μὴ λαθραίαν κύπριν , αἰσχίστην νόσων πασῶν , διώκειν , ὕβρεος οὐ πόθου χάριν . Ἑλλάδος ἔγωγε τῆς ταλαιπώρου στένω
δὲ τέταρτος οὐκ ἔτι ἡμέτερός ἐστ ' , ἀλλ ' ὕβρεος : ὁ δὲ πέμπτος βοῆς : ἕκτος δὲ κώμων
6484516 κλητηρος
ἵν ' ὑποδέδυκεν : ὥστ ' ἔμοιγ ' ἰνδάλλεται ὁμοιότατος κλητῆρος εἶναι πωλίῳ . εἰ μή μ ' ἐάσεθ '
προσκεκλήσεσθαί ] ὑπὸ κλητόρων καὶ μανδατόρων διὰ μαρτύρων ἀπαχθήσεσθαι διὰ κλητῆρος ἐλεύσεσθαι εἰς τὸ δικαστήριον , κριθήσεσθαι . , ἐγκληθήσεσθαι
6246647 ἐνατος
: ὁ δ ' ὄγδοος λεύκιππος , Αἰνιὰν γένος : ἔνατος Ἀθηνῶν τῶν θεοδμήτων ἄπο : Βοιωτὸς ἄλλος , δέκατον
, ἐμέο ἐμεῖο , ἕαται εἵαται , κενή κεινή , ἔνατος εἴνατος , ἐληλυθώς εἰληλουθώς . Ἔλλειψίς ἐστιν ἀποβολὴ τοῦ
6034852 ὑπωπιων
ἀναλειφθεῖσα : ἄκρως ποιεῖ πρὸς τὰ πρόσφατα καὶ πέλια τῶν ὑπωπίων σπόγγος ἐν ἅλμῃ ἀποβαπτόμενος καὶ συνεχῶς προστιθέμενος . μετὰ
πέμπτος βοῆς : ἕκτος δὲ κώμων : ἕβδομος δ ' ὑπωπίων : ὁ δ ' ὄγδοος κλητῆρος : ὁ δ
5899671 ἀνταξιος
τε καὶ ἀνέρας ἀσπιδιώτας . . ἰητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν ἀντάξιος ἄλλων ἰούς τ ' ἐκτάμνειν ἐπί τ ' ἤπια
ἐκείνου : ὁ μὲν γὰρ ἑνός , ὁ δὲ πολλῶν ἀντάξιος ἑτέρων , μηνύων τὴν τῶν ἄλλων τοῖς ἄρχουσιν ἀδικίαν
5836141 τροχισκος
# α ⊂ καὶ χυλοῦ πολυγόνου τὸ ἀρκοῦν . Ἄλλος τροχίσκος : κυμίνου ῥοῦ Συριακοῦ βαλαυστίων τὸ ἄνθος ἀνὰ #
ἰσχυροτέροις δεῖ χρῆσθαι βοηθήμασιν , ἐν οἷς ἐστι καὶ ὁ τροχίσκος ἔχων οὕτω : Κρόκου . . . . .
5828352 μεστος
καὶ ταραχῇ πολλῇ προέρχεται , καὶ ἀκούσας τὰ ὄντα , μεστὸς γενόμενος δέους καὶ ἤδη νομίζων τοὺς δημίους ἐπ '
δύνασθαι συνιδεῖν ; ὁ γὰρ ἐρῶν ὑποψίας ἐστὶ καὶ φόβου μεστὸς καὶ τὸ προστυχὸν ἐμποδὼν εἶναι πρὸς τὴν χρείαν ὑπονοεῖ
5698918 πλεως
δὲ τὰ παρατεθέντα συλλαβὼν κατέφαγεν ; ἀπειρόκαλος ἄνθρωπος καὶ λιμοῦ πλέως , οὐδ ' ὄναρ λευκοῦ ποτε ἄρτου ἐμφορηθείς ,
αὐδᾶι δέ : Θύραν τίς οἴξει μοι ; παπαπαῖ : πλέως μὲν οἴνου , γάνυμαι δὲ δαιτὸς ἥβαι , σκάφος
5638716 κηδους
τῶν πραγμάτων συγκλεισθέντων , τὸν Κομνηνὸν Ἰσαάκιον , ὃν διὰ κήδους ἑαυτῷ ᾠκειώσατο , δομέστικον τῶν Σχολῶν τῆς ἀνατολῆς καταστήσας
ἐβούλετο , τελευταῖον καὶ αὐτὸν τῆς αἰχμαλωσίας ἐλευθεροῖ καὶ σύμβολα κήδους πεποιηκὼς καὶ ὑποσχέσεις παρ ' ἐκείνου λαβὼν ἐνωμότους οὐκ
5597678 Ἀλκιμεδων
ἵππους . ὀψὲ δὲ δή μιν ἑταῖρος ἀνὴρ ἴδεν ὀφθαλμοῖσιν Ἀλκιμέδων υἱὸς Λαέρκεος Αἱμονίδαο : στῆ δ ' ὄπιθεν δίφροιο
ἄλλης ἐστὶ τυχεῖν βοηθούντων τῶν θεῶν . . Ἐπειδὴ ὁ Ἀλκιμέδων καὶ ὁ Τιμοσθένης νεώτεροι ὄντες ἐνίκησαν , διὰ τοῦτό
5565880 ἀπνους
κατέκλιναν ἐπὶ τὴν κοίτην . Καλλιρόη μὲν οὖν ἄφωνος καὶ ἄπνους ἐπέκειτο νεκρᾶς εἰκόνα πᾶσι παρέχουσα , Φήμη δὲ ἄγγελος
πέλων τάφῳ κατῴκησάς τε νεκρὸς , ἄψυχος , ἄμορφος , ἄπνους , μηδόλως κάλλος φέρων , νικώμενος παλαίστρᾳ καὶ φεύγων
5546145 λαβραξ
Βερενίκην τῆς Λιβύης Λήθων ποτάμιον , ἐν ᾧ γίνεται ἰχθὺς λάβραξ καὶ χρύσοφρυς καὶ ἐγχέλεων πλῆθος [ καὶ ] τῶν
διαφέρει , ἐπινοητικὸς ὢν τοῦ διασώζειν ἑαυτόν . Ἀριστοφάνης : λάβραξ ὁ πάντων ἰχθύων σοφώτατος . Ἀλκαῖος δ ' ὁ
5506230 γεντιανης
πόσιν , τῶν μὲν καρκίνων μύστρα β , τῆς δὲ γεντιανῆς δ : εἰ δὲ τριταῖος ὢν μὴ πεπώκοι ,
κενταυρίου ἢ κονύζης ἢ σιλφίου ἢ τριφύλλου τῆς ἀσφαλτιζούσης ἢ γεντιανῆς ἐμπασσομένης τῷ ἐνέματι . εἰ δ ' ἀντίληψις εἴη
5499944 γεμων
οὔθ ' ἑκὼν οὔτε ἄκων ἐξαπατήσει τιμῶν τε τἀληθὲς καὶ γέμων ῥητορικῆς . Ἀλλ ' οὐδὲν τῶν παρὰ σοῦ μικρόν
καθαρείως παρὰ Ξενοφῶντι εἴρηταιδιηκριβωμένος , εὐδίαιτος , μεγαλόφρων , φιλοφροσύνης γέμων , εὐάρμοστος , φιλοπροσήγορος , πανηγυρικὸς τὸ ἦθος ,
5488706 προσφατος
, εὔπεπτος , εὐανάδοτος , εὐκοίλιος . τούτων δὲ ὁ πρόσφατος ὕποπτος , ἐπειδὴ τοὺς θαλαττίους λαγὼς θηρεύοντες σιτοῦνται :
ὀρνιθείου καὶ χηνείου στέατος . Νάρδου στάχυς καλλίων ἐστὶν ὁ πρόσφατος , κοῦφος , πολύκομος , ξανθὸς τῇ χρόᾳ ,
5485588 παλης
ἐν τῇ . * † ὁμοίως . τὴν ἀπὸ τῆς πάλης νίκην . ἄλλην δ ' ἐρέω μετὰ ταῦτα ,
Εὐθυμένης τε ἐξ αὐτῆς Μαινάλου , νίκας τὴν μὲν ἀνδρῶν πάλης , τὴν δ ' ἔτι πρότερον ἐν παισὶν εἰληφώς
5479253 πικρος
, χολώδης ἐπίχολος ἀκρόχολος μελάγχολος , ὀξύθυμος , ὀξυθυμίας , πικρός , δύσκολος , μεμψίμοιρος , ὠμός , ἀσυγγνώμων ,
αἱρέσεως , τῇ μὲν χρόᾳ ἐρυθρός , τῇ δὲ γεύσει πικρός . Ἡ δὲ Ἀφροδίτη ἐστὶ μὲν ἐπιθυμία καὶ ἔρως
5465690 Μειλανιων
λέαινα . ἦν δὲ τὸ ἀληθὲς τοιοῦτον . Ἀταλάντη καὶ Μειλανίων ἐκυνηγέτουν . ἀναπείθει δὲ τὴν κόρην ὁ Μειλανίων μιγῆναι
Ἀταλάντη καὶ Μειλανίων ἐκυνηγέτουν . ἀναπείθει δὲ τὴν κόρην ὁ Μειλανίων μιγῆναι αὐτῷ . εἰσέρχονται δὲ εἴς τι σπήλαιον μιχθησόμενοι
5456778 εὐηνιος
ἤγετο ὑπὸ Ἀνύτου μᾶλλον ἢ ὑπὸ Σωκράτους . ἐμοὶ δὲ εὐήνιος μὲν ὁ δῆμος καὶ εὐπειθής , εὐαγωγότατός τε ἁπάντων
. καὶ ἐὰν μέν τις τοιούτοις παραμυθίοις εὐπειθὴς γίγνηται , εὐήνιος ἂν εἴη : ὁ δὲ δυσπειθὴς καὶ μηδὲν προοιμίου
5411461 σερεως
στέαρ ταύρειον τῶν ἄλλων μᾶλλον , ὠοῦ λέκιθος ὀπτηθεῖσα , σέρεως πάντα τὰ εἴδη , σικύου πέπονος τὸ σπέρμα καὶ
δὲ τὰς δήξεις καὶ παύει τὸν διὰ ταύτας γιγνόμενον λυγμὸν σέρεως χυλὸς πινόμενος , σικύου σπέρμα λελεπισμένον λεῖον πινόμενον ,
5398736 ἑνδεκατος
Ὑλλίδος στάθμας οὕτω : τῆς Λυκούργου νομοθεσίας . οὗτος γὰρ ἑνδέκατός ἐστιν ἀπὸ Ἡρακλέους , ὡς Ἔφορος ἱστορεῖ . ὁ
∠ , ἡ δὲ χειμερινὴ Ϙγ ιβʹ . ιαʹ . ἑνδέκατός ἐστι παράλληλος , καθ ' ὃν ἂν γένοιτο ἡ
5385501 γεννητικος
τὴν καθημερινὴν χρῆσιν οὐκ ἀνοίκειος . ὁ δὲ Κνίδιος αἵματος γεννητικός , τρόφιμος , κοιλίαν εὔλυτον κατασκευάζων : πλείων δὲ
ἐν Φιλήβῳ ἐπὶ τῆς τοῦ θεοῦ ἐννοίας , οἷον ὁ γεννητικός . Γέρα Πλάτων ἕκτῳ Πολιτείας . Γερανοβοσίαι καὶ χηνοβοσίαι
5353272 τρυφων
διὰ ταῦτα πάσχει τὰ πονηρά . πᾶς οὖν ἄνθρωπος ὁ τρυφῶν καὶ ἀπατώμενος οὕτως βασανίζεται , ὅτι ἔχοντες ζωὴν ἑαυτοὺς
φησίν , καθὼς βούλει , ἵνα νοήσῃς αὐτά . ὁ τρυφῶν καὶ ἀπατώμενος μίαν ἡμέραν καὶ πράσσων ἃ βούλεται πολλὴν
5343977 πινομενος
γεύειν : ὑγραίνει τε γὰρ ἱκανῶς καὶ θερμαίνει τὸ σῶμα πινόμενος οἶνος ἐμπίπλησί τε τὴν κεφαλὴν ἀτμῶν ἐν ταῖς θερμαῖς
δὲ χυλὸς αὐτῆς ἐνσταζόμενος τοῖς ὠσὶ παύει τὴν ὠταλγίαν . πινόμενος δὲ μετὰ μέλιτος ἰᾶται τοὺς ἡπατικούς , καὶ ἀνανήφειν
5339631 τρυφερος
ὑπὸ δὲ Ἰώνων ὁ ἄπορος , ὑπὸ δὲ Ἀττικῶν ὁ τρυφερός . Ἀγήνωρ , ὁ ἀνδρεῖος καὶ ὁ ἄγαν ὑβριστικός
τοῦτο τῆς τοῦ νεανίσκου σπουδῆς . . , ὁ Λεωγόρας τρυφερός τις , ὁ Ἀνδοκίδου πατήρ . Πλάτων Περιαλγεῖ ὦ
5332785 ὀγδοος
: μετὰ τοὺς ἀπὸ Εὐφήμου ἑπτακαίδεκα καὶ νῦν ὁ Ἀρκεσίλαος ὄγδοός ἐστιν . παισί : τοῖς Κυρηναίοις . τῷ μὲν
τὸν ἥλιόν ποτε κατὰ κορυφὴν αὐτοῖς γίγνεσθαι . ηʹ . ὄγδοός ἐστιν παράλληλος , καθ ' ὃν ἂν γένοιτο ἡ
5328472 ἀκορεστος
. ἆτος : ὁ ἀπλήρωτος καὶ ἀκόρεστος , ὁ γὰρ ἀκόρεστος πάντοτε αἰτεῖ . καὶ γίνεται παρὰ τὸ τῶ ,
δίκας βίαιος . μήποτ ' ἐμοὶ φρόνημα ψυχά τ ' ἀκόρεστος εἴη . δέσποιν ' , ὁρᾶις μὲν ἀλλ '
5323510 ἑκτος
τέταρτος ποιητὴς τραγῳδίας , πέμπτος Ἁλαιεὺς τέχνας γεγραφὼς ῥητορικάς , ἕκτος Ἀλεξανδρεὺς περιπατητικός . Ἥριλλος δ ' ὁ Καρχηδόνιος τέλος
κακοποιῶν μόνων ποιουμένη σίνη ἢ πάθη παρέχει . Ὁ δὲ ἕκτος τόπος καὶ ὁ κύριος αὐτοῦ ὑπὸ κακοποιοῦ μόνου θεωρούμενοι
5319371 Εὐμηλος
Κολχίδα τῆς Σκυθίας ἀφικόμενος ὤικησε βασιλεύων . διδάσκει δὲ τοῦτο Εὔμηλός τις ποιητὴς ἱστορικός , εἰπὼν ἀλλ ' ὅτε δ
) οἶδα ὅτι ὁ τὴν Τιτανομαχίαν ποιήσας , εἴτ ' Εὔμηλός ἐστιν ὁ Κορίνθιος ἢ Ἀρκτῖνος ἢ ὅστις δήποτε χαίρει
5315530 καινος
συνήθως δὲ τῶν ζακόρων ἔξωθεν τὴν θύραν ἐφελκυσαμένων ἔνδον ὁ καινὸς Ἀγχίσης καθεῖρκτο . καὶ τί γὰρ ἀρρήτου νυκτὸς ἐγὼ
ὄξους καὶ μάννης λεανθέντες . ἀρήγει δὲ θαυμαστῶς καὶ σπόγγος καινὸς ὑγροπίσσῃ δευόμενος , εἶτα καιόμενος καὶ λεῖος προσ -
5305443 τεκμαιρεται
' ὕβρις τε μέμηλε καὶ τὸ , Τοῖς δὲ δίκην τεκμαίρεται εὐρυόπα Ζεύς . Τοῖσι δὲ Ἀντὶ τοῦ , τοῖσιν
, ναυτιλίῃσι τετιμένε , σοὶ δέ τις ἀνὴρ εὐκραεῖς ἀνέμων τεκμαίρεται ἐλθέμεν αὔρας : εὔδια γὰρ στέλλῃ τε καὶ εὔδια
5302583 Γαλατης
Γαλατῶν αὖθις ἐπλησίαζε τῷ Σύλλᾳ . καὶ συνιόντων τῶν στρατῶν Γαλάτης ἀνὴρ μεγέθει μέγας προδραμὼν προυκαλεῖτό τινα Ῥωμαίων ἐς μάχην
ὅθεν ὡς παράδοξα ἐπεχρησμῴδει τῷ ἑαυτοῦ βίῳ τρία ταῦτα : Γαλάτης ὢν ἑλληνίζειν , εὐνοῦχος ὢν μοιχείας κρίνεσθαι , βασιλεῖ
5299638 Δαιμονος
ὁ κλῆρος τῆς Τύχης . ὁμοίως δὲ καὶ τὸν τοῦ Δαίμονος ἀπὸ μοίρας Σελήνης ἐπὶ μοῖραν Ἡλίου , αἵ εἰσι
τὰς Νύμφας ὀνομασθῆναι . ὅτι δὲ δοθείσης τῆς τοῦ Ἀγαθοῦ Δαίμονος κράσεως ἔθος ἦν βαστάζεσθαι τὰς τραπέζας ὁ Σικελιώτης Διονύσιος
5296153 ἐμμοτος
καὶ μάλιστα τῆς ἀνεμώνης : αὕτη γὰρ παντοίως ὠφελεῖ καὶ ἔμμοτος γινομένη καὶ ἐπιπλαττομένη . τοιαύτη μὲν γὰρ , ὥστε
διαιρέσεων ἀφλέγμαντος κολλητική , διαλυθεῖσα δὲ μετὰ κηρωτῆς ὑγρᾶς , ἔμμοτος καλλίστη γίνεται πρὸς τὰ νευρότρωτα καὶ νύγματα καὶ μυῶν
5295536 ἐβιω
τῶν Θησέως ἀρῶν ἀνέστησεν Ἀσκληπιός : ὁ δὲ ὡς αὖθις ἐβίω , οὐκ ἠξίου νέμειν τῷ πατρὶ συγγνώμην , ἀλλὰ
οὔτε ἔργου , ἐτάθη δὲ τὸ σῶμα καὶ ἐπάγη , ἐβίω δὲ καὶ ἐξήγρετο . Σκόμφος , ἐν Οἰνειάδῃσι ,
5292124 βυσαυχην
καὶ ἐν τοῖς κάτω μέρεσι τοῦ Δέλτα * * . βυσαύχην : ὁ τὸν αὐχένα συνέλκων καὶ τοὺς ὤμους ἀνέλκων
ἀλάστωρ τ ' εἰσπέπαικε Πελοπιδῶν . ἄστυτος οἶκος , κοὔτε βυσαύχην θεᾶς Δηοῦς σύνοικος , γηγενὴς βολβός , φίλοις ἑφθὸς
5284597 κισσινον
μετ ' ὀξυκράτου , ὀποῦ Παρθικοῦ ὀροβιαῖον μέγεθος . Τὸ κίσσινον πρὸς νευροτρώτους καὶ νύγματα , καὶ μάλιστα ἐπὶ τῶν
ὁ δὲ ἐλέφας σκευὴν εἶχε χρυσῆν καὶ περὶ τῷ τραχήλῳ κίσσινον χρυσοῦν στέφανον . ἠκολούθουν δὲ τούτῳ παιδίσκαι πεντακόσιαι κεκοσμημέναι
5282649 ἐκλυτου
καὶ πιττωθέντοϲ τοῦ πώματοϲ πρὸϲ τῷ μηδαμόθεν διαπνεῖϲθαι , τονικὴ ἐκλύτου γαϲτρὸϲ ἡ τοιαύτη γίγνεται καὶ τοὺϲ ἀνορέκτουϲ ἐπεγείρει πρὸϲ
βίου τιθήνη , πολεμία λιμοῦ , φύλαξ φιλίας , ἰατρὸς ἐκλύτου βουλιμίας , τράπεζα . περιέργως γε νὴ τὸν οὐρανόν
5281395 καεις
ταρίχευσαι οὔρῳ ἀφθόρου , καὶ βάπτε ὕδωρ ψυχροῦ . Χαλκὸς καεὶς ἑπτάκις , καὶ ἀνακαμφθεὶς χρυσὸς κρείττων ἐστί . Χρυσὸς
καταχριόμενον , λωτοῦ τοῦ δένδρου τὰ φύλλα , ἀπόπατος καμήλου καεὶς καὶ σὺν ἐλαίῳ χρισθείς . ξανθὰς ποιεῖ τὰς τρίχας
5277061 νοσερος
ἀπό τε τῶν ὑγιηρῶν ὑγιηρὸς , ἀπό τε τῶν νοσερῶν νοσερός . Εἰ οὖν γίγνονται ἔκ τε τῶν φαλακρῶν φαλακροὶ
δυνάμενα , ἐν τῇ συνθέσει τὴν αὐτὴν φυλάττει γραφήν : νοσερός : νωθὴς ὁ στερημένος τοῦ θέειν : νήστης ὁ
5276534 ἀλει
ὑμνήσομεν , ὢ ἰὲ Παιάν . ἴωμεν εἰς Ἀθάνας : ἄλει μύλα ἄλει : καὶ γὰρ Πιττακὸς ἄλει μεγάλας Μυτιλήνας
ὢ ἰὲ Παιάν . ἴωμεν εἰς Ἀθάνας : ἄλει μύλα ἄλει : καὶ γὰρ Πιττακὸς ἄλει μεγάλας Μυτιλήνας βασιλεύων .
5271306 ὠφελιμωτατος
σχεδὸν γὰρ οὗτος σύμβολος οὐ μόνον εὐφημότατος , ἀλλὰ καὶ ὠφελιμώτατος , [ καὶ ] ὅτῳ ἂν ἐντύχῃ ἀνὴρ εὔνους
οὐ μόνον αὐτὸς ἀβλαβής ἐστι τοῖς ἀνθρώποις , ἀλλὰ καὶ ὠφελιμώτατος : τοὺς γὰρ ὄφεις καὶ τὰ λοιπὰ ἑρπετὰ συλλαμβάνων
5262027 τροφιμος
λυπήσασα μόνους τοὺς σοροπηγούς . ὁ δὲ Μουσῶν τε ἦν τρόφιμος καὶ τὴν ἀρχὴν ἆθλον εἶχεν ἐπῶν λέγειν τε ἐκ
ἴλας καὶ φάλαγγας ἀλλήλοις ἀπαντώντων , καὶ οὐδεὶς ὅστις οὐ τρόφιμος τῆς ἀρετῆς εἶναι δοκεῖν βούλεται . πολλοὶ γοῦν τὰς
5258903 ἰαθη
περὶ μαζὸν ἔχουσα φλεγμονὴν ὑπὸ προβάτου θηλάζεσθαι . ἀρνόγλωσσον καταπλασαμένη ἰάθη [ διὰ τὸ τὸ ὄνομα τοῦ φυτοῦ σύνθετον ὂν
, ἣν Ἄκεσαν ὁ Φιλοκτήτης ἐκάλεσεν , ἐπειδὴ ἐν Λήμνῳ ἰάθη . ἐκεῖθεν αὐτὸν Διομήδης καὶ Νεοπτόλεμος ἑκόντα ἐς Τροίαν
5257336 δωδεκατος
τὰ ἑξῆς . . . . : καὶ περιέχει ὁ δωδέκατος λόγος περί τε Ἀκώριος τοῦ Αἰγυπτίων βασιλέως ὡς πρός
: οἵ τε λοιποὶ δύο ὅ τε ἕκτος καὶ ὁ δωδέκατος κάκιστοι . Πρὸς τὸν Ἄρεα τρίγωνος ὢν ὁ Κρόνος
5250097 δριμυς
δύναμιν , ἐπιτεταμέναι δὲ μᾶλλον . Ἀσπάλαθος κατὰ τὴν γεῦσιν δριμύς ἐστι καὶ στυπτικός . ἐξ ἀνομοιο - μερῶν οὖν
' ἕκαστον φύλλον ἄνθος ὥσπερ λευκοΐου : χυλὸς κροκώδης , δριμύς , δηκτικός , ποσῶς ὑπόπικρος καὶ δυσώδης : ῥίζα
5244727 ἀφλεγμαντος
ὅτι , μολύβδου μετὰ φοινικηΐου περιαφθέντος , ἢ τὸ παράπαν ἀφλέγμαντος γίνεται ἢ πολλῷ δὴ ῥηΐζει : οἱ δὲ λοιμώδεις
περὶ κακοήθων ἑλκῶν λόγῳ . Ἔναιμος , κόλπων κολλητική , ἀφλέγμαντος , ποιεῖ καὶ πρὸς σκληρίαν διαχέουσα καὶ πρὸς χοιράδας
5226629 κεστος
κεντός : καὶ ἀποβολῇ τοῦ ν , καὶ προσθέσει , κεστὸς ἀκεστός : καὶ τὸ θηλυκὸν ἀκεστὴ , καὶ τροπῇ
: τὰς γαίας . Ἀκήν : ἡσυχίαν . κεστούς : κεστὸς ἔνδυμα Ἀφροδίτης . Ἐχθαίρω : νεμεσῶ . Ποντογενείας :
5219991 συχνου
ἀγαθός . πρὸς δὲ τῷ καλῷ εὖ ἐποίησάς με μάλα συχνοῦ λόγου ἀπαλλάξας , εἰ φαίνεταί σοι τὰ μὲν αὐτὴ
καὶ τὸ ἧπαρ πρωίας καὶ ἑσπέρας : χρεία καὶ λούτρου συχνοῦ καὶ εὐκρατοποσίας , χρεία καὶ τῆς πικρᾶς . λεπτὸν
5214460 ταλαινης
ὅσα ἄλλα σιτοπόνων τε καὶ ὀψαρτυτῶν περιεργίαι κατὰ γαστρὸς τῆς ταλαίνης δημιουργοῦσιν . ὁ γοῦν Διογένης ἰδών τινα τῶν λεγομένων
] πορσύνους ? [ ] ? [ ' ἐμοὶ κείνης ταλαίνης ⋮ ] : τοῖσι ? ? σώφροσιν ? [
5212900 λυμεων
οἷον παιών παιῶνος , πλειών πλειῶνος , αἰών αἰῶνος , λυμεών λυμεῶνος , ἀπατεών ἀπατεῶνος , Καρνειών Καρνειῶνος , Ἐλεών
* ὁ λυμεὼν ὁ Ὀδυσσεύς , τῶν Τρώων δὲ ὁ λυμεών . * ἑκουσίαν σμώδιγγα : διὰ τοῦτο ἔμεινεν ἀστένακτος
5211263 γλυκερης
δίς γε πίοι καὶ ὑπότροπος οἴκαδ ' ἀπέλθοι δαιτὸς ἀπὸ γλυκερῆς , οὐκ ἄν ποτε πήματι κύρσαι : ἀλλ '
καὶ Ἰλλυρίην ἴριδα κατθέμενος κυανέης μίξαιο μελιπτόρθου γλυκυρίζης τόσσον καὶ γλυκερῆς σπέρματα βουνιάδος , σκόρδειον καὶ κλεινὸν ὀπὸν μίσγοιο θυώδη
5185612 ἁπαλος
τὸ δὲ “ πέπων ἢ μὴ πέπων ” ἀντὶ τοῦ ἁπαλός , ῥᾳδίως διασεισθῆναι δυνάμενος . μεταφορικῶς δὲ ἀπὸ τοῦ
τὸ λαμπρὸν καὶ κοῦφον καὶ τρυφερόν : ἁβρὸς οὖν ὁ ἁπαλός : παρὰ τὸ ἅπτω , ὁ εὐαφής . ἢ
5184296 ἀνδρειοτατος
, φησίν , ὀσμὰς ἐγκεφάλῳ χρηστὰς ποιεῖν . καὶ ὁ ἀνδρειότατος δὲ καὶ πολεμικὸς Ἀλκαῖος ἔφη : κὰδ δὲ χεύατο
ἢ τοὺς αἰτοῦντας λαμβάνειν . ἦν δὲ καὶ τὴν ψυχὴν ἀνδρειότατος . ἀβασανίστως δὲ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς συνεβίωσε τρισὶν οὖσι
5171173 χολικων
κοιλίαι : Ἀριστοφάνης Βαβυλωνίοις : ἢ βοϊδαρίων τις ἀπέκτεινε ζεῦγος χολικῶν ἐπιθυμῶν . φαυλία μὲν εἶδος . . . φριμάττεσθαι
κοιλίαι : Ἀριστοφάνης Βαβυλωνίοις : ἢ βοϊδαρίων τις ἀπέκτεινε ζεῦγος χολικῶν ἐπιθυμῶν . φαυλία μὲν εἶδος . . . φριμάττεσθαι
5167074 Μελαμπους
ἔφη τὸ „ πάτρωα ἐμὸν ἀντίθεον Μελάμποδα „ . [ Μελάμπους γάρ , οὗ Ἀντιφάτης , οὗ Ὀικλῆς , οὗ
οὗ Ἀμφιάραος , ὅθεν Ἀμφίλοχος : ὅρα οὖν οἷος ὁ Μελάμπους ἦν πάτρως τῷ Ἀμφιλόχῳ . ] οὕτω πόρρωθεν .
5160053 ἐκγονος
ἀκουσίων ἐργάζεται παραίτησιν . ὁ μὲν οὖν οὕτως ταπεινὸς Λάμεχ ἔκγονος μέν ἐστι Σήθ , πατὴρ δὲ τοῦ δικαίου Νῶε
τοῦ ἀδελφοῦ μου υἱός ἐστι , φησὶ τοῦ πατρός μου ἔκγονος . ἔκγονος γὰρ τοῦ Ἀτρέως Ὀρέστης : ἄλλως :
5157389 μητροκτονος
τὸ τῆς θεοῦ βρέτας . εἴπερ γε κηλὶς ἔβαλέ νιν μητροκτόνος . οὐ γάρ ποτ ' ἄν νιν ἠράμην βάθρων
κτανεῖν . βλάπτηι δὲ δὴ τί πατρὶ τιμωρῶν σέθεν ; μητροκτόνος νῦν φεύξομαι , τόθ ' ἁγνὸς ὤν . καὶ
5150790 ἡδιστος
καὶ ἀμπεχόνῃ καὶ φωνῇ καὶ βαδίσματι : ὁ μὲν ὡς ἥδιστος ἰδεῖν ὤν , ὁ δὲ ὡς ἀληθέστατος : καὶ
' ἀλλήλων μὴ ἡδεῖς ὄντας , οὐχ οἷόν τε . ἥδιστος δὲ ὁ φίλος τῷ φίλῳ . διὰ τοῦτο δὲ
5143812 ἀσθενεστατος
ὁ δ ' ἐς τὸ ἔργον ἐκεῖνο γενναιοτάτῳ λήματι κεχρημένος ἀσθενέστατος ἐς τὴν δίκην ἐγίγνετο , καὶ ταπεινὴν ἐσθῆτα ἐπικείμενος
. ὁ δ ' ἡλιοσκόπος τιθύμαλλός ἐστι μὲν πάντων τιθυμάλλων ἀσθενέστατος , ἄγει δὲ καὶ αὐτὸς κάτω χολώδη καὶ φλεγματώδη
5140231 μελιτωματων
ἐναιμοτέρων , καὶ μέθης εὐώδεος , καὶ πεμμάτων , καὶ μελιτωμάτων , καὶ σικύου πέπονος , καὶ γάλακτος , καὶ
εὔχυμα καὶ τῶν ὀπωρῶν ϲῦκα καὶ ϲταφυλὴν καὶ ϲταφίδα , μελιτωμάτων δὲ τὰ διὰ ϲτροβίλων ἢ ἀμυγδάλων πεφρυγμένων καὶ κνήκου
5133379 ἀστυτος
δεσποτῶν κεχρημένος τύχαις , ἀλάστωρ τ ' εἰσπέπαικε Πελοπιδῶν . ἄστυτος οἶκος , κοὔτε βυσαύχην θεᾶς Δηοῦς σύνοικος , γηγενὴς
δεσποτῶν κεχρημένος τύχαις , ἀλάστωρ τ ' εἰσπέπαικε Πελοπιδῶν . ἄστυτος οἶκος , κοὔτε βυσαύχην θεᾶς Δηοῦς σύνοικος , γηγενὴς
5126904 κεκραμενος
τοῖς ἄνω . ἰᾶται δὲ καὶ οἶνος ἐν ὕδατι ψυχρῷ κεκραμένος ἐπὶ ταῖς ἀθρόαις κενώσεσι καὶ ἐκλύσεσι συγκοπὰς , μάλιστα
διὰ τὴν ἐρωμένην . πορφύροις : βλύζοις . πορφύροις : κεκραμένος εἴης . σία : λάχανον ὅμοιον σελίνῳ ἐν αὐτῷ
5124510 εὐδιοικητος
λευκόσαρκος , στερεός , σύγ - κριτος , εὔχυμος , εὐδιοίκητος , τρόφιμος , οὐ δυσέκκριτος . γόγγρος οὐκ εὔστομος
προπίνειν παρηγορίας χάριν . ἔστω δὲ καὶ ἡ σύμπασα τροφὴ εὐδιοίκητος μὲν καὶ συνεστραμμένη αὐτάρκωςἡ γὰρ ἔκλυτος ἐπιτηδείως ἔχει πρὸς
5109286 βουλιμιας
τιθήνη , πολεμία λιμοῦ , φύλαξ φιλίας , ἰατρὸς ἐκλύτου βουλιμίας , τράπεζα . περιέργως γε νὴ τὸν οὐρανόν ,
λειποθυμίας , συγκοπῆς , ὀδύνης , λυγμοῦ , ἀνορεξίας , βουλιμίας , ναυτίας , ἐμέτων , κυνικῆς ὀρέξεως , ἀγρυπνίας
5101711 ἀφνειος
διδοῖς καὶ ἀμείνονα ταῦτα : ἦτοι μὲν γὰρ κεῖνα καὶ ἀφνειὸς πόροι ἀνήρ , πλούτου γὰρ κενεοῖο πέλει κενεαυχέα δῶρα
οὐσίαν , εὔπορος ὁ πρὸς τὰς ἐπιβαλλούσας χρείας ἀνενδεής , ἀφνειὸς ὁ ἀπ ' ἐνιαυτῶν τὴν οὐσίαν συλλέγων , ὄλβιος
5097839 ἁδρας
Ἰταλίαν Ἑλλήνων τοὺς πλείστους καὶ τὸ τῶν Μεσσαπίων ἔθνος . ἁδρᾶς οὖν δυνάμεως περὶ αὐτὸν οὔσης οἱ μὲν Λευκανοὶ καταπλαγέντες
πυθόμενος ἀπέστειλε τὸν ἕτερον ὕπατον καλούμενον Ἄππιον Κλαύδιον μετὰ δυνάμεως ἁδρᾶς , ὃς εὐθὺς ἦλθεν εἰς Ῥήγιον . πρὸς δὲ
5095227 ἐπιτιθεμενος
τι . τῆς ῥίζης δ ' ὁ φλοιὸς αὐτοῦ ἔξωθεν ἐπιτιθέμενος ξηραίνει κατὰ τὴν δευτέραν τάξιν συμπληρουμένην καὶ ψύχει κατὰ
αὐτοῦ τῷ στρατῷ παντί , τοῖς δ ' ἀποσκιδναμένοις μόνοις ἐπιτιθέμενος καὶ σαφῶς εἰδὼς ἀπορήσοντα τροφῶν αὐτίκα τὸν Ἀννίβαν .
5092729 Συμης
προβλῆσι κυκλοῦνται τηλεφανεῖς αὐλῶνες ὑπὲρ μυχὸν εὐρέα κόλπου : οὗ Σύμης ὄρος ἐστὶ πολύς τ ' εὐθαλὴς λειμών , ἐνθάδ
Στράβων τεσσαρεσκαιδεκάτῃ . καὶ πόλις ὁμώνυμος . ὠνόμασται δὲ ἀπὸ Σύμης τῆς Ἰαλύσου . καὶ πρότερον μὲν ἐκαλεῖτο Μεταποντίς ,
5086126 διδοσθω
ἀφροδείσια καὶ μέθη : ποήματα δ ' εἰ προαιρεῖται , διδόσθω καὶ Φιλόξενον , εἰ τοῦτ ' ᾐνίττετο , μὴ
, κεφαλήν τε ἐμβρέχειν ὀξυροδίνῳ , πόμα δὲ ὕδωρ γαλακτῶδες διδόσθω καὶ τροφαὶ ῥοφηματώδεις , μηδὲν παντάπασι φυσῶδες ἢ ἐρεθιστικὸν
5085623 δεκατος
πόδα τρίβραχυν . ὁ θʹ ἰαμβικὸς τρίμετρος βραχυκατάληκτος . ὁ δέκατος ἀσυνάρτητος ἐξ ἰαμβικῆς βάσεως καὶ τροχαϊκοῦ ἰθυφαλλικοῦ . ἐπὶ
ἀγωνισμάτων . δευτέρᾳ δὲ ἀπὸ ταύτης ὀλυμπιάδι προσετέθη καὶ ὁ δέκατος ἀθλοθέτης . ἐπὶ δὲ τῆς τρίτης καὶ ἑκατοστῆς φυλαί
5085333 ἐζυμωμενος
. μάζα οὖν ἀμολγαίη ἢ τυρὸς ἢ ἄρτος ἐκ γάλακτος ἐζυμωμένος . σβεννυμενάων : παυομένων τοῦ θηλάζειν καὶ διὰ τοῦτο
αὐτοῖς καὶ ὁ πολὺς ἄρτος : ὅπως γὰρ ἂν εἴη ἐζυμωμένος καλῶς , οὐ δύναται τὸ παχὺ καὶ ἐμφράττον μὴ
5085172 αὐστηρου
ἢ ἐξ Ἀμμιναίας σταφυλῆς ὅσον τριώβολον , ἀπυρέτοις σὺν οἴνου αὐστηροῦ κυάθοις β , πυρέσσουσι δὲ σὺν ὕδατι ὀμβρίῳ :
ἢ μηλίνου ἢ μυρσινίνου μετ ' ὄξους ὀλίγου ἢ οἴνου αὐστηροῦ μὴ πάνυ παλαιοῦ . ἀλλασσέσθωσαν δὲ συνεχέστερον : ἐπικείμενα
5084911 σκευασια
. Θυμιάματος τοῦ βασιλικοῦ σκευασία ρμϚʹ . Θυμιάματος μοσχάτου Θεοπέμπτου σκευασία ρμζʹ . Θυμιάματος καλοῦ ῥοδάτου σκευασία ρμηʹ . Μοσχάτου
, βλάβην δ ' οὐδεμίαν ἑτέραν προστρίβεται . χειρίστη δὲ σκευασία πτισάνης ἐστίν , ὅταν οἱ μάγειροι τρίψαντες αὐτὴν ὠμὴν
5080588 Ἀποληξις
ἐν τῷ περὶ τῆς μεταστάσεως ” περὶ τοίνυν “ ὧν Ἀπόληξις κατηγόρηκεν , ὡς στασιώτης ἦν ἐγὼ καὶ ὁ πάππος
οὐδὲν φρονεῖ νεώτερον , ἀλλ ' οἷά τις Λάχης ἢ Ἀπόληξις αὐστηρός ἐστι τοὺς τρόπους καὶ οὐκ ἐπιτρέπει τῇ γαστρὶ
5074231 κορυμβων
Ἄλλο διὰ πείραϲ πάνυ κάλλιϲτον . ἐπιθύμου Γρʹ ιη θύμου κορύμβων Γρʹ η ἁλὸϲ ἀμμωνιακοῦ Γρʹ η πεπέρεωϲ Γρʹ β
σεσέλεως ἑκάστου ⋖ ιβ , σελίνου σπέρματος , θύμου , κορύμβων ἀνὰ ⋖ δ , λιβυστικὸν ⋖ Ϛ , πεπέρεως
5070153 Γυνη
τῶν ἀργῶν : ἢ ὅτι οἴκοι γυναῖκας μένειν χρή . Γυνὴ εἰς Ἡρακλέους οὐ φοιτᾷ : πρὸς τοὺς ἀναξίους τινῶν
. Γυπὸς σκιά : ἐπὶ τῶν μηδενὸς λόγου ἀξίων . Γυνὴ εἰς Ἡρακλέους οὐ φοιτᾷ : πρὸς τοὺς ἀναξίους τινῶν
5067854 διαυγους
ἐν ταῖς αἱμορραγίαις κρουνηδὸν αὐλοὺς ἀκοντίζειν αἵματος , μηδεμιᾶς ἐνορωμένης διαυγοῦς λιβάδος . ἐναπέθνῃσκε δὲ καὶ τὰ γένη τῶν ἰχθύων
ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ καὶ κεράμιόν τι ἀπίσσωτον πλῆρες ὕδατος διαυγοῦς , ὅπερ εἶχεν ἐν ταῖς χερσὶ , καὶ οὐκ
5065523 γαμουντων
τόποις . ταῦτα δὲ χρὴ στοχάζεσθαι ἐπὶ τῶν ἐγγὺς ὑπόπτων γαμούντων , σκεπτέον δὲ ὁμοίως καὶ τοὺς γαμικοὺς κλήρους τότε
πολλὰς φέρει . ὅστις πενόμενος βούλεται ζῆν ἡδέως , ἑτέρων γαμούντων αὐτὸς ἀπεχέσθω γάμου . τὸ γαμεῖν , ἐάν τις
5056841 ἀποπαυει
σπαραγμοῦ καὶ αὐτὸς συνεξεμεθείς , ἐν ὥραις τέτταρσιν ἢ πέντε ἀποπαύει τὴν κάθαρσιν : ὁ δὲ κριμνώδης καὶ ἔτι μᾶλλον
τοῦτο τὸ ἐπίπλασμα καὶ ταῖς χοιραδώδεσι φλεγμοναῖς : ἢ γὰρ ἀποπαύει ῥᾳδίως αὐτὰς ἢ ὅτι μάλιστα εἰς πύον καθίστησιν .
5055898 Στιλβων
ἔλαχεν Πυρόεις μετὰ τούσδε . Τὰ δὲ ὅρια οὕτως : Στίλβων ἐν τούτῳ προτέρας ἓξ ἔλλαχε μοίρας , τὰς δ
πρεσβυτέρας δίδωσι γυναῖκας ἢ καὶ πόρνας , εἰ καὶ ὁ Στίλβων μετ ' αὐτῶν πλήρης προϊσταμένων . εἰ δὲ καὶ
5055734 Οἰνου
δὲ θεὸς αὐτὸς κατέδειξε , σῶμα θνητὸν μὴ ἀπορῆσαι . Οἴνου δὲ λευκοῦ κοτύλας γʹ , μετὰ βλαστῶν μʹ τῆς
μήτρα χρῶ ὡϲ πάνυ δοκίμῳ . Προέψηϲιϲ τῆϲ νάρδου . Οἴνου παλαιοῦ λι ι δενδρολιβάνου φύλλων λι α ῥάϲδου λι
5054511 στρυφνος
. μὰ τοὺς πρόσωθεν ὁ δ ' Ἀναξαγόρου τρόφιμος χαιοῦ στρυφνὸς μὲν ἔμοιγε προσειπεῖν καὶ μισόγελως καὶ τωθάζειν οὐδὲ παρ
ἀρόσαι δὲ οὐκ εὐδαίμων καὶ ἁμαξεῦσαι ἄπορος . ὁ δὲ στρυφνὸς καὶ ἐν ὠμῷ τῷ γήρᾳ γεωργὸς νοείσθω , Θειοδάμαντα
5053911 ἡδυοσμου
δὲ ἐν οἷς μὲν ἱεροῖς μίνθης , ἐν οἷς δὲ ἡδυόσμου , ἐν οἷς δὲ σελίνου . ἔνιοι δὲ θᾶττον
ἐστι τὸ ὠμοτριβὲς ἔλαιον προσλαμβάνον κορύμβους κισσοῦ ἢ ἑρπύλλου ἢ ἡδυόσμου χλωροῦ . προϊόντος δὲ τοῦ χρόνου καὶ τῶν θερμοτέρων
5046685 φιλοινος
Φίλιππον . ἐμιμήσατο . οὔτε γὰρ περὶ γυναῖκας ἐσπουδάκει οὔτε φίλοινος ἦν , ἀλλὰ καὶ οὐ μόνον αὐτὸς μέτριον ἔπινε
φιλοθέωρος ὁ τὰς θέας καὶ ἡδὺ τὸ θέαμα αὐτῷ , φίλοινος καὶ φιλόσοφος ὁ τὴν σοφίαν καὶ τὸν οἶνον καὶ
5043041 κιρρος
ὁ δὲ λευκὸς οἶνος ἀσθενὴς καὶ λεπτός . ὁ δὲ κιρρὸς πέττει ῥᾷον ξηραντικὸς ὤν . περὶ Ἰταλικῶν οἴνων φησὶν
κεφαλαλγῆ , φοίνικες πάντες , εὔζωμα , τῆλις . ὁ κιρρὸς καὶ αὐστηρὸς οἶνος κεφαλαλγὴς καὶ γνώμης ἅπτεται μᾶλλον τοῦ
5041182 ἑβδομος
δεξιῷ ποδὶ τοῦ Ὀφιούχου , καὶ ὅτι ὁ πέμπτος καὶ ἕβδομος σφόνδυλος ἐπ ' εὐθείας εἰσὶ τῷ ἐν μέσῳ τῷ
ἤτοι κοπροφάγος . Τοιοῦτοι γὰρ οἱ ἐκεῖσε βόες . Βοῦς ἕβδομος : ἐπὶ τῶν ἀναισθήτων . Ἕβδομος δὲ , ὅτι
5038426 λυτηρ
ὅτι διὰ πυρὸς ἡ κατασκευή . πικρὸς ] χαλεπός . λυτὴρ ] καταλυτής . λυτὴρ ] διαχωριστής . λυτὴρ ]
τῷ γʹ ἰαμβικόν . ἐπὶ τῷ τέλει παράγραφος . πικρὸς λυτὴρ νεικέων : πόντιος , ὅτι οἱ Χάλυβες παράλιοί εἰσιν
5037685 εἰνατος
Μάκρωσι καὶ Μοσσυνοίκοισι καὶ Μαρσὶ τριηκόσια τάλαντα προείρητο : νομὸς εἴνατος καὶ δέκατος οὗτος Ἰνδῶν δὲ πλῆθός τε πολλῷ πλεῖστόν
ἐπ ' Εὐρύπυλος Εὐαίμονος ἀγλαὸς υἱός : Τεῦκρος δ ' εἴνατος ἦλθε παλίντονα τόξα τιταίνων , στῆ δ ' ἄρ
5037481 βυρσοδεψικης
Ῥοῦς ὁ ἐπὶ τὰ ὄψα : καρπός ἐστι τῆς καλουμένης βυρσοδεψικῆς ῥοός : ἔστι δὲ δενδρύφιον μικρόν , φυόμενον ἐν
υἱός , Ἀθηναῖος γένος , Ἀλκιβιάδου ἐραστής , πλούσιος ἐκ βυρσοδεψικῆς . ὅθεν καὶ σκωπτόμενος ὑπὸ Σωκράτους διὰ τοῦτο κτλ
5036186 εὐπους
τὸ μετὰ τοὺς ἀστραγάλους πᾶν : ἀφ ' οὗ ὀνόματα εὔπους ὠκύπους ταχύπους καὶ ὡς Πλάτων ἀντίπους , εὐποδία ἀποδία
καὶ αὕτη ὠκεῖά τε ἦν καὶ φιλόπονος καὶ εὔψυχος καὶ εὔπους , ὥστε καὶ τέτταρσιν ἤδη ποτὲ λαγωοῖς ἐφ '
5029706 Συβαριτης
. δικῶν γὰρ οὐ δέομ ' οὐδὲ πραγμάτων . ἀνὴρ Συβαρίτης ἐξέπεσεν ἐξ ἅρματος , καί πως κατεάγη τῆς κεφαλῆς
τὴν προσήκουσαν τιμήν . : ἀλλ ' οὐ Σμινδυρίδης ὁ Συβαρίτης τοιοῦτος , ὦ Ἕλληνες , ὃς ἐπὶ τὸν Ἀγαρίστης
5024978 ἐμπλεως
τῶν βοστρύχων τοὺς ἑλικτῆρας ἐκ μετώπου κεχυμένους ἀναστέλλων γέλωτος δὲ ἔμπλεως , ὃ δὴ καὶ παντὸς ἦν ἐπέκεινα θαύματος ,
ἢ ὡς γέγραπται , γέγραπται δὲ ἰσχυρὸς οἷος καὶ τέχνης ἔμπλεως δι ' εὐαρ - μοστίαν τοῦ σώματος , εἴη
5019488 θανασιμος
ιεʹ . Ἀνθρώποισιν ἐν τοῖσιν ὠσὶ ῥύπος ὁ μὲν γλυκὺς θανάσιμος , ὁ δὲ πικρὸς οὔ . Καὶ οὗτος ὁ
ἐστιν . ὡς οὖν κατὰ φύσιν ἐστὶν , οὐκ ἔστι θανάσιμος , ἐπειδὴ ἐν τῷ κατὰ φύσιν . πῶς οὖν
5018455 ἀζυμα
ἀσταχύων ἀπαρχή , τὸ ἱερὸν δράγμα : ἕκτη δ ' ἄζυμα : μεθ ' ἣν ἡ τῶν ἑβδομάδων ὄντως ἑβδόμη
ἑορτῆς τὸ σύμβολον „ ἄρτον κακώσεως „ εἶπε , τὰ ἄζυμα . καίτοι τίς οὐκ οἶδεν , ὅτι ἑορταὶ καὶ
5016562 Νησω
τῆς Θρᾳκίας ἐλθὼν τὰς τοῦ Τεύκρου βασιλέως θυγατέρας ἔγημε , Νησὼ καὶ Βατείαν . καὶ ἐκ μὲν τῆς Νησοῦς ἦν
καὶ τὴν κεφαλὴν ἤγουν τὸν νοῦν ἐν δεινοῖς λόγοις . Νησὼ δὲ μήτηρ σιβύλλης . * τὴν σίβυλλαν λέγει θυγατέρα
5013384 ταυρεια
ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν ἐπιτιθέμενα . καλῶς δὲ ποιεῖ καὶ ἡ ταυρεία χολὴ μετὰ μυελοῦ ἐλαφείου ὥσπερ καὶ μετὰ κεδρίας μιγνυμένη
φλοιὸϲ ϲτρούθιον ϲτέαρ ἐλάφου πρόϲφατον ϲτέαρ χηνὸϲ ῥητίνη τερεβινθίνη χολὴ ταυρεία μετὰ μαϲτίχηϲ βρύον τὸ ϲπλάγχνον καὶ ὕπνον λεγόμενον κύπερον
5011412 οἰκτρος
οὐκ ἐμποιεῖ : οἰκώδης , φορεύς : οἰκῆϊ λευκῷ : οἰκτρός : οἴκυλος , τὸ ὄσπριον : οἶκτος : οἰκτίρμων
μύστρα : στρύχνος : ἀμυδρός : σεσημείωται τὸ οἶκτος καὶ οἰκτρός : οἶστρος : οἰκτίρμων : οἶδμα : οἴτη ὁ
5003340 ἀετιτης
, ἀετοὶ δὲ τὸν λίθον , ὅσπερ οὖν ἐξ αὐτῶν ἀετίτης κέκληται . λέγεται δὲ οὗτος ὁ λίθος καὶ γυναιξὶ
πηγνύμενον προστεθεὶς ὁ ἐν τῇ Σαμίᾳ γῇ εὑρισκόμενος λίθος , ἀετίτης λίθος περιαπτόμενος , μαλάχης ἀγρίας ῥίζα ὁμοίως . τηρεῖ
5002748 ἐλαφειος
μυελὸς μόσχειος . ἀντὶ μυελοῦ μόσχου , οἴσυπος ἢ μυελὸς ἐλάφειος . ἀντὶ μυοχόδων , μυίας ἴσα . ἀντὶ μυροβαλάνου
τοῦ κόμμεως ἄτονος καὶ διαυγής . Μυελῶν κράτιστός ἐστιν ὁ ἐλάφειος , εἶτα μόσχειος , εἶτα ταύρειος , εἶτα αἴγειος
5001002 Ἀταρνεος
οὗτος οὐκ ὀλίγος γενόμενος , ὅτε Χίων οὐδεὶς ἐκ τοῦ Ἀταρνέος τούτου οὔτε οὐλὰς κριθέων πρόχυσιν ἐποιέετο θεῶν οὐδενὶ οὔτε
ὁρμώμενος , Κάνης ὄρος ἔχων ἐν ἀριστερῇ , διὰ τοῦ Ἀταρνέος ἐς Καρήνην πόλιν : ἀπὸ δὲ ταύτης διὰ Θήβης

Back