ὦ Εὐθύμενες , ὁ Πυθέας ἀγάλλει τε καὶ σεμνύνει τὸ ὁμόσπορον ἔθνος καὶ συγγενὲς ὑμῶν τὸ τῶν Αἰακιδῶν τὸ ὂν
παιᾶν ' ἀνάγετ ' , ὦ παρθένοι , βοᾶτε τὰν ὁμόσπορον Ἄρτεμιν Ὀρτυγίαν , ἐλαφαβόλον , ἀμφίπυρον , γείτονάς τε
6177679 ἐτεκες
, μῆτερ , εἰμί , παῖς σέθεν Πενθεύς , ὃν ἔτεκες ἐν δόμοις Ἐχίονος : οἴκτιρε δ ' ὦ μῆτέρ
καταπνευσθεὶς ἐνθουσιῶν ἀνεφθέγξατο : „ ὦ μῆτερ , ἡλίκον με ἔτεκες , ἄνθρωπον μάχης καὶ ἄνθρωπον ἀηδίας πάσης τῆς γῆς
6134102 Πιερια
ἐπήτριμοι : στοιχηδόν εἰσι καὶ ἑξῆς πυκναί . Πιερίηθεν : Πιερία ὄρος Θρᾴκης , ἐν ᾗ διέτριβεν Ὀρφεύς . φησὶ
, Φλεγύας δὲ τοὺς Γυρτωνίους : ἐπὶ δὲ θάτερα ἡ Πιερία . . Ὅτι ὁ Πηνειὸς ποταμός , ῥέων διὰ
6128018 Εὐβουλευ
[ χθονίων ] καθαρά , χθονίων βασίλεια , Εὖκλε καὶ Εὐβουλεῦ καὶ ὅσοι θεοὶ δαίμονες ἄλλοι : καὶ γὰρ ἐγὼν
ἄριστε , ἁβροκόμη , φιλέρημε , βρύων ὠιδαῖσι ποθειναῖς , Εὐβουλεῦ , πολύμορφε , τροφεῦ πάντων ἀρίδηλε , κούρη καὶ
6083359 νοσωδων
' ἐγώ , τυγχάνει οὐδὲν διαφέροντα τῶν ὑγιεινῶν τε καὶ νοσωδῶν , ὡς ἐκεῖνα ἐν σώματι , ταῦτα ἐν ψυχῇ
τοιαῦτα καὶ ἔστιν , ὡς ἄρα καὶ τῶν ὑγιεινῶν καὶ νοσωδῶν ἡ ἐπιστήμη ὑγιεινὴ καὶ νοσώδης καὶ τῶν κακῶν καὶ
6069547 Κρομμυων
. . . . . ξε γʹ λε ∠ ʹγιβʹ Κρομμύων ἄκρα . . . . . . . .
, οἱ σώφρονες . Βούλομαί σε , γραῦ , κύσαι Κρομμύων τἄρ ' οὔ σε δεῖ . κἀνατείνας λακτίσαι .
6050491 πολυτεκνος
ἦσαν υἱεῖς , ἐπαινετὴ δὲ καὶ ἡ Νιόβη , ὅτι πολύτεκνος . ἐναντίως τε εἰ ἡ ἀμορφία καὶ πενία ψεκτόν
Καὶ ἡ γυνὴ ὁμοίως . Ἐὰν εἰς τὰς χεῖρας , πολύτεκνος ἔσται . Καὶ ἡ γυνὴ ὁμοίως . Ἐὰν εἰς
6041481 Πληθει
δέ τι δεινόν συγκύρσηι , παῦροι πιστὸν ἔχουσι νόον . Πλήθει δ ' ἀνθρώπων ἀρετὴ μία γίνεται ἥδε , πλουτεῖν
, μέσος δίκαιος , πρεσβύτερος εὔλογος . Τελεύτα ἀλύπως . Πλήθει ἄρεσκε . Μὴ λάλει πρὸς ἡδονήν . Ὁμολογίαις ἔμμενε
6038496 Θεμις
εἰδυῖα καταθνητῶν τ ' ἀνθρώπων . † ἔνθα θεὰ παρέλεκτο Θέμις † παλάμαις περὶ πάντων ἀθανάτων ἐκέκασθ ' οἳ Ὀλύμπια
οὐδὲ κατὰ αἰτίαν τὴν οὔπω ὄντων , ἀλλ ' εἰ Θέμις εἰπεῖν , καθ ' ὕπαρξιν οὖσάν τε καὶ ὄντων
6034582 Ἀκοντιος
ἦν ἡμῖν ἡ σπουδὴ τὸν ἄνδρα ἀρέσαι λόγοιςτούτου τοίνυν ἀδελφὸς Ἀκόντιος ὢν κηδεστὴς Εὐτροπίου γίνεται , τοῦ Κέλσου ἀδελφοῦ ,
οἷς ἐπίστανται μεγάλους ὄψεταί τις καὶ τοῖς ἄλλοις μεγάλους . Ἀκόντιος ἀδελφὸς Ἀντωνίνου τοῦ Ἀρμενίουτὸν δὲ Ἀντωνῖνον αὐτὸς μὲν ἔτι
5997361 Εἱς
ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον . Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος . Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης . Ἐμπειρία γὰρ τῆς
. Εἰς θεοῦ ὦτα ἦλθεν : ἐπὶ μεγάλων πραγμάτων . Εἷς ἀνὴρ , οὐδεὶς ἀνήρ . Ἐν νυκτὶ βουλήν :
5959011 φιλοπατωρ
μή . ἀλλ ' , ὦ τέκνον , χρή : φιλοπάτωρ δ ' ἀεί ποτ ' εἶ μάλιστα παίδων τῶιδ
διαφθείρει καὶ τοῦ γένους ἀποστερεῖ . μισόπαις οὗτος , ἐγὼ φιλοπάτωρ γίγνομαι . ἐγὼ τὴν φύσιν ἀσπάζομαι , οὗτος τὰ
5957737 Κομων
ἀνάθημα ἐν τῷ ἱερῷ : καὶ ἀνέθηκεν ἡ Βερονίκη . Κόμων οὖν τις ἦν ἀστρονόμος ἐπὶ τῶν αὐτῆς χρόνων ,
ἐς Ἰθώμην ὑπὸ τοῦ Διός , τοῦτο δὲ ἐν Εὐεσπερίταις Κόμων συγγενέσθαι νεκρᾷ τῇ μητρὶ ἐδόκει , συγγενομένου δὲ αὖθίς
5956927 Πασιωνα
ἐμπορίαν καὶ θεωρίαν . συστήσαντος δέ μοι Πυθοδώρου τοῦ Φοίνικος Πασίωνα ἐχρώμην τῇ τούτου τραπέζῃ . χρόνῳ δ ' ὕστερον
οἶσθα ὅσους ἐραστὰς παραπεμψαμένη , Θεοκλέα τὸν πρυτανεύοντα νῦν καὶ Πασίωνα τὸν ναύκληρον καὶ τὸν συνέφηβόν σου Μέλισσον , καίτοι
5916319 ποτιτροπαιος
ἡμῖν δώσουσιν . ποτιτρόπαιος ] προστρόπαιος ἀντὶ τοῦ ἐναγής . ποτιτρόπαιος ] ἐναγής . τὸ μὲν πρῶτον πρὸς πάσας ὁ
καὶ φονεύσας . ὑπαί τε γᾶν ] ὑπὸ γῆν . ποτιτρόπαιος ] προστρόπαιος , ἱκέτης . χωρεῖτε ] τὸ μὲν
5904228 σεβομαι
. νεοχμὸν ] νέον . ἐμβριθὲς ] μέγα . . σέβομαι ] ὑποστέλλομαι . προσιδέσθαι ] σέ . . ἀρχαίῳ
περιέσχε πάντας . ξένιον ] τὸν φίλιον . αἰδοῦμαι ] σέβομαι . πράξαντ ' ] ἐπαγαγόντα . ἐπ ' Ἀλεξάνδρωι
5878367 Πριαμε
δόμοι , ὦ πλεῖστ ' ἔχων μάλιστά τ ' εὐτεκνώτατε Πρίαμε , γεραιά θ ' ἥδ ' ἐγὼ μήτηρ τέκνων
[ × – ˘ × × – ˘ – × Πρίαμε ] ⋮ συμ [ × – ˘ × ×
5874339 Κεκροπις
τῆς Ἱπποθωντίδος εἴρηκε Διόδωρος ἐν τῷ περὶ τῶν δήμων . Κεκροπίς : Ὑπερείδης ἐν τῷ πρὸς Ἀριστογείτονα . μία δ
χόλος ἤλασεν Ἥρης ἐς Φάρον : ἥδε δ ' ἐγὼ Κεκροπίς εἰμι νέκυς . εὐνέτις ἦν δὲ Χάρητος : ἔπλων
5858701 περιτραχηλιος
ἀμνοφόρως : γράφεται καὶ μαννοφόρους . μάννος δέ ἐστιν ὁ περιτραχήλιος κόσμος : μανιάκια ἐχούσας , τουτέστι χρυσᾶ περιτραχήλια .
Ἀττικοὶ τὰ παρὰ τοῖς Ἕλλησι ψέλια . ὅρμος Ἀττικοί , περιτραχήλιος Ἕλληνες . ὀπήν Ἀττικοί , τρύπημα Ἕλληνες . ὄχλον
5858233 Εὐφροσυνη
τοῖς δεξιοῖς τοῦ Ἀπόλλωνος . ὦ σεβασμία Ἀγλαΐα καὶ ὦ Εὐφροσύνη φίλη τῶν μολπῶν , θυγατέρες τοῦ κρατίστου τῶν θεῶν
ἢ σβεσθῆναι τὸ πνευμάτιον ἢ μεταστῆναι καὶ ἀλλαχοῦ καταταχθῆναι . Εὐφροσύνη ἀνθρώπου ποιεῖν τὰ ἴδια ἀνθρώπου , ἴδιον δὲ ἀνθρώπου
5850283 κηδεια
Ἡρόδοτον , καὶ κῆδος ἡ ἐπιγαμία κατὰ Θουκυδίδην , καὶ κηδεία κατὰ Δημοσθένην , καὶ κηδεύματα κατὰ Πλάτωνα . καὶ
τὸ ἐπιγαμβρεύω , καὶ τὸ ἐνταφιάζω , ἐξ οὗ καὶ κηδεία ὁ ἐνταφιασμός . ἐννεμέθονται : οἰκοῦσι , βόσκονται ,
5847511 κλειτον
. Π : Μίμνερμος Παίονας ἄνδρας ἄγων , ἵνα τε κλειτὸν γένος ἵππων . . , , : Μίμνερμος δὲ
αἰεὶ βάξιος ἱέμενοι . Παίονας ἄνδρας ἄγων , ἵνα τε κλειτὸν γένος ἵππων . Τροιζηνίας δὲ τραῦμα φοιτάδος πλάνης ἔσται
5846906 Στυμφαλος
τοῦ Ἀρκάδων τὰ ἔπη μαρτυρεῖ τὰ Ὁμήρου , καὶ ὁ Στύμφαλος ὁ οἰκιστὴς ἀπόγονος ἦν τρίτος Ἀρκάδος τοῦ Καλλιστοῦς .
αἵδε . Τέγεα , Μαντίνεια , Ἡραία , Ὀρχομενὸς , Στύμφαλος . Εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλαι πόλεις . Παράπλους δὲ
5836286 Μητηρ
? ἡ αὐτή . ἐκλήθη δὲ Γῆ μὲν νόμωι , Μήτηρ ? δ ' ὅτι ἐκ ταύτης πάντα γίνεται [
Μητέρα ἀπολιπὼν τῇ Νύμφῃ συνῆν . Καὶ διὰ τοῦτο ἡ Μήτηρ τῶν Θεῶν ποιεῖ μανῆναι τὸν Ἄττιν , καὶ τὰ
5828155 προφερεστατη
οἱ Ἄργος τεῦξεν Ἀρεστορίδης κείνης ὑποθημοσύνῃσι : τῶ καὶ πασάων προφερεστάτη ἔπλετο νηῶν ὅσσαι ὑπ ' εἰρεσίῃσιν ἐπειρήσαντο θαλάσσης .
καὶ Ἀμφιρὼ Ὠκυρόη τε καὶ Στύξ , ἣ δή σφεων προφερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων . αὗται ἄρ ' Ὠκεανοῦ καὶ Τηθύος
5823129 ᾐθεοι
περὶ τὰς τῆς μητρὸς τῶν θεῶν ἁγιστείας πρὸς ἐνόπλιον ὄρχησιν ᾔθεοι καὶ κόροι τυγχάνουσι παρειλημμένοι . καὶ Κορύβαντες δὲ ἀπὸ
παῖδές τε καὶ παρθένοι , καὶ ἐπὶ τῶν παρηόρων ἑκατέρωθεν ᾔθεοι συγγενεῖς . καὶ παρέπονται ὅσοι παρὰ τὸν πόλεμον ἦσαν
5813483 κλεινα
ἐνεργητικὸν ἀντὶ τοῦ παθητικοῦ . τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ ὦ κλεινὰ Σαλαμίς , σὺ μέν που ναίεις ἀντὶ τοῦ κατοικῇ
γάνυται : φέρε δ ' ἶνιν ἀπὸ δειράδος εἰναλίας λοχεῖα κλεινὰ λιποῦσα μάτηρ τὰν ἀστάκτων ὑδάτων συμβακχεύουσαν Διονύσωι Παρνάσιον κορυφάν
5813381 εὐγενετας
, κηρόχυτον ὃς μείλιγμ ' ἱεῖς . ἐξόχως δ ' εὐγενέτας ἡλιόμορφος ζαθέοις ἄρχων τιμαῖς σε γεραίρει . [ ]
τὰν Χάρισιν φίλαν παῖδα καὶ καλάν . ἐξόχως δ ' εὐγενέτας ἡλιόμορφος ζαθεοῖς ἄρχων τιμαῖς σε γεραίρει . σὲ τὸν
5810891 Φυλακῃ
δὲ ὁ Ἴφικλος ἦλθεν : οὐ πολὺν χρόνον ἔμεινεν ἐν Φυλάκῃ . μήτρως : ὁ θεῖος . κασιγνήτην γὰρ ὄπυιεν
Ὀϊλῆος θείοιο ἔσκε Μέδων Αἴαντος ἀδελφεός : αὐτὰρ ἔναιεν ἐν Φυλάκῃ γαίης ἄπο πατρίδος ἄνδρα κατακτὰς γνωτὸν μητρυιῆς Ἐριώπιδος ,
5804503 Λινδιος
ἢ γὰρ ἐλθεῖν σου τὴν ἐπιστολήν , % Θεοδωρίδας ὁ Λίνδιος , ἑταῖρος ἡμῶν , ὃν οὐκ ἀγνοεῖς # ,
παιδία . Τὸν δὲ ἀγερμὸν τοῦτον κατέδειξε πρῶτος Κλεόβουλος ὁ Λίνδιος ἐν Λίνδῳ χρείας γενομένης συλλογῆς χρημάτων . . .
5792557 κατεβιω
] γεγενημένοϲ Τροιζήνιοϲ , ἔχων ? ? γυναῖκα [ ] κατεβίω [ : τὸ τέρμα ἔχειϲ . ἔχειϲ τὸ τέρμα
[ ] [ Τροιζήνιοϲ , ἔχων ] γυναῖκα [ ] κατεβίω [ : τὸ τέρμ ' ἔχειϲ . ἔχειϲ τὸ
5786061 ἡλιομορφος
οἱ ἄγγελοι οἱ ἀπογραφόμενοι ; καὶ τίς ὁ ἄγγελος ὁ ἡλιόμορφος ὁ τὸν ζυγὸν κατέχων ; καὶ τίς ὁ ἄγγελος
κηρόχυτον ὃς μείλιγμ ' ἱεῖς . ἐξόχως δ ' εὐγενέτας ἡλιόμορφος ζαθέοις ἄρχων τιμαῖς σε γεραίρει . [ ] ν
5781702 Κλυμενου
, μητρὸς δὲ Ἀστυόχης ἦσαν τῆς Ἄκτορος τοῦ Ἀζέως τοῦ Κλυμένου : καὶ ὑπὸ τούτοις ἡγεμόσι Μινύαι στρατεύουσιν ἐς Τροίαν
ἐς ἅπαν θυμοῦ προαχθέντες : Ἐργῖνος δὲ ὁ πρεσβύτατος τῶν Κλυμένου παίδων τὴν βασιλείαν παραλαμβάνει . δύναμιν δὲ αὐτίκα αὐτός
5778191 λεγωμαι
ἐγερθήσῃ ; μὴ σοῦ πεσόντος αἰτίη παρ ' ἀνθρώποις ἐγὼ λέγωμαι καὶ κακὴν λάβω φήμην . ἐμοὶ γὰρ ἐγκαλοῦσι πάντα
μαι λήγει τὸ ὁριστικόν , λέγομαι , ἀλλὰ καὶ τὸ λέγωμαι , ἐπεὶ ποία οἰκειότης πρὸς εὐκτικὸν τὸ λεγοίμην ἢ
5776856 ἐρησομεθα
κίνησις . εἰ δὲ ἀεὶ διαμένει , τὰ αὐτὰ πάλιν ἐρησόμεθα , ἅπερ καὶ ἐπὶ τοῦ γίνεσθαι τὴν κίνησιν .
δὲ φωνῶν ἐνάρθρων , καὶ ἐπ ' ἐκείνων τὰ αὐτὰ ἐρησόμεθα καὶ εἰς ἄπειρον , καὶ ὑπ ' οὐδενὸς τὰ
5771181 Βρομιε
κώμοις σὲ φιλοχόροισι μέλψω . Σὺ Διός , ὦ Διόνυσε Βρόμιε , καὶ Σεμέλας παῖ , χωρεῖς τερπόμενος κατ '
θεοκτίσταν φλόγα λέγε δὲ σὺ κατὰ πόδα νεόχυτα μέλεα . Βρόμιε δορατοφόρ ' ἐνυάλιε πολεμοκέλαδε πάτερ Ἄρη , ὦ Ζηνὸς
5766253 Νηπιος
φωτός . ἢ παρὰ τὸ νήφειν . οὕτω Φιλόξενος . Νήπιος . παρὰ τὸ ν στερητικόν : κατὰ στέρησιν τοῦ
ἀλλὰ διδάσκων οὔποτε ποιήσει τὸν κακὸν ἄνδρ ' ἀγαθόν . Νήπιος , ὃς τὸν ἐμὸν μὲν ἔχει νόον ἐν φυλακῆισιν
5765207 Κλειτωρ
καὶ Τηλεβόας , Αἵμων , Μαντίνους , Στύμφαλός τε καὶ Κλείτωρ Ὀρχομενός τε καὶ ἕτεροι οἳ πάντες , ὡς ἔφην
ἐν πολλοῖς τῶν ἀγώνων καὶ ἀσπίδα χαλκῆν . ὅν τε Κλείτωρ καὶ Τεγέα : ὅντινα χαλκὸν αἱ περὶ Κλείτορα καὶ
5763234 θἠμερᾳ
κακόν μοι μέγα τι προπεφυραμένον . Ποῖόν τι ; Τῇδε θἠμέρᾳ κριθήσεται εἴτ ' ἔστ ' ἔτι ζῶν εἴτ '
ὑπ ' ἐμᾶς πτέρυγος ἐν φοναῖς ὄλλυται . Τῇδε μέντοι θἠμέρᾳ μάλιστ ' ἐπαναγορεύεται : Ἢν ἀποκτείνῃ τις ὑμῶν Διαγόραν
5763114 πευθομαι
οὐκ ἄκλητος , ἀλλ ' ὑπάγγελος : νέαν φάτιν δὲ πεύθομαι λέγειν τινὰς ξένους μολόντας οὐδαμῶς ἐφίμερον , μόρον γ
ὑμᾶς ἀποδέχομαι , ὡς ἴστε αὐτοί , ὅτι δαμοτικώτατα . πεύθομαι ὡς πέρυτι ἐγένετο ὑμῶν ἁλία παρὰ τὸν Λυδὸν ἐς
5757701 ἀρχαιη
οὗτος λαμπρὸς ἀστὴρ ἐν τῇ ζώνῃ τοῦ βοώτου κείμενος . ἀρχαίη φύσις : ἡ πρὸ τοῦ νοσεῖν καὶ κατὰ φύσιν
τὸν διαθέμενον μὴ τελευτήσαντα διαθέσθαι πάλιν . Τούτῳ δὲ ὑπόκεινται ἀρχαίη Βαβυλών , Τυρίου Βήλοιο πόλισμα , ὕστατα δ '
5748003 ἁγιαις
οὗ σέβας ἀρρήτων ἱερῶν , ἵνα μυστοδόκος δόμος ἐν τελεταῖς ἁγίαις ἀναδείκνυται : οὐρανίοις τε θεοῖς δωρήματα , ναοί θ
ὡς μουσικὸν μέλος ἐν στόματι πάντων : καὶ ἐν βίβλοις ἁγίαις ἔσται ἀναγραφόμενος , καὶ τὸ ἔργον καὶ ὁ λόγος
5746687 Κλεοβουλος
, Χίλων δὲ Λακεδαιμονίους , Μυτιληναίους γε μὴν Πιττακός , Κλεόβουλος δὲ Ῥοδίους . καὶ Ἀναξίμανδρος δὲ ἡγήσατο τῆς ἐς
ὁ ἐμὸς μὲν διδάσκαλος , σὸς δὲ καὶ ἐμὸς φίλος Κλεόβουλος , αὐτὸς ἐν οἷς ἔγραψεν ἐδί - δαξεν .
5746151 προστροπαιος
τραγικοὶ καὶ Ἀριστοφάνης : τὸ πρᾶγμα τοῦτο συλλαβεῖν ὑπίσχομαι . προστρόπαιος : ὁ ἱκέτης , ὁ πρός τινα δεητικῶς τρεπόμενος
ἱκέτης ἔφαψαι πατρὸς ὅς ς ' ἐγείνατο . Θάκει δὲ προστρόπαιος ἐν χεροῖν ἔχων κόμας ἐμὰς καὶ τῆσδε καὶ σαυτοῦ
5743287 Αἱδε
, [ εἰς ] ὄφεις [ ἢ ] ἀσπίδας . Αἱδὲ ζῶναι αὐτῶν , αἵτινες ἥλικες καὶ κληματίδες ἀμπέλου ἦσαν
, [ εἰς ] ὄφεις [ ἢ ] ἀσπίδας . Αἱδὲ ζῶναι αὐτῶν , αἵτινες ἥλικες καὶ κληματίδες ἀμπέλου ἦσαν
5738661 συγγονος
. κοὐδεὶς ἔτ ' εἶπε : σὸς δ ' ἐπῆλθε σύγγονος , ἔλεξε δ ' : Ὦ γῆν Ἰνάχου κεκτημένοι
δὲ σῶι πατρί . οὐ γὰρ γαμεῖ τήνδ ' οὔτε σύγγονος σέθεν οὔτ ' ἄλλος οὐδείς : ἀλλ ' ἐγώ
5735059 ἐφυσε
τῆς Αἰγίνης πεφυτευκέναι τὸν Αἰακόν . ὁ δὲ νοῦς : ἔφυσε δὲ ὁ Ζεὺς τὸν Αἰακὸν , ὦ Ἡράκλεις ,
μὲν ἐνὶ σπεάτεσσί τεοις καταλείβεται ὕδωρ . εἰ μὴ χλωρὸν ἔφυσε θεὸς μέλι , πολλὸν ἔφασκον γλύσσονα σῦκα πέλεσθαι .
5730519 βουληι
ἡγεμόνες : / κεῖθεν † διαστήεντος ἀπορνύμενοι ποταμοῖο / θεῶν βουλῆι Σμύρνην εἵλομεν Αἰολίδα . . . . Π :
ἔναγχος ἀφικόμενος δημοσίαι ἐκ Κέω λέγων τ ' ἐν τῆι βουλῆι πάνυ ηὐδοκίμησεν καὶ ἰδίαι ἐπιδείξεις ποιούμενος καὶ τοῖς νέοις
5724236 ἐχθιστος
τῶι ποιητῆι τὸν Δία παρεισάγεσθαι δυσαρεστούμενον τῶι Ἄρει καὶ λέγοντα ἔχθιστος δέ μοί ἐσσι θεῶν , οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν :
παρὰ τὸ ἐχθρὸς ἐχθρότατος ἐχθρίων καὶ ἀποβολῇ τοῦ ρ ἐχθίων ἔχθιστος . . . . . ζαὴν ἄνεμον : ζαὴν
5715900 Τερψιχορη
: μέγαν γὰρ ἔσεσθαι τοῖς Ἕλλησιν κίνδυνον ἐκ τούτου . Τερψιχόρη δὲ ἐπιφανεῖσα τὸ τοῦ παιδὸς σῶμα ἀνείλετο . ὡς
, ἡ δὲ κατὰ τὸ τέλος . 〛 Μοῦσα : Τερψιχόρη . Θ . Κλεοφῶντος : Κλεοφῶν στρατηγὸς τῶν Ἀθηναίων
5711589 Ἀλκιμιδας
Ἀλκιμίδας : ὅτι δὲ συγγενεῖς ἐσμεν τῶν θεῶν , ὁ Ἀλκιμίδας , φησί , σαφὲς ποιεῖ τεκμηριοῦσθαι ἡμᾶς . εἰς
ἅντιν ' ἔγˈραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν . τεκμαίρει καί νυν Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν ἄγχι καρποφόροις ἀρούραισιν , αἵτ '
5710147 σεπ
. . ! ] ! ! ! [ ] ! σεπ ? ? ? [ # ! οισαα ! !
? [ ] ἀλκιμώτατος [ : [ ] ἐξαναλώσω ? σεπ [ [ θυμὸς ] ? εὐτολμ ! ! [
5707627 βακχευων
! ! ! ! ! ὑπὸ γὰρ τῶν πολλῶν προπόσεων βακχεύων ἅλλομαι ] . Φεῦ , τλήμων ] . Ἐπὶ
ἤθεσιν . ἐλέγετο καὶ σείεσθαι μᾶλλον ἐν ταύταις , ὥσπερ βακχεύων , καί τινος τῶν ἀμφὶ τὸν Πολέμωνα τυμπανίζειν αὐτὸν
5705945 φιλειται
τὸ μὲν οὖν ἀγαθὸν καὶ τὸ ἡδὺ δι ' ἑαυτὸ φιλεῖται , τὸ δὲ χρήσιμον φιλεῖται ἢ διὰ τὸ ἀγαθὸν
Ἀφροδίτη συμπαθήσῃ τῷ δεκανῷ διὰ μουσικῆς καὶ ἁρμονίας εὐεργετεῖται καὶ φιλεῖται . τὰ δὲ σημεῖα αὐτοῦ : εὐπρεπὴς τὸ μέγεθος
5705076 χαιροις
, καὶ σκευασία μὴ μί ' ᾖ τῆς μουσικῆς . χαίροις , Ὑψιπύλη φίλη . τοὺς ἐμοὺς πλέκω κορύμβους .
βροτοβάμων : τῇ σύριγγι , ὦ Πάν , τὴν ψυχὴν χαίροις . βροτοβάμονα δὲ εἴρηκε τὸν Πᾶνα ὡς πετροβάτην ἀπὸ
5704380 ἀληστον
αἰτίας . τοῦ δὲ ἐνετυποῦτο ἡ διάνοια παγιώτερον , ὡς ἄληστον εἶναι τὴν τῶν ἐγκλημάτων μνήμην . Ἐν ἀπόροις δὲ
ἀνορθιάσαντες , ἡσυχίᾳ καὶ προσοχῇ χρώμενοι , τῶν θεσμῳδουμένων εἰς ἄληστον μνήμην ἀκούωσιν : ἐπεὶ καὶ ἑτέρωθι λέγεται : „
5703582 μητρως
. φησὶν οὖν ἐν τῇ Ἰλιάδι : Ἀσίῳ , ὃς μήτρως ἦν Ἕκτορος ἱπποδάμοιο , αὐτοκασίγνητος Ἑκάβης , υἱὸς δὲ
Ἀπόλλων ἀνέρι εἰσάμενος αἰζηῷ τε κρατερῷ τε Ἀσίῳ , ὃς μήτρως ἦν Ἕκτορος ἱπποδάμοιο αὐτοκασίγνητος Ἑκάβης , υἱὸς δὲ Δύμαντος
5700350 ἀτιμοτατον
κατὰ Δωροθέου λόγος Ὑπερείδου , φησὶν ἐν αὐτῷ ὥσπερ τὸ ἀτιμότατον θεραπόντιον . τὸ δὲ πλῆθος τῶν οἰκετῶν θεραπεία :
ἄστικτον ἀγεννές : ἀργὸν εἶναι κάλλιστον , γῆς δὲ ἐργάτην ἀτιμότατον : τὸ ζώειν ἀπὸ πολέμου καὶ ληιστύος κάλλιστον .
5697267 μυστοδοκος
τῶν μεγάλων μυστηρίων . ἱερῶν ] θυσιῶν , ἑορτῶν . μυστοδόκος ⌈ δῆμος [ δόμος ] ⌈ γρ . δόμος
⌈ Δημήτερος [ Δήμητρος ] καὶ τῆς Κόρης ἐτελοῦντο . μυστοδόκος ⌈ δόμος [ δῆμος ] ] ὁ δεχόμενος τοὺς
5690403 ἀγγελε
. βλαβῶν . ἔλαβε . ἀφείλκυσεν εἰς ἑαυτὸν . ὦ ἄγγελε . λέξον . ναῶν ] ἀπὸ . αἳ ]
νῦν μὲν οὖν , ἔφη , σύ τε , ὦ ἄγγελε , ἀνάπαυσαι , ἐπεὶ καὶ πεπόνηκας , ἡμεῖς τε
5686305 μυστης
λόγῳ ποικίλλοντές τε καὶ περιγράφοντες ὡς βάρβαρος βαρβάρῳ | καὶ μύστης μύστῃ παρέχων διαφυγὴν καὶ σωτηρίαν : ὁ δὲ Φράβιθος
αὐτῆς γεννώμενος ἱεροφάντης ἐγένετο : ἱερὸς γὰρ ὁ δράκων καὶ μύστης [ καὶ πᾶσι μυστηρίοις παρών ] . ἦν δὲ
5682349 συζυγος
ἐπιφερομένου . Ἔτι τῇ ἐμέος ἡ τέος κατ ' ἔγκλισιν σύζυγος , ἐκπεφάναντί τεος ταὶ δυσθαλίαι , Σώφρων : τὸ
τὰ ἀρσενικά : ἁπλᾶ διὰ τὰ σύνθετα , λάταγος εἰνάνυχος σύζυγος : ὑπὲρ μίαν συλλαβήν διὰ τὸ στάξ φλόξ :
5666061 πολυωνυμε
ῥοίζοισι τινασσομένη κατὰ χεῦμα . ἀλλά , μάκαιρα θεά , πολυώνυμε , παμβασίλεια , ἔλθοις εὐμενέουσα καλῶι γήθοντι προσώπωι .
' , ἐπιλήνιε Βάκχε , διμάτωρ , σπέρμα πολύμνηστον , πολυώνυμε , λύσιε δαῖμον , κρυψίγονον μακάρων ἱερὸν θάλος ,
5665969 Δρυοπας
καὶ νῦν εἰσι Μεσσήνιοι διὰ τὴν πόλιν . καὶ σιωπῶ Δρύοπας καὶ Πελασγοὺς καὶ πάντας τοὺς ἄλλους , οὓς ἐδέξατο
γένει , τὴν δ ' ἐναλίαν Κήρινθον ὡσαύτως Κόθον , Δρύοπας δὲ τὴν Κάρυστον ὠνομασμένην : ἡ δ ' Ἑστίαια
5662175 ῥημαθ
ἱπποδέτην ῥυτῆρα λαβὼν παίει λιγυρᾷ μάστιγι διπλῇ , κακὰ δεννάζων ῥήμαθ ' ἃ δαίμων κοὐδεὶς ἀνδρῶν ἐδίδαξεν . Ὥρα τιν
τάφρους ἢ ' π ' ἀσπίδων ἐπόντας γρυπαιέτους χαλκηλάτους καὶ ῥήμαθ ' ἱππόκρημνα , ἃ ξυμβαλεῖν οὐ ῥᾴδι ' ἦν
5660718 Ζαρηκος
, ἕρπιν τε ῥέζειν ἠδ ' ἀλοιφαῖον λίπος , οἰνοτρόπους Ζάρηκος ἐκγόνους φάβας . αἳ καὶ στρατοῦ βούπειναν ὀθνείων κυνῶν
ὁ σκότος καπηλεύει , ἄνθρωπον εὑρὼν τὴν στέγην ὀφέλλοντα . Ζάρηκος ἐκγόνους : Ζάρηξ Καρύστου ἐστὶ τοῦ Χείρωνος . οὗτος
5659547 Σαμουηλ
συζεύγνυται γὰρ ὁ μὲν Ἰσαάκιος τῇ πρεσβυτέρᾳ τῶν βασιλέως Βουλγάρων Σαμουὴλ θυγατέρων , Αἰκατερίνᾳ ὄνομα : ὁ δὲ Ἰωάννης τῇ
, ἀλλὰ τρόπον ἐνθουσιῶντα καὶ κατεχόμενον ἐκ μανίας θεοφορήτου . Σαμουὴλ δὲ ἑρμηνεύεται τεταγμένος θεῷ . τί οὖν ἔτι ,
5655562 Πανακεια
ᾧπερ αὐτῷ καὶ Ἥφαιστος συγχορεύει καὶ ὁ σωτὴρ καὶ ἡ Πανάκεια . οὕτω καλὰ τὰ προτέλεια τῶν ἐμῶν παιδικῶν καὶ
παῖδες τοῦ Ἀσκληπιοῦ , Ποδαλείριος , Μαχάων , Ἰασὼ , Πανάκεια , Ὑγίεια . ἀναπέπλασται δὲ τὰ ὀνόματα παρὰ τὸ
5655559 Καριου
τὸν αὑτῆς ἄνδρα πᾶσαι καθιζάνουσιν . ὡς δὲ δειπνοῦντες τοῦ Καρίου συνθήματος ᾔσθοντο , αἱ μὲν γυναῖκες ὁμοῦ πᾶσαι τοὺς
Βοσποριανός , Κίου πόλεως Μυσίας Κιανός , Τίου Τιανός , Καρίου Καριανός , Σηλυμβρίου Σηλυμβριανός . ἡμάρ - τηται τὸ
5654519 λυσομενος
τὸν μὲν ἐγών , εἰ καί περ ἐς Ἄιδα ναυτίλληται λυσόμενος χαλκέων Ἰξίονα νειόθι δεσμῶν , ῥύσομαι ὅσσον ἐμοῖσιν ἐνὶ
τὴν τῶν πονηρῶν κοινὴν ἐπωνυμίαν , συκοφάντης . Ἐπορεύετο δὲ λυσόμενος τοὺς αἰχμαλώτους , ὡς ἔφη καὶ πρὸς ὑμᾶς ἀρτίως
5654278 ἀγαλλει
καὶ ἀγρίων καὶ πτηνῶν ἀγέλας τούτοις ἐμβάλλει καὶ πολλοῖς ἄλλοις ἀγάλλει καλοῖς , ὅσα τέρψιν ἅμα καὶ κόσμον οἶδε φέρειν
κατὰ μητέρα συγγενής : χρῆται γὰρ οὕτως ὁ Πίνδαρος . ἀγάλλει σου τὸ ὁμόσπορον ἔθνος , τὸ τῶν Αἰγινητῶν .
5652507 Ἰασω
[ κοσμήτορε ] λόγχης , ἰὴ Παιάν , ἠδ ' Ἰασὼ Ἀκεσώ τε καὶ Αἴγλη καὶ Πανάκεια , Ἠπιόνης [
Ἀσκληπιὸν ὡς καλλίστους ἔχοντα παῖδας , Μαχάονα , Ποδαλείριον , Ἰασὼ καὶ Πανάκειαν . . . φέγγος δὲ ἀντὶ τοῦ
5651774 κατεγραψεν
. . . , : δέον γὰρ αὐτὸν εἰπεῖν : κατέγραψεν , ᾧ τέως προσέχοντες οὐκ ἐπεινήσαμεν , καὶ σχήματα
ἔνθεος γενόμενος ἐποίησεν τοὺς ὕμνους , οὓς ὀλίγα Μουσαῖος ἐπανορθώσας κατέγραψεν . . , πρῶτοι δ ' οὖν βασιλεύουσιν ἐν
5647785 καλλικομοι
ὅρμους χρυσείους ἔθεσαν χροΐ : ἀμφὶ δὲ τήν γε Ὧραι καλλίκομοι στέφον ἄνθεσι εἰαρινοῖσιν : πάντα δέ οἱ χροῒ κόσμον
τὸ ὀρχεῖσθαι ἐπὶ τοῦ κινεῖσθαι καὶ ἐρεθίζεσθαι . Ἀνακρέων : καλλίκομοι κοῦραι Διὸς ὠρχήσαντ ' ἐλαφρῶς . Ἴων : ἐκ
5647564 ἀπολῃ
, καταλειφθήσεται , ἐναπομείνῃ ἐναπομενεῖ ἄβρωτον , ἐνυπομενεῖ . ⌈ ἀπολῇ [ ἀπολεῖ ] ] μαστιγωθήσῃ . ἀρτίως ] πρὸ
σοι , εἰ πεύσῃ τὰ σιωπώμενα κακά : ὀλῇ : ἀπολῇ ἀκούσασα τὸ πάθος . οὕτως γὰρ δεινόν ἐστιν ὡς
5637336 εὐτυχεστερος
φθόνος ἥπτετο αὐτοῦ , καὶ ἔλεγε ” μακάριος Χαιρέας , εὐτυχέστερος ἐμοῦ . “ Ἐπεὶ δὲ ἅλις ἦν τῶν διηγημάτων
παρατάξεως ἐξιὼν οὐκ ἐπειράθη , τί δύναται πολεμίων σίδηρος . εὐτυχέστερος μὲν ἴσως Ἀριστομένης , ἀγαθώτερος δ ' ἡμῶν οὐκ
5635273 συμπεριλαμβανει
η , διότι δὶς τὸν δύο μετὰ τῆς ἑαυτοῦ δυνάμεως συμπεριλαμβάνει ἤγουν μετὰ τοῦ η . Καί ἐστιν ὡς τὸ
μοῖραν ὅτι οὐχ ὑγιῶς ἔχει ὁ ὁρισμὸς τοῦ ζῴου : συμπεριλαμβάνει γὰρ καὶ τὸ ζῳόφυτον : φαμὲν γὰρ τὸ ζῷον
5631286 ὑλαγμος
τὸ Γ ὀξύνεται προσηγορικὰ ὄντα : νυγμός φραγμός τιναγμός ἀλαλαγμός ὑλαγμός διωγμός . σεσημείωται τὸ ὄγμος βαρυνόμενον , καὶ τὸ
τὸ Γ ὀξύνεται προσηγορικὰ ὄντα : νυγμός φραγμός τιναγμός ἀλαλαγμός ὑλαγμός διωγμός . σεσημείωται τὸ ὄγμος βαρυνόμενον , καὶ τὸ
5628911 ὑμεναιος
, Κρονίδαο Διὸς τροφός , ἡ δέ τε Μυσῆς ἁρπαγίμης ὑμέναιος ἔφυ κρατερῆς Εὐρώπης . Τῷ δ ' ὕπο Κιμμερίη
φησιν Λέξεσιν : ἱμαῖος ᾠδὴ μυλωθρῶν : ἐν δὲ γάμοις ὑμέναιος : ἐν δὲ πένθεσιν ἰάλεμος . λίνος δὲ καὶ
5621177 ἀσπιδοφερμονα
ἐπὶ χεύμασι βαίνων ἱππείαισι θοάζεις , Ἀργείοις ἐπιπνεύσας Σπαρτῶν γένναι ἀσπιδοφέρμονα † θίασον ἔνοπλον † ἀντίπαλον κατὰ λάϊνα τείχεα χαλκῶι
εἰσὶ πρόγονοι : ἀσπιδοφέρμονα θίασον ἔνοπλον : ποιεῖς δηλαδὴ θίασον ἀσπιδοφέρμονα : ἄλλως : ἀντὶ τοῦ ἀσπιδοθρέμμονα : φέρσαι γὰρ
5619345 καταλυθεντος
Πολύβιος δ ' ἐν τῇ τρισκαιδεκάτῃ τῶν ἱστοριῶν Φιλίππου τοῦ καταλυθέντος ὑπὸ Ῥωμαίων κόλακα γενέσθαι Ἡρακλείδην τὸν Ταραντῖνον τὸν καὶ
καὶ δὴ καὶ συναπῆρεν εἰς τὸν Πόντον τῷ βασιλεῖ : καταλυθέντος δὲ τοῦ βασιλέως ἔτισε δίκας τοῖς ἀδικηθεῖσιν : ἐγκλημάτων
5618341 ἀεισατε
γείναντο θεοῖς ἐπιείκελα τέκνα . [ νῦν δὲ γυναικῶν φῦλον ἀείσατε , ἡδυέπειαι Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες , κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο .
ἄναξ Ἄπολλον φείδεο κούρων φείδεο [ [ Παιᾶνα κλυτόμητιν ] ἀείσατε [ κοῦροι Λατοΐδαν Ἕκατον ] , ἰὲ Παιάν ,
5616481 πολυπλαγκτον
γραψάμενος σελίδας : ὑμνεῖ δ ' ἡ μὲν νόστον Ὀδυσσῆος πολύπλαγκτον , ἡ δὲ τὸν Ἰλιακὸν Δαρδανιδῶν πόλεμον . ἄξιον
γραψάμενος σελίδας . ὑμνεῖ δ ' ἡ μὲν νόστον Ὀδυσσῆος πολύπλαγκτον , ἡ δὲ τὸν Ἰλιακὸν Δαρδανιδῶν πόλεμον . θεῖος
5615795 Λευκιππε
ὄρνεον δεξιὰ πρὸς ἔρωτας φαίνεται . ἐγὼ μὲν , ὦ Λεύκιππε , δεξιὴ σίττη . πολλοὺς δὲ καλοὺς : Ἀντὶ
. καὶ κυνὸς φωνὴν ἵεις ; ἐγὼ μέν , ὦ Λεύκιππε , δεξιῆι σίττηι πλέα γάρ τρυγὸς γλυκείης , ἣν
5614813 Σπινθαρου
: Ὁ ἀτταγᾶς γὰρ κατάστικτός ἐστι ποικίλοις πτεροῖς . 〛 Σπινθάρου : Οὗτος κωμῳδεῖται ὡς βάρβαρος καὶ Φρὺξ , 〚
στρατῷ : οὗτός τε οὖν ἐνταῦθα τέθαπται καὶ Εὔβουλος ὁ Σπινθάρου καὶ ἄνδρες οἷς ἀγαθοῖς οὖσιν οὐκ ἐπηκολούθησε τύχη χρηστή
5613450 εἰσορᾳς
σάφ ' ἴσθ ' , ἐμοῦ γ ' , ὃν εἰσορᾷς . Οἴμοι : πέπραμαι κἀπόλωλ ' : ὅδ '
γῆν ἐκείνων καὶ νόμους διασκεδῶν ; ἢ τοὺς κακοὺς τιμῶντας εἰσορᾷς θεούς ; Οὐκ ἔστιν : ἀλλὰ ταῦτα καὶ πάλαι
5611713 Κολωνος
ἱππείου δὲ θεοῦ τοῦ Ποσειδῶνος . ἔστι δὲ καὶ ἕτερος Κολωνὸς ἐργάτης : δώμαθ ' ἱππείου θεοῦ : διχῶς δὲ
ἀντὶ τοῦ πόλις : τετράπολις γὰρ ἡ Ἀττική : ἱερὸς Κολωνὸς δώμαθ ' : δέξεταί με δηλονότι . Κολωνὸς ἀκρωτήριον
5610182 Αὐγεας
ἀντὶ Ἐπειῶν ἀπὸ τοῦ Ἠλείου μεταβεβλήκασιν . Ἠλείου δὲ ἦν Αὐγέας : οἱ δὲ ἀποσεμνύνοντες τὰ ἐς αὐτόν , παρατρέψαντες
ἐξειργάσατο ἐκτρέψας τοῦ Μηνίου τὸ ῥεῦμα ἐς τὴν κόπρον : Αὐγέας δέ , ὅτι τῷ Ἡρακλεῖ σοφίᾳ πλέον καὶ οὐ
5606066 Κηφισιευς
Ζηνὸς ὦ διάκτορε , ἔθηκε μορφῆς ξυνὸν ἥλικος τύπον : Κηφισιεὺς ὁ κοῦρος : ᾧ χαρείς , ἄναξ , Ἀπολλοδώρου
αὐτοῖς , ἀλλὰ περὶ τῶν μεγίστων . Φιλοκτήμων γὰρ ὁ Κηφισιεὺς φίλος ἦν Χαιρεστράτῳ τουτῳί : δοὺς δὲ τὰ ἑαυτοῦ
5605379 Ἀμυκλαιος
διὰ τῆς αι διφθόγγου γράφονται : οἷον , ἀγοραῖος : Ἀμυκλαῖος : Ἀθηναῖος : κορυφαῖος : Δερκεταῖος : Ἀριδαῖος :
αὐτοῦ , ὡς Κρηταῖος Κρηταιεύς . καὶ τὸ θηλυκὸν τοῦ Ἀμυκλαῖος Ἀμυκλαία καὶ Ἀμυκλαΐς . λέγεται καὶ Ἀμυκλαΐτης ὡς Θηβαΐτης
5604836 παρουσων
. : ἤτοι οὔπω οὐσῶν ἐν τῷ Ῥηγίῳ ἢ οὔπω παρουσῶν εἰς τὸ Ῥήγιον ἃς ὁ Νικίας ὅμως , πυνθανόμενος
πρὸς ? [ δὲ τούτοις ] ὑπατικῶν δέκα ἕξ , παρουσῶν [ δὲ καὶ ] τῶν ματρωνῶν εἰσ ! [
5604071 Οὐσαργαλα
μοίρας . . . . κζ ι καὶ τὸ καλούμενον Οὐσάργαλα ὄρος , ἀφ ' οὗ ῥεῖ ὁ Βαγράδας ποταμὸς
δύο ἐπί τε τὸ Σαγάπολα ὄρος , καὶ ἐπὶ τὸ Οὐσάργαλα ὄρος : πρὸς ἀνατολὰς δὲ ἐκτροπὴν μίαν , ἐφ
5603403 πολυθρυλλητους
, συστάσεων καὶ τιμῶν καταξιουμένους , εὐπόρους φιλοσυνήθεις ἐπιψόγους καὶ πολυθρυλλήτους , ἀνεπιμόνους δὲ ταῖς φιλίαις καὶ ἀστάτους ταῖς πράξεσι
καὶ πρὸς ταῦτα ἄν τις ἀποβλέψας ἐπιστήσειε καὶ πρὸς τὰς πολυθρυλλήτους αὖ μάλιστα Πριαμικὰς τύχας : ταῦτα γὰρ εἰ καὶ
5599506 Πυλαια
κλύων ϲέβε , ὡϲ ὄντα – ⚓ μάντιν ἀψευδέϲτατον . Πυλαία ] Δηλιάδεϲ [ Πλοῦτοι [ Νέμεϲιϲ Δραπέτιδεϲ [ Βουκόλοι
' οὗ Ἴωνες . Καὶ περὶ τὴν Πυλαίαν ταραχήν . Πυλαία : τὸ κοινὸν τῶν Ἑλλήνων συνέδριον . Ἢ τῶν
5595540 ἀρεταων
? τετελεσμένος φύσει [ ἄκριτος ] ἔφυς τὰ διπλᾶ τῶν ἀρετάων , [ νεώτερος ] πανέντιμος [ ] τύχης [
ἀμφεβόησε καὶ ὤμοσε καρτερὸν ὅρκον παντοίης μεθέπεις ὁτ ' ἀμετρήτων ἀρετάων ἀτρεκέως Φαέθοντος ἐράσσατο , τίκτε σε μήτηρ . τούνομά
5595213 εὐεργετησειν
πρότερον ηὐξήθη , φενακίζων ἀεί τινας καὶ μεγάλ ' ἐπαγγελλόμενος εὐεργετήσειν , ταῦτα πάντα διεξελήλυθεν ἤδη , καὶ γιγνώσκεται μὲν
, ἀποδέξασθαί τε τὴν φιλανθρωπίαν αὐτῶν καὶ προσεπαγγείλασθαι τὸ ἔθνος εὐεργετήσειν . τῶν δ ' ἐγχωρίων πεπολεμημένων πολλάκις ὑπὸ τῶν
5595190 Λαβδακος
, δίκην ἔσχεν ἐκ τοῦ θεοῦ . Πολυδώρου δὲ ἦν Λάβδακος : ἔμελλε δὲ ἄρα αὐτόν , ὥς οἱ παρίστατο
Πάγος : ἡ εὐπραγία . Ἄβυδος : ὄνομα πόλεως . Λάβδακος : ὄνομα κύριον . Ἅμιλλα : ἡ συστροφή :
5591340 Περσικαις
. Ἀλέξανδρος δ ' , ὡς τῆς Ἀσίας ἐκυρίευσε , Περσικαῖς ἐχρῆτο στολαῖς . Δημήτριος δὲ πάντας ὑπερέβαλλε . Τὴν
Περσικήν . οἱ δὲ βάρβαροι προσπλέοντος ἄρτι τοῦ στόλου ταῖς Περσικαῖς ναυσὶ καὶ παρασκευαῖς ψευσθέντες ὑπέλαβον τὰς ἰδίας τριήρεις εἶναι
5590728 Εὐφρονος
ὄχλου τοιούτου ῥαχίαν ἠθροισμένην . ὁ δ ' ἐν τοῖς Εὔφρονος Συνεφήβοις μάγειρος ἀκούσατε οἷα παραινεῖ : ὅταν ἐρανισταῖς ,
. Ἀλλὰ γὰρ ἐπείπερ ἠρξάμην , διατελέσαι βούλομαι τὰ περὶ Εὔφρονος . στασιασάντων γὰρ ἐν τῷ Σικυῶνι τῶν τε βελτίστων
5589844 Ἀμοργος
συνθέσεως ἔχοι : ἀρηγός πελαργός ἀμολγός βροτολοιγός . τὸ δὲ Ἄμοργος προπαροξύτονον ἐπὶ τῆς νήσου οὐκ ἀρσενικόν . καὶ τὸ
Σίφνος , Κέως , Μύκωνος , Τῆνος , Κύθνος , Ἄμοργος , Σέριφος : κατὰ δέ τινας ιβʹ , πλὴν
5587672 ὠλες
; μισοῦν γε πατρίδα σὴν Ἀχιλλέως φόνωι . Ἑλένη νιν ὤλες ' , οὐκ ἐγώ , μήτηρ γε σή .
ἐμάνητε , πᾶσά τ ' ἐξεβακχεύθη πόλις . Διόνυσος ἡμᾶς ὤλες ' , ἄρτι μανθάνω . ὕβριν γ ' ὑβρισθείς

Back