τὰς τῶν ὀρφανῶν δίκας οἱ ἐπίτροποι εἰςίτωσαν : ἐπιτροπεύων τις ὀρφανοῦ ἠτιμώθη : ἐγράψατό τις ὡς ὑβριστὴν τὸν ὀρφανόν :
Παρνάσιον ἐπιθυμοῦντα λόγων νέον καὶ τὸν ὑπὲρ ὁμιλητοῦ τε καὶ ὀρφανοῦ δεόμενον ἐμέ . Μέμνημαι τῆς ἡμέρας ἐκείνης , ἐν
7384856 εὐιππου
Θήρῃ , ” τοτὲ δὲ τῆς Θήρας μνησθείς ” μήτηρ εὐίππου πατρίδος ἡμετέρης „ . „ ἔστι δὲ μακρὰ ἡ
τοῦ σώματος ἐπαρκοῦμεν , ὅταν ὦμεν ἀνώδυνοι . τὸν μὲν εὐίππου θυγάτηρ : τὸν Ἀσκληπιὸν οἱ μὲν Ἀρσινόης , οἱ
7158343 Ἑλενον
πλησίον Ἡρακλείας τῆς ὑπὸ τῇ Οἴτῃ . τὰ δὲ ἐς Ἕλενον τὸν Πριάμου δεδήλωκεν ὁ λόγος ἤδη μοι , μετὰ
δὲ Ὀλυμπιὰς ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἰς Πύρρον τὸν Ἀχιλλέως καὶ Ἕλενον τὸν Πριάμου * τὸ γένος τὸ ἀνέκαθεν ἀνέφερεν *
7116891 ἐπιδικασαμενος
ἡ ἐπιδικασία τοῦ κλήρου . ἐὰν δὲ μὴ ζῇ ὁ ἐπιδικασάμενος τοῦ κλήρου , προσκαλείσθω κατὰ ταὐτά , ᾧ ἂν
δίκης ὀνόματα . ἐπίδικος κλῆρος ἢ ἐπίκληρος . καὶ ἐπιδικάσασθαι ἐπιδικασάμενος , καὶ ἀνεπίδικος . καὶ ἐπιδικασία καὶ διαδικασία ,
7049333 Μυρμηκος
γε τόπος καλεῖται μνήμῃ τοῦ τότε πάθους Κυνὸς Θρῆνος . Μύρμηκος εἶδος θανατηφόρου φασὶν εἶναί τι , καὶ λαέρτην ὄνομα
δ ' ὁρῶ . Σίγα : μελῳδεῖν γὰρ παρασκευάζεται . Μύρμηκος ἀτραπούς , ἢ τί διαμινυρίζεται ; Ἱερὰν Χθονίαιν δεξάμεναι
6925512 εὐσεβ
φησι διὰ τὴν ἀπὸ Ποσειδῶνος γένεσιν . . π . εὐσεβ . , . : ἐμ μὲν τισὶν ἐκ Νυκτὸς
] [ ] χε Χαιρόλαν [ ] [ ] ενον εὐσεβ [ ] [ ] τῳ θαν [ ] δ
6893448 Ἠδωνου
καὶ ὅτι περὶ Ἑλένου ἱστορία τοιαύτη φέρεται παρὰ Ἀρριανῶι . Ἠδωνοῦ Θραικὸς ἀνδρὸς παῖς Ἕλενος , μάντεων διαπρεπέστατος : παρὰ
καὶ Καλλιρρόης τῆς Νέστου . ἀδελφὸς δὲ ἦν Ὀδόμαντος καὶ Ἠδωνοῦ . ἔνιοι δὲ Παίονος τοῦ Ἄρεος παιδός . τὸ
6891631 Λογον
ἄλλο ζῷον ἴῃ ἡ ψυχή , πῶς οὐκ ἄνθρωπος ; Λόγον τοίνυν δεῖ τὸν ἄνθρωπον ἄλλον παρὰ τὴν ψυχὴν εἶναι
. Λίσπαι , οἱ μέσοι διαπεπρισμένοι ἀστράγαλοι καὶ ἐκτετριμμένοι . Λόγον λαμβάνειν Πλάτων Πολιτείας πρώτῳ . Λύγη . σκιά ,
6876842 ἀλοχῳ
γάρ τοι χθιζὸς ἐμυθεόμην ἐνὶ οἴκῳ σοί τε καὶ ἰφθίμῃ ἀλόχῳ : ἐχθρὸν δέ μοί ἐστιν αὖτις ἀριζήλως εἰρημένα μυθολογεύειν
κάτ ' [ εἰς Κόρινθον ] οὐ Μαγνησίαν ναῖεν : ἀλόχῳ δὲ Κολχίδι συνάστεος θράνου Λεχαίου τ ' ἄνασσε :
6868018 Αἰολιην
ἅμ ' ἠέρι καὶ μέλαν ὕδωρ . Ἵκετο δ ' Αἰολίην , Ἀνέμων ὅθι λάβρον ἀέντων ἄντρα πέλει στυφελῇσιν ἀρηρέμεν
Ἀπόλλων . ” Αἰολίην τὴν τοῦ Αἰόλου νῆσον : “ Αἰολίην δ ' ἐς νῆσον ἀφικόμεθ ' , ἔνθα δ
6857919 Κλεονικου
, τὶς ἐν ἀγῶσι καὶ ἀντεχέσθω τῶν ἄθλων , τοῦ Κλεονίκου τὸ γένος ζηλώσας : Κλεόνικος δὲ πατήρ ἐστι τοῦ
' ἀγαπάζοντι . μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφ ' ἀέθˈλοισιν γενεὰν Κλεονίκου ἐκμαθών : οὔτοι τετύφˈλωται μακρός μόχθος ἀνδρῶν οὐδ '
6799533 ταλαπειριος
τοῖσδε μετ ' ἀνθρώποισιν ἀνάσσει ; καὶ γὰρ ἐγὼ ξεῖνος ταλαπείριος ἐνθάδ ' ἱκάνω τηλόθεν ἐξ ἀπίης γαίης : τῶ
Ρ . . . . . καὶ γὰρ ἐγὼ ξεῖνος ταλαπείριος . † ) Ἀρίσταρχος μὲν ἀντὶ τοῦ ταλαίπωρος ,
6794361 Ὀιλεως
Λευκῆς , ἰδεῖν μὲν ἔφασκεν Ἀχιλλέα , ἰδεῖν δὲ τὸν Ὀιλέως καὶ τὸν Τελαμῶνος Αἴαντα , συνεῖναι δὲ καὶ Πάτροκλόν
τῆς Σαλαμῖνος , ἐπὶ δὲ τοῦ ἄλλου ὅτι ἐστὶ τοῦ Ὀιλέως καὶ Λοκρός : τούτων γὰρ τῶν ἰδιωμάτων τῶν ἐφ
6788662 Αἰτωλον
φησὶν οἰκῆσαι τοὺς κατέχοντας βαρβάρους ἐκβαλόντας , τοτὲ δ ' Αἰτωλὸν μετὰ τῶν ἐξ Ἤλιδος Ἐπειῶν . . . τῶν
. ] : εἶμι τέρας Καλυδῶνος , ἄγω δ ' Αἰτωλὸν Ἄρηα . τινὲς δὲ Ἄρην τὴν τῶν ὅπλων σκευήν
6756689 ἐφιλονεικησε
ὄνειρος παρακείσθω . δοῦλος ἔδοξε μετὰ τοῦ Διὸς σφαιρίζειν . ἐφιλονείκησε τῷ δεσπότῃ καὶ ἐλευθερώτερον προσδιαλεγόμενος ἐμισήθη : ὁ μὲν
προμαντευόμενος ὅτι τῇ πόλει τὸ κῆδος συνάψεις , ἀντὶ σκιαγραφίας ἐφιλονείκησε τὸ ὄνομα τὸ Κωνσταντίνου ἐγγράψαι στήλῃ ἀδαμαντίνῃ , καὶ
6750199 ὀρειτην
σιδηρίτην νημερτέα : τόν ῥα βροτοῖσιν ἥνδανεν ἄλλοισιν καλέειν ἔμψυχον ὀρείτην , γυρόν , ὑποτρηχύν , στιβαρόν , μελανόχροα ,
φῶτα κραταιὴ κάλλιπε νοῦσος . Τοῖον γαῖα βροτοῖσιν ἀρηγόνα τίκτεν ὀρείτην , ὅστε καὶ οὐταμένοις ἄκος ἡρώεσσι κομίζει καὶ στείρῃσι
6730299 μινυνθαδιον
οἰκείους . ὁ γὰρ Λυκάων φησὶν ἀδελφὸς ὢν Ἕκτορος „ μινυνθάδιον δέ με ” μήτηρ γείνατο Λαοθόη , θυγάτηρ Ἄλταο
ἀπεχθέσθαι Διὶ πατρί , ὅς με σοὶ αὖτις δῶκε : μινυνθάδιον δέ με μήτηρ γείνατο Λαοθόη θυγάτηρ Ἄλταο γέροντος Ἄλτεω
6724633 Διδυμη
' ἔχουσι ταύτας : Στρογγύλη καὶ Εὐώνυμος , ἔτι δὲ Διδύμη καὶ Φοινικώδης καὶ Ἐρικώδης , πρὸς δὲ τούτοις Ἱερὰ
τὴν Σικελίαν νήσων αἱ παρ ' αὐτὴν εἰσὶν αἵδε : Διδύμη νῆσος λθʹ λθʹ Ἱκεσία νῆσος λθʹ γʹʹ λθʹ Ἐρικώδης
6717811 ἠγαθεον
αἰνίττονται Μουσῶν μητέρα , Μούσας μὲν τὰς ἐπιστήμας ὀνομάζοντες , ἠγάθεον χορὸν καὶ ἔργον Διός , ὑπὸ Μνημοσύνης δὲ γεννω
, ἀγαθήν τ ' ἐπὶ τοῖσι Πρόνοιαν Δαίμονά τ ' ἠγάθεον καὶ Δαίμονα πήμονα θνητῶν , Δαίμονας οὐρανίους καὶ ἠερίους
6716831 Τρωϊκης
, συνεσχολακὼς δὲ πολὺν Ἀριστάρχῳ χρόνον συνετάξατ ' ἀπὸ τῆς Τρωϊκῆς ἁλώσεως χρονογραφίαν στοιχοῦσαν ἄχρι τοῦ νῦν χρόνου . .
. Σμινθεῦ ἐπίθετον Ἀπόλλωνος , κατὰ τὸν Ἀρίσταρχον ἀπὸ πόλεως Τρωϊκῆς Σμίνθης καλουμένης . ὁ δὲ Ἀπίων ἀπὸ τῶν μυῶν
6677616 Μενδητος
μὲν πάντες ὀΐων ἀπεχόμενοι αἶγας θύουσι : ὅσοι δὲ τοῦ Μένδητος ἔκτηνται ἱρὸν ἢ νομοῦ τοῦ Μενδησίου εἰσί , οὗτοι
ἑρμηνεύς ἐστι Πτολεμαῖος , οὐχ ὁ βασιλεύς , ἱερεὺς δὲ Μένδητος . οὗτος τὰς τῶν βασιλέων πράξεις ἐκτιθέμενος κατ '
6669493 ΧΕΖ
ὑπὸ ΖΕΧ . ἴσον δὲ τὸ ὑπὸ ΘΗΧ τῷ ὑπὸ ΧΕΖ : ἴσον ἄρα καὶ τὸ ὑπὸ Σ , ΗΧ
. ἔχει δὲ καὶ τὴν ὑπὸ ΘΗΧ γωνίαν τῇ ὑπὸ ΧΕΖ γωνίᾳ ἴσην : παράλληλος γάρ ἐστιν ἡ μὲν ΕΧ
6667430 καταφευγοντα
, ἀλλ ' ἐνίοτε καὶ ἀντεγκληματική : οἷον νόμος τὸν καταφεύγοντα ἐπὶ τὰς Ἁρμοδίου καὶ Ἀριστογείτονος εἰκόνας μὴ ἀναιρεῖν :
ὥσπερ ἱκέτην ἐπὶ τὸν τοῦ Ἐλέου βωμὸν ἐπὶ τὴν Ἡδονὴν καταφεύγοντα , ἵνα τὴν πολυθρύλητον ἀρετὴν δηλαδὴ ἐπὶ τὸ ὄρθιον
6664477 ἀμωμος
καὶ Αὐτονόη καὶ Λυσιάνασσα Εὐάρνη τε φυὴν ἐρατὴ καὶ εἶδος ἄμωμος καὶ Ψαμάθη χαρίεσσα δέμας δίη τε Μενίππη Νησώ τ
, ἐγένετο παῖς αὐτῷ τὰ μὲν ἄλλα ὅμοιος , οὐκ ἄμωμος δέ , ὅτι καὶ σπίλους εἶχεν . Ἔδοξέ τις
6658256 ζωπυρουσι
εἰς τὰ ἑξῆς καί φησι : φοβοῦμαι ὡς πελειάς . ζωπυροῦσι ] κρύπτουσιν ἐντός . ζωπυροῦσι ] ἀναφλέγουσι . ζωπυροῦσι
. ζωπυροῦσι ] κρύπτουσιν ἐντός . ζωπυροῦσι ] ἀναφλέγουσι . ζωπυροῦσι ] ἀνάπτουσιν . θ Ξ τάρβος σημαίνει τὸν φόβον
6656083 τετρηνας
δὲ νεκρῶν ἄγγελός τε καὶ κῆρυξ . σίφωνι λεπτῶι τοὐπίθημα τετρήνας . στάζουσιν ὥσπερ ἐκτροπήϊον σάκκος . κἄλειφα ῥόδινον ἡδὺ
ὅτῳ ἐγεύοντο , Ἱππῶναξ εἴρηκεν , σίφωνι λεπτῷ τὸ ἐπίθημα τετρήνας , σιφωνίζειν δ ' Ἀριστοφάνης . καὶ ἀπὸ μὲν
6647015 ἠιθεον
πὰρ νεότητι μένειν ; ἣ καὶ Τίμαρχον γλυκερῆς αἰῶνος ἄμερσας ἠίθεον , πρὶν ἰδεῖν κουριδίην ἄλοχον . Οἱ μὲν ἐμὲ
τὸν νόμον ᾄδειν , εἰ νέμοις ὑγείαν . Τεθέασαι τὸν ἠίθεον ἐπ ' ἀκροπόλει , ὃν Πραξιτέλης ἵδρυσεν , ἢ
6639997 ὠλες
; μισοῦν γε πατρίδα σὴν Ἀχιλλέως φόνωι . Ἑλένη νιν ὤλες ' , οὐκ ἐγώ , μήτηρ γε σή .
ἐμάνητε , πᾶσά τ ' ἐξεβακχεύθη πόλις . Διόνυσος ἡμᾶς ὤλες ' , ἄρτι μανθάνω . ὕβριν γ ' ὑβρισθείς
6634031 νεωνητον
. Ἰατταταιὰξ τῶν κακῶν , ἰατταταῖ . Κακῶς Παφλαγόνα τὸν νεώνητον κακὸν αὐταῖσι βουλαῖς ἀπολέσειαν οἱ θεοί . Ἐξ οὗ
ἅλις σοι , κυρία , μὴ οὕτω σκῶπτέ μου τὸν νεώνητον ” . ἣ δέ : „ δῆλος εἶ ,
6633652 ἀκλαυτος
Ἰσαῖος , κλαυθμός : παρὰ δὲ Πλάτωνι καὶ κλαυθμονή . ἄκλαυτος δὲ παρ ' Ὁμήρῳ καὶ Σοφοκλεῖ . δακρύων ,
' ἐν πόντου σάλωι , πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φορούμενος , ἄκλαυτος ἄταφος : νῦν δ ' ὑπὲρ μητρὸς φίλης Ἑκάβης
6632813 Ὀμφαλη
: ἡδόμενος δ ' αὐτῇ ἐποίει ὅ τι προστάττει ἡ Ὀμφάλη : οἱ δὲ εὐήθεις ὑπέλαβον λατρεύειν αὐτὸν αὐτῇ .
. : Ὕδη , πόλις Λυδίας , ἐν ᾗ ᾤκει Ὀμφάλη . . . Λέανδρος δὲ , ὃν Νικάνωρ παρατίθησι
6628945 Μηκιστεως
καὶ Σθένελος : παρῆν δὲ ἔτι καὶ ἐπὶ τούτων Εὐρύαλος Μηκιστέως καὶ Πολυνείκους Ἄδραστος καὶ Τιμέας . τῶν δὲ ἀνδριάντων
δ ' ἅμ ' Εὐρύπυλος τρίτατος κίεν ἰσόθεος φώς , Μηκιστέως υἱὸς Ταλαϊονίδαο ἄνακτος . ἐκ πάντων δ ' ἡγεῖτο
6621784 καλλισφυρου
[ Ἀγαμέμνονι ] καὶ Μενελάωι [ [ ] ς ? καλλισφύρου Ἀργειώνης [ [ ] ! ρα Περικλυμένωι [ [
θεόφιν μήστωρ ' ἀτάλαντον : οὐδ ' ὅτε περ Δανάης καλλισφύρου Ἀκρισιώνης , ἣ τέκε Περσῆα πάντων ἀριδείκετον ἀνδρῶν :
6619505 Ἀζανα
ἐνδούπησε . τὸν δὲ κατακλυσμὸν γενέσθαι τινὲς διὰ Πέλοπος ἀνελόντος Ἄζανα , τινὲς δὲ διὰ τὸ περὶ τὸν Λυκάονος παῖδα
ἐκρεουργήθη : οἱ δὲ διὰ τὸ περὶ τὸν Λυκάονος παῖδα Ἄζανα ἀσέβημα ὑπ ' αὐτοῦ τοῦ Λυκάονος , τοῦ Διὸς
6615505 ἐυπτολεμου
ἀπέτραπε δ ' ἀνέρας ἔργων . Ἀργεῖοι δ ' Ἀχιλῆος ἐυπτολέμου θρασὺν υἷα ἶσα τοκῆι τίεσκον : ὃ δ '
δ ' ἀμείβετο δῖος Ὀδυσσεύς : Ἡμεῖς τοι φίλοι εἰμὲν ἐυπτολέμου Ἀχιλῆος , τῷ νύ σέ φασι τεκέσθαι ἐύφρονα Δηιδάμειαν
6614327 Μελανιππον
τε Μέγητα Θόαντά τε Μηριόνην τε καὶ Κρειοντιάδην Λυκομήδεα καὶ Μελάνιππον : βὰν δ ' ἴμεν ἐς κλισίην Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο
ἔτι δὲ ζῶντος τοῦ Τυδέος Ἀμφιάραος ὁ μάντις ἀνῃρηκὼς τὸν Μελάνιππον ἤνεγκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ τῷ Τυδεῖ καὶ ὃς και
6609256 Ἐννομον
. τελουμένων δὲ τῶν γάμων † ἕνα τῶν συγγενῶν Οἰνέως Ἔννομον τὸν Ἀρχιτέλους πλήξας κονδύλῳ ἀναιρεῖ παροινήσας κατὰ χειρὸς αὐτὸν
Σχεδίον τε Φλέγυν τε Μνήσαιόν τ ' ἐπὶ τοῖσι καὶ Ἔννομον Ἀμφίνομόν τε καὶ Φάλιν ἠδὲ Γαληνόν , ὃς οἰκία
6606569 Ἀϊδας
. Ἒ ἔ , Ὦ Διὸς αὐθαίμων , ὦ γλυκὺς Ἀΐδας , εὔνασον , εὔνασόν μ ' ὠκυπέτᾳ μόρῳ τὸν
ἄλλος ἰῶι [ ] μαρμάρωι μυλάκρωι [ ] ! εν Ἀΐδας [ ] αυτοι [ ] ´πον : ἄλαστα δὲ
6599365 ἐπαιαζουσιν
χιόνεοι τὸ πάροιθεν Ἀδώνιδι πορφύροντο . αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν , ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες . ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα , σὺν ὤλεσεν
Ἄδωνιν , ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις : ὤλετο καλὸς Ἄδωνις , ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες . μηκέτι πορφυρέοις ἐνὶ φάρεσι Κύπρι κάθευδε :
6598743 Ἱκεταονα
Πηλεΐδης κατὰ μὲν κτάνε Λάμπετον Ἴρου , κὰδ δ ' Ἱκετάονα πέφνεν ἰθαιγενέος Λεπετύμνου υἱέα Μηθύμνης τε , καὶ ἀλκηέστατον
δὲ Λευκίππην , καὶ τεκνοῖ παῖδας μὲν Τιθωνὸν Λάμπον Κλυτίον Ἱκετάονα Ποδάρκην , θυγατέρας δὲ Ἡσιόνην καὶ Κίλλαν καὶ Ἀστυόχην
6597046 χωομενον
πρός . . . . . σπουδῇ παρπεπιθόντες , ἑταίρου χωόμενον κῆρ : ἡ διπλῆ ὅτι σπουδῇ μετὰ πολλῆς κακοπαθείας
ὅπως τέ μιν υἷες Ἀχαιῶν ἤμελλον μάρψαντες ἐν ὑψηλοῖσιν ὄρεσσι χωόμενον Τρώεσσι θοὰς ἐπὶ νῆας ἄγεσθαι , ὥς τέ οἱ
6590033 Βρομιῳ
. Ἔνθεν ἐγὼν ἐδάην καὶ Βακχικὰ νεβρίταο δῶρα λίθου , Βρομίῳ κεχαρισμένα : τόν περ ἔχοντες , ἄνθρωποι , θύοιτε
μετὰ ταῦτα δὲ ἐγκωμιάζων τὴν αὐλητικὴν λέγει : ἃν συνεριθοτάτον Βρομίῳ παρέδωκε , σεμνᾶς δαίμονος ἀερόεν πνεῦμ ' αἰολοπτερύγων σὺν
6588379 ὀτρυνεσκον
δ ' ἐλεαίρεσκον μάκαρες θεοὶ εἰσορόωντες , κλέψαι δ ' ὀτρύνεσκον ἐΰσκοπον Ἀργειφόντην . ἔνθ ' ἄλλοις μὲν πᾶσιν ἑήνδανεν
ἀργαλέως μαίνοντο . Φόβος δ ' ἑτέρωθε καὶ Ἄρης λαοὺς ὀτρύνεσκον : ἐφέσπετο δέ σφισι Δεῖμος φοινήεντι λύθρῳ πεπαλαγμένος ,
6578438 μεγαθυμε
ἐπ ' ἀκαμάτῳ Τριτωνίδι χεῖρας ὀρέξας : Κλῦθι , θεὰ μεγάθυμε , σάου δ ' ἐμὲ καὶ τεὸν ἵππον .
' ἐποτρύνων : ὃ δέ μιν προσεφώνεε μύθῳ : Πριαμίδη μεγάθυμε , δέμας μακάρεσσιν ἐοικώς , ταῦτα μὲν ἀθανάτων ἐνὶ
6574853 Ξενοδαμον
καλουμένων , οἱ δὲ περὶ Σακάδαν ἐλεγείων . ἄλλοι δὲ Ξενόδαμον ὑπορχημάτων ποιητὴν γεγονέναι φασὶ καὶ οὐ παιάνων , καθάπερ
χαλκοῦς : φησὶ δ ' ἐπ ' αὐτῷ τὸ ἐπίγραμμα Ξενόδαμον παγκρατιαστὴν Ἀντικυρέα ἐν ἀνδράσιν Ὀλυμπικὴν ἀνῃρῆσθαι νίκην . εἰ
6570117 ἐξυβρισεν
, αἰκιστικῶς , ἀφειδῶς , προχείρως , προπετῶς . ὕβρισεν ἐξύβρισεν , ἠσέλγησεν , ἐπαρῴνησεν , ᾐκίσατο , ἐτύπτησε ,
κατορθώσαντι , οὐδ ' ἐπήρθη τοῖς πεπραγμένοις , οὐδ ' ἐξύβρισεν , οὐδ ' ἐφρόνησε μεῖζον οὐδὲν ἢ πρὸ τῆς
6569639 Ἑλικωνιας
Λυρνήσσιος , καὶ θηλυκὸν Τελμησσιάς , ὡς τοῦ Ἑλικώνιος τὸ Ἑλικωνιάς . ἔστι καὶ ἄκρα Λυκίας οὕτω λεγομένη Τελμησσιάς ,
καὶ Κασσώπιος καὶ Κασσωπία . ἀπὸ τοῦ Κασσώπιος Κασσωπιάς ὡς Ἑλικωνιάς . Ἡρόδωρος δὲ Κασσωποὺς αὐτούς φησιν , ἴσως κακῶς
6567361 Νησαιας
ὡς , ὡς τεταριχευμένον καὶ σαπρὸν κατακρύψει οἰκτίσασα . ἡ Νησαίας * κάσις * ἤγουν ἡ Θέτις ἡ βοηθὸς τοῦ
θυγάτηρ Νηρέως καὶ Δωρίδος τῆς Ὠκεανοῦ θυγατρός . κάσις δὲ Νησαίας νῦν ἡ Θέτις . ἐκ τοῦ ἐπιφερομένου δὲ νοεῖται
6561776 φορησεως
ῥυπαρότητι βίου κωμῳδεῖ , τὸν δὲ Τηλαύγην αὐτὸν ἱματίου μὲν φορήσεως καθ ' ἡμέραν ἡμιωβέλιον κναφεῖ τε - λοῦντα μισθόν
στεφανηφόροις , ὑπὸ δὲ Ῥωμαίων φλάμοσιν , οὓς ἐπὶ τῆς φορήσεως τῶν πίλων τε καὶ στεμμάτων , ἃ καὶ νῦν
6559884 ἐμωι
ὦ ἄνδρες δικασταὶ ? ? τῷ τε πατρὶ [ τῶι ἐμῶι καὶ τοῖς ἄλλοις ἐπιτηδείοις ] ἔλεγεν [ , ὡς
' ἄλλον ἄνδρα σωφρονέστερον ὄψεσθε , κεἰ μὴ ταῦτ ' ἐμῶι δοκεῖ πατρί . ἦ μέγα μοι τὰ θεῶν μελεδήμαθ
6557308 ἐρικυδει
ὦρτο : Ποσειδάων γὰρ ἀνηλέα πόντον ὄρινεν ἦρα κασιγνήτοιο φέρων ἐρικυδέι κούρῃ , ἥ ῥα καὶ αὐτὴ ὕπερθεν ἀμείλιχα μαιμώωσα
βέλη καὶ λοίγια δοῦρα . Τὸν γὰρ θέσφατόν ἐστι θεῶν ἐρικυδέι βουλῇ Θύμβριν ἐπ ' εὐρυρέεθρον ἀπὸ Ξάνθοιο μολόντα τευξέμεν
6555267 φρενωλεις
ὁσίαν καὶ νομίμην γυναῖκα . ἡ δὲ ἄνοια συνέμιξε νυμφίους φρενώλεις καὶ τὰς φρένας ἀπολέσαντας , τόν τε Οἰδίποδα καὶ
γονήν . αἱματόεσσαν ] συγγενικήν . . παράνοια συνάγαγε νυμφίους φρενώλεις ] γρ . σύναγε . . μώρανσις ἥνωσε τὸν
6554717 ἀγγελλω
' αὑτὸν τὸν σοφὸν κτᾶσθαι χρεών . πᾶσι δ ' ἀγγέλλω βροτοῖς ἐσθλῶν ἀπ ' ἀνδρῶν εὐγενῆ σπείρειν τέκνα .
! ! ! ] ν ? τίς ἐστι , πᾶσιν ἀγγέλλω [ [ ! ! ! ! ] ! ρα
6553332 σχοντα
Εὐρύμαχον χρόνῳ μετέπειτα ἐφόνευσαν Πλαταιέες στρατηγήσαντα ἀνδρῶν Θηβαίων τετρακοσίων καὶ σχόντα τὸ ἄστυ τὸ Πλαταιέων . Οἱ μὲν δὴ περὶ
] τοσαῦτ ' ἔτηι ? [ καθ ' ἕκαστα ] σχόντα ? [ ] [ περὶ ] τῆς ? πόλεως
6551056 Κρηστων
καὶ Θεσσαλίας : Ῥιανὸς Ἔχιον ἄστυ ταύτην εἶπεν . . Κρηστών : πόλις Θράικης . ἔοικε δὲ εἶναι ἡ Κρηστὼν
. Κρήστων , πόλις Θρᾴκης . ἔοικε δὲ εἶναι ἡ Κρηστών παρ ' Ἡροδότῳ . Λυκόφρων ” ὁρκωμοτῆσαι τόν τε
6550036 αἰνετος
Φιλόξενος εἰς τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . αἰνετός , , , . . , . : αἰνετός
. μετὰ ταύτην ἄλκιμα τέκνα , Λυγκεὺς καὶ Βαλίος πόδας αἰνετός , ἠδ ' Ἀμάρυνθος . καὶ οὓς ὀνομαστὶ διήνεγκεν
6549876 Κολαζε
τὰ τέκνα . Κακοπραγμονεῖν γὰρ οὐ πρέπει τὸν ἐλεύθερον . Κόλαζε κρίνων , ἀλλὰ μὴ θυμούμενος . Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν
ὁμολογοῦντα σωφρονεῖν πλεονάκις ἢ ὀλιγάκις ἁμαρτάνειν λέγοντα πλημμελεῖν πολλάκις . Κόλαζε τὰ πάθη , ἵνα μὴ ὑπ ' αὐτῶν τιμωρῇ
6549120 Ἐπιστολας
υἱὸς τοῦ Σικελίας τυράννου καὶ αὐτὸς τύραννος καὶ φιλόσοφος . Ἐπιστολὰς καὶ Περὶ τῶν ποιημάτων Ἐπιχάρμου . . . .
τῆς πόλεως ἅλας περὶ πλείονος ποιήσασθαι τῆς ξενικῆς τραπέζης . Ἐπιστολὰς δὲ σιγῶ ψευδεῖς καὶ κατασκόπων συλλήψεις καὶ βασάνους ἐπ
6547478 ἐπηρθαι
μόρια τοῦ σώματος ἐπαρδεύεται . λέγεται δὲ ἧπαρ παρὰ τὸ ἐπῆρθαι καὶ κυρτοῦσθαι ἢ παρὰ τὸ ἀρδεύειν τὸ σῶμα ὅλον
: ὁ δὲ ἀντιλέγων τῷ ἐκ διαβολῆς : τὸ μὲν ἐπῆρθαι Ἄνυτόν τε καὶ Μέλητον οἷς ἐκράτησαν , θαυμαστὸν οὐδέν
6547043 τεισει
: ὅν ποθ ' ὁ κτείνας χρόνωι δόλιος Ὀδυσσεὺς ἀξίαν τείσει δίκην . ἰαλέμωι αὐθιγενεῖ τέκνον ς ' ὀλοφύρομαι ,
ἀνδρὸς Ἕλληνος λόγοις πεισθεῖς ' , ὃς ἡμῖν σὺν θεῶι τείσει δίκην . οὔτ ' ἐξ ἐμοῦ γὰρ παῖδας ὄψεταί
6544375 χαλκωι
ἀγακλυτὸς ? [ ἱππότα ] Τυδεύς [ ] ν ταναήκεϊ χαλκῶι [ ἀπηύρων ] ? Οἰνέα δῖον [ ] ν
εἶτα μετὰ γῆς τινος καμινευθεὶς ἀποστάζει ψευδάργυρον : εἶτα κραθεὶς χαλκῶι ὀρείχαλκος γίνεται . ὁ Στράβων ιγ καὶ Θεόπομπος ιγ
6542269 Καδμιλος
ἀλλ ' οὐκ ἐν συλλήψει τὰ σύμφωνα . τὸ δὲ Καδμῖλος προπερισπᾶται ἔχον τὸ Α . Τὰ εἰς ΟΛΟΣ ὑπὲρ
τὸν προπαροξύτονον οἷον τὸ γαμβρόκτονος ὁ κτανθεὶς ὑπὸ γαμβροῦ . Καδμῖλος λέγεται ὁ Ἑρμῆς παρὰ τοῖς Τυρσηνοῖς . . †
6533961 Νικᾳ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει , ἡμέρα δ ' ἔργον ποιεῖ . Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις . Νόμιζε πάντα κοινὰ
βροτοῖσι περίοδον τ ' ἔχει Χρόνος διοικῶν ἀστέρων γνωρίσματα . Νικᾷ δὲ τούτων οὐθεὶς ἕτερον , ἀλλ ' ἀεί Ἥκει
6531015 Ἀμυντορος
φυγάδων γενομένων ; ἢ οὐ Φοῖνιξ ἐκ Δολοπίας ἐκπεσὼν ὑπὸ Ἀμύντορος εἰς Θετταλίαν φεύγει ; Πηλέα δ ' ἐξικόμην ,
προκειμένου τοῦ προσώπου Οἰνέως . Φοίνικος ] Φοίνικα λέγει τὸν Ἀμύντορος . λακίδας ] διερρωγότα ἱμάτια . Φιλοκτήτου ] εἰσήγαγε
6521196 Ἰοπη
Φοινίκης Ἐλαία μεταξὺ Τύρου καὶ Σιδῶνος , ὡς Φίλων . Ἰόπη , πόλις Φοινίκης , πλησίον Ἰαμνίας , ὡς Φίλων
ἀπὸ Ἰοῦς , βοῦν ἔχουσα πλησίον ἐν τῇ εἰκόνι . Ἰόπη , πόλις Φοινίκης πλησίον Ἰαμνίας ὡς Φίλων , ὡς
6519890 Λογχη
' στιν ὁ βασιλεύς ; Ἀπόδοτέ μοι τὸν ἀσκόν . Λόγχη τις ἐμπέπηγέ μοι δι ' ὀστέων ὀδυρτά . Ὁρᾶτε
μέρει τοῦ ποδὸς , τουτέστι , τῷ ἄκρῳ πλήττειν . Λόγχη . παρὰ τὸ λίαν ἔχεσθαι ὑπὸ τοῦ χρωμένου Λίβανος
6516723 παντοιης
ἁλιήων αὐτός , ἄναξ , πρώτιστος ἐμήσαο καὶ τέλος ἄγρης παντοίης ἀνέφηνας , ἐπ ' ἰχθύσι κῆρας ὑφαίνων . Πανὶ
ἀπ ' ἀνθρώπων ἐδάην , τοῖσιν τὰ μέμηλεν , αἰόλα παντοίης ἐρατῆς μυστήρια τέχνης , ἱμείρων τάδε πάντα Σεουήρου Διὸς
6516650 Σκιρωνα
τῆς στοᾶς ἀγάλματα ὀπτῆς γῆς , ἀφιεὶς Θησεὺς ἐς θάλασσαν Σκίρωνα καὶ φέρουσα Ἡμέρα Κέφαλον , ὃν κάλλιστον γενόμενόν φασιν
ὕστερον Νίσῳ τῷ Πανδίονος ἐς ἀμφισβήτησιν ἐλθεῖν περὶ τῆς ἀρχῆς Σκίρωνα καί σφισιν Αἰακὸν δικάσαι , βασιλείαν μὲν διδόντα Νίσῳ
6516253 Αἰγυπτιακου
δὲ καὶ ὁ μεταξὺ χρόνος τῆς μὲν πρώτης διαστάσεως ἐνιαυτοῦ Αἰγυπτιακοῦ ἑνὸς καὶ ἡμερῶν ρξϚ καὶ ὡρῶν ἰσημερινῶν ἁπλῶς μὲν
νθ λ . πάλιν τὰ ἡμερήσια πολυπλασιάσαντες ἐπὶ τὰς τοῦ Αἰγυπτιακοῦ ἐνιαυτοῦ ἡμέρας τξε καὶ ἀφελόντες ὅλους κύκλους ἕξομεν ἐνιαύσιον
6516009 ὀλβιαι
ἐκ τῶν Μυκηνῶν γ ' , αἵ ποτ ' ἦσαν ὄλβιαι . καὶ μὴν ποθεινός γ ' ἦλθες ἐξ Ἄργους
ἄδακρυν μοῖραν : μοῖραν τὸν καιρόν . καὶ Ἀριστοφάνης ὃν ὄλβιαι Μοῖραι ξυνάγουσιν ἐν Βατράχοις [ ] : λείπει ἡ
6513936 ἀϊξασα
τε κοτέσσεται ὀβριμοπάτρη , βῆ δὲ κατ ' Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα , στῆ δ ' Ἰθάκης ἐνὶ δήμῳ ἐπὶ προθύροις
θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη , βῆ δὲ κατ ' Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα : καρπαλίμως δ ' ἵκανε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν
6511710 Οἰνεα
τὸν Φιλοκτήτην ὁρᾷ . γέρων τις ἀτυχεῖ , κατέμαθεν τὸν Οἰνέα . ἅπαντα γὰρ τὰ μείζον ' ἢ πέπονθέ τις
τῷ τὴν Θυγατέρα τοῦ Οἰνέως γήμαντι δέδωκε , τὸν δὲ Οἰνέα εἰς Πελοπόννησον ἦγεν . οἱ δὲ διαφυγόντες Ἀγρίου παῖδες
6510879 ἀδικησουσιν
οὖν ἐστιν ὁ Ἄρης , δηλοῖ ὡς οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ ἀδικήσουσιν αὐτόν : εἰ δὲ ὁ Κρόνος ἐστί , δηλοῖ
ἔθεσθε πρὸ τῶν ἀδικημάτων , ἐπ ' ἀδήλοις μὲν τοῖς ἀδικήσουσιν , ἀδήλοις δὲ τοῖς ἀδικησομένοις . οὗτοι δὲ τί
6508862 κτανοντα
πλήξας ἀφύκτως κατὰ τὸ βουβωνόσφυρον ἐκείνου . τὸ δὲ γράφειν κτανόντα μῶρόν ἐστιν ἐπὶ τοῦ Ἀγκαίου Ἀταλάντη γὰρ αὐτὸν ἐτόξευσε
παῖδα συναπέκτεινε καὶ ἑαυτήν . οὕτως ἐγώ φημι συντάσσειν τὸν κτανόντα . τρίτος δὲ Αἰγεὺς ὁ Πανδίονος υἱὸς ἢ Σκυρίου
6508818 Θεμιστους
Ἀρκάς . . . . Ἴστρος δέ φησιν , ὅτι Θεμιστοῦς καὶ Διὸς ὁ Ἀρκὰς ἐγένετο : διὰ δὲ τὴν
. , : Ἡρόδωρος δέ φησιν , ἐξ Ἀθάμαντος καὶ Θεμιστοῦς γενέσθαι παῖδας , Σχοινέα , Ἐρύθριον , Λεύκωνα ,
6505331 ἠρασαμην
γένοιτ ' ἐμοῦ ξυνειδότος , παθεῖν ἅπερ τοῖσδ ' ἀρτίως ἠρασάμην . Ὑμῖν δὲ ταῦτα πάντ ' ἐπισκήπτω τελεῖν ,
Ζεῦ πάτριε καὶ θεοί , ἕτοιμος ἀμύνειν ὡς ὤμοσα καὶ ἠρασάμην : ἐπεὶ δὲ τοῖς ὁμοτίμοις δοκεῖ συνοίσειν τὰ ἐγνωσμένα
6501678 ἱερασθαι
ἱερωμένου . τὰ δὲ ἔτι παλαιότερα προεκέκριτο ἐκ τῶν παίδων ἱερᾶσθαι τῷ Διὶ ὁ νικῶν κάλλει : ἀρχομένων δὲ αὐτῷ
πλεονάζον ἐλλείπει : ὡς ἐπὶ τούτου : νόμος τὸν ὁλόκληρον ἱερᾶσθαι : ἑξαδάκτυλον κωλύει τις ἱερᾶσθαι : ζητεῖται γὰρ εἰ
6500137 Τεννου
τῶν Σποράδων , ὡς Ἑκαταῖος , ἐν Ἑλλησπόντωι . ἀπὸ Τέννου καὶ Ἀμφιθέας ἢ Ἡμιθέας , τῶν Κύκνου παίδων ,
Προκλείας ἐπέγημεν ὁ Κύκνος Φυλονόμην τὴν Τραγάσου ἥτις ἐρασθεῖσα τοῦ Τέννου καὶ μὴ τυχοῦσα τῆς ἐλπίδος κατηγόρησεν αὐτοῦ πρὸς τὸν
6499233 φειδεο
αὐτὰρ ὁ πρέσβυς μειδιάων κίνησε κάρη καὶ ἀμείβετο παῖδα : φείδεο τᾶς θήρας , μηδ ' ἐς τόδε τὤρνεον ἔρχευ
, ὤ , ἰὴ Παιὼν [ ὦ ] ἄναξ Ἄπολλον φείδεο κούρων φείδεο [ [ ] . . [ ]
6495922 Ἐφορωι
καὶ λογογράφων . ὁ δ ' ἵνα μὴ δόξηι κατακολουθεῖν Ἐφόρωι . . . . . . , : ,
λογογράφων . ὁ δ ' ἵνα μὴ δόξηι ταὐτὰ λέγειν Ἐφόρωι , πρὸς τῶι κατεψεῦσθαι ἐκείνου καὶ τῶν λοιπῶν †
6495541 Διοκλεους
ὀστῶν παρακομισθέντων ἐνέπεσεν εἰς τὰ πλήθη στάσις , τοῦ μὲν Διοκλέους κωλύοντος θάπτειν , τῶν δὲ πολλῶν συγκατατιθεμένων . τέλος
οὐ προσήκαντο , ἐπὶ ἄρχοντος Θεοπόμπου [ ὅ ἐστι πρὸ Διοκλέους ] . οὕτως ἱστορεῖ Φιλόχορος [ . ] :
6490208 Ῥηγμα
, τὸ θηλυκὸν Ῥηγίνη , καὶ Ῥηγῖνον τὸ οὐδέτερον . Ῥῆγμα , πόλις , ὡς Ἅρμα . καὶ κόλπος Ῥῆγμα
. Ῥῆγμα , πόλις , ὡς Ἅρμα . καὶ κόλπος Ῥῆγμα περὶ τὸν Περσικὸν κόλπον . τὸ ἐθνικὸν Ῥηγματίτης .
6488585 αἰνολεκτρον
οἰστρημένον ἢ τηλικῶνδε πεῖραν ὀτλῆσαι κακῶν . Ὁ δ ' αἰνόλεκτρον ἁρπαγεῖσαν εὐνέτης πλᾶτιν ματεύων , κληδόνων πεπυσμένος , ποθῶν
Πακτωλοῦ ποτὰ καὶ νᾶμα λίμνης , ἔνθα Τυφῶνος δάμαρ κευθμῶνος αἰνόλεκτρον ἐνδαύει μυχόν , Ἄγυλλαν Αὐσονῖτιν εἰσεκώμασαν , δεινὴν Λιγυστίνοισι
6487610 σκηπτουχον
ἔτι θάλος ἐν χερσὶν ματρὸς πρὸς στέρνοις τ ' Ἄργει σκηπτοῦχον Ὀρέσταν . καὶ μὴν ὅδ ' ἀκτὰς ἐκλιπὼν θαλασσίους
δῶρα δυσμάχητα Μοισᾶν τὠπιτυχόντι φέρειν . ναὶ τὰν Ὄλυμπον καταδερκομέναν σκηπτοῦχον Ἥραν , ἐστί μοι πιστὸν ταμιεῖον ἐπὶ γλώσσας ,
6486674 Νωνακριατης
Νωνακρία γὰρ πόλις Ἀρκαδίας ὅπου τιμᾶται ὁ Ἑρμῆς * . Νωνακριάτης ὁ Ἑρμῆς . × . τρικέφαλος δὲ ὁ αὐτὸς
καὶ κόρην κατὰ χρησμὸν κἀντεῦθεν ἱδρύσαντο Λευκὸν Ἑρμῆν . * Νωνακριάτης δὲ ὁ Ἀρκαδικός : Νωνακρία γὰρ πόλις Ἀρκαδίας ὅπου
6486570 ποδανιπτηρ
φέρειν . λεοντοβάμων ποῦ σκάφη χαλκήλατος ; καλεῖται μέντοι καὶ ποδανιπτὴρ οὐ παρ ' Ἡροδότῳ μόνον ἀλλὰ καὶ ἐν Διοκλέους
ἀλλὰ καὶ ἐν Διοκλέους Βάκχαις : ὑδρία τις ἢ χαλκοὺς ποδανιπτὴρ ὁ λέβης . τὸ δὲ ἀπ ' αὐτοῦ ὕδωρ
6486527 Μητροπολις
Φρυγῶν . Ὁ πολίτης Ἀμβασίτης , ὡς Πολυΐστωρ Ἀλέξανδρος . Μητρόπολις , πόλις Φρυγίας , ἀπὸ τῆς μητρὸς τῶν θεῶν
ταύταις πολίσματα καὶ . . . Ἀφροδισιὰς Κολοσσαὶ Θεμισώνιον Σαναὸς Μητρόπολις Ἀπολλωνιάς , ἔτι δὲ ἀπωτέρω τούτων Πέλται Τάβαι Εὐκαρπία
6485869 κοιρανιης
. ἀντὶ μὲν ἠνορέης ἐρατὴν παράκοιτιν ὀπάσσω , ἀντὶ δὲ κοιρανίης Ἑλένης ἐπιβήσεο λέκτρων : νυμφίον ἀθρήσει σε μετὰ Τροίην
παιδός , ὃς οὐ πατρὶ τέρψεται ἦτορ , οὐ σέο κοιρανίης ἐπιβήσεται , ἀλλά μιν ἄλλοι δμῶα λυγρὸν τεύξουσιν ,
6484776 θυμελαν
τάδε τὰ χορεύματα ; τίς ὕβρις ἔμολεν ἐπὶ Διονυσιάδα πολυπάταγα θυμέλαν ; ἐμὸς ἐμὸς ὁ Βρόμιος : ἐμὲ δεῖ παταγεῖν
τάδε τὰ χορεύματα ; τίς ὕβρις ἔμολεν ἐπὶ Διονυσιάδα πολυπάταγα θυμέλαν ; ἐμὸς ἐμὸς ὁ Βρόμιος : ἐμὲ δεῖ κελαδεῖν
6482865 μαινομενοιο
ἦν , ὅς ῥα θεοῖσιν ἐπουρανίοισιν ἔριζεν , ὅς ποτε μαινομένοιο Διωνύσοιο τιθήνας σεῦε κατ ' ἠγάθεον Νυσήιον . Λυκόοργος
ὅτι ἀντὶ τοῦ ἐῴκει . . . . κροτάφοισι τινάσσετο μαινομένοιο . , μαρναμένοιο : Φ . Ἕκτορος : αὐτὸς
6482071 ἀυσαν
τὸ Μενάνδρειον μαρτύριον : ἀλλὰ καὶ Ἀλκμάν πού φησι : ἄυσαν δ ' ἄπρακτα νεάνιδες ὥστ ' ὄρνις ἱέρακος ὑπερπταμένω
Ἀχιλῆα δαΐφρονα : τοὶ δ ' ἐσιδόντες ἀθάνατοι μέγ ' ἄυσαν , ἄφαρ δ ' ἕλε τοὺς μὲν ἀνίη λευγαλέη
6480030 Καλυκην
τετάρτῳ περὶ Μουσικῆς ᾖδον , φησίν , αἱ ἀρχαῖαι γυναῖκες Καλύκην τινὰ ᾠδήν . Στησιχόρου δ ' ἦν ποίημα ,
Ἀεθλίοο κρατερὸν ] ? ? μένος ἀντιθέοιο εὐειδέα ? [ Καλύκην θαλερὴν ] ? ποιήσατ ' ἄκοιτιν : ἣ ?
6477072 Εὐαιμονος
χροὸς ἆσαι . Τὸν δ ' ὡς οὖν ἐνόης ' Εὐαίμονος ἀγλαὸς υἱὸς Εὐρύπυλος πυκινοῖσι βιαζόμενον βελέεσσι , στῆ ῥα
ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ , τοῖσι δ ' ἐπ ' Εὐρύπυλος Εὐαίμονος ἀγλαὸς υἱός , ἂν δὲ Θόας Ἀνδραιμονίδης καὶ δῖος
6473713 ψαλτην
ἱερῷ τοῦ Ὀσίριδος οὐκ ἔξεστιν οὔτε ᾠδὸν οὔτε αὐλητὴν οὔτε ψάλτην ἀπάρχεσθαι τῷ θεῷ , καθάπερ τοῖς ἄλλοις θεοῖς ἔθος
φίλου γνώμῃ παρεγένετο εἰς τὴν Σάμον . καὶ τὸν μὲν ψάλτην εὔκνημον ὄντα λευκοὺς ὑπενέδυσε χιτῶνας καὶ ὑποδήματα , καὶ
6472721 βουτα
τόσον δέ μοι ἔφρασε μῦθον : μέλπειν μοι , φίλε βοῦτα , λαβὼν τὸν Ἔρωτα δίδασκε . ὣς λέγε :
γε μὰν ἁδεῖα : ἦλθεν ἡ ἡδυτάτη καί φησι : βοῦτα , ὑπ ' ἀργαλέου ἐλυγίχθης Ἔρωτος καὶ ἐκάμφθης ;
6468661 παλαμας
, ἐπιβρομέουσα θυέλλαις , δοῦπον ἐρευγομένη καναχηδέος ἀνθερεῶνος . καὶ παλάμας ἔστρεψεν ὀπίστερος Ἀγγελιώτης ὁλκῶν ἠνεμόφωνον ἐπισπεύδουσαν ἐρύκων , ὀρνυμένην
ἀπὸ τοῦ λόφου τούτου πίδακας ἐκδιδόναι ἑκατὸν καὶ ταύτας καλεῖσθαι παλάμας Βριάρεω . Α . . , : οὐδὲ ὁ
6463627 δακρυοεις
δέ που Παλλάδι ξανθᾷ μέλει . Τὸν δὲ προσέφα Μελέαγρος δακρυόεις : Χαλεπὸν θεῶν παρατρέψαι νόον ἄνδρεσσιν ἐπιχθονίοις . Καὶ
ὥρμαινε νέεσθαι : ἀλλά μιν εἰσέτι μητρὸς ἐνὶ μεγάροισιν ἔρυκε δακρυόεις ὀαρισμὸς ἐπισπεύδοντα πόδεσσιν . Ὡς δ ' ὅτε τις
6462693 κουσι
μέν εἰσι χρηστοὶ καὶ δοκοῦσιν , οἱ δὲ δο - κοῦσι μέν , εἰσὶ δ ' οὔ . ταὐτὸν δὲ
. ΛΩΤΟΦΑΓΟΙ . Τὰ δὲ ἔξω τῆς Σύρτιδος παροι - κοῦσι Λίβυες Λωτοφάγοι ἔθνος μέχρι τοῦ στόματος τῆς ἑτέρας Σύρτιδος
6460196 Ἀριστιωνος
εἰρημένον τρόπον κατελύθη . Ἐπ ' ἄρχοντος δ ' Ἀθήνησιν Ἀριστίωνος Ῥωμαῖοι κατέστησαν ὑπάτους Τίτον Κοΐντιον καὶ Αὖλον Κορνήλιον Κόσσον
δεῖ γάρ με καὶ ταῦτα ὑμᾶς διδάξαι . Κατηγορήσειν ἔμελλον Ἀριστίωνος καὶ Φιλίνου καὶ Ἀμπελίνου καὶ τοῦ ὑπογραμματέως τῶν θεσμοθετῶν
6457557 πλαταν
ἄνθος ἀτιζόμενος πώλων , Σιμόεντι δ ' ἐπ ' εὐρείται πλάταν ἔσχασε ποντοπόρον καὶ ναύδετ ' ἀνήψατο πρυμνᾶν καὶ χερὸς
Ἰὼ γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας , ἅλιον ὃς ἐπέβας ἑλίσσων πλάταν , σέ τοι , σέ τοι μόνον δέδορκα πημονὰν
6457516 Λυσικρατην
. . . . κράστις : Δείναρχος ἐν τῷ πρὸς Λυσικράτην . κράστις ἐστὶν ἡ πόα , ὡς καὶ Ἀριστοφάνης
ἀπολογία : ᾤμην μὲν ἐγώ , ὦ ἄνδρες . Πρὸς Λυσικράτην ὑπὲρ Νικομάχου βλάβης : ἄνδρες δικασταί , ὅτι μὲν

Back