ἦν στρατόπεδον , αἱ δὲ νῆες ἐν τοῖς λιμέσι τοῖς Ἰτυκαίων . ἀφικομένων δὲ κἀκεῖ πρέσβεων ἐκ Καρχηδόνος οἱ μὲν
τροφῶν δ ' ἀπορῶν ὁ Μαγκῖνος ἐκάλει Πίσωνα καὶ τοὺς Ἰτυκαίων ἄρχοντας ἐπικουρεῖν αὑτῷ κινδυνεύοντι καὶ τροφὰς φέρειν κατὰ σπουδήν
6817717 ἀργυρωματων
κατεθέμην ποτέ καὶ τὸν πέτασον . Καὶ γύλιόν τιν ' ἀργυρωμάτων . Πάντ ' ἔστιν ἐξευρεῖν , ἐὰν μὴ τὸν
θυΐαις ἀργυραῖς . Φιλήμων Ἰατρῷ : καὶ γυλιόν τιν ' ἀργυρωμάτων . Μένανδρος Ἑαυτὸν τιμωρουμένῳ : λουτρόν , θεραπαίνας ,
6757744 ἀπεπτοι
. ἔστωσαν δὲ μήτε ἐξ ἀφροδισίων μήτε ἄλλως κοπώδεις μήτε ἄπεπτοι καὶ ἐμεμηκότες ἢ κατὰ γαστέρα κεκενωμένοι μηδὲ ἠγρυπνηκότες :
, μόλιϲ διαχωρούμενα : οὖρα κατακορέα ἐπὶ τὸ μελάντερον . ἄπεπτοι , ἀπόϲιτοι , ἄγρυπνοι , ἄθυμοι , μελαγχολώδεεϲ .
6670256 στιβαροισι
ὁμῶς , κεφαλαὶ δὲ ἑκάστῳ πεντήκοντα ἐξ ὤμων ἐπέφυκον ἐπὶ στιβαροῖσι μέλεσσιν . οἳ τότε Τιτήνεσσι κατέσταθεν ἐν δαῒ λυγρῇ
μεγάλη δὲ βίη καὶ χεῖρες ἄαπτοι ἐξ ὤμων ἐπέφυκον ἐπὶ στιβαροῖσι μέλεσσι . ] τῶν δ ' ἦν χάλκεα μὲν
6480426 ἀμαρης
φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ χερσὶ μάκελλαν ἔχων , ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων : τοῦ μέν τε προρέοντος ὑπὸ
. ἀμάρη ἡ ὑδρορόη : “ χερσὶ μάκελλαν ἔχων , ἀμάρης ἐξαίχματα βάλλων . ” ὁ δ ' Ἀπίων ὁμοῦ
6440066 ποριζομενοις
τις μύρμηκας . ἀγαθοὶ δὲ οὗτοι καὶ τοῖς ἐξ ὄχλου ποριζομένοις καὶ τοῖς νοσοῦσιν , ὅταν γε μὴ περὶ τὸ
: τοῖς πορευτικοῖς δὲ καὶ γεννητικοῖς καὶ τὴν τροφὴν ἔξωθεν ποριζομένοις ἀδύνατον μὴ προτέραν ἐγγίνεσθαι τὴν αἴσθησιν τῆς τε ἄλλης
6417846 τελαμωνων
ἐὰν δὲ ἀκμὴν σπαργανούμενον τὸ βρέφος ἑλκωθῇ διὰ τὴν τῶν τελαμώνων παράτριψιν ἢ δι ' ἄλλην τινὰ ποιητικὴν ἑλκώσεως αἰτίαν
περίκεινται χιτῶνες , μαχαίρας δὲ τῶν μηρῶν ἐξήρτηνται χρυσᾶς ἀργυρῶν τελαμώνων ξυνεχόντων αὐτάς . ἀλλ ' ἐν κύκλῳ μὲν ἰόντων
6410695 ἱπποφορβοις
Ῥωμαῖοι κατακτησάμενοι τά τε ὄρη καὶ τῶν πεδίων τὰ πλεῖστα ἱπποφορβοῖς καὶ βουκόλοις καὶ ποιμέσι παρέδοσαν : ὑφ ' ὧν
. Ἀρίστη δ ' ἵππου κατασκευὴ καὶ διάπλασις τοῖς παλαιοτέροις ἱπποφορβοῖς καὶ βουκόλοις αὕτη νενόμισται : μέγας τῷ σώματι ,
6403235 θανατηφοροι
μιν κατέρεξεν . κῆρες : αἱ μοῖραι τοῦ θανάτου , θανατηφόροι μοῖραι ἐπικρατέουσιν : νικῶσι , καταδυναστεύουσι , κατακυριεύουσιν .
κοιναὶ πᾶσιν οἷον αἱ ἔκ τινων ἐκπνέουσαι χασμάτων καὶ ἄντρων θανατηφόροι τοῖς προσπελάζουσιν . Εἰ δ ' ἄρα καὶ αὗται
6340256 πλεκονται
γὰρ τρί ' ἄττα ἐστὶν εἴδη ἐξ ὧν αἱ βάσεις πλέκονται , ὥσπερ ἐν τοῖς φθόγγοις τέτταρα , ὅθεν αἱ
Ὁρᾷ ἄνδρας προσιόντας ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ . ἔνθα οἱ στέφανοι πλέκονται . ὡς διὰ τὴν εὐτέλειαν τοῦ μισθοῦ δικάζειν θελόντων
6284986 μακελλαν
κρήνης μελανύδρου † ἀμφυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ χερσὶ μάκελλαν ἔχων , ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων : τοῦ μέν
. ἔχματα κωλύματα , ἀπὸ τοῦ ἐπέχειν : “ χερσὶ μάκελλαν ἔχων , ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων . ” ἐχόμην
6266606 αὐτοῤῥιζων
, ἢ χρυσὸν ἀναθείς . Τὸ δενδρολίβανόν φασι φυτεύεσθαι ἐξ αὐτοῤῥίζων καὶ ἀποσπάδων : δεῖ δὲ τοῦτο ποιεῖν κατατιθέντας εἰς
. οὐ μόνον δὲ ἐξ ἀποσπάδων , ἀλλὰ καὶ ἐξ αὐτοῤῥίζων κατατίθεται . ἔστω δὲ τὰ αὐτόῤῥιζα μὴ ἐλάττω διετοῦς
6251038 εὐοσμων
Ἐπεὶ δὲ τὰ μὲν ἥμερα τὰ δ ' ἄγρια τῶν εὐόσμων οὐκ ἀκολουθεῖ κατὰ τὸ γένος ἀλλ ' ἔνθα μὲν
οὖν ἑψηθεῖσα χρησιμωτέρα γίνεται , καὶ μάλιστα εἴ τι τῶν εὐόσμων συνεψηθείη , βελτίων ἔσται . τὴν δ ' ὑγρὰν
6250729 κεραμεων
τῆς ἑορτῆς . οὗ μὲν ἦμεν ἄρτι γὰρ ἐξ ὀξυβαφίων κεραμέων ἐπίνομεν : τούτῳ δέ , τέκνον , πολλὰ κἀγάθ
ἔχων πίνειν ἀλλ ' οὐδὲ χαλκῶν , ἀλλ ' ἐκ κεραμέων καὶ τούτων ἐνίοτε κολοβῶν . Δίφιλος δ ' ἐν
6247182 χολωδεσι
ἐμφέρεται τὸ ἐπιμήνιον αἷμα , ἢ χυμοῖς τισιν ἀναμεμιγμένον , χολώδεσί τε καὶ φλεγματώδεσι . τοίνυν ἐπὶ ταῖς ἐπισχέσεσιν αὐτῶν
καιροῦ , καὶ ἀφρωδεστέρων : μᾶλλον δὲ τὸ τοιοῦτο τοῖσι χολώδεσί τε καὶ μεγαλοσπλάγχνοισι γίγνεται . Πτυάλου μὲν οὖν ἀναγωγὴν
6213588 παροψιδι
γέμοντ ' ἔτι φορτηγικῶν μοι βρωμάτων ἀγωνίαις τἠμῇ ποιήσω νυστάσαι παροψίδι . πρὸς ταῦτα Αἰμιλιανὸς ἔφη : βέλτιστε , πολλοῖς
, πλακοῦς ἑαυτὸν ἐσθίειν κελευέτω . Ἄλλος μαχέσθω περὶ ἕδρας παροψίδι . Μεμβραδοπώλαις , ἀχραδοπώλαις , ἰσχαδοπώλαις , διφθεροπώλαις ,
6212249 θηραι
τῶν θεῶν , ὅτι πλείους ἡμῖν τοὺς εὐεργέτας προὐξένησε ; θῆραι τοίνυν καὶ κυνηγέσια ἔστι μὲν Ἀπόλλωνος καὶ Ἀρτέμιδος παιδιὰ
ἡμῶν ἑκάστου τοὺς ὅλους ἤδη βίους δεκασμοὶ βραβεύουσι καὶ ἀλλοτρίων θῆραι θανάτων καὶ ἐνέδραι διαθηκῶν , τὸ δ ' ἐκ
6210824 διαλειπουσι
ἔνθεν ἐπιδέουσι τοῖσιν ὀθονίοισι , κατὰ δὲ τὸ ἕλκος αὐτὸ διαλείπουσι , καὶ ἐῶσιν ἀνεψύχθαι : ἔπειτα ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τὸ
διὰ τῶν τόπων τούτων , κακόν . Ἐν τοῖσι μὴ διαλείπουσι πυρετοῖσιν , ἢν τὰ μὲν ἔξω ψυχρὰ ᾖ ,
6205196 ἐπεφυκον
ἄπλαστοι : μεγάλη δὲ βίη καὶ χεῖρες ἄαπτοι ἐξ ὤμων ἐπέφυκον ἐπὶ στιβαροῖσι μέλεσσι . ] τῶν δ ' ἦν
ἄπλατοι : μεγάλη δὲ βίη καὶ χεῖρες ἄαπτοι ἐξ ὤμων ἐπέφυκον . δηλοῖ γὰρ ὅτι τῶν σωμάτων τὴν ῥώμην ἤσκουν
6122668 ἑστωσι
τῷ περικυλινδεῖσθαι . προστυγχάνοντα δ ' ἑκάστοτε ἑκάστοις , τοῖς ἑστῶσι μὲν διασχίζεται , τοῖς δ ' ἄλλοις ἐξ ἐναντίας
ἑστηκυῖαν , ὅτι ἐν μόνοις τοῖς εἰρημένοις πυθμενικοῖς ὅροις ὥσπερ ἑστῶσι καὶ πρωτοτύποις φαίνεται : ἐπὶ γὰρ τῆς ἀριθμητικῆς καὶ
6121824 Μηλιακον
Σπερχειὸς ποταμός . οὗτος γὰρ ἐξ Αἰνιάνων ῥέων εἰς τὸν Μηλιακὸν ἐμβάλλει κόλπον . . γάνος ] εὐφροσύνην . .
ἐν τῇ Ὀλυμπίᾳ ὕδωρ , Θετταλοῖς τε καὶ τοῖς περὶ Μηλιακὸν κόλπον Ἕλλησι τὰς ἐν Θερμοπύλαις κολυμβήθρας τοῖς νοσοῦσι παιωνίους
6112506 ἀμφιρυτης
δὲ καλὸς Ἀρχέστρατός φησι : κεστρέα δ ' Αἰγίνης ἐξ ἀμφιρύτης ἀγόραζε , ἀνδράσι τ ' ἀστείοισιν ὁμιλήσεις . Διοκλῆς
δὲ καλὸς Ἀρχέστρατός φησι : κεστρέα δ ' Αἰγίνης ἐξ ἀμφιρύτης ἀγόραζε . ὅτι δὲ εἶδος κεστρέων οἱ νήστις δῆλον
6105164 ἑωθινου
ἐστιν ὁ κέραμος μισθώσιμος ὁ τοῖς μαγείροις , εὐθὺς ἐξ ἑωθινοῦ ἕστηκεν ἐλθών : κἂν ἴδῃ μισθούμενον εἰς ἑστίασιν ,
γὰρ πρῶτα τῶν θεαμάτων ἄχρι τρίτης ἢ τετάρτης ὥρας ἐξ ἑωθινοῦ ταῦτα ἦν : Ἰουδαῖοι μαστιγούμενοι , κρεμάμενοι , τροχιζόμενοι
6101613 ἠρτημενοι
κεραῖαι . . . : ἐκ τῶν κεραιῶν δελφῖνες ἦσαν ἠρτημένοι μολίβδινοι ὥστε ἐμβάλλεσθαι ταῖς προσπλεούσαις πολεμίαις ναυσίν , οἳ
καὶ οὕτω πάντα τε καὶ πάντες ἀπὸ τοῦ θεοῦ εἰσιν ἠρτημένοι . διὸ πατὴρ μὲν πάντων ὁ θεός , δημιουργὸς
6100981 τευθιδων
γαλεῶν , πολυπόδων , σαργῶν , ἱππούρων , πομπίλων , τευθίδων , ἐγχελύων , ἐγγραυλῶν , πηλαμύδων , καὶ σκιαίνης
Ἀμβρακίᾳ παμπληθέας ὄψει . παρὰ δὲ Ἀλέξιδι μάγειρός φησι περὶ τευθίδων : τὰ πτερύγια αὐτῶν τεμών , στεατίου μικρὸν παραμίξας
6099006 παραδοσεων
νομιστέον διὰ τὸ συνεχὲς καὶ ὡς ἐπίπαν ὁμολογούμενον : τῶν παραδόσεων : τὰς δὲ τῶν μὴ τοῦτον τὸν τρόπον ἐφοδευθέντων
ἔτυχε καὶ τίνα οὔ . καὶ ἕνεκά γε τῶν τοιούτων παραδόσεων ἀναγκαίως εἰς σχολικὴν ἀντιβολὴν κατέστημεν , ἐκλεγόμενοι παρ '
6098632 ἀναδρομαι
τι ἐπεπόνθει καὶ ὁ Νουμηνίου υἱός . Ἐξ ὀσφύος ἀλγήματος ἀναδρομαὶ ἐς καρδίην , πυρετώδεες , φρικώδεες , ἀνεμέουσαι ὑδατώδεα
ἔτι τε ληθάργους καὶ δυσαισθησίας , ποιαί τινες συστάσεις καὶ ἀναδρομαὶ τῆς φλεγματώδους οὐσίας . συνεπιμίγνυνταί γε μὴν τὸ πλέον
6087847 ὀλυρων
δὲ τῶν κριθαμίνων ἀλεύρων χίλια ἀρτάβαι . χόνδρου δὲ ἐξ ὀλυρῶν πεποιημένου διακόσιαι ἀρτάβαι . παιπάλης ἐξ ἀλφίτων πεποιημένης ὡς
ἀρτάβας . σεμιδάλεως πεντακοσίας ἀρτάβας : χόνδρου τοῦ ἐκ τῶν ὀλυρῶν πεντακοσίας μάριας : κριθὰς τοῖς κτήνεσι δισμυρίας ἀρτάβας :
6069499 οἰσυας
τῶν θεῶν . ἀπὸ ταρροῦ : παρὰ Ἀττικοῖς τὰ ἐξ οἰσύας πλέγματα οὕτω καλεῖται . τοὺς γοῦν καλάθους τοὺς γεωργικοὺς
φαύλαις καὶ οἰσυΐναις ταῖς πολλαῖς : οἰσυΐναι , ἀσπίδες ἀπὸ οἰσύας κατεσκευασμέναι : οἰσύα γὰρ φυτὸν ἱμαντῶδες , ἐξ οὗ
6050793 ἐπλαζοντο
τραπεζᾶν ὤθεον , αὐτόματοι δ ' ἐξ ἀργυρέων κεράτων πίνοντες ἐπλάζοντο . Ξενοφῶν Ἀναβάσεως ζʹ : κατὰ τὸν Θρᾴκιον νόμον
ἧι πολλαὶ μὲν κόρσαι ἀναύχενες ἐβλάστησαν , γυμνοὶ δ ' ἐπλάζοντο βραχίονες εὔνιδες ὤμων , ὄμματά τ ' οἷα ἐπλανᾶτο
6043956 πεφυωτας
, τὸν δ ' ἐλαίης . ἢ στικτέον μετὰ τὸ πεφυῶτας , ἵνα ἐν τοῖς ἑξῆς λείπῃ τὸ ἦν ῥῆμα
. δοιοὺς δ ' ἄρ ' ὑπήλυθε θάμνους ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτας : ὁ μὲν φυλίης , ὁ δ ' ἐλαίης
6041806 ἐλαιοβραχη
εἴη τὸ μέροϲ , ξηράν , εἰ δὲ φλεγμαίνοι , ἐλαιοβραχῆ , ὑποβάλλοντα τῇ μαϲχάλῃ ἐπιδεϲμεῖν , διά τε ταύτηϲ
πρὸϲ τὴν ἄνω διαίρεϲιν διεκβάλωμεν καὶ περιϲπογγίϲαντεϲ τοὺϲ μώλωπαϲ ἔρια ἐλαιοβραχῆ διὰ τῆϲ τομῆϲ κάτω πρὸϲ τὸν δίδυμον ἐμβαλοῦμεν ἔξωθέν
6038953 τριχιδες
πάντα ὡς εὐωχουμένων τῶν μελλόντων ἐμβαίνειν εἰς τὰς ναῦς . τριχίδες δὲ εἶδος ἰχθύων , ἴσως οὓς καὶ ἡμεῖς καλοῦμεν
ἄμφω τὰ ὀνόματα . ἀπὸ μέντοι τριχῶν τριχίαι ἰχθύες καὶ τριχίδες , καὶ ὑστριχὶς ἡ μάστιξ , καὶ τριχοβρῶτες θηρίδιά
6033642 γονορροιας
δὲ καὶ ἄδιψον ἔδεσμα . τὸ δὲ σπέρμα πινόμενον ἐπέχει γονορροίας , ὅθεν καὶ τοῖς ὀνειρώττουσι δίδοται . Θύμα θερμαίνει
καθεκτικῆς δυνάμεως . Ἐπὶ τῆς μὲν οὖν ὑπὸ πλήθους γινομένης γονορροίας πάντων ἀπέχεσθαι σπουδάζειν τῶν πολλῶν τροφῶν καὶ μάλιστα τῶν
6031880 τεθηραμενων
τοῦ μέλους οὐκ ἂν ἔτι ἀποσταίη . , : Τῶν τεθηραμένων ἐλεφάντων ἰῶνται τὰ τραύματα οἱ Ἰνδοὶ τὸν τρόπον τοῦτον
ἦν δὲ ἄρα τῇ Ἀταλάντῃ στρωμνὴ μὲν αἱ δοραὶ τῶν τεθηραμένων , τροφὴ δὲ τὰ τούτων κρέα , ποτὸν δὲ
6028396 ἀμφιδεας
πλάστρα , μαλάκιον , βότρυς , χλίδωνα , περόνας , ἀμφιδέας , ὅρμους , πέδας , σφραγῖδας , ἁλύσεις ,
περιβραχιόνια , περὶ δὲ τοὺς καρποὺς περικάρπια καὶ ἐχίνους καὶ ἀμφιδέας καὶ ὄφεις καὶ ψέλια καὶ χλιδῶνας καὶ βουβάλια ,
6025243 λωποδυταις
ὅπερ ἑτέρῳ ὀνόματι λωποδυτεῖν εἰκότως ἂν λέγοιτο ; καὶ γὰρ λωποδύταις ἔθος ἀπαμπίσχουσι τὰς μὲν ἐσθῆτας ἀφαιρεῖσθαι , γυμνοὺς δὲ
ἐξομοιῶσαι καὶ βιάσασθαι πρὸς φύσιν . συνδιατρίβουσιν οὖν οἱ εἱρκτοφύλακες λωποδύταις , κλέπταις , τοιχωρύχοις , ὑβρισταῖς , βιαίοις ,
6022938 ἐρανων
φησί , τὰς τῶν φίλων εὐωχίας : ἡ γὰρ ἐξ ἐράνων εὐωχία καὶ δαπάνην ἐξκουσεύει καὶ πολλὴν ἀνάπαυσιν ἔχει .
τῶν ἐκκλησιῶν οὐ βουλευσάμενοι , ἀλλ ' ὥσπερ ἐκ τῶν ἐράνων , τὰ περιόντα νειμάμενοι . Ὅτι δ ' οὐ
6020333 πρεμνων
τε καὶ ὀσμύλους ἐκ τῶν κυμάτων προελθόντας καὶ διὰ τῶν πρέμνων ἀνερπύσαντας καὶ τοῖς κλάδοις περιπεσόντας καὶ ὀπωρίζοντας , καὶ
τοὺς μὲν ἄλλους τρόπους φύεται πάντας , ἀπὸ δὲ τῶν πρέμνων καὶ τῶν ξύλων οὐ φύεται : μηλέα δὲ καὶ
6019100 συγκυψαντες
ὦσιν , ἐκεῖ τούτοις οἷς ἡδυλογοῦσι μεγάλας ἀμυχὰς καταμύξαντες καὶ συγκύψαντες ἅπαντας γελῶσι . τὸ δὲ χαριτογλωσσεῖν Αἰσχύλος εἴρηκεν ἐν
κως ἕν τε γένοιτο τὸ Ἑλληνικὸν καὶ [ εἰ ] συγκύψαντες τὠυτὸ πρήσσοιεν πάντες , ὡς δεινῶν ἐπιόντων ὁμοίως πᾶσι
6014208 θρακιας
' ἀνέμων ἔτι πνέουσι τοῖς ἄλλοις ἐπιπίπτουσι μάλιστα ἀπαρκτίας , θρακίας , ἀργέστης . Ὅταν δὲ μὴ ὑπ ' ἀλλήλων
καικίας δὲ μόνος πνέων εἰς ἑαυτόν . Αἴθριοι δὲ μάλιστα θρακίας καὶ ἀργέστης καὶ τῶν λοιπῶν ἀπαρκτίας : ἐκνεφίαι δὲ
6006496 ὁρμωμενοις
καὶ λήψεις καὶ ἐμπορίας καὶ τοῖς περὶ λόγον ἢ παιδείαν ὁρμωμένοις φιλίας περιποιεῖ ἀγορασμούς τε κόσμου καὶ σωμάτων κοινωνίας τε
αὐτοὶ δ ' ἄλλοις ἐδίδοσαν καὶ φίλοις τοῖς ἀπὸ παιδείας ὁρμωμένοις μεγάλα : καὶ γὰρ ἀντείχοντο τῶν ἐκ τῆς στοᾶς
6003192 Κρητικας
, ἢ ὅτι οἱ ἄγαμοι γυμνοὶ ἐβάδιζον . Ἀμνισίδας : Κρητικάς . Ἀμνισὸς γὰρ ποταμὸς Κρήτης . ἐνδρομίδας : τὰ
ἐντεῦθεν εὐθὺς ἐπιφέρει τραγήματα ἡμῖν ὁ παῖς μετὰ δεῖπνον ἀκίδας Κρητικάς , ὥσπερ ἐρεβίνθους , δορατίων τε λείψανα κατεαγότ '
5997678 ἱππειων
σοφωτάτη ἐστὶ καὶ τοῖς ἐλευθέροις πρεπωδεστάτη . δεῖται δὲ ἄρα ἱππείων τριχῶν , τὰς χρόας καὶ λευκὰς καὶ μελαίνας καὶ
: ὁ ἀπὸ χαλκοῦ κατεσκευασμένος . Ἱππόδασυς : ὁ ἐξ ἱππείων τριχῶν δεδασυνιομένος . Θέρω : θερμαίνω . Μήδω :
5990646 ἐμπιδες
γυναῖκας ἀηδίας καὶ δυσαρεστήσεις φέρουσι . Κώνωπες καὶ αἱ λεγόμεναι ἐμπίδες καὶ εἴ τι ἄλλο ὅμοιον ἀνθρώπους ἐπιφοιτῆσαι τῷ ἰδόντι
τῶν σίμβλων πρασοκουρίδες , ἐκ δὲ τῶν ἀσκαρίδων αἱ λεγόμεναι ἐμπίδες . ἐκ δὲ τῶν συκίνων ἐρινεῶν γίνεται σκωλήκια ,
5990154 ἀντιπεπονθασιν
ἔχει ἤπερ πρὸς τὴν δευτέραν . Τῶν ἴσων στερεῶν παραλληλεπιπέδων ἀντιπεπόνθασιν αἱ βάσεις τοῖς ὕψεσιν : καὶ ὧν στερεῶν παραλληλεπιπέδων
αἱ βάσεις τοῖς ὕψεσιν : καὶ ὧν κώνων καὶ κυλίνδρων ἀντιπεπόνθασιν αἱ βάσεις τοῖς ὕψεσιν , ἴσοι εἰσὶν ἐκεῖνοι .
5989565 βεβασανισμενα
κεκτημένους , ὅθεν καὶ πανταχόσε καὶ δεῦρ ' ἐξήκει , βεβασανισμένα χρόνῳ μυριετεῖ τε καὶ ἀπείρῳ . διὸ θαρροῦντα χρὴ
ἐξειργασμένα , ἐξεσμένα , ἐξειλεγμένα , ἐξωρθωμένα , ἐπηνωρθωμένα , βεβασανισμένα , κεκριμένα . οὐκ ἄνευ φροντίδος , οὐκ ἔξω
5968850 ὁμαδοιο
κτυπέουσιν : αἱ δ ' ὑπὸ μαρμαρυγῆς ταχυήρεος ἠδ ' ὁμάδοιο φυζαλέαι θρώσκουσι , λίνου δ ' εἰς κόλπον ἵενται
νῆα συναρτύναντες ἔρεψαν : οἵη δὲ κλαγγὴ δῄου πέλει ἐξ ὁμάδοιο ἀνδρῶν κινυμένων , ὁπότε ξυνίωσι φάλαγγες τοίη ἄρ '
5953159 ἰαινομαι
ἰδὲ φρένας ἔνδον ἔοικας . Τῶ σοὶ ἐγὼ μέγα θυμὸν ἰαίνομαι : ἦ γὰρ ἔολπα σῇσιν ὑπαὶ παλάμῃσι καὶ ἔγχεϊ
καὶ βοτανῶν αὐτομάτως : ἢ ἐξ ἧς ἵενται . ἢ ἰαίνομαι , εἰ ἀνενήτις οὖσα . οὕτως ἐν Ὑπομνήματι εὗρον
5943597 βληχαι
. βληχαὶ ] βοαί . Ξ βληχαὶ ] φωναί . βληχαὶ ] ἄσημοι βοαί . θ βληχαὶ ] ἄσημοι βοαί
ἔδει εἰπεῖν πρὸς τὸ ἐπιμαστιδίων : ἐπήνεγκε δὲ πρὸς τὸ βληχαὶ αἵτινες τῶν νηπίων ἦσαν . θ Ξ ἀρτιτρεφεῖς ]
5936425 ἠσκημενα
' ἀνδρείας ὕπο κεῖται [ ] παρ ' οἴκοις νυμφικοῖς ἠσκημένα , οὐκ εἰς φυγὴν κλίνοντος , οὐ δειλουμένου [
. ὑποδήματα δὲ λευκοῦ δέρματος φορέουσι , περιττῶς καὶ ταῦτα ἠσκημένα : καὶ τὰ ἴχνη τῶν ὑποδημάτων αὐτοῖσι ποικίλα καὶ
5934910 σχαλιδες
κάμακες , δίκρα , κάλοι , ἱμάντες , κυνοῦχοι , σχαλίδες σχαλιδώματα , ξίφη , δόρατα , ἀκόντια , δρέπανα
προβόλια , ἄρκυες , ἐνόδια , δίκτυα , κυνοῦχος , σχαλίδες , στάλικες , σχαλιδώματα , ποδάγραι , ἁρπεδόναι .
5931693 Θηριμαχος
θυγατέρα Μεγάραν , ἐξ ἧς αὐτῷ παῖδες ἐγένοντο τρεῖς , Θηρίμαχος Κρεοντιάδης Δηικόων . τὴν δὲ νεωτέραν θυγατέρα Κρέων Ἰφικλεῖ
ταῦτα δὲ παραμυθησάμενος καὶ συντάξας ἦγεν αὐτοὺς ἐπὶ Μήθυμναν . Θηρίμαχος μέντοι , ὃς ἁρμοστὴς ἐτύγχανεν ὢν τῶν Λακεδαιμονίων ,
5928760 ὑπατοιο
Ἀργοῦς ἦγ ' ἅλαδε προτέρωσε . δέμας δέ οἱ ἐξ ὑπάτοιο κράατος ἀμφί τε νῶτα καὶ ἰξύας ἔστ ' ἐπὶ
, χρυσείαις φολίδεσσι διαυγέας : ἀμφὶ δὲ νώτοις κράατος ἐξ ὑπάτοιο καὶ αὐχένος ἔνθα καὶ ἔνθα κυάνεαι δονέοντο μετὰ πνοιῇσιν
5928032 γαλεων
σκάρου , κεφάλων , σηπιῶν , κοσσύφων , κιχλῶν , γαλεῶν , πολυπόδων , σαργῶν , ἱππούρων , πομπίλων ,
καὶ ἁπαλοῦ τυγχάνοντος : ἔστι γὰρ καὶ οὗτος τοῦ τῶν γαλεῶν γένους . σκορπιοί τε καὶ τραχοῦροι ὄρφοι τε καὶ
5926750 παρεκελευσαμην
ἀρχὴ καὶ φιλία . δι ' ἃ πάντα θαρρεῖν αὐτῷ παρεκελευσάμην ὡς οὐ μόνον τῆς μητρός , ἀλλὰ καὶ τοῦ
σὺ δὲ τῶν παρὰ ταύτης τιμῶν ἀπολαύσῃς , προθυμότερόν σοι παρεκελευσάμην . καὶ γὰρ οὐδ ' ἐπὶ σοὶ νομίζω γενήσεσθαι
5908793 κρηπιδες
πρὸς ὑμᾶς ἐσώθην ἀπὸ τοῦ ὄχλου καὶ τῶν ἁρμάτων . κρηπῖδες : πανταχοῦ κεκρηπιδωμένοι ἄνδρες : λέγει δὲ τοὺς ἐν
εἴδη βασιλίδες : ἐφόρει δὲ αὐτὰς ὁ βασιλεὺς Ἀθήνησιν . κρηπῖδες : τὸ μὲν φόρημα στρατιωτικόν , ἔνιοι δ '
5906562 κατασκηνωσεις
εὑρηκέναι ἐκεῖ δάφνην . Ἀκροπόλεις δὲ ἐκάλουν οἱ παλαιοὶ τὰς κατασκηνώσεις τῶν βασιλέων , ὡς διὰ τὴν ἀσφάλειαν ἐν ταῖς
σωρεύσας τεῖχος ἀξιόλογον ᾠκοδόμησε . προσέταξε δὲ τοῖς μὲν πεζοῖς κατασκηνώσεις ἑκάστῳ δύο στιβάδας πενταπήχεις ἐχούσας οἰκοδομῆσαι , τοῖς δ
5902510 φωνηεντες
πήχει αἰθέρος : ὀφθαλμῶν δ ' ἐξέθορον πυκινοὶ παῖδες , φωνήεντες ὅταν πέσῃ ἄλλος ἐπ ' ἄλλῳ , πρὶν δὲ
' οὐδὲ φωνὴν ἔτι ἀφιᾶσιν . ἐὰν δὲ ἀφεθῶσι , φωνήεντες πάλιν γίγνονται . μνημονεύει αὐτῶν Ἱππῶναξ οὕτως οὐδ '
5896775 μηχανημασι
εἰς νόσον πεσὼν ἀθυμεῖς , καὶ οὐκ ἔχεις εὑρεῖν ποίοις μηχανήμασι σεαυτὸν θεραπεύσεις . . ἀεικὲς ] ἀπρεπὲς καὶ ἀνάρμοστον
. θηρᾶται δ ' ἥκιστα μὲν ὁ τέλειος πλέγμασιν ἀλλὰ μηχανήμασι καὶ σοφίσμασιν , οἱ δὲ σκύμνοι τῶν γονέων ,
5896282 εὐχρηστων
καὶ ποταμῶν πλήρεις ἀνα - βάσεις , ἔτι δὲ τῶν εὐχρήστων ζῴων καὶ τῶν τῆς γῆς καρπῶν μάλιστα δαψίλειαν καὶ
τὸ ἐφ ' ἑαυτοῖς ἀγαθῶν τέ εἰσιν αἴτιοι καὶ τῶν εὐχρήστων , ἡμεῖς δέ ἐσμεν οἱ τὰς εὐεργεσίας αὐτῶν οὐ
5891485 αὐξομενων
τεμνομένων μειούμενοι μεγαλωνυμώτερον ἀεί , τῶν δὲ ἐπ ' ἄπειρον αὐξομένων ἔμπαλιν μεγεθυνόμενοι . τινὲς δὲ ὡρίσαντο μονάδα εἰδῶν εἶδος
διαφερόντως , ἅτε καὶ τῶν πλημμυρίδων καὶ τῶν ἀμπώτεων ἐνταῦθα αὐξομένων , ἃς εἰκὸς αἰτίας εἶναι καὶ τοῦ πλήθους καὶ
5888442 ἀγλιθες
κλήματι . νέον δέ φησι τὸ ὄμφακας ἔχον . * ἀγλῖθες : αἱ τῶν σκορόδων κεφαλαί * κορίοιο : τοῦ
ἤρκεσε ] ἐβοήθησε καὶ εὐάγλις : καλὰς ἀγλῖθας ἔχουσα , ἀγλῖθες δὲ οἱ κόκκοι , ἐξ ὧν αἱ κεφαλαὶ τῶν
5883382 ὠτειλαι
οὖρα δὲ ἀφίησιν ὕφαιμα ἡ κύστις . εἰ δὲ καὶ ὠτειλαί εἰσί τινες παλαιαὶ περὶ τὸ σῶμα , ῥήγνυνται καὶ
τῶν πληγέντων ὑπὸ αἱμορροΐδος ῥήγνυσθαι καὶ τὰς οὐλάς . * ὠτειλαί : ἤτοι οἱ τύποι οἱ δηχθέντος αὐτόματα τραύματα .
5875205 Ἀλαζωνων
Ἁλιζώνων ἔθνος . . . ὁ δὲ Παλαίφατός φησιν ἐξ Ἀλαζώνων τῶν ἐν τῆι Ἀλόπηι οἰκούντων , νῦν δὲ Ζελείαι
συντηρουμένοις . . . Οἱ μὲν μεταγράφουσιν Ἁλιζώνων Ὀλιζώνων ἢ Ἀλαζώνων , οἱ δ ' Ἀμαζώνων ποιοῦντες , τὸ δ
5861423 πιπιζειν
καὶ τέττιγας τερετίζειν , καὶ μελίττας βομβεῖν , καὶ ἔποπας πιπίζειν , καὶ γλαῦκας ἰύζειν , καὶ μελεαγρίδας κακκάζειν ,
τοῦ καθάπτεσθαι τῶν σμωμένων . ὁ Σύμμαχός φησι παρὰ τὸ πιπίζειν τὸν οἶνον . ἐγὼ δὲ οὐχ ὁρῶ τὸ πιπίζειν
5849545 ἀαπτοι
ἀνέρα τόνδ [ ' ] οὗπέρ τε μένος καὶ χεῖρες ἄαπτοι [ ἀτρεκέως ] πεφύασιν ἀπ ' ἀκαμάτοιο σιδήρου .
οἶος ἐπίστηται πολεμίζειν ἡμέτερος θεράπων , ἦ οἱ τότε χεῖρες ἄαπτοι μαίνονθ ' , ὁππότ ' ἐγώ περ ἴω μετὰ
5846246 πετασους
ἐπὶ δὲ πάντων τούτων ἀναβεβήκει παιδία χιτώνας ἔχοντα ἡνιοχικοὺς καὶ πετάσους . παραναβεβήκει δὲ καὶ παιδισκάρια διεσκευασμένα πελταρίοις καὶ χρυσολόγχαις
δὲ πάντων τούτων ἀναβεβήκει παιδάρια , χιτῶνας ἔχοντα ἡνιοχικοὺς καὶ πετάσους . Παραναβεβήκει δὲ παιδισκάρια , διεσκευασμένα πελταρίοις καὶ θυρσολόγχοις
5844337 στακτοις
πολλὰ κατὰ μικρόν . Διυλίζεται τὸ ὕδωρ τὸ μὲν τοῖς στακτοῖς λεγομένοις , καθάπερ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ : διυλίζεται δὲ καὶ
. . ὑφαίνειν : Ὑφαντὴς εἶναι . . μύροισι μυρίσαι στακτοῖς : Τοῖς ὑγροῖς καὶ χρισίμοις , πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῶν
5843785 Λερνος
καὶ πολυαν - δρότατον , τὰς Μυκήνας : ὁ δὲ Λέρνος οὐκ ἤθελεν αὐτῷ ὑποτετάχθαι . ἐπολέμουν οὖν αὐτῷ διὰ
ἐπειδὰν ἀνδρεῖος ἦν ὁ προανῃρημένος : ἐπεὶ δὲ συνείχετο ὁ Λέρνος ὑπὸ Ἡρακλέους τῷ πολέμῳ , μισθοῦται ὀθνεῖον στρατόν :
5842425 Ἐνετης
κολωνούς : ὄρη . τοῖσίν τ ' Ἐνετήιος : ἀπὸ Ἐνέτης πόλεως Παφλαγόνων . Ὅμηρος : ἐξ Ἐνετῶν , ὅθεν
κολωνούς : ὄρη . τοῖσίν τ ' Ἐνετήιος : ἀπὸ Ἐνέτης πόλεως Παφλαγόνων . Ὅμηρος : ἐξ Ἐνετῶν , ὅθεν
5842019 αἰπολοις
μὴ τυχών , καὶ μανίαν ἐμβάλλει τοῖς ποιμέσι καὶ τοῖς αἰπόλοις . Οἱ δὲ ὥσπερ κύνες ἢ λύκοι διασπῶσιν αὐτὴν
ἥλιον ἀνίσχοντα ἐκ νυκτός , ἃ καὶ ποιμέσιν ἤδη καὶ αἰπόλοις ἐστὶ δῆλα , ὅπη δὲ τὸ θεῖον ἐπιμελεῖται τοῦ
5839071 στειβον
? ! ? ! ! ! [ ἀργυροδίνεω ] ἠέριαι στεῖβον ? ? ? [ ἐέρσην ] ? ? ἄνθεα
στεῖβον ἐπάτουν , ἀφ ' οὗ καὶ στιβεύς : “ στεῖβον δ ' ἐν βόθροισι . ” στέφανος . ἐπὶ
5835180 ἀλλαντων
κατὰ τοῦ λάρυγγος τοῖς νεκροῖς . φυσκαὶ δὲ καὶ ζέοντες ἀλλάντων τόμοι παρὰ τοῖς ποτάμοις σίζοντες ἐκέχυντ ' ἀντ '
κατὰ τοῦ λάρυγγος τοῖς νεκροῖς . φύσκαι δὲ καὶ ζέοντες ἀλλάντων τόμοι παρὰ τοῖς ποταμοῖς σίζοντ ' ἐκέχυτ ' ἀντ
5827668 συριττειν
ἐκβάλοιεν , ἐφ ' οὗ καὶ τὸ κλώζειν καὶ τὸ συρίττειν . ἐκαλεῖτο δέ τι καὶ βουλευτικὸν μέρος τοῦ θεάτρου
διαφυάς , ἀλλήλοις τε κηρῷ μαλθακῷ συναρτήσας , μέχρι νυκτὸς συρίττειν ἐμελέτα : καί ποτε δὲ ἐκοινώνουν γάλακτος καὶ οἴνου
5823019 μικτοις
ἐν ἀμφοτέροις δέ , φησίν , τοῖς ἁπλοῖς καὶ τοῖς μικτοῖς , καὶ ἁπλοῖς διχῶς , ἢ ἐξ ὑπαρχουσῶν ἢ
οὖσα ἡ ψυχὴ οὐ ποιεῖ ζῶον , ἐν δὲ τοῖς μικτοῖς ποιεῖ , καὶ ταῦτα βελτίων εἶναι ἐν τούτοις δοκοῦσα
5820212 Ἀνεῳγμεναι
ἐπὶ τῶν ἀχαρίστων . ἥδε ἡ παροιμία τῶν ἠθικῶν . Ἀνεῳγμέναι Μουσῶν θύραι : ἐπὶ τῶν ἐξ ἑτοίμου τὰ τῶν
Αὐτόματοι δ ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτ ' ἴασιν . Ἀνεῳγμέναι Μουσῶν θύραι . Ἀρχὴ ἄνδρα δείκνυσιν . Ἁλῶν δὲ
5815729 πεταλωδεις
τῶν ὀροβοειδῶν φθάσαντες ἐξεθέμεθα . Τάς γε μὴν τῶν ὑποστάσεων πεταλώδεις μαθεῖν ἔστι γινομένας , ὁπόταν καὶ στερεῶν αὐτῶν ὁ
ἔφασκον χρώματα . αἵ γε μὴν ὀροβοειδεῖς καὶ πιτυρώδεις , πεταλώδεις τε καὶ κριμνώδεις τῶν ὑποστάσεων , σαρκῶν τε καὶ
5815709 συμφυων
' ὀργάνων σωματικῶν ἡ γνῶσις : διὰ γὰρ τούτων οἷον συμφυῶν ἢ συνεχῶν ὄντων οἷον εἰς ἕν πως πρὸς αὐτὰ
χώραν ὁ μὲν ἐλάχιστος ἀριθμὸς ὀκτώ , διαχωριζομένων δὲ τῶν συμφυῶν μυῶν , ὁ πλεῖστος δέκα , μέσος δ '
5809997 ἐχεαν
ἀλεξιφάρμακοι . αἱ φαρμακώδεις πόσεις , φησί , τὰς ἀκαθαρσίας ἔχεαν ὁμοίας τοῖς ᾠοῖς , οἷα ἡ νομὰς ὄρνις ἐκβάλλει
ἐν πυρὶ κηλέῳ , ἐν δ ' ἄρ ' ὕδωρ ἔχεαν , ὑπὸ δὲ ξύλα δαῖον ἑλόντες . γάστρην μὲν
5808174 χρησιμοις
δὲ λευκά , πολλαὶ δὲ σκηναὶ χρυσαῖ κατεσκευασμέναι πᾶσι τοῖς χρησίμοις , πολλαὶ δὲ καὶ ξυστίδες καὶ κλῖναι πολυτελεῖς ;
' ἐν ταῖς ἐξουσίαις οὐ τοῖς αὐτοῖς χρῶνται φίλοις ὡς χρησίμοις καὶ ὡς ἡδέσιν . ἄλλοι γάρ εἰσιν αὐτοῖς χρήσιμοι
5799589 διαιτωμενοις
, οὔ φημι δὲ συμφέρειν αὐτὴν τοῖς κατὰ τὸ προστυχὸν διαιτωμένοις , ἀλλὰ μόνοις τοῖς ἀκριβῶς βιοῦσι καὶ πόνοις καὶ
μηδὲ δυσεύρετα εἴη : ὥστε καὶ τὸ εὐωχεῖσθαι τοῖς κοσμίως διαιτωμένοις ἀνετίθει . Οὕτω δὲ Σωκράτης ἦν ἐν παντὶ πράγματι
5798963 ἐμβαδες
. ἐδέατρος δὲ ὁ προγεύστης , παρὰ τὰ ἐδέσματα . ἐμβάδες καὶ ἐμβάται διαφέρει . ἐμβάδες μὲν γὰρ τὰ κωμικὰ
ἔνιοι δ ' αὐτὰς τῶν ποιητῶν καὶ ἁρπίδας ὠνόμασαν . ἐμβάδες : εὐτελὲς μὲν τὸ ὑπόδημα , Θρᾴκιον δὲ τὸ
5794415 οἰσυα
γοῦν ἐξ αὐτοῦ κατασκευασθέντα διὰ τοῦ η , ὀξύη : οἰσύα : κωδύα τῆς μήκωνος ἡ κεφαλή : καρύα :
ὄνειρος . οἴσυον : οὐδετέρως . οἱ δὲ θηλυκῶς λέγοντες οἰσύα διαμαρτάνουσιν . σημαίνει δὲ ῥάβδους ἑλώδεις . οὐκοῦν :
5793188 ἐκαθημην
. καί ποτε θέρος μὲν ἦν καὶ μεσημβρία , καὶ ἐκαθήμην ὑφ ' ᾧπερ εἰώθειν κίονι , τῷ Δημοσθένει προσκείμενος
ἀγοραίων δέ τινα μεταστήσας ἄλλοσε τῆς συνοικίας καταβὰς αὐτὸς ἐκεῖσε ἐκαθήμην ψαύων τῆς ἀγορᾶς , καὶ ἔδρασέ τι τὸ χωρίον
5785981 μαγειρικων
ὅτι καὶ οἱ καλούμενοι τῶν ἀμπέλων ἐπίτραγοι . τῶν δὲ μαγειρικῶν καὶ ἐλεόν , ξάνιον , ἐπίξηνον , τράπεζα μαγειρική
καὶ ἐν τῷ Γήραι ὁ αὐτὸς ποιητὴς εἴρηκεν κοπίδι τῶν μαγειρικῶν . ἐκ δὲ τούτων καὶ τυρόκνηστις , ἣν καὶ
5785442 πλαστρα
παρὰ τοῖς κωμῳδοῖς καὶ ἐγκλαστρίδια καὶ στροβίλια καὶ βοτρύδια καὶ πλάστρα καὶ καρυάτιδες καὶ ἱπποκάμπια καὶ κενταυρίδες καὶ ἔντροφον καὶ
λέγεις ταυτί ; τί δαί ; διόπας , διάλιθον , πλάστρα , μαλάκιον , βότρυς , χλίδωνα , περόνας ,
5780458 Δελφικοι
μέσον δὲ τῶν ἄντρων νύμφαι ἐλείφθησαν , ἐν αἷς ἔκειντο Δελφικοὶ χρυσοῖ τρίποδες ὑποστήματ ' ἔχοντες . κατὰ δὲ τὸν
. ἐπόμπευσαν δὲ καὶ θυμιατήρια χρυσᾶ καὶ ἐσχάραι ἐπίχρυσοι καὶ Δελφικοὶ τρίποδες καὶ φοίνικες ἐπίχρυσοι ὀκταπήχεις καὶ κεραυνὸς ἐπίχρυσος πηχῶν
5779844 ψαλιδες
ἐξ ὀπτῆς πλίνθου καὶ ἀσφάλτου κατεσκευασμένοι καὶ αὐτοὶ καὶ αἱ ψαλίδες καὶ τὰ καμαρώματα . ἡ δ ' ἀνωτάτω στέγη
. καὶ ἐν ἄλλοις ὀργάνοις χάριν τῆς αὐτῆς χρείας παρελήφθησαν ψαλίδες : ἐν δέ τισιν ὀργάνοις πρὸς ἀσφαλῆ συμπηγίαν σκελῶν
5779843 νεβριδας
τελουμένων , αὕτη κιθάρας ἀναδίδωσι ἦχον : οἱ δὲ ἐγχώριοι νεβρίδας περιβεβλημένοι καὶ θύρσους κρατοῦντες , ὕμνον ᾄδουσιν : Καὶ
θερμοὶ ἔτι καὶ τὰ τύμπανα ἀψοφητὶ κείμενα , καὶ τὰς νεβρίδας ὁ ζέφυρος οἷον αἴρει ἀπὸ τῆς γῆς , ὄφεις
5778185 κιτρινον
, οἷόν ἐστι τὰ διὰ τῶν σπυράθων αἰγῶν καὶ τὸ κίτρινον , ὥστε καὶ τὴν ἐπιφάνειαν ἀμύσασθαι : ἐπὶ τούτοις
τῶν μαλακτικῶν φαρμάκων : οἷόν ἐστιν ἡ κωφὴ καὶ τὸ κίτρινον . Οἴδημά ἐστιν ὄγκος ἀνώδυνος , ὅταν πήξῃς ἐν
5773254 Πυρετος
χρόνῳ ὕστερον κατεκλίθη : ᾤκει πλησίον τῆς ἄνω ἀγωγῆς . Πυρετὸς ἔλαβε καυσώδης , ὀξύς : ἔμετοι τὸ κατ '
τὰ μάλιστα ἐξεργαζόμενα τῶν νουσημάτων πλευρῖτίς τε καὶ περιπλευμονίη . Πυρετὸς δὲ ἀπὸ τῶνδε γίνεται : ὁκόταν χολὴ ἢ φλέγμα
5770990 ὀλυρας
τὰ πόπανα καὶ τὰ προθύματα . προθύματα δὲ ἤτοι τὰς ὀλύρας , παρὰ τὸ προθύεσθαι τῶν ἱερείων ἢ κριθὰς ἢ
. ὡς Ὅμηρος : ἵπποι δὲ κρῖ λευκὸν ἐρεπτόμενοι καὶ ὀλύρας . νῦν δὲ ἀντὶ τοῦ ἔρεφον ἔλαβε , τουτέστιν
5768164 Περσικαι
καὶ Ἀλέξανδρον Μακεδόνες : τῆς δὲ κολακείας τὰ ἔργα ἀναξυρίδες Περσικαί , καὶ προσκυνήσεις βαρβαρικαί , καὶ λήθη τοῦ Ἡρακλέως
εἰς τὸν κηρὸν αὐτῆς τὼ πόδε , κᾆτα ψυχείσῃ περιέφυσαν Περσικαί . ταύτας ὑπολύσας ἀνεμέτρει τὸ χωρίον . ὦ Ζεῦ
5766809 Οὐρα
γίνονται , καὶ τὸ διάλειμμα φαυλότερον τῶν ἄλλων ἐστίν . Οὖρα δὲ λευκὰ καὶ λεπτὰ , ἢ παχέα καὶ θολερὰ
, ἀκρήτοισι , λεπτοῖσι , δακνώδεσι , πυκνὰ ἀνίσταντο . Οὖρα δὲ ἦν λεπτὰ καὶ ἄχροα , καὶ ἄπεπτα ,
5761050 ἀργυρεων
ἀγαθοῦ καὶ σώφρονος ἀνδρός , ὃς κυλίκων ἔσχεν πλῆθος ἀπειρέσιον ἀργυρέων χρυσοῦ τε καὶ ἠλέκτροιο φαεινοῦ , τῶν προτέρων πάντων
λάβοις χρύσεα πτερὰ καί σευ ἀπ ' ὤμων τείνοιτ ' ἀργυρέων ἰοδόκος φαρέτρη καὶ σταίης παρ ' Ἔρωτα , φίλ
5759342 συγκειμενοι
, ὑσσώπου , σιλφίου , λιγυστικοῦ , καὶ σελίνου σπέρμα συγκείμενοι . πῶμα δὲ μετὰ πᾶσαν τροφὴν διδόναι ὅσον ἐς
οὗ ἕνεκα τέθειται . ἀλλὰ καὶ οἱ ὁρισμοὶ ἐξ ὀνομάτων συγκείμενοι ἀσήμαντοι ἔσονται : καὶ οὔτε ὀνόματα οὔτε ὅροι οἱ
5757402 ἀελπτου
αὐτοὺς συναγαγὼν ἀπῆρεν ἐς τὸ πρόσω . οὕτω μὲν ἐξ ἀέλπτου τότε ὁ Ἀννίβας αὐτός τε περιῆν καὶ τὸν στρατὸν
καὶ ἀπειρίαν ὁδῶν καὶ ἵππων ἀνομοιότητα . ὧδε μὲν ἐξ ἀέλπτου στρατὸν ἀπογιγνώσκοντα αὑτοῦ περιέσωσε , καὶ τὸ στρατήγημα τόδε
5757359 πλοκαμιδας
περὶ θυμὸν ἀπείριτον ἵκετο θάμβος . μέλψαι δὲ μνήσειας ἀειθαλέας πλοκαμῖδας , οἵαις κυδιόωσαν ἀπ ' ὀλβίστων σε λοετρῶν φαιδρὴν
χειμῶνος ἐν γυναικείοις ὑποδήμασι διετέλουν περιπατοῦντες κόμας τε ἔτρεφον καὶ πλοκαμῖδας ἔχειν ἤσκουν , διειλημμένοι τὰς κεφαλὰς διαδήμασι μηλίνοις καὶ
5757033 μελασιν
μέλανος τούτοις : εἰσὶ δὲ καὶ αἱματώδεις κέγχροι ἐν τοῖς μέλασιν . ἄλλοι δὲ κεγχρωτὰ μὲν οὐ φέρουσι τὰ εἴδη
ἑαυτὸν ὡς λέγουσιν ἐτελεύτησεν . ἀνήγετο μὲν γὰρ ἡ ναῦς μέλασιν ἱστίοις ἡ τοὺς παῖδας φέρουσα ἐς Κρήτην , Θησεὺς
5756764 συνηκολουθει
οἱ παῖδες τὴν ὗν ἄγοντες μετὰ γέλωτος καὶ παιδιᾶς . συνηκολούθει δὲ ἡ μήτηρ τοῦ νεανίσκου καὶ ἀδελφοὶ δύο παιδάρια
δὲ γηγενής ] βουκόλος δὲ ἀπηνὴς καὶ ἀνήμερος ὡμάρτει καὶ συνηκολούθει μοι ἐν πυκνοῖς ὀφθαλμοῖς , δεδορκὼς καὶ ἐπιτηρῶν καὶ

Back