παρῆκται τἀναντία τοῦ ὀλιϲθήματοϲ , καὶ τοῦ ὀϲτέου τὸ κορωνὸν ὀγκηρότερον φαίνεται παρὰ τὴν ἄνω γνάθον , καὶ χαλεπῶϲ ϲυμβάλλουϲι
παρῆκται τἀναντία τοῦ ὀλισθήματος , καὶ τοῦ ὀστέου τὸ κορωνὸν ὀγκηρότερον φαίνεται παρὰ τὴν ἄνω γνάθον , καὶ χαλεπῶς ξυμβάλλουσι
5390075 μηρος
τοῦ μηροῦ , ὥστε ἀνέῳκτό μοι κατ ' ἐκεῖνο ὁ μηρὸς τῇ ῥάβδῳ : ὁ δὲ ἀεὶ τὸ τραῦμα ἔπαιεν
τὸ εὐμετάβλητα καὶ δυσέμβλητα εἶναι τὰ ἄρθρα . ἐνίοις γὰρ μηρὸς ἐμπίπτει ἀπ ' οὐδεμιῆς κατασκευῆς , ἀλλ ' ὀλίγης
5324596 ἐκπτωμα
μὴν ἀλλ ' ἐμβάλλειν γάρ μοι δοκέει καὶ οὕτω πεπαλαιωμένον ἔκπτωμα τοῦ βραχίονος , μένειν μέντοι οὐκ ἄν μοι δοκέοι
, καὶ σάρκες μινύθουσι τἀναντία μάλιστα , ἢ ὡς τὸ ἔκπτωμα : ηὐξημένῳ δὲ τὰ ὀστέα μένει . Γνάθος δὲ
5316650 πουλυχρονιος
δὲ μὴ θεραπεύηται , ἐθέλει μεθίστασθαι ἐς τεταρταῖον καὶ γίνεσθαι πουλυχρόνιος . Ἢν δὲ τεταρταῖος λαμβάνῃ , ἢν μὲν ἀκάθαρτος
, καὶ ἐν τάχει ὑγιὴς γίνεται . Ἢν δὲ μέλλῃ πουλυχρόνιος ἡ νοῦσος ἔσεσθαι , τά τε πῦα πολλῷ πλείονα
5227063 ὑγιεος
παράγειν , ἄκρην δὲ τὴν χεῖρα παρὰ τὸ ἀκρώμιον τοῦ ὑγιέος ὤμου ἴσχειν . Ἢν μὲν οὖν κατακέεσθαι τολμᾷ ,
μὲν , πιέζειν δὲ μή : ἄρχεσθαι δὲ ἐκ τοῦ ὑγιέος , τελευτᾷν δὲ πρὸς τὸ ἕλκος , ὡς τὸ
5145819 ἱδρωτια
ξυνήνεγκεν . Πεντηκοστῇ ἀπὸ τῆς πρώτης , περὶ ἀρκτοῦρον , ἱδρώτια κατ ' ὀσφὺν καὶ στήθεα , βραχέα : καὶ
ὡς ἄδηλα καταστῆναι , πλὴν ἐν κροτάφοισιν : καὶ τὰ ἱδρώτια πρὸς δείλην , περὶ κεφαλὴν , τράχηλον , στήθεα
5128346 ἐσπαθα
] ἡ γυνή . περὶ γυναικὸς λέγει . ἀλλ ' ἐσπάθα : κατανήλισκε καὶ κατήσθιεν . διὰ τοῦτο οὐκ ἀργὸς
Δημοσθένης ” ταῦτ ' ἤδη ἐσπαθᾶτο καὶ ἐδημηγορεῖτο “ . ἐσπάθα ] ἐσπατάλα , κατέκοπτε . ἂν ] ἴσως .
4866356 ἀνασσω
καὶ τὴν ἑξῆς συλλαβὴν ἀρχομένην ἀπὸ τοῦ σ , οἷον ἀνάσσω , ἑλίσσω , νύσσω , ὀρύσσω , τινάσσω .
πατὴρ ἐπιίστορα πόντου θῆκε Ποσειδάων τοῦδ ' ἔμμεναι , αὐτὰρ ἀνάσσω παρραλίης , εἰ δή τιν ' ἀκούετε νόσφιν ἐόντες
4827703 εἰκοσταιη
, καὶ τοῦ ῥοφήματος προστιθέσθω πλεῖον : ἐπὴν δὲ γένηται εἰκοσταίη , [ ἀφαιρέειν τοῦ ἀκρήτου μοίρην ἐπὶ δέκα ἡμέρας
ἡ μέντοι κνήμη τούτῳ τῷ ἀνθρώπῳ κατὰ τὸ γόνυ ἀφῃρέθη εἰκοσταίη , ἐδόκεε δέ μοι καὶ ἐγγυτέρω : οὐ γὰρ
4821608 σκυτη
πόλιν ταράττῃς . Ἓν δ ' εἰπέ μοι τοσουτονί : σκύτη τοσαῦτα πωλῶν ἔδωκας ἤδη τουτῳὶ κάττυμα παρὰ σεαυτοῦ ταῖς
παροιμία ἐπὶ † † “ σκύτη βλέπει ” , ἢ σκύτη ἀντὶ τοῦ “ τὰ πολεμικά ” , ἢ πρὸς
4816369 ἀνοντος
δίκτυον . συγγνώμην ἔχοι ] ἤγουν ἵλεως γένοιτό μοι . ἄνοντος : ἀντὶ τοῦ ἀνύοντος τὰ πρὸς σωτηρίαν καὶ εὑρίσκοντος
ἔχοι τοῦ δικτύου . ταῦτα μὲν πρὸς ἀνδρός ἐστ ' ἄνοντος ἐς σωτηρίαν . ἀλλ ' ἔπαγε τὴν γνάθον .
4804771 τρηχυνεται
τουτέων δὲ τοιουτέων ἐόντων , ἡ φάρυγξ ἑλκοῦται , καὶ τρηχύνεται , καὶ θερμαίνεται , καὶ ἕλκει τὸ ἐκ τῆς
ξηρὴ δὲ σφόδρα : προϊόντος δὲ τοῦ χρόνου σκληρύνεται καὶ τρηχύνεται καὶ παχύνεται καὶ ἐπιμελαίνεται . Ἢν μὲν ἐν ἀρχῇ
4776465 ὀλισθηματος
, ὡς τῶν κατὰ τὸν οὐρανὸν ἐνδεδεμένων σωμάτων γενομένου τινὸς ὀλισθήματος ἢ σάλου ῥίψις ἔσται καὶ πτῶσις ἑνὸς ἀπορραγέντος :
τοῦ πήχεως κοιλότητος ἀποστάς , εἰκότως τὸν τοιοῦτον τρόπον τοῦ ὀλισθήματος ὀνομάζουσι σιγμοειδῆ , διότι τῷ σίγμα στοιχείῳ προσέοικεν .
4759800 βουβωνα
ἐξέρχεται τὸ πῦος , ἔστι δὲ ᾗσι καὶ κατὰ τὸν βουβῶνα ὡς φῦμα γίνεται , κἀκείνῃ πῦον γενόμενον ἐξῆλθε :
πύον τῆς μεταβολῆς γινομένης . υιβʹ . Φύγεθλόν ἐστι κατὰ βουβῶνα γινόμενον ἀπόστημα . υιγʹ . Ὑποσπαδίας ἐστὶ πάθος ἐφ
4754663 σκελος
: σημαίνει τὸ ὥσπερ ὑπὸ σκώλου πεπληγμένον ἐφ ' ἓν σκέλος ἅλλεσθαι . ἀσκαρίζειν : σκαίρω τὸ συνεχῶς κινοῦμαι .
τῇ χειρὶ πρὸς τὴν γῆν ἀπερειδόμενοι τῇ κατὰ τὸ ὑγιὲς σκέλος . καταμβλακεύουσι δὲ ἔνιοι τὴν εἰς τὸ ὀρθὸν ὁδοιπορίην
4754429 πελαζει
ἐπίκαιρα ἀμφιφλᾶται ἐν τούτοισι τοῖσι χωρίοισιν : ἐγγυτέρω γὰρ θανάτου πελάζει ταῦτα ἢ ἐκεῖνα , ἢν ἐκπυρωθῇ ξυνεχεῖ πυρετῷ :
ἐκεῖ τὸ ἔκπαλαι καὶ ἐξ ἀρχῆς : τὸ δὲ γινόμενον πελάζει καὶ συνάπτεσθαι δοκεῖ καὶ ἐξήρτηται ἐκείνου . Ἡμεῖς δέτίνες
4743178 χωρεει
ἔμβρυον ἀσκαρίζον ῥήγνυσι τοὺς ὑμένας , καὶ λυθὲν τοῦ δεσμοῦ χωρέει ὁμοῦ ἔξω : καὶ ταῦτα γίνεται ἐν δέκα μησὶ
ξὺν δακρύῳ τε ἐὸν καὶ ὀδύνῃ : εἰ γὰρ δάκρυον χωρέει θερμὸν καὶ ἁλμυρὸν , κίνδυνος τῇ τε κόρῃ ἑλκωθῆναι
4732625 ὀστωδης
. , . ἀγοστός : ὁ ἀγκών : ὁ ἄγαν ὀστώδης τόπος . παρὰ τὸ συναγωγὴν καὶ ἐπίκαμψιν ἔχειν τῆς
ῥύγχος ὀξύ , τράχηλος λεπτός , ὀφθαλμοὶ μεγάλοι , γλῶσσα ὀστώδης , πρόλοβον δ ' οὐκ ἔχει . Ἀλέξανδρος δ
4730358 ψαυομενον
τοῦ ἀγκῶνος κάμψαι δύνανται , εὔδηλον δὲ καὶ τὸ ἄρθρον ψαυόμενον . Ἢν μὲν οὖν μὴ αὐτίκα ἐμβληθῇ ; ἰσχυραὶ
τὸ ἐξέχον : ἀτὰρ καὶ ἀλγέει μάλιστα κατὰ τὸ ἐξέχον ψαυόμενον . Τῶν δὲ ὀστέων τοῦ πήχεος , ὧν μὴ
4701085 τωὐτον
τοῖς νοσέοντι κακόν ἐστι τὸ νοσεῖν καὶ ἀγαθόν , αἴπερ τωὐτόν ἐστι τὸ ἀγαθὸν τῶι κακῶι . καδδὲ τόδε καὶ
ἀγαθὰ αὐτῶι πολλὰ κακὰ καὶ μεγάλα ἐστίν , αἴ γα τωὐτόν ἐστιν ἀγαθὸν καὶ κακόν . καὶ τάδε μὲν περὶ
4695417 ἀλες
τοῦ δὲ ἦλον δευτέρου ἀορίστου ἐστὶ τὸ δεύτερον ἦλες καὶ ἄλες , τὸ τρίτον ἦλε καὶ ἄλε , τὸ πρῶτον
τὸ δὲ ἄλεισον βραχύ , εἰ δὲ ἦν ἀπὸ τοῦ ἄλες ὤφειλε φυλάττειν τὸν μακρὸν χρόνον αὐτοῦ . κρεῖττον οὖν
4692147 μυρμηκιον
ἐπὶ δὲ τοῦ στόματος ἔχει ἐπιφύσεις τρεῖς . Τὸ δὲ μυρμήκιον λεγόμενον , ὡμοίωται μύρμηκι μεγίστῳ , αἰθαλῶδες κατὰ τὴν
δὲ δὴ τούτων ἐστὶν ἄλλο φαλάγγιον , καὶ καλοῦσιν αὐτὸ μυρμήκιον διότι ἐστὶ παρεοικὸς τῷ μύρμηκι τοῦτο : πυρρὸν δὲ
4689856 ἐῤῥηϊσεν
τὸ ἰσχίον ὀδύνη τούτῳ ἐς σκέλος κάτω ἦλθε , καὶ ἐῤῥήϊσεν . Ὁ ἀπὸ τοῦ κεραμέου ἴπνου καταπεσὼν , ᾧ
, κατακείμενος , λαβόμενος πασσάλου ἄκρου ὑπερπεπηγότος εἴχετο , καὶ ἐῤῥήϊσεν . Ὃν ἐξ ὀρειτυπίης παρὰ τὴν γέφυραν εἶδον ἐγὼ
4689401 ἀνεντος
πείσειν ἐπαγγελλόμενοι τοὺς Ῥοδίους δέχεσθαι τὰ δυνατώτατα τῶν προσταγμάτων . ἀνέντος δὲ τοῦ βασιλέως καὶ τῶν πρέσβεων δεῦρο κἀκεῖσε πολλὰ
πρόσωπον , πότνια Νύξ , τό τε λευκὸν ἔαρ χειμῶνος ἀνέντος : ὧδε καὶ ἁ χρυσέα Ἑλένα διεφαίνετ ' ἐν
4670152 ὀστεον
προπετὴς ἡ κεφαλὴ τοῦ βραχίονος : τὸ δ ' ἄλλο ὀστέον τοῦ βραχίονος ἐς τὸ ἔξω καμπύλον . Ὁμιλέει δὲ
ὁμῶς τῇ τῆς ἐπερείσεως βίᾳ ἡ μηλωτρὶς εἰς αὐτὸ τὸ ὀστέον ἐμπαγήσεται . εἴωθε δέ ποτε διὰ τοῦ κεντήματος ἐκ
4665816 πηχυς
προσαγορεύουσι καὶ μετροῦσι τὰ νάματα , καὶ πανήγυρις αὐτοῖς ὁ πῆχυς γίνεται . . . Δεινὸς χρηματιστὴς ἐκ τῆς κατὰ
γενικῆς στάχυος , βότρυος , κέγχρυος πλὴν τῶν δύο τούτων πῆχυς πήχεως , καὶ πέλεκυς πελέκεως . ταῦτα γὰρ μόνα
4647429 αἱμοῤῥαγια
βραχέα δὲ ἔχει καὶ τοῦτό φησιν , ὅτι ἐὰν γένηται αἱμοῤῥαγία , εἰκὸς ἐν τῷ μέσῳ ἵστασθαι τὸ αἷμα :
συμπτώματα , καὶ σκοπῶν , εἰ οἵα τε εἴη ἡ αἱμοῤῥαγία ὑπεναντιοῦσθαι τῇ αἰτίᾳ . εὑρίσκων δ ' , ὅτι
4646169 πολεμιωτατος
τὸν δεσμὸν τοῦ σώματος καὶ τὰ ὀστᾶ , ψυχῇ δὲ πολεμιώτατος : διὸ καὶ σφαλερῶς πίνοντι πίσσα ἐπὶ πυρὶ καὶ
τὰ ὀστᾶ , τὸ οἰκειότατον τοῦ σώματος , ψυχῇ δὲ πολεμιώτατος : διὸ καὶ σφαλερὸν πίνοντι παντί , ἕξει γὰρ
4645676 πεπαλαιωμενον
οὐ μὴν ἀλλ ' ἐμβάλλειν γάρ μοι δοκεῖ καὶ οὕτως πεπαλαιωμένον βραχίονα . τί γὰρ ἂν δικαία μόχλευσις οὐ κινήσειεν
. σύφαρ δὲ † τὸ λίαν † γεγηρακὸς × καὶ πεπαλαιωμένον . σύφαρ καὶ λεβηρὶς τὸ τοῦ ὄφεως δέρμα ,
4635670 παραπληρωματικος
οὐ πάντως ὁμοφωνεῖἀλλ . ' οὐδὲ τὸ πού σύνδεσμός ἐστι παραπληρωματικός : οὐ γὰρ δή γε τὰ πλεονάσαντα μόρια ἐν
ὕστερον . οὐχ ὡς καὶ πρότερον αὐτοῦ πεπυσμένου , ἀλλὰ παραπληρωματικός ἐστιν ὁ καὶ σύνδεσμος , ὡς καὶ παρ '
4620645 κλεπος
: Ῥεῦμα : παρὰ τὸ ῥέω ῥέος , ὡς κλέπτω κλέπος : οἴχεται τὸ κλέπος αὐτὸς ἔχων . : Ῥέος
παρὰ δὲ Πλάτωνι καὶ κλεμμάδια . Σόλων μέντοι τὸ κλέμμα κλέπος ἐν τοῖς νόμοις ὠνόμασεν . τὸν δὲ κλέπτην εἴποις
4620110 καθαρευοι
εἰς θε δεύτερον πληθυντικὸν ποιεῖ : ἀλλ ' εἰ μὲν καθαρεύοι τὸ τ , καὶ ς προσλαμβάνει τὸ πληθυντικόν ,
Ἀττικοὶ τὸ ε καὶ τὸ α συναιροῦσιν , ὅτε μὴ καθαρεύοι τὸ ε , ὡς ἐπὶ τοῦ ἱέασιν ἱᾶσιν :
4580540 σως
, τῶν θεῶν δὲ μὴ βίαι . οὐδεὶς στρατεύσας ἄδικα σῶς ἦλθεν πάλιν . τὰς οὐσίας γὰρ μᾶλλον ἢ τὰς
περισπῶνται ἀποβολῇ τοῦ ς ποιοῦσι τὴν γενικήν , οἷον ὁ σῶς τοῦ σῶ , οἷον Ν νῦν τοι σῶς αἰπὺς
4569123 μεμυκῃ
ἢν μὲν κατὰ τὴν ἕδρην ᾖ ἐστραμμένον τὸ στόμα ἢ μεμύκῃ , μελεδανθεῖσα φορὸς γίνεται : δῆλον δὲ ἑκάτερόν ἐστι
προστιθέσθω . Κυητήριον προσθετὸν σφόδρα ἀναστομῶσαι μήτρην δυνάμενον , ὅταν μεμύκῃ καὶ μὴ δύνηται κυῆσαι , καὶ ὕδωρ ἐκκαθῆραι :
4558376 χωρεῃ
εἰρημένον . Ὁκόταν δὲ ταραχθὲν τὸ αἷμα καὶ ἀποκριθὲν μὴ χωρέῃ ἔξω , ἀλλ ' ἐς τὰς μήτρας , αἱ
ἐν τάχει φορὸς ἔσται . Καὶ ἢν πλείονα τοῦ δέοντος χωρέῃ τῇ γυναικὶ τὰ καταμήνια , οὐδ ' οὕτως ἐν
4554168 θαυμαστ
ἠγωνίζετο ; νέος μεθέστηκ ' ἐκ γέροντος αὖθις αὖ . θαυμάστ ' ἔλεξας : ἀλλά ς ' εὐτυχῆ φίλων μάχης
ὦ Ξενοπείθη καὶ Ναυσίμαχε , εἰ μεγάλ ' ὑμῖν καὶ θαυμάστ ' εἶναι τὰ δίκαια ταῦθ ' ὑπολαμβάνετε , ἀποδόντες
4553117 μονωπα
αὐτόματον τὸν δαλὸν ἐς τὸ κρανίον στείχονθ ' ὑφάπτειν τὸν μονῶπα παῖδα γῆς . πάλαι μὲν ἤιδη ς ' ὄντα
ἀρι ἐπιτατικοῦ καὶ τοῦ μασπὸς ὁ ὀφθαλμός . εἰπὼν δὲ μονῶπα στρατὸν ἐπήγαγε καὶ ἀριμασπόν , δεικνὺς μέγαν εἶναι τὸν
4543786 ἀλαος
σκοπιὰν εἶχεν , ὡς ἂν εἴποι τις οὐδ ' ὡς ἀλαὸς ἐσκόπευεν , οὐδὲ τυφλὴν εἶχε σκοπιάν . ἄλθετο ὑγιάζετο
τυφλὴν τὴν κατασκοπὴν εἶχε , τουτέστιν οὐκ ἔλαθεν αὐτόν : ἀλαὸς γὰρ ὁ τυφλός . . . . ἀλαπάξαι :
4541364 σιναρον
ὑγιὲς , πλάγιον ξύλῳ τῷ σώματι ἀντικοντέουσι , τὸ δὲ σιναρὸν τῇ χειρὶ ὑπὲρ τοῦ γούνατος καταναγκάζουσιν , ὡς ὀχέειν
δακτύλοις . ὀχεῖν δὲ τὸ σῶμα δύνανται [ ] τὸ σιναρὸν σκέλος τουτὶ πολλῷ μᾶλλον ἢ οἷς ἂν εἰς τὸ
4538160 ἀκινδυνοτατον
περιπνευμονίας καὶ πλευρίτιδος . Γάλα τὸ μὲν ὀροῦ πλεῖστον ἔχον ἀκινδυνότατόν ἐστι , κἂν διὰ παντὸς αὐτῷ τις χρῷτο :
περιπνευμονίας καὶ πλευρίτιδος . Γάλα τὸ μὲν ὀροῦ πλεῖστον ἔχον ἀκινδυνότατόν ἐστι , κἂν διὰ παντὸς αὐτῷ τις χρῷτο :
4537470 μηδολωϲ
δύναντοϲ δὲ τοῦ ἡλίου ἀμαυρότερον ὁρᾶν , εἶτα νυκτὸϲ γενομένηϲ μηδόλωϲ βλέπειν . γίγνεϲθαι δὲ τοῦτο δοκεῖ μάλιϲτα διά τινα
ὑπέρχεϲθαι ῥᾳδίωϲ , τὰ δὲ ἀκριβῶϲ πέπειρα ἐγγύϲ ἐϲτι τοῦ μηδόλωϲ βλάπτειν ὁμοίωϲ ταῖϲ ἰϲχάϲιν : οἱ χλωροὶ φοίνικεϲ φυϲώδειϲ
4525099 ἀναιρετικα
καιροὺς ἔχουσαν . μόνα γὰρ τὰ ἐναντία τῶν ἐναντίων εἰσὶν ἀναιρετικά . τοῖς δὲ καιροῖς οὐκ ἔστιν οὔθ ' ἡ
συνυπάρχειν ἢ ἅμα εἶναι , ὅσῳ καὶ ἀλλήλων φθαρτικὰ καὶ ἀναιρετικά εἰσι : τὸ δὲ ὅλως τῇ θέσει τοῦ ἑνὸς
4519634 διωλυγιον
προσελθεῖν , ἀλλὰ μὴ δυνάμενος : ἀνεκώκυσε δὴ μέγα καὶ διωλύγιον ἐν τοῖς ὕπνοις “ Χαιρέα , δεῦρο . ”
χερσὶν ἐπικροτέοντες ὁμόκλεον , ὄφρ ' ἂν ἔγωγε δηρίσω Χείρωνι διωλύγιον κιθαρίζων . Ἀλλ ' ἐγὼ οὐ πιθόμην : περὶ
4514825 ξυλλαβῃ
ἢ αἰσθανομένη ἢ πειραθεῖσα , οὐ πρότερον ἀνίπταται , πρὶν ξυλλάβῃ λίθον τῷ στόματι ἕρμα εἶναι αὐτῇ πρὸς τὴν πτῆσιν
, μηδὲ κάταντες : καθέζεσθαι δὲ ἐπὶ μαλθακὰ , ἢν ξυλλάβῃ : τὴν δ ' ἄλλην δίαιταν τὴν αὐτὴν ποιέεσθαι
4509021 δεδυκεν
κέλομαι Τρώεσσι μάχεσθαι : ἀλλά σευ ἢ κάματος πολυᾶϊξ γυῖα δέδυκεν ἤ νύ σέ που δέος ἴσχει ἀκήριον : οὐ
πλεῖοι μέλανος θανάτοιο . μέσση μέν τε κατὰ σπείους κοίλοιο δέδυκεν , ἔξω δ ' ἐξίσχει κεφαλὰς δεινοῖο βερέθρου :
4496752 πους
βʹ ποδὸς διαλελυμένου εἰς τρίβραχυν , εἶτα χορίαμβος , εἶτα ποὺς ἁπλοῦς . Τὸ βʹ προσοδιακὸν τρίμετρον ἀκατάληκτον : ἡ
ἀντικαταδύνει καὶ οὐχ , ὡς οὗτοί φασιν , ὁ δεξιὸς ποὺς καὶ τὸ δεξιὸν γόνυ τῷ Τοξότῃ ἀντικαταφέρεται . Ἠγνοήκασι
4494842 φωρ
τὸ φέρω φὸρ καὶ τροπῆ τοῦ ο εἰς ω μέγα φώρ . φάτνη παρὰ τὸ φαγεῖν φάγνη : καὶ τροπῆ
κε ῥεῖα αὐτὸ κίχοις , οὐδ ' αὐτὸς ὀνήσεται ἠλίθιος φώρ , κέρδεος ἁρπαλέοιο δίκην ἰθεῖαν ὑποσχών : φράζεο δ
4493982 ὀφθαλμοϲ
, ἀκίνητον , ἢν λαλῇ : βλέφαρον οὐκ ἐπίτροχον : ὀφθαλμὸϲ ἀτενήϲ : ἀναίϲθητοϲ ἡ ἁφή . τὰ δὲ ὑγιέα
ἢ χαλωμένων : προπίπτει γὰρ ἐπ ' ἐνίων ὅλοϲ ὁ ὀφθαλμὸϲ εἰϲ τὸ ἐκτόϲ , ὡϲ μὴ δύναϲθαι ἔϲω τῶν
4491269 εὐπαθεστερον
ἀλλ ' ἀσθενείας μᾶλλον ἡ ταχυβλαστία : τὸ γὰρ ἀσθενὲς εὐπαθέστερον . Δι ' ὃ καὶ τὰ εὐπαθέστερα ἐπέτει ταχυβλαστότερα
γὰρ ἀσθενεστέρας εἶναι τὰς ῥίζας , τὸ δ ' ἀσθενὲς εὐπαθέστερον . Ἡ μὲν οὖν ἐξαλλαγὴ διὰ τοῦτ ' ἂν
4488975 στερητικον
οἷον τὸ ὁ ἤπια φρονῶν , ἢ περὶ τὸ νη στερητικὸν , κατὰ στέρησιν τοῦ ἔπους . νεῦρον , περὶ
τί γὰρ ὁρμητικώτερον νοῦ ; Νόσφι . παρὰ τὸ νο στερητικὸν καὶ τὸ ἕπεσθαι . ᾥπερ γὰρ ὁ χωριζόμενος οὐκ
4485444 κολοβωμα
τὸ διάφραγμα ῥάψομεν . κατὰ δὲ τὸ πτερύγιον εἰ γένοιτο κολόβωμα , παρὰ τὴν ῥῖνα αὐτὴν δώσομεν διαίρεσιν , ἐπεκτείνοντες
εἶναι τύχῃ , ὥστε ἐν τῇ τετραγώνῳ ἐκκοπῇ περιειλῆφθαι τὸ κολόβωμα , ἔπειτα τὴν ἄνω πλευρὰν τοῦ τετραγωνίσματος , λέγω
4475580 τεινοντα
ἀφίησιν ἐφ ' ἡμῖν καὶ ἣν πάλαι ῥομφαίαν ἐστίλβωσεν . τείνοντα ] ἐκτείνοντα . τόξον ] ἤτοι τιμωρίαν μεταφορικῶς .
μὲν ἐπὶ τὸ στῆθος , τὸ δ ' ἐπὶ νῶτον τείνοντα , ταῦτα δ ' ἐς τὸ αὐτὸ ἅπαντα τείνοντα
4473873 κτεν
ἐπειδὴ οὐδετέρου παρασχηματισμὸν οὐκ ἔχουσιν : οὐδὲ γὰρ λέγομεν τὸ κτέν ὥσπερ τὸ ἕν : τὸ γὰρ κτένιον μονογενές ἐστιν
, ἐπεὶ ἀπὸ τοῦ κτείς εἰ ἦν κατὰ παρασχηματισμόν , κτέν ὤφειλεν εἶναι , ὥσπερ εἷς ἕν . Καὶ ἔστιν
4473173 σπαται
ὡς ἄνοπλος ὑπ ' οὐθενὸς κωλυόμενος ἐπὶ τὸ βῆμα , σπᾶται τὸ ξιφίδιον , ὃ τῆς περιβολῆς ἐντὸς ἔκρυπτε ,
καὶ τὰ στήθεα , [ καὶ ] οἰμώζει . Οὗτος σπᾶται σφόδρα , ὥστε μόλις κατέχεται ὑπὸ τῶν παρεόντων ,
4471848 ἀξιοπιστοτερος
νόμιμον κατ ' ἐξωλείας αὐτοῦ καὶ γένους καὶ οἰκίας , ἀξιοπιστότερος ὁ τῶν θεῶν πλείω ποιούμενος λόγον . Τὰς ἀντιθέσεις
ἔτι παρ ' ἐμοῦ θέλεις ; κρείσσων εἰμὶ ἐκείνου , ἀξιοπιστότερος ; ἀλλὰ ταύτας τηρῶν ἄλλων τινῶν προσδέῃ ; ἀλλ
4470517 ἐκτεταμενον
εἶναι ἐλπίδα σωτηρίας , ὁρῶν ἐπὶ πολύ τε καὶ στενὸν ἐκτεταμένον τὸ ἑαυτοῦ στράτευμα , καὶ νομίζων πρὸς τὸ ἄναντες
, ὀλίγον δὲ τὸ διάλειμμα , τοῦτον αὖ πάλιν ὠνομάϲαμεν ἐκτεταμένον τριταῖον . Τὸν ἀκριβῆ τριταῖον , ὡϲ ἂν ὑπὸ
4467701 τυπτεται
τύπτομαι . παρεπιγραφή : συγκέκυφε γὰρ καὶ ὑπὸ τῶν διωκόντων τύπτεται . Γ καταστρέφεις ] δουλοῖς . Γ καταστρέφεις ]
οὐ μὰ Δία νηί , οὐ γὰρ ἔτι τοῖς κύμασι τύπτεται , ἀλλὰ ἐν πολλῷ τῷ πεδίῳ λόφῳ τινὶ ἀνεστῶτι
4454575 ὑπερωηϲ
μετεξετέροιϲι δὲ καὶ ἡ κιονὶϲ διεβρώθη μέχρι ὀϲτέου τοῦ τῆϲ ὑπερώηϲ καὶ τὰ παρίϲθμια ἄχρι βάϲιοϲ καὶ ἐπιγλωττίδοϲ , καὶ
Περὶ τῶν κατὰ τὴν κιονίδα παθῶν . Τὸ ἀπὸ τῆϲ ὑπερώηϲ ἐκκρεμὲϲ ϲῶμα ϲτερρὸν μεϲηγὺ τῶν παριϲθμίων κίων καὶ γαργαρεὼν
4446068 γυω
τὸ δέχομαι , ἔνθεν γωρυτός . τοῦ γῶ παράγωγον τὸ γύω , ἀφ ' οὗ ἐγγυᾶσθαι εἴρηται τὸ εἰς ἑαυτὸν
γύαλον : κυρίως τὸ κοῖλον τῆς χειρός . παρὰ τὸ γύω , ἀφ ' οὗ γύον καὶ γυῖον . τὸ
4443612 Γηρυων
. . . παρὰ τὸ βῶ βών , ὡς γηρύω Γηρυών , καὶ ἀνάβω καὶ κατὰ συγκοπὴν ἄμβων : παρὰ
κατὰ γενικὴν τρέποντα τὸ Ω εἰς Ο ὀξύνεται : ἀλεκτρυών Γηρυών Κερκυών ἀμφικτυών . Τὰ εἰς ΦΩΝ ἀρσενικὰ σύνθετα διὰ
4443157 τερω
καὶ ἀκαταπόνητος : παρὰ τὸ τείρω , τὸ καταπονῶ , τερῶ ἀτερής καὶ ἀτειρής : ἢ παρὰ τὸ τέρεν ,
ὂν ἄτρεπτον : παρὰ γὰρ τὸν τείρω ἐνεστῶτα μέλλων γίνεται τερῶ , ὡς κείρω κερῶ : τοῦ δὲ ω σιγηθέντος
4441139 ψαυομενος
πρώτας ἡμέρας σφόδρα , ἔπειτα μέντοι βληχρότερος ἔχει , καὶ ψαυόμενος ἀλγέει τὸ ἧπαρ , καὶ ἡ χροιὴ ὑποπέλιδνος αὐτέου
ἦν δῆλος ἔγκοιλον ἔχων ὁ τράχηλος : καὶ ἤλγεε ταύτῃ ψαυόμενος : ἦν δὲ καὶ κατωτέρω τινὶ τοῦ ὀδόντος καλεομένου
4430507 ἐπιτεθειη
φύλλα ἰᾶται τετριμμένα , εἰ μετὰ σιλφίου καὶ ὄξους λειωθέντα ἐπιτεθείη . δίδοται δὲ αὐτοῖς καὶ τοῦ ἀφεψήματος τῶν φύλλων
τόπον τὸν πληροῦντα τὴν διάστασιν τοῦ βέλους καὶ τὸ βέλος ἐπιτεθείη αὐτόματον , εἶτα προσκαταχθείη μικρὸν πάλιν πρός τινα ὑπερέχοντα
4423731 πλουτει
, φησίν , ἐπίσης ζῶμεν , ἀλλ ' ὁ μὲν πλουτεῖ , ὁ δὲ νικᾷ , ὁ δὲ ἄλλο τι
τίνος τιμήσειν αὐτῷ προσδοκᾷς τὸ δικαστήριον ; οὐχ ὁρᾷς ὅτι πλουτεῖ καὶ τριηραρχίας ἐρεῖ καὶ λῃτουργίας ; σκόπει δὴ μὴ
4421573 λωποδυτης
ἐστι τὸ λεγόμενον : νεκρὸς γὰρ οὐ μαρτυρεῖ : ὁ λωποδύτης ὁμοίως , ὁ τυμβωρύχος , ὁ προδότης , τἄλλα
ἀλλ ' ἀφείης ἂν τὸν αὐτὸν τρόπον , ὅτι οὐ λωποδύτης ὀνομάζεται . οὐδ ' εἴ τις παῖδα ἐξαγαγὼν ληφθείη
4417324 ἀσαρκον
αἴρεσθαι αὐτὸ ἐν τῷ ὁρᾶν : ταρσὸς δὲ διὰ τὸ ἄσαρκον εἶναι , ὥσπερ καὶ ὁ ταρσὸς ἤτοι ὁ πούς
ταῖς μὲν ἐκ τῶν κάτω μερῶν παρὰ τὸ ψιλὸν καὶ ἄσαρκον ἐμφυομέναις ἰσίν , αἷς ἐγγὺς τῆς κατὰ τὸ γόνυ
4416919 τριβραχυς
ἀκατάληκτον : ὁ βʹ ποὺς ἀνάπαιστος , ὁ δὲ δʹ τρίβραχυς . Τὸ θʹ Ἰωνικὸν δίμετρον καταληκτικὸν ἀπὸ τροχαικῆς εἰς
τοῦ τροχαίου συλλαβὴ εἰς δύο βραχείας καὶ γίνεται χορεῖος ἤτοι τρίβραχυς : καλεῖται δὲ τοῦτο ἰθυφαλικόν : τὸ γʹ “
4413414 πηχυαιου
πρῶτον ἀνύσῃ ἡμίπηχυ διάστημα , ὀφείλει τὸ πρῶτον τεταρτημόριον τοῦ πηχυαίου διαστήματος διελθεῖν , εἶτα τότε τὸ δεύτερον . ἀλλὰ
καὶ ἔστι τὸ δίπηχυ διπλάσιον ἀκίνητον ὂν πάντῃ πάντως γινομένου πηχυαίου . καὶ εἰπὼν ὅτι τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ἐπὶ
4411401 περιττοτης
καὶ ἀποθέσεως διὰ περιττότητα . τοῦτο γὰρ ἡ περιουσία , περιττότης τις καὶ ἀπόθεσις τῶν εἰς οὐσίαν καὶ ὕπαρξιν χρησίμων
ἀριθμῷ τί ἐγγένηται περιττὸς ἔσται , οὐκ ἐρῶ ᾧ ἂν περιττότης , ἀλλ ' ᾧ ἂν μονάς , καὶ τἆλλα
4410584 κατεμενεν
„ Ταῦτα γράψας καὶ σφραγισάμενος πέμπει Γαΐῳ καὶ συγκλεισάμενος οἴκοι κατέμενεν , ἀγωνιῶν καὶ συγκεχυμένος καὶ πῶς ἐντύχοι μάλιστα φροντίζων
' Ἀγαθοκλῆς ἀλλοτρίως ἔχων τὰ πρὸς αὐτοὺς τὸ μὲν πρῶτον κατέμενεν ἐν Ἰταλίᾳ μετὰ τῶν κοινοπραγούντων καὶ καταλαμβάνεσθαι τὴν τῶν
4406736 κτηδονας
μὲν ταῖς διαφύσεσιν : ὁ μὲν γὰρ ἐπ ' εὐθείας κτηδόνας ἀποκλᾶται , ὁ δ ' αἱματίτης ὡς ἔτυχεν :
πολὺ μᾶλλον , ὡς ἡ νυμφαία . Ἀγαρικὸν ἄμεινον τὸ κτηδόνας ἔχον εὐθείας . Ἀκακίας ἐκλέγου τὸ ἠρέμα κιρρὸν καὶ
4402422 γονη
ἀσθενέστερον καὶ ἰσχυρότερον : καὶ οὐκ ἐς ἅπαξ χωρέει ἡ γονὴ , ἀλλὰ καὶ ἐς δὶς καὶ τρὶς ἀποβράσσεται :
πάντα καὶ ὑγρότερα καὶ διὰ πλείονος χρόνου , καὶ ἡ γονὴ οὐχ ἅπτεται , οὐδὲ μέ - νει , ἀλλὰ
4401970 ἀρθρον
τοῦ βάθους εἰς τὴν ἐκτὸς ἐπιφάνειαν καὶ θερμαίνει σύμπαν τὸ ἄρθρον ἐπικαίει τε σαφῶς τὸ δέρμα καὶ τὰ καταμήνια πινομένη
ἧς συντάξεως παρυφίσταταί τι πάλιν πρᾶγμα , οὗ γίνεται τὸ ἄρθρον , τὸ μὴ παρὰ τοῦτο ποιησώμεθα . Οὐ δὴ
4401384 γναθος
. . . . οὐδέν ἐστ ' ἀλλ ' ἢ γνάθος . τὸ Ξενοκράτους τυρίον οὑριστικὸς δ ' Εὐβουλίδης ὁ
. Φοίνικι ἐν Οἰνειάδῃσι καὶ Ἀνδρεῖ ἀδελφεοῖς ἐοῦσιν , ἡ γνάθος ᾤδησεν ἡ ἑτέρη καὶ τὸ χεῖλος τὸ πρὸς τῆς
4393523 διωξω
ἐκείνων πλοῖον : ἀλλὰ μὰ τοὺς θεοὺς οὐκ ἔγωγε αὐτοὺς διώξω , οὐδ ' ἐρεῖ οὐδεὶς ὡς ἐγὼ ἕως μὲν
πόρσω δ ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις . οὔ νιν διώξω : κεινὸς εἴην . Ἐλατὴρ ὑπέρτατε βροντᾶς ἀκαμαντόποδος Ζεῦ
4392383 Τοσονδε
προσωτέρω τῆς Ἑλλάδος ἀπικόμενοι ἐκμαθεῖν , ἐστερημένοι τοῦ ἡγεμόνος . Τοσόνδε μέντοι ἐνετείλατό σφι Δημοκήδης ἀναγομένοισι , κελεύων εἰπεῖν σφεας
ἐν Πύλῳ , τὸ δ ' ἕτερον ἐν τἠκκλησίᾳ . Τοσόνδε δ ' αὐτοῦ βῆμα διαβεβηκότος ὁ πρωκτός ἐστιν αὐτόχρημ
4386748 τιμωντος
γενόμενος εὔφρανεν . ἦν δὲ καὶ ὅσα ἐλύπει τὸ δίκαιον τιμῶντος : διδασκάλῳ γὰρ βοηθῶν ἐν ὅπλοις ἦν . ἐπεὶ
καὶ Εὐμαθίου τοῦ φενακίζειν οὐκ εἰδότος καὶ ἐμοῦ τοῦ τἀληθῆ τιμῶντος ; ὡς ἔγωγε οὐδεπώποτε πρὸς πατέρας περὶ παίδων ἀμβλυτέρων
4385353 λαιμος
, ἀπλήρωτόν τι καὶ ἀπαραίτητον κακόν . καὶ γὰρ ὁ λαιμὸς ἀπαιτεῖ τὰ ἐκ τοῦ ἔθους καὶ ἀπομανθάνων αὐτὰ ἀγανακτεῖ
γεγονὸς κατὰ ἐναλλαγὴν τοῦ π εἰς μ , καὶ τοῦ λαιμὸς ἀπὸ τοῦ λαύω : καὶ τοῦ δειμὸς , ἀπὸ
4383511 πεφυσημενα
λήκυθος , ἐπεὶ καὶ αὐτὴ πεφύσηται . πάντα δὲ τὰ πεφυσημένα κόμπον ποιεῖ . ἀπὸ οὖν τοῦ κόμπου καὶ τῆς
καὶ ἀφελὼν μικρόν τι τῆς ἀνοίας , ὥσπερ οἱ τὰ πεφυσημένα καὶ οἰδοῦντα νύξαντες ἢ σείσαντες . ἐν δὲ τούτῳ
4382348 κυησω
κύσω : κύω τὸ κατὰ γαστρὸς ἔχω , ὁ μέλλων κυήσω , ἐξ οὗ καὶ κύησις ἡ μετὰ τὴν σύλληψιν
τὸ παρὰ τὴν κοινὴν εἶναι συνήθειαν : τοίνυν οὐδὲ τὸ κυήσω οὐδὲ τὸ φερήσω καὶ τὰ ἄλλα πάντα , ἅπερ
4367236 Τουτ
ἐσθ ' ἕδρα , ἐπείπερ ἐστὶ Θεσμοφορίων ἡ μέση . Τοῦτ ' αὐτὸ γάρ τοι κἀπολεῖν με προσδοκῶ . Αἱ
ἄλλα πολλὰ τοιαῦτα μυθολογῶ , οὐδέν τι μᾶλλον μεταθήσῃ ; Τοῦτ ' ἀληθέστερον εἴρηκας , ὦ Σώκρατες . Φέρε δή
4366438 ἐξεπραξε
αἰχμαλώτους ἀπῆγον Ἀθηναῖοι . ἀπέπεμψαν : οἱ Πελοποννήσιοι δηλονότι . ἐξέπραξε : ἀπῄτησεν . μεθώπορον : οὐ βάρβαρον πέφυκεν ,
κακῶς συνῆλθον εἰς μάχην . ἡ δὲ τοῦ Οἰδίποδος κατάρα ἐξέπραξε καὶ εἰς τέλος ἤγαγε τὰ κακὰ οὐδ ' ἀπεῖπεν
4358855 τριχωσις
δὲ τὰ ἐπισκύνια , τράχωμα , ὑδατίς , ἕλκος , τρίχωσις , γίνεται δʹ . περὶ δὲ τοὺς κανθούς ,
, καὶ αὗται αὖθις ἀναφύονται . ὀχληρὸν δὲ πάθος ἡ τρίχωσις . ἔνιαι γὰρ τῶν βλεφαρίδων τριχῶν , οὐκ ἐκτὸς
4352133 ἀνωτατον
σφαιρικὰ τὰ σώματα τῶν τεττάρων στοιχείων , μόνον δὲ τὸ ἀνώτατον πῦρ κωνοειδές . Χρῶμά ἐστι ποιότης σώματος ὁρατή .
βάρβαροι . ] ἀνέπλασε δέ τι γένος θεῶν βαρβάρων Τριβαλλῶν ἀνώτατον , οἷον ὥσπερ ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων βάρβαρα ἔθνη πορρωτάτω
4351555 θν
. [ ] υ ? ! [ [ ] ! θν [ . . . [ τοῦ ] Πολυδεύκεος ?
ἑκατέρα τῶν υν με : ἔστι δὲ ἴση καὶ ἡ θν τῇ θμ : ἴση ἄρα καὶ ἡ υσ τῇ
4348607 παρωξυνται
ἐρώμενον ἑαυτὸν ποιῶν , ὁ δὲ τῷ ἀποτεύγματι τῆς δίκης παρώξυνται . προσδέχου δὴ πάλιν ἀπ ' αὐτοῦ δεήσεις καὶ
δεδούλωται , καὶ τὸ μάχιμον , ἐν οἷς θαρρεῖ , παρώξυνται : ἀμφότερα δὲ οὐ κατὰ μέτρον , ἀλλὰ τὸ
4345164 νευρωδης
. ἡ δ ' ὅλη μήτρα κατὰ τὸ πλειστοδυναμοῦν ἐστι νευρώδης : σύγκειται γὰρ οὐκ ἐκ νεύρων μόνον , ἀλλὰ
ἀποτικτομένων . ἡ δὲ ὅλη μήτρα κατὰ τὸ πλειστοδυναμοῦν ἐστιν νευρώδης . συγκέκριται γὰρ οὐκ ἐκ νεύρων μόνον , ἀλλὰ
4341289 διασειεσθαι
Αἰσχίνης κατὰ Τιμάρχου . ἐοίκασιν ὠνομάσθαι παρὰ τὸ κινεῖσθαι καὶ διασείεσθαι πρότερον , εἶτα βάλλεσθαι , ἵν ' ἀκακούργητοι μᾶλλον
Ἀθηναῖοι . ὡς ἰδιοπραγμόνων καὶ ἰδιωτῶν ὄντων τῶν Χερρονησιωτῶν καὶ διασείεσθαι δυναμένων ῥᾳδίως , μάλιστα δὲ τοῦ Κλέωνος ἐπηρεάζοντος αὐτούς
4335744 νουνεχης
γοργόμματος , στρογγυλοπρόσωπος , ὦτα ἔχων μικρά , χαροπός , νουνεχής , ἀλλοπρόσαλλος , ὀξυόρμητος , ἕτοιμος εἰς τὸ ἐξορμᾶν
δὲ τὸν μασχαλισμὸν καὶ ἐν Ἠλέκτρᾳ . ἔμβαρός εἰμι : νουνεχής , φρόνιμος . Μένανδρος Φάσματι . ἦν τῶν Ἀθηναίων
4334743 ὀστεα
τὸ ἐπιδεόμενον χωρίον ἔσται , ἔτι δὲ αὖ παραγωγότερα τὰ ὀστέα , ἐνακούοντα τῆς κατατάσιος μᾶλλον . Ἐπὴν δὲ ἑβδομαῖος
τῷ τάφῳ : Ἄσκρη μὲν πατρὶς πολυλήιος , ἀλλὰ θανόντος ὀστέα πληξίππων γῆ Μινυὰς κατέχει Ἡσιόδου , τοῦ πλεῖστον ἐν
4331741 ϲκελοϲ
ῥαῖνε [ ἐκτενεῖϲ οὖν τὸν ϲκελίϲκον [ ἀντὶ τοῦ τὸ ϲκέλοϲ [ ] δι ? ] φει ] νυ ?
, καὶ τὸ γόνυ ἐϲώτερόν ἐϲτι , καὶ ϲυγκάμπτειν τὸ ϲκέλοϲ οὐ δύνανται . οἱ δὲ ὡϲ ἐπὶ τὰ ἐμπρὸϲ
4331511 ψαθυρα
τάξιν ἔχειν ὅτι μάλιστα ὁμοίαν . τοιούτων δ ' ὄντων ψαθυρὰ μὲν εἶναι , διότι κατὰ μικρὸν ἡ σύναψις :
γυμναζομένοις ἐστὶ καὶ τοῖς ἀσθενέσι καὶ τοῖς ἐκνοσηλευομένοις . ἡ ψαθυρὰ καὶ μαλακὴ τροφὴ πρὸς ὑγείαν ἐστὶν ἐπιτηδειοτάτη , διότι
4331285 ἐκπεπτωκῃ
ποιέουϲι . δῆλον μὲν οὖν τοιϲίδε μάλιϲτά ἐϲτιν , ὁκόταν ἐκπεπτώκῃ : προΐϲχει γὰρ ἡ κάτω γνάθοϲ ἐϲ τὸ ἔμπροϲθεν
ἐστιν : τὰ μὲν σημεῖα ταῦτα , οἷς ἂν ἔσω ἐκπεπτώκῃ . ἐὰν οὖν ἐκπεσὼν μὴ ἐμπέσῃ , ἀλλὰ καταπωρωθῇ
4330966 ἀκεωμεθα
θᾶσσον : ἀκεσταί τε φρένες ἐσθλῶν : ὅτι ἀμφίβολον τὸ ἀκεώμεθα , πότερον ἰαθῶμεν ἢ ἀκεώμεθα : ὃ καὶ ὑγιές
ἐσθλῶν : ὅτι ἀμφίβολον τὸ ἀκεώμεθα , πότερον ἰαθῶμεν ἢ ἀκεώμεθα : ὃ καὶ ὑγιές , οἷον τὸ ἐλάττωμα ἰασώμεθα
4328964 σκιμποδιον
τὴν γλῶτταν εὐλόγῳ τρέχειν στρῶμα μηλωτήν τ ' ἔχει . σκιμπόδιον ἓν καὶ κώδιον καὶ ψιάθιον ἴσως παλαστῆς χαλεπὸν τὸ
παχυτέραν . ὅταν οὖν ὁμονοῶμεν , καὶ τὸ τυχὸν ἡμᾶς σκιμπόδιον δέχεται : ἐὰν δὲ στασιάσωμεν , οὐδὲ ἡ σύμπασα
4325747 ὑποστικτεον
σπεύδοντες γὰρ σχολαίτερον ἂν παύσαισθε διὰ τὸ ἀπαράσκευοι ἐγχειρεῖν . ὑποστικτέον οὖν εἰς τὸ μὴ αἰσχύνεσθε ὃ μέμφονται : οἱ
τὰ δὲ γεννώμενα οὕτω δή , ” εἰς τὸ δὴ ὑποστικτέον : οὕτω γὰρ δὴ λέγει , τουτέστι τὰ βραδέα
4320072 συγγνωθι
τῆς φλεγμονῆς τῶν δακρύων μου . Ἀλλά , κύριε , σύγγνωθί μοι , ὅτι ἥμαρτόν σοι ἐν ἀγνοίᾳ καὶ λελάληκα
, διαφαυλίζεις . Μὴ θαυμάσῃς , ὦ Μέγιλλε , ἀλλὰ σύγγνωθί μοι : πρὸς γὰρ τὸν θεὸν ἀπιδὼν καὶ παθὼν
4318364 προσαντης
εἰσὶν ἀμφότεροι κακοί . χαλεπή , λέγω σοι , καὶ προσάντης , ὦ τέκνον , ὁδός ἐστιν , ὡς τὸν
ὁδὸν ἄνω καὶ κάτω συνεχῶς ἀμείβοντα . ἡ μὲν οὖν προσάντης ὁδὸς ἀπὸ γῆς ἄρχεται : τηκομένη γὰρ εἰς ὕδωρ
4315039 ἱππομανες
ταύτην γοῦν ἀποτραγοῦσα ἀφανίζει , καλεῖται δὲ τὸ σαρκίον τοῦτο ἱππομανές . οἴκτῳ δὲ ἄρα τῆς φύσεως καὶ ἐλέῳ ἐς
συμβάλλεται . ἱππομανὲς φυτόν : ἁπλούστερον ὁ Θεόκριτός φησι φυτὸν ἱππομανές : οἱ γὰρ περιττοὶ καὶ πολυπράγμονες οὔ φασι φυτὸν
4314247 στικτεον
μέσον τοῦ τε σώματός ἐστι καὶ τῆς λογικῆς ψυχῆς . στικτέον δὲ εἰς τὸ ἄγον - τα : οὐ γὰρ
ἤτοι κρύβδαν πατρὸς καὶ πρότερον μιχθεῖσα τῷ Ἀπόλλωνι , ἢ στικτέον εἰς τὸ πατρὸς , ἵν ' ᾖ τὸ κρύβδαν
4312035 ἐθλιβη
ἴσως ἐθλίβη ἡ ὀσφὺς , ἥτις παράκειται τῷ ἰσχίῳ : ἐθλίβη οὖν καὶ αὐτὸ , καὶ ἐπεγένετο ἡ ῥῆξις τοῦ
ἐγένετο . λέγομεν οὖν , ὅτι κυοφορία προηγήσατο , ἴσως ἐθλίβη ἡ ὀσφὺς , ἥτις παράκειται τῷ ἰσχίῳ : ἐθλίβη

Back