δόξω μὴ κακὸς εἶναι παιδεύειν , καὶ σοὶ ταῦτα ἂν ὀνήσαι παιδεύειν ἑλομένῳ . οὐ γὰρ ἀγνοοῦσιν οἱ ἄνθρωποι τὰ
οὖσαν εἰδὼς ἐν ἀπορρήτοις ῥοπήν , ὃ γὰρ οὐδὲν ἂν ὀνήσαι προρρηθέν , μέγα ἂν ὠφελήσαι κρυφθέν , οὐκ εἰσόδου
6145887 καταπεμψαι
τοιαύτης κακοδαιμονίας πάλιν ἐλθεῖν εἰς πεῖραν , οὐδὲ δεηθῆναι βασιλέως καταπέμψαι σφίσιν ἄνδρα , ὃς ἐγκαθίσας εἰς τὴν Βοιωτίαν καὶ
περιφερόμενος . ἐπειδὴ γὰρ δύναμιν τὸν θεὸν εἰς τὴν ὕλην καταπέμψαι φασίν , σκοπεῖν ἄξιον , πότερον ἡ δύναμις αὕτη
6011146 Πινειν
καὶ τοὺς καυλοὺς , καὶ τῆς νυμφαίας τὴν ῥίζαν . Πίνειν δὲ κατὰ ἑκάστην ἡμέραν ἀντὶ τοῦ κοινοῦ ὕδατος ὕδωρ
Τρώων πόλιν εἰσορόωντες : προενόουν γὰρ τότε τῶν Τρώων . Πίνειν οὖν λέγονται καὶ οἱ νῦν ἵπποι τὸ νέκταρ ὡς
6005868 Οὐριατθον
αὐτούς , ὅτι τοὺς δράσαντας οὐχ εὕρισκον , ὑπερήλγυνεν . Οὐρίατθον μὲν δὴ λαμπρότατα κοσμήσαντες ἐπὶ ὑψηλοτάτης πυρᾶς ἔκαιον ἱερεῖά
δώροις τε μεγάλοις καὶ ὑποσχέσεσι πολλαῖς ὑπέστησαν αὐτῷ κτενεῖν τὸν Οὐρίατθον . καὶ ἔκτειναν ὧδε : ὀλιγοϋπνότατος ἦν διὰ φροντίδα
6004925 εὐθηνιᾳ
θαλεροί . θαλέων τῶν πρὸς τὸ θάλλειν ἐπιτηδείων . θαλείῃ εὐθηνίᾳ . μεταφέρεται δὲ ἀπὸ τῶν καρπῶν . θάλος πᾶν
καὶ ἀθλίως ἀποζῶντας , μόλις τὸ ἐφήμερον ἐκπορίζοντας , ἐν εὐθηνίᾳ κοινῇ λιμὸν ἐξαίρετον ἔχοντας , ἀρετῆς αὔρᾳ , καθάπερ
5989146 ὑπομενωσι
φόβῳ μειζόνων ὑπομένουσιν αὐτῶν οἱ ἀνδρεῖοι τὸν θάνατον , ὅταν ὑπομένωσι . τῷ δεδιέναι ἄρα καὶ δέει ἀνδρεῖοί εἰσι πάντες
ἐν ὄψεσι τῶν ἁρπασάντων ἔτυπτεν , ἵν ' οἱ μὲν ὑπομένωσι διττὰς συμφοράς , πενίαν ὁμοῦ καὶ τὴν ἐν τοῖς
5983004 βραδυνουσιν
: τοῖς γεγηρακόσι . τούτους γὰρ λέγει τῷ μέλλουσι . βραδύνουσιν γὰρ ἐν τῇ ζωῇ : ἄλλως : οὐ χρὴ
γε καὶ ἡμεῖς ἐν πεδίῳ βιώσοντες , οὐδ ' ἔστι βραδύνουσιν οὐδὲν αὔταρκες . ἀλλὰ δεῖ τοῖς εὖ φρονοῦσι τοὺς
5976177 ἑωθινας
Τῷ Ἰαννουαρίῳ μηνὶ χρὴ τὰς ἀναδενδράδας κλαδεύειν , φυλαττομένους τὰς ἑωθινὰς καὶ δείλης ὀψίας ὥρας . Τῷ αὐτῷ μηνὶ χρὴ
, οὐδὲν ἐμποδὼν μὴ καθαρθῆναι μετρίως . τὰς δ ' ἑωθινὰς καθάρσεις μετ ' ὀξυμέλιτος ποιῆσαι , τῶν ἁλῶν προσμίσγων
5966229 μεινωσιν
πέτρα . ὁ μητροφόντης δ ' , ἢν δορυξένων ἐμῶν μείνωσιν ὅρκοι Πυθικὴν ἀνὰ χθόνα , δείξω γαμεῖν σφε μηδέν
εἰς τὴν πόλιν παρεμπεσεῖν , ἢ βραχύν τινα χρόνον ἐπὰν μείνωσιν , ὑπὸ τῶν βελῶν τυπτόμενοι ἀπολοῦνται . τινὰ δὲ
5955987 χειροτονουντες
ἐξέτισε τὸ ἐπίτιμον . πρεσβεύονται μὲν γὰρ οἱ τοὺς πρέσβεις χειροτονοῦντες καὶ πέμποντες : πρεσβεύουσιν δὲ οἱ χειροτονούμενοι καὶ πεμπόμενοι
τὰ λοιπὰ ἔθνη ἐπειρῶντο παρατάττεσθαι δυνάμεις τε ἀθροίζοντες καὶ στρατηγοὺς χειροτονοῦντες . Ὅτι καὶ αὖθις Ἐδέκων ἧκε πρέσβις , ἀνὴρ
5906183 ἠμασιν
ἠὲ καὶ ἰρινέοιο : μόλις δέ κε μυρί ' ἐπιτλάς ἤμασιν ἐν πολέεσσιν ἀκροσφαλὲς ἴχνος ἰήλαι ἀσφαλέως πτοιητὸν ἔχων ἑτεροπλανὲς
Τοξευτῆρα διοιχνεύοι κερόεσσα , ἢν μὲν ἐνὶ πρώτοις πέντ ' ἤμασιν αἰσυλοεργὸν δμῶ ' ἀνάγῃ , δοίη κε δίκην δρησμοῖο
5875817 Ἡττον
καὶ πᾶσαν μηχανὴν φορμάνων , ὡς οὐκ ὠφελήσουσαν ἀποστρέφεται . Ἧττον δ ' εἰς κακίαν μετὰ τὸν ἐλέφαντα , λέπρα
μᾶλλον ἂν ἀλλοιωθείη καὶ ψυχρότητος καὶ ὠμοχυμίας ὑποδείξειεν οὖρα . Ἧττον δ ' αὖ ὅσα πεπλεονέκτηκεν ἐκείνων τὴν φυσικὴν θερμότητα
5872749 ἀναλωθεν
μικρῶν μὴ παροξύνου , τὸ γὰρ ὑπὲρ τὰς τριακοσίας μυριάδας ἀναλωθὲν ἐγὼ μὲν τῷ υἱῷ ἐπιδίδωμι , ὁ δὲ υἱὸς
τινὸς ὁμοίου τε καὶ ὁμοίως . ἦν δὲ οὐδὲ τὸ ἀναλωθὲν εἴς τι τῶν σοι σωτηρίων πολύ τι . χαριεῖ
5857016 τἀπιτηδεια
εἰς οἶκον , καὶ τὸν οἰκέτην ἀπέστειλεν ἀπαγγελοῦντα τῇ γυναικὶ τἀπιτήδεια παρασκευάζειν , ὡς ἄγοντος αὐτοῦ ξένους . Ἐλθὼν δ
, πονουμένων ἐκ νυκτὸς εἰς νύκτα , καὶ μόλις ποριζομένων τἀπιτήδεια , κατοδυρομένων τε αὑτῶν καὶ πᾶσαν ἀγρυπνίαν ἀναπιμπλάντων ὀλοφυρμοῦ
5827472 πονησαντες
. ταύτας τὰς ῥίζας καὶ τὸν καρπὸν ἐσθίουσιν , οὐδὲν πονήσαντες . εἰσὶ δὲ ὀχετοὶ πολλοὶ ῥέοντες ἐκ τῶν ναμάτων
ῥιγώσαντες εἰς κυνάγχας μᾶλλον ἐτελεύτων . οἱ δὲ τῇ χειρὶ πονήσαντες ἐς χεῖρας μοῦνον παραπληγικοὶ , οἱ δ ' ἱππεύσαντες
5823669 βιουντας
ἀφίξῃ ] μέλλεις ἐλθεῖν . νομάδας ] τὸν νομαδικὸν βίον βιοῦντας . πλεκτὰς στέγας ] πεπλεγμένας οἰκίας . . πεδάρσιοι
' αὐτοῖς ὅσον χρὴ ἄνδρας πρὸς ἔπαινον καὶ δόξαν ἀγαθὴν βιοῦντας καὶ τῆς ἀρετῆς ὄντας ἀσκητάς . τὸν δὲ ἀποιχόμενον
5816858 ὑποκινειν
καὶ πρὸς τὴν θεὸν ἀναβλέπειν , καὶ ἡσυχῆ τοὺς κλάδους ὑποκινεῖν , οἷον ἱκετηρίαν τινὰ ταύτην τῇ θεῷ προτείνοντας ὑπὲρ
ἐς Σικελίαν τε καὶ ἄκραν Ἰαπυγίαν : ἤδη γὰρ καὶ ὑποκινεῖν αὐτὸν τὸ Ῥωμαίων ὄνομα προχωροῦν ἐπὶ μέγα . Ἐγὼ
5813145 μεθεμενος
, λήσῃ γὰρ ἅμ ' αὐτῷ καὶ σωρὸν ἀθρόον ἀγαθῶν μεθέμενος . ὁ μὲν γὰρ τοῦ σύμπαντος ἡγεμὼν οὐρανοῦ τε
ταὐτὸν συνήντησαν , τοσοῦτον Ἑλλησπόντιος ἑαλώκει , ὥστε , πάντα μεθέμενος , ἕτοιμος ἦν σκηνοῦσθαι παρὰ Χρυσάνθιον , καὶ νεάζειν
5789793 σπιθαμην
δῶρα : παλαιστάς . ἔστι δὲ τετραδάκτυλον μέτρον παλαιστοῦ ἤτοι σπιθαμήν ἐπὶ τρεῖς σπιθαμάς μῆκός τε καὶ ἰθύν : ἐκ
ἐκταθεῖσαι , οὐκ ἀφικνοῦνται τῶν γονάτων , ἀλλ ' ἀποδέουσι σπιθαμήν . διὸ καὶ τοῦ μακρόχειρα δόξαντα κεχρῆ - σθαι
5782637 ἀρουρων
καλῶς ἄν , φησί , μεταστήσειε τὰ φυτὰ ἀπὸ τῶν ἀρουρῶν τῶν σπειρομένων . Γ τριαινοῦν : ἠρέμα σκάπτειν καὶ
καθελκύσει . Ἀλλὰ καὶ τοῖς πλεκτοῖς τινες ἐπὶ τῶν δασειῶν ἀρουρῶν ὕπνου χρῄζοντες περιπίπτουσι λίνοις , ὅταν ἡλίου δυέντος ὁ
5779616 εἰσιθι
λιμὸν ἐκκαλουμένη . * * * * ὥστε γ ' εἴσιθι : μὴ μέλλε , χώρει : δεῖ γὰρ ἠριστηκότας
πᾶν ἀγάλλεται , δείπνου προφήτην λιμὸν ἐκκαλουμένη . ὥστ ' εἴσιθι : μὴ μέλλε , χώρει . δεῖ γὰρ ἠριστηκότας
5778506 φιλοδεσποτον
καθάπερ ἐν δανείοις ἀπόδοσιν , καὶ θεράπουσι μὲν εἰς ὑπηρεσίαν φιλοδέσποτον , δεσπόταις δ ' εἰς ἠπιότητα καὶ πρᾳότητα ,
βασιλέως . ἀπίωμεν πρὸς αὐτήν : ἄγε με , Πλαγγόνιον φιλοδέσποτον . ” Ἀναδραμὼν δὲ εἰς τὰ ὑπερῷα τὸ μὲν
5778390 ὁρμησωσιν
ὡς ἐν πολέμῳ στρατιῶται τραπῶσιν οἱ ἐλέφαντες καὶ ἐς φυγὴν ὁρμήσωσιν , οὐ φεύγουσι διῃρημένοι οὐδὲ καθ ' ἕνα ,
τεταμένον καὶ φερόμενον , ὥσπερ αἱ γέρανοι , ὅποι ἂν ὁρμήσωσιν , ἀποτείνασαι ἑαυτὰς πέτονται , Ἀλλ ' οὐδὲν ἕξεις
5777594 Παραγγελλει
δεξιά , παραγγέλλει : ! Ἐὰν δὲ ἀριστερά : ! Παραγγέλλει : ! Καὶ κινεῖ . Παραγγέλλει : ! Καὶ
τοῖς δεομένοις , ὡς εἰσὶν ἐν τῇ παρατάξει αὐτῶν . Παραγγέλλει ὁ μανδάτωρ : ! ! ! ! ! !
5769272 ἀτρωτοι
παρακλήσεις τε ἐγίνοντο , καὶ οἱ μὲν ζῶντες καὶ ἔτι ἄτρωτοι τοὺς τραυματίας παρώξυνον , πρὶν ἢ τὴν ἐσχάτην τινὶ
δὲ καὶ βαρεῖς καὶ πολυετεῖς πολέμους ἀνὰ κράτος ἑλόντες καὶ ἄτρωτοι διατελέσαντες , ὡς μηδ ' ἐπιφάνειαν ἄκραν νυχθῆναι ,
5762721 κοπτουσιν
γὰρ τὸ τὴν δυσχέρειαν παρέχον δυσκατέργαστον ὄν , μετὰ ταῦτα κόπτουσιν ἐν τῷ ὅλμῳ καὶ διαττήσαντες λεπτὰ ἐπιπάττοντες ἐφ '
τρόπον , οἷον ἐπὶ τῶν γαμούντων ὅτι σήσαμον ἢ κριθὰς κόπτουσιν οἰωνιζόμενοι , ἐπεὶ πολύγονά ἐστι . κατ ' ἐναντίον
5756499 ἀπολειποντα
πλατύτερον προσκολλῆσαι χρὴ πρὸς τὸ ἄνω μέρος τῆς γνάθου , ἀπολείποντα καὶ τοῦτον ἀπὸ τοῦ τρώματος , ὅσονπερ ὁ ἕτερος
ἀπὸ τῆς Λιγυστικῆς εἰς τὴν Τυρρηνίαν ἐμβάλλει , στενὴν παραλίαν ἀπολείποντα : εἶτ ' ἀναχωροῦντα εἰς τὴν μεσόγαιαν κατ '
5749581 περιπλασσειν
ἑστίαν οἰκοδομεῖν καὶ ἀντὶ λίθων τὰ ἴδια βιβλία τῷ πηλῷ περιπλάσσειν , εἶτα μεταδόξαν αὐτῷ καταβαλεῖν καὶ παύσασθαι οἰκοδομοῦντα .
περιέχοντα ἢν φλεγμαίνῃ , ὅ τι ἂν δοκέῃ ξυμφέρειν , περιπλάσσειν . Ἢν βούλῃ ὑγρῷ χρέεσθαι , καὶ τὸ καρικὸν
5742370 συντριβουσι
τούς τε θυρεοὺς καὶ τὰ κράνη καὶ πᾶν σκεπαστήριον ὅπλον συντρίβουσι . κατὰ δὲ τὴν εὐστοχίαν οὕτως ἀκριβεῖς εἰσιν ,
ἐστί : πᾶν ὅ τι ἂν ὑπ ' αὐτοῖς λάβωσι συντρίβουσι ῥᾶιστα , ἐάν τε λίθος ἦι ἐάν τε ἥμερον
5738317 δραις
ἑκοῦσά γ ' , ἐν δὲ σοὶ λελείψομαι . τί δρᾶις ; βιάζηι , χειρὸς ἐξαρτωμένη ; καὶ σῶν γε
μέν νυν ἥδ ' ἔχει , σὺ δ ' οὐχὶ δρᾶις . Φοῖβος δέ , Φοῖβοςἀλλ ' ἄναξ γάρ ἐστ
5737080 Λουκουλλον
, καὶ ἐμπιμπράντες , ὅσα λείποιεν , τοῦ μηδὲν ἔτι Λούκουλλον εὑρεῖν . ὃ δὲ πολλὴν γῆν ἔρημον ὁδεύσας ἔς
ἐν τούτῳ Σκύθης , ὄνομα Ὁλκάβας , αὐτόμολος ὢν ἐς Λούκουλλον ἐκ πολλοῦ καὶ παρὰ τήνδε τὴν ἱππομαχίαν πολλοὺς περισώσας
5732072 τρωγει
ἵνα ἀποθάνῃ : λελέπτυνται : ἆρά γε ἰσχύουσα φαγεῖν οὐ τρώγει διὰ τὸ θέλειν ἀποθανεῖν , ἢ κἂν βούληται ,
' ἄκρης ἐς θάλασσαν σπεύδοντες κοὐκ ὡς κύων λαίθαργος ὕστερον τρώγει . ὀλίγα φρονέουσιν οἱ χάλιν πεπωκότες . δύ '
5708519 πανδοχειον
λῃσταί , δραπέται δὲ πάντως . ἧκεν οὖν εἰς τὸ πανδοχεῖον ὁ στρατηγὸς καὶ διερευνώμενος εὗρε χρυσίον καὶ κόσμον πολυτελῆ
τῶν Πυθαγορικῶν τινα μακρὰν καὶ ἐρήμην ὁδὸν βαδίζοντα εἴς τι πανδοχεῖον , ὑπὸ κόπου δὲ καὶ ἄλλης παντοδαπῆς αἰτίας εἰς
5703071 δαπτει
Διὸς παῖς ὁ χρυσός , κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει , βροτεᾶν † φρένα κράτιστον φρενῶν . θυσάνῳ :
δαίμων σίντην : θῶες μέν τε διέτρεσαν , αὐτὰρ ὃ δάπτει : ὥς ῥα τότ ' ἀμφ ' Ὀδυσῆα δαΐφρονα
5702540 μεθιεντες
ὦ νέοι ; οὐδ ' αἰδεῖσθ ' ἀμφιπερικτίονας ὧδε λίην μεθιέντες ; ἐν εἰρήνηι δὲ δοκεῖτε ἧσθαι , ἀτὰρ πόλεμος
ἤδη κατὰ πολλὰ καὶ στασίαρχοι μοναρχικοί , οἱ μὲν οὐ μεθιέντες ἔτι τὰ πιστευθέντα σφίσιν ὑπὸ τοῦ δήμου στρατόπεδα ,
5701472 ἐπιδεεσθαι
ἀποθησαυρίζειν : βέλτιον γὰρ ἐχθροῖς καταλιπεῖν ἢ ζῶντα τῶν φίλων ἐπιδέεσθαι . εὐπροσήγορος καὶ κοινὸς γίνου τοῖς συναντῶσί σοι ,
: βέλτιον γὰρ τελευτῶντα ἐχθροῖς καταλιπεῖν ἢ ζῶντα τῶν φίλων ἐπιδέεσθαι . εὐπροσήγορος ἔσο τοῖς συναντῶσί σοι , εἰδὼς ὅτι
5678176 βυζω
. παρὰ τὸ βύω , ἔνθεν βεβυσμένος : οὗ παράγωγον βύζω , ὁ παθητικὸς παρακείμενος βέβυκται , ὡς βάζω βέβακται
, τροπῇ τοῦ α εἰς υ . ἢ παρὰ τὸ βύζω βυστός καὶ βυθός . . . . βύκτης :
5675158 διαφθερεις
, γενναῖός περ ὤν , ἡμῶν ὅπως μὴ τὴν τύχην διαφθερεῖς . Ἦ καὶ πρὸς ὑμῶν ὧδ ' ἔρημος ,
ἰχθυόκολλον ἑψήσας καταχρίσῃς τὰς κλίνας . Τὰς δὲ οὔσας κόρεις διαφθερεῖς , ἐὰν ἀμόργην ἑφθὴν εἰς χολὴν βοὸς μίξας μετ
5667761 ἀγρυπνουντες
ἀντανάσχῃ , ὡς φυλακὴν ἐκλιπὼν κολασθήσεται . οὕτω δὴ πάντες ἀγρυπνοῦντες ἐφύλαττον ἀφορῶντες ἐς τὴν ἀκρόπολιν , ἵνα αἴροντος τοῦ
μὴ ἀντανάσχῃ ὡς φυλακὴν ἐκλιπὼν κολασθήσεται . οὕτω δὴ πάντες ἀγρυπνοῦντες ἐφύλαττον , ἀφορῶντες πάντες εἰς τὴν ἀκρόπολιν . Ὅτι
5656189 πεφρικασι
ὕδωρ καὶ φύγον ἄλγεα πάντα , σὲ δ ' εἰσέτι πεφρίκασι . σῷ δὲ μένει καὶ τῆλε περᾷς , ὅσον
τοῦ πεφρίκασι καὶ πεπύκνωνται . τὸ δὲ πέφρικαν ἀντὶ τοῦ πεφρίκασι καὶ ὅσα τοιαῦτα χαλδαϊκῆς ἤτοι ἀττικῆς διαλέκτου ὡς τὸ
5649803 ἀκροβολισται
' ἱππεῖς μὲν οὐ πάνυ , ὁπλῖται δὲ ἀγαθοὶ καὶ ἀκροβολισταί : ἀπὸ δὲ τοῦ χαλκάσπιδας εἶναι τεκμαίρονταί τινες Ἕλληνας
δὲ μὴ καταφράκτων οἱ μέν εἰσι δορατοφόροι , οἱ δὲ ἀκροβολισταί : δορατοφόροι μὲν οὖν εἰσιν οἱ ἀπὸ τῶν ἵππων
5648007 ἀπερριφθαι
συκοφάντας . τεκμαίρομαι δέ τι γεγονέναι τοιοῦτον τῷ τὸν ἄνθρωπον ἀπερρίφθαι καὶ τοὺς μὲν ἄρξαντας ἀριθμεῖσθαι , αὐτὸν δὲ οὐδενὶ
' ἔλαττον ἐνδεχομένοις ὁρᾶται . Τοῦτο Ἀλέξανδρος εἰς Πλάτωνά φησιν ἀπερρίφθαι . εἰ τοίνυν ὀρθῶς στοχάζεται τῆς Ἀριστοτέλους διανοίας ,
5647067 εἰσδυς
. . εἰσδὺς : Λάθρα ὑπεισελθών : τοῦτο γὰρ τὸ εἰσδὺς σημαίνει . . . εἰσελθών . . 〚 ἁπαξάπαντα
τῶν ἐχόντων οὐσίας σκώληκες . εἰς οὖν ἄκακον ἀνθρώπου τρόπον εἰσδὺς ἕκαστος ἐσθίει καθήμενος , ἕως ἂν ὥσπερ πυρὸν ἀποδείξῃ
5645459 δυναμεθ
οὐ καθ ' ἓν μόνον . ἐν ᾧ γὰρ οὐδὲν δυνάμεθ ' οὐδ ' ἰσχύομεν , σὺ τηνικαῦθ ' ἡμᾶς
οὐ καθ ' ἓν μόνον . ἐν ᾧ γὰρ οὐδὲν δυνάμεθ ' οὐδ ' ἰσχύομεν , σὺ τηνικαῦθ ' ἡμᾶς
5645366 ταριχευεται
ὄξους . Τὰ τῶν αἰγῶν καὶ προβάτων καὶ ἐλάφων κάλλιστα ταριχεύεται , εἰ , μετὰ τὸ πρῶτον ἁλσὶ πασθῆναι ,
: καὶ σοβαρὰν τῷ εἴδει . . . : καὶ ταριχεύεται ἢ σανίς . . . : τοιοῦτος δὲ ὁ
5644745 Φιδηναιοι
εἰσάγεσθαι τοῖς ἔνδον μήτε ὅπλα μήτε ἄλλην βοήθειαν μηδεμίαν . Φιδηναῖοι μὲν δὴ τειχήρεις ἐγένοντο καὶ πρὸς τὰς Λατίνων ἐπρεσβεύοντο
ἀγῶνος γενομένου καὶ πολλῶν πεσόντων ἀφ ' ἑκατέρων ἡσσηθέντες οἱ Φιδηναῖοι τρέπονται πρὸς φυγήν , ὁ δ ' ἐκ ποδὸς
5643868 ταλαιπωρησαντες
ἦσαν . πάμπολυ διαλιπὼν Ἀννίβας τὸ ἀνακλητικὸν ἐσήμανε : Ῥωμαῖοι ταλαιπωρήσαντες τῷ χειμῶνι καὶ τῇ ἀγρυπνίᾳ ἀναχωρήσαντες κατηνέχθησαν εἰς ὕπνον
τι ὄν . ὁ δὲ νοῦς : “ ὦ πολλὰ ταλαιπωρήσαντες καὶ εἰς οὐδὲν ἑστιαθέντες , νῦν δὲ εὐτυχήσαντες ”
5639110 ἐπεστρεφετο
οὐδ ' ὅσσον ὀπίζετο : οὐδὲ ἐλάχιστον τοῦ Διὸς αὐτοῦ ἐπεστρέφετο , τὰ θεῖα ἐνθυμήματα πᾶσιν ἐμφαίνων . λέγων γὰρ
καταπίπτοντι πληγεὶς ἠγριώθη τε καὶ ἐκβοήσας μέγιστον ἐς τοὺς φίλους ἐπεστρέφετο καὶ ἀνῄρει τὸν ἐν ποσίν , οὐ διακρίνων ἔτι
5630340 περικλυζομενον
γονὴν , ἔδει περικλύζειν τὴν γονὴν τὸ αἷμα , καὶ περικλυζόμενον σήπειν καὶ σήπεσθαι ἐκ τῆς γονῆς . καί φαμεν
πέντε . νένευκε δ ' ἐπὶ τὴν θάλατταν ἅπαν τὸ περικλυζόμενον αὐτῆς , πλὴν οὐκ ἀθρόως ἀπὸ τοῦ Θρᾳκίου τείχους
5628788 περιπλακεισα
ἐκάθευδεν . ἐπεὶ δὲ διυπνίσθη καὶ ἐθεάσατο τὸν Κῦρον , περιπλακεῖσα αὐτῷ κατὰ τὸν συνήθη τρόπον ἐφιλοφρονεῖτο αὐτόν . ὃ
Ἀχιλλέως ἱκέτευσεν λαβεῖν τὸ τοῦ Ἕκτορος σῶμα . Πολυξένη δὲ περιπλακεῖσα τοῖς ποσὶ τοῦ Ἀχιλλέως ἐδέετο δουλεύειν αὐτῶι καὶ παραμένειν
5625128 ῥιπτοντες
. νῦν δ ' εἰς μίαν βλέπουσι , κίνδυνον μέγαν ῥίπτοντες : οὐ γὰρ τῶν τρόπων πειρώμενοι νύμφας ἐς οἴκους
περὶ Δευκαλίωνα καὶ Πύρραν . καὶ ὅτι τοὺς λίθους κατόπιν ῥίπτοντες ἀνθρώπους ἐποίουν , μαρτυρεῖ Ἀκουσίλαος . [ ἐπέων σφίσιν
5624871 μεμφομεθα
ἔχομεν καὶ οὐ δυνάμεθα μὴ θέλειν αὐτά : διὸ οὐ μεμφόμεθα τὸν ἔχοντα αὐτὰ , ἀλλὰ τὸν κακῶς αὐτοῖς χρώμενον
διὰ τοῦτο γενικὸς ὢν κατὰ τῶν ἰδικῶν τάσσεταιδιὸ . καὶ μεμφόμεθα τὸ δυϊκὸν κατὰ πληθυντικῶν τασσόμενον , καὶ ἔτι τὸ
5622218 βοσκηματ
σῦκα . σῦκα μὲν νὴ τὸν Δία πάνυ φέρει . βοσκήματ ' , ἔρια , μύρτα , θύμα , πυρούς
σῦκα μέν , νὴ τὸν Δία , πάνυ φέρει . βοσκήματ ' , ἔρια , μύρτα , θύμα , πυρούς
5619885 ὀλοιατο
. Ξ ὀλοίατο ] φθαρῶσι . οἱ Αἰολεῖς τὸ ὄλοιντο ὀλοίατο ποιοῦσι καὶ τὸ τύπτοιντο τυπτοίατο . ὀλοίατο ] διαφθαροῖεν
Ξ ὀλοίατο ] διαφθαρῶσι . ὀλοίατο ] φθαρεῖεν . Ξ ὀλοίατο ] φθαρῶσι . οἱ Αἰολεῖς τὸ ὄλοιντο ὀλοίατο ποιοῦσι
5618295 σχησειν
δὲ εἰς Ἅδου | ἐκεῖ , ὡς μυθεύεται . . σχήσειν : Ὁρμίσειν . . ἐλλιμενίσειν . . ἐς κόρακας
Ἀθηναίων ναῦς : πρὸς τὰς τῶν Ἀθηναίων ναῦς οὐκ ἔλασσον σχήσειν . λεπτά : ἤγουν ἀσθενῆ . διὰ τὸ μὴ
5614228 κρατησω
τὸ χρέος , φέρεις , κομίσεις αὐτόν . ἁλῶ ] κρατήσω . σε , νικήσω , συντρίβω . γρ .
δὲ πέλασον : τῇ νίκῃ δὲ πέλασον , ἵνα . κρατήσω αὐτοῦ . ἐπεὶ τρεῖς τε καὶ δέκα ἄνδρας ὀλέσσας
5611992 ἀλεσας
ἢ κύστιν ὕδατος θερμοῦ πλήσας , ἢ λίνου σπέρμα πεφωσμένον ἀλέσας , τρίψας καὶ μίξας ἴσον ἄλητον ἐν οἴνῳ μέλανι
χρώμενος σκεύεσιν . ἄρτον τε προσεφέρετο αὐτοσχέδιον : σῖτον γὰρ ἀλέσας τῇ ἑαυτοῦ χειρί , ὃ ἤρκει μόνῳ , μᾶζάν
5608403 φθανον
τὸ συντελείας ʃ οἷον ἀπὸ τῆς ἰδίας ἕκαστος οὐσίας τὸ φθάνον πόλεμον Χαλκιδέων καὶ Ἐρετριῶν : ἐπολέμουν οὗτοι πρὸς ἀλλήλους
, τὸ δὲ ἓν αὐτό , καὶ ὡς ἓν ἀπεργάζεται φθάνον αὐτοῦ τὴν διάκρισιν τῇ ἑαυτοῦ ἑνώσει . Τὸ μὲν
5606342 ἀντιβαινον
ἐπὶ συμμετρίαν κράσεως τοῦτ ' ἄγοιτο διαίταις ἰσχύον τε καὶ ἀντιβαῖνον τοῖς ἄλλοις φαίνεται πνεύμασι , καὶ μάλιστα ἢν μὴ
πατταλίϲκον χαμαὶ διὰ βάθουϲ ὀρθὸν καταπήξομεν , ὥϲτε πρὸϲ αὐτὸν ἀντιβαῖνον τὸ ϲῶμα μὴ εἴκειν πρὸϲ τὴν κατάταϲιν τοῦ ποδόϲ
5601471 κεραμεις
Οὐ πάντας δὲ τοὺς πίθους ἐπὶ τὸν τροχὸν ἀναβιβάζουσιν οἱ κεραμεῖς , ἀλλὰ τοὺς μικρούς : τοὺς μέντοι μείζους χαμαὶ
δὴ κριθέντες ἐκάθηντο . κήρυξ δὲ ἠγόρευεν : ἀναστάντων οἱ κεραμεῖς : ἀνέστησαν ἀπὸ τῶν συμμάχων οὐκ ὀλίγοι . δεύτεροι
5601200 ἀπαγαγοι
δημαρχῶν τοὺς φονέας τοῦ πατρὸς ἐπὶ τὸν δῆμον ἐς δίκην ἀπαγάγοι : Ἀντώνιός τε τῆς ἄρτι συγκειμένης πρὸς τὸν Καίσαρα
ἀλλ ' ἀλάστορός τις οἰζύς : ἃν μήτε πέλαγος ἅλιον ἀπαγάγοι πάλιν μήτε πατρῶιον ἵκοιτ ' ἐς οἶκον . ὦ
5599901 Λυχνον
τῶν ὑπερσπευδόντων . Καὶ γὰρ τὸ θηρίον ἁρπάξαν φεύγει . Λύχνον ἐν μεσημβρίᾳ ἅπτειν : ἐπὶ τῶν παρὰ καιρόν τι
δὲ λάθρα . Λύκου πτερά : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Λύχνον ἐν μεσημβρίᾳ ἅπτεις : ἐπὶ τῶν ἐν καιρῷ ἀνεπιτηδείῳ
5596886 Οἰνῳ
τῶν ὀλυρέων ποιεῦντες ἄρτους , τοὺς ἐκεῖνοι κυλλήστις ὀνομάζουσι . Οἴνῳ δὲ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ διαχρέωνται : οὐ γάρ σφί
' , ὥστε τοὺς ἀρνουμένους μάλιστα τούτους καταφανεῖς ποιεῖ . Οἴνῳ * * τὸν οἶνον ἐξελαύνειν , σάλπιγγι τὴν σάλπιγγα
5591076 σκυλευειν
τρέποιντο , ἑαυτῶν δ ' ἀπέχοιντο . Τί δέ ; σκυλεύειν , ἦν δ ' ἐγώ , τοὺς τελευτήσαντας πλὴν
προηγούμενον , ὡς ὅταν ἐναρίζειν λέγῃ τὸ φονεύειν ἀπὸ τοῦ σκυλεύειν . Ἔστι δὲ καὶ ἄλλος τρόπος ἡ μετωνυμία ,
5586263 καθιστων
δημαγωγούς , τοὺς νομομαθεῖς : ῥήτορας γὰρ νομομαθεῖς ταῖς Ἀθήναις καθίστων . . . ὡς ] ὅτι παραχρῆμ ' ]
οὐδ ' οὕτω γεραρόν : βασιλῆι δὲ ἀνδρὶ ἔοικεν . καθίστων δὲ καὶ πολλοὶ τοὺς καλλίστους βασιλέας , ὡς μέχρι
5584982 ἐβαδιζομεν
τὴν ἀρχὴν οὐ σκοποῦσιν . Ἀναβάντες ἀπὸ τοῦ λιμένος εὐθὺς ἐβαδίζομεν , ὀψόμενοι τοὺς ἀθλητάς , ὡς ἂν τὴν ὅλην
ξένον . Ἀπόπεμψον ἀγγέλλοντα τὸν περιστερόν . Εὐθὺς γὰρ ὡς ἐβαδίζομεν ἐν Ἄγρας . Ἀθηναίαις αὐταῖς τε καὶ ταῖς ξυμμάχοις
5584847 διελαθεν
ἔλυτρα τῶν καρύων ἐπολυπραγμόνει μή πού τι τῶν ἐδωδίμων ἐναπομεῖναν διέλαθεν , ὁ δὲ τῶν ῥοιῶν τὰ περικάρπια , ἃ
τοσοῦτον ἦν πλούσιος ἀπὸ χρημάτων Ἐρετριέως τινὸς στρατηγοῦ , ἃ διέλαθεν ἔχων ὁ Διόμνηστος μετὰ τελευτὴν αὐτοῦ , ὥστε Ἀθηναίους
5584304 δυσβατους
ἐγγιζόντων ; Κʹ . Πῶς δεῖ πεζοὺς εἰς δασεῖς καὶ δυσβάτους τόπους καὶ στενοὺς πορεύεσθαι ; ΚΑʹ . Πῶς δεῖ
φάραγγας βαθείας καὶ κρημνοὺς ἀποτόμους καὶ δυσχωρίας μεγίστας καὶ τόπους δυσβάτους καὶ ἀποκρότους καὶ πολλὰ τοιαῦτα προσάντη καὶ δυσχερῆ μόλις
5583189 συκοφαντουμενων
, ἔλεγε , Παρακύψεως ὄνου . Ἐπὶ τῶν καταγελάστως οὖν συκοφαντουμένων εἴρηται ἡ παροιμία . Οὐδὲν πρὸς τὸν Διόνυσον :
ὑφέξει κἂν ὄνος δάκῃ κύνα : ἐπὶ τῶν ἐπὶ μικροῖς συκοφαντουμένων . Διὸς Κόρινθος : παροιμία ἐπὶ τῶν τὰ αὐτὰ
5578946 ψαλλ
κώλων ηʹ . ἄνια ] † λυπηρὰ ἢ ἀθεράπευτα . ψάλλ ' ] τέμνε , κόπτε . ἔθειραν ] τὴν
νόμους . πρὸς Ἄρειον δὲ τὸν ψάλτην ὀχλοῦντά τι αὐτὸν ψάλλ ' ἐς κόρακας ἔφη . ἐν Σικυῶνι δὲ πρὸς
5578366 σπαθαν
ἀνήρ , ἀναφανεῖται ἢ ἔμπαλιν ἄσωτος πεφορημένος , λαφύττειν καὶ σπαθᾶν ἑτοιμότατος , ἑταιρῶν καὶ πορνοτρόφων καὶ μαστροπῶν καὶ παντὸς
ἐτρύφα τὴν περιουσίαν ἐμοῦ ἐξαντλοῦσα θοίναισιν ὄλβον ἐκχέουσα τλήμονος . σπαθᾶν δὲ τὸ λίαν τρυφᾶν εἴρηται ἀπὸ τῶν γυναικῶν τῶν
5575711 ὑπισχνεισθε
ἀχαριστία ὑπερδεκατάλαντον τὴν βλάβην . ὁμοίως γὰρ καὶ ταῦτα ἀποδώσειν ὑπισχνεῖσθε καὶ τὰς περὶ ἐκείνων εἰδέναι χάριτας ὡμολογεῖτε . ὥστε
' οὐ δώσετε ; μὴ τοί - νυν μέλλοντες μὲν ὑπισχνεῖσθε , παθόντες δὲ ἀφαιρεῖσθε . καὶ πάλιν πρὸς τὸ
5565056 δεδοικασι
πάθη λόγῳ , πῶς τέ εἰσιν ἱστάμενοι , καὶ πῶς δεδοίκασι , καὶ πῶς ὁ φόβος αὐτοὺς ἐξίστησι . Κινεῖ
ἢ παῖδες ἀγνοουμένους πατέρας ἀνευρεῖν . τοῦτον οἱ μὲν πολέμιοι δεδοίκασι καὶ οὐδεὶς ὁμολογεῖ πολέμιος εἶναι , οἱ δὲ φίλοι
5560914 ἀμαν
διὰ τὸ πένθος : τὸν ἐμὸν τράχηλον : σκιάζων δέραν ἀμάν : ἀντὶ τοῦ ἀγαπητικῶς περιπτυσσόμενος καὶ ἐκτενῶς ἀσπάζου τὴν
διὰ τὸ πένθος : τὸν ἐμὸν τράχηλον : σκιάζων δέραν ἀμάν : ἀντὶ τοῦ ἀγαπητικῶς περιπτυσσόμενος καὶ ἐκτενῶς ἀσπάζου τὴν
5558966 Ὁποσοι
ἕκαστον ἐφ ' ἑαυτοῦ σκοποῖτο , ἥκιστα δὲ ὄνυχες . Ὁπόσοι δακτύλους ἔχουσι συμφυεῖς , ὑώδεις καὶ μιαροί εἰσιν :
ἐκ τῶν εἰκότων ἀλλ ' ἔργῳ δηλώσω οὐ παραγενόμενος . Ὁπόσοι γὰρ δοῦλοί μοι ἢ δοῦλαί εἰσι , πάντας παραδίδωμι
5556644 Λεπτην
δὲ Στεφάνης εἰς Ποταμοὺς πεντήκοντα καὶ ἑκατόν . ἐνθένδε εἰς Λεπτὴν ἄκραν ἑκατὸν καὶ εἴκοσιν . ἀπὸ δὲ Λεπτῆς ἄκρας
λίμνη ἦν , εἰς ἣν τὰ καθάρματα Ἕλληνες ἔβαλλον . Λεπτὴν πλέκει : ἐπὶ τῶν πενιχρῶν . Λιβυκὸν θηρίον :
5555629 οἰνοφλυγες
πᾶν στέρνον μέγα καὶ ἀμφιλαφὲς σαρκὶ λαγαρᾷ , λάγνοι καὶ οἰνόφλυγες . Μετάφρενον κρατερὸν ἄριστον : τὸ δὲ ἀσθενὲς καὶ
καθόλου γὰρ πάντα ἁμαρτήματα εὕροι τις ἂν πανταχοῦ , καὶ οἰνόφλυγες καὶ πόρνοι καὶ γυναιμανεῖς ἐν πάσαις εἰσὶ ταῖς πόλεσιν
5554957 ἐπαιρουσιν
ὑπὲρ ὑμῶν φήσουσι , τί πέρα τοῦ καιροῦ τοὺς ἑτέρους ἐπαίρουσιν ; ἔστι γάρ , ἔστι Θηβαίους ταπεινοὺς ποιεῖν ἄνευ
τὴν ὁμόχροιαν . προλαμβάνοντες δὲ τὰς κύνας ἐφίστανται καὶ ἀνακαθίζοντες ἐπαίρουσιν αὑτοὺς καὶ ἐπακούουσιν , εἴ που πλησίον κλαγγὴ ἢ
5554824 κερδαινων
ποιῆσαι . ἀλλὰ νὴ Δία , ἴσως ἂν εἴποι , κερδαίνων τι ἰδίᾳ ὁ πατὴρ ἀπὸ τοῦ ἀργυρίου ἐκείνῳ μᾶλλον
. ἢ τί καὶ βουλόμενος ὁ Ἀλέξανδρος τοῦτο ἂν ἐτερατεύσατο κερδαίνων μηδὲ ἕν ; ἄλλως τε οὐδ ' ἂν ἔπρεπεν
5551819 περιθεοντες
δεδιότες ἀνδρῶν ἠσκημένων ἐμπειρίαν τε καὶ πυκνότητα καὶ ἀπόγνωσιν , περιθέοντες δὲ ἐσηκόντιζόν τε καὶ ἐσετόξευον : καὶ οὐδὲν ἦν
ἐπιστήσας τῇ πόλει διενυκτέρευεν αὐτός τε καὶ ὁ Πομπήιος , περιθέοντες ἑκάστους , ἵνα μή τι δεινὸν ἢ παρὰ τῶν
5551179 διενεγκαι
τὰς ὑστέρας τὸ σῶμα παχῦναι : οὐ γὰρ δυνήσεται πρότερον διενέγκαι , ἔστ ' ἂν αὐτῆς παχεῖαι γένωνται αἱ ὑστέραι
οὐδ ' ὁ βίος ἡμῶν τοῦ τῶν θηρίων οὐδὲν ἂν διενέγκαι . τί γὰρ ἂν τοῦτον αὐτὸν οἴεσθε ποιεῖν λυθέντων
5550347 Μετριως
, καὶ πλειόνων λόγων ἢ κατὰ τὴν παροῦσαν ὑπόθεσιν . Μετρίως δὲ βαρυνομένου τοῦ θώρακος τῇ τοῦ ὑγροῦ ἐκεῖσε ῥοπῇ
, ” ἀντιποιουμένους . Μετεωρολέσχαι , περὶ οὐρανοῦ φλυαροῦντες . Μετρίως ὠργασμένος . ἀντὶ τοῦ μεμαλαγμένος ἢ δεδευμένος . Μέτρον
5549827 Ξυλον
ἱππούροις καὶ οἱ πομπίλοι , σκιᾶς ἐρῶντες ὥσπερ ἐκεῖνοι . Ξύλον δέ τι προσφερὲς ἀτράκτῳ συνεχέσιν ὡπλισμέ - νον ἀγκίστροις
τοῦ μέτρου . Ξύριον : διὰ τὸ ξέειν ῥᾷον . Ξύλον : διὰ τὸ ξέεσθαι καὶ λεαίνεσθαι . ἢ διὰ
5546496 ἁπτεις
ἐστιν [ τὸ ] ἐπικρῖνον ; τί δὲ καὶ λύχνον ἅπτεις καὶ πονεῖς ὑπὲρ ἡμῶν καὶ τηλικαῦτα βιβλία γράφεις ;
τὸ λυτρώσασθαι Θηβαίους παρὰ Ναξίων ἄμπελον . λύχνον ἐν μεσημβρίᾳ ἅπτεις : ἐπὶ τῶν ἐν καιρῷ ἀνεπιτηδείῳ τι ποιούντων .
5546015 στρομβος
γαστέρα λαμβανόμενα πάντα τὰ ὀστρακόδερμα , οἷον πορφύρα κῆρυξ ὄστρεον στρόμβος ἐχῖνος μῦς πελωρὶς χήμη κτένες [ καρκινάδες ] καὶ
+ . * + . . . Βέμβιξ : ὁ στρόμβος , ὃν οἱ παῖδες περιστρέφοντες καὶ παίοντες ἱμάντι παίζουσι
5540940 δριμεσι
τοῦ δάκνεσθαι καὶ ἐρεθίζεσθαι τὴν κάτω γαστέρα , κλυστῆρσι δὴ δριμέσι χρῆσθαι , μέλι δαψιλὲς καὶ ἀφρόνιτρον ἢ ἕτερόν τι
ἐς ἡμέρας πέντε σιτίοισιν ὡς κουφοτάτοισι , μὴ πολλοῖσι μηδὲ δριμέσι , μήτε τοῖσι ξηροῖσι μήτε τοῖσι θερμοῖσι , καὶ
5538806 παρακαλεσοντας
τοὺς δηλώσοντας τὴν τῶν Θηβαίων ἐπανάστασιν καὶ βοηθεῖν τὴν ταχίστην παρακαλέσοντας , αὐτοὶ δ ' ἐκ τόπων ὑπερδεξίων ἀμυνόμενοι τοὺς
, πρὸς δὲ τοὺς τὴν ἡσυχίαν ἔχοντας ἐκπέμψαι πρέσβεις τοὺς παρακαλέσοντας συναγωνίζεσθαι περὶ τῆς κοινῆς ἐλευθερίας . ὧν οἱ μὲν
5537959 διακειμεθα
οὐκ ἔχοντος , ἀλλ ' ὡς αὐτὸς ἔφη καπνιζομένου τρόπον διακείμεθα , σπινθῆρσι μὲν τῆς ἐπιστήμης ὑποτυφόμενοι , μήπω δὲ
ἐπεὶ δ ' ἴσως καὶ πρὸς ὑμᾶς ἀφῖκται λόγος ὡς διακείμεθα , ὑπὲρ μὲν τῶν κατ ' ἐμαυτὸν τοῖς θεοῖς
5537063 ῥοφειτω
δι ' ὑϲϲώπου καὶ ϲύκων καὶ ϲτροβίλων καὶ ἴρεωϲ ἀφέψημα ῥοφείτω . Καταπότια τοῖϲ χρονιωτέροιϲ . ϲτύρακοϲ ⋖ Ϛ ,
προσδέχηται : καὶ τὴν κράμβην ἐσθιέτω , καὶ τὸν χυλὸν ῥοφείτω . Ἢν παραλοξαίνωνται αἱ μῆτραι , καὶ τὸ στόμα
5535397 βιαζηι
ἀπολείπει μ ' ἡ γυνή . τί συνταράττεις ? καὶ βιάζηι Παμφίλην ; τί ] ? ς ? ' αὖ
. ἕτοιμος πάντα πειθαρχεῖν . ἄγε . τί κακοπαθεῖν σαυτὸν βιάζηι ; βούλομαι ὡς πλεῖστον ἡμᾶς ἐργάσασθαι τήμερον τοῦτόν τε
5534915 κακοπραγουντες
ἥμισυ γάρ τ ' ἀρετῆς ἀποαίνυται . οὐ γὰρ οἱ κακοπραγοῦντες . . . : τὸ νόημα παράδοξον καὶ ἐναντίον
εἰς εὐθυμίαν , ἵνα ἐλπίδι τῶν ἐσομένων ἀγαθῶν μὴ ἀπαγορεύσωσι κακοπραγοῦντες ] , οὐδέπω δὲ ἀποβαινόντων τῶν ἀγαθῶν ἡγοῦνται ἐξηπατῆσθαι
5532998 ἐμβλεπειν
διὰ τῶν ἄνω κενώϲεων ἐκ τῶνδε ἂν μάλιϲτα γνοίηϲ : ἐμβλέπειν γὰρ ἤδη πρὸϲ τοῖϲ εἰρημένοιϲ καὶ τὸ τοῦ νοϲοῦντοϲ
ὅταν μὴ παρόντος τοῦ εὐθυνομένου καταδικασθῇ ὁ διωκόμενος . Ἔρημον ἐμβλέπειν : ἀκίνητον καὶ νωθρόν . οἷον ὅταν εἰς ἐρημίαν
5532680 ταινιῃσι
: κατὰ δὲ τοὺς κενεῶνας καὶ κατὰ τὸ στῆθος χαλαρῇσι ταινίῃσι περιβαλέειν οὕτως , ὅκως μὴ κω - λύωσι τὴν
ὠμόν . Κυανέῃς : μελαίναις . ἐπήτριμα : τρυπημένα . ταινίῃσι : στεφάνοις . Ἀμφοτέροισιν : δύο . ἐπικλύουσιν ,
5532250 καμῃσι
τε κλῆρόν τε πολυμνήστην τε γυναῖκα , ὅς οἱ πολλὰ κάμῃσι , θεὸς δ ' ἐπὶ ἔργον ἀέξῃ , ὡς
λέων ἀπὸ μεσσαύλοιο , ὅς τ ' ἐπεὶ ἄρ κε κάμῃσι κύνας τ ' ἄνδρας τ ' ἐρεθίζων , οἵ
5531924 ἐνθετο
μὲν θαμβήσασα πάλιν οἶκόνδε βεβήκει : παιδὸς γὰρ μῦθον πεπνυμένον ἔνθετο θυμῷ . ἐς δ ' ὑπερῷ ' ἀναβᾶσα σὺν
τοι οὐκ ἐθέλησα Ποσειδάωνι μάχεσθαι πατροκασιγνήτῳ , ὅς τοι κότον ἔνθετο θυμῷ , χωόμενος ὅτι οἱ υἱὸν φίλον ἐξαλάωσας .
5530842 ἐῳη
σάρκα : ὥσπερ δέρμα εἴ τις ἀλείψειεν ἐλαίῳ πολλῷ καὶ ἐῴη ἀναπιεῖν , καὶ , ἐπὴν ἀναπίῃ , πιέζῃ τὸ
; Τοῦ πρὸς τί παράδειγμά ποτε ἀποβλέψας ἂν τὸ μὲν ἐῴη πάντας μανθάνειν τοὺς νέους , τὸ δ ' ἀποκωλύοι
5530072 ἐφηδρευεν
παρέθεον αὐτῷ , καὶ Μαάρβαλ , ἑτέρους ἔχων χιλίους , ἐφήδρευεν , ὅπῃ τι πονούμενον ἴδοι . καὶ τάδε πράσσων
γίνεται , τοῖς ἀνθρωπίνοις ἐντυχών , ἅπερ ἐν τοῖς προπυλαίοις ἐφήδρευεν , ἵνα αὐτὸ μόνον ἐκκύψαντα ἔνδοθεν ἐξαρπάσῃ . τὸν
5528811 κεχηνοτα
. [ ὑπὸ τοῦ δέους : Ἰδὼν γὰρ τὸν δοῦλον κεχηνότα ἐφοβήθη . ] ἀντὶ τοῦ φοβούμενος . . [
τὰ μὲν οὖν σπέρματα αὐτῆς ἐστι μεμυκότα , ἃ δὲ κεχηνότα . Γλαῦκός ἐστι πτηνόν : τοῦτο τῇ Ἀθηνᾷ ἀναγράφεται
5526371 Οὐριατθος
τῆς διώξεως γενομένης , ἰδὼν ἐν τῇ φυγῇ τοῦτο ὁ Οὐρίατθος ἐπανῆλθε καὶ κτείνας ἐς τρισχιλίους τοὺς λοιποὺς συνήλασεν ἐς
ἔκτειναν ὧδε : ὀλιγοϋπνότατος ἦν διὰ φροντίδα καὶ πόνους ὁ Οὐρίατθος καὶ τὰ πολλὰ ἔνοπλος ἀνεπαύετο , ἵνα ἐξεγρόμενος εὐθὺς
5525286 ὑποσαθρον
οἱ διαβάλλοντες ὅ τι ἂν ἀσθενὲς ἴδωσι τῆς ψυχῆς καὶ ὑπόσαθρον καὶ εὐεπίβατον , τούτῳ προσβάλλουσι καὶ προσάγουσι τὰς μηχανάς
, φθονεροί , δεινοὶ εἰς βλάβην ἄλλων . σφοδρὸν καὶ ὑπόσαθρον φθέγγεσθαι ὀργίλον , βίαιον , ἄνομον καὶ μισάνθρωπον δηλοῖ
5521927 θηρᾳς
ὄφρα τάχιστα λικμήσῃ πεπόνων καρπὸν ἀπ ' ἀσταχύων . Ἀδύνατα θηρᾷς : ἐπὶ τῶν ἐγχειρούντων μείζοσιν ἢ καθ ' ἑαυτούς
πόλεμος : ἐπὶ τῶν ἀκινδύνως τὰ πράγματα κατορθούντων . Ἀδύνατα θηρᾷς : ἐπὶ τῶν τοῖς ἀδυνάτοις ἐπιχειρούντων . Ἀδεὲς δέος

Back