κέρμ ' εἰς τὴν γνάθον ἐρίν ' ἀπέδοτο σῦκα πωλεῖν ὀμνύων . τὸ δὲ δένδρον ἡ ἀγρία συκῆ , ἐξ | ||
πονηρὸς κατεχέτω χρηστοῦ τόπον . γυναικὶ δ ' ὅστις ὅρκον ὀμνύων ἀνὴρ μηδὲν ποιεῖ δίκαιον , οὗτος εὐσεβής . ἐμὲ |
ἰδίοις ταπεινώμασι δεσμοὺς καὶ συνοχὰς παρέχουσιν , ἀγαθοποιῶν δὲ συμφώνως ἐπιβλεπόντων αὐτοὺς ἀποκαθίστανται τοῖς οἰκείοις τόποις . καὶ τὸν ὡροσκόπον | ||
ἰδίοις ταπεινώμασιν δεσμοὺς καὶ συνοχὰς παρέχουσιν , ἀγαθοποιῶν δὲ συμφώνως ἐπιβλεπόντων αὐτοὺς ἀποκαθίστανται εἰς τοὺς οἰκείους τόπους . καὶ τὸν |
λείπει τὸ ὡς . γάγγαμον ] δίκτυον . φλεόντων ] φλυαρούντων . πρόστριμμα ] κακίαν . ἄτιμος ] πολύτιμος . | ||
τὸν Διόνυσον ; ἐπὶ τῶν μὴ τὰ προσήκοντα τοῖς ὑποκειμένοις φλυαρούντων . οὐδ ' ἐν σελίνοις : ἐπὶ τῶν μηδὲ |
μὴ τοίνυν ζητεῖθ ' ὅντιν ' ἀνθ ' ὧν Φίλιππος ἐξαμαρτάνει μισήσετε καὶ τοῖς παρ ' ἐκείνου μισθαρνοῦσι διασπάσασθαι παραβαλεῖτε | ||
ὁ τὰ τέσσαρα λέγων εἶναι πέντε τῷ χίλια εἰπόντι παραπλησίως ἐξαμαρτάνει ; ἢ ἐπὶ μὲν τοῦ προτέρου ὁ μὲν ἀληθεύει |
κἀκείνως φενακίζειν ἐπιχειρῶν οἴει λανθάνειν , τούτοις οὐδὲν ἧττον ἁλίσκει πονηρευόμενος καὶ κατ ' αὐτὸς σαυτοῦ μᾶλλον ἢ ἡμῶν αὐτῶν | ||
τὸν Διόνυσον , ὦ παμπόνηρος ἐγὼ , ὁ εἰς πάντα πονηρευόμενος καὶ πάντα ἐξετάζων , οἷα ἐφενακιζόμην ὑπ ' αὐτοῦ |
τἀφανὲς ἀγαθὸν ζητεῖν ἀφέντα τὸ φανερόν . κἂν μὲν δέῃ δημοκοπεῖν ἢ πολυπραγμονεῖν περὶ τῶν ἀλλοτρίων , σχολάζουσι καὶ ὑπ | ||
τἀφανὲς ἀγαθὸν ζητεῖν ἀφέντα τὸ φανερόν . κἂν μὲν δέῃ δημοκοπεῖν ἢ πολυπραγμονεῖν περὶ τῶν ἀλλοτρίων , σχολάζουσι καὶ ὑπ |
τοῖσι φρενιτικοῖσιν ἐν ἀρχῇσι τὰ ἐπιεικῶς ἔχοντα , πυκνά τε μεταπίπτοντα , κακόν . Τῶν ἐξισταμένων μελαγχολικῶς , οἷς τρόμοι | ||
τὰ θανάσιμα , καὶ τὰ μὴ θανάσιμα , καὶ τὰ μεταπίπτοντα καὶ τὰ αὐξανόμενα καὶ τὰ μαραινόμενα , καὶ τὰ |
ψυχροῦ προσαγωγὴν , ἄρτι ἐνιεμένου τοῦ κλυστῆρος , φθάσαι ἂν ἀποθεῖναι τὸ φάρμακον , καὶ φθάνει παθεῖν πρὶν ἂν ποήσῃ | ||
. [ ἐν δὲ τῷ πρὸς Τιμόθεον γράφει : δίδωσιν ἀποθεῖναι τῷ Φορμίωνι μετὰ τῶν χρημάτων καὶ ἄλλας φιάλας Λυκιουργεῖς |
τὰ δὲ κάλλη αὐτά , ὥσπερ ἀρετῆς ἡ φύσις . Σώματα μὲν γὰρ τὰ αὐτὰ ὁτὲ μὲν καλά , ὁτὲ | ||
Κοινωνίας δὲ πρὸς φίλους ποιεῖν ἐν τοῖς ἀνθρωποειδέσι ζῳδίοις . Σώματα δὲ ἀγοράζειν , ἐν μὲν τοῖς στερεοῖς παράμονα μὲν |
ἐκκλησίαις . ταῦτα δέ φησιν , ὡς τοῦ Νεοκλείδου διὰ κακουργίαν τοιαῦτα ποιοῦντος . Ἄλλως . ἐπομνύμενον μὲν ἀντὶ τοῦ | ||
σύνταξις ᾖ , ἔχθραν καὶ δυσμένειαν παρίστησι τοῦ συλλαμβάνοντος , κακουργίαν δὲ τοῦ συλλαμβανομένου , ὥσπερ καὶ νῦν . καὶ |
ῥέῃ καὶ ἐπέρχηται , ἔθος ἔχει θαρρεῖν τὴν αὐτὴν εὐτυχίαν οὐριοδρομεῖν καὶ εἰς τὸ μετέπειτα . ἔθος γὰρ ἔχουσιν οἱ | ||
δυστυχίαν φαντάζεσθαι , οἱ δὲ εὐτυχοῦντες εὐτυχίαν . οὐριεῖν : οὐριοδρομεῖν , παρὰ τὸ Ὁμηρικὸν , Τοῖος γὰρ νόος ἐστὶν |
εἰ γυναῖκες ἀνδρῶν ἐκράτησαν . διὸ καὶ τὴν τοῦ δαιμονίου ἐπίταξίν φησιν εἰληφέναι . αὐταῖς ληιάδεσσιν : λείπει ἡ σὺν | ||
εἰ γυναῖκες ἀνδρῶν ἐκράτησαν . διὸ καὶ τὴν τοῦ δαιμονίου ἐπίταξίν φησιν εἰληφέναι . αὐταῖς ληιάδεσσιν : λείπει ἡ σὺν |
ποιοῦμαι μάρτυρας . “ Αἰαῖ τάλαν , οὐδὲ τὸ χαίρειν προσέγραψε . ” Καὶ νῦν δὲ οὐ κατὰ μῖσος , | ||
οὐχ ὑπ ' ἀγνοίας ἐσφαλμένος . ἢ πάντως ἂν ὀνομαστὶ προσέγραψε τὸ βιβλίον , ἐν ᾧ ταῦτα ἀπεφήνατο . νῦν |
, ἀπώλεια , ζημία ζημιῶδες , ἐπιβλαβές , ἐπιζήμιον , βλαβερῶς ἐπιβλαβῶς , ἐπιζημίως , βλαβερὸς ἐπιβλαβής , ζημιώδης ἐπιζήμιος | ||
, ζημία βλαβερά ἐπιβλαβής καὶ τὰ ὅμοια ἐπιζήμιος ζημιώδης , βλαβερῶς ἐπιβλαβῶς ἐπιζημίως : τὸ γὰρ ζημιωδῶς δύσφθεγκτον , εἰσενεγκεῖν |
ζῳδίοις . Σώματα δὲ ἀγοράζειν , ἐν μὲν τοῖς στερεοῖς παράμονα μὲν σημαίνει , αὐθάδη δέ : ἐν τοῖς ἀνθρωποειδέσιν | ||
τοῦ περιποιητικοῦ παρῆν ὁ ἀστήρ . προσοδικῶς οὖν γενόμενος οὐ παράμονα ποιήσει τὰ προσοδιασθέντα ὑπὸ τῶν ἀνοικείως κατὰ γένεσιν ἠστερισμένων |
, οὕτως ἐρεῖ ὁ χρώμενος τῇ διανοίᾳ , ὅτι νόμος κεκώλυκε , δὶς περὶ τῶν αὐτῶν τιμωρίαν μὴ γίγνεσθαι : | ||
ἕτερον κατάγοντας ἑαυτοὺς ἀντιτεθήσεται ἡμῖν ἀντιληπτικὸν τόδε ἀλλ ' οὐδεὶς κεκώλυκε νόμος κτίζειν ὅποι βούλοιντο τοὺς φυγάδας πόλιν . Τὸ |
δεκάς ” . ἐξ οὖν τῆς δεκάδος τὸ δεκάζειν καὶ δεκάζεσθαι . καὶ Φίλιππος μέντοι παρὰ Θετταλοῖς δεκαδάρχην κατέστησεν , | ||
ἐν τῷ τῆς φύσεως αὐτῆς δικαστηρίῳ , ἣν οὐ θέμις δεκάζεσθαι ; καὶ μὴν σφαλλομένων γε τῶν καθ ' ἡμᾶς |
. Τὸ κάρυον εἰς κόμαρον μόνον ἐγκεντρίζεται . τὰ ῥοΐδια ἐνθεματίζεται εἰς ἰτέαν . ἡ δάφνη ἐγκεντρίζεται εἰς μελίαν . | ||
ἀφ ' ἧς γίνεται λευκὰ συκάμινα . Τὰ δὲ ἀππίδια ἐνθεματίζεται εἰς ῥοιάς , καὶ εἰς κυδώνια , καὶ εἰς |
τὰ δὲ ἑωθινά : καὶ τὸ μὲν παρὰ πολὺ διαμαρτανόμενον παρορῶν ὑπεχέτω λόγον , τὸ δὲ παρὰ μικρὸν οὐδὲ παριδὼν | ||
. Εὔηθες γὰρ ἂν ἦν τὸ λεγόμενον , ὡς ὁ παρορῶν ἤτοι ὁρᾷ ἢ οὐχ ὁρᾷ : φαίη γὰρ ἄν |
οὐδὲν γὰρ ταῦτα αὐτῷ βοηθήσει εἰς τὸ μὴ καταπεσεῖν πτώματα ἀνυπομόνητα καὶ ἀφόρητα : τοιοῦτον ἀντίπαλον νῦν εὐτρεπίζει αὐτὸς ἑαυτῷ | ||
ἃ οὐ δύναταί τις ὑπομένειν . θ οὐχ ἀνασχετὰ ] ἀνυπομόνητα . ἀνασχετὰ ] ὑπομονητά . καθ ' ὑπόκρισιν ἀναγνωστέον |
φύσει μακρᾷ παραληγόμενα ὀξύνεσθαι θέλει , αὐλητής , πειρατής , χηρωστής , βραβευτής . οὕτως οὖν καὶ τὸ ἑεδνωτής , | ||
, ὡς γυψῶ γυψώσω γυψωτής , καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ χηρωστής : ἐξ οὗ καὶ χήρα , ἡ ἔρημος καὶ |
οἷον : Μῆλος Βῆλος Δῆλος Σφῆλος . Ἔτι τὰ εἰς ΛΟΣ δισύλλαβα προσηγορικὰ ἢ ἐπιθετικὰ τῷ Η παραληγόμενα , εἰ | ||
τὸ ἀπὸ ΑΕ , τὸ ὑπὸ ΠΜΘ πρὸς τὸ ὑπὸ ΛΟΣ . καὶ ἐπεί ἐστιν , ὡς ὅλον τὸ ὑπὸ |
πειθαρχοῦντας , ὃς κελεύει τὸν ἀνδρόγυνον τὸ φύσεως νόμισμα παρακόπτοντα νηποινεὶ τεθνάναι , μηδεμίαν ἡμέραν ἀλλὰ μηδ ' ὥραν ἐώμενον | ||
μοιχὸς ἁλῷ , ἐὰν δ ' εἰσίωσι καὶ παρανομῶσι , νηποινεὶ πάσχειν ὑπὸ τοῦ βουλομένου ὅ τι ἂν πάσχῃ , |
αἰτίαν ἀπώσαιτο καὶ ἤδη τὸν λοιπὸν βίον μισῶν τε καὶ λοιδορῶν τοὺς λόγους διατελοῖ , τῶν δὲ ὄντων τῆς ἀληθείας | ||
λοιδορῶν γάρ , ἂν ὁ λοιδορούμενος μὴ προσποιῆται , λοιδορεῖται λοιδορῶν . πρόχειρον ἐπὶ τὴν γλῶτταν εὐλόγῳ τρέχειν στρῶμα μηλωτήν |
. ὑποβεβρέχθαι , διαθερμαίνεσθαι , σεσεῖσθαι . μέθη μεθύειν μεθύσκεσθαι μεθυστικός , ἡ δὲ γυνὴ μεθύση , καὶ μεθύστρια παρὰ | ||
οὐ τὸ ῥύπος . Μέθυσος ἀνὴρ οὐκ ἐρεῖς , ἀλλὰ μεθυστικός : γυνὴ δὲ μέθυσος . Ἄχαριν ὀσμὴν λέγε , |
ἐπὶ τῶν διαφόρων αἰσθήσεων : ἐπ ' ἐκείνων γὰρ τὰ ἀγγελλόμενα ἕτερα μὲν ἦν , οὐ μὴν ἐναντία , ὡς | ||
τὸ κτῆμα τὸ ἐκείνης Ἐλλέβιχος ἑαυτὸν ἀπέδειξεν . Τὰ μὲν ἀγγελλόμενα πάντες ἀκούομεν , ἅπαντα εἶναι μεστὰ νεκρῶν , τάς |
ὀρθὰς καὶ ἀποληφθῶσιν ἴσαι περιφέρειαι αἱ ΖΗ ΗΘ , καὶ γραφῶσιν παράλληλοι κύκλοι οἱ ΚΛ ΜΝ ΞΟ , γίνεται μείζων | ||
καὶ διὰ τῶν γενομένων σημείων καὶ τοῦ πόλου μέγιστοι κύκλοι γραφῶσιν , ἀνίσους ἀπολήψονται περιφερείας τοῦ μεγίστου τῶν παραλλήλων τὰς |
πάλαι μέμακται , ἡ δὲ μάζα νῦν . σιτεῖσθαι : Ἐσθίειν . . ἰσχνῶν ῥαφανίδων : Ἀττικοὶ ῥαφανίδα φασὶν ἣν | ||
δὲ μεταξὺ ἡμέρας λούειν δὶς τῆς ἡμέ - ρης . Ἐσθίειν δὲ πράσα ἑφθὰ καὶ ὠμὰ καὶ ῥαφανῖδας καὶ κάρδαμα |
μὲν τοῦ ὠνουμένου ἐμβάλλοιτο ὁ χαλινός , ὁρῶντος δ ' ἐξαιροῖτο . ἔπειτα δὲ προσέχειν δεῖ τὸν νοῦν πῶς ἐπὶ | ||
ἄγοι τινὰ ὡς δοῦλον , ἔπειτά τις αὐτὸν ὡς ἐλεύθερον ἐξαιροῖτο , ἐξῆν τῷ ἀντιποιουμένῳ τοῦ ἀνθρώπου ὡς δούλου λαγχάνειν |
παρανόμων γραφὴν πεφευγὼς καὶ ὡς στρατηγήσας ἐν Κέῳ καὶ διὰ φιλοχρηματίαν πολλὰ κακὰ ἐργασάμενος τοὺς ἐνοικοῦντας , ἐφ ' ᾧ | ||
μᾶλλον ἢ βασιλέα . προφέρειν δὲ αὐτῷ μανίαν μὲν καὶ φιλοχρηματίαν καὶ ὠμότητα καὶ ἀσέλγειαν πᾶσαν , τὸ δὲ ὠμότατον |
προαίρεσις ἐλεύθερον φύσει καὶ ἀνανάγκαστον , τὰ δ ' ἄλλα κωλυτά , ἀναγκαστά , δοῦλα , ἀλλότρια , φαντάζονται ὅτι | ||
τὰ δὲ οὐκ ἐφ ' ἡμῖν ἀσθενῆ , δοῦλα , κωλυτά , ἀλλότρια . μέμνησο οὖν , ὅτι , ἐὰν |
ΒΗ πρὸς τὴν ΗΖ μείζονα λόγον ἔχει ἤπερ ἡ ὑπὸ ΗΖΚ γωνία πρὸς τὴν διπλῆν τῆς ὑπὸ ΚΒΗ , τουτέστιν | ||
λόγον ἕξει ἡ ΛΚ πρὸς τὴν ΚΖ ἤπερ ἡ ὑπὸ ΗΖΚ γωνία πρὸς τὴν ὑπὸ ΗΛΚ . ὥστε καὶ ἡ |
μηδὲ τὴν ψυχήν σου βασανίσῃς ταῖς τοῦ σώματος ἡδοναῖς . ἔθιζε σεαυτὸν τῷ μὲν σώματι παρέχειν τὰ τοῦ σώματος σωφρόνως | ||
ἄσκει ἐπήγαγε : μηδ ' ἀλογίστως ἔχειν σαυτὸν περὶ μηδὲν ἔθιζε , ὡς μὴ δυναμένης ὑποστῆναι δικαιοσύνης ἄνευ φρονήσεως . |
μυστήρια ποιοῦντα ἐν οἰκίᾳ μεθ ' ἑτέρων , καὶ ἐὰν ψηφίσησθε ἄδειαν ᾧ ἐγὼ κελεύω , θεράπων ὑμῖν ἑνὸς τῶν | ||
περὶ τοῦ φεύγοντος τὴν ψῆφον δὲ αἰτεῖ , οἷον ἵνα ψηφίσησθε καὶ αὐτῷ μᾶλλον προσθῆτε . . . παραιτεῖται ] |
η κληρονομεῖς τὴν γυναῖκα θ εἰπὲ τὴν δίκην . μὴ ὑπέρθῃ ι μένει σοι τὰ ὑπάρχοντα σῶα α οὐκ ἔχεις | ||
ἄρτι . σιώπα τέως α εἰπὲ τὴν δίκην . μὴ ὑπέρθῃ β μένει σοι τὰ ὑπάρχοντα γ λαμβάνεις τὴν φερνήν |
. ἢ ἀπὸ τοῦ φαίνειν , ὅ ἐστι συκοφαντεῖν . κακοπράγμων γὰρ ἦν καὶ φιλόδικος . ἐν τἀγορᾷ ] ἐτυμολογεῖ | ||
οὐ μέντοι ἔπειθέ γε τὸ μὴ οὐ μεγαλοπράγμων τε καὶ κακοπράγμων εἶναι . καὶ ἐκεῖνος μὲν κατεψηφίσθη καὶ ἀποθνῄσκει : |
φθαρτική . βουλεύσεται ] κυρωθήσεται . βουλεύσεται ] ἀποκυρωθῇ . βουλεύσεται ] βουλευθήσεται . βουλεύσεται ] μετὰ συμβουλῆς πραχθήσεται . | ||
μαντικὴ στήσεται : κατὰ δὲ τὸ δῆλον ἢ μή , βουλεύσεται . Ἤδη δὲ καὶ τοῦ ἀναγκαίου ἡ γνώμη μαντικῇ |
κέρδος : ὑποτιθεμένη ἐμοὶ κερδίσαι τὴν βασιλείαν , ἐὰν προλαβὼν ἀπέλθω κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ μου . λέγουσα ἡ ἀρὰ κέρδος | ||
: εἰς τὸν αἰθέρα τὸν οὐράνιον , φησὶ , πετασθεὶς ἀπέλθω εἰς τὸ ὑψιπετὲς μέλαθρον , ἔνθα ὁ Ὠρίων ἢ |
Λακεδαιμονίοις δημηγορῶν καὶ τὴν οἴκοι τρυφὴν ἐπαινῶν ἤκουσε ταῦτα . Οἴκοι γενοίμην : ἐπὶ τῶν ἐκφυγεῖν τὰ δεινὰ εὐχομένων . | ||
, ὑπολύεταί μου τὰ γόνατ ' , ὦ Λυσιστράτη . Οἴκοι δ ' ἀταυρώτη διάξω τὸν βίον Οἴκοι δ ' |
Γ εἰς Ἁρμόδιον καὶ Ἀριστογείτονα τὸ γένος ἀνῆγεν αὐτοῦ ὁ ἀλλαντοπώλης , ἐπεὶ καὶ οὗτοι πολλάκις εὐνοίας ἀπηνέγκαντο δόξαν , | ||
τοὺς Πανέλληνας ἐξιλεώσατο τὸν Δία . τοῦτο δὲ λέγει ὁ ἀλλαντοπώλης , εἰληφὼς τὸν στέφανον . Ἑλλάνιος δὲ Ζεὺς τιμᾶται |
ἰέναι δεδιὼς τὸν πέλας , μή ποτε οὐχ ἑαυτῷ ταὐτὰ φρονῇ , ῥίπτειν ἀναγκασθήσεται , ὥστε , κἂν πάντες βούλωνται | ||
. τί δ ' ὄφελος εὖ λαλοῦντος , ἂν κακῶς φρονῇ ; οὐδὲν γὰρ αἰσχρόν ἐστι τἀληθῆ λέγειν . ἀδύνατον |
μέγαν φόβον . ὡς ἀεὶ στιφρὰς ἐσομένας καὶ νέας , ταλάντατος . γυναικείαν ἀγοράν . ἄφες τὸν ἄνθρωπον . τί | ||
ὁ Χαιρεφῶν μὲν παντελῶς οἴκαδε βαδίζειν ᾤετ ' , ὢ ταλάντατος . καὶ μὴν ἔτι τοῦτ ' ἔστιν ἄξιον μόνον |
τὸ ” διά “ , ἀλλ ' οὕτω λέγε : ἐνεχυράζομαι τὰ χρήματα , τουτέστιν ⌈ εἰς / ἐνέχυρον αὐτὰ | ||
. ἀναισχυντῶμαι . τὰ χρήματ ' ] τὰ πράγματα . ἐνεχυράζομαι ] διδοὺς ἐνέχυρα λαμβάνω χρήματα , ὡς ἐνέχυρα λαμβάνω |
ἀζημίους δ ' ὠφελείας καὶ συνόλως ἀμιγῆ κακῶν τὰ ἀγαθὰ δωρούμενον ὕμνοις τε καὶ εὐδαιμονισμοῖς καὶ εὐχαῖς θυσίαις τε καὶ | ||
οὐκ ἂν οὕτω ἄφθονα συναγάγοι ὥστε μὴ ἐπιλείπειν διδόντα καὶ δωρούμενον : εἶτα αὕτη αὖθις δευτέρα κακία προσγίγνεται μετὰ τὴν |
περὶ τῆς πρεσβείας . ὁ πολλάκις ἐπ ' ἐμπολῇ μεταβεβλημένος παλίμπρατος παλίμβολος λέγεται , ὡς δῆλόν ἐστιν ἔκ τε τοῦ | ||
Φλάκκον ἤδη τιμῶν ἀθλίων ἐωνημένοι , ἃς ὁ δοξομανὴς καὶ παλίμπρατος ἐλάμβανεν οὐ καθ ' αὑτοῦ μόνον ἀλλὰ καὶ τῆς |
: ἐπεὶ πρός γε τοὺς ἄλλους , κἂν συνάμα πάντες κατηγορῶσιν , ἱκανὸν ἂν εἴη μοι τό οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ | ||
μετὰ πρέσβεων αὐτόθεν ἀπολογησόμενός τε ἐς τὴν Λακεδαίμονα , ἢν κατηγορῶσιν οἱ περὶ τὸν Ἰσχαγόραν ὅτι οὐκ ἐπείθετο , καὶ |
. αἱ μὲν γὰρ τῶν ? ? ἀρχόντων ἀμείψεις δειναὶ μεταποιεῖν ? καὶ ἐξαλλάττειν τό τε συνεχὲς τῆς πολιτικῆς τάξεως | ||
βαρβάρους , οἱ δὲ ἐς τὸ ἐπᾷσαί τι ἢ ἀλεῖψαι μεταποιεῖν φασι τὰ εἱμαρμένα , καὶ πολλοὶ τούτων κατηγορίαις ὑπαχθέντες |
περιπτυχαί . ἡ δὲ περίφρασις ἐκ τοῦ περιφράσσειν καὶ οἷον περιπτύσσεσθαι καὶ περικυκλοῦν τὴν πόλιν . περιλαμβάνονται γὰρ αἱ πόλεις | ||
Ἀγαμέμνονα ἠπιστάμην καὶ τὸν ἐκείνου θάνατον ἐδάκρυσα , ἐλπίζων δὲ περιπτύσσεσθαι τὸν Ὀρέστην καὶ τὴν μητέρα ὡς σῳζομένους , παρ |
κοινοῖς μόνος εὐτυχεῖν , ἐνθυμούμενος δὲ ὅτι παρὰ πάντα τὰ νενομισμένα παρ ' ἀνθρώποις ὅσια τὴν ἡγεμονίαν ὑπ ' αὐτῶν | ||
πρῶτα μὲν κατὰ πόλεμον διὰ στρατιᾶς εὐδοκιμοῦμεν καὶ ὁρμῶμεν κατὰ νενομισμένα ἔθη ταῖς πόλεσι ταῖς πορθουμέναις , οὐ τεμένη θεῶν |
. . σκοτεινῷ . τὸ γὰρ πάλιν ἐπίτασιν δηλοῖ ὡς παλιγκάπηλος καὶ παλίμπρακτος . παλιντράπελον : ἀντίστροφον . ἐναντίον , | ||
ἀρχή τις Ἀθήνησιν ἐπιμελουμένη τοῦ καθαίρεσθαι τὴν κόπρον . Καὶ παλιγκάπηλος καὶ μεταβολεύς . Παλιγκαπηλεύειν : τὸ πραγματεύεσθαι . Μεταβολεύς |
. . . ἀΐδηλος : κεῖνος δ ' αὖτ ' ἀΐδηλος ἀνήρ , ὁ ὀλοθρευτικός : οὐ γὰρ ἄξιος Ἀριστόνικος | ||
ποιητῇ : ἀΐδηλον Ἄρηα , τὸν ὀλέθριον . ἢ αὐτὸς ἀΐδηλος ἐσόμενος . καὶ ὁ μὲν Μεθόδιος λέγει εἶναι ἀπὸ |
τὴν δ ' ὑπολήψεσιν ἀρίσταις περὶ θεοῦ ὡς κοσμοποιοῦ καὶ ἐπιμελουμένου ὧν ἐγέννησε : καὶ γὰρ τὰ σύμπαντα ἐτελεσφόρησεν ἑβδομάδι | ||
, τὸ δ ' ὡς οὐκ ἂν συνέβη σοῦ γε ἐπιμελουμένου . νῦν δὲ δὴ καὶ πολὺ τοῦτο ἦν τοῦ |
τοιαῦτα , γονέων ἀμελεῖν , ἀδελφῶν ἀφροντιστεῖν , φίλοις μὴ συνδιατίθεσθαι , πατρίδα ὑπερορᾶν καὶ τὰ παραπλήσια : οὔτε δὲ | ||
θέλω καὶ τῷ νεύοντι καὶ κινουμένῳ παρὰ φύσιν οὐ βούλομαι συνδιατίθεσθαι . τί θαυμαστὸν οὐ παρ ' ὑμῖν ἐξηυρημένον διαπράττεται |
. τὰ μὲν τοίνυν ἄλλα . τὰ τῶν Ἡρακλειτείων ἄλλα δοξάσματα . ὁμοίως ὀρθὴ εἶναι . ἀντὶ τοῦ συνδραμεῖν τὴν | ||
οὖν βέλτιον Ἡ . παίδων ἀθύρματα νενόμικεν εἶναι τὰ ἀνθρώπινα δοξάσματα . . . μεμνῆσθαι δὲ καὶ τοῦ ἐπιλανθανομένου ἧι |
οἷς τοὺς αὐτοὺς χρόνους συμβαίνει αὐτοῖς ἀναγράφειν . , : Δέκατος δὲ συνηθροίσθη ἔκ τε τῆς Κεφαλίωνος Ἐρατοῦς , διαλαμβανούσης | ||
ἐπαινέτην ἐπιδείκνυμι , ἐν δὲ τῷ δικαστηρίῳ κατηγόρῳ κέχρημαι . Δέκατος δ ' αὐτὸς πρεσβεύσας , μόνος τὰς εὐθύνας δίδωμι |
παρατρέπειν , ποικίλλειν , κακουργεῖν , φενακίζειν , πανουργεῖν , δολοῦν , τεχνάζειν , ψεύδεσθαι , καταπεπλάσθαι , καπηλεύειν , | ||
παραλογίζεσθαι , φενακίζεσθαι , σοφίζεσθαι , τεχνάζειν , γοητεύειν , δολοῦν , κλέπτειν , παρατρέπειν , σκευωρεῖσθαι . ἀλλὰ καὶ |
εἴη . μήποτε δὲ καὶ εἶδός τι δίκης ἐστὶν ἡ ἀπογραφή : εἰ γὰρ ἀρνοῖτό τις μὴ ἔχειν , ἀπογραφῆς | ||
καὶ ἐνδημῶ αὔριον ἐπὶ ἐνδημοῦντος καὶ παρόντος . . . ἀπογραφή καὶ ἀπογράψαι : ἀπογραφὴ γίνεται οὐσίας , ὅταν τις |
δὲ Ἑρμῆς μετά τινος ἀγαθοποιοῦ ὡροσκοπῇ χρήματα λαβὼν ὁ ἐνάγων σιγήσεται , ἐὰν δὲ τὸν ὡροσκόπον ὁ Κρόνος βλάπτῃ ζημιωθήσεται | ||
δὲ Ἑρμῆς μετά τινος ἀγαθοποιοῦ ὡροσκοπῇ χρήματα λαβὼν ὁ ἐνάγων σιγήσεται , ἐὰν δὲ τὸν ὡροσκόπον ὁ Κρόνος βλάπτῃ ζημιωθήσεται |
ἀφανιστικόν . οὕτως Αἰσχύλος : . . Α . : ἀϊδνόν : μέλαν , ἢ ἀφανιστικόν . Συναγ . λέξ | ||
ὁ δὲ Χοιροβοσκὸς εἰς τὴν Ὀρθογραφίαν αὑτοῦ λέγει ἀπὸ τοῦ ἀϊδνόν , τὸ σημαῖνον τὸ ἀφανιστικόν , ὅπερ διὰ τοῦ |
, φησίν , ἐμέριζον ἑαυτοὺς διὰ πλείονα σπουδὴν τοῦ εὐκαίρως εἰσφέρεσθαι τὰ χρήματα κατὰ συμμορίας : νῦν δὲ δι ' | ||
ὀψιαίτατα κοιμώμενοι . Ἦν δ ' αὐτοῖς νόμιμον μηδὲ προχοΐδας εἰσφέρεσθαι εἰς τὰ συμπόσια , δῆλον ὅτι νομίζοντες τὸ μὴ |
τῶν πανωλεθρίᾳ διαφθειρομένων . Οὐδὲν πέπονθας δεινὸν , ἂν μὴ προσποιῇ : ἐπὶ τῶν ὑποκρινομένων δεινὰ πεπονθέναι . Οὐδὲ κύαθον | ||
ἐν νέοις γέρων . Οὐδὲν πέπονθας δεινόν , ἂν μὴ προσποιῇ . Ὅπου βία πάρεστιν , οὐ σθένει νόμος . |
ἐν Τροφωνίῳ παίζει Κρατῖνος . ἀργυραμοιβός , ἀργυρογνώμων , ἀργυρολόγος ἀργυρολογεῖν , καὶ ἀργύριον τὸ νόμισμα : εἴρηται δὲ καὶ | ||
εἰς θάνατον καὶ δουλείαν καὶ παραδέδωκας ἀνδράσι πιστοῖς τὸ χωρίον ἀργυρολογεῖν βασιλεῖ τεταγμένοις . ἐντεῦθεν ὄνομα τῷ μέλλοντι παραπέμπεται χρόνῳ |
ἐχώνων , ἐπίμιξον ἐκ τῶν τεχνιτῶν βαλλόντων , πρῶτον κάθαιρε ὕελον : εἶτα ἐξίου ὡς ὕστερον ὑποθήσομαι : εἶτα ἐπίβαλλε | ||
κάλλιστον . Πάντα μαλάσσει , πάντα λευκαίνει : ἀλλὰ καὶ ὕελον μαλάσσει , ὥστε καὶ λευκαίνεσθαι αὐτὸν ποιεῖ . ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ |
, ἀδόκιμος , ἀζήλωτος : ἐπιβόητος δὲ καὶ ἐπίρρητος καὶ ἐπίψογος : καὶ τὰ πράγματα ἀδοξία κακοδοξία , δύσκλεια , | ||
, ὑπεύθυνος , ἐγκλητέος , ἐπιλήψιμος , μεμπτὸς ἐπίμεμπτος , ἐπίψογος , ἐπίρρητος , ὁ δ ' ἀναίτιος ἀνεύθυνος , |
δ ' ἀν ' ἄστυ : ταραχαί , θόρυβοι . κεκωμῴδηται δὲ ἡ λέξις . λέγεται γὰρ μᾶλλον ἐπὶ βορβορυγμοῦ | ||
. . Κηφισόδωρος : Λυκοῦργος ἐν τῷ Κατὰ Μενεσαίχμου . κεκωμῴδηται δὲ οὗτος ὡς νωθὴς κτἑ . . . . |
καλοῦσι δὲ καὶ τὰς μισθαρνούσας ἑταίρας καὶ τὸ ἐπὶ συνουσίαις μισθαρνεῖν ἑταιρεῖν , οὐκ ἔτι πρὸς τὸ ἔτυμον ἀναφέροντες , | ||
, πράττων ἐπ ' ἀργυρίῳ , καὶ προῃρημένος ὡς ἀληθῶς μισθαρνεῖν , οὐκ εἰς ἃ καὶ συγγνώμην ἀκούσας ἄν τις |
ἐπὶ πορνείᾳ καὶ ἀσελγείᾳ . τελευταῖον τῶν διμέτρων ἀναπαιστικῶν . καταπυγοσύνης ] βδελυρίας . , πορνικῆς διαθέσεως , ἀναισχυντίας . | ||
παρατέλευτον λέγεται . Ἀντιμάχου ] οὗτος λίαν πόρνος ἦν . καταπυγοσύνης ] πορνείας . ⌈ ἀναπλήσει / [ καταπλήσει ] |
[ . ] ειν φθονων [ . ἀγαθοὶ ] ? ὀλίγ [ . ] ψε . [ Ἀντωνεῖνος : κύριε | ||
προσλαβὼν ἐξουσίαν καὶ τοὺς φρονεῖν δοκοῦντας ἀνοήτους ποιεῖ . Κρεῖττον ὀλίγ ' ἐστὶ χρήματ ' ἀνυπόπτως ἔχειν , ἢ πολλὰ |
τῇ παρὰ τοῦ Δρόμωνος διαβολῇ . Πῶς δ ' ἂν λάθοις ἐπιγράψασα ; Τῆς νυκτός , Δροσί , ἄνθρακά ποθεν | ||
. τίμα τὸ δίκαιον δι ' αὐτό . οὐκ ἂν λάθοις θεὸν πράττων ἄδικα , οὐδὲ γὰρ διανοούμενος . σώφρων |
τῷ ὀξυγλυκεῖ . Ἢν δὲ μὴ μέλλῃ παλιγκοταίνειν , τὰ ἐκχυμώματα καὶ τὰ μελάσματα καὶ τὰ περιέχοντα ὑπόχλωρα γίνεται καὶ | ||
μετ ' ὀλίγων ἁλῶν , ἐπιτήδειον ποιήσει φάρμακον πρὸς τὰ ἐκχυμώματα . Τοῦ ψυλλίου τὸ σπέρμα οὔτε ἀλεῖν δυνατὸν οὔτε |
κυνηγεῖν καὶ ἱστουργεῖν , ἐπιβλαβὲς δὲ πιστεύεσθαι , δανείζειν καὶ κιχρᾶν , ἀποδημεῖν , ὁδοῦ ἐνάρχεσθαι , οὐ συμφέρει δὲ | ||
ἀντὶ τοῦ τοὺς Ἀθηναίους . . συμβάλλειν : Μεταδιδόναι , κιχρᾶν . ἀποδιδόναι . . τὸ ἀποστερεῖν . . εἰς |
Ἢν τὰ ὕστερα μὴ δύνηται ἀποφυγεῖν , παραχρῆμα μὲν χρὴ ἀσιτέειν : ἄγνου δὲ πέταλα λεῖα τρίψαντα ἐν οἴνῳ καὶ | ||
ἐπὴν παύσηται τὰ ἐπιμήνια , τοῖσιν ἀρώμασι : κἄπειτ ' ἀσιτέειν χρὴ , καὶ ἀλουτέειν , ξυνίτω δὲ τῷ ἀνδρὶ |
καθ ' ὃ χαρακτηρίζεται τὸ ἡμέτερον εἶδος . δόξει δὲ ἀνοηταίνειν , εἰ εἴπῃ ὅτι εἴωθεν ἡμῖν ὁ κύων νοσήματα | ||
ἀλλὰ μόνα ταῦτα : πονηρεύεσθαι , πανουργεῖν , μισολογεῖν , ἀνοηταίνειν , ἀμαθαίνειν : τὸ δ ' ἀφραίνειν ποιητικώτερον . |
Σοφὸν τὸ θεῖον κἀπλάνητον : οὐδ ' ἄν τις λαθεῖν ἐπιορκῶν προσδοκᾷ , δίκην φεύγει . ] Ἐν τῷ ποτ | ||
ὅστις γὰρ κακουργῶν οἴεται λανθάνειν τοὺς θεούς , οὗτος οὐδὲ ἐπιορκῶν τιμωρίας οἴεται τεύξεσθαι . καὶ περὶ μὲν τῶν ὅρκων |
τοῖς τὰ τοιαῦτα ἅπερ οὗτος ἐξημαρτηκόσιν . περὶ μὲν οὖν Κινησίου ταῦτα ὁ ῥήτωρ εἴρηκεν . λεπτότερος δ ' ἦν | ||
? ] ] ! [ σκηνὴ μέν * τοῦ χοροκτόνου Κινησίου . , . . . . Μυῖα φύλλιδι χαίρειν |
. ὦ δαιμόνι ' ἀνδρῶν , μὴ φθονερὸν ἴσθ ' ἀνδρίον . κατ ' ἀντιβολίαν δέκα τάλαντ ' ἀπετισάμην . | ||
ἐκείνη αἰδεσθεῖσα λύσσαν τοῖς κυσὶν ἐμβάλλει , κἀκεῖνον κατέφαγον . ἀνδρίον : δυσγενὲς καὶ ἀνελεύθερον ἀνθρώπιον : ὑποκοριστικῶς . ἀνδρίον |
ἐτείχισεν . ΓΘ ἐπιχειλῆ ] ἐνδεᾶ . καὶ πρὸς τούτοις ἀριστώσῃ : καὶ πρὸς τούτοις ἄριστα τῆς πόλεως ἐχούσης . | ||
λεʹ , παρὰ θάλατταν ὤν . ἔπαιξε δὲ τὸ “ ἀριστώσῃ ” πρὸς τὰ ἐπιφερόμενα : πρὸς ὃ ἐπιφέρει καὶ |
καὶ Τίμων οὑτωσὶ παραγραμματίζων αὐτόν : ὡς ἀνέπλασσε Πλάτων ὁ πεπλασμένα θαύματα εἰδώς . Ἄλεξις Μεροπίδι : εἰς καιρὸν ἥκεις | ||
ὁ Τίμων περὶ αὐτοῦ ἔφη : ὡς ἀνέπλαττε Πλάτων ὁ πεπλασμένα θαύματα εἰδώς . Παρμενίδῃ μὲν γὰρ καὶ ἐλθεῖν εἰς |
ἀποβολῇ τοῦ ι Αἰολικῶς καὶ κατὰ διπλασιασμὸν τοῦ ρ γίνεται ἔρρω , ὡς κείρω κέρρω : οἱ δὲ Αἰολεῖς τὰ | ||
. οὕτω γοῦν καὶ φθείρω εἴρω , ἐξ οὗ Αἰολικῶς ἔρρω ὡς κείρω κέρρω , δείρω δέρρω : Αἰολεῖς γάρ |
δ ' ἐκ τούτου τὴν ἰσχνὴν καὶ διεφθινηκυῖαν ἢ τὴν ἐπιβλαβὲς καὶ χαλεπὸν ὁρῶσαν , ἵν ' ᾖ : ἀκρίς | ||
καὶ κύνας ἀγοράζειν καὶ ἁλιεύειν καὶ κυνηγεῖν καὶ ἱστουργεῖν , ἐπιβλαβὲς δὲ πιστεύεσθαι , δανείζειν καὶ κιχρᾶν , ἀποδημεῖν , |
. Ἀγλαίζεται δὲ τὰ τοῦ Διὸς λόγῳ , καὶ τὰ καλλωπίσματα αὐτοῦ τὰ παρὰ τοῦ νοῦ αὐτοῦ εἰς τὴν ψυχὴν | ||
δεύτερα ἑαυτῶν εἶναι νομίζουσι . καὶ μὴν ἐκεῖνα μὲν τὰ καλλωπίσματα καὶ δαπάνης καὶ χρόνου καὶ τῆς παρὰ τῶν βαναύσων |
πάτριόν ἐστιν ἔτι καὶ νῦν , τἀληθῆ καὶ τὰ δίκαια ἐψηφίσθαι τῶν δικαστῶν ὅσοι τὴν ψῆφον ἤνεγκαν αὐτῷ , καὶ | ||
, ὀρθῶς καὶ καλῶς πᾶσιν Ἕλλησι καὶ βαρβάροις δοκεῖτ ' ἐψηφίσθαι κατ ' ἀνδρῶν προδοτῶν καὶ θεοῖς ἐχθρῶν . ἐπειδὴ |
προσέλθωσι , φυσῶνται κοιλίην , οἷον Δαμναγόρας . Αἱ μεταβολαὶ φυλακτέαι : ὀλιγοσιτίη , ἄκοπον , ἄδιψον . Πᾶς λεπτυσμὸς | ||
ἢ μᾶλλον ὡς πρόγραμμα τοῦτο ἀναγνωστέον , ὅτι αἱ μεταβολαὶ φυλακτέαι , αἱ κατὰ τὰ ἐπιτηδεύματα , κατὰ τὰ ἤθη |
αὐθάδης καὶ ἐπηρμένος ὢν καὶ ὑπέρογκος , ἔσται ταπεινός . ἑτοιμάζεται γὰρ γάμον γαμεῖν , ὃς αὐτὸν βασιλείας ῥίψει . | ||
αὐθάδης καὶ ἐπηρμένος ὢν καὶ ὑπέρογκος , ἔσται ταπεινός : ἑτοιμάζεται γὰρ γάμον γαμεῖν ὃς αὐτὸν τῆς βασιλείας ῥίψει : |
κατέκλῃσαν : τουτέστι τῶν εἰσαγωγίμων ἢ τῆς θαλάττης αὐτοὺς ἀπέκλεισαν ξυνωμοσίαν : ἔνορκον ξυμμαχίαν . ἀπάραντος : ἀντὶ τοῦ ἀναπεισθέντος | ||
ἵνα δείξῃ ἀληθὲς εἶναι τὸ ὅτι καὶ κατ ' αὐτοῦ ξυνωμοσίαν πεποίηνται , ξυνωμότας αὐτοὺς τῷ Περσῶν βασιλεῖ γεγονέναι λέγει |
ἤ τινα τόπον οὐ καθαρόν , ὁμοίως δὲ μηδ ' ἀπροβούλευτον μηδ ' ἀνυπεύθυνον μηδὲν ποιεῖν , ἀλλὰ πρωὶ μὲν | ||
πρὶν ἐπιχειρεῖν ἔργῳ τηλικῷδε , καὶ μηδὲν ἀνεξέταστον ἀφεῖσθαι μηδὲ ἀπροβούλευτον . ἀποφαινέσθω δὴ περὶ τούτων ἕκαστος ὑμῶν ἃ φρονεῖ |
βίᾳ δὲ τοῦτ ' ἀφέληται , τὸ ἴσον τῷ δημοσίῳ προστιμᾶν οἱ νόμοι κελεύουσιν ὅσον περ δὴ τῷ ἰδιώτῃ ; | ||
καὶ τὰ ῥήματα τιμωρεῖσθαι , κολάζειν , ζημιοῦν , τιμᾶσθαι προστιμᾶν ἐπιτιμᾶν , καταδικάζειν , καταγινώσκειν , ἐπιβολὴν ἐπιβάλλειν . |
ὁρμίζεσθαι καθ ' ἃς πύλας ἐν τοῖς ἐχομένοις ῥηθήσεται . Ξένους τοὺς ἀφικνουμένους τὰ ὅπλα ἐμφανῆ καὶ πρόχειρα φέρειν , | ||
λαλεῖν . Νέος ἂν πονήσῃς , γῆρας ἕξεις εὐθαλές . Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών . Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν |
τὴν ἐν τοῖς μείζοσι τῆς χρείας ἐκπλήρωσιν . μετρεῖσθαι : κιχρᾶσθαι , μερίζεσθαι . λώιον : βέλτιον . δύνηαι : | ||
τὴν ἐν τοῖς μείζοσι τῆς χρείας ἐκπλήρωσιν . μετρεῖσθαι : κιχρᾶσθαι , μερίζεσθαι . λώιον : βέλτιον . δύνηαι : |
ἐπισπέρχων αὐτὸς ἑαυτόν , ἀσκός τε οὗτος εἰκῇ ἔρρι - πται ποτὸν ἀπαντλεῖν τῷ βουλομένῳ δυεῖν τε θεραπόντοιν ὁ μὲν | ||
. δίπλακα πορφυρέην : ἡ διπλῆ , ὅτι παραλέλει - πται τὸ κύριον , ἡ χλαῖνα . λέγει δὲ δίπλακα |
τῷ γρυμαιοπώλῃ με περιμένειν : καίτοι προηγόρευτο αὐτῷ ἐπὶ τὰ γέλγη ἀπαντᾶν . Ἀλλ ' εἰς καιρὸν οὑτοσὶ αὐτὸς ἐμπολήσας | ||
τὸν λιβανωτόν , κεὐθὺ τῶν ἀρωμάτων , καὶ περὶ τὰ γέλγη . εἴη δ ' ἂν καὶ μαγειρεῖα τῶν πόλεως |
τις : ἄνθρωπος . ἐνὶ φρεσίν : ἐν λογισμοῖς . πιστώσαιτο : πιστεύσει , πιστωθῇ . Αἰεὶ γάρ : γνώμη | ||
τοῦ μὴ ῥᾴδιον εἶναι ὁρισμῷ ἢ καὶ ἀδύνατον εἶναι λαβεῖν πιστώσαιτο . Ἀλλὰ πῶς εἶδός τι , ὅταν πρὸς τὸ |
: ἀλλ ' ἤδη σαθρὰν ἐγνωκὼς εἶναι τὴν τυραννίδα πείθειν τετόλμηκας ἄνθρωπον αἱρετωτέραν ἤδη τῆς ἄκρας ἡγούμενον τὴν φυγήν . | ||
ἔστιν εὔλογον : δῆλον κἂν σὺ μὴ λέγῃς ὅτι κακῶς τετόλμηκας , ἔξεστιν ὁρᾷν ἐξ ὧν γεγράμμεθα . ΕΠΙλογος : |
πόλιν ταράττῃς . Ἓν δ ' εἰπέ μοι τοσουτονί : σκύτη τοσαῦτα πωλῶν ἔδωκας ἤδη τουτῳὶ κάττυμα παρὰ σεαυτοῦ ταῖς | ||
παροιμία ἐπὶ † † “ σκύτη βλέπει ” , ἢ σκύτη ἀντὶ τοῦ “ τὰ πολεμικά ” , ἢ πρὸς |
: Αὐτόματοι δ ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιν . Ἀκέφαλος μῦθος : ἐπὶ τῶν ἀτελῆ λεγόντων . Ἀκαρπότερος ἀγρίππου | ||
Νόμων ἕκτῳ : „ μῦθον ἀκέφαλον ἑκὼν καταλείπομαι . „ Ἀκέφαλος μῦθος , ἐπὶ τῶν ἀτελῆ λεγόντων . Πλάτων : |
κατὰ ἰσχύν , ἢ κατὰ χρόνον , ἢ κατὰ τὰ ἀποβαίνοντα ἐξ αὐτῶν , ἢ κατὰ ἰδιώματα αὐτῶν , ἢ | ||
καὶ τῆς προσηγορίας ἔτυχεν οὐκ ἀλόγως , ἅμα θεωρούμενα καὶ ἀποβαίνοντα . ἕπεται δὲ τούτοις τῷ μὲν ἐνυπνίῳ τῷ ἀσημάντῳ |
ἀλλ ' ὀργῆς ἄξια . καὶ ὁ δικάζειν εἰσιὼν καθάπερ ἀργυραμοιβὸς ἀγαθὸς διαιρείτω καὶ διακρινέτω τὰς φύσεις τῶν πραγμάτων , | ||
ἠξίωσε προσρήσεως : οὓς μὲν γὰρ ἂν οὗτος ἀποδοκιμάσῃ καθάπερ ἀργυραμοιβὸς ἀγαθὸς ἐκ τοῦ τῆς ἀρετῆς νομίσματος , κεκιβδηλευμένοι νεωτεροποιοὶ |
ὅρκον τῷ μὴ προχείρως αὐτῷ καταχρῆσθαι , ἵν ' ἐθισθῇς εὐορκεῖν ἐκ τοῦ μὴ εἰθίσθαι ὀμνύναι . μέρος γὰρ οὐ | ||
ἐπιορκήσειν καὶ ἐπιορκήσας εὐώρκησεν : ἔστιν ἄρα τὸν αὐτὸν ἅμα εὐορκεῖν καὶ ἐπιορκεῖν . ἐπὶ γὰρ τούτου πῂ εὐορκῶν δόξειεν |
ἀδικουμένην | τὴν χώραν . . . . . . ἔτρεψας ] , ᾗ ποταμῷ φύσις κομίζεσθαι , τῇ πόλει | ||
Τρῶας πονεῖν καὶ ἐνεργεῖν . καὶ ὅτι ἐφόβησας εἰς φυγὴν ἔτρεψας . . ὅς ῥά τε ῥεῖα θέῃσι τιταινόμενος πεδίοιο |
μικροῦ γράφονται : ἑκηβόλος : ἐλαφηβόλος : πετροβόλος . Τὸ πολῶ διφορεῖται κατά τε γραφὴν , καὶ σημασίαν : ἐπὶ | ||
ἐπὶ τοῦ πιπράσκω , διὰ τοῦ ω μεγάλου γραφόμενον : πολῶ γὰρ τὸ ἀναστρέφομαι , παρ ' ὃ καὶ πόλις |
σύ μοι ἔπεμψας : ὅθεν δικάζεις , γυναικί με καὶ τριετεῖ παιδίῳ καταχαριζόμενος . ” Βασσαίου δὲ τοῦ πεπιστευμένου τὸ | ||
σμικρὰ εἰς ὠφελίαν γίγνοιτ ' ἂν τοῖς νεωστὶ τρεφομένοις : τριετεῖ δὲ δὴ καὶ τετραετεῖ καὶ πενταετεῖ καὶ ἔτι ἑξετεῖ |