ὀφθῆναι θαυμασιωτάτην ἑτέραν ἀναλαμβάνειν : πολύτροπος γὰρ ὢν ὁ βίος ποικιλωτάτου
5661017 φοβῃ
ἔργῳ δηλώσῃς τὴν νόσον : εἰ τὸ μηδὲν ἄξιον φόβου φοβῇ , πάντα ἂν φοβηθεῖσαν γνῶθι σαυτήν : φοβοῦμαι μὴ
' ὥς ς ' ἀπαλλάξω φόβου : μὴ κατὰ τοῦτο φοβῇ . καὶ γὰρ ἦλθον ἵνα σε ἀπαλλάξω φόβου .
5657312 πεπεισμενος
διώκει τὰς σωματικὰς ἡδονὰς παρὰ τὸν ὀρθὸν λόγον , οὐ πεπεισμένος ὅτι εἰσὶν ἀγαθαὶ καὶ δεῖν διώκειν , ὁ δὲ
Γαδάτα , δῆλος εἶ , ἔφη , ὑπὸ Ὑστάσπου τοῦδε πεπεισμένος ταῦτα γιγνώσκειν ἃ λέγεις . καὶ ὁ Γαδάτας ἀνατείνας
5656097 Ἀχιλληϊ
' Ἕκτορα εἶπε παραστὰς Φοῖβος Ἀπόλλων : Ἕκτορ μηκέτι πάμπαν Ἀχιλλῆϊ προμάχιζε , ἀλλὰ κατὰ πληθύν τε καὶ ἐκ φλοίσβοιο
ς ' ἐκέλευσεν Ὀλύμπιος Ἕκτορα δῖον , δῶρα δ ' Ἀχιλλῆϊ φερέμεν τά κε θυμὸν ἰήνῃ οἶον , μὴ δέ
5655855 ἐκπεπληγμαι
ᾄσσω , καὶ τὰ μὲν σημαίνομαι , τὰ δ ' ἐκπέπληγμαι κοὐκ ἔχω μαθεῖν ὅτου . Καιρὸν δ ' ἐφήκεις
μέν , Αἴγυπτε , καταγελᾷς : ἐγὼ δὲ τὸν Θεόφραστον ἐκπέπληγμαι , εἰ ταῦτα εἰδὼς ἔτι τοῖς Αἰγυπτίοις συμφύρεται .
5653749 ἀνευροι
: αὐτὸς δὲ πάντα ἀνηρεύνα , εἴ που τὸν Ἁβροκόμην ἀνεύροι . Ὁ δὲ Ἁβροκόμης τὰ μὲν πρῶτα ἐπιπόνως ἐν
Παρσώνδην ἐξέκαμε , καὶ δῶρα προτείνων , εἴ τις αὐτὸν ἀνεύροι ἢ ζῶντα ἢ τεθνεῶτα , ὑπελάμβανέ που ἐν κυνηγεσίῳ
5650605 ἐκτεινα
ἀλλὰ καθαρός εἰμι , ἄναξ , ἐν χειρῶν γὰρ νόμῳ ἔκτεινα . Κείων : ἐκαλεῖτο μὲν Ὑδροῦσα ἡ νῆσος ,
Δαναΐδαι δεύτερον ] , ὑμῖν ἀμύνων οὐδὲν ἧσσον ἢ πατρὶ ἔκτεινα μητέρ ' : εἰ γὰρ ἀρσένων φόνος ἔσται γυναιξὶν
5645646 ἀποκτενω
ποιήσομεν . Καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ υἱὸς Φαραώ : ἐγὼ ἀποκτενῶ τὸν πατέρα μου τῇ νυκτὶ ταύτῃ , διότι ὁ
ἡ ἀντιστρέφουσα τῇ προαποδεδομένῃ , ἧς ἡ ἀρχὴ “ ὡς ἀποκτενῶ κέκραχθε ” , τέλος δὲ τῆς πρώτης “ οὐ
5645490 καρτερησω
μήσομαι ] μηχανήσομαι . τολμήσω ] ὑπομείνω . τολμήσω ] καρτερήσω . τολμήσω ] ὑπομενῶ . σε ] ὦ Πολύνεικες
. Ἀποθανεῖν μὲν οὖν ἔγνωσται πάντως : ἀλλὰ τὰ πρῶτα καρτερήσω , μέχρι που τὸ σῶμα εὕρω τὸ σὸν καὶ
5644420 εἰργασω
ὁθούνεκ ' αὐτὸς αὐτὸν οὔτε νῦν καλὰ δρᾷς οὔτε πρόσθεν εἰργάσω βίᾳ φίλων , ὀργῇ χάριν δοὺς ἥ ς '
ἐξάρχουσα θρήνων τοῖς νεκροῖς : φερώνυμος : πολλὰ γὰρ νείκεα εἰργάσω : σὰ δ ' ἔρις οὐκ ἔρις : ἡ
5643672 ὑπουλον
διανοίᾳ τοῦ κεκολασμένου καὶ ἐκκεκαθαρμένου πυῶδες οὐδὲ μὴν μεμωλυσμένον οὐδὲ ὕπουλον εὕροις : οὐδὲ ἀσυντελῆ τὸν βίον αὐτοῦ ἡ πεπρωμένη
: διὰ γὰρ μαλακίαν καὶ ἀσθένειαν ψυχῆς τὸ διέρπον καὶ ὕπουλον τῶν μηχανημάτων αὐτοῖς ὡς ἀνδρεῖον . . . [

Back