τῶν Χαλδαίων , ἐλάλησεν ὁ θεὸς πρὸς Ἱερεμίαν λέγων : Ἱερεμία , ὁ ἐκλεκτός μου , ἀνάστα , καὶ ἔξελθε
αὐτοῦ διερρωγότα , ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ , λέγων : Πάτερ Ἱερεμία , τί ἐστι σοι , ἢ ποῖον ἁμάρτημα ἐποίησεν
8101662 Βαρουχ
θανάτῳ , ἀλλὰ λίθοις λιθοβολήσωμεν αὐτόν . Ἐλυπήθησαν οὖν σφόδρα Βαροὺχ καὶ Ἀβιμέλεχ ὅτι ἤθελον ἀκοῦσαι πλήρης τὰ μυστήρια ἃ
ἀπὸ τοῦ Ἱερεμίου . Δράμων δὲ Ἱερεμίας ἀνήγγειλε ταῦτα τῷ Βαροὺχ , καὶ ἔλθοντες εἰς τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ διέρρηξεν
8067909 Ἱερεμιαν
σύμβουλος τοῦ φωτὸς , μὴ μεριμνήσῃς τὸ πῶς ἀποστείλῃς πρὸς Ἱερεμίαν : ἔρχεται γὰρ πρός σε ὤρᾳ τοῦ φωτὸς αὔριον
ἀπὸ τοῦ βασιλέως τῶν Χαλδαίων , ἐλάλησεν ὁ θεὸς πρὸς Ἱερεμίαν λέγων : Ἱερεμία , ὁ ἐκλεκτός μου , ἀνάστα
7945766 ἀναστα
φωνῇ μεγάλῃ λέγουσα : Ἀδὰμ Ἀδάμ , ποῦ εἶ ; ἀνάστα ἐλθὲ πρός με , καὶ δείξω σοι μέγα μυστήριον
ἐκοιμᾶτο . ἐπιστᾶσα δὲ αὐτῷ ἡ Τύχη ἐβόα : ” ἀνάστα καὶ ἄπελθε ἐντεῦθεν , μήπως κάτωθεν τοῦ φρέατος πεσὼν
7892432 Ἐζεκιας
τιμω - ρεῖν μεγάλαις βασάνοις καὶ πικραῖς . Καὶ εἶπεν Ἐζεκίας τῷ ἁγίῳ προφήτῃ Ἡσαΐᾳ : Εὐλόγησον , πάτερ ,
. Εἰσὶ δὲ πρώτης φυλῆς : Ἰώσηφος Ἐζεκίας Ζαχαρίας Ἰωάννης Ἐζεκίας Ἐλισσαῖος . Δευτέρας : Ἰούδας Σίμων Σομόηλος Ἀδαῖος Ματταθίας
7878894 Κυριε
τηρήσῃς αὐτὰς κατὰ τὴν ἐμὴν ἐντολήν . λέγω αὐτῷ : Κύριε , ὃ ἐάν μοι ἐντείλῃ , φυλάξω αὐτό :
γενομένην διὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ σωθῆναι . λέγω αὐτῷ : Κύριε , ἐλπίζω ὅτι πάντες ἀκούσαντες αὐτὰ μετανοήσουσιν . πείθομαι
7832626 ὑπεμνησθην
τούτων τῶν θεωρημάτων , διὰ τοῦτο κατ ' εἶδος οὐχ ὑπεμνήσθην : καὶ γὰρ καὶ ἐπαναδίπλωσις ἐν ἐνίοις αὐτῶν γέγονε
ἐλλάμποντι καὶ ἐκείνῳ συμπεριαγομένη . τοῦτο μὲν οὖν ὧδε συντόμως ὑπεμνήσθην , ἵνα μὴ ὁμοίως ὡς ἐν τοῖς ἄλλοις τοῖς
7763834 Πατερ
Λέχριός γ ' ἐπ ' ἄκρου λάου βραχὺς ὀκλάσας . Πάτερ , ἐμὸν τόδ ' : ἐν ἁσυχαίᾳ Ἰώ μοί
Εἶπεν δὲ αὐτῷ ἡ ἄλλη θυγατὴρ ἡ λεγομένη Κασία : Πάτερ , αὕτη ἐστὶν ἡ κληρονομία ἣν ἔλεγες εἶναι κρείττονα
7738910 Ἀγγελος
αὐτὸ διὰ τοῦ ε ψιλοῦ : ἀνέφελος : πολυνέφελος . Ἄγγελος τὸ γε ψιλόν : ὡς γὰρ παρὰ τὸ εἴκω
βιάζεο : τῶι δὲ δικαίωι τῆς εὐεργεσίης οὐδὲν ἀρειότερον . Ἄγγελος ἄφθογγος πόλεμον πολύδακρυν ἐγείρει , Κύρν ' , ἀπὸ
7728755 Δευρο
; Τὴν ἄκανθαν ἔξελε . Τί τὸ πρᾶγμα τουτί ; Δεῦρο πάλιν βαδιστέον . Ἄπολλον , ὅς που Δῆλον ἢ
οἵτινες οἶνον μὴ πίνους ' ἄστρου καὶ κυνὸς ἀρχομένου . Δεῦρο σὺν αὐλητῆρι : παρὰ κλαίοντι γελῶντες πίνωμεν , κείνου
7715982 παρεπιγραφη
πρόσκυσον : προσκύνησον . ἰδού : πεποίηκεν ὃ προσέταξε : παρεπιγραφὴ δὲ καλεῖται τὰ τοιαῦτα πάντα . ΓΘ ἰδού :
οὐ μαθήσεταί τις . ἀντὶ τοῦ ἐνθουσιαστικῆς . ὀλολύζει . παρεπιγραφὴ τοῦτο : εἰπόντος γὰρ τοῦ Ἀγάθωνος ὁ κηδεστὴς τοῦ
7709409 ἐξελθε
ἡ τύχη λέγεται δαιμόνων κατάστασις . ὁ δὲ νοῦς : ἔξελθε τῶν οἴκων : οὐ γὰρ ἐν χορείαις καὶ παρθενῶσιν
ὁμοίως : ἴθ ' ὦ ἄνα , πρὸς γονάτων , ἔξελθε καὶ σύγγνωθι τῇ τραπέζῃ . Φασὶν ἀλλήλαις ξυνελθεῖν τὰς
7689021 ἐπεστραφη
. ὤφειλε γὰρ οὕτως : ἐζήτησε δὲ αὐτόν , ἤγουν ἐπεστράφη αὐτοῦ χρηματισμὸς τοῦ πατρὸς ἀψευδῆ χρηματίζων , καὶ ἀντεφθέγξατο
ἀναστρέφειν ὅλον τὸ σύνταγμα , τοῦτ ' ἔστιν ὥσπερ πυκνωθὲν ἐπεστράφη καὶ εἰς τὰ δεξιὰ μέρη ἔνευσεν , οὕτως ὅλον
7643089 περδεται
σὺ μέμνησό μοι . Πρὸς τῇ κεφαλῇ μου λάσανα καταθεὶς πέρδεται . Μάχαιραν ἆρ ' ἐνέθηκας ; οὔ . τί
ἢ τοῦτο λέγει , ὅτι πορνευόμενος τοῦτο ἐποίει . . πέρδεται : Κλάνει . . Φιλέψιος : Οὗτος πένης .
7637599 ἐρρωσο
διενυκτέρευσαν . σὺ δ ' ὡς ἐπὶ μήκιστον εὐτυχοίης . ἔρρωσο . καὶ τὸ μὲν μηδὲν παθεῖν τοιοῦτον οὐκ ἂν
τις οὕτως ἄθλιος ὡς τὸ αἰσχρὸν τοῦ καλοῦ προτιθέναι . ἔρρωσο . Ὅστις ἀρχαίως καὶ δοκίμως ἐθέλει διαλέγεσθαι , τάδε
7628630 μυκησαμενης
ἠχεῖα , ὧν ὁ κτύπος σχηματίζεται εἰς βροντῆς ἀπήχησιν . μυκησαμένης ] ἠχησάσης . ὑπὸ θεῶν καταπεμφθείσης , θείας τινὸς
Στρεψιάδην . ᾔσθου ] ἐνόησας . , ἤκουσας , . μυκησαμένης ] ἠχησάσης δίκην βροντῆς . θεοσέπτου ] σεμνῆς .
7626249 θρυπτομενη
' ὅταν τις ἡμῶν μουσικῇ χαίρῃ νέων . ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη ἐξεπλάγη γὰρ ἰδὼν στίλβοντα τὰ λάβδα . χήτει τοι
ἐξιόντι μοι ἄνθρωπος ἀποφρὰς καὶ βλέπων ἀπιστίαν . Ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη . Καὶ γὰρ αἰσχρὸν ἀλογίου ' στ ' ὀφλεῖν
7592108 προσευχομενου
ἐκείνων . καὶ [ ἔχαιρον ] αἱ παρθένοι οὕτω μου προσευχομένου . καὶ ἔμεινα ἐκεῖ μέχρι τῆς αὔριον ἕως ὥρας
οὓς καὶ πρότερον ἑωράκειν , καὶ ἐπεστάθη μοι καὶ κατηκροᾶτο προσευχομένου καὶ ἐξομολογουμένου τῷ κυρίῳ τὰς ἁμαρτίας μου . καὶ
7589260 Διφιλου
, οὐδὲ ἀνή - λισκον οὐδέν . Ἀνθεμίων δὲ ὁ Διφίλου καλλωπίζεται δι ' ἐπιγράμματος ὅτι ἀπὸ τοῦ θητικοῦ τέλους
ἔστιν ἐν ἀκροπόλει ἵππος ἀνδρὶ παρεστηκώς : καὶ τὸ ἐπίγραμμα Διφίλου Ἀνθεμίων τόνδ ' ἵππον ἀνέθηκεν θεοῖς , θητικοῦ ἀντὶ
7584931 δειλιασας
χωλὸς μὴ δυνάμενος ὁδεῦσαι . Λύκον δὲ ἰδὼν καὶ τοῦτον δειλιάσας , μήπως , ὡς τρίπους , αὐτῷ γένηται βρῶμα
φθεγγόμενον καὶ ἀλαζονευόμενον . τρέσας ] φοβηθείς . τρέσας ] δειλιάσας . θ τρέσαι ] φοβηθῇ . Ξ μενεῖ ]
7582168 Φερ
. Συνεπόμνυθ ' ὑμεῖς ταῦτα πᾶσαι ; Νὴ Δία . Φέρ ' ἐγὼ καθαγίσω τήνδε . Τὸ μέρος γ '
' αὖ γυνὴ ὡραιοτάτη τις . Ποῦ ' στι ; Φέρ ' ἐπ ' αὐτὴν ἴω . Ἀλλ ' οὐκέτ
7562031 ῥεγκεται
τι δεξιόν . Ὡς μεγάλ ' ὁ Παφλαγὼν πέρδεται καὶ ῥέγκεται , ὥστ ' ἔλαθον αὐτὸν τὸν ἱερὸν χρησμὸν λαβών
ῥέγκεται . οὐ γάρ ἐστι δόκιμον οὕτω λέγειν . ΓΘ ῥέγκεται ] ῥέγκει : ὁμοιοκατάληκτον δὲ μόνον τοῦτο εἴρηκεν :
7559572 ἐκλεκτος
τὴν κιρρὰν καὶ αἱματώδη , λειώσας , ἀκρόπασον : ἡ ἔκλεκτος βληθεῖσα καὶ ῥίνισμα χαλκοῦ οὐκ ἐᾷ ῥέειν αὐτόν .
ἐστιν ἡ εὐθυία καὶ ἡ εὐτονία . Ἔστι δὲ καὶ ἔκλεκτος εἰς ὑπερβολήν : πεπείραται δὲ ὅτι κύπριος χαλκός ἐστιν
7549391 Ποσειδειον
ιʹ , Ϙʹ Ϛʹ . Ἀπὸ δὲ τοῦ Μητρῴου εἰς Ποσείδειον , τὸ νῦν λεγόμενον τὰ Ποτίστεα , στάδια μʹ
] καὶ νῆσον ἔχει . Πρὸς δὲ τὴν Σητὸν λιμένα Ποσείδειον , Σάλον , Μυοῦς , Κελένδερις πόλις , καὶ
7545463 Εὐτραπελος
ἔλεγεν : Ἐκεῖ ὄρυττε καὶ μὴ παρὰ τὰ ἐμά . Εὐτράπελος χοῖρον κλέψας ἔφευγεν . ἐπεὶ δὲ κατελαμβάνετο , θεὶς
ἐνέπω . ἔπω δὲ ἔπος , ὡς τεύχω τεῦχος . Εὐτράπελος . παρὰ τὸ τρέπω ῥῆμα , οὗ βʹ ἀόριστος
7534950 τριγλαις
φησί : δέσποινα Ἑκάτη τριοδῖτι , τρίμορφε , τριπρόσωπε , τρίγλαις κηλευμένα . ἐὰν δ ' ἐναποπνιγῇ τρίγλα ζῶσα ἐν
; δέσποιν ' Ἑκάτη τριοδῖτι , τρίμορφε , τριπρόσωπε , τρίγλαις κηλευμένα . Δέσποιν ' Ἑκάτη τριοδῖτι , τρίμορφε ,
7534051 θυας
ἐκ τοῦ θύω τὸ ὁρμῶ . θυὰς ] μαινομένη . θυὰς ] βάκχα . θυὰς ] μαινὰς Διονυσιακή . θ
πόλεμον ἔνθεος καὶ ὁρμητικὸς καὶ πηδητικὸς πρὸς τὴν ἀλκὴν ὡς θυὰς ἤτοι βάκχα τις φόβον βλέπων , ἤτοι ἐκπληκτικῶς καὶ
7533770 καταρατε
τλητὸν ἔμοιγε . Σιώπα . Σοί γ ' , ὦ κατάρατε , σιωπῶ ' γώ , καὶ ταῦτα κάλυμμα φορούσῃ
ἀπένεγκον παρ ' ἐμοῦ τοὺς λόγους . Ἀπόδος , ὦ κατάρατε , τὰ πορθμεῖα . Βόα , εἰ τοῦτό σοι
7528091 κυους
. τὸ δὲ κύημα καὶ κύος Ἀριστοφάνης κέκληκεν : ἥτις κύους ' ἐφάνη κύος τοσουτονί . ἀμβλῶναι , ἀμβλωθρίδιον καὶ
ἐπαγλαΐσῃ τὸ παλημάτιον καὶ μὴ βήττων καταπίνῃ . Ἥ τις κύους ' ἐφάνη κύος τοσουτονί . Ὀξυγλύκειάν τἄρα κοκκιεῖς ῥόαν
7527795 εὐτρεπιζει
ἐπιφρίττουσιν . Τῆμος : τότε , αὐτίκα . ἐπεντύνει : εὐτρεπίζει , κατασκευάζει . Εἰλυμένους : κεκρυμμένους , ἐντετυλιγμένους .
: καὶ , ἦν γὰρ αὐτὸς ἐπιμελητὴς , νύκτωρ πάντα εὐτρεπίζει , καὶ ἕωθεν εἰς Πέρσας ὁδοιπόρουν . Ἡ δὲ
7526861 Τοσαυτ
, αὐτὸς σὺ ἕξεις καὶ ἄλλῳ δεικνύναι αὐτῶν ἕκαστον . Τοσαῦτ ' εἰπὼν δεξιάν τε λαβὼν τοῦ Γωβρύα καὶ ἀναστὰς
σιγῇ παρελθεῖν ὥστε μηδ ' ἐν κεφαλαίῳ μνησθῆναί τινων . Τοσαῦτ ' οὖν ἀπόχρη προσθεῖσιν ὅτι φησὶ Φιλόχορος πορθουμένης τῆς
7526252 Βαδιζε
ὅπως τῷ φθέγματι γυναικιεῖς εὖ καὶ πιθανῶς . Πειράσομαι . Βάδιζε τοίνυν . Μὰ τὸν Ἀπόλλω οὔκ , ἤν γε
. Ποῦ Ξανθίας ; Ἤ , Ξανθία . Ἰαῦ . Βάδιζε δεῦρο . Χαῖρ ' , ὦ δέσποτα . Τί
7523226 ἀπεκομισεν
τις παριὼν καὶ τὸ βρέφος ἀνειληφὼς , τῇ ἰδίᾳ γυναικὶ ἀπεκόμισεν . Ἡ δὲ τὰ σφυρὰ τοῦ παιδὸς θεραπεύσασα ,
τήν τε νίκην ἀπήγγειλε καὶ δισχίλια τάλαντα πρὸς τὸν πόλεμον ἀπεκόμισεν : Εὐαγόρας δὲ πρὸ μὲν τῆς ναυμαχίας παρὰ θάλατταν
7519000 Ἑπου
εἴσω τοῦ ποδός : οὐ γὰρ ἂν ἐμβαίη ἑκών . Ἕπου νῦν , δραπέτα : δέχου τοῦτον σύ , πορθμεῦ
γυναικὶ προσιέναι : ὅταν φάναι μάλιστα τυγχάνηις βλαβῆναι βουλόμενος . Ἕπου θεῷ . γνῶθι σαυτόν . πατρίδα τὸν κόσμον ἡγοῦ
7502442 Κορυδων
ἔγκυον οὖσαν βλάψῃ τὴν βοῦν . θᾶσαι μ ' ὦ Κορύδων : ἀποστροφὴ τὸ σχῆμα . ἀπέστρεψε γὰρ τὸν λόγον
, ὥς τυ πάταξα . θᾶσαί μ ' , ὦ Κορύδων , ποττῶ Διός : ἁ γὰρ ἄκανθα ἁρμοῖ μ
7500790 ἐντελλομαι
ποιεῦ : ὃς δ ' ἂν τούτων τῶν ἔργων τῶν ἐντέλλομαι λείπηται , ἔκπεμπε ἐκ τῆς χώρης . Καὶ ταῦτα
ὀρθὰ ἐντείλασθαι περὶ παντὸς πράγματος . ἰδοὺ γὰρ καὶ ἐγὼ ἐντέλλομαι ζητεῖν σε τὰ ἀνόμοια καὶ τὰ ὅμοια . καὶ
7499601 ὀρνιθοσκοπος
οἰκτείροντος . ὀρνιθευτὴς ὀρνιθοσκόπου διαφέρει . ὀρνιθευτὴς ὁ θηρεύων , ὀρνιθοσκόπος ὁ μάντις . οὗτος καὶ οὑτοσὶ διαφέρει . οὑτοσὶ
τὸ „ σκοπῶ „ σύνθετα μὴ ἐκ προθέσεως παροξύνεται : ὀρνιθοσκόπος οἰωνοσκόπος . τὸ δὲ ἐπίσκοπος κατάσκοπος ἀπὸ προθέσεων .
7494475 προσελθετω
ὑποδήματα . Θ . . τὰ ὑποδήματα ἄφελε . . προσελθέτω : Ἔμπροσθεν . . Οὐκοῦν ἐκεῖνός εἰμ ' ἐγὼ
' ὑπόλυσαι . Πάντα ταῦτα σοὶ λέγει . Καὶ μὴν προσελθέτω πρὸς ἔμ ' ὑμῶν ἐνθαδὶ ὁ βουλόμενος . Οὐκοῦν
7490502 ἀναγγελω
καὶ πᾶσιν εἰκῆ πληγὰς ἐμφορεῖς δι ' ἡμέρας ; πάντως ἀναγγελῶ ταῦτα τῷ κεκτημένῳ . „ Ζηνᾶς δὲ ταῦτα τοῦ
καὶ ἐν χειμῶνι ἐποίμαινον μετὰ τῶν ἀδελφῶν μου . Νῦν ἀναγγελῶ ὑμῖν ἃ ἐποίησα . Εἶδον θλιβόμενον ἐν γυμνότητι χειμῶνος
7486431 ἀπελευσομαι
, τῆς ἐμαυτῆς πόρτης . ἄπειμι ] ἀπέρχομαι . , ἀπελεύσομαι . καίτοι ] γρ . ” καὶ τοῦτο “
ἐκ θείας δοκιμασίας ἐλεούμενος ὕστερον ἐν ἑαυτῷ λέγει μικροψυχήσας : ἀπελεύσομαι εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ διακρινοῦμαι τῷ θεῷ μου , ὅτι
7480826 τἀπιλοιπ
, δαλοῦ πικρὸν μίμημ ' , Ἀλέξανδρον τότε . ἐνθένδε τἀπίλοιπ ' ἄκουσον ὡς ἔχει . ἔκρινε τρισσὸν ζεῦγος ὅδε
ἔχω ' ς τὸν Τάρταρον . τί δῆτα λέξεις , τἀπίλοιπ ' ἤνπερ πύθῃ ; ὀπταὶ κίχλαι γὰρ εἰς ἀνάβραστ
7476261 Παφλαγων
ὁ Κλέων . Παφλαγών ] δέον εἰπεῖν στρατηγός , εἶπε Παφλαγών . ΓΓΘ Κυκλοβόρου : ποταμὸς χειμάρρους . ἐχώσθη δὲ
μετὰ δὲ ταῦτ ' ἀπόλλυται . Ἐπιγίγνεται γὰρ βυρσοπώλης ὁ Παφλαγών , ἅρπαξ , κεκράκτης , Κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων .
7468731 Λεγ
Οὔ , πρίν γ ' ἂν εἴπῃς ἱστορούμενος βραχύ . Λέγ ' , εἴ τι χρῄζεις : καὶ γὰρ οὐ
μὴ στασιάσωμεν . Ἔστι δ ' ὁ χρησμὸς οὑτοσί . Λέγ ' αὐτὸν ἡμῖν ὅ τι λέγει . Σιγᾶτε δή
7465683 Ὑμην
διαχεῖται , καθά περ ἄρμενον . λαῖφος : ἄρμενον . Ὑμήν : δέρματος πτέρυξ , ἡ λεγομένη τζίπα . Λεπτὸς
ὅστις τὰ σιγῶντ ' ὀνόματ ' οἶδε δαιμόνων . Ὑμὴν Ὑμήν . τὰν Διὸς οὐρανίαν ἀείδομεν , τὰν ἐρώτων πότνιαν
7465397 λασανα
, ἀλλὰ Φερεκράτης ἐν τοῖς Κραπατάλλοις πρὸς τῇ κεφαλῇ μου λάσανα καταθεὶς πέρδεται . καὶ δίφρον δ ' ἂν εἴποις
τὴν γαστέρα ; βάλλ ' ἐς κόρακας . πόθεν ἂν λάσανα γένοιτό μοι ; κάμνοντα δ ' αὐτὸν τοῦ θέρους
7460609 αἰγιδιων
δὲ ΜΕΛΙΚΗΡΙΔΩΝ μνημονεύει Φερεκράτης ἐν Αὐτομόλοις οὕτως : ὥσπερ τῶν αἰγιδίων ὄζειν ἐκ τοῦ στόματος μελικήρας . λεχθέντων καὶ τούτων
γὰρ κἂν ἀκαλήφαις τὸν ἴσον χρόνον ἐστεφανῶσθαι . ὥσπερ τῶν αἰγιδίων ὄζειν ἐκ τοῦ στόματος μελικήρας . ἀτραπίζοντες τὰς ἁρμονίας
7450048 ἀντακουσον
Οἶσθ ' ὡς πόησον ; ἀντὶ τῶν εἰρημένων ἴς ' ἀντάκουσον , κᾆτα κρῖν ' αὐτὸς μαθών . Λέγειν σὺ
τοιαύτης δ ' οὔτις εὐφιλὴς θεῶν . ἄναξ Ἄπολλον , ἀντάκουσον ἐν μέρει . αὐτὸς σὺ τούτων οὐ μεταίτιος πέλῃ
7449189 Κινησιου
τοῖς τὰ τοιαῦτα ἅπερ οὗτος ἐξημαρτηκόσιν . περὶ μὲν οὖν Κινησίου ταῦτα ὁ ῥήτωρ εἴρηκεν . λεπτότερος δ ' ἦν
? ] ] ! [ σκηνὴ μέν * τοῦ χοροκτόνου Κινησίου . , . . . . Μυῖα φύλλιδι χαίρειν
7447342 Ἀχιλλειου
καὶ πολλῶν ὕπερ : ἧι παῖς μὲν ἀμφὶ μνῆμ ' Ἀχιλλείου τάφου λάθραι τέθνηκε τλημόνως Πολυξένη : φροῦδος δὲ Πρίαμος
κατ ' ἄκρα Νηρῆιδες ἕστασαν θεαί , πρύμναις σῆμ ' Ἀχιλλείου στρατοῦ . Ἀργείων δὲ ταῖσδ ' ἰσήρετμοι νᾶες ἕστασαν
7446385 Μηδοσαδην
κρατεῖς ἔσεσθαι παρὰ σοῦ . ἐπὶ τούτοις πάλιν ἤρετο τὸν Μηδοσάδην εἰ ἔλεγε ταῦτα . ὁ δὲ συνέφη καὶ ταῦτα
, ὡς ἔφη Μηδοσάδης οὗτος . ταῦτα εἰπὼν ἐπήρετο τὸν Μηδοσάδην εἰ ἀληθῆ ταῦτα εἴη . ὁ δ ' ἔφη
7443378 Μολοσσων
. τῆς μέν τοι Δωδώνης Δωδωναῖος . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι : Μολοσσῶν πρὸς μεσημβρίης οἰκέουσι Δωδωναῖοι . , : ὑπὸ Ἀμφιλόχου
Ἀσπαλὶς παρθένος οὖσα ἑαυτὴν ἀπηγχόνισεν . Μούνιχος ὁ Δρύαντος ἐβασίλευσε Μολοσσῶν καὶ ἐγένετο μάντις ἀγαθὸς καὶ ἀνὴρ δίκαιος . ἔσχε
7442663 Ὀπωρα
πολλὴν βλάπτονται καὶ οἱ συνουσιάζοντες συνεχῶς . ἐπεὶ οὖν ἐδόκει Ὀπώρα εἶναι καὶ ἡ πόρνη , πρὸς ἀμφότερα ἔπαιξεν .
Φιλυλλίου Ἄντεια , Μενάνδρου δὲ Θαὶς καὶ Φάνιον , Ἀλέξιδος Ὀπώρα , Εὐβούλου Κλεψύδρα . οὕτω δ ' ἐκλήθη αὕτη
7439859 ἀγαθε
, τοὺς ἄλλους λαθών : “ οὐ σώσεις , ὦ ἀγαθέ , τὴν πατρίδα ; ” ὃ δὲ καὶ τοῦτ
ἀδελφιδοῦς ἐπιμελεῖσθαι τούτου τοῦ παιδίου ; Ἀλλ ' , ὦ ἀγαθέ , τοῦτο μὲν καὶ λαθεῖν φήσαιτ ' ἂν ὑμᾶς
7438555 κυος
κύημα , τρόφιμον , βιώσιμον . τὸ δὲ κύημα καὶ κύος Ἀριστοφάνης κέκληκεν : ἥτις κύους ' ἐφάνη κύος τοσουτονί
τὸν Πειραῐᾶ δὲ μὴ κεναγγίαν ἄγειν ἥτις κυοῦς ' ἐφάνη κύος τοσουτονί ὀξυγλύκειάν τἄρα κοκκιεῖς ῥόαν . τὸ παραπέτασμα τὸ
7438535 ἀπερχου
πολλοῦ γε καὶ δέω . . ἐγκόνει πάλιν ] σπεύδων ἀπέρχου . . ἂν ἱστορῇς ] ζητῇς . . τοιοῖσδε
οὗ δέομαι ; Ἐγὼ δέ σοι λέγω ὅτι ὡς τευξόμενος ἀπέρχου ; οὐχὶ δὲ μόνον , ἵνα πράξῃς τὸ σαυτῷ
7436203 δεσμησας
περίκυκλον . ἀμφιπεδήσας : περιγράψας , δεσμεύσας , περιδεσμήσας , δεσμήσας καὶ στήσας αὐτήν φησι διὰ τὸ μὴ ἐπηρεάζειν τῇ
Εὐμάρας ἐκάθηρεν : ὅτε δὲ ὁ Εὐμάρας ὁ σὸς δεσπότης δεσμήσας σε ἐμαστίγωσεν , ἀκριβῶς ἐπίσταμαι . γράφεται ὅκα μάν
7435976 πολυγομφον
. ἄγριον ὑποβλέπει με : ἀγριφὴς δίκελλα : σκεῦος γεωργικὸν πολύγομφον . ἀγραδίκη : ὠφληκότων τῷ δημοσίῳ γράφουσι τὰ ὀνόματα
πολύγομφον ὅδισμα ] ἀμφὶ τῷ αὐχένι τοῦ πόντου ζυγὸν βαλὼν πολύγομφον ὅδισμα καὶ βάδισμα , τῶν τῆς θαλάσσης δηλονότι νώτων
7435108 Θηρην
εἶχον ὅ τι ποιέωσι ἄλλο , ὀπίσω ἀπαλλάσσοντο ἐς τὴν Θήρην . Οἱ δὲ Θηραῖοι καταγομένους ἔβαλλον καὶ οὐκ ἔων
μέν νυν Κνίδιοι ἀπενειχθέντας πρὸς τὴν σφετέρην ἐρρύσαντο καὶ ἐς Θήρην ἀπέστειλαν . Ἑτέρους δέ τινας τῶν Κυρηναίων ἐς πύργον
7431262 Κλυταιμηστρας
' ἔτλη κακά . βρέφος γὰρ ἦν τότ ' ἐν Κλυταιμήστρας χεροῖν ὅτ ' ἐξέλειπον μέλαθρον ἐς Τροίαν ἰών ,
γ ' ἔθρεψεν Ἑρμιόνην μήτηρ ἐμή . αὕτη βέβηκε πρὸς Κλυταιμήστρας τάφον . . . τί χρῆμα δράσους ' ;
7431035 κρυβεις
ἐλυσθείς : πεσὼν , κρυφθεὶς , τανυσθεὶς , κυλισθεὶς , κρυβείς : ἐλύω τὸ κρύπτω , ὅθεν ἀλύτη ἡ νύξ
τοῖς παθοῦσιν . παθοῦσιν . παθοῦσι . τοῖς κακοῖς . κρυβείς , ἀφανισθεὶς . ἀφανισθεὶς . παντελῶς . ὁμοῦ .
7430888 χασκεις
” Μέλλων ὁδεύειν τῆς κυνός τις ἑστώσης εἶπεν “ τί χάσκεις ; πάνθ ' ἕτοιμά σοι ποίει : μετ '
μεμνῆσθ ' ἃ λέγω , πρόσεχ ' οἷς φράζω , χάσκεις αὐτός . βλέψον δεῦρ ' εἴ πως αὐτὰ φράσεις
7428748 φιλοσοφεις
ὄντες . ” καὶ ἅμα ἐς τὸν Ἀσκληπιὸν βλέψας „ φιλοσοφεῖς , „ ἔφη ” ὦ Ἀσκληπιέ , τὴν ἄρρητόν
ἂν ταῦτα ᾤου . „ „ σὺ δέ , ἐπειδὴ φιλοσοφεῖς , ὦ βέλτιστε , ” ἔφη ” τί περὶ
7426677 Ἑρμιονα
δ ' ἐφεύγομεν . ἔμολε δ ' ἁ τάλαιν ' Ἑρμιόνα δόμους ἐπὶ φόνωι χαμαιπετεῖ ματρὸς ἅ νιν ἔτεκεν τλάμων
λιμήν . Ταύτης δὲ περίπλους σταδίων πʹ . Μετὰ δὲ Ἑρμιόνα Σκύλλαιόν ἐστιν ἀκρωτήριον τοῦ κόλπου τοῦ πρὸς ἰσθμόν :
7426329 βεβηκ
' ἔστιν ; ἄλλης ἐκπόνει μνηστεύματα γυναικός : Ἑλένη γὰρ βέβηκ ' ἔξω χθονός . πτεροῖσιν ἀρθεῖς ' ἢ πεδοστιβεῖ
. τὸ τῆς ἀνάγκης δεινόν : ἄρτι κἀπ ' ἐμοῦ βέβηκ ' ἀποσπασθεῖσα Κασσάνδρα βίαι . φεῦ φεῦ : ἄλλος
7422642 λαλησω
μὴ φοβοῦ , ἀλλὰ ἀνάστηθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου καὶ λαλήσω πρὸς σέ . Καὶ ἀνέστη Ἀσενέθ , καὶ εἶπεν
ὅ ἔστιν ἀψευδῶς , ἐφιδρυμένος . λέγεται γάρ : ” λαλήσω σοι ἄνωθεν τοῦ ἱλαστηρίου , ἀνὰ μέσον τῶν δυεῖν
7421155 Γλυκη
ἤδη τήνδε καὶ Φιλαινέτην . οὔκουν ἐπείξεσθ ' ; ὡς Γλύκη κατώμοσεν τὴν ὑστάτην ἥκουσαν οἴνου τρεῖς χοᾶς ἡμῶν ἀποτείσειν
, τάδε τέρα θεάσασθε . Τὸν ἀλεκτρυόνα μου ξυναρπάσασα φρούδη Γλύκη . Νύμφαι ὀρεσσίγονοι , ὦ Μανία , ξύλλαβε .
7419057 πετευρον
Νωνακριεύς νωτοπλῆγα ξειρης Ὀλυμπίειον ὀνηλατεῖν ὀνυχίζεται οὐδαμᾷ Παμβωτάδαι πέδων περίζυξ πέτευρον πλεισταχόθεν πλυντρίδες προσχίσματα πρόσχορον προσῳδός πυξίον καὶ πυξίδιον πυτίνη
. ἔνιοι τὴν δοκόν , οἱ δὲ πηκτὸν ὀρνιθοτροφεῖον . πέτευρον δὲ σανίδιον λεπτὸν καὶ τεταμένον , ᾧ εἰς τοὺς
7418360 τεχναισι
χάριν . λιτανεύω , ἑκαβόλε , Μοισαίαις ἀνατιθεὶς [ ] τέχναισι [ ] ? ? χρηστήριονπωλοντι ! [ ! ]
πολεμίᾳ χερὶ προστραπών Πηλεὺς παρέδωκεν Αἱμόνεσσιν δάμαρτος Ἱππολύτας Ἀκάστου δολίαις τέχναισι χρησάμενος : τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ φύτευέ οἱ θάνατον
7409740 σιωπᾳς
. Τί κέκραγας ; Ἐμβαλῶ σοι πάτταλον , ἢν μὴ σιωπᾷς . Ἀτταταῖ ἰατταταῖ . Οὗτος σύ , ποῖ θεῖς
; γελοῖον , ὃς κόρης ἐλευθέρας εἰς ἔρωθ ' ἥκων σιωπᾷς καὶ μάτην ποθουμένους περιορᾷς γάμους σεαυτῷ . Βουβὼν ἐπήρθη
7408026 ὑπαγ
κέχρηται τῇ λέξει Εὔπολις ἐν Βάπταις : σὺ δ ' ὕπαγ ' εἰς τοὔμπροσθεν . τὸ ἰχθυᾶσθαι τοῦ κυνηγετεῖν διαφέρει
ταῖς κοχώναις καὶ τιθεῖς ἄνω σκέλη . Σὺ δ ' ὕπαγ ' εἰς τοὔμπροσθεν . Ἀναρίστητος ὤν κοὐδὲν βεβρωκώς ,
7406594 ἁρπαγεισαν
τὸν πλοῦν . τὴν δὲ Ὠρείθυιαν Σιμωνίδης ἀπὸ Βριλησσοῦ φησιν ἁρπαγεῖσαν ἐπὶ τὴν Σαρπηδονίαν πέτραν τῆς Θρᾴκης ἐνεχθῆναι : ἔστι
. . : τὴν δὲ Ὠρείθυιαν Σιμωνίδης ἀπὸ Βριλησσοῦ φησιν ἁρπαγεῖσαν ἐπὶ τὴν Σαρπηδονίαν πέτραν τῆς Θράικης ἐνεχθῆναι : ἔστι
7406567 κεων
, τὸ κοιμῶμαι , κέων ἡ μετοχή : † ὦρσο κέων , ὦ ξεῖνε , πλεονασμῷ τοῦ α . .
ὀξύτης . ἢ παρὰ τὸ κέω , τὸ κοιμῶμαι , κέων ἡ μετοχή : † ὦρσο κέων , ὦ ξεῖνε
7406364 δακνου
ὁ χορὸς , στέναζε καὶ δακνάζου : παραγώγως ἀντὶ τοῦ δάκνου . βαρὺ δ ' ἀμβόασον οὐράνι ' ἄχη ]
Σαλαμῖνος : ἐκαλεῖτο γὰρ οὕτω . . δακνάζου ] ἤτοι δάκνου κατὰ παραγωγήν . . οὐράνια ] μεγάλα , ὑπερβολικά
7399304 ὀτοτοτοι
πόσις σός , παῖδ ' ἔδωκ ' αὐτῶι θεός . ὀτοτοτοῖ : τὸν ἐμὸν ἄτεκνον ἄτεκνον ἔλακ ' ἄρα βίοτον
ἐρημώσας ' ] ἤγουν ἀφεῖσα . στροφή . ἡμέτερον + ὀτοτοτοῖ : αἱ περίοδοι αὗται πᾶσαι καλοῦνται ὡς εἴρηται ἀλλοιόστροφοι
7398523 ἀπεπλευσε
δὲ ἑβδόμῃ καὶ δεκάτῃ ἡμέρᾳ μετὰ τὴν εἰσβολὴν εἰς Ἔφεσον ἀπέπλευσε , καὶ τοὺς μὲν ὁπλίτας πρὸς τὸν Κορησσὸν ἀποβιβάσας
αὐτὸν τὸ Ταυρομένιον . μετὰ δὲ τὰς συνθήκας Μάγων μὲν ἀπέπλευσε , Διονύσιος δὲ παραλαβὼν τὸ Ταυρομένιον τοὺς μὲν πλείστους
7397359 ὠνθρωπε
. ἢ καὶ ὡς ἀλεξίκακον Ἡρακλέα καλεῖ . μ ' ὦνθρωπε : εὐλαβεῖται δὲ καταφανὴς γενέσθαι ὁ Διόνυσος . τοῦτό
' , ἀδικεῖς ἐμποδὼν καθήμενος . Οὐδὲν δεόμεθ ' , ὦνθρωπε , τῆς σῆς μορμόνος . Οὐδ ' οἵδε γ
7395987 Εἰπον
ἕτερον φαίνοιο ἂν εὐχόμενος ἢ διδαχθῆναι ἃ οὐκ ἐπίστασαι . Εἶπον οὖν ἐγὼ πρὸς τὸν Πρόδικον ὅτι μοι δοκεῖ οὐχὶ
ἅλμα , ποδωκείην , δίσκον , ἄκοντα , πάλην . Εἶπον , τίς , τίνος ἐσσί , τίνος πατρίδος ,
7394243 τολμηρε
ἐκ τῆς καρδίας ὁ Ἔρως ἀντεφθέγγετο : “ Ναί , τολμηρέ , κατ ' ἐμοῦ στρατεύῃ καὶ ἀντιπαρατάττῃ ; ἵπταμαι
συστρεφόμεναι , πρὸς ἀλλήλας φερόμεναι . τολμῶν ] λέγειν , τολμηρέ , τολμηρῶς λέγων , ὁ ἐπιχειρῶν τολματίας ὤν .
7393834 Καρυστια
ἐκ τοῦ ἔχειν ὅπερ ἐστὶν ἐξέχειν κοινῶς μὲν γενέσθαι ἡ Καρυστία Ὄχη , πρὸς διαστολὴν δὲ Δωρικῶς ἡ τοῦ ποταμοῦ
ᾧ τὸ λατόμιον τῶν Καρυστίων κιόνων ” . καὶ θηλυκὸν Καρυστία . Καρχηδών , μητρόπολις Λιβύης , διασημοτάτη πόλις .
7390750 διωκομαι
ἐξ ἀθυμίας : καὶ παραλύεταί μου τὰ μέλη ἐλαύνομαι ] διώκομαι κλύεις ] † ἤγουν ἤκουσας πραχθέντ ' ] ἃ
' , εὐλάβει , βέλτιϲτε : πρὸϲ θεῶμ πάρεϲ . διώκομαι ] γάρ , κατὰ κράτοϲ διώκομαι ὑπὸ ] τοῦ
7388562 ὀλωλαμεν
τὰ δ ' ἐκ θεῶν του : πανταχῆι δ ' ὀλώλαμεν . τίς οὖν ἂν εἴη μὴ πεφυκότων γέ πω
ὄγκος καὶ δόμων εὐδοξία : ἡμεῖς δ ' ἀβούλως κἀκλεῶς ὀλώλαμεν . ἐπεὶ γὰρ ἡμᾶς ηὔνας ' Ἑκτόρεια χείρ ,
7387860 Ἐνδον
ἐστὶν ὡς Εὐριπίδην . Παῖ παῖ . Τίς οὗτος ; Ἔνδον ἔστ ' Εὐριπίδης ; Οὐκ ἔνδον ἔνδον ἐστίν ,
δῆτ ' ἂν εἶεν οἱ ξένοι ; δίδασκέ με . Ἔνδον : φίλης γὰρ προξένου κατήνυσαν . Ἦ καὶ θανόντ
7387252 Ἀντρωνα
καλουμένη . . . . . . ἀγχίαλόν τ ' Ἀντρῶνα : ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἀγχιάλην
ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἀγχιάλην τ ' Ἀντρῶνα . καὶ εἰ θηλυκῶς δὲ λέγεται ἡ Ἀντρών ,
7381363 Λευκωσια
προκειμένην εἰς θάλασσαν . λέγει δὲ τὸ Ποσείδειον ἄκρον . Λευκωσία δὲ ὀνομάζεται ἡ σειρὴν ἀφ ' ἧς καὶ ἡ
. εἰσὶ δὲ τὰ ὀνόματα τῶν σειρήνων ταῦτα Παρθενόπη , Λευκωσία καὶ Λίγεια : τινὲς γὰρ τριπλῶς ταύτας φασίν .
7381269 Ἀναγκαιοτατα
χαίρουσιν , οἱ δ ' ἀγαθοὶ τῶν ἀνθρώπων ἀληθέσιν . Ἀναγκαιότατα λέγεις . Εἰσὶν δὴ κατὰ τοὺς νῦν λόγους ψευδεῖς
τε καὶ αἰσχυντηλῶς ᾄδοντες ἀπροθύμως ἂν τοῦτ ' ἐργάζοιντο ; Ἀναγκαιότατα μέντοι λέγεις . Πῶς οὖν αὐτοὺς παραμυθησόμεθα προθύμους εἶναι
7378444 ἀναγκοσιτον
: παράσιτον αὐτόσιτον . ἀναρίστητον δ ' εἴρηκεν Εὔπολις . ἀναγκόσιτον δὲ Κράτης . καὶ Νικόστρατος δέ : μειράκιον .
βίου . Μειράκιον δὲ κατὰ τύχην ὑποσκαφιόκαρτόν τι κεχλαμυδωμένον κατάγεις ἀναγκόσιτον . Ἁλύσεις , καθετῆρας , δακτυλίους , βουβάλι '
7372453 Σωσον
πατήρ . Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς , πλούσιος πένης ἔσῃ . Σῶσον σεαυτὸν ἐκ πονηρῶν πραγμάτων . Τὸν ἐλεύθερον δεῖ πανταχοῦ
ἀλλὰ νῦν ς ' ἔτ ' ὠφελοῖμ ' ἐγώ ; Σῶσον σεαυτήν : οὐ φθονῶ ς ' ὑπεκφυγεῖν . Οἴμοι
7369859 φλυαρεις
τρυφαίνειν ἀλλοτρίοις πόνοις δοκεῖ , συλλεξάμενον δ ' αὐτόν . φλυαρεῖς , Γοργία . οὐκ ἄξιον κρίνεις σεαυτὸν τοῦ γάμου
δεῖνα , Μοσχίων : ἐγὼ τότε μικρὸν ἔτι μεῖνον . φλυαρεῖς πρός με . μὰ τὸν Ἀσκληπιόν , οὐκ ἔγωγ
7369186 Σοφια
Δ . δὲ ἐκ τῆς τῶν μεταρσίων παρατηρήσεως πολλὰ προλέγων Σοφία ἐπωνομάσθη : ὑποδεξαμένου γοῦν αὐτὸν φιλοφρόνως Δαμάσου τοῦ ἀδελφοῦ
μοι , μήτε ἰατρῶν μήτε γραμμάτων ὡς ἄνθρωποι δεόμεναι . Σοφία δὲ ἄρκτου καὶ ἐκεῖνο : διωκομένη μετὰ τῶν σκυλάκων
7366677 συγγον
ὑπὸ ζυγοῦ ? [ ] ! ουμεν ? ἀρτίως καὶ συγγον [ [ ] ! [ ! ] αὖ ?
ὑπὸ ζυγοῦ ? [ ] ! ουμεν ? ἀρτίως καὶ συγγον [ [ ] ! [ ! ] αὖ ?
7364964 πενθηρης
ὑπηκόων παραλίων . μελαγχίτων ] ἡ συνετή . μελαγχίτων : πενθήρης , ἢ ἀμφιμέλαινα . ἔστι δὲ παρὰ τὸ ”
εἰς ἐμὴν χάριν . ὁ θρῆνος . ἐπεκτεταμένως θρήνει . πενθήρης . οἱ γὰρ Μυσοὶ καὶ οἱ Φρύγες εἰσὶ μάλιστα
7363203 Λακυδου
παρὰ Κυνίσκον τουτονί . τὸν τύραννον ἤδη προσκάλει . Μεγαπένθης Λακύδου ἡκέτω . ποῖ στρέφῃ ; πρόσιθι . σὲ τὸν
ἢ ῥηματίσκια ταῦτ ' εἶναι καὶ φόβους . Περὶ δὲ Λακύδου βούλομαί τι διηγήσασθαι ἡδύ . Ἦν μὲν δὴ Λακύδης
7362057 διατριβω
τῆλ ' Ἰθάκης ἢ ἔφθιται ἢ ἀλάληται , οὔ τι διατρίβω μητρὸς γάμον , ἀλλὰ κελεύω γήμασθ ' ᾧ κ
καὶ μειρακίου παρ ' ὑμῖν , οὐκ ἀφανεῖς δὲ διατριβὰς διατρίβω , ἀλλ ' ἐν ταῖς ἐκκλησίαις μεθ ' ὑμῶν
7361836 πεπαυσο
κακοτεχνίαν εἶπεν : ” ἀλλ ' , ὦ οὗτος , πέπαυσο . ἐν σοὶ γάρ ἐστι τοῦτο , ὃ ἔχεις
ἀκούσασα ἔφη : „ ἀλλ ' , ὦ αὕτη , πέπαυσο ἐπὶ τούτῳ σεμνυνομένη : ὅσῳ γὰρ ἂν πλείονα τίκτῃς
7361429 κυριευω
γενική , οὐ συνούσης τῆς ὑπό προθέσεως , ὡς τὸ κυριεύω σοῦ , καὶ δοτική , ὡς τὸ παλαίω σοί
τοῦ ἄνασσε σύνταξις τὴν γενικὴν ἀπῄτησεν . οὕτως ἔχει τὸ κυριεύω , δεσπόζω , κρατῶ , ἄλλα πλεῖστα τῆς ἴσης
7356625 στραφεντος
τοιούτου δ ' ὄντος ἀδύνατον ἐξ ἐναντίας ἔμφασιν γίνεσθαι μὴ στραφέντος τοῦ τύπου . τοῦτο δ ' ὑπὸ τίνος ἔσται
ἐν τῆι γενέσει οἷον καὶ τὴν ῥάχιν τοιαύτην ἔχειν ὅτι στραφέντος καταχθῆναι συνέβη . . . , καλεῖ δὲ τὸ
7356569 Δικαιοπολις
ἔλεγε σωρόν . Γ μόλις γ ' ἐνέδησα : ὁ Δικαιόπολις λέγει τὸν συκοφάντην . διπλῆ καὶ ἔκθεσις εἰς ἰάμβους
ἐπεὶ οὐκέτι τοῖσιν ἐῴκει ” . Γ οὗτος ] ὁ Δικαιόπολις . Γ Ἡράκλεις : διπλῆ : εἶτα ἕπεται δυὰς
7356068 Ἑνωχ
, πάτερ [ , καὶ ] δέομαι , βάδισον πρὸς Ἑνὼχ [ τὸν πατέρα ἡμῶν καὶ ἐρώτησον ] . .
καὶ οὐ ψευδῶς . καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ , μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ ,
7355770 Ἐπισχες
ἂν ᾖ τῶν ἀσπίδων τῶν ἐκ Πύλου τι λοιπόν . Ἐπίσχες ἐν ταῖς ἀσπίσιν : λαβὴν γὰρ ἐνδέδωκας . Οὐ
ὑμῖν ] γέγον ' ὡς πεφενάκικεν ὑμᾶς . λέγε . Ἐπίσχες . ἐνθυμεῖσθ ' ὅτι γράψας μὲν ὡς ἀποδώσει Χερρόνησον
7355075 κληιθρα
ἀκούσαθ ' οἷος κέλαδος ἐν δόμοις πίτνει . σὺ παρὰ κλῆιθρα , σοὶ μέλει πομπίμα φάτις δωμάτων : ἔνεπε δ
ἕδρας ἡ Τυνδαρὶς παῖς ἐκπεπόρθμευται χθονός . ὠή , χαλᾶτε κλῆιθρα , λύεθ ' ἱππικὰς φάτνας , ὀπαδοί , κἀκκομίζεθ
7350003 Ψυλλα
τιμὴν προκριθέντας καὶ ὑπὸ τῶν αὐτῶν κατὰ φθόνον συνεγκλειομένους . Ψύλλα δέ ποτέ τινι πολλὰ ἠνώχλει . Καὶ δὴ συλλαβών
τὸ προκατειλῆφθαι τὸ πρωτότυπον , ἔχον αὐτοῦ τὸν τύπον . Ψύλλα , χωρίον μεταξὺ Ἡρακλείας καὶ τοῦ Πόντου . Μένιππος

Back