λυπῶν καθόσον δύναται , λογιζομένη ὅτι , ἐπειδάν τις σφόδρα ἡσθῇ ἢ λυπηθῇ ἢ φοβηθῇ ἢ ἐπιθυμήσῃ , οὐδὲν τοσοῦτον
ῥίζαις αὐταῖς ἐξέτεμε συζυγίαν , ἵνα μηδ ' ἐκ τύχης ἡσθῇ ποτε ἢ ἐπιθυμήσῃ τινὸς ἡδέος , τὴν δὲ τοῦ
6166695 λυπηθῃ
τοῦ Διός . μήποτ ' ] ἵνα . ἀχθεσθῇ ] λυπηθῇ . . στέλλου , κομίζου ] πορεύου εἰς τὸν
σφοδρά , τί ἂν ποιήσει ; ὁμοίως δὲ καὶ εἰ λυπηθῇ σφοδρῶς διὰ τὸ στερηθῆναι ἄρτου πέντε ἡμέρας , πάντως
6025709 λυπων
δόξῃ τῇ θεῶν ἔρημα εἶναι πάντα ἀκράτειαί τε ἡδονῶν καὶ λυπῶν προσπέσωσι , μνῆμαί τε ἰσχυραὶ καὶ μαθήσεις ὀξεῖαι παρῶσι
ἠδυνάμην , οὔτε κοινῇ τὸν δῆμον ἀδικῶν οὔτ ' ἰδίᾳ λυπῶν οὐδένα τῶν ἐν τῇ πόλει , πειρώμενος δ '
5825159 ἐπιθυμησῃ
. Τίς ἄρα λῃστὴς οὕτως ἐρωτικός , ἵνα καὶ νεκρᾶς ἐπιθυμήσῃ σου ; ἵνα καὶ τὸ σῶμα ἀφέληται ; Ἀπεστερήθην
οὐ Σκύθαι εἰσὶ οἱ ποιεῦντες ἀλλὰ Μασσαγέται . Τῆς γὰρ ἐπιθυμήσῃ γυναικὸς Μασσαγέτης ἀνήρ , τὸν φαρετρεῶνα ἀποκρεμάσας πρὸ τῆς
5604702 ἀλγηδονων
, τῷ δὲ τιμωρίας ἐκπορίζοντες , ἵν ' ἡδονῶν καὶ ἀλγηδόνων ἐπὶ πλεῖστον ἀντιλαμβάνεσθαι δυνάμενος ἐν αἰσθήσει κακῶν ἀργαλεωτέρων διαφθείρηται
δ ' ὡς ἀληθῶς εἶναι τὸν βραδὺν καὶ μετ ' ἀλγηδόνων , οὐκ ἐν τῷ τεθνάναι τὸ φοβερὸν ἀλλ '
5587574 ἐκλυσις
δὲ καὶ λαγῶνες πηδῶσιν , ἐνίαις δὲ καὶ καρδιαλγία καὶ ἔκλυσις ἐπιγίνεται μεθ ' ἡδονῆς τινος . Δηλώσει δὲ οὐ
, μελάνων ὑπὸ ἐλλεβόρου , καθάρσιες , πονηραί : καὶ ἔκλυσις δὲ μετὰ τοιούτων , κακόν . Ἀπὸ ἐλλεβόρου ἐμέσαι
5416431 ἐγρηγορσεως
ἡ πρώτη βίβλος : ἡ δὲ δευτέρα * * περὶ ἐγρηγόρσεως ἀσπασμάτων κόσμου παντὸς ἀνδρείου καὶ γυναικείου ἀέρος καὶ τῶν
προσηκόντως ἐδικαίωσεν ὁ νόμος τὰς εὐχαριστίας διακληρῶσαι , ὑπὲρ μὲν ἐγρηγόρσεως διὰ τῶν προσαγομένων ἱερείων , ὑπὲρ δὲ ὕπνου καὶ
5394675 φαρμακειαις
ἐπηρτημένα : παροξύνεται δ ' ἐν ταῖς χειραψίαις καὶ ταῖς φαρμακείαις . Παρὰ δὲ τὸν τόπον , ἢ κατὰ τὰ
τῇ διαίτῃ παθῶν καὶ εἰς τὸν περὶ τῶν χειρουργίαις καὶ φαρμακείαις . τὸν μὲν οὖν φυσικὸν ἄχρηστον ὄντα πρὸς τὸ
5328380 αἱμοπτυϊκων
πυρετῶν συνεχῶν καὶ ἡμιτριταϊκῶν καὶ αἰφνιδίων πληγῶν καὶ νεφριτικῶν καὶ αἱμοπτυϊκῶν καὶ αἱμορραγίας καὶ ἐκτρωσμῶν καὶ ἐρυσιπελάτων , ὀλέθρων καὶ
θηρίων δηγμάτων ἢ καὶ δορυαλώσεων , δυτικὸς δὲ δι ' αἱμοπτυϊκῶν , ὁ δὲ Ζεὺς κεκακωμένος οὕτως ἐξ οἰνοποσίας ποιεῖ
5281535 σπληνος
, ὃ κέκληται χοληδόχος κύστις . καὶ τὰ μὲν τοῦ σπληνὸς περιττώματα χολὴν μέλαιναν εἰώθαμεν καλεῖν , αὐτὸ δὲ τὸ
ὑπὸ τούτων [ ἢ ἐκεῖνοι ] ἐνοχλούμενος ἢ χαλεπώτερον ἀνθρώπῳ σπληνὸς ἀνέχεσθαι οἰδοῦντος καὶ διεφθαρμένου ὀδόντος ἢ ψυχῆς ἄφρονος καὶ
5278483 ἀπουσιᾳ
ἐνδεὲς ἐλλείψει ἐνδεές : ἀλλ ' εἰ μὲν τοῦ ἀγαθοῦ ἀπουσίᾳ ἐνδεῖ τὸ ἀγαθόν , οὐκ ἦν ἀγαθόν , ὁπότε
καὶ ὁ κρατῶν περιέσται , τί ἄλλο ἢ τῇ αὐτῇ ἀπουσίᾳ τοῖς μὲν οὐκ ἠμύνατε σωθῆναι , τοὺς δὲ οὐκ
5274075 νοσων
οὐσίας τῶν ἀνθρώπων διαφθείρειν καὶ τὰ σώματα . τῶν γὰρ νόσων τῶν πλείστων ἐξ ὠμότητος γινομένων , αὐτὴν ταύτην ἐκ
χολὴν καὶ αἷμα καὶ φλέγμα , ἀρχὴν δὲ γίνεσθαι τῶν νόσων ταῦτα : ἀποτελεῖσθαι δέ φησιν τὸ μὲν αἷμα παχὺ
5246820 ἀκρασια
μὴ ἁλίσκονται . κακία μὲν οὖν ἁπλῶς οὐκ ἔστιν ἡ ἀκρασία , ἀλλά πῃ ἴσως , διὰ τὸ μὴ ὅλην
δύνει . Εὐκτήμονι καὶ Δοσιθέῳ χειμὼν καὶ ὑετία . Καίσαρι ἀκρασία ἀέρος . κϚʹ . ὡρῶν ιγ ∠ ʹ :
5237880 βορβορυγμος
ἡ φάρυγξ ἐκελάρυζε , καὶ πολὺς ἐν τῷ στόματι ἦν βορβορυγμός . , . . Κῶλα ἡ δὲ κάμηλος ὑφῆκε
καὶ πίομαι . φεῦ , τί τοῦτο ; πολὺς ὁ βορβορυγμός . ἐγγαστρίμυθόν τινα ἔοικα πεπωκέναι . Ἄρξαι δὴ ἐμεῖν
5237542 ὀφθαλμιᾳ
παλαιούμενα κρείσσω γίνεται . Ἁρμόζει [ μὲν ] ἀρχομένῃ μὲν ὀφθαλμίᾳ , καὶ μάλιστα θέρους , τὰ διὰ γλαυκίου καὶ
. Μόνη δὲ ἄσβεστος οἰκονομηθεῖσα ἰᾶται τὸ πάθος : καὶ ὀφθαλμίᾳ μὲν πολλάκις ποικίλη προσφερομένη πραγματεία οἶδε καὶ βλάψαι .
5236514 καταρχη
καὶ καλοὺς εἰς βουλάς τε : συμβάλλεται δ ' ἡ καταρχὴ εἰς προβολὴν ἀκάκων ἀνδρῶν καὶ μᾶλλον θαυμαστῶν καὶ ταπεινῶν
ἑλκύσωσιν , τοῦ δὲ πλέοντος ἐν τῇ νηῒ ἑκάστου ἡ καταρχὴ τότε ἐστὶν ἡνίκα τὸν πόδα εἴσω τῆς νηὸς θήσει
5235914 λυπη
ἡδύ , ἥδεσθαι : ἐπιθυμία , ἐπιθυμητόν , ἐπιθυμεῖν : λύπη , λυπηρόν , λυπεῖσθαι : φόβος , φοβερόν ,
καθὸ ἐνεμπόδισεν αὐτὸν νοῆσαι τὸ θεώρημα . εἰ οὖν ἡ λύπη κακὸν καὶ φευκτόν , τῷ δὲ φευκτῷ καθὸ φευκτόν
5223380 ἀκρατειαν
χεῖρας καὶ τὰ σκέλη , κακόν ἐστι : δηλοῖ γὰρ ἀκράτειαν καὶ ἀσθένειαν τῆς στηριζούσης καὶ κρατυνούσης τὸ σῶμα συνεκτικῆς
τὴν γυναῖκα , ἀσέβειάν τε αὐτοῦ λέγων ἀδικίαν τε καὶ ἀκράτειαν , ὥστε τὸν Ἀράσπαν πολλὰ μὲν δακρύειν ὑπὸ λύπης
5182952 ὑποχονδριοισιν
πύου οὐ διασημαίνει . Τὰ δὲ πρόσφατα τῶν ἐν τοῖσιν ὑποχονδρίοισιν ἐπαρμάτων , ἢν μὴ σὺν φλεγμονῇ ᾖ , καὶ
Ἢν δὲ χρονίσωσιν αἱ μῆτραι πρὸς τῷ ἥπατι καὶ τοῖσιν ὑποχονδρίοισιν , ἀποπνίγεται ἡ γυνή . Ἔστι δ ' ὅτε
5156310 ἐκκρουεται
γὰρ τὸ πλοῖόν , φησι , τῇ βίᾳ τοῦ ἀνέμου ἐκκρούεται , ἤγουν ἀποπέμπεται ἔξω τῆς εὐθείας ὁδοῦ καὶ πλάγιον
ἐπὶ τῶν ἐρωμένων ὥρας ταῖς ἐπιθυμίαις ἔχοντες χαίρουσιν αὐτοῖς . ἐκκρούεται γὰρ ὑπὸ τῆς τούτων παρουσίας ὁ τῶν ἐρωμένων πόθος
5142272 τἀνθρωπῳ
Ἔστι γὰρ ἰδεῖν σωτήρια οὖρα μέλανα , παθῶν δηλονότι προηγησαμένων τἀνθρώπῳ ἀπὸ μέλανος καὶ σύστασιν εἰληφότων χυμῶν . τά τε
' ὅτε δὲ φεύγει τὸ ὕδωρ ἀγνοουμένου ἤδη τοῦ ὑγροῦ τἀνθρώπῳ τῇ σφοδρᾷ τοῦ πνεύματος ξηρότητι , καθάπερ ἐπὶ τῶν
5140998 στομαχου
παρακολουθεῖ δὲ ἄλγημα στομάχου καὶ κοιλίας σφοδρόν : ὄγκος τε στομάχου καὶ κοιλίας , ὁμοίως ὑδρωπικοῖς : καὶ περιτείνεται αὐτοῖς
ἔνδον αὐτὸν ὑπαλείφων κοινὸς τῆς τε ἀρτηρίας ἐστὶ καὶ τοῦ στομάχου : τὴν δὲ κίνησιν αὐτοῦ κατὰ τὴν τοῦ ζῴου
5139691 θαρρους
: πράξεις δὲ τὰ ἐκ τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ λυπῶν καὶ θάρρους γινόμενα , οἷον λυπηθείς τις ἑαυτὸν ἀπέκτεινε , πάθος
αὐτό . . νῦν ] λοιπόν . θαρρῶν ] μετὰ θάρρους . . , ἔχων θάρρος . οὑτοσὶ ] δεικτικόν
5133755 ἐπιθυμια
, χρηστοῦ ἂν εἴη εἴτε πώματος εἴτε ἄλλου ὅτου ἐστὶν ἐπιθυμία , καὶ αἱ ἄλλαι οὕτω . Ἴσως γὰρ ἄν
τοῦ κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν ἐγκρατοῦς καὶ ἀκρατοῦς ὅτι ἕτερον ἡ ἐπιθυμία καὶ ἡ προαίρεσις . Ἔτι φησὶ προαιρέσει μὲν ἡ
5125688 ἀνορεξιας
κοιλίαν γίνεται μὲν πολλὰ τῶν περὶ τὸν στόμαχον πλὴν τῆς ἀνορεξίας . τὸ δὲ μὴ πέπτειν τὰ σιτία ἴδιον αὐτῆς
. Ϛʹ σκευάσας χρῶ . Τὰς δὲ διὰ θερμὴν δυσκρασίαν ἀνορεξίας δῆλον ὅτι ἡ δίαιτα ἡ διὰ τῶν ψυχόντων ὠφελήσει
5097063 μελαγχολικων
σπασμώδης ἐγένετο . Καὶ ὁ τοῦ Τιμοχάριος θεράπων , ἐκ μελαγχολικῶν δοκεύντων εἶναι καὶ τοιούτων , ἐτελεύτησεν ὁμοίως , καὶ
ἐργάζεται , καὶ τὸ σύμπαν φάναι , μηδὲν ἀπολειπομένους τῶν μελαγχολικῶν . Φαίνονται δὲ οὗτοι μετὰ τὰς ἀπεψίας σφοδρότερον ἁλισκόμενοι
5079731 θλιψεις
γὰρ κοίτης ἢ στρωμάτων τοιούτῳ χρῶνται σχήματι ἄνθρωποι . διὸ θλίψεις καὶ στενοχωρίας σημαίνει . καὶ εἰς γόνατα κειμένῃ τῇ
: δεύτερον , ὅτι στραγγῶς τινὲς καθαιρόμεναι καὶ ὑστερικὰς ὑπομένουσαι θλίψεις συλλήψεσι χρησάμεναι τῶν ὀχληρῶν ἀπηλλάγησαν . πρὸς ταῦτα δὲ
5067190 ἀνιαται
αὐτοῦ ἵνα μὴ ἀμέσως ὁ πνεύμων ὁμιλῇ τῶν ὀστῶν καὶ ἀνιᾶται . εἰσὶ δὲ καὶ κατὰ τὰς λοιπὰς πλευρὰς μέσον
ἡττώμενος , στένει Καμβύσης τιτρωσκόμενος , οἰμώζει Σαρδανάπαλλος ἐμπιμπράμενος , ἀνιᾶται Σμινδυρίδης ἀπελαυνόμενος , δακρύει Κροῖσος λαμβανόμενος , λυπεῖται Ἀλέξανδρος
5053126 ἀμυδροτης
σφοδρότης μὲν γὰρ σφυγμοῦ , ἀχώριστον σημεῖον δυνάμεως , καὶ ἀμυδρότης μὲν ἀεὶ κακή , ὥσπερ καὶ σφοδρότης πάντοτε ἀγαθή
χωρὶς φανεροῦ πάθους περὶ τὸν ὀφθαλμόν , ἀμβλυωπία δ ' ἀμυδρότης τοῦ ὁρᾶν ὑπό τινος ἀδήλου αἰτίας γενομένη . θεραπεία
5040647 νοσος
ἐὰν δὲ ἀπὸ τῆς ☍ ἐπὶ τὸ μεῖζον τραπῇ ἡ νόσος καὶ κατὰ τὴν κοιλίαν λεπταὶ ἀνενεχθῶσι , ἀπαραβάτως ἀναιροῦνται
λεύκανσις , εὔνοια δὲ θάττων οὐκ ἔστιν , ὥσπερ οὐδὲ νόσος ἢ μελανία , οὐκ ἂν εἴη ἡ εὔνοια φίλησις
5038110 θυμιων
, καὶ τῷ ζέματι ῥαίνων τὴν οἰκίαν , ἢ χαλβάνην θυμιῶν , ἢ θεῖον , ἢ κύμινον . εἰ δὲ
κάμπας . καὶ μύκητας δὲ τοὺς ὑπὸ ταῖς καρύαις φυομένους θυμιῶν , ἀποκτενεῖς αὐτάς . ἢ νυκτερίδος κόπρον καὶ τὰ
5033792 βλαβησεται
πολλῶν ἕνεκε δογμάτων καὶ ποιήσει ἀνόνητον ἀποδημίαν ἐν ᾗ καὶ βλαβήσεται καὶ λυπηθήσεται διά τινων ἀποδήμων καὶ δι ' ἀδελφῶν
. ἐπὶ δὲ δέρματος ἐλάφου ἐάν τις καθεύδῃ , οὐ βλαβήσεται ὑπὸ ἑρπετοῦ ἰοβόλου . Ἔχιδνά ἐστιν ζῷον συρτὸν πᾶσι
5008553 καταπλασματων
τῷ κόλπῳ , εἰ δὲ μὴ ἀνέχονται οἱ τόποι τῶν καταπλασμάτων , ὕδωρ καὶ ῥόδινον μίξαντες ἐκ μικρῶν διαστημάτων ἐπιτέγγομεν
, τὰ δὲ καταπλάσσοντα πεπαίνειν : καὶ διαχέει μὲν τῶν καταπλασμάτων ὅσα θερμὰ ἐόντα ὑγραίνει , καὶ μὴ σπᾷ ἐς
5005945 ἀποπληξιας
, ὡς εἰρήκαμεν , ἡ λειποθυμία ἕπεται . Προηγεῖται δὲ ἀποπληξίας . Ἡ γὰρ ἀποπληξία παντελὴς ἀναισθησία καὶ ἀκινησία τοῦ
ἦν , δεξαμένους δὲ καὶ ποιησαμένους , εἶτ ' ἐγκαταλιπεῖν ἀποπληξίας δόξει πέρας εἶναι . οὐ γὰρ ὁ μὴ σώσας
5004174 ἐπιθυμιων
ἐρασιχρημάτους γε τοὺς συνόντας ἐποίει . τῶν μὲν γὰρ ἄλλων ἐπιθυμιῶν ἔπαυε , τοὺς δ ' ἑαυτοῦ ἐπιθυμοῦντας οὐκ ἐπράττετο
καὶ θανάτου καὶ ἀλγηδόνων , ἔτι τε τὸ πέρας τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ ] τῶν ? ἀλγηδόνων ἐδίδασκε ? , οὐκ
4994297 ἀκρατεια
πάλιν δὲ αὖ τῆς ἀλογίας μετὰ τὴν μάχην κρατησάσης , ἀκράτεια . Τεσσάρων οὖν τούτων οὐσῶν ἐν ἡμῖν ζωῶν ,
διίστασθαι μοχθηρόν , καὶ τένων ἀκίνητος , ἐπιπόνως συνελκόμενος , ἀκράτεια κεφαλῆς κἀν τῷ δὴ βασταχθῆναι σκοτόδινον ἐπάγουσα , ἀπροαιρέτως
4986936 ἰασις
κατὰ ἰσχίον γίνεται . διατείνεται δὲ πολλάκις μέχρι σφυρῶν . ἴασις δὲ διὰ φλεβοτομίας ἀπὸ σφυροῦ . καὶ διὰ σικύας
, ἡ μὲν φαντασία μικροτέρα , χαλεπωτέρα δ ' ἡ ἴασις : οὐ γὰρ ἐπιδέχεται τὴν ἐν κύκλῳ περιβολὴν ὥσπερ
4979254 ὑποστησεται
τοῖς δυσὶ καιροῖς ἀπὸ διαμέτρου καὶ ὑπάρχουσιν ἄμφω κεκακωμένοι , ὑποστήσεται τῷ ἔτει ἐκείνῳ λύπας διὰ δόξαν καὶ γυναῖκας καὶ
εἰ δὲ τοῦ Ἄρεως ἐπιμερίζοντος συνεπιμερίζει τούτῳ ἡ Ἀφροδίτη , ὑποστήσεται βλάβας παρὰ συγγενῶν καὶ τέκνων ἢ τῇ προφάσει αὐτῶν
4977633 ἐμετος
βάθους ἀναδιδομένη θερμασία , χάσμη , σκορδινισμὸς , ναυτίαι , ἔμετος , καταφορὰ πρὸς ὕπνον , βήχιον μικρὸν , ὑπότραχυ
μαστῶν κνησμός , πόνος ἤτρου , ὀσφύος , κεφαλῆς , ἔμετος χολωδῶν ἢ φλεγματωδῶν . τούτων προφαινομένων περὶ τὸ τεσσαρεσκαιδέκατον
4972503 ῥιγοπυρετων
ἔχων ὑποστήσεται μεγάλα συμπτώματα καὶ νόσους μακρὰς ἀπὸ ὑγρότητος καὶ ῥιγοπυρέτων καὶ τρόμου σώματος καὶ δυσουρίας καὶ μελαγχολικῶν νοσημάτων καὶ
Σελήνην βλέψας θανάτους καὶ πάθη ποιεῖ ἀνατολικῆς μὲν οὔσης διὰ ῥιγοπυρέτων , ἀποκρουστικῆς δὲ διὰ νομῶν ὑστερικῶν καὶ ἀναβρώσεως .
4969600 συγχυσις
μόνον ἐναντίον ὄνομα ὀνόματι , ἀλλ ' ἔργον ἔργῳ . σύγχυσις μὲν γάρ , ὡς ἔφην , ἐστὶ φθορὰ τῶν
καὶ τὸν πύργον . διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ σύγχυσις , ὅτι ἐκεῖ συνέχεε κύριος τὰ χείλη πάσης τῆς
4968858 λυπας
καθ ' ἡμέραν δαπανήμασιν δὴ τὸν βίον ὁρῶ μόνον , λύπας δ ' ἔχοντας μείζονας τοὺς μείζονας . τὸν μὴ
διὰ βρώσεως καὶ πόσεως καὶ ἀφροδισίων : ἧττον δὲ περὶ λύπας . ἡ γὰρ ἐνέργεια τοῦ σώφρονος περὶ ἡδονάς ἐστιν
4950107 παραποδισμος
τὸ ἀδυνατεῖν ἵστασθαι . τῇ δὲ εἰς τοὐπίσω καὶ κάτω παραποδισμὸς ἐκκρίσεως σκυβάλων ἢ φυσῶν καὶ δυσέργειά τις ἐν τῷ
ἐξ εὐκρασίας δὲ τῶν ὁμοιομερῶν . ρλδʹ . Πάθος ἐστὶ παραποδισμὸς τῆς κατὰ φύσιν ἐνεργείας νοσώδης ἤ τινος ἤ τινων
4945385 πλησμονας
τὰ σπόριμα ἐρυσίβην . ἐν ζυγῷ , πολέμους καὶ πληγῶν πλησμονὰς καὶ καρπῶν φθοράν . ἐν σκορπίῳ , λιμὸς ἔσται
ἥλικας τόξοισιν , οὓς Φρύγες νόμους τιμῶσιν † οὐκ ἐς πλησμονὰς θηρώμενοι † , μήτηρ πατρός σοι προστίθης ' ἀγάλματα
4940169 ἀρρωστησει
χρόνῳ ἔσται ἀθυμῶν καὶ ὀλιγοεύφραντος καὶ βλαβήσεται παρὰ γυναικῶν ἢ ἀρρωστήσει ἢ τελευτήσει τις τῶν γυναικῶν αὐτοῦ . εἰ δὲ
νοσήσει τὰς προειρημένας ἄντλων ἀνίας διὰ τὸ ἱππικὸν ἅρμα : ἀρρωστήσει τὸ σῶμα διὰ τὸ ὑποκάτω τοῦ Ταύρου μέρος τοῦ
4933986 περιπιπτει
Οἰδίποδος ἀρά , κρύος καὶ φόβος τις κακὸς καὶ χαλεπὸς περιπίπτει τῇ καρδίᾳ μου , ἢ φόβος κακοῦ ἀντὶ τοῦ
δ ' ὁ ἐγκαλέσας δόξηι μὴ δικαίως κατηγορεῖν , μεγάλοις περιπίπτει προστίμοις . ὅταν δὲ μηδεὶς ὑπακούσηι κατήγορος ἢ παρελθὼν
4932861 κεφαλαλγιας
βιαίας πλη - γῆς ἢ ἀγχονισμοῦ μετὰ συνεχοῦς πυρετοῦ ἢ κεφαλαλγίας ὀφθαλμὸς προπέσῃ . τμζʹ . Μυωπίασίς ἐστι διάθεσις ἐκ
οἴνων ἀναθυμίασιν ἀποκρουόμενον , ἔτι δὲ ῥόδινον ἔχοντά τι καὶ κεφαλαλγίας παρηγορικὸν σὺν τῷ καὶ κατὰ ποσὸν ψύχειν , πρὸς
4922544 συνοχαις
ζῴδιον ἕνα τόπον λογίζοιτο , ὅπερ ἐστὶ σπάνιον , ἐν συνοχαῖς καὶ ὕβρεσι γίνονται ἢ πραγμάτων περιπλοκαῖς . εἰ δ
: τότε γὰρ ἐπιταραχθήσεται ἡ γένεσις καὶ ἐν ἀπολογίαις ἢ συνοχαῖς ἢ τηρήσεσι γενήσεται ἢ ὑπόπτους αἰτίας περὶ τοιούτων ἕξει
4920199 ὠχριασις
ποιότητα ἀναφερόμενον ὡς ἡ ὑπὸ μακρᾶς νόσου ἢ ἰκτερικοῦ νοσήματος ὠχρίασις , ἢ ἐπίκτητον καὶ εὐαπόβλητον ὡς ἡ ἐρυθρότης ,
καιρὸς ἔτους Ἕλληνες . ὦχρος ἀρρενικῶς καὶ βαρυτόνως Ἀττικοί , ὠχρίασις Ἕλληνες . ὠρακιᾶν Ἀττικοί , λειποψυχεῖν Ἕλληνες . ὡς
4917365 ἀνιατος
: καὶ ἐν συνκοπῇ αἰσχρός : ἀνία ἡ λύπη , ἀνίατος τὶς οὖσα , ἡ δυσχέρως ἰωμένη : ἀκριβὴς παρὰ
τις ἀποδέξαιτο , ὅτι τὸ γῆρας , ἡ μακρὰ καὶ ἀνίατος νόσος , τοὺς τῶν ὀρέξεων ἐχάλασέ τε καὶ ἔλυσε
4912018 ἀκρατης
] θαρρεῖ οιθ . , θάρρος εἶχεν . ἀκόλαστος ] ἀκρατής , τολμηρός , ἀκράτητος . , ἀναίσχυντος , ἀναιδής
ὁ κυρίως ἀκρατὴς ἀλλὰ περὶ τὰ ἀφροδίσια καταγίνεται ὁ κυρίως ἀκρατής , περὶ ἃ καταγίνεται καὶ ὁ ἀκόλαστος . οὔτε
4906770 ἐπικινδυνα
τοῖς Συρακουσίοις δηλονότι . πόνηρα : ἀσθενῆ ʃ ἐπισφαλῆ , ἐπικίνδυνα . καταγγέλτους : δήλους διὰ μηνυμάτων . λαθεῖν γὰρ
ἐκ τῶν νόμων : οὕτω δ ' ἦν σφαλερὰ καὶ ἐπικίνδυνα τὰ πράγματα ὥστε ἠναγκάσθη γράψαι ψήφισμα Κηφισοφῶν ὁ Παιανιεύς
4898581 σπασματα
καὶ θερμαίνει τὰ σπλάγχνα καὶ καταμήνια καὶ οὖρα κινεῖ καὶ σπάσματα καὶ ῥήγματα καὶ πλευρῶν ἀλγήματα κατ ' ἔμφραξιν καὶ
φερόμενον , ὡς τὰ ὑπὸ σάλου καὶ πλάνης ἀπορρηγνύμενα πυροειδῆ σπάσματα φέρεσθαι πολλαχοῦ καὶ ἀστράπτειν , ὥσπερ οἱ διᾴττοντες ἀστέρες
4886430 ἀλλοτριου
. Ὅλως δ ' αἱ φθοραὶ πάντων ἢ καταμίξει τοῦ ἀλλοτρίου ἢ ἐκλείψει τοῦ οἰκείου διὰ χρόνον . Αἱ δὲ
ἀναξηρανθῇ ἢ τὸ ὅλον ἀλλοιωθῇ , παρεισπεσόντος ἀέρος τε καὶ ἀλλοτρίου θερμοῦ διαφθείρεται καὶ διαφθειρόμενος διΐησιν εἰς τὰ κάτω :
4886095 ἐνοχλουντος
ῥᾴδιον διαγνωσθήσεται . Καὶ γοῦν μή τινος ἔξωθεν ἢ ἔσωθεν ἐνοχλοῦντος οἵου τε ὄντος ἀξιολόγου τὸν σφυγμὸν ἀλλοιοῦν , εὕροις
χωλόν , τοὺς τοιούτους , τοῦτον ἔθυον εἰς ἀπαλλαγὴν τοῦ ἐνοχλοῦντος δεινοῦ . ἐνταῦθα δὲ καθάρσιον αἷμα λέγει τὸ καθαρὸν
4876024 ἐνδεια
σκῆπτον παρ ' Αἰολεῦσιν . Ἀποκοπὴ δέ ἐστι μιᾶς συλλαβῆς ἔνδεια κατὰ τὸ τέλος , οἷον δῶμα δῶ , κρίμνον
δίκη : καὶ γὰρ εἰ χαλεπὰ ῥῖγος , δίψος , ἔνδεια τροφῆς , ἀλλ ' εὐκταιότατα γένοιτ ' ἂν ἐπὶ
4873999 ἐγκρατης
τι , ἡττᾶσθαι ὑπὸ τῶν αἰσχρῶν ἡδονῶν , ὁ δὲ ἐγκρατὴς ἐμμένει τῷ ὀρθῷ λόγῳ καὶ οὐ μεταβάλλει , ἤτοι
μηχανώματα , καὶ σίτου καὶ βυρσῶν καὶ χρημάτων πολλῶν / ἐγκρατὴς ἐγένετο . [ . ] . . . :
4873539 ἀλγηματι
κάκιστον δὲ ἐν οἷσι καὶ ἐκμανῆναι ἐλπίς . Ἐπὶ στήθεος ἀλγήματι πυρετώδει κοιλίη ταραχώδης , ναρκώδης , σημεῖον μελαινῶν ὑποχωρησίων
ὑπερβάλλοντες , ὡς τὰ πολλὰ φθισικοὶ γίνονται . Ἐπὶ πλευροῦ ἀλγήματι στάξις ἀπὸ ῥινῶν αἵματος , κακόν . Οἷσιν ἐμπύοισιν
4866029 σινων
γάμου , κακὸς δαίμων περὶ παθῶν , κακὴ τύχη περὶ σινῶν , κλῆρος τύχης καὶ ὡροσκόπος περὶ ζωῆς καὶ βίου
αὐτῷ τῷ πατρὶ ὀλέθριος γίνεται . πρὸς τούτοις δὲ καὶ σινῶν ἢ παθῶν αἴτιος γίνεται , μάλιστα δὲ περὶ ὀφθαλμούς
4863619 σινη
ἢ καὶ αὐτὸς ὁ τοῦ οἴκου κύριος ἐν τοιούτῳ ζῳδίῳ σίνη ποιοῦσιν , καὶ ὁ μὲν Κρόνος τὰ διὰ ῥευμάτων
καὶ σπασμοὺς καὶ σταφυλοτομίας ἀνθρακώσεις χοιράδας πνιγμοὺς ἢ περὶ μυκτῆρας σίνη πάθη λύπας , πτώσεις ἀπὸ ὕψους ἢ τετραπόδων ,
4862454 λειποθυμια
ἐπὶ ταῖς ἀθρόαις κενώσεσιν ἐκλύσεις . Ἐπειδὴ τῇ ἀμέτρῳ διαφορήσει λειποθυμία γίνεται , δηλονότι δεόμεθα τροφῶν , αἵτινες τὸ λοιπὸν
ἀνόητόν ἐστιν : ἐπὶ τοίνυν τῆς ὑστερικῆς ἀπνοίας προηγεῖται πάντως λειποθυμία . καὶ γὰρ οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν ἄπνοια ἢ λειποθυμίας
4859940 κρυπτων
ὁμοίως δὲ καὶ ἀνὴρ , εὐμαρέστερον ἂν φυλαχθείη ἢ ὁ κρύπτων τὴν ὀργήν . τοὺς γὰρ φανερῶς ὀργιζομένους εὐμαρὲς προορώμενον
Ἅρπαγος μὲν δὴ τὸν ἰθὺν ἔφαινε λόγον , Ἀστυάγης δὲ κρύπτων τόν οἱ ἐνεῖχε χόλον διὰ τὸ γεγονός , πρῶτα
4855437 ἐπινοσος
ποιήσεται ὁ οἰκεῖος αὐτοῦ δαίμων καὶ τύχη , ἔσται δὲ ἐπίνοσος , τεύξεται δὲ καὶ ἰατρικῶν βοηθημάτων καὶ μετὰ τὴν
ἀγύναιος διὰ τὸ μὴ ἐπὶ μιᾶς μένειν , ἔσται δὲ ἐπίνοσος πλὴν τεύξεται ἰατρικῶν βοηθημάτων καὶ μετὰ τὴν νεότητα εὐνοηθήσεται
4854847 ἀβλαβης
πατραλοίας , . , . * ? Ἀπήμων : ὁ ἀβλαβής : παρὰ τὸ πήθω , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔπαθον
μὴ θῦσαι αὐτὸν καὶ λέγοντος , ὡς οὐ μόνον αὐτὸς ἀβλαβής ἐστι τοῖς ἀνθρώποις , ἀλλὰ καὶ ὠφελιμώτατος : τοὺς
4842938 διογκουται
, ὥστε σχεδὸν καὶ ἄδηλον γενέσθαι , καὶ πάλιν τάχιστα διογκοῦται : καὶ μάλιστα τοῦτο συμβαίνει ἐπὶ τῶν ὑπὸ τὸ
ἔρις , ἐπειδὰν ὑποκινηθῇ , πρὸς μέγα δή τι κακοῦ διογκοῦται . Καὶ ταυτὶ μὲν ἴσως μετριώτερα . Πολλὴ δὴ
4842660 ἐκτρωσμων
καὶ αἰφνιδίων πληγῶν καὶ νεφριτικῶν καὶ αἱμοπτυϊκῶν καὶ αἱμορραγίας καὶ ἐκτρωσμῶν καὶ ἐρυσιπελάτων , ὀλέθρων καὶ ὅσα τῶν νοσημάτων κατ
μήτε ἡ ὥρα τοῦ ἔτους , μὴ δὲ ἡ ἀπὸ ἐκτρωσμῶν εἴη φλεγμονὴ , μὴ δὲ μετὰ πολλὴν καὶ ἄμετρον
4842309 στομαχων
καὶ κόκκου Κνιδίου συμμέτρου , καὶ ἔστιν ἐπὶ τῶν εὐτονωτέρων στομάχων τὰ τοιαῦτα ἁρμόζοντα : δήξεις τε γὰρ σφοδραὶ ἐγείρονται
κοίτην κοχλιάριον ὕδατι ἐν οἴνῳ κεκραμένῳ . [ Πρὸς ἀνατροπὰς στομάχων . ] Πρὸς δὲ τὰς ἀνατροπὰς καὶ ναυτίας τοῦ
4838088 ἐγκρατεια
μὴ ἡττᾶσθαι τὸ νικᾶν : διὸ βέλτιον καὶ αἱρετώτερον ἡ ἐγκράτεια τῆς καρτερίας : βέλτιον γὰρ νικᾶν ἢ μὴ ἡττᾶσθαι
φαύλων ἡδονῶν . Οἰκεῖαι δέ εἰσιν αὐτῆς : αὐστηρία : ἐγκράτεια : εὐτέλεια : λιτότης : κοσμιότης : εὐταξία :
4831982 λυπειται
Ἆρά γε ὁ φθονῶν χαίρει ; Οὐδαμῶς , ἀλλὰ μᾶλλον λυπεῖται . ἀπὸ τοῦ ἐναντίου ἐκίνησε τὸν πλησίον . Τί
τὸν τοῦ φίλου τρόπον , καὶ οἷς χαίρει καὶ οἷς λυπεῖται , καὶ δύναται παραμυθήσασθαι ῥᾳδίως . κατὰ τοῦτον μὲν
4828690 σπασμον
προσιόντι δὲ ἐγγὺς τῆς πηγῆς πικρά τε καὶ φαρμακώδη , σπασμὸν ἐμποιοῦντα καὶ ἴλιγγον τοῖς πιεῖν ἐκ τῆς χρόας ἀπατηθεῖσι
. Ἐντεῦθεν καὶ ἡ δόξα ἐκείνη ἐκβάλλεται τῶν ὁρισαμένων τὸν σπασμὸν κίνησιν ἀπροαίρετον ἐν κινητικοῖς μορίοις συνισταμένην , οὐ μὴν
4826339 ἀναφορικων
ἰσοδυναμοῦσα τῇ ὑποτακτικῇ συντάξει τῶν ἄρθρων , ἡ διὰ τῶν ἀναφορικῶν ἀντωνυμιῶν , ἀνθρώπῳ ὡμίλησα καὶ αὐτῷ παρέσχον ξενίαν ,
δεῖ δέ σε λανθάνειν , ὡς ἐπὶ μόνων τούτων τῶν ἀναφορικῶν τε καὶ δυσπνοϊκῶν , ἤτοι ἡ γαστὴρ ἐκμαλαχθεῖσα ἢ
4823877 νοσους
ὑγιεινότατον μὲν ἐν αὐταῖς ἔσται τὸ ἔαρ , ὀξυτάτας δὲ νόσους καὶ θανατωδεστάτας , ὡς ἐν ὥραις , οἴσει τὸ
. καὶ ἡ Σελήνη ἐκλείπουσα ἐν τῇ πρώτῃ τριώρῳ Αἰγυπτίοις νόσους , φόνους , πράσεις , ἁλώσεις δηλοῖ , ἐν
4819155 ποθεισα
ἢ οἴνου . [ Περὶ ὑδραργύρου . ] Ὑδράργυρος δὲ ποθεῖσα τὰ αὐτὰ ἐπιφέρει τῇ λιθαργύρῳ , καὶ ἐπὶ τούτων
τοὺς ἀπὸ βουπρήστεως πληγέντας ἰᾶται . ξηρὰ δὲ ἡ κόπρος ποθεῖσα σὺν οἰνομέλιτι δυσουρίαν ὀνίνησι . σὺν οἴνῳ δὲ παλαιῷ
4818112 ὑποχονδριῳ
καὶ μὴ ξὺν φλεγμονῇ , λύει βορβορυγμὸς ἐγγενόμενος ἐν τῷ ὑποχονδρίῳ , καὶ μάλιστα μὲν διεξιὼν ξὺν κόπρῳ τε καὶ
, ἄϲη , δίψοϲ , ἀπορίη , ϲφυγμὸϲ παλμώδηϲ ἐν ὑποχονδρίῳ ἠδὲ τοῖϲι μεταφρένοιϲι , ἄλλα μοι ὁκόϲα ἐπὶ τοῖϲι
4818105 δεδορκοτων
ἀκαμπὴς καὶ σκληρὸς θυμὸς αὐτῶν ἔπνει ἀναπτόμενος τῇ ἀνδρείᾳ , δεδορκότων καὶ βλεπόντων αὐτῶν Ἄρην , ἤτοι φονικὸν καὶ πολεμικὸν
Ἄρην ] πολεμικόν , φονικόν . Ἄρην ] πόλεμον . δεδορκότων ] βλεπόντων . καὶ τῶνδε πύστις : μετ '
4816007 ταραχωδης
καρδίᾳ αὑτοῦ ὀργὴν ἀμείλιχον καὶ ἰταμωτάτην , τουτέστιν ἐάν τις ταραχώδης καὶ ὑβριστής ἐστιν , ὑπαντιάξασα αὐτῷ σύ , ὦ
: διψώδης , ἀσώδης τὸ πουλύ : κοιλίη πεπλανημένως , ταραχώδης , καὶ πάλιν ξυνισταμένη . Ἕκτῃ , ἐς νύκτα
4815757 παθων
καὶ δοκεῖ μοι , ὑφ ' οὗ ἄν τις εὖ παθὼν εἴτε φίλου εἴτε πολεμίου μὴ πειρᾶται χάριν ἀποδιδόναι ,
τοῦ ὑπολειπομένου ἐχθροῦ : ὁ γὰρ μὴ ξὺν ἀνάγκῃ τι παθὼν χαλεπώτερος διαφυγὼν τοῦ ἀπὸ τῆς ἴσης ἐχθροῦ . Μὴ
4811100 κεκακωμενη
ὅσα προκατάρξεται ἐν ἐκείνῳ τῷ ἔτει εὐοδωθήσεται : εἰ δὲ κεκακωμένη ἐστίν , δηλοῖ συνοχὰς κατὰ τὴν φύσιν τοῦ κακοῦντος
καὶ εὐφρανθήσεται ἐπὶ τέκνοις ἢ ἕξει τέκνον . εἰ δὲ κεκακωμένη ἐστί , λυπηθήσεται ἀναιτίως ἢ διὰ γυναῖκας καὶ τέκνον
4808163 ἀνορεξια
τῆς καταλλήλου καὶ ὠμοπλάτης οὖρά τε ὕφαιμα καὶ ὑπόχλωρα καὶ ἀνορεξία καὶ ἄχροια ποσὴ καὶ ἀμεταληψία τῆς τροφῆς , ἐπιστήσῃ
τροφῶν : εἰ δ ' ἐν παρακμῇ τοῦ παντὸς νοσήματος ἀνορεξία γίγνοιτο ἢ ἐν χρονίαις ἀσθενείαις ἢ ἐπὶ δυνάμει ἀσθενούσῃ
4789808 ἰκτερος
δὲ αὐθημερόν . Ἐν τοῖσι καύσοισιν ἢν ἑβδομαίῳ ὕστερον ἐπιγένηται ἴκτερος , δῆλον ἀνίδρωτος : τὸ γὰρ νόσημα οὐ φιλέει
μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐπανθεῖ τοῖς μέλεσι καὶ δυσαλθὴς χροιά , ἴκτερος δὲ ἐπινέμεται παντὶ τῷ προσώπῳ , τηκόμεναι δὲ κατ
4788218 ἀπεψιας
καὶ τὰς ἐμφράξεις σημανεῖται , οὐχ ἥττους δὲ καὶ τὰς ἀπεψίας : μὴ γὰρ ἡγησαμένης πέψεως τάχ ' ἂν οὐδὲ
ἐπάγειν , ἢ μὴ ἐμεθέντα ἢ διαρροΐσαντα βραδυπεψίας τε καὶ ἀπεψίας . εἰ δέ κατὰ ποιότητα πολλῷ γε τοῦ συμμέτρου
4786374 ἀκαθαρσιας
ἔνδον ἐν τῷ σώματι τοῦ ἀνθρώπου ὑγρὸν ἐὸν ἐπὶ τῆς ἀκαθαρσίας διακαυθὲν καὶ ζέον ἐν τῇσι φλεψὶ καὶ τοῖσι σπλάγχνοισι
] μόγις , βραδέως πόσιες ] αἱ πόσεις λύματα δὲ ἀκαθαρσίας : ἀντὶ τοῦ καθάρματα : τὰ πινόμενα , φησί
4784181 πυκνοτατος
Ἕτεροι δὲ δοκιμάζουσιν ὡρίμους εἶναι τὰς σταφυλὰς οὕτως : ὅθεν πυκνότατός ἐστιν ὁ βότρυς , ἐκεῖθεν ἐξελόντες μίαν ῥάγα ,
Ἕτεροι δὲ δοκιμάζουσιν ὡρίμους εἶναι τὰς σταφυλὰς οὕτως : ὅθεν πυκνότατός ἐστιν ὁ βότρυς , ἐκεῖθεν ἐξελόντες μίαν ῥάγα ,
4776919 καυσεων
μὲν Κρόνος τὰ διὰ ῥευμάτων , ὁ δὲ Ἄρης διὰ καύσεων ἢ θηρίων δηγμάτων ἢ καὶ δορυαλώσεων , δυτικὸς δὲ
δὲ νεκρῶν ἑπτὰ πυρῶν , ἀντὶ τοῦ νεκρῶν γεγονότων ἑπτὰ καύσεων . ἑπτὰ δὲ καύσεις λέγει , ἐπειδὴ καὶ τὰ
4769767 λογιζομενη
γινώσκει , ὅπερ ἡ ἡμετέρα διάνοια οὔτε σώζει περὶ αὐτοῦ λογιζομένη οὔτε φθείρει ἐπιλανθανομένη αὐτοῦ , οἷον ὁ ἄνθρωπος καὶ
στερεῶν ἔγγιστα φκδʹ : ἡ δὲ ὅλη γῆ , σφαιροειδὴς λογιζομένη , στερεῶν σταδίων ἔχει μυριάδας τρίτων μὲν ἀριθμῶν σξθʹ
4753422 λυγμος
ἄτοπον . εἰ δὲ καὶ διὰ κένωσιν ἢ πυρετὸν ὁ λυγμός ἐστι , δηλονότι καὶ ἐπίμονος εἴη γεγενημένος : τηνικαῦτα
παλαιῷ ἐλαίῳ . ὅταν δ ' ὑπὸ πληρώσεως ὑγρῶν γένηται λυγμός , τοὐπίπαν δ ' οὕτω συνίσταται , βιαίας δεῖται
4751860 παρακοπη
, λύσις . Ὅσοις ἐν τοῖσι καύσοισι τρόμοι ἐγγίνονται , παρακοπὴ λύει . Ὅσοις ἂν ἐν τοῖς πυρετοῖς τὰ ὦτα
εἶναι τὸ τὰ πάντα τολμᾶν . θρασύνει γὰρ αὐτοὺς τάλαινα παρακοπὴ καὶ παρατροπὴ τοῦ νοῦ αἰσχρὰ καὶ κακὰ καὶ ἄθεσμα
4751848 ἐπιφεροντος
τῶν μὲν Θετταλῶν ἐγκαταλελοιπότων , τοῦ δὲ Φωκικοῦ πολέμου μεγάλους ἐπιφέροντος κινδύνους διαποντίους δυνάμεις εἰς Ἀσίαν ἐξέπεμπον καὶ προετέρουν κατὰ
. Σφηνωθέντος δὲ ἐν τοῖς νεφροῖς λίθου καὶ σφοδροτάτας ὀδύνας ἐπιφέροντος , καὶ πλήθους αἵματος κίνδυνον ἀπειλοῦντος , ἐπὶ τὸ
4751801 ἀτονια
οἷον ὑπὸ ἐκπλήξεως τεθαμβωμένη , ὄκνος πρὸς τὰς πράξεις , ἀτονία σκελῶν , ὠχρότης προσώπου , βλέμμα ὑπολίπαρον , εἶτα
παϲχούϲαιϲ ἐγγίζοντοϲ μὲν τοῦ παροξυϲμοῦ νωθρότηϲ διανοίαϲ , ὄκνοϲ , ἀτονία ϲκελῶν , ὠχρότηϲ προϲώπου , βλέμμα περιλίπαρον , ἐνϲτάϲηϲ
4751667 συγχυσεις
ἐπικαύματα καὶ κοιλώματα καὶ πρὸς πᾶν ἕλκος καὶ ὑποπύους , συγχύσεις , χημώσεις , προπτώσεις καὶ πρὸς τὰ χρόνια μυοκέφαλα
ὅσα δύναται στέλλειν καὶ συνάγειν . Τὰς μὲν ἐκ πληγῆς συγχύσεις φλεβοτομίᾳ τε ἀπ ' ἀγκῶνος . . . καὶ
4745685 λυπης
κτήνεσιν τροφὰς παράβαλε : ὅσα ἐστὶν μοχθηρὰ ἢ κοπηρὰ ἢ λύπης μεστὰ ἢ δούλια , πάντα τῷ Αἰσώπῳ ἐπιτάσσεται ἄγειν
πάντως ἐν ὀξεῖ νοσήματι χαλεπόν . τί γὰρ ἢ ἀπὸ λύπης ἢ διὰ τὸ πολλάκις κάμψαι θεὸν εἰς ἀνθρωπίνην θεραπείαν
4745067 κατοχη
νέον πάθος ἀλλάσσει τὸ ἀρχαιότερον , καὶ οὕτως οὐκ ἔσται κατοχή τινος πράγματος περὶ τὴν διάνοιαν , ὅπερ ἄτοπον :
αὐτῶν εὐθὺς τὸ τὴν τυχοῦσαν ἔχον πρὸς αὐτοὺς ὁμοιότητα , κατοχή τε συνίσταται εὐθὺς τελεία καὶ πλήρωσις τῆς κρείττονος οὐσίας
4744461 ἡδονων
: καὶ ἐκλαθόμενος μὲν τῶν κάτω οἰμωγῶν καὶ στόνων καὶ ἡδονῶν καὶ δοξῶν καὶ τιμῆς καὶ ἀτιμίας , ἐπιτρέψας δὲ
τιθεῖσα . καὶ τοῦτο δῆλον πεποίηκε δείξας ἐν μὲν ἀμετρίᾳ ἡδονῶν καὶ λυπῶν τὴν κακίαν οὖσαν , ἐν δὲ τῷ
4738989 ἀκρατωρ
διενεχθείς τινι τῶν ἀπὸ τοῦ ὁρατικοῦ καὶ ἐπιστημονικοῦ γένους , ἀκράτωρ ὑπ ' ὀργῆς αὐτὸς αὑτοῦ γενόμενος καὶ ἅμα τῆς
τέκνον , πείσθητι : προσπίτνω σε γόνασι , καίπερ ὢν ἀκράτωρ ὁ τλήμων , χωλός . Ἀλλὰ μή μ '
4738312 σφοδρας
. ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων διὰ σφοδρὰς προθυμίας ἀπερισκέπτως πράγμασιν ἐγχειροῦντες ἐμβάλλουσιν ἑαυτοὺς εἰς ὄλεθρον .
εὐρύνει τοὺς πόρους καὶ τοὺς λίθους χαλᾷ καὶ παραμυθεῖται τὰς σφοδρὰς ὀδύνας . τὴν δὲ χρῆσιν τούτων μὴ πυκνότερον ἐπιτελεῖ
4728454 πραϋνει
διάθεσιν , οὔτ ' ἐξ ἀττούσης καὶ φερομένης πρὸς δήποτε πραΰνει καὶ εἰς ἠρεμίαν καθίστησιν , οὐδ ' ἀπ '
, ἐνθήσει εἰς τὴν κεφαλὴν τῆς ἐρώσης . οὕτω γὰρ πραΰνει τὸν ἔρωτα , καὶ λοιπὸν ἡ φοῖνιξ ἀγλαϊζομένη κάλλιστον
4722265 ἰωμενος
κρίνεται δημοσίων : καὶ ἄλλο : ἰατρὸς τὰ τῶν μοιχῶν ἰώμενος στίγματα κρίνεται : καὶ ἄλλο , πατὴρ παῖδα συνεχῶς
τὸ μὲν πρῶτον ἀμνημονῶν ἠδίκεις , ἔπειτα κακῷ τὸ κακὸν ἰώμενος ἐπὶ βλάβῃ κατασκευάζων ὁδόν τινα βαράθρου χαλεπωτέραν ἐμοί .
4721852 κατορθουται
ἀνερίθευτος ὀρθὴ μόνη , δι ' ἧς καὶ τἄλλα πάντα κατορθοῦται . ” ἐπὶ δὲ Μάκρωνι : „ πλέον ἐφυσήθη
ἀνθρώποις καὶ τὰ ἐς ἔρωτα τύχῃ μᾶλλον ἢ ὑπὸ κάλλους κατορθοῦται . ἐγὼ μὲν οὖν Πινδάρου τά τε ἄλλα πείθομαι
4720738 ἀπληστου
ὀπίσω τὸν πόρον διεξῄει . [ Βίος ἀβέβαιος παντὸς ἀνδρὸς ἀπλήστου ἐλπίσι ματαίαις πραγμάτων ἀναλοῦται . ] Κάμηλον ἠνάγκαζε δεσπότης
τῶι ὄντι τὸν θάνατον παιᾶνα εἶναι καὶ ἀπαλλακτὴν κακοῦ καὶ ἀπλήστου καὶ νοσεροῦ θρέμματος , ἡγεῖ καλῶς . . .
4720584 σπασμος
ἀλγηδόνος οἰμώζει ὁκόσον ἂν μέγιστον δύνηται : ἐνίοτε δὲ καὶ σπασμὸς ἐπιγίνεται καὶ ῥῖγος καὶ πυρετός . Γίνεται δὲ τὸ
, καὶ λειποψυχίη γίνεται . Ἐπὶ αἵματος ῥύσει παραφροσύνη ἢ σπασμὸς , κακόν . Ἐπὶ εἰλεῷ ἔμετος , ἢ λὺγξ
4719812 ἀπαλλαγησεται
κρυφίαν ἕξει . εἰ δὲ νυκτερινή ἐστιν ἡ γέννησις , ἀπαλλαγήσεται λυπηρῶν καὶ πληθυνθήσεται ὁ πλοῦτος αὐτοῦ καὶ εὐφραν -
ἀμύλου καὶ ῥοδίνου λεάνας , ἐμπλάσας ῥάκει ἐπιτίθει καὶ εὐθέως ἀπαλλαγήσεται , ὥστε περιπατεῖν . κάλλιστα δὲ ποιοῦσι μαλάχαι ὕδατι

Back