] μικράν ὠδῖνα ] ᾠά , ἐν οἷς ἐγκυμονοῦνται οἱ ὀρτάλιχοι , τὰ τῶν ἀλεκτορίδων ἔκγονα ὠδῖνα ] κύησιν ,
λεύκιππος ἀνατρέχοι ἐς Διὸς Ἀώς , οὔθ ' ὁπόκ ' ὀρτάλιχοι μινυροὶ ποτὶ κοῖτον ὁρῷεν , σεισαμένας πτερὰ ματρὸς ἐπ
7017678 ὀξυγαλα
ἱππάκη : Σκυθικὸν βρῶμα ἐξ ἱππείου γάλακτος : οἱ δὲ ὀξύγαλα ἱππεῖον , ὧι χρῶνται Σκύθαι . πίνεται δὲ καὶ
. γαϲτὴρ δὲ ἡ μὲν ψυχρὰ οὐ πέπτει καλῶϲ τὸ ὀξύγαλα , τῇ δὲ ϲυμμέτρωϲ ἐχούϲῃ δύϲπεπτον μέν , οὐ
6950772 βωλιται
πάντα σπλάγχνα ζῴων , ὠὰ ταγηνιστά , τυροὶ παλαιοί , βωλῖται , ἀμανῖται , τῆλις , φακή , τίφαι :
τοῖϲ ἀλεκτρυόϲιν : ἐγκέφαλοϲ νωτιαῖοϲ ϲπλὴν ὠὰ τηγανιϲτὰ τυροὶ ἁπαλοὶ βωλῖται ἀμανῖται τῆλιϲ φακὴ βρόμοϲ : ἐρέβινθοϲ οὐκ εὔχυμοϲ :
6928143 ἑφθοι
δ ' ὁ σεμιδαλίτης , καὶ τρίτος ὁ συγκομιστός . ἑφθοὶ πυροί , σεμίδαλις , χόνδρος . κύαμοι σαρκοῦσι τὴν
δὲ θήλεις μονοχρώματοί τέ εἰσι καὶ γλυκύτεροι . λαμβάνονται δὲ ἑφθοὶ καὶ τηγανιστοί : κρείττονες δ ' εἰσὶν οἱ μέχρι
6913487 τυροι
τίφης καὶ τῶν ἄλλων τῶν μοχθηρῶν σπερμάτων οἵ τε ἁπαλοὶ τυροὶ καὶ φακὸς καὶ βῖκος καὶ τῶν οἴνων οἱ παχεῖς
πλήϲμιον : ἔριφοϲ δὲ οὐ πάντῃ κακόϲ , γάλα καὶ τυροὶ κεφαλαλγέεϲ . ἰχθύων οἱ πετραῖοι ἠδὲ ὁκόϲοι κατὰ χώρην
6893948 τιφαι
τυγχάνει : τὰ μὲν γὰρ σιτώδη , οἷον πυροὶ κριθαὶ τίφαι ζειαὶ τὰ ἄλλα τὰ ὁμοιόπυρα ἢ ὁμοιόκριθα : τὰ
παλαιοί , βωλῖται , ἀμανῖται , τῆλις , φακή , τίφαι : βρόμος ὅ τε ἀπὸ τούτων ἄρτος οὐκ εὔχυμος
6838128 λαθυροι
δ ' ὑπάρχουσι τῶν ἀφύσων τε καὶ φυσωδῶν φάσιλοι , λάθυροι , ὦχροι , ἄρακοι . Ἐρέβινθοι , θέρμοι ,
ἐστι τῶν ὀλιγοτρόφων τε καὶ πολυτρόφων φάσιλοι , ὦχροι , λάθυροι , ἄρακοι . καὶ σῦκα οὐχ ὁμοίως ταῖς ἄλλαις
6831403 βαλανινον
καρπός , ἔλαιον ὠμοτριβές , ἔλαιον μύρσινον , σησάμινον , βαλάνινον , ὑοσκυάμινον , ἐλατίνη μετρίως , ἑλξίνη ἡ καὶ
, ϲειροῦμεν : παχὺ γὰρ γίνεται ψυχόμενον . Καὶ τὸ βαλάνινον δὲ παραπληϲίωϲ τῷ ἁπλῷ ἀμυγδαλίνῳ γίνεται ἀπὸ τῶν ἐν
6829167 καρκινοι
θάλατταν : καὶ οἱ κάραβοι καὶ οἱ ἀστακοὶ καὶ οἱ καρκίνοι καὶ τἆλλα τὰ τοιαῦτα , ὥστε μὴ μεγάλης ἄγαν
τὴν παχυτάτην ὓλην . ἐκ γὰρ μελαίνης χολῆς ζεούσης οἱ καρκίνοι πεφύκασι συνίστασθαι , καὶ εἰ δριμύτερόν τι τύχῃ ,
6819023 τηγανιστα
. ἐγκέφαλος , νωτιαῖος , καλλῶσον , σπλήν , ὠὰ τηγανιστά , τυροὶ ἁπαλοί , βωλῖται , ἀμανῖται , τῆλις
, γλαῦκοι , ζύγαιναι , γόγγροι , ὠὰ ἑφθά , τηγανιστά , τυροὶ ἑφθοί , ἄλφιτα , τίφαι , βρόμος
6818147 πιονες
τρόπον ἢ φακὴ ὁμοῦ τῷ αἰγείῳ λίπει ἢ φοίνικες οἱ πίονες , καὶ γίνεται κλυσμὸς ἀπὸ τούτων . Κόμμι ἢ
καθ ' ἑκάστην ἤσθιε τὴν ἡμέραν : ἦσαν δὲ χῆνες πίονες ἐκείνῳ καὶ οἶνος ἡδὺς καὶ φασιανοί . ἔβλεπέ τε
6808426 φακοι
: ὅπου μὲν γὰρ κατὰ τὸν τοῦ κοσκίνου δῖνον διακριτικῶς φακοὶ μετὰ φακῶν τάσσονται καὶ κριθαὶ μετὰ κριθῶν καὶ πυροὶ
, ὑπέρινον ἰσχναίνει καὶ ὕπνος πουλύς . Ψυχρότατον βρῶμα , φακοὶ , κέγχροι , κολοκύνται . Ἕλκεα ἐκφύουσιν , ἢν
6806881 ἰντυβοι
ὡς ἐν λαχάνοις , αἷμα γεννᾷ , καὶ μετὰ ταύτην ἴντυβοι . οἱ εὐώδεις οἶνοι εὔχυμοι : τῶν εὐχυμοτάτων δ
οὐ μὴν κακόχυμός γέ ἐστιν , ὡς ἔφην . Οἱ ἴντυβοι ταῖς θρίδαξι παραπλησίαν ἔχουσι δύναμιν , ἀπολειπόμενοι καὶ καθ
6786902 κυαμοι
πυροὶ , κριθαὶ , λάθυροι , ὦχροι , φακοὶ , κύαμοι , ζειαὶ , βρόμος , παλάθιον , μέλι ,
τράχουροι ὠὰ ἑφθὰ ὀπτὰ τηγανιϲτὰ τυροὶ ἑφθοὶ ἄλφιτα τίφαι βρόμοϲ κύαμοι δόλιχοι φάϲιλοι λάθυροι ἐρέβινθοι ὄρυζα θέρμοι μελίνη κέγχροϲ καὶ
6775960 ἀμανιται
ζῴων , ὠὰ ταγηνιστά , τυροὶ παλαιοί , βωλῖται , ἀμανῖται , τῆλις , φακή , τίφαι : βρόμος ὅ
μὲν βωλῖται ἀβλαβέϲτεροι καὶ ἄποιοι καλῶϲ ἑψηθέντεϲ , οἱ δὲ ἀμανῖται δευτέραϲ εἰϲὶ τάξεωϲ . τῶν δὲ ἄλλων μυκήτων ἀπέχεϲθαι
6759584 πολυποδες
ἰχθύων . τὰ δὲ ὀπτώμενα χείρονα . μαλάκεια δὲ οἷον πολύποδες καὶ σηπίαι τὴν σάρκα δύσπεπτον ἔχει . διὸ καὶ
σπέρμα , τὰ καλούμενα μαλάκια , τευθίδες , σηπίαι , πολύποδες , οἱ κητώδεις τῶν ἰχθύων . ἱκανῶς δὲ παχύχυμα
6742899 λιπαροι
ἤρθη τὰ σπλάγχνα σκιρρούμενα καὶ οἰδισκόμενα καὶ φλεγμαίνοντα . οἱ λιπαροὶ φοίνικες ἐμφρακτικοί . πάντα δ ' ὅσα δι '
ἔχουσιν οἱ καρποὶ τῷ ξυλώδεις ἢ γεώδεις ἢ ξηροὶ ἢ λιπαροὶ τὴν φύσιν εἶναι . δυσκατεργαστότεροι γὰρ οἱ τοιοῦτοι διὸ
6733286 ἀπιοι
ἐπὶ τῷ καταβάντι στρατεύματι προεῖπεν Ἀγησιλάῳ πόλεμον , εἰ μὴ ἀπίοι ἐκ τῆς Ἀσίας , οἱ μὲν ἄλλοι σύμμαχοι καὶ
ἄδην εἶχεν , ὁ μὲν ᾔτει τὸν ἵππον , ὡς ἀπίοι ἐπὶ τὸ βασιλέως στράτευμα : οἱ δὲ γυναῖκας εὐπρεπεῖς
6720785 πετραιοι
ἄβρομα καὶ ὄρεια , ὠὰ ἀλεκτορίδων ἁπαλά , ἰχθύων οἱ πετραῖοι καὶ οἱ ἁπαλόϲαρκοι , ἐχῖνοι δὲ θαλάττιοι πλεῖϲτον προὔχουϲιν
' ὀνίσκοι , βάκχοι , σκιάδες . ἔτι οἱ μὲν πετραῖοι , οἱ δὲ πελάγιοι τροφιμώτεροι : οἱ δὲ παρ
6690197 δολιχοι
κυάμων τρέφουσι μᾶλλον , φάσιλοι καὶ ὦχροι τήλεως πλέον . δόλιχοι , οὓς λοβοὺς καὶ φασιόλους καλοῦσι , τρέφουσι πισσῶν
μὲν ἧσσον , διαχωρέουσι δὲ μᾶλλον . Ὠχροὶ δὲ καὶ δόλιχοι διαχωρητικώτεροι τουτέων , ἧσσον δὲ φυσώδεες , τρόφιμοι δέ
6684882 φασιλοι
' αὐτῶν ἄρτοι , κύαμοι , ὦχροι , δόλιχοι , φάσιλοι , λάθυροι , ἄρακοι , ἐρέβινθοι , ὄρυζα ,
μᾶλλον ὀπτά , καὶ ἔτι μᾶλλον ταγηνιστά , θέρμοι , φάσιλοι , πισσοί , σήσαμον , ἐρύσιμον , βάλανοι ,
6684164 παγουροι
ὅταν ἤδη τὸ πρότερον ἁλμυρὸν φαίνηται . καὶ ἀστακοὶ καὶ πάγουροι , καρκῖνοι τε καὶ κάραβοι καὶ καρίδες , ὅσα
δύναμιν τοῦ βλάβους ἤως τῆς νόσου : οὕτως οὗτοι οἱ πάγουροι δεδιότες ἢ μετὰ φόβου ἀνορμῶσιν ἐν τοῖς ὀστράκοις αὐτῶν
6681183 ταγηνιστα
, λάμιαι , αἰετοί , ὠὰ ἑφθά , ὀπτά , ταγηνιστά , πυροὶ ἑφθοί , ὁ καλούμενος τράγος . τὸ
, καλλῶσον , σπλήν , πάντα σπλάγχνα ζῴων , ὠὰ ταγηνιστά , τυροὶ παλαιοί , βωλῖται , ἀμανῖται , τῆλις
6679113 σκορπιοι
δὲ τῷ χαλαζήεντα εἶδος ἀντὶ γένους παρέλαβεν : εἰσὶ γὰρ σκορπίοι χαλαζήεντες διὰ τὸ τοὺς δεδηγμένους ὑπ ' αὐτῶν ἱδροῦν
ἀνθρώπου ῥαινόμενος ἀσθενὴς καὶ ναρκώδης ὁρᾶται . γίνονται δὲ οἱ σκορπίοι οὐ μόνον ἐξ ἀλλήλων , ἀλλὰ καὶ ἀπὸ σεσημμένων
6653216 καραβοι
. Μνησίθεος δ ' ὁ Ἀθηναῖος ἐν τῷ περὶ ἐδεστῶν κάραβοι , φησί , καὶ καρκίνοι καὶ καρῖδες καὶ τὰ
ὅμοια , ἀστακοί , πάγουροι , καρκῖνοι , καρίδες , κάραβοι καὶ ὅσα τοιαῦτα καὶ τὰ μαλάκια καλούμενα , πολύποδες
6610330 κοχλιοι
γὰρ πέττονται ῥᾳδίως οὔτε ἄλλων σιτίων πεπτικόν εἰσι φάρμακον . κοχλίοι δύσπεπτοι , ὀξύγαλα , καὶ μάλιστα τοῖς ψυχρὰν ἔχουσι
καὶ κράμβη καὶ τῶν θαλαττίων σχεδὸν ἁπάντων τὰ ὀστρακόδερμα καὶ κοχλίοι σύνθετον ἔχουσι τὴν φύσιν ἐξ ἐναντίων δυνάμεων : αὐτὸ
6601037 σχαδονες
. . ὦτα , λαγώς , σκόμβροι , σησαμίδες , σχάδονες . αὔριον αὐτὰ καλῶς λογιούμεθα . νῦν δὲ πρὸς
τό τε σκύφος : ὅπερ ὑπέσχου ποτήριον . σχαδόνων : σχάδονες τὰ τῶν κηφήνων κηρία . . . . ὥς
6600827 ζειαι
κριθαὶ , λάθυροι , ὦχροι , φακοὶ , κύαμοι , ζειαὶ , βρόμος , παλάθιον , μέλι , ἔλαιον ,
: τὰ μὲν γὰρ σιτώδη , οἷον πυροὶ κριθαὶ τίφαι ζειαὶ τὰ ἄλλα τὰ ὁμοιόπυρα ἢ ὁμοιόκριθα : τὰ δὲ
6598923 ὠμοτεροι
ἐγκεφάλουϲ ὑείουϲ ὀπτηθένταϲ ἀκριβῶϲ ἢ καλῶϲ ἡψημένουϲ : οἱ γὰρ ὠμότεροι ἐϲχάτωϲ βλάπτουϲι . καὶ ὅλωϲ ἅπαντα πρακτέον ὑπὲρ τοῦ
, κίτριον , ὤκιμον , γογγυλὶς ἡ ὠμοτέρα , βολβοὶ ὠμότεροι , σταφυλῖνος , δαῦκος , κάρω καὶ πᾶσαι αἱ
6594987 σηπιαι
παρὰ χεῦμα Βαφύρα : καὶ ἐν Ἀμβρακίῃ παμπληθέας ὄψει . σηπίαι Ἀβδήροις τε Μαρωνείῃ τ ' ἐνὶ μέσσῃ . τοὺς
σηπίαις : ἀπρόσλογος δὲ ἡ εἰκασία . λευκαὶ γὰρ αἱ σηπίαι . . ἐσταθευμέναις δὲ , ἐξ ἐπιπολῆς ὀπτηθείσαις .
6592634 γογγροι
δράκοντεϲ , γαλιώνυμοι , ϲκορπίοι τράχουροι τρίγλαι ὀρφοὶ γλαῦκοι ζύγαιναι γόγγροι φάγροι καὶ ὅϲα ἄλλα τῶν ἐν θαλάττῃ κητώδη ζῷα
τις νεφώδους ὄψις κίονος τοῖς πόρρωθεν ἀφορῶσι : καὶ οἱ γόγγροι δὲ ἀποθηριοῦνται πολὺ τῶν παρ ' ἡμῖν ὑπερβεβλημένοι κατὰ
6589053 ὠχροι
πολιορκίας καὶ τῆς τῶν ἐπιτηδείων πρὸς τροφὴν στερήσεως ἰσχνοὶ καὶ ὠχροὶ ἦσαν καὶ δυσειδεῖς . Ἔοικα τῷ τοὺς ἅλας καὶ
ἀσθενεῖς γίνονται , καὶ ξηροὶ , καὶ λεπτοὶ , καὶ ὠχροὶ , καὶ κοιλοφθαλμιῶντές εἰσιν οἱ οὕτω διακείμενοι . Εἰ
6586860 ὀπτοι
σφαιρία ἢ σέσελι ἢ πέπερι ἢ καρκίνοι ποτάμιοι ἑφθοὶ ἢ ὀπτοί . Μηλέας φύλλα κόψας καὶ ἀποθλίψας δίδου τὸν χυλὸν
, χορίων , πυρῶν , καρύων , χόνδρου . κάραβοι ὀπτοί , τευθίδες ὀπταί , κεστρεὺς ἑφθός , σηπίαι ἑφθαί
6584824 μελινη
λεῖα μεθ ' ἁλῶν ὀλίγων καταπλαϲϲομένη . Ἔλυμοϲ καλεῖται καὶ μελίνη : Ἐϲτὶ δὲ ἐκ τῶν ὀϲπρίων ὅμοιον κέγχρῳ τήν
: Αἰητίνη : Ἀδρηστίνη Εὐηνίνη : Μενεκίνη ἡ πόλις : μελίνη κέγχρος : χοιρίνη ἡ δικαστικὴ ψῆφος Καρίνη ἡ πόλις
6570979 ἀτραφαξυς
πηγνύντα ἐπέχει τὸ σπέρμα , οἷον θριδακίναι καὶ βλίτα , ἀτράφαξυς , κολοκύνθη , μόρα , μηλοπέπονες , σίκυες :
ἐξυγραίνει ἀνδράχνη , αὐτή τε καὶ ὁ χυλὸς αὐτῆς , ἀτράφαξυς , βλίτον , κολοκύνθη , μηλέας Ἀρμενιακῆς ὁ καρπός
6570883 καρδαμα
' , ᾠά , φακῆ , τέττιγες , ὀποί , κάρδαμα , σήσαμα , κήρυκες , ἅλες , πίνναι ,
ἥλιον , ἵνα μὴ ἕλκῃ τὴν ἰκμάδ ' ἐς τὰ κάρδαμα . Ἀζύμου κράσεως , ἀντὶ τοῦ τῆς γλίσχρας .
6552108 κρανια
ὁ συκάμινος , συκάμιν ' , ὁρᾷς , φορεῖ , κρανία , μέσπιλα . τῶν δ ' ἀκάρπων δρῦςτάχα δ
ἀμπέλου , μύρτα , μέσπιλα , τέρμινθος , δρυοπτερίς , κρανία , ἐφήμερον , βάλανος ἡ δρυΐνη , ἀγρίου λαπάθου
6548512 λειοβατοι
σμύραιναι : [ καὶ ] τρυγόνες δὲ καὶ ῥίναι καὶ λειόβατοι καὶ νάρκαι καὶ βατίδες μικρὸν μέν τι ὑπόμυξον ἔχουσι
, τευθίδες καὶ πάντα τὰ καλούμενα μαλακόδερμα , βάτοι , λειόβατοι , ῥῖναι , δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι ,
6543022 βολβοι
γραμματείων ἤσθιον . ἀκροκώλι ' , ἀρτοί , κάραβοι , βολβοί , φακῆ πτισάνην διδάσκεις αὐτὸν ἕψειν ἢ φακῆν ;
ἄμητες , πράσα , γήτειον , κρόμμυα , φύστη , βολβοί , καυλοί , σίλφιον , ὄξος , μάραθ '
6540958 ἐρεβινθοι
' ὅθ ' ὁ Μῆδος ἀφίκετο ; Σαπφώ : χρύσειοι ἐρέβινθοι ἐπ ' ἀιόνων ἐφύοντο . Θεόφραστος δ ' ἐν
ἐϲφιγμένῃ καὶ πυκνῇ ϲαρκί , ἀλλὰ χαυνοτέρᾳ μᾶλλον . καὶ ἐρέβινθοι τρέφουϲι μᾶλλον , φάϲιλοι καὶ ὦχροι τήλεωϲ πλέον .
6539652 ἀγρυπνοι
τέχναι αἵ τε ἄλλαι καὶ οἱ τὸν χαλκὸν ἐλαύνοντες , ἄγρυπνοί τε αὐτοὶ καὶ ἀγρυπνίας οἷς προσήκουσιν αἴτιοι διψῶντες μὲν
ἀποστάζει , καὶ ἡ γλῶσσα τραχύνεται καὶ μελαίνεται , καὶ ἄγρυπνοί εἰσι καὶ ἀσηροὶ καὶ παράληροι , τό τε πνεῦμα
6534505 κοκκυγες
μαλακόδερμα , βάτοι , λειόβατοι , ῥῖναι , δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι , σκορπίοι , τράχουροι , τρίγλαι ,
ἐν τῷ περὶ ἰχθύων . ΚΟΚΚΥΓΕΣ . Ἐπίχαρμος : κἀγλαοὶ κόκκυγες , οὓς παρσχίζομες πάντας , ὀπτᾶντες δὲ χἀδύναντες αὐτοὺς
6533596 κρανειαι
εὐθαλέεσσι κατάσκιον , ᾧ ἔνι πολλαί δάφναι τ ' ἠδὲ κράνειαι ἰδ ' εὐμήκεις πλατάνιστοι : ἐν δὲ πόαι ῥίζῃσι
σχαδόνες , βότρυες , σῦκα , πλακοῦντες , μῆλα , κράνειαι , ῥόαι , ἕρπυλλος , μήκων , ἀχράδες ,
6527071 ἀμητες
; ναί . τοῦτ ' ἐκεῖν ' ἔστιν σαφῶς : ἄμητες , οἶνος ἡδύς , ᾠά , σησαμαῖ , μύρον
, ἀχράδες , κνῆκος , ἐλᾶαι , στέμφυλ ' , ἄμητες , πράσα , γήτειον , κρόμμυα , φυστή ,
6525444 ῥιναι
τακερὸν ἐν αὑτοῖς ἔχειν . βάτοι δὲ καὶ λειόβατοι καὶ ῥῖναι καὶ πάντα ὅσα τοιαῦτα σκληρότερα καὶ δυσπεπτότερα καὶ τροφὴν
καὶ πάντα τὰ καλούμενα μαλακόδερμα , βάτοι , λειόβατοι , ῥῖναι , δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι , σκορπίοι ,
6524756 ἁπαλοι
, ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν καλάμων , οἱ ὄντες μὲν χλωροὶ ἁπαλοί εἰσι , ξηραινόμενοι δὲ σκληροὶ γίνονται . εὐφήμως οὖν
κρύπτουσιν ὥστε ἐπιβολὴν ἔχοντες καὶ βρεχόμενοι ἀμφοτέρως εὐτραφεῖς γίνονται καὶ ἁπαλοί . Καὶ περὶ μὲν ἀμπέλων ἱκανῶς εἰρήσθω . Πάντων
6513780 Σιτια
εὔφοροί εἰσι πρὸς συνουσίαν καὶ ξηρότεραι τῷ παντὶ σώματι . Σιτία μὲν οὖν ὑγρότερα ταύταις ἐπιτήδεια , λαχάνων μὲν θριδακίναι
γῆς ἔντερα ἑφθὰ , μετὰ χυλοῦ τινος τῶν προειρημένων . Σιτία δὲ προσφέρεσθαι τὰ εὔχυμα , καὶ ἄδηκτα , καὶ
6503220 νωθροι
καυστικοὶ , ἀκρίτως δὲ περιψύχοντες , διὰ ταχέων περικαέες , νωθροὶ , κωματώδεες , σπασμώδεες , ὀλέθριοι . Οἱ κωματώδεες
κατὰ , κατὰ τὰς ὁδοὺς , κατὰ τὰς πορείας . νωθροὶ δὲ κέλευθα : βραδέως εἰλοῦνται ἐν τῇ πορείᾳ ,
6484156 τραχουροι
ῥῖναι , δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι , σκορπίοι , τράχουροι , τρίγλαι , ὀρφοί , γλαῦκοι , ζύγαιναι ,
ῥῖναι , δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι , σκορπίοι , τράχουροι , τρίγλαι , ὀρφοί , γλαῦκοι , ζύγαιναι ,
6481688 θρισσαι
λεγόμεναι χαλκίδες καὶ οἱ τράγοι καὶ αἱ ῥαφίδες καὶ αἱ θρίσσαι ἀχυρώδεις καὶ ἀλιπεῖς καὶ ἄχυλοι . Ἐπίχαρμος δ '
ὄνοι , βατίδες , ψῆτται , γαλεός , κόκκυξ , θρίσσαι , νάρκαι , ῥίνης τεμάχη , σχαδόνες , βότρυες
6476380 ἐδωδην
. . . . ὅς τέ μοι ὕπνον ἀπεχθαίρει καὶ ἐδωδὴν . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι ἀπεχθαίρει ἀντὶ
εἰσιν ἀπληστίας ὑπηρέται καὶ ὑπουργοί , πάνθ ' ὅσα πρὸς ἐδωδὴν τέμνοντές τε καὶ λεαίνοντες καὶ τὸ μὲν πρῶτον γλώττῃ
6460977 θυννιδες
σκόμβροι , κολίαι , λεβίαι , μύλλοι , σαπέρδαι , θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ καὶ κωρυκίς , ἣ καὶ τοὺς
σηπίαι ἑφθαί , μύραιν ' ἑφθή , κωβιοὶ ἑφθοί , θυννίδες ὀπταί , φυκίδες ἑφθαί , βάτραχοι , πέρκαι ,
6460080 τρυχνος
κράμβη , τεῦτλα , λάπαθον , ὀξυλάπαθον , ἀνδράχνη , τρύχνος , ῥάφανος , γογγυλίς , νάπυ , κάρδαμον ,
τῶν κυβευόντων . ἀστράγαλοι : οἱ ἀστέρος δίκην ἀγλαΐζοντες . τρύχνος : βοτάνη ἱκανῶς μαλακή . τάσσεται δὲ ἐπὶ τρυφερότητος
6454430 γογγυλις
οἱ γλυκεῖς φοίνικες , σταφίδες αἱ γλυκεῖαι καὶ λιπαραί , γογγυλίς , βολβοὶ τροφιμώτατοι , καὶ μᾶλλον δίσεφθοι . μέλι
ὁ ἥμερος ὁ ἀπὸ τῆς κράμβης ἐκκαυλούμενος . κολοκύντη , γογγυλίς , πυροί , κριθαί , ὄσπρια , κατερεικτά ,
6442528 λαγεια
, ἔλυμον ἤτοι μελίνη , κέγχρος , τηγανιστὰ πάντα , λάγεια κρέα , οἶνος ὁ αὐστηρὸς καὶ μέλας ἄνευ γλυκύτητος
ἐπέχει , ἔλυμος ἤτοι μελίνη , κέγχρος , ταγηνιστά , λάγεια κρέα , οἶνος ὁ αὐστηρὸς καὶ μέλας ἄνευ γλυκύτητος
6435527 πεπονες
, κινάρα , καὶ μᾶλλον ὅταν σκληροτέρα γένηται , σίκυοι πέπονες , μηλοπέπονες δ ' ἧττον . κολοκύντη τούτων μὲν
πιφαύσκω , ὅτι καὶ τὸ παρ ' Ὁμήρῳ „ ὦ πέπονες „ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν πεποίηται ὡς ἀπὸ τοῦ φόνου μεταπεσόντος
6435137 πουλυϲ
. ὕπνοϲ πουλὺϲ κακόν , κακὸν δὲ καὶ ἀϋπνίη : πουλὺϲ μὲν γὰρ ναρκᾷ τὰϲ αἰϲθήϲιαϲ τῆϲ κεφαλῆϲ ἀτμῶν πλημύρᾳ
τῇ θεραπείῃ καὶ τῆϲ ἐϲ αὖθιϲ τάδε γιγνώϲκω . ὕπνοϲ πουλὺϲ κακόν , κακὸν δὲ καὶ ἀϋπνίη : πουλὺϲ μὲν
6427998 σικυοι
ἄκανθα δὲ τοὺς καρποὺς ἐπὶ γῆς κεχυμένη , καθάπερ οἱ σίκυοι , πλήρης ἦν ὀποῦ : τούτου δὲ ῥανίδες εἰς
πεφθῆναι , ὁ τῆς τερμίνθου καρπὸς κακόχυμος , κινάρα , σίκυοι πέπονες , μηλοπέπονες δ ' ἧττον : κολοκύντη τούτων
6425614 βαιους
. παρείη : παρατύχοι . Ἰχθυόεν : ἕλκον ἰχθῦς . βαιούς : μικρούς : ἐνταῦθα τίσιν ἰχθύσιν οἱ μεγάλοι ἀγρεύονται
διαινομένοισι περιτρέφεται γλαγόεσσα μύξα θαλασσαίη , τῆς ἵμερος ἰχθύας ἕλκει βαιούς , οὐτιδανούς , λίχνον γένος : οἱ δ '
6421942 ϲταφυλην
τινὰ τουτέων κτείνει . τοιάδε μέντοι ἐϲτί , ἣν καλέομεν ϲταφυλήν τε καὶ κιονίδα . ἄμφω γὰρ ξὺν φλεγμαϲίῃ καὶ
κοιλίαϲ τοῦ ϲταφυλοκαύϲτου πληρώϲαντεϲ τοῦ καυϲτικοῦ φαρμάκου , καθάπερ τὴν ϲταφυλήν , οὕτω καὶ τὰϲ αἱμορροΐδαϲ ἔκαιον . Τὸ ἐν
6421286 γαλεωνυμοι
βάτοι , λειόβατοι , ῥῖναι , δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι , σκορπίοι , τράχουροι , τρίγλαι , ὀρφοί ,
καὶ ὅσα τοιαῦτα οὐκ εὔχυμα . δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι , σκορπίοι τε καὶ τράχουροι , τρίγλαι , ὀρφοί
6417193 ἀνδραφαξυς
παραπλέκεται καὶ τῶν λαχάνων τῶν ἑφθῶν τινα , βλίτον , ἀνδράφαξυς , καὶ τῶν ὠμῶν ἀνδράχνη καὶ μέση ῥαφανίς .
, θριδακίνη , ἴντυβοι : μαλάχη δὲ καὶ βλίτα καὶ ἀνδράφαξυς ὑδατωδέστατα λαχάνων ἐστίν . κύαμοι χλωροὶ ὑγραίνουσιν , ἐρέβινθοι
6416098 πισσοι
, καὶ ἔτι μᾶλλον τηγανιστά , θέρμοι , φάσιλοι , πισσοί , σήσαμον , ἐρύσιμον , βάλανοι , μῆλα καὶ
δὲ κύαμοί τε καὶ ἐρέβινθοι καὶ ὦχροι καὶ δόλιχοι καὶ πισσοί , πνεύματος ὑποπιμπλάντες καὶ τῷ ἀφθόνῳ τῆς τροφῆς .
6415132 κιχλη
ἅμα ἐπὶ τὸ τάγηνον σίζον ἐπεισιὼν φέρω . ΤΡΙΓΛΗ , κίχλη διὰ τοῦ η . τὰ γὰρ εἰς λα λήγοντα
φαρμακίας τοῖς δὲ ἐρρωμένοις δόλους καὶ ἐπιβουλὰς σημαίνουσιν , οἷον κίχλη φυκὶς χάννος ἰουλὶς στρωματεὺς καὶ τὰ ὅμοια : ὅσοι
6412174 κολοκυνθη
τε διὰ τοῦ κεκαυμένου χάρτου καὶ ἄνηθον κεκαυμένον ξηρὸν καὶ κολοκύνθη κε - καυμένη . τοῖϲ δὲ ἀνίκμοιϲ καὶ προϲφάτοιϲ
τε διὰ τοῦ κεκαυμένου χάρτου καὶ ἄνηθον κεκαυμένον ξηρὸν καὶ κολοκύνθη κεκαυμένη . τοῖς δ ' ἀνίκμοις καὶ προσφάτοις τῶν
6412033 ποταμιοι
μέν εἰσιν οὐράνιαι , αἱ δὲ ἐπίγειοι , αἱ δὲ ποτάμιοι , αἱ δὲ λιμναῖαι , αἱ δὲ θαλάσσιαι .
αἱ ὄχθαι τῶν ποταμῶν τὰ Κυδώνια ἐκόμισσαν ἄναυροι ] φύουσιν ποτάμιοι ὄχθαι ἐν Κρήτῃ ἢ καὶ ἑτέρωθεν . ἄναυροι οἱ
6401508 πλακουντες
, ῥίνης τεμάχη , σχαδόνες , βότρυες , σῦκα , πλακοῦντες , μῆλα , κράνειαι , ῥόαι , ἕρπυλλος ,
ἐστὶν οἶσθα σύ , γύναι : σκόροδα , τυρός , πλακοῦντες , πράγματα ἐλευθέρι ' , οὐ τάριχος , οὐδ
6400928 ῥοδακινα
, καὶ μῆλα γλυκέα , σύκα λευκά , μέσπιλα , ῥοδάκινα , φοίνικας , ῥοιάς , καὶ μηλοκύδωνα , ταῦτα
τὴν σάρκα καὶ τῶν σικύων τὴν ἐντεριώνην καὶ συκάμινα καὶ ῥοδάκινα καὶ περσικὰ καὶ λουτρὰ γλυκέων ὑδάτων : τὰ γὰρ
6400283 τευθιδες
σησάμου σπέρμα , ἐρυσίμου σπέρμα , τὰ καλούμενα μαλάκια , τευθίδες , σηπίαι , πολύποδες , οἱ κητώδεις τῶν ἰχθύων
δέ . τὰ δὲ μαλάκια καλούμενα , οἷον πολύποδες , τευθίδες , σηπίαι , οὔτε διαχωρεῖ , ἀλλὰ καὶ τὰς
6399040 πολυποδεϲ
καὶ κύαμοι φρυγέντεϲ καὶ τὰ καλούμενα δὲ μαλάκια τευθίδεϲ ϲηπίαι πολύποδεϲ οἱ κητώδειϲ τῶν ἰχθύων , ἐξ ὧν εἰϲιν οἱ
μηρῷ , ὥϲπερ ζώνη καὶ τὰ κρέα αὐτοῦ ἐϲθιόμενα καὶ πολύποδεϲ θαλάττιοι καὶ ἐχῖνοι καὶ τῶν πτηνῶν οἱ ψᾶροι :
6398889 μεσπιλα
πέπειρα , ἄπιοι πρὶν πεφθῆναι , περσικά , ῥοιαί , μέσπιλα , κράνα , προῦμνα , κεράτια , ὁ τῆς
, ὁ πρῖνος ἀκύλους , ὁ κόμαρος μιμαίκυλα , κράνεια μέσπιλα . Πίνους ' ἑκάστης ἡμέρας δι ' ἡμέρας .
6391771 οἰνοι
λαχάνοιϲ αἷμα γεννᾷ καὶ μετὰ ταύτην ἴντυβοι . οἱ εὐώδειϲ οἶνοι εὔχυμοι : τῶν εὐχυμοτάτων δέ ἐϲτιν ὁ Φαλερῖνοϲ ὁ
εἰ μὴ μεταβάλοι , δοκιμώτατον κρίνουσιν . εἰώθασι δὲ οἱ οἶνοι τρέπεσθαι ἐν ταῖς τῶν τροπῶν μεταβολαῖς , καὶ ἀρχομένης
6387257 καραβος
τρέφουσι πρὸς ἀλλήλους ἡ μύραινα , ὁ πολύπους καὶ ὁ κάραβος , καὶ πῶς ἐν ἀμοιβαίοις φόνοις μετὰ πανουργίας καὶ
: χρύσοφρυς , ὃς κάλλιστος ἐν ἄλλοις ἵσταται ἰχθύς , κάραβος , ἀστακὸς αὖτε λιλαίετο θωρήσεσθαι ἐν μακάρων δείπνοις .
6383072 φακη
, ῥαφίς . ἢ πάλιν ὄψων οὕτως : ἔτνος , φακῆ , τάριχος , ἰχθύς , γογγυλίς , σκόροδον ,
οὔδ ' ἂν ἐπὶ πλεῖϲτον ἑψηθῇ . ἀφαιρεθεῖϲα δὲ ἡ φακῆ τοῦ λέμματοϲ τὸ ἰϲχυρῶϲ ϲτυπτικὸν ἀπόλλυϲι καὶ οὐχ ὁμοίωϲ
6375214 βρομος
βαρβαρικόν . βριμοῦσθαι : τὸ μετά τινος ἀπειλῆς ἐκφοβεῖν . βρόμος : κυρίως ἦχος ἐπὶ ἀνέμου καὶ ἐπὶ πυρός :
μέχρι τοῦ νῦν ἐκ τῶν χασμάτων ἐκπίπτει πνεύματος μέγεθος καὶ βρόμος ἐξαίσιος : ἐκφυσᾶται δὲ καὶ ἅμμος καὶ λίθων διαπύρων
6369670 αὐτοματοι
μεταβαλόντες , ὡς ἄρα καὶ Ἀγάθων ' ἐπὶ δαῖτας ἴασιν αὐτόματοι ἀγαθοί . Ὅμηρος μὲν γὰρ κινδυνεύει οὐ μόνον διαφθεῖραι
ἵκησθε , πῶς τῆμος βώσεσθε , δυσάμμοροι ; ἦε βαθείαις αὐτόματοι βόες ὔμμιν ἐνιζευχθέντες ἀρούραις γειοτόμον νειοῖο διειρύσσουσιν ἄροτρον ,
6364703 ἀνιγραι
καὶ οὗτος , εἶδος ἰχθύος . Μαινίδι : σμαρίδι . ἀνιγραί : λεπταὶ , ἀνιαραὶ , λυπηραὶ καὶ γλίσχραι .
: κατοικοῦσιν . ὀψιφάγοι : αἱ τὰ ὀψάρια ἐσθίουσαι . ἀνιγραί : ἐπίπονοι , ἀνίαν καὶ λύπην ἐμβάλλουσαι τῇ ἄγρᾳ
6361627 τροφιμοι
. ὧν λεπτότεραι αἱ βασιλικαὶ καὶ διαχωρητικαὶ καὶ κοῦφαι καὶ τρόφιμοι , αἱ δὲ ποτάμιαι γλυκύτεραι . οἱ δὲ μύες
οὐ διαχωρέει , ἀλλ ' ἵστησιν : ἐπὶ δὲ γάλακτι τρόφιμοι μὲν πάντες , πλὴν ἀλλὰ τὸ μὲν ὄϊον ἵστησι
6360735 βρομοϲ
ἄρτων ἐϲτίν , μέλιτοϲ δὲ προϲλαβοῦϲα ὑπέρχεται . ὁ δὲ βρόμοϲ θερμόϲ τε καὶ ὀλιγότροφοϲ . ἡ δὲ κέγχροϲ καὶ
. Πυροὶ ἑφθοὶ καὶ οἱ ἀπ ' αὐτῶν ἄρτοι τίφη βρόμοϲ τῆλιϲ οἱ γλυκεῖϲ φοίνικεϲ μῆλα τὰ μετρίωϲ γλυκέα ϲήϲαμον
6359554 σταφυλινος
γεννητική . Δαμασώνιον ῥυπτικὴν ἔχει δύναμιν . Δαῦκος ὁ καὶ σταφυλῖνος ὁ μὲν ἄγριος τοῦ ἡμέρου σφοδρότερος ἐν πᾶσι ,
, ὤκιμον , γογγυλὶς ἡ ὠμοτέρα , βολβοὶ ὠμότεροι , σταφυλῖνος , δαῦκος , κάρω καὶ πᾶσαι αἱ ῥίζαι τῶν
6358393 ζυγαιναι
σκορπίοι , τράχουροι , τρίγλαι , ὀρφοί , γλαῦκοι , ζύγαιναι , σάλπαι , γόγγροι , φάγροι , λάμιαι ,
τροφήν . Τὰ κητώδη , οἷον φάλαιναι καὶ φῶκαι καὶ ζύγαιναι καὶ δελφῖνεϲ καὶ οἱ μεγάλοι θύννοι , ϲκληρὰν καὶ
6357201 περσικα
θυλάκους ” γὰρ τὰ περὶ τοῖς σκέλεσι καὶ τοῖς μηροῖς περσικά . Γ κεντούμενοι : τοῦτο πρὸς τὴν τῶν σφηκῶν
διάστημα . περσικὴ εἶδος δένδρου , καὶ ὁ καρπὸς μῆλα περσικά , τὰ λεγόμενα βερίκοκκα : περσικὴ καὶ εἶδος ὑποδήματος
6355034 ὠμησται
πότνια μήτηρ ὄσσε καθαιρήσουσι θανόντι περ , ἀλλ ' οἰωνοὶ ὠμησταὶ ἐρύουσι , περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες . αὐτὰρ ἔμ
φωλεόν . οἳ δ ' αὖ προγεννήτειραν : οἱ δὲ ὠμησταὶ Ἕλληνες τοῖς βύκταις καὶ τοῖς ἀνέμοις θυσιάσουσι τὴν Ἰφιγένειαν
6354940 ζωμοι
καὶ τῶν θαλαττίων οὖν ἐχίνων καὶ τῶν κογχαρίων πάντων οἱ ζωμοὶ καὶ τῶν παλαιῶν ἀλεκτρυόνων ὑπάγουσιν . τὴν δὲ κράμβην
τῶν θαλαττίων δ ' ἐχίνων καὶ τῶν κογχαρίων πάντων οἱ ζωμοὶ καὶ τῶν παλαιῶν ἀλεκτρυόνων ὑπάγουσιν . τὴν δὲ κράμβην
6351978 ἑρπυλλον
ὑπαρχέτω τοῦ ὀπίου τούτου : καὶ τὸν ἐοικότα τῷ κρόκῳ ἕρπυλλον , ὁμοίως καὶ κρῆθμον καὶ χαμαικυπάρισσον ἅμα ἀννήσῳ καὶ
τὸ δαφνοειδὲς καλούμενον , ἐρέβινθοι καὶ μάλιστα οἱ κριοί , ἕρπυλλον , θύμα , κάλαμος ἀρωματικός , κάρω αὐτό τε
6344942 τρωγουσιν
Κάρηνον : εἰς . Ἐνιπρίουσι : πρίζουσιν . Δαιτρεύουσι : τρώγουσιν , ἐσθίουσιν . Ἔχονται : κρατοῦνται . Ὑπερνεμέθονται :
, οὐδ ' ὄκου χώρης οἰ μῦς ὀμοίως τὸν σίδηρον τρώγουσιν . κόσας , κόσας , Λαμπρίσκε , λίσσομαι ,
6337197 ἀχραδες
μῆλα , κράνειαι , ῥόαι , ἕρπυλλος , μήκων , ἀχράδες , κνῆκος , ἐλᾶαι , στέμφυλ ' , ἄμητες
καρπὸν ἀποβάλλει τὰ φύλλα , καθάπερ αἱ ὄψιαι συκαῖ καὶ ἀχράδες . Τῶν δ ' ἀειφύλλων ἡ ἀποβολὴ καὶ ἡ
6335146 γογγυλιϲ
ὁμοίωϲ ταῖϲ ἰϲχάϲιν : οἱ χλωροὶ φοίνικεϲ φυϲώδειϲ εἰϲί : γογγυλὶϲ ἡ ὠμοτέρα . γάλα ῥᾳδίωϲ ἐν τῇ γαϲτρὶ πνευματοῦται
γογγυλίδων εἰϲὶ καὶ τῆϲ καλουμένηϲ κάρου . ὤκιμον κακοχυμότατον , γογγυλὶϲ ἡ ὠμοτέρα , κράμβη βολβοὶ μὴ καλῶϲ ἑψηθέντεϲ ,
6332496 στιβας
φησίν . χἁ στιβάς : ὑποστρώσομεν καὶ στιβάδα πήχεως . στιβάς : στρωμνὴ ἐπὶ τῆς γῆς ἐκ φύλλων πῆχυν ἔχουσα
ἐνὶ δρυμοῖσι τὸν ἀνέρα μύρεο , Κύπρι : οὐκ ἀγαθὰ στιβάς ἐστιν Ἀδώνιδι φυλλὰς ἐρήμα . λέκτρον ἔχοι , Κυθέρεια
6330771 ἰουλοι
τε καὶ ἀκταῖοι μελάνουροι , βῶκες καὶ περόναι καὶ πετρώεντες ἴουλοι καὶ πέρκαι τρίγλαι τε πολύστικτοί τε χελῶναι μόρμυρος αἰγιαλεύς
μέτωπον . αἱ δὲ παρὰ τοὺς κροτάφους τῶν τριχῶν ἐκφύσεις ἴουλοι , χαῖται δ ' ὄπισθεν κατὰ τὸ ἰνίον .
6328151 ϲπλην
τελείων ὄρχειϲ πλὴν τῶν ἐν τοῖϲ ἀλεκτρυόϲιν : ἐγκέφαλοϲ νωτιαῖοϲ ϲπλὴν ὠὰ τηγανιϲτὰ τυροὶ ἁπαλοὶ βωλῖται ἀμανῖται τῆλιϲ φακὴ βρόμοϲ
καὶ βραδυπόρα : τὸ δὲ τῶν χοίρων ἧπαρ ἄμεινον . ϲπλὴν δὲ κακόχυμόϲ τε καὶ μελαγχολικόϲ . ὁ δὲ πνεύμων
6327534 ὁμαρτῃ
ἄνευ τοῦ ι , ἐπεὶ καὶ Ὀλυμπίαζε καὶ Ὀλυμπίαθεν . ὁμαρτῇ Ἀρίσταρχος ἄνευ τοῦ ι γράφει καὶ ὀξύνει ὡς ἀπὸ
βυσσὸν ἴῃ θοὰ κύματα τέμνων , δὴ τότε πουλὺς ὅμιλος ὁμαρτῇ ποντοπορεύων ἰχθυόεις ἕπεται , κατὰ δ ' ἅψεα λιχμάζονται
6322885 ϲικυοι
τῆϲ χρήϲεωϲ , κέγχροϲ ἔλυμον ὕδνα κολοκύνθη ἑφθὴ πέπονεϲ μηλοπέπονεϲ ϲίκυοι κοκκύμηλα ϲυκόμορα αἱ αὐϲτηραὶ καὶ ὀξεῖαι ϲταφυλαί , αἱ
καὶ ϲτρόβιλοι καλούμενοι ϲῦκα τὰ μὴ καλῶϲ πέπειρα κιτρίου ϲὰρξ ϲίκυοι καὶ μάλιϲτα πλεοναϲθέντεϲ κατὰ τὴν ἐδωδήν , μῆλα τὰ
6322196 εὐχυμοϲ
δὲ τοῦ κώνου καρπόϲ , ὃϲ καὶ ϲτρόβιλοϲ καλεῖται , εὔχυμοϲ μέν ἐϲτι καὶ παχύχυμοϲ καὶ τρόφιμοϲ , οὐ μὴν
πόματι χρηϲτέον , καὶ ἡ ϲύμπαϲα δίαιτα ὑγροτέρα τε καὶ εὔχυμοϲ παραλαμβανέϲθω . κενωτέον δὲ τὸν χολώδη χυμὸν [ ἢ
6315893 μιτρας
ἑκατὸν θύσανοι . ἀμίτρους : ἀζώστους , μὴ διαπεπαρθενευμένας . μίτρας γὰρ ἐζώννυντο , ἃς ἔλυον ὅταν ἔμελλον διαπαρθενεύεσθαι ,
κατάστειλόν με τὰ περὶ τὼ σκέλει . Κεκρυφάλου δεῖ καὶ μίτρας . Ἡδὶ μὲν οὖν κεφαλὴ περίθετος , ἣν ἐγὼ
6312158 συνοδοντες
φάγροι καὶ χρόμις καὶ ἀνθίας καὶ ἀκαρνᾶνες καὶ ὀρφοὶ καὶ συνόδοντες καὶ συναγρίδες τῷ μὲν γένει παραπλήσιοι ὑπάρχουσιν : γλυκεῖς
ἀμείνους , ὡς τρίγλαι : θέρους δὲ φάγροι τε καὶ συνόδοντες : φθινοπώρου δ ' ἥπατος παραιτητέος , κακόχυμος ὤν
6311687 ἀϲθενεεϲ
οἷϲι δὲ οὐκ ἔνεϲτι ζωοῦϲα ἡ θορή , ῥικνοί , ἀϲθενέεϲ , ὀξύφωνοι , ἄτριχεϲ , ἀγένειοι , γυναικώδεεϲ :
, κεκλιμένῳ δὲ νυϲταγμόϲ : βραδύπνοοι , ϲφυγμοὶ ἀμαυροί , ἀϲθενέεϲ , πυκνοί : πυκνότατοι δὲ ἐπὶ πάϲῃ καὶ ϲμικρῇ
6310677 τευθιδεϲ
καὶ κάραβοι καρίδεϲ καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα , πολύποδεϲ ϲηπίαι τευθίδεϲ καὶ πάντα τὰ καλούμενα μαλακόδερμα , βάτοι λειόβατοι ῥῖναι
ἡ ϲὰρξ καὶ κύαμοι φρυγέντεϲ καὶ τὰ καλούμενα δὲ μαλάκια τευθίδεϲ ϲηπίαι πολύποδεϲ οἱ κητώδειϲ τῶν ἰχθύων , ἐξ ὧν
6303750 λεπτοϲ
δίαιμα φαίνεται , ἐκκρίνεται δὲ διηνεκῶϲ ἀπ ' αὐτῶν ἰχὼρ λεπτόϲ , ὑδατώδηϲ , μέλαϲ ἢ πυρρόϲ , δυϲώδηϲ ,
ϲίϲαρον φυϲῶδεϲ μὲν καὶ ϲτομάχου ἐπαρτικόν . οἶνοϲ λευκόϲ , λεπτόϲ , γλυκὺϲ μὲν ἐγγεγράφθω , ϲτύψιόϲ τι ἔχων ,
6299096 ἀπειριτα
κρέμαται . Δυσπαίπαλος : δυσκίνητος . Λάπτει : δάκει . ἀπείριτα : χωρὶς πέρατος . Κεραΐζει : τυπεῖ , οὐτᾷ
βαρύθων ἔστη κρατερῆς ὑπ ' ἀνάγκης , δάπτει δὲ στομάτεσσιν ἀπείριτα δήϊα φῦλα βεβρυχὼς ὀδύνῃσιν : ἐπιστροφάδην δ ' ἑκάτερθεν
6297654 φαγροι
οὗτοι : ὁ θύννος ἀγρεύεται κορακίνῳ , λάβραξ καρίδι , φάγροι χάννοις , συνόδοντες βωξὶν , ἴουλοι ἱππούροις , ὀρφοὶ
τρίγλαι , ὀρφοί , γλαῦκοι , ζύγαιναι , γόγγροι , φάγροι καὶ ὅσα ἄλλα τῶν ἐν θαλάττῃ ζῴων κητώδη ,

Back