οἱ τετρωμένοι , ἅτε οὐκ ὀδυνώμενοι , οὐδὲ κωλυόμενοι οὔτε ὁδοιπορίης , οὔτε ἐδωδῆς , καταμελέουσιν : οἵ τε αὖ
γὰρ ἅπασαν εὐφροσύνην ἕξεις ἐσιδὼν πατρώιον οὖδας . μὴ μὲν ὁδοιπορίης μιμνήσκεο φάε ' ἀθρήσας Μήνης Αἰγοκερῆος ἐν ἄστρασιν οἰχνεύοντα
6023336 δεινην
ὀγκηστικοῦ παρὰ τὸ βρωμᾶσθαι . * ἀργαλέην : κακήν ὀδυνηράν δεινήν , χαλεπήν * θήρ : ἡ διψάς * τυπῇσιν
ἶσος Ἐνυαλίῳ κορυθάϊκι πτολεμιστῇ σείων Πηλιάδα μελίην κατὰ δεξιὸν ὦμον δεινήν : ἀμφὶ δὲ χαλκὸς ἐλάμπετο εἴκελος αὐγῇ ἢ πυρὸς
5648145 πασχουσαν
ἑλέσθαι σοι πάρεστιν ἐξ ἐμοῦ , εὖ δρῶσαν , εὖ πάσχουσαν , εὖ τιμωμένην χώρας μετασχεῖν τῆσδε θεοφιλεστάτης . ἐμὲ
ἀπευθύνειν χρὴ τὸν τράχηλον τῆς μήτρας , κατακλίνειν δὲ τὴν πάσχουσαν ἢ εἰς τὸν ἐναντίον τῷ πονοῦντι μέρει τόπον ἢ
5583888 ἐπιτεταμενην
ἄνευ τινὸϲ ἀφεψήματοϲ ἀποβροχή . πρὸϲ δὲ τὰϲ δι ' ἐπιτεταμένην ψῦξιν γινομέναϲ ὀδύναϲ καὶ ϲφηνώϲειϲ τῶν ἄρθρων ἰϲχυρόν ἐϲτι
καὶ καρφαλέον τὸ δέρμα τοῦ μετώπου . ταῦτα γὰρ πάντα ἐπιτεταμένην ξηρότητα δηλοῦσιν . Καὶ τὸ χρῶμα τοῦ ξύμπαντος προσώπου
5581125 φυλαξαντα
Ἐπειδὴ δὲ ἀνωτέρω τὸ κριτής καὶ ἀληθής ἐσημειωσάμεθα ὡς μὴ φυλάξαντα ἐν τῇ συνθέσει τὴν τάσιν τοῦ ἁπλοῦ , φημὶ
ὁ τεχνικὸς τὸ πῆχυς πήχεως καὶ πέλεκυς πελέκεως ὡς μὴ φυλάξαντα τὸ υ ἐπὶ τῆς γενικῆς . Καὶ λέγει ὁ
5557714 ὀχληρως
ἀλύπως διαγένοιτο λευκὸν καθιέναι ψῆφον εἰς αὐτήν , εἰ δὲ ὀχληρῶς , μέλαιναν . ἀποθανόντος οὖν τὰς ψήφους ἐκ τῆς
αἰσθήσεις κατὰ τὴν διάθεσιν οὐχ ὅτι μὲν τὸ ὑποκείμενον ὁμολογοῦσιν ὀχληρῶς ἢ ἐπιτερπῶς διαφωνοῦσιν , ἀλλὰ τὴν αὐτὴν ποιοῦνται κρίσιν
5450824 ἁλλομενη
δηλοῖ πᾶσιν . ἄλλως : ἐργασίαν δηλοῖ . Πλευρὰ δεξιὰ ἁλλομένη πλουσίῳ χρόνιον πενίαν δηλοῖ , δούλῳ δὲ εὐπορίαν καὶ
οἷον πνεῦμα ἤ τις ἠχὼ ἀπὸ λείων τε καὶ στερεῶν ἁλλομένη πάλιν ὅθεν ὡρμήθη φέρεται , οὕτω τὸ τοῦ κάλλους
5442336 νευροιϲ
. ἀγαθὸν καὶ πέψαι ἀναδοῦναι θρέψαι αὐξῆϲαι γυναικείων ἀγωγόν , νεύροιϲ καὶ ἄϲθμαϲιν ἐπιτήδειον καὶ πλευρίτιδι καὶ περιπνευμονίᾳ καὶ ϲυνάγχῃ
ἐπιτιθεμένην . Περὶ γῆϲ ἐντέρων . Γῆϲ ἔντερα λειωθέντα καὶ νεύροιϲ διῃρημένοιϲ ἐπιτιθέμενα παραχρῆμα θαυμαϲτῶϲ ὀνίνηϲι . καὶ πᾶϲαν δὲ
5414119 ἐρρωμενων
. Ἄλλαι γάρ εἰσιν ἐγγύθεν καὶ πόρρωθεν καὶ νοσούντων καὶ ἐρρωμένων καὶ τεχνιτῶν καὶ ἀτέχνων καὶ φρονίμων καὶ ἀφρόνων .
καὶ εὐπραξίαν τοῖς ἐρρωμένοις σημαῖνον καὶ τοῖς νοσοῦσιν ὑγεῖαν : ἐρρωμένων γὰρ τὸ λούεσθαι μὴ πρὸς ἀνάγκην γε ὄντων .
5413233 χηρᾳ
ὠφέλειαν δηλοῖ : δούλῳ οἰκονομίαν πιστευθῆναι , παρθένῳ νόσον , χήρᾳ ψόγον . Σιαγὼν ἀριστερὰ ἁλλομένη λύπην δηλοῖ ἐπὶ πράγματι
χρεῶν , δούλοις καὶ κλέπταις μετάβασιν , παρθένῳ νωθρείαν , χήρᾳ κίνδυνον , στρατιώτῃ εὐφροσύνην μετὰ κέρδους , τοῖς δὲ
5405309 εὐαισθησιαν
, φιλίαν ἑκατέρων , αὐτάρκειαν ἐκτένειαν λιτότητα βραχύτητα τῶν ἀναγκαίων εὐαισθησίαν εὐκινησίαν εὔπνοιαν εὔχροιαν ὑγείαν εὐψυχίαν ἀθανασίαν . παρὰ σοῦ
τὰ προειρημένα ποιεῖν . ἐνίοτε δὲ διὰ τὴν τῶν τόπων εὐαισθησίαν παραιτούμενος τὸ ὄξος , τὴν μέλαιναν τὴν ἐν τῇ
5401799 παρθενῳ
ῥινὸς ἐὰν ἅλληται , ζημίαν δηλοῖ : δούλῳ κακοπάθειαν , παρθένῳ ψόγον , χήρᾳ διαβολήν . Μυκτὴρ δεξιὸς ἐὰν ἅλληται
ἀηδίας σημαίνει ἢ ὁδὸν πορευθῆναι μακράν , δούλῳ ὕβριν , παρθένῳ ἄνδρα , χήρᾳ λύπην . ἐν ἄλλοις : ἔκφευξιν
5346634 ἐπιφεροντα
” ἤδη ποτ ' εἶδον ἐν ἀγῶνι παγκρατιαστῶν τὸν μὲν ἐπιφέροντα τὰς πληγὰς καὶ χερσὶ καὶ ποσὶ καὶ πάσας εὐσκόπως
τὴν ποιητικὴν αἰτίαν ὁμοῦ καὶ παραδειγματικὴν καὶ τελικὴν τοῖς πᾶσιν ἐπιφέροντα : καὶ γὰρ ποιεῖ ὡς νοῦς , καὶ παραδείγματά
5319598 σφοδροτεραν
κατὰ μέρος τῇ καθόλου , ἑκατέραν δὲ τούτων τῶν ἀντιθέσεων σφοδροτέραν εἶναι τῆς τῶν ἐναντίων καταφάσεων πρὸς ἀλλήλας μάχης .
ἀντιδικῶν διαπράξηται : εἰ γὰρ ἐκεῖνος συλλαβὼν ἀμφοτέρας τὰς ἀντιλήψεις σφοδροτέραν ἀπεργάζεται τὴν κατηγορίαν , εἰκότως οὗτος διαιρήσει , σαθρότερον
5300020 λυμην
ὠμοφάγον : ἀπηνῆ . ὠμοφάγων : ἀπηνῶν . βίην : λύμην . ἀνέχουσιν : κρατοῦσιν , ἐπέχουσιν , ἀφιστῶσι ,
τέλεσι Ῥωμαίων ἐπισκήψας ἐγκρατῶς ἔχεσθαι τοῦ πολέμου , ἐπανῆλθεν ἐς λύμην ἕτοιμον , καὶ αὐτὸν οἱ Καρχηδόνιοι καθείρξαντες ἐν γαλεάγρᾳ
5264204 ἀσκαρδαμυκτοι
δὲ οὗτοι διάστροφοι ἢ ὕπωχροι ὄντες μωρίαν δηλοῦσιν . ὀφθαλμοὶ ἀσκαρδάμυκτοι δεινὸν βλέποντες κακόν τι μηχανᾶσθαι τὸν ἄνδρα κατηγοροῦσι .
ἥμερα ἤθη κεκτημένους καὶ ἐρωτικοὺς εἶναι σημαίνουσιν . ὅσοι δὲ ἀσκαρδάμυκτοι ὄντες ὠχροὶ ἢ φοινικοῖ φαίνοιντο ἅμα ξηρό - τητι
5226293 σμικραν
ὄμβρων Διόθεν στερεῖσαι . λέγεται τάδε , τὰν δὲ πίστιν σμικρὰν παρ ' ἔμοιγ ' ἔχει , στρέψαι θερμὰν ἀέλιον
αἰνεῖν οὕτω λέγει , ὡς εἰώθαμεν λέγειν χαίρειν ἐᾶν τὴν σμικρὰν ναῦν , ὥστε ὁ αἶνος εἴρηται κατ ' εἰρωνείαν
5217358 ἀλυπιαν
λέγοντος , τοῦ δ ' ἡδονήν , τοῦ δ ' ἀλυπίαν , τοῦ δ ' ἄλλο τι τῶν διαφερόντων .
ὁ φρόνιμος , ἡ δὲ ἡδονὴ ταραχῶδες . διὸ τὴν ἀλυπίαν , εὐστάθειάν τινα οὖσαν , διώκει , οὐ τὴν
5178881 ἰσχνην
ἐν δέ νυ θάλψαις ἤια κριθάων νεοθηλέα φυλλάδα τ ' ἰσχνήν πηγάνου ἥν τ ' ὤκιστα βορῇ ἐπεσίνατο κάμπη ,
σὺν ἐμοὶ ᾄσατε ἢ ἐπιπνεύσατε ᾆσαι . ῥαδινήν : τὴν ἰσχνήν : ἀκρίδι γὰρ αὐτὴν παρέβαλεν ὁ Μίλων . ῥαδινάν
5172149 ἀσκοπον
, ἀσφαλές , τάχα καὶ ἀστραβές , ὡς τὸ ἐναντίον ἄσκοπον , ἄστοχον , ἀτυχές δυστυχές , διημαρτημένον , ἐσφαλμένον
μηδέ ς ' ἔθος πολύπερον ὁδὸν κατὰ τήνδε βιάσθω νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα καὶ ἠχήεσσαν ἀκουὴν καὶ γλῶσσαν , κρῖναι δὲ
5153358 ἐναντιωτατην
ἄνδρα ἰδίᾳ . μεταθέσθαι γοῦν ἔξεστιν αὐτὰ καὶ πρὸς τὴν ἐναντιωτάτην μεταβαλεῖν , ὡς ἄν τις ἐθέλοι , δίαιταν .
τε ἐαρινῆι καὶ θερινῆι καὶ χειμερινῆι . ταύτας δ ' ἐναντιωτάτην ἀλλήλαις τὴν φύσιν ἐχούσας ἀπαρτίζειν τὸν ἐνιαυτὸν ἀρίστηι συμφωνίαι
5152603 ἐμποδιζει
, μὴ προσενέγκῃς τὸ τί : αὐτὸ γὰρ τοῦτό σε ἐμποδίζει πρὸς τὴν ἐκείνου γνῶσιν , ὅτι οἴει τι ἀκούσεσθαι
συμμέτρῳ . καὶ οὕτω κείμενα ἕκαστα κατενόησα ὡς οὔτε ἄλληλα ἐμποδίζει οὔτε μαστευτοῦ δεῖται οὔτε ἀσυσκεύαστά ἐστιν οὔτε δυσλύτως ἔχει
5107336 εὐκαμπη
. Ἡ κρικηλασία δύναται μαλάξαι τὰ συντεταμένα τῶν σωμάτων καὶ εὐκαμπῆ παρασκευάσαι τὰ κατεσκληκότα διὰ τοὺς ἐξελιγμοὺς καὶ τὴν ποικιλίαν
δεῖ κρεμνᾶν χάριν τοῦ διάστασιν λαμβάνειν | τοὺς σπονδύλους καὶ εὐκαμπῆ τὴν ῥάχιν ἀποτελεῖσθαι καὶ τὰ νεῦρα καθάπερ ἐκ συστροφῆς
5103330 φοινικοι
καὶ δῆγμα μὴ ἐργαζόμενον . οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ τοῦ πληγέντος φοινικοὶ καὶ μέλανες γίνονται . * ἀνουτήτῳ : ἀτραυματίστῳ *
καὶ δῆγμα μὴ ἐργαζόμενον . οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ τοῦ πληγέντος φοινικοὶ καὶ μέλανες γίνονται . * ἀνουτήτῳ : ἀτραυματίστῳ *
5089967 ἀργην
μὴ θεῶν μακάρων κατ ' οὐρανόν , οὐδαμῶς ἀκίνητον οὐδὲ ἀργήν , ἀλλὰ σφοδρὰν οὖσαν καὶ πορευομένην , τῶν μὲν
ταύτην τὴν ἀντιποίησιν , λέγοντες τοὐναντίον αὐτὴν ἀσύμφορον εἶναι καὶ ἀργήν , φίλοινον , χρημάτων ἀτημελῆ . εὐήθεις δέ εἰσι
5066166 χρονιαν
δὶς εἰς τοὺς νεφροὺς λίθους ὑφίσταται διὰ τὴν τοῦ νεφροῦ χρονίαν μάστιξιν . οἶνος δὲ ἔστω πάνυ λεπτὸς καὶ λευκὸς
δὲ τοῦ Αἰσώπου ἐν ῥύπῳ καὶ κόμῃ δυσειδεῖ διὰ τὴν χρονίαν συνοχήν , ἀποστραφεὶς ὁ βασιλεὺς ἐδάκρυσε , καὶ ἐκέλευσεν
5064672 λυγγα
: ἦρα τουτέοισι τὸ θολερὸν πνεῦμα καὶ τὸ γονοειδὲς διελθὸν λύγγα σημαίνει ; κοιλίη δὲ ἦρα χολώδης προσδιέρχεται ; τὸ
δ ' ἄλλα μεστὸς εὐλαβείας ἁνήρ ; οὐκ Ἀριστοφάνει μὲν λύγγα προσάπτει , οὐδὲν πρὸς λόγον , μᾶλλον δὲ καὶ
5057322 πυκνην
ἔχουσι τὴν οὐσίαν σπέρμασιν . τῶν γοῦν πυρῶν ὅσοι μὲν πυκνὴν καὶ πεπιλημένην ἔχουσιν ὅλην ἑαυτῶν τὴν οὐσίαν , ὡς
καὶ τοξεύματα τοῖς θηρίοις , ἐπῆγε μετὰ ῥώμης καὶ βίας πυκνὴν καὶ συντεταγμένην τὴν δύναμιν . Οἱ δὲ Ῥωμαῖοι τὰς
5047061 κατακρυπτει
καὶ ἡ τῶν Πυθαγορείων φιλοσοφία παραπετάσμασι τούτοις χρωμένη τὴν μυσταγωγίαν κατακρύπτει τῶν θείων δογμάτων . τοιοῦτος γὰρ καὶ ὁ Ἱερὸς
ἐχῖνος ἐνουρεῖ τῷ δέρματι καὶ διαφθείρει . Καὶ ἡ λὺγξ κατακρύπτει τὸ οὖρον ὅτι πρὸς τὰς σφραγῖδας καὶ πρὸς ἄλλας
5045878 ματαιοτητα
δολερὸν ἦθος : οἱ δὲ πάντη ἀνεστηκότες ἀσωτείαν κατηγοροῦσι καὶ ματαιότητα καὶ μανίαν . προπήδησις ὀφθαλμῶν αἱματωδῶν οἰνοφλύγων καὶ γαστριμάργων
τὸ ληφθὲν ἔλαττον οὗ λήψεται . ὃς τὴν μὲν ἀνδραγαθίαν ματαιότητα , τὴν δὲ ἀπραγμοσύνην ἀργίαν , τὴν δὲ φιλοτιμίαν
5039520 Πομπιλε
, ˘ – ⚕ – ˘˘ – ⚓ ] . Πομπίλε , ναύταισιν πέμπων πλόον εὔπλοον , ἰχθύ , πομπεύσαις
ὤπασαν Ὧραι . Πατρὸς ἐμεῖο φίλου συμφράδμονα θυμὸν ἀέξων , Πομπίλε , δυσκελάδου δεδαὼς θοὰ βένθεα πόντου , σῷζέ με
5035728 νεκρουν
ἀμφήκει ] ἀμφοτέρωθεν πλήττοντι . . ψύχειν ] ψυχραίνειν , νεκροῦν , λυπεῖν . . ἰὼ ] φεῦ . μοῖρα
' ] φοβήματα ἀμφήκει ] διστόμῳ ψύχειν ] ψυχραίνειν , νεκροῦν , πλήττειν ἰὼ ] ὦ ἰὼ ] ὦ πέφρικ
5032445 ἀκατασχετον
καὶ μεστὴν παντοδαπῶν ἐπιθυμημάτων , ἀκόλαστον μὲν ἐν ἡδοναῖς , ἀκατάσχετον δὲ ἐν ὀργαῖς , ἄμετρον δὲ ἐν τιμαῖς ,
τοῦ α ἀασάμην . . . , . ἀάσχετον : ἀκατάσχετον : ἀπὸ τοῦ σχῶ σχήσω ἔσχηκα ἔσχεμαι ἔσχεσαι ἔσχεται
5021391 τρεμοντος
' ἔσεσθαι , πρὸς θεῶν , βεβαμμένου [ ] , τρέμοντος ; ἀστείαν . ἐγὼ μὲν ἡδέως ἴδοιμ ' ἄν
, ὁπόσος ἀπ ' αὐτοῦ στάζει , βραχίονός τε ξυνεῖναι τρέμοντος , ὁ δὲ ἐρᾷ τοῦ ἄθλου . δηλοῖ δὲ
5020074 φιλονεικοι
Λοκρῶν καὶ τῶν ἑξῆς παραπαίοντα συνεστήσαμεν , δυσέριδες γίνονται καὶ φιλόνεικοι καὶ δυσμετάθετοι , καὶ σχεδὸν ὡς ἐπὸς εἰπεῖν οἱ
ἐν δὲ πράξεσίν εἰσι μεγαλόψυχοι , ἐρωτικοί , ἀνδρεῖοι , φιλόνεικοι , ἅρπαγες , κλέπται , λῃσταί , στρατιῶται καὶ
5017204 ἀποτελουσαν
ζαπληθῆ ] πολλὴν . δάσκιον ] μεγίστην διὰ τὸ πλῆθος ἀποτελοῦσαν σκιάν . ἔτεγγ ' ] ἔβρεχεν . ἀμείβων ]
διέχοντα , εἶτα πάλιν συναγομένην εἰς μίαν ” κορυφήν , ἀποτελοῦσαν τὸ πᾶν ὕψος δυεῖν πλέθρων „ καὶ πεντεκαίδεκα πηχῶν
5013772 χραναι
: ἡ βουλή . μιᾶναι : βάψαι . μολῦναι . χρᾶναι . μίν : αὐτόν . αὐτήν . αὐτό .
σκιὰν ὑπερενεγκεῖν , χρῶσαι ἐπιχρῶσαι ἀποχρῶσαι , ἄνθεσι φαιδρῦναι , χρᾶναι ἐπιχρᾶναι ἀποχρᾶναι . ἐφ ' οὗ δὲ οἱ πίνακες
5003679 ματαιαν
τοὺς λοιπούς . τινὲς μὲν οὖν δόξουσι ταύτην τὴν αἵρεσιν ματαίαν ὑπάρχειν : ἐγὼ δέ φημι φυσικωτέραν μᾶλλον καὶ ἐνεργεστέραν
ἐν πάσῃ καταρχῇ ἀβέβαιον τὴν ἔξοδον τοῦ πράγματος λέγε καὶ ματαίαν καὶ ἐν ἑτέρῳ χρόνῳ ἄλλην ἀρχὴν λαμβάνουσαν . δισώμων
4997928 ἡδυπαθειαν
καὶ ἐν δίκαις ταλαιπωρεῖν . Γ Μόρυχος εἰς ὀψοφαγίαν καὶ ἡδυπάθειαν ἐκωμῳδεῖτο , ὡς καὶ ἐν Εἰρήνῃ φησίν . εὐγενῆ
ὁ Σάμιος ἐπαινεῖ τὰς Ῥοδιακὰς ἀφύας . ὅτι ὁ τὴν ἡδυπάθειαν γράψας Ἀρχέστρατος παρακελεύεται τῷ μὴ δυναμένῳ τιμῇ κατεργάσασθαι τὴν
4989781 αὐχμηραν
ἐπαινουμένου , ἐκ τούτων θηράσεις τὸν ἔπαινον , ὥστε μὴ αὐχμηρὰν καὶ ἄγονον παρασχέσθαι τὴν ὑπόθεσιν . ἔπειτα λέγε :
ἀνεβόησεν καὶ προσιόντος διαστείλας τὴν κόμην καὶ ἀπάγων τοῦ προσώπου αὐχμηρὰν καὶ συμπεπιλημένην ἔδειξεν αὑτὸν ὅστις ἦν , ἄμφω μὲν
4985151 αἰολην
ὁ καπνὸς ἀδελφοί εἰσιν ἐκ τῆς εὐεξάπτου ὕλης τικτόμενα : αἰόλην δὲ τὴν εὐκίνητον καὶ ταχεῖαν λέγει καὶ ἑλισσομένην συχνῶς
λαμπρῷ δεῖξαι μέλαν . αἰόλην ] εὐκίνητον , ταχεῖαν . αἰόλην ] εὐκίνητον . αἰόλην ] ταχεῖαν . αἰόλην ]
4980271 Πλευρα
. Γαστὴρ ἐὰν ἅλληται κέρδος καὶ ἀγαθὰ ἀπροσδόκητα σημαίνει . Πλευρὰ δεξιὰ πάλλουσα εὐφροσύνην δηλοῖ . Ὀμφαλὸς ἐὰν ἅλληται μεγάλην
ἁλλόμενος εὐφρασίαν δηλοῖ πᾶσιν . ἄλλως : ἐργασίαν δηλοῖ . Πλευρὰ δεξιὰ ἁλλομένη πλουσίῳ χρόνιον πενίαν δηλοῖ , δούλῳ δὲ
4970901 ἐφελκων
τῶν αὑτοῦ νεῶν , αὐλούμενος κατέπλει , τὰς ἰδίας ναῦς ἐφέλκων , τὴν καταγωγὴν ὀψὲ ποιούμενος . Καρδιανοὶ μὲν πρὸς
χρυσὸς ἅ τ ' εὐτυχία φρενῶν βροτοὺς ἐξάγεται δύνασιν ἄδικον ἐφέλκων . † χρόνου γὰρ οὔτις ἔτλα τὸ πάλιν εἰσορᾶν
4970623 ἐξιαται
καὶ τὰϲ γενέϲειϲ τῶν ὠμῶν χυμῶν καὶ τὰϲ ϲτρογγύλαϲ ἕλμινθαϲ ἐξιᾶται : τούτων δὲ καθαρθέντων καὶ ὁ τῆϲ χοληδόχου κύϲτεωϲ
πείνην ἢ δίψαν ἤ τι τῶν τοιούτων , ὅσα γένεσις ἐξιᾶται , χαίρουσι διὰ τὴν γένεσιν ἅτε ἡδονῆς οὔσης αὐτῆς
4967247 ἐπιχαιρεκακιαν
τὸ μὴ τοῖς ἀβουλήτοις τῶν ἐχθρανάντων ἐφήδεσθαι , βαρύμηνι πάθος ἐπιχαιρεκακίαν εἰδώς , ἀδελφὸν ὁμοῦ καὶ ἀντίπαλον φθόνου , συγγενὲς
καὶ Σκίρωνος λύπην , φόβον , ἐπιθυμίαν , φθόνον , ἐπιχαιρεκακίαν , φιλαργυρίαν , μαλακίαν , ἀκρασίαν . ταῦτα δ
4945324 ἐπωφελειν
οὐδὲν χαλεπὸν ἀλλ ' ἀνθρώπου παντός , τὸ δ ' ἐπωφελεῖν οὐδαμῇ ἅπαντος . ὃς δ ' ἂν ἐπεργάζηται τὰ
δὲ λήθην μὲν καὶ ἔξοδον μνήμης ἤ τι ἢ οὐδὲν ἐπωφελεῖν κρίνω , τὰ δὲ μέγιστα καὶ κυριώτατα βλάπτειν τοῦ
4941153 ἐμφραττει
, οὕτω δὴ τὰ δεόμενα καθάρσεως ἐπεχόμενα βαρύνει τε καὶ ἐμφράττει καὶ θορυβεῖ τὸν νοῦν . καὶ ἄλλ ' ἐπ
τοὺς νεφροὺς πρὸς λίθων γένεσιν ἐπιτηδείους . οἶνος ὁ γλυκὺς ἐμφράττει καὶ τοὺς ὄγκους τῶν σπλάγχνων αὐξάνει . Πάντα ὅσα
4938308 σκοτοι
καὶ οὕτως θηρῶνται : ἔλαφος ἀνιμωμένη καὶ ἐφελκομένη τῷ πνεύματι σκοτοῖ τὸν ὄφιν , καὶ καθέλκει πρὸς ἑαυτήν . εἴ
ἔχει κόπον , ἡ δ ' ἐπὶ τῆς κορυφῆς στάσις σκοτοῖ τὰς ὄψεις τῶν εἰς τὰ βάθη καταθεωρούντων . τῆς
4924173 ὀλεθριαν
ὡς πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων βουλὴν ἑτέροις παρέχουσι τὴν ἐκείνοις μὲν ὀλεθρίαν , ἑαυτοῖς δὲ ἐπικερδῆ καὶ ὠφέλιμον . ἀνήρ τις
τὴν ἑαυτοῦ γαστέρα . ἀλλήλοισιν : ἀλλήλοις οὖσιν . ἀνάρσιον ὀλεθρίαν , πολέμιον , ἐναντίον . ἔχθος : μῖσος .
4913700 ἐμποιειν
τὸ δέρμα πυκνὸν καὶ ϲκληρὸν ἐργαϲώμεθα δεῖ δὲ καὶ ὀξυθυμίαϲ ἐμποιεῖν τοῖϲ ἀχροοῦϲί τε καὶ ἀτροφοῦϲι καὶ ϲυγκινήϲειϲ ψυχικάϲ .
εἶναι τὴν μου - σικήν , καὶ τὸ τῶν αὐλῶν ἐμποιεῖν ἢ ἰατρεύειν τὰ πάθη τῆς παρατροπῆς , καὶ τὸ
4910419 Ὀφρυς
οὗτοι οἱ ἰχθύες . Καθύπερθεν : ὑπεράνω τῶν ὀφθαλμῶν . Ὀφρύς : ἀπὸ τοῦ τὸν ὦπα ῥύεσθαι καὶ φυλάττειν ἀπὸ
οὗτοι οἱ ἰχθύες . Καθύπερθεν : ὑπεράνω τῶν ὀφθαλμῶν . Ὀφρύς : ἀπὸ τοῦ τὸν ὦπα ῥύεσθαι καὶ φυλάττειν ἀπὸ
4910169 προιενται
κάτοπτρον . προστρέχοντες γὰρ διὰ τὴν ἔμφασιν ἁλίσκονταί τε καὶ προίενται τὸ σπέρμα , πλὴν τῶν ἀλεκτρυόνων . τούτους δ
τὸ δεξιὸν ὑποχόνδριον καὶ δυϲουροῦϲι , πολλάκιϲ δὲ καὶ αἷμα προίενται δι ' οὔρων : φέρεται δὲ αὐτοῖϲ κατὰ κοιλίαν
4906111 προσειπομεν
τί ποτε ἓν προσαγορεύοντες ἀρετὴν ἀμφότερα , δύο πάλιν αὐτὰ προσείπομεν , τὸ μὲν ἀνδρείαν , τὸ δὲ φρόνησιν .
οὔ ; Ἰατρὸς δὴ τὸ περὶ σῶμα ἀγνοῶν , ὃ προσείπομεν ὑγίειαν νῦν , ἢ νίκην στρατηγὸς ἢ τῶν ἄλλων
4904698 ἀλγηδονα
ἐνέργειαν καὶ κακοπάθειαν λέγει ὁ ποιητὴς , οὐδέποτε δὲ τὴν ἀλγηδόνα . . . . . . δ . ι
τὸ μὲν σίνος ἅπαξ διατιθέναι καὶ μὴ διατείνουσαν ἔχειν τὴν ἀλγηδόνα , τὸ δὲ πάθος ἤτοι συνεχῶς ἢ ἐπιληπτικῶς τοῖς
4902982 πανωλεθρον
ὁ Μυρτίλος ἡνίοχος Οἰνομάου , Ψύλλα δὲ ὄνομα ἵππου . πανώλεθρον κηλῖδα : * καὶ τοῦτο ἐρρέθη * ὅτι ῥιπτόμενος
τὸν τῶν τριήρων ἐμπρησμὸν , ἢ πρὸς τὴν ἀναχώρησιν τὴν πανώλεθρον ; ἀλλὰ μὰ τὸν Δία καὶ τοὺς θεοὺς οὐκ
4900859 μικροπρεπεις
: καὶ οἱ μὲν βραχεῖς τοὺς κενοὺς ἔχοντες ἀφελέστεροι καὶ μικροπρεπεῖς , οἱ δ ' ἐπιμήκεις μεγαλοπρεπέστεροι : καὶ οἱ
, ὃς τοὺς πλουσίους τῶν Ἀθήνησι καὶ μεγαλοδώρους κίμβικας καὶ μικροπρεπεῖς ἀπέφηνεν : οὕτως κεχυμένως πρὸς τὰς δόσεις κέχρηται τῷ
4890700 ὑπνωτικων
ὑγρὰ καὶ σωματώδη βαρύνουσι τὴν κεφαλήν , καὶ ἀπὸ τῶν ὑπνωτικῶν : πάντα γὰρ ἐπιδήλως καρηβαρεῖν ποιοῦσι τῇ παχύτητι τῆς
διαχρίειν τοὺϲ μυκτῆραϲ , ἐνίοτε δὲ καὶ ποτίζειν τινὰ τῶν ὑπνωτικῶν . Περὶ ἐφιάλτου Ποϲειδωνίου . οὔκ ἐϲτιν ὁ καλούμενοϲ
4889519 ὀρθοπνοιαν
εἴτε δυσουρείῃ ἴσχεται εἴτε λίθῳ . ἰῶμαι καὶ σπλῆνα καὶ ὀρθόπνοιαν ἀνιγρήν , καὶ φθίσιν ἰῶμαι , σπασμὸν ἐνιστάμενον ,
ἱκανῶς οὐρητικὸν ὑπάρχειν . διὰ λεπτομέρειαν καὶ πρὸς ἐπιληψίαν καὶ ὀρθόπνοιαν ἁρμόττει . Σήσαμον ἐμπλαστικόν ἐστιν ἅμα καὶ μαλακτικὸν καὶ
4888853 ἱππερον
τὰ χρήματά μου ἐξαναλοῦν δυναμένην . ἵππερόν ] ἵππουρον . ἵππερόν ] ἱππικὸν ἔρωτα καὶ ἱππικὴν νόσον : παρ '
' οὐκ ἐπείθετο τοῖς ἐμοῖς οὐδὲν λόγοις , ἀλλ ' ἵππερόν μου κατέχεεν τῶν χρημάτων . νῦν οὖν ὅλην τὴν
4887375 μηχαρ
τορῶς τέκμηρον ὅ τι μ ' ἐπαμμένει παθεῖν : τί μῆχαρ , ἢ τί φάρμακον νόσου ; δεῖξον , εἴπερ
αὐτόχειρ ἄναξ , γένους παλαιόφρων μέγας τέκτων , τὸ πᾶν μῆχαρ οὔριος Ζεύς . ὑπ ' ἀρχᾶς δ ' οὔτινος
4885169 ἀπαμβλυνει
τὰ ξίφη , δεξιῶς δὲ τεθεὶς καὶ τὰς ἠκονημένας λόγχας ἀπαμβλύνει : οἰκονομία δ ' ἀνύει πλέον ἢ βία .
σώζεται . ἴσως δὲ καὶ ἡ πολλὴ ἔνδεια τῶν αἰσθητῶν ἀπαμβλύνει τῇ ἀργίᾳ τὰς αἰσθήσεις : ἡ γοῦν ὄψις ἐπὶ
4869597 νοσοποιον
χρεία τῶν ὁμοίων . τούτων γὰρ ἐῤῥωμένων οὐσῶν ἀποτρίβεται πᾶν νοσοποιὸν καὶ ἄχρηστον . ταῦτα δὲ βραχέα οὐκ εἰς διδασκαλίαν
καὶ χρονίζειν ποιοῦντες . μεγάλως ὠφελοῦσιν , ἐκκενοῦντες πᾶσαν τὴν νοσοποιὸν ὕλην : ἀλλ ' ἡ μοχθηρὰ δίαιτα πάλιν αὐτοὺς
4866930 ἐπιθυμητικην
: γηΐνη . εἰναλίην : τὴν θαλασσίην . ἐρατεινήν : ἐπιθυμητικήν . Ἄεθλος : πόνος ἐστίν . τέτυκται : ὑπάρχουσιν
καὶ τὴν ὀρεκτικήν , ἄλλον τρόπον οὖσαν ἐκεῖ θυμοειδῆ καὶ ἐπιθυμητικήν , ταύτην μὲν ἀπαθοῦσαν ἐπὶ τῇ θείᾳ ῥᾳστώνῃ καὶ
4858340 ἐπιθησειν
ἐοῦσα Δαρείου ἀδελφεὴ παραιτήσατο , φᾶσά οἱ αὐτὴ μέζω ζημίην ἐπιθήσειν ἤ περ ἐκεῖνον : Λιβύην γάρ οἱ ἀνάγκην ἔσεσθαι
. νεομηνίας . . . καὶ στύγιον . θήσειν ] ἐπιθήσειν , καταβαλέσθαι , βαλεῖν . πρυτανεῖ ' ] ἐκταγάς
4848818 δειμαινω
πη ἐπ ' ἀλατείᾳ ἐγκύρσωντί τοι τοὶ τήνω φίλοι , δειμαίνω μή τι δεινὸν πάθῃς . Καὶ οὗτος μὲν ὧδε
συμφορὰς ἐκτήσατο . ὦ γέρον , ἐγώ τοι πρὸς σὲ δειμαίνω λέγειν [ ὅπου σε μέλλω σήν τε λυπήσειν φρένα
4848336 ἀτιμοτεραν
ἕδραν , καὶ εἴ τις ῥᾳδιουργοίη , ἀναχωρῆσαι εἰς τὴν ἀτιμοτέραν . τὸν δὲ πρωτεύοντα ἐν ἕδρᾳ ᾐσχύνετο μὴ οὐ
ἦθος , καὶ χρυσοῦν μὲν τὸ σκῆπτρον , μολύβδου δὲ ἀτιμοτέραν τὴν ψυχήν , καὶ τὸ μὲν σῶμα ἠμφιέσθαι λεπτοῖς
4845816 πλευριτιν
πρόσκειται οἱονεὶ τῷ ἀδικηθῆναί τις ὑπερλυπηθεὶς κατέσφαξεν ἑαυτόν . ἀλλὰ πλευρῖτιν . καίτοι δύναταί ποτε κατὰ συμβεβηκὸς τὸ πρόσπταισμα μεῖζον
δὲ χρὴ τὴν περιπλευμονίην οὕτως : οὐ μέντοι ἐξαμαρτήσῃ καὶ πλευρῖτιν καὶ φρενῖτιν οὕτω μεταχειριζόμενος : ἄρχου τὸ πρῶτον κουφίζων
4845801 χασμαι
λύγγες καὶ βῆχες ἐρυγαί τε καὶ πταρμοὶ καὶ σκορδινισμοὶ καὶ χάσμαι καὶ τρισμοὶ κοινὸν μὲν ἅπαντα γένος ἔχει κίνησιν πλημμελῆ
πυρετόν . Κεφ . γʹ . Σημεῖα δὲ εἰσβολῆς πυρετοῦ χάσμαι , φρῖκαι , σκορδινισμοὶ , εἴτουν ἀποδιακλασμοὶ , ναυτίαι
4845485 ἁλληται
ἐν ἄλλῳ ἀγαθὸν δηλοῖ ἐν παντί . Κρόταφος δεξιὸς ἐὰν ἅλληται , κατὰ πάντα ἀγαθόν : δούλῳ ἀνωμαλίαν , παρθένῳ
: ἐπίβουλον φίλον δηλοῖ . Τραχήλου τὸ δεξιὸν μέρος ἐὰν ἅλληται , ἐλευθέρῳ φόβον , δούλῳ δὲ νόσον σημαίνει :
4845309 παρασκευαζουσαν
τὴν ποιοῦσαν ῥίπτειν τὰ ὅπλα . ῥίψοπλον ] τὴν ῥίψαι παρασκευάζουσαν αὐτοὺς τὰ ὅπλα . θΞ ἄταν ] λέγει τὴν
φαῦλα ἡμῖν : ἀλλὰ τὴν μὲν τὸ σῶμα τῇ ψυχῇ παρασκευάζουσαν ὄχημα εὐπειθὲς καὶ ἐρρωμένον τοῖς προστάγμασιν ὑπηρετεῖν , γυμναστικὴν
4843196 ῥωννυμενη
μῆλα καὶ σταφυλαὶ καὶ σταφίδες καὶ ῥοόκοκκα . καὶ γὰρ ῥωννυμένη ἡ δύναμις ἐπεγείρεται καὶ ἀποδιώκει καὶ ἀπεμεῖ τὴν τὴν
, καὶ μάλιστα ὅταν ἄτονος ᾖ , ὑπὸ τῶν στυφόντων ῥωννυμένη καὶ πρὸς ἔκκρισιν ὁρμῶσα . ἐὰν δέ τις τὸ
4835569 ἐξηλλαγμενην
ἐφόρει δὲ ἐσθῆτα καὶ τὴν περὶ τὸ σῶμα ἄλλην κατασκευὴν ἐξηλλαγμένην καὶ ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων ἐθῶν οὐκ ἐπιχωρουμένην : χρυσοῦν
πολλῶν διάλεκτον ἀπετέλει , μεγαλοπρεπῆ λιτήν , περιττὴν ἀπέριττον , ἐξηλλαγμένην συνήθη , πανηγυρικὴν ἀληθινήν , αὐστηρὰν ἱλαράν , σύντονον
4835151 ἡδιστην
εἰσελθὼν δὲ ἀπέτεινα τὴν ῥῆσιν τὴν κατὰ τῶν σοφιστῶν , ἡδίστην δὴ ταύτην πασῶν ἡμερῶν ἀγαγὼν ἐπὶ λόγοις . αὐτός
δίκην ὡς ἠσεβηκὼς εἰς τάλαντον ἀργυροῦν ; Γέρων γέροντι γλῶτταν ἡδίστην ἔχει , παῖς παιδί , καὶ γυναικὶ πρόσφορον γυνή
4832455 κοσμησειν
, τὴν δὲ πόλιν φάλαγγος ἀφελόμενος : ὠνειροπόλουν νικηφόρους ἐπανιόντας κοσμήσειν λαφύροις τὴν ἑστίαν , τροπαίοις δὲ τὴν πόλιν ,
ὠφέλειαν προσγινομένην περιμένειν ἀλλ ' ἐπιστημόνως , ἄλλως τε καὶ κοσμήσειν μέλλουσι τὸν λόγον τοῖς παρὰ πάντων πλεονεκτήμασιν : ἃ
4824563 πεπλασμενην
ἦν ἡ δίοδος ἀμήχανος . ἐξαπατᾷ τοὺς πολεμίους Φίλιππος ἐπιστολὴν πεπλασμένην Ἀντιπάτρῳ πέμψας ἐς Μακεδονίαν , ὡς τὴν μὲν στρατείαν
ἐν ταῖς μάχαις καὶ ἄνδρα , ἀλλὰ φιλίαν ἀληθῆ καὶ πεπλασμένην . λεκτέον οὖν ὅσα τέ ἐστι καὶ ὁποῖα ἄττα
4823585 εὐρουν
: τοῖς μὲν γὰρ πεπιέσθαι ἀνάγκη τὰ σπλάγχνα καὶ μὴ εὔρουν τὸ πνεῦμα ἐκφέρειν , μηδὲ ἐσφέρειν ἐν τοῖς πόνοις
ἐπὶ τούτοις , εἰ ἕλοιτό τις ἐμεῖν , λεπτὸν καὶ εὔρουν παρασκευαζέτω τὸ φλέγμα , ῥαφανῖδας ἐσθίων ἐν τῷ δείπνῳ
4822155 ἐμπυρον
ἄν τι ἄλλο ὅτι μὴ πνεῦμα διέλθοι . ὡς δὲ ἔμπυρον πνεῦμά ἐστι , δηλοῖ μὲν τοῦτό γε καὶ ἡ
κινυμένων πτερύγων ἀντώπιος ἄνθορε δίσκου , καὶ φλογὸς ἁρπάζειν δεδοκημένος ἔμπυρον ὁρμὴν ἐς μόρον αὐτὸς ἑκὼν αὐτάγρετον ἔδραμε Φοῖνιξ τεφρώσας
4821923 καθαραν
, ὅταν [ ὁ ] καιρὸς [ ἐνδιδῶι ] [ καθαρὰν ] [ ἐπιλόγισιν ] ? [ , κοὔτως ]
, εἶτα κρινομένῳ τὴν τιμωρίαν ἐκφεύγειν οὐ προσῆκε , διότι καθαρὰν αἵματος ἔχει τὴν δεξιάν : εἶτα προσάγαγε τῇ ὑποθέσει
4820187 ἁλματα
: βοή ἀπὸ τοῦ βρύχω : λείπει τοῦ βοός : ἅλματα : πηδήματα . χηλῆς : ὁπλὴ , χηλὴ καὶ
βουλομένῳ μοι τοὺς Αἰακίδας ἐγκωμιάζειν ἤδη τις μακρὰ ὑποσκαπτέτω μοι ἅλματα , νικήσω γὰρ καθάπαξ τοὺς ἐναντιοῦσθαί μοι καὶ ἐγκωμιάζειν
4817545 ἀνιεντες
δέ ποτε ἐπᾴδοιμεν , ἢ τέλεον ἐπιτείνοντες , ἢ πάλιν ἀνιέντες , τοῦτο σκληρὸν καὶ μαλακὸν ἐκάλει . κατὰ τοῦτο
διδόασι τὸ φάρμακον πρὸ τῶν σιτίων , οἱ δὲ καὶ ἀνιέντες ὀξυκράτου κυάθῳ ἑνὶ , τότε γὰρ δίψους ἄκος μέγα
4813661 πενθουσι
ἥβης ] νέας ἡλικίας . τέρψιν ] εὐφροσύνην λέγω . πενθοῦσι ] θρηνοῦσιν . γόοις ] ἐν . ἀκορεστοτάτοις ]
θυσίαι καὶ παρ ' ἐκείνοις αἱ αὐταί , πλὴν ὅτι πενθοῦσι τὸ ἱερεῖον καὶ κόπτονται περιστάντες ἤδη πεφονευμένον . οἱ
4811395 τιμωρουμενη
δὴ πληρώσει ; ἐπιβᾶσα ἐπὶ τὸν τράχηλον ἐμοῦ ἡ δύσζηλος τιμωρουμένη καὶ τιμωροῦσα πολυστένακτα ἢ δίχα στεναγμοῦ καὶ ἐλέους ὡς
ὀξεῖ ' Ἐρινύς : ἤτοι ὀξέως βλέπουσα , ἢ ὀξέως τιμωρουμένη . ἐστύγησεν ὥστε ἀλληλοφονίαν γενέσθαι τοῦ γένους αὐτοῦ .
4810068 καμοντα
τὸ δὲ παρασχεῖν ἑτέρῳ τὴν δωρεὰν καὶ μὴ ἀποστερῆσαι τὸν καμόντα καὶ ἐπιδειξάμενον τὴν εὔνοιαν , ἵνα καὶ πάντες τὴν
ὥσπερ ἐν ἑτοίμῳ κειμένους λαβεῖν οὐκ ἔστιν ἴσον τῷ προευτρεπίσαι καμόντα καὶ μαχεσάμενον . ΓΝΩΜΗ ΝΟΜΟΘΕΤΟΥ ΟΥΚ ΕΜΠΙΠΤΕΙ . Νόμος
4808275 πολυημερον
διὰ τὸ πνεῦμα , καὶ τὴν ἰδίαν φύσιν αὐτοῦ , πολυήμερον δὲ διὰ τὴν ὑποκειμένην ὕλην . Διατὶ δὲ τρεῖς
τε ὄψις ἀηδὴς ἦν ὑπάτου καὶ τοσῶνδε ἄλλων ἀνῃρημένων καὶ πολυήμερον ἐπὶ τῷδε πένθος ἠγέρθη . καὶ ἀπὸ τοῦδε ἡ
4807156 τρυχουσιν
Γ Ἡσίοδος κηφήνεσσι κοθούροις ἵκελος ὁρμήν , οἵτε μελισσάων κάματον τρύχουσιν ἀεργοὶ ἔσθοντες . ὡσανεὶ ἔφη τὸν γόνον τῶν μελισσῶν
, κηφήνεσσι κοθούροις εἴκελος ὀργήν , οἵ τε μελισσάων κάματον τρύχουσιν ἀεργοὶ ἔσθοντες . σοὶ δ ' ἔργα φίλ '
4807073 προωρον
ὃ σοὶ εὐάρμοστόν ἐστιν , ὦ κόσμε : οὐδέν μοι πρόωρον οὐδὲ ὄψιμον ὃ σοὶ εὔκαιρον . πᾶν μοι καρπὸς
κοίλην εἶναι τὴν ὀσφὺν ἢ φύσει μικρομεγέθη τὴν ὑστέραν ἢ πρόωρον σύλληψιν ἢ πιμελῆς βάρος ἢ θλίβοντας ὄγκους ἢ λύπην
4805331 δρωσαν
δρῇν δὲ τῷ ἑτέρῳ ἐπιβεβῶτα , μὴ τῷ κατὰ τὴν δρῶσαν χεῖρα : ὕψος γούνατος πρὸς βουβῶνας , ὡς ἐν
καὶ καταφεύγουσι καὶ οὗτοι πρὸς τὴν πόλιν : ἣν ὁτιοῦν δρῶσαν κακὸν αὐτοὺς οὐκ ἄν ποτε τὴν ἱκανὴν δίκην ἔχειν
4801705 πενθεσιν
πένθεσιν ἰάλεμος . λίνος δὲ καὶ αἴλινος οὐ μόνον ἐν πένθεσιν , ἀλλὰ καὶ ἐπ ' εὐτυχεῖ μολπᾷ κατὰ τὸν
. ἕτερος δὲ αὖ τρόπος αὐλοῦ τε καὶ ᾠδῆς ἐν πένθεσιν , ἰωμένων οἶμαι τὸ σκληρὸν καὶ ἄτεγκτον τοῦ πάθους
4800936 λυμας
γεγονότα πήματα ] ἤγουν τιμωρίας , βλάβας λύματα ] ἤγουν λύμας , βλάβας δείματ ' ] φοβήματα ἀμφήκει ] διστόμῳ
πέφυκεν ἀρετάς , καὶ καθ ' ἑκούσιον γνώμην ἐνδεδεγμένοι τὰς λύμας , ὅμως ἱερουργεῖν τολμῶσι νομίζοντες τὸν τοῦ θεοῦ ὀφθαλμὸν
4794193 Νοσον
τὸ δ ' οἷον αἶσχος ἐγγιγνόμενον . Οὐκ ἔμαθον . Νόσον ἴσως καὶ στάσιν οὐ ταὐτὸν νενόμικας ; Οὐδ '
λογίζεσθαι καλῶς . Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου . Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν . Νέος ὢν
4787244 ἀζυμου
τὴν δὲ δὴ τῶν νεύρων φύσιν ἐξ ὀστοῦ καὶ σαρκὸς ἀζύμου κράσεως μίαν ἐξ ἀμφοῖν . λέγεται γὰρ κρέα γλίσχρα
τὴν δὲ δὴ τῶν νεύρων φύσιν ἐξ ὀστοῦ καὶ σαρκὸς ἀζύμου κράσεως μίαν ἐξ ἀμφοῖν . ” λέγεται γὰρ κρέα
4782242 κατατριβειν
οὗτος ταῦτα μὲν οὐκ ἐνόμιζεν εὑρετὰ εἶναι ἀνθρώπῳ , ἀλλὰ κατατρίβειν τὸν βίον καὶ τῶν ὠφελίμων ἀποκωλύειν . ὅθεν δὲ
: ἀλλὰ γὰρ ἂν φαίη ἑκάστην τῶν ψυχῶν πολλὰ σώματα κατατρίβειν , ἄλλως τε κἂν πολλὰ ἔτη βιῷεἰ γὰρ ῥέοι
4780433 ἐρεθιζοντος
δὲ εἰς χρῆσιν ἐνίοτε δι ' ἔθος μοχθηρὸν τὰ πολλὰ ἐρεθίζοντος τοῦ σπέρματος , ἐπειδὰν πολύ τε καὶ κακόχυμον ᾖ
' ἄλλου τινὸς οὔτ ' ἔσωθεν ἐνοχλοῦντος οὔτ ' ἔξωθεν ἐρεθίζοντος ; πῶς δὲ φρόνησιν , οὐχ ὑποκειμένων αὐτῇ πρακτέων
4776441 ἀπροαιρετως
σπασμοῦ τῶν νεύρων , διὸ ἔστιν ὅτε καὶ οὖρον ἐκκρίνουσιν ἀπροαιρέτως . ἰᾶται δὲ τὸ πάθος ἐπὶ μὲν τῶν πρὸ
κύστεως πάρεσις , εἴτε κατέχοι τὰ οὖρα , εἴτε καὶ ἀπροαιρέτως ἐκκρίνοιτο , μεθοδευέσθω ὁμοιοτρόπως τῶν τε ἐμβροχῶν καὶ καταπλασμάτων
4775789 ἑλομενην
, τέλος δὲ ἐκέλευε Πηνελόπην συνακολουθεῖν ἑκοῦσαν ἢ τὸν πατέρα ἑλομένην ἀναχωρεῖν ἐς Λακεδαίμονα . καὶ τὴν ἀποκρίνασθαί φασιν οὐδέν
ψυχῆς δὲ τάξιν οὐκ ἐνεῖναι διὰ τὸ ἀναγκαίως ἔχειν ἄλλον ἑλομένην βίον ἀλλοίαν γίγνεσθαι : τὰ δ ' ἄλλα ἀλλήλοις
4772670 ἀστοργιαν
ἄμεμπτος , ἕκτην ἐπὶ δέκα Βοηδρομιῶνος ἐνδελεχῶς ἄξεις ἀεί . ἀστοργίαν ἔχει τιν ' ὁ σκληρὸς βίος . οὐκ ἐπείρα
ὀνόμασιν ἀνακαλοῦντες , ὥστε εἰς δάκρυα προπεσεῖν ἅπαντας καὶ πολλὴν ἀστοργίαν κατηγορεῖν σφῶν τε αὐτῶν καὶ τῶν ἡγεμόνων , ὅτι
4771685 λυγμῳ
στήθεσι κακῇ ἀλάλυγγι βαρῦνον ] κακωτικῶς συνεκλυποῦν λυγγί ἀλάλυγγι ] λυγμῷ βαρῦνον ] λυποῦν , ὀδυνῶν φῶτ ' ] τὸν
ἀδημονεῖ . λύζει : ποιὰν φωνὴν τραχεῖαν ἀφίησιν , ἢ λυγμῷ συνέχεται . Γ λύζει ] λυγμῷ συνέχεται . ὀφλὼν
4769362 ἡδειαν
. μελιτόεσσαν εὐδίαν : ἀντὶ τοῦ , [ ἔχει ] ἡδεῖαν ἀνάπαυσιν . ἄλλως : ἀμφίβολον πότερον ὁ νικῶν τὰ
: ἐὰν δέ τις σὺν εὐτυχίᾳ εἴη τι πράττων , ἡδεῖαν πρόφασιν τοῖς τῶν Μουσῶν ῥεύμασιν ἔδωκε . ταὶ μεγάλαι
4765181 ὑπερβαλλουσαν
λευκὸν τῆς χιόνος : πῆξις γάρ ἐστι νέφους διὰ ψυχρότητα ὑπερβάλλουσαν ἡ χιών , ὧν ἐπιγέννημα τὸ λευκόν . ὁμοίως
ἢ μελαίνης χολῆς . αὗται γὰρ καὶ τὴν τοῦ τρέφειν ὑπερβάλλουσαν φύσιν ἀφυεῖς πρὸς τὴν τῶν ἑλμίνθων καθεστήκασι γέννησιν ,
4763186 ὀκνῳ
ὅτι φεύγοιεν ὁρμῆς μὲν ἐνδειξάμενοί τι ἐπὶ τὸν τύραννον , ὄκνῳ δ ' ἐκπεσόντες ὧν διενοήθησαν , διελέγετο μὲν ὑπὲρ
περιφανῶς ὀκνεῖς ἰδεῖν ; Φρονοῦντα γάρ νιν οὐκ ἂν ἐξέστην ὄκνῳ . Ἀλλ ' οὐδὲ νῦν σε μὴ παρόντ '
4762434 ἀλυπον
βίᾳ τις προσχρώμενος ἐνίστηται , μετάβαινε ἐπὶ τὸ εὐάρεστον καὶ ἄλυπον καὶ συγχρῶ εἰς ἄλλην ἀρετὴν τῇ κωλύσει , καὶ
, τῆς παρ ' ἐκείνοις τιμῆς τετυχηκότων πῶς χρὴ ταύτην ἄλυπον καὶ ἀβλαβῆ τὴν ἔχθραν ὑπολαμβάνειν ; καὶ μηδεὶς ὑπολάβῃ

Back