Μυκῆναι μέν γε , τοῦ πρὸς Ἰλίῳ πολέμου τοῖς Ἕλλησιν ἡγησαμένη , καὶ Νῖνος , ἔνθα ἦν Ἀσσυρίοις βασίλεια ,
ὅτι οὗτος ὁ φοιτῶν εἴη πρὸς τὴν γυναῖκα , ἐξεπλάγη ἡγησαμένη με πάντα ἀκριβῶς ἐγνωκέναι . καὶ τότε ἤδη πρὸς
5960658 ἐλαιοφυτος
ὑπήκουσαι . οἵα ] ἐστίν . Λέσβος ] ὁ . ἐλαιόφυτος ] ἡ . ἐλαιόφυτος ] † ἐλαίαις γὰρ ἡ
' ἐπὶ τὰς ἄρκτους καὶ τὸ Κέμμενον ὄρος ἡ μὲν ἐλαιόφυτος καὶ συκοφόρος ἐκλείπει , τἆλλα δὲ φύεται . καὶ
5497377 δεσποινα
ἕσπεο : σὺν δὲ τύχᾳ ναίεις Μεταπόντιον , ὦ χρυσέα δέσποινα λαῶν : ἄλσος τέ τοι ἱμερόεν Κάσαν παρ '
ἀνδρὶ πρεσβύτῃ τέκνα δίδωσιν ὅστις οὐκέθ ' ὡραῖος γαμεῖ : δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή . ὦ γῆρας , οἷον
5464743 εὐνατειρα
τοῦ στρατοῦ . . θεοῦ μὲν ] τοῦ Δαρείου . εὐνάτειρα ] σύνοικος . θεοῦ δὲ ] τοῦ Ξέρξου .
: Μοῦσαν δ ' ὀθνείαν οὔτιν ' ἐφελκυσάμαν . Οὐδενὸς εὐνάτειρα Μακροπτολέμοιο δὲ μάτηρ μαίας ἀντιπέτροιο θοὸν τέκεν ἰθυντῆρα ,
5373616 συλλαβουσα
ὅτι ” ἔγνω Ἀδὰμ Εὔαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ : καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν υἱὸν καὶ ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σήθ ”
” φησίν „ Ἀδὰμ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ Εὔαν , καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν υἱόν , καὶ ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σὴθ
5306644 ἰδουσα
, ὡς καταμανθάνειν μή πη ἄρα ἐξετράπην τῆς ὁδοῦ : ἰδοῦσα δὲ καὶ ἐπιμειδιάσασα αὖθις αὖ πρόεισιν . εἰ δὲ
πρόεισιν ἐπίκλησιν ὡς ἔθος τῶν θεῶν ποιησαμένη : ἀπροόπτως δὲ ἰδοῦσα τὰς Ἐριννύας κύκλωι τοῦ Ὀρέστου καθευδούσας πάντα μηνύει τοῖς
5286823 βασιλις
Κελαινὴ Προίτου θυγατέρες . μάχλους δὲ αὐτὰς ἡ τῆς Κύπρου βασιλὶς εἰργάσατο , ἐπὶ μέρους δὲ τῆς Πελοποννήσου ἔδραμόν φασι
δέσποινα , Θησέως δάμαρ . φεῦ φεῦ , πέπρακται : βασιλὶς οὐκέτ ' ἔστι δὴ γυνή , κρεμαστοῖς ἐν βρόχοις
5285650 εφ
] με ! [ [ ] [ [ ] ! εφ ! [ [ ] σμιμ ! ! [ [
! ! ! ] καιοισμιοις [ ! ! ! ] εφ [ ! ! ! ! ! ! ! ]
5247462 ὁρωσα
τῆς ἐν τῷδε . οὕτως γὰρ μᾶλλον ἡ ἡμετέρα ψυχὴ ὁρῶσα ἄλλους οἷον ἐλεγχομένους ἢ ἐπαινουμένους ἀναγκάζεται συγκατατίθεσθαι τοῖς ἐλέγχοις
ἀκούσασα προήχθη μηδὲν προαδικηθεῖσα τὸν πρὸς Ἰνδοὺς ἐξενεγκεῖν πόλεμον . ὁρῶσα δ ' αὑτὴν μεγάλων καθ ' ὑπερβολὴν προσδεομένην δυνάμεων
5217641 θεραπαινα
] ἡ ⌈ κατ ' οἶκον διάκονος , ⌈ ἡ θεράπαινα . οἱ δὲ ὄνομα . ἡ σηκὶς : σηκίδα
οἷς ἐλελοίπει τὸ γνῶμα . ἄβρα : οὔτε ἁπλῶς ἡ θεράπαινα ἄβρα λέγεται οὔτε ἡ εὔμορφος , ἀλλ ' ἡ
5177491 Ἀδα
ὁ δὲ Λάμεχ ἔλαβεν ἑαυτῷ δύο γυναῖκας , αἷς ὀνόματα Ἀδᾶ καὶ Σελᾶ . ἔκτοτε ἀρχὴ ἐγένετο τῆς πολυμιξίας ,
ὁ δὲ Λάμεχ ἔλαβεν ἑαυτῷ δύο γυναῖκας , αἷς ὀνόματα Ἀδᾶ καὶ Σελᾶ . ἔκτοτε ἀρχὴ ἐγένετο τῆς πολυμιξίας ,
5159582 εὐειδης
οὐ μὲν ἔτι ζώοντα καταυτόθι τέτμον ἄνακτα Ὕλλον , ὃν εὐειδὴς Μελίτη τέκεν Ἡρακλῆι δήμῳ Φαιήκων : ὁ γὰρ οἰκία
προσώπῳ . Καθῆστο δὲ ἐπ ' ἄκρας τῆς κορυφῆς παρθένος εὐειδὴς μὲν οὔ , ὡραία δέ , ἀληθινοῦ καὶ ἀρχαίου
5139222 παρελθουσα
. κωλυόντων δὲ αὐτὴν τῶν Ἑλλανοδικῶν τὸν ἀγῶνα θεάσασθαι , παρελθοῦσα ἐδικαιολογήσατο πατέρα μὲν Ὀλυμπιονίκην ἔχειν καὶ τρεῖς ἀδελφοὺς καὶ
” ἔφη ” σοφωτέραν τὴν ἀλώπεκα ἡγούμην ἄν , εἰ παρελθοῦσα ἔσω μὴ ἥλω , ἀλλ ' ἐξῆλθε τοῦ σπηλαίου
5106245 ἠνορεης
Κόλχοις αὐτῷ τ ' Αἰήτῃ ὑπερήνορι , νῦν δὲ λάθεσθε ἠνορέης , ὅτε μοῦνοι ἀποτμηγέντες ἔασιν . ” Ὧς φάτο
Πριάμοιο , Διὸς παράκοιτιν ἐάσας καὶ θαλάμων βασίλειαν ἀτιμήσας Ἀφροδίτην ἠνορέης ἐπίκουρον ἐπαινήσειας Ἀθήνην . φασί σε κοιρανέειν καὶ Τρώιον
5069338 λεκτρον
καὶ πόρεν ὄλβον ἀθέσφατον ἐνναέτῃσιν . ἔνθα τότ ' ἐστόρεσαν λέκτρον μέγα : τοῖο δ ' ὕπερθε χρύσεον αἰγλῆεν κῶας
ὅμως . ἡγησάμην οὖν , εἰ παραζεύξειέ τις χρηστῷ πονηρὸν λέκτρον , οὐκ ἂν εὐτεκνεῖν , ἐσθλοῖν δ ' ἀπ
5064221 Καλλιροη
πόσων δὲ δακρύων ὁμοῦ καὶ φιλημάτων ; πρώτη μὲν ἤρξατο Καλλιρόη διηγεῖσθαι , πῶς ἀνέζησεν ἐν τῷ τάφῳ , πῶς
εὐγενῶν . ἀλλὰ ταχεῖαν ἐποίησεν ὁ θεὸς τὴν μεταβολήν : Καλλιρόη γὰρ εἰσδραμοῦσα περιεπλάκη τῇ Στατείρᾳ . ” χαῖρε “
5042295 Κυπρι
ἔχοντα ] ἃς πῶς ποτ ' , ὦ δέσποινα ποντία Κύπρι , βινεῖν δύνανται , τῶν Δρακοντείων νόμων ὁπόταν ἀναμνησθῶσι
πνέοισιν [ [ ] ἔνθα δὴ σὺ στέμματ ' ἔλοισα Κύπρι χρυσίαισιν ἐν κυλίκεσσιν ἄβρως ὀμμεμείχμενον θαλίαισι νέκταρ οἰνοχόαισον .
5027638 Τερψιχορη
: μέγαν γὰρ ἔσεσθαι τοῖς Ἕλλησιν κίνδυνον ἐκ τούτου . Τερψιχόρη δὲ ἐπιφανεῖσα τὸ τοῦ παιδὸς σῶμα ἀνείλετο . ὡς
, ἡ δὲ κατὰ τὸ τέλος . 〛 Μοῦσα : Τερψιχόρη . Θ . Κλεοφῶντος : Κλεοφῶν στρατηγὸς τῶν Ἀθηναίων
5012488 ἐτεκες
, μῆτερ , εἰμί , παῖς σέθεν Πενθεύς , ὃν ἔτεκες ἐν δόμοις Ἐχίονος : οἴκτιρε δ ' ὦ μῆτέρ
καταπνευσθεὶς ἐνθουσιῶν ἀνεφθέγξατο : „ ὦ μῆτερ , ἡλίκον με ἔτεκες , ἄνθρωπον μάχης καὶ ἄνθρωπον ἀηδίας πάσης τῆς γῆς
5009079 ὁρως
θεοῖσιν ἔμμην ' ἱερὰ τοῖς σωτηρίοις . Ἐγὼ δ ' ὁρῶς ' ἡ δύσμορος κατὰ στέγας κλαίω , τέτηκα ,
ἀλλὰ γὰρ βαρέως φέρω τάλαινα πολὺν ἤδη χρόνον , προπηλακιζομένας ὁρῶς ' ἡμᾶς ὑπὸ Εὐριπίδου τοῦ τῆς λαχανοπωλητρίας καὶ πολλὰ
4994197 Σκιωνη
: Φίλυρα δέ τοι ἐπαύσατο πορνευομένη νέα ἔτι οὖσα καὶ Σκιώνη καὶ Ἱππάφεσις καὶ Θεόκλεια καὶ ἄλλαι . ὅτι Ναίδι
. Φιλύρα γέ τοι ἐπαύσατο πορνευομένη ἔτι νέα οὖσα καὶ Σκιώνη καὶ Ἱππάφεσις καὶ Θεόκλεια καὶ Ψαμάθη καὶ Λαγίσκα καὶ
4989574 ἀκουσασα
, εἰ πεύσῃ τὰ σιωπώμενα κακά : ὀλῇ : ἀπολῇ ἀκούσασα τὸ πάθος . οὕτως γὰρ δεινόν ἐστιν ὡς καὶ
γύναι , θεασαμένη τὴν Ἀφροδίτην εἰκόνα βλέπειν σεαυτῆς . ” ἀκούσασα δὲ ἡ Καλλιρόη δακρύων ἐπλήσθη καὶ λέγει πρὸς ἑαυτὴν
4967089 ὀδυρομενη
γε τοὺς ἐλεεινὰ κατήσθιε τετριγῶτας : μήτηρ δ ' ἀμφεποτᾶτο ὀδυρομένη φίλα τέκνα : τὴν δ ' ἐλελιξάμενος πτέρυγος λάβεν
θάνατον πόροι Ἄρτεμις ἁγνὴ αὐτίκα νῦν , ἵνα μηκέτ ' ὀδυρομένη κατὰ θυμὸν αἰῶνα φθινύθω , πόσιος ποθέουσα φίλοιο παντοίην
4965287 Ἰσι
εἰς τὸν οὐρανὸν εἶπεν “ διάδημα τῆς ὅλης οἰκουμένης , Ἶσι μυριώνυμε , ἐλέησον τόνδε τὸν ἐργάτην , τὸν κακοπαθοῦντα
. Ἰσίδωρος ἔγραψε . χαῖρε , Τύχη Ἀγαθή , μεγαλώνυμε Ἶσι μεγίστη , Ἑρμοῦθι : ἐπί σοι πᾶσα γέγηθε πόλις
4943755 μειδιοωσα
τὴν δ ' Ἥρη ῥαδινῆς ἐπεμάσσατο χειρός , ἦκα δὲ μειδιόωσα παραβλήδην προσέειπεν : “ Οὕτω νῦν Κυθέρεια τόδε χρέος
κραταιόν , ἀιδίη , πολύμορφε , ποθεινοτάτη , χλοόμορφε : μειδιόωσα , μάκαιρα , τάδ ' ἱερὰ δέξο προθύμως ,
4942796 χηρα
ἡ ἐν ταῖς βασιλείαις ἐντυγχάνουσα τῷ προφήτῃ γυνὴ χήρα : χήρα δ ' ἐστίν , οὐχ ἥν φαμεν ἡμεῖς ,
τὸν πρωτόγαμον ἄνδραν , ἀλλὰ τὸν δευτερόγαμον , εἰ γυνὴ χήρα πέλει : ἐν δὲ Τοξότῃ , Ὑδροχῷ , πρὸς
4923021 Αὐτη
ἀχύρων τετρύγηκας σῖτον : ἐπὶ τῶν μηδενὸς ἀγαθοῦ μεταλαγχανόντων . Αὐτὴ νῦν ἡ σοφία ζῇ : ἐπί τινος εὐδαιμονοῦντος .
νερτάτου τοῦ κνημιαίου , παρὰ τὴν ἔνδεσιν τοῦ ποδός . Αὐτὴ δὲ διὰ τῆς ἐπιγουνίδος ἐς τὸ ἐντὸς διὰ τῆς
4902508 ἑκουσα
περικαλλοῦς καὶ περιμαχήτου ἡδονῆς ἐστι τὰ μεγάλα μυστήρια : ἅπερ ἑκοῦσα ἀπεκρύψατο δέει τοῦ μὴ γνόντα σε ἀποστραφῆναι τὴν εἰς
: κοὐδέποθ ' ἑκοῦσα τἀνδρὶ τὠμῷ πείσομαι . κοὐδέποθ ' ἑκοῦσα τἀνδρὶ τὠμῷ πείσομαι . Ἐὰν δέ μ ' ἄκουσαν
4900324 πρασσει
θεῶν τε πνεῦμ ' ἔρως θ ' ὑμνῳδίας ὅστις δὲ πράσσει πολλὰ μὴ πράσσειν παρόν , μῶρος , παρὸν ζῆν
ἀπαιδεύτου ἔργον τὸ ἄλλοις ἐγκαλεῖν , ἐφ ' οἷς αὐτὸς πράσσει κακῶς : ἠργμένου παιδεύεσθαι τὸ ἑαυτῷ : πεπαιδευμένου τὸ
4897936 ἑστιουχον
αὐγάν . κλυοῦς ' ἐμοῦ δὲ Ναΐδων τις παρ ' ἑστιοῦχον σέλας πολλὰ διώξεται ? ? . Νύμφας δέ τοι
τὴν Θρᾴκην διελθόντες μόλις ἥκουσιν ἐπὶ τὴν Περσίδα γῆν τὴν ἑστιοῦχον καὶ τὴν ἔχουσαν αὐτῶν τὴν ἑστίαν : ὥστε στένειν
4892748 ἐπιδημει
εἰργάσατο , τοῦτον δὴ τὸν ἄνδρα , δι ' ὃν ἐπιδημεῖ μὲν ἡ δίκη , βία δὲ οἴχεται , πανήγυρις
γενναῖά τε καὶ ἥμερα καὶ διελθὼν λόγον οὐ μακρὸν ” ἐπιδημεῖ ” ἔφη „ ὁ Τυανεύς ; „ ” ναὶ
4885382 δυστηνον
ἑκόντες , ἕως αὐτῶν τοῦτ ' ἐν ταῖς ψυχαῖς τὸ δύστηνον ἐνοικεῖ πάθος : οἵ γε τελευτῶντες ὑπὸ τυράννῳ ποιήσασθαι
τέλος δέ οἱ ἔπλετ ' ὄλεθρος . ὃς καὶ τὸν δύστηνον ὑπήγαγε κόσσυφον ἄτῃ δμηθῆναι , χαλεπῆς δὲ γάμων ἤντησεν
4882900 Φαιδρα
Διός . Εὐφράσθη ] Πράξειν ] Παρασχεῖν . Ποιάεντα ] Φαιδρά . Στάθμαν ] Γραμμήν , τέρμονα . Ἀμειβόμεναι ]
Διός . Εὐφράσθη ] Πράξειν ] Παρασχεῖν . Ποιάεντα ] Φαιδρά . Στάθμαν ] Γραμμήν , τέρμονα . Ἀμειβόμεναι ]
4880621 κομιζεις
ἅπαντα παίζειν . Παφίη , φύλαγμα κόσμου , τὸ τελεσφόρον κομίζεις , ἀνὰ νύκτα καὶ καθ ' ἧμαρ διὰ νυμφίων
συμμαρτυρήσῃ αὐτῷ πρὸς τοὺς δικαστάς . . ὃν μετὰ σοῦ κομίζεις . Θ . διαρραγείης : Σχισθείης , ἀφανισθείης .
4878904 παρθενος
. . ὡς ὄφελεν καὶ Φρίξον , ὅτ ' ὤλετο παρθένος Ἕλλη , κῦμα μέλαν κριῶι ἅμ ' ἐπικλύσαι :
εὔδαιμον γένος κυοφορεῖν , Ἰσαάκ . ἡ δ ' ἀεὶ παρθένος ὑπὸ ἀνδρός , ᾗ φησι , συνόλως οὐ γινώσκεται
4863830 πρεπωδεστατην
τῷ λόγῳ κτίσαντες καὶ ἱδρυσάμενοι πρότερον ἣν ἐνόμιζον οἰκειοτάτην καὶ πρεπωδεστάτην εἶναι τῇ κτισθείσῃ πολιτείαν διὰ τῆς τῶν νόμων θέσεως
ὑπερέχοντας ἐλευθέρᾳ τε πόλει τὴν ἰσονομίαν ἀποφαίνοντες ἀσφαλεστάτην οὖσαν καὶ πρεπωδεστάτην τῶν πολιτειῶν . Χαλεπῆς δὲ καὶ δυσκρίτου τῆς αἱρέσεως
4858768 σεμνη
γὰρ ἄλλην , ἣν σῴζειν τὰς πολιτείας νενόμικεν . ἡ σεμνή . ὡς εὐδοκιμοῦσα μᾶλλον τῶν ἄλλων τῆς μουσικῆς εἰδῶν
, ὀλβιόμοιρε , ἣ κατέχεις ὀρέων δρυμούς , ἐλαφηβόλε , σεμνή , πότνια , παμβασίλεια , καλὸν θάλος , αἰὲν
4845512 Πολυξενη
οὐδαμόθεν ὁρῶ φιλίαν γενησομένην . εἴτε γὰρ αὐτῷ ποτε συγκαθεύδουσα Πολυξένη λάβοι τι τοιοῦτον εἰς νοῦν : τοὺς ἐμοὺς οὗτος
συνοικῆσαι τῷ πάντων ἐχθίστῳ . ἔστι δὲ ταύτης καὶ ἡ Πολυξένη τῆς γνώμης . ὡς γὰρ ἐκ τῶν βασιλείων ἕτοιμος
4844671 ποθουσα
γὰρ κεκλήσῃ γυνή . κἀκείνη περιβλέψασα πάντας ἀπῄει δακρύουσα , ποθοῦσα τὸν Ζαριάδρην ἰδεῖν : ἐπεστάλκει γὰρ αὐτῷ ὅτι μέλλουσιν
οὐδὲν κέρδος ἐν τοῖς κακοῖς ἡ σιωπή : ἡ γὰρ ποθοῦσα : ἡ γὰρ καρδία ἐπιζητοῦσα πάντα ἀκούειν δαπανᾶται :
4841029 θρεψατο
ἀντιπέτροιο θοὸν τέκεν ἰθυντῆρα , οὐχὶ Κεράσταν , ὅν ποτε θρέψατο ταυροπάτωρ , ἀλλ ' οὗ πειλιπὲς αἶθε πάρος φρένα
' ἔτικτε , Γαίας θυγάτηρ : ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν ] Ναίδος δὲ καὶ Πηνειοῦ τὸν Ὑψέα
4840411 δυστυχεστατη
παράγραφος . δυσδαίμων σφιν ἡ τεκοῦσα : ἡ μήτηρ αὐτῶν δυστυχεστάτη ἀπὸ πασῶν γυναικῶν ὅσαι παῖδας ἐποίησαν , θεμένη καὶ
τὸν Μοίριδος . Ἡ δὲ ἐν ὀργῇ γενομένη πασῶν ἔφη δυστυχεστάτη γυναικῶν ἐγώ : τὴν ζήλην περιάξομαι , δι '
4826207 ῥιψασα
οὐδὲ ἐς ταύτην μοι τὴν χρείαν ἐπιτήδειον ἐγένου . καὶ ῥίψασα αὐτὸ ξίφει ἑαυτὴν διεχρήσατο . κατά τι πυθόχρηστον ἧκε
. ἐς πέδον ] εἰς τὴν γῆν . χέουσα ] ῥίψασα . ἔβαλλ ' ] ἐτίτρωσκεν . θυτήρων ] τῶν
4808653 πτεροεσσα
δυωδεκάωρος ὁδεύει , Ἠελίου λάμποντος ὁμόδρομος : ἱσταμένη δὲ ἀργυφέη πτερόεσσα χαράσσετο σύνδρομος Ὥραις , καὶ διδύμους γλαγόεντας ἐπισφίγγουσα φυλάσσει
, βεβῶσα , ποτωμένα , νόθον ἴχνος ἀειρομένα δρομάς , πτερόεσσα μὲν ἦν τὰ πρόσω γυνά , τὰ δὲ μέσσα
4804045 Ἀμηστρις
συμβουλεύουσιν Ἀρτοξάρης τε ὁ Παφλαγὼν εὐνοῦχος , ἀλλὰ καὶ ἡ Ἀμῆστρις , σπουδῆι σπείσασθαι . πέμπεται οὖν Ἀρτάριός τε αὐτὸς
τὴν δὲ τοῦ βασιλέως θυγατέρα ὁ τοῦ Ἰδέρνεω υἱός . Ἀμῆστρις ἦν ἡ θυγάτηρ , τῶι δὲ ταύτης νυμφίωι ὄνομα
4799330 Τιτανις
ἡ παλαιγενὴς ] ἡ γηραιά διῆλθε ] διηγήσατο , εἶπεν Τιτανὶς ] ἡ ἐκ Τιτάνων καταγομένη ἡμέτερα † ἐν τοῖς
Ἡρακλῆς . κλεινός ] Ὁ Ἡρακλῆς . . . : Τιτανὶς ] Ἡ μία τῶν Τιτάνων . : Τιτᾶνες ἐκαλοῦντο
4798148 εἰκασμενη
μεγάλη τε καὶ μεγάλην ψῆφον ἔχουσα καὶ πρὸς τὴν Ῥώμην εἰκασμένη τοῖς ὅλοις ἐπισπασθῇ πρὸς τὴν ἀρετὴν τοῦ νέου καὶ
' αὐτῷ τῆς νεὼς συνεμβέβηκεν Ἀθηνᾶ , Μέντορι τὴν μορφὴν εἰκασμένη πάλιν , ἀνδρὶ πρὸς φροντίδας τὴν διάνοιαν ἔχοντι ,
4788932 Κλειω
δὲ προσηγορίᾳ τὸν οἰκεῖον λόγον ἀπονέμοντές φασιν ὠνομάσθαι τὴν μὲν Κλειὼ διὰ τὸ τὸν ἐκ τῆς ποιήσεως τῶν ἐγκωμιαζομένων ἔπαινον
τὰ ἐκ τοῦ Ἑλικῶνος ἀγαθὰ ἔχουσα , οὐχ ὥσπερ ἡ Κλειὼ καὶ ἡ Πολύμνια καὶ ἡ Καλλιόπη καὶ αἱ ἄλλαι
4784862 Οὐαλερια
κατὰ πλῆθος εἰς οἰκίαν δύστηνον καὶ ταπεινήν ; καὶ ἡ Οὐαλερία ἔλεξεν : Ἐν ἐσχάτοις οὖσαι κινδύνοις καὶ αὐταὶ καὶ
ʹʹδʹʹ μʹ ∠ ʹʹιβʹʹ Λάξτα ιγʹ γʹʹ μʹ ∠ ʹʹ Οὐαλερία ιβʹ ∠ ʹʹ μʹ γʹʹ ιβʹʹ Ἰστόνιον ιαʹ ∠
4781932 κορη
μοι δραχμῆς . οὐ φιλοτάριχος οὐδαμῶς εἰμ ' , ὦ κόρη . οἷα δ ' ἡ χώρα φέρει διαφέροντα πάσης
Ἄρτεμιν . ἐλάμβανε δὲ τὴν ἱερωσύνην τῆς θεοῦ τότε ἔτι κόρη παρθένος . Ἀριστοκράτης δέ , ὥς οἱ πειρῶντι τὴν
4779230 Εὐρυκλεια
ὑπέρβη λάϊνον οὐδόν . τὸν δὲ πολὺ πρώτη εἶδε τροφὸς Εὐρύκλεια , κώεα καστορνῦσα θρόνοις ' ἔνι δαιδαλέοισι , δακρύσασα
εἰσι . ” τὸν δ ' αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια : “ τοιγὰρ ἐγώ τοι , τέκνον , ἀληθείην
4779171 Πενθεως
, ὅτι φιλοφρόνως αὐτὸν ὑπεδέξατο , τὴν ὕβριν φεύγοντα τοῦ Πένθεως . ΓΘ ἐκπίω ] πρὸς τὸ ὑπ ' ἐκείνου
, ὅτι φιλοφρόνως αὐτὸν ὑπεδέξατο , τὴν ὕβριν φεύγοντα τοῦ Πένθεως . ΓΘ ἐκπίω ] πρὸς τὸ ὑπ ' ἐκείνου
4778344 ἠβουλου
γὰρ δήπου τὸν ἐντυχόντα , ἀλλ ' αὐτὸν ἐκεῖνον ὃν ἠβούλου . ἦ γάρ ; Ναί . Οὐκοῦν καὶ εἰ
; Ἄτοπον . Ἄγε , σὺ δ ' ἂν νοσῶν ἠβούλου φιλοστόργους οὕτως ἔχειν τοὺς προσήκοντας τούς τ ' ἄλλους
4776759 ἀλγεει
γαστέρα , καὶ τὰ σκέλεα εἰρύαται , καὶ τὰς κοχώνας ἀλγέει , καὶ ὁκόταν ἀποπατήσῃ , ὀδύναι ἴσχουσιν ὀξέαι ,
καὶ πλείων ἡ χολὴ γίνηται ἐπὶ τῷ ἥπατι , αὐτίκα ἀλγέει τὸ ἧπαρ , ὅπερ οἱ παῖδες καρδίην καλέουσι ,
4776091 ἐννυχον
; ὦ πότνια Χθών , μελανοπτερύγων μᾶτερ ὀνείρων , ἀποπέμπομαι ἔννυχον ὄψιν [ ἣν περὶ παιδὸς ἐμοῦ τοῦ σωιζομένου κατὰ
τοῖς παισὶ σιδήρῳ τὸ δῶμα καταλαχεῖν , ἀλλὰ καὶ Ἐτεοκλῆς ἔννυχον ὄψιν εἶδε τοῦτο φαντάζουσαν . . δατήριοι ] μερίστριαι
4770090 Πανθεια
οὐδείς μου τὴν παρθενίαν κατῄσχυνε . ” καταπεσοῦσα οὖν ἡ Πάνθεια πάλιν ἔστενεν . ἡμεῖς δὲ ἐσκοποῦμεν , καθ '
ἡ δὲ τροφὸς ἀνωλοφύρατό τε καὶ περιεκάλυπτεν ἄμφω ὥσπερ ἡ Πάνθεια ἐπέστειλεν . ὁ δὲ Κῦρος ὡς ᾔσθετο τὸ ἔργον
4760485 Δαφνη
μόνη δὲ καθ ' αὑτὴν διαιτᾶται : τρέφει γὰρ ἡ Δάφνη οὐδὲν οὔτε τῶν ἰοβόλων οὔτε δὴ τῶν θηρῶν ,
γῆς τε καὶ ὕδατος ἅπαν ὃ γίνεται πρόεισι , βεβαιοῖ Δάφνη τὴν κοινὴν ἁπάντων γονήν , Γῆς προελθοῦσα καὶ Λάδωνος
4759723 Προκνη
. Φιλομήλα μὲν δὴ Τηρεὺς ἦν βοῶσα τῷ φόβῳ , Πρόκνη δὲ τὸν Ἴτυν θρηνοῦσα Ἴτυ Ἴτυ ἐλεεινῶς ἐφθέγγετο .
ἀνήρ : αἱ δύο γυναῖκες , Φιλομήλα χελιδών , καὶ Πρόκνη ἀηδών . πόλις αὐταῖς Ἀθῆναι . Τηρεὺς ὁ ἀνήρ
4758767 πολυφαρμακος
Γᾶ , θεῶν ⌊ μᾶτερ ἀξύνετ ! ! [ ὁ πολυφάρμακος ? [ κάρβανος αἰθὸς ! ´ ? [ ὁ
ἐν τῇ Λακωνικῇ τὰ πολλὰ τούτων : καὶ γὰρ αὕτη πολυφάρμακος . ἐν Ἀχαίᾳ δὲ ἥ τε τραγάκανθα πολλὴ καὶ
4741116 λαβους
ἑτέρους δεῖ , τοὺς δὲ διώκειν . Σὺν ἐλαίῳ ὠτογλυφίδα λαβοῦς ' ἀνασκάλλεται . Τὸ γὰρ ἕψημά σου γευόμενος ἔλαθον
. . . . . . . . ἅμα δὲ λαβοῦς ' ἠφάνικε πηλίκον τινὰ οἴεσθε μέγεθος ἀρεσιαν ; μέγαν
4734383 κλαιε
περὶ ἐκεῖνα ἀναστρέφου , ἃ κτήσασθαι θέλεις , καὶ τότε κλαῖε , ἐάν σοι μὴ προχωρῇ : κλαίειν γὰρ ἄξιος
ἔτετμεν , ἀλλ ' ὅ γ ' ἐπ ' ἀκτῆς κλαῖε καθήμενος , ἔνθα πάρος περ , δάκρυσι καὶ στοναχῇσι
4722282 Καλλιοπη
διὰ φροντίδος ἐστὶν αὐτοῖς , ἤγουν τοῖς Λοκροῖς , ἡ Καλλιόπη , τουτέστι καὶ ποιητικοί εἰσι , καὶ ὁ Ἄρης
ἐπ ' ἄκρον , ἢ εἴπερ ἡ μήτηρ αὐτὸν ἡ Καλλιόπη κιθαρίζοντα ἐπῄνεσέ τε καὶ εἶπε καταψήσασα ἅμα τὴν κεφαλήν
4717571 μακαριτας
ἂν εἰπεῖν ἔχοι . . ἦ ῥ ' ἀΐει μου μακαρίτας ] ἆρα ἀκούει μου ὁ μακαρίτης Δαρεῖος , ὁ
ἀντὶ τοῦ βάλλ ' εἰς Ἅιδου . ὅθεν τοὺς ἀποθανόντας μακαρίτας ἔθος καλεῖν : ἢ ὅτι ἡ Μακαρία θυγάτηρ οὖσα
4717347 μαγικην
οἱ τοῦ σώματος χαρακτῆρες ἀνθρωπόμορφοι . τὴν μὲν οὖν ἀληθῆ μαγικήν , ὀπτικὴν ἐπιστήμην οὖσαν , ᾗ τὰ τῆς φύσεως
τοξικήν , Ἀπολύων διὰ τὴν ἰατρικήν , Ὁμοπολῶν διὰ τὴν μαγικήν : τὰ πάντα γὰρ ἁρμονίᾳ πολεῖ . οὗτος δὲ
4715882 Προκρις
Πρόκριν δέξασθαι τοῦτο , καὶ συμμιγῆναι αὐτῷ . Ἡ δὲ Πρόκρις ἐποφθαλμίσασα τῷ κόσμῳ , καὶ τὸν Κέφαλον ὁρῶσα κάρτα
τοῦτο τὸ χρυσίον , εἰ αὐτῷ συγγένοιτο . ἡ δὲ Πρόκρις τὸ μὲν πρῶτον ἀπολέγεται τὸν χρυσόν , ἐπεὶ δὲ
4714335 ἀντιαζω
τις εἶτα μηδὲ τοῦτ ' ἔχῃ λαβεῖν . Ἀλλ ' ἀντιάζω , πρὶν πανωλέθρους τὸ πᾶν ἡμᾶς τ ' ὀλέσθαι
† παρατόνους χέρας . ὑπάκουσον ἄκουσον , ὦ μᾶτερ , ἀντιάζω . ἐγώ ς ' ἐγώ , μᾶτερ , †
4710015 ἀβρα
ἐλελοίπει τὸ γνῶμα . ἄβρα : οὔτε ἁπλῶς ἡ θεράπαινα ἄβρα λέγεται οὔτε ἡ εὔμορφος , ἀλλ ' ἡ οἰκότριψ
[ ] τοὺς ἀπογεγηρακότας , οἷς ἐλελοίπει τὸ γνῶμα . ἄβρα : οὔτε ἁπλῶς ἡ θεράπαινα ἄβρα λέγεται οὔτε ἡ
4708566 διζεο
καὶ ὁ πατὴρ ἤκουσεν ἐπικροτούσης τὸ αἰδοῖον καὶ βοώσης δίζεο δίζεο δὴ μέγαν ἄνδρ ' . ἐς ἀθ . .
Ἀθήνας ἤκουσε τῆς θυγατρὸς γυμνῆς τυπτούσης τὸ ἐπείσιον καὶ λεγούσης δίζεο σευ μάλα ἐς θαλερὸν πόσιν ἢ ἐς Ἀθήνας ἢ
4707772 ἐνεδυσατο
. Καὶ ἐξεδύσατο Ἀσενὲθ τὴν στολὴν αὐτῆς τὴν βασιλικὴν καὶ ἐνεδύσατο τὴν μέλαιναν καὶ ἔλυσε τὴν ζώνην αὐτῆς τὴν χρυσῆν
ἐμιμεῖτο δὲ τὸν Παυσανίου μηδισμὸν καὶ καθομιλῶν Φαρνάβαζον τὴν Περσικὴν ἐνεδύσατο στολὴν καὶ τὴν Περσικὴν ἔμαθε φωνὴν καθὰ καὶ Θεμιστοκλῆς
4703633 ἐδεξω
καὶ σύμπαντός γε τοῦ περὶ τὸν Ὅμηρον χοροῦ , ὃν ἐδέξω μὲν νέος ὤν , ὡς εἰκὸς τὸν τηλικοῦτον ,
ἰχθύες ἀκολούθως ἐποίησε καὶ Ἀρχίλοχος : πολλὰς δὲ τυφλὰς ἐγχέλυας ἐδέξω . οἱ δ ' Ἀττικοί , καθὼς Τρύφων φησί
4701338 μαργον
σέθεν , σάφ ' οἶδ ' ἐγώ . ἐξῶλές ἐστι μάργον Αἰγύπτου γένος μάχης τ ' ἄπληστον : καὶ λέγω
τέρμα γένοιτο κιχεῖν . σὴ σοὶ γῆ . σὺ δὲ μάργον ἔχων καὶ ἀγήνορα θυμόν φεύγεις , ἰκτίνου σχέτλιον ἦθος
4691589 εἰσδραμουσα
ῥέξω ; Κραδίη , φύγοις τὸ τάρβος , ἔχε θάρσος εἰσδραμοῦσα : φιλίης πνέουσι Μούσης , νοερῶν λόγων κρατοῦσι ,
, ἄρτων ἑώλων πᾶσα καὶ κρεῶν πλήρης . ταύτην ἀλώπηξ εἰσδραμοῦσα τὴν πήρην ἐξέφαγε : γαστὴρ δ ' , ὥσπερ
4686817 φιληματ
καὶ γάρ μ ' ἔθρεψε σμικρὸν ὄντα , πολλὰ δὲ φιλήματ ' ἐξέπλησε , τὸν Ἀγαμέμνονος παῖδ ' ἀγκάλαισι περιφέρων
] τῆι τε παιδὶ [ περιβολαὶ ] τὸ πρῶτον [ φιλήματ ] ' : οὐκ ἀηδὴς διατριβή τις αὐτῶν [
4682969 θνατοισιν
βραδίνοις ἐπεβ ! [ ὄργας μὴ ' πιλάθε ! [ θνάτοισιν ? ? : πεδ´χ ? [ [ ] δαλίω
βραδίνοις ἐπεβ ! [ ὄργας μὴ ' πιλάθε ! [ θνάτοισιν ? ? : πεδ´χ ? [ [ ] δαλίω
4682288 μισησασα
τοῦ Ἀρκεοφῶντος κατακαιόμενον ἰδεῖν . καὶ ἡ μὲν ἐθεᾶτο , μισήσασα δὲ τὸ ἦθος Ἀφροδίτη μετέβαλεν αὐτὴν καὶ ἐποίησεν ἐξ
καὶ μέγα κλαύσασα τὴν παλαιὰν τροπὴν τὰ μὲν ἐκείνης ἔγγονα μισήσασα ἀποστραφῇ , οἷς δ ' ὑφηγεῖται ὁ ἑρμηνεὺς τοῦ
4679309 Στρατονικη
, γυναικὸς τοῦ Ἀσσυρίων βασιλέως . Δοκέει δέ μοι ἡ Στρατονίκη ἐκείνη ἔμμεναι , τῆς ὁ πρόγονος ἠρήσατο , τὸν
καὶ τὸ ἔργον ἐς ἐμφανὲς ἤνεικεν . ἰδοῦσα δὲ ἡ Στρατονίκη τὰ οὔποτε ἔλπετο , μανίης μὲν ἐκείνης ἔσχετο ,
4673047 κρηπιδας
μεταβαλοῦσα καὶ αὐτὴ τὸ ὄνομα ἀνελομένου Θησέως ὑπ ' αὐτῇ κρηπῖδας τὰς Αἰγέως καὶ ξίφος : πρότερον δὲ βωμὸς ἐκαλεῖτο
βακτηρίαν αὐτὸς ἐπενόησε . φησὶ δὲ καὶ Ἴστρος τὰς λευκὰς κρηπῖδας αὐτὸν ἐξευρηκέναι , αἷς ὑποδεσμεύονται οἵ τε ὑποκριταὶ καὶ
4663668 πετασον
ἀπόγεια , τὴν ἀποβάθραν ἀνελώμεθα , τὸ ἀγκύριον ἀνεσπάσθω , πέτασον τὸ ἱστίον , εὔθυνε , ὦ πορθμεῦ , τὸ
δὲ καὶ τὴν τοῦ Ἑρμοῦ τά τε πέδιλα καὶ τὸν πέτασον ἐπὶ τῇ κεφαλῇ καὶ τὸ κηρύκειον ἐν τῇ χειρί
4660206 μειδιωσα
οὐκ ἄχρι τοῦ καγχαρίζειν ῥᾳδίως καθάπερ σὺ εἴωθας , ἀλλὰ μειδιῶσα ἡδὺ καὶ ἐπαγωγόν , εἶτα προσομιλοῦσα δεξιῶς καὶ μήτε
ἄλλως καὶ δυσμενὴς καὶ ἐπίβουλος , ἰδεῖν δὲ ἱλαρὰ καὶ μειδιῶσα πρὸς ἅπαντας σαρδάνιον μάλα τοῖον [ χαλεπὴ δὲ ἡδονὴ
4655554 Ἡδε
πολύπλακον . Νυκτιπόρον : νυκτίπατον . Ὠπήσαιο : βλέψοιο . Ἡδέ : καὶ αὕτη : κυρτοῦται : στραβόννεται . Κυρεῖ
πολύπλακον . Νυκτιπόρον : νυκτίπατον . Ὠπήσαιο : βλέψοιο . Ἡδέ : καὶ αὕτη : κυρτοῦται : στραβόννεται . Κυρεῖ
4652982 ψαυουσα
δὲ αὐτῷ κατὰ τὰ Σφαιρικὰ κατά τι μέρος τῶν νοτίων ψαύουσα οὐρὰ Κήτους , ἐκ δὲ τῶν κατὰ τὸν νότιον
δικαιόπολις καὶ δικαιοτάτη Αἴγινα , οὐ κεῖται μακρὰν τῶν Χαρίτων ψαύουσα τῶν Αἰακιδῶν ἐν ἀρεταῖς κλειναῖς : ἤγουν μιμουμένη ἡ
4652334 δρακοντ
] ! ! [ ! ! ! ! ! ] δρακοντ ? [ ] [ ! ! ] φιδ ?
, εἰπών : παῖδες Ἀρίστωνος κλεινοῦ θεῖον γένος ἀνδρός . δρακοντ ? [ ] τηνου [ ] ὀργὴν ! [
4650087 Σαρπηδονες
ἀτυχίας : καὶ ὡς ἐκεῖνα πεπλεόνασται ἐξῆλθον Ἕκτορές τε καὶ Σαρπηδόνες : καὶ τὸ Πλατωνικόν , ὃ καὶ ἑτέρωθι παρετεθείμεθα
, ὦ ἀλεκτρυόνε . Πληθ . Οἱ κοιτῶνες , οἱ Σαρπηδόνες , οἱ ἀλεκτρυόνες . τῶν κοιτώνων , τῶν Σαρπηδόνων
4647429 υἱεα
καὶ υἷα : νὺξ δὲ μί ' ἧμιν ἔφηνε καὶ υἱέα πατρὶ γέροντι ἤπιον ἐκπάγλως καὶ ἀμεμφέα παιδὶ τοκῆα .
, οὐ μεῖον ἤ , ὡς λόγος , τὸν Κροίσου υἱέα . καὶ τὴν κύνα δὲ ἀνακαλεῖν ἀγαθόν : χαίρουσιν
4644092 τεκουσα
τὴν φήμην αἰδουμένη , / τὸν μὲν Σύρισκον ἀφαντοῖ , τεκοῦσα δὲ τὸ βρέφος / ἐν τοῖς ἀγροῖς ἐκτίθεται :
' ἐφώνει “ δυστυχὴς ἀποθνῄσκω : τὰ σπλάγχνα γάρ , τεκοῦσα , πάντα μου πίπτει . ” ἡ δ '
4642913 φρονουσα
ἡτέρα ἀμφίκρανον βρυαζούσης λέαιν ' ὥς ψυχὴ γὰρ εὔνους καὶ φρονοῦσα τοὔνδικον κρείσσων σοφιστοῦ παντός ἐστιν εὑρέτις βραχεῖ λόγῳ δὲ
λίσσομαι σιγᾶν πέρι . ὁρᾶις ; φρονεῖς μὲν εὖ , φρονοῦσα δ ' οὐ θέλεις παῖδάς τ ' ὀνῆσαι καὶ
4638740 σηι
? ? ἀετῶι ἐν [ τῆι ] θαλάσ - [ σηι γέγονεν ] ? λεγετε ? [ ! ! !
* οιγεγρα * * / * * * / * σηι ? ? * / * εσ ? ? *
4634793 οἰκουρος
μογῇς . γύναι , σὺ τοὺς ἥκοντας ἐκ μάχης νέον οἰκουρὸς εὐνήν τ ' ἀνδρὸς αἰσχύνους ' ἅμα , ἀνδρὶ
δή , εἴποτε ὁ θηρευτικὸς ἤγρευέ τι , καὶ ὁ οἰκουρὸς συμμετεῖχεν αὐτῷ τῆς θοίνης . ἀγανακτοῦντος δὲ τοῦ θηρευτικοῦ
4628782 δαμαρ
' ἐλευθέριος , δωροφόροις δὲ χέρεσσιν ἐδέξατο Νεῖλος ἄνακτα καὶ δάμαρ ἡ χρυσέοις ? ? πήχεσι λουομένη ἀπτόλεμον καὶ ἄδηριν
ἐμὴν παῖδ ' , ἣ δόμων ἐξώπιος βέβηκε πηδήσασα Καπανέως δάμαρ , θανεῖν ἐρῶσα σὺν πόσει . χρόνον μὲν οὖν
4627020 νεαιρετον
δάμαλιν Σοφοκλῆς ἔφη γηγενῆ βούβαλιν , καὶ Αἰσχύλος λεοντόχορτον βούβαλιν νεαίρετον . χ : σάκος γέρον ] λέγει δέ που
Σοφοκλῆς ἔφη γηγενῆ βούβαλιν , καὶ Αἰσχύλος : λεοντοχόρταν βούβαλιν νεαίρετον . καὶ ὅτι αἶγες καὶ ὄιες θήλειαι κέρατα πολλάκις
4626143 Ἐρωτων
τὸ πῦρ , τὸ κέντρον , τὸ βέλος τὸ τῶν Ἐρώτων , ὅ τι καὶ Κύπριν δαμάζει . Τὸ ῥόδον
τᾶς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε , πολλάκι ματέρ ' Ἐρώτων οὐρανίαν πτάμεναι νοήματι πρὸς Ἀφροδίταν , ὑμῖν ἄνευθ '
4626014 Θαλεια
. Κλειὼ μὲν γὰρ ἐφεῦρε ῥητορικήν , Εὐτέρπη αὐλητικήν , Θάλεια κωμῳδίαν , Μελπομένη τραγῳδίαν , Τερψιχόρη κιθαρῳδίαν , Ἐρατὼ
ἐχομένας ἀλλήλων . εἰσὶ δὲ ταῦτα τὰ ὀνόματα τούτων : Θάλεια , Εὐφροσύνη καὶ Ἀγλαΐα . ταύτας δὲ οὕτως ἐζωγράφουν
4622449 προσπιτνω
. τὸν πάλαι δ ' ἐγὼ πόσιν τιμῶσα Πρωτέως μνῆμα προσπίτνω τόδε ἱκέτις , ἵν ' ἀνδρὶ τἀμὰ διασώσηι λέχη
φάος ὁρμᾶται μήτηρ βασιλέως , βασίλεια δ ' ἐμή : προσπίτνω : καὶ προσφθόγγοις δὲ χρεὼν αὐτὴν πάντας μύθοισι προσαυδᾶν
4616153 Πειθω
ἅμιλλά τις Πειθοῦς καὶ Βίας καὶ ἀνύει τι μᾶλλον ἡ Πειθὼ τῆς Βίας ἐν τῷ μύθῳ καὶ γυμνοῖ πρόσθεν ὁ
Νέμεσις καὶ Ἀφροδίτη ἡ πάνδημος καὶ Ἥφαιστος καὶ Τύχη καὶ Πειθὼ καὶ Χάριτες καὶ Ὧραι καὶ Νύμφαι καὶ Ἑστία .
4614963 ὀσσομενη
ἠέ μ ' ἐϋπλόκαμος βάλοι Ἄρτεμις , ὄφρ ' Ὀδυσῆα ὀσσομένη καὶ γαῖαν ὕπο στυγερὴν ἀφικοίμην , μηδέ τι χείρονος
. . Σ . οὐ μὲν γάρ τοι ἐγὼ κακὸν ὀσσομένη τόδ ' ἱκάνω : ἡ διπλῆ ὅτι ἀπὸ τῶν
4614153 καταφιλουσα
. ” ταῦτα ἅμα λέγουσα ἐσκεύασέ με ὡς ἑαυτὴν καὶ καταφιλοῦσα , “ Ὡς εὐμορφότερος , ” ἔφη , “
[ τοῖς ] στέρνοις αὐτῆς προσθεῖσα [ ] καὶ λιπαρέστερον καταφιλοῦσα [ - ] τοῖς τε πρότερον δάκρυσι [ ]
4613620 Οὐετουρια
τὸν βουλόμενον , ἐκέλευσε τὴν μητέρα λέγειν . Καὶ ἡ Οὐετουρία παραστησαμένη τήν τε γυναῖκα τοῦ Μαρκίου καὶ τὰ τέκνα
τῶν ἀνθρωπίνων ἀγαθῶν . Παυσαμένου δ ' αὐτοῦ μικρὸν ἡ Οὐετουρία ἐπισχοῦσα χρόνον , ἕως ὁ τῶν περιεστηκότων ἔπαινος ἐπαύσατο
4610449 καταλιπουσα
, καὶ πάλιν ἐπὶ τῆς Ἑλένης , ὡς οὐχ ἥμαρτε καταλιποῦσα τὸν ἄνδρα καὶ τὴν θυγατέρα καὶ τὸν οἶκον ,
ὡρμήθην μετὰ σπουδῆς τὰς δεσποτικὰς σκηνὰς , τοῦ Ἀγαμέμνονος , καταλιποῦσα : † Ἑκάβη , σπουδῇ ἦλθον πρὸς σὲ λιποῦσα
4610184 Ἁιδαν
, πυρὸς τετακότας σποδῶι : ποτανοὶ δ ' ἤνυσαν τὸν Ἅιδαν . πάτερ , † σὺ μὲν σῶν † κλύεις
τάφον τε ματεύουσα τὸν αὐτόν , ἔμμοχθον καταλύσους ' ἐς Ἅιδαν βίοτον αἰῶνός τε πόνους : ἥδιστος γάρ τοι θάνατος
4606345 κωρα
δὲ τὸ πάθος ἔκθλιψις καὶ κρᾶσις . ἡ δέ τι κώρα : τὸ ἑξῆς : αὕτη δὲ ἡ κόρη ἀνὰ
καλὰ μὲν τὰ γένεια , καλὰ δέ μευ ἁ μία κώρα , ὡς παρ ' ἐμὶν κέκριται , κατεφαίνετο ,
4604971 Πειθοι
Βάκχοιο πάρεδρε , τερπομένη θαλίαισι , γαμοστόλε μῆτερ Ἐρώτων , Πειθοῖ λεκτροχαρής , κρυφία , χαριδῶτι , φαινομένη , ἀφανής
λαβών . Καταθεῖσα ταύτην προσλαβοῦ μοι τοῦ κάπρου . Δέσποινα Πειθοῖ καὶ κύλιξ φιλοτησία , τὰ σφάγια δέξαι ταῖς γυναιξὶν
4603414 τρεμοντος
' ἔσεσθαι , πρὸς θεῶν , βεβαμμένου [ ] , τρέμοντος ; ἀστείαν . ἐγὼ μὲν ἡδέως ἴδοιμ ' ἄν
, ὁπόσος ἀπ ' αὐτοῦ στάζει , βραχίονός τε ξυνεῖναι τρέμοντος , ὁ δὲ ἐρᾷ τοῦ ἄθλου . δηλοῖ δὲ

Back