; τοῦτο δ ' ἐστὶ καὶ πρὸς ἡμῶν , ὅπως ἤρεμον καὶ ἡσύχιον βίον διάγοιμεν , αὐτοὶ δὲ πάντα τὰ
δὲ ἡ παροιμία , παρόσον Βοιωτοὶ πρότερον βίον ἄλυπον καὶ ἤρεμον ἔχοντες , μετὰ τελευτὴν Λαΐου πολλοῖς κακοῖς περιέπεσον .
6785934 κακοχαρτος
, ὁ ταραχώδης καὶ κακόχαρτος ἐπακολουθήσει τοῖς ἀνθρώποις . δυσκέλαδος κακόχαρτος : ἀντὶ τοῦ οἱονεὶ ὁ ταραχώδης καὶ στασιώδης ἢ
ὅρκον ὀμεῖται . ζῆλος δ ' ἀνθρώποισιν ὀιζυροῖσιν ἅπασι δυσκέλαδος κακόχαρτος ὁμαρτήσει στυγερώπης . καὶ τότε δὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀπὸ
6746063 φονοισι
οὐδ ' ἱεμένοισι πάρεστιν : ἀλλήλους δ ' ὀλέκουσιν ἀμοιβαίοισι φόνοισι . καί κέ τις ἀγρονόμων ἢ βουκόλος ἤ τις
κεν ἑκὼν δελφῖσιν ἐπιφράσσηται ὄλεθρον . ἶσα γὰρ ἀνδρομέοισιν ἀπεχθαίρουσι φόνοισι δαίμονες εἰναλίων ὀλοὸν μόρον ἡγητήρων : ἶσα γὰρ ἀνθρώποισι
6730034 ἡσυχιον
δὲ Βουκόλον Μάνδραι καὶ Δρῦς : αἱ μὲν παρὰ τὸ ἡσύχιον τοῦ χωρίου καὶ σκεπανόνθαλάττῃ γὰρ ἀπηνέμῳ προσκλύζεται , Δρῦς
χρησιμώτατοι γεγόνασιν καὶ δεξιώτατοι πρὸς τοὺς ξένους . ἑλόμενοι τὸν ἡσύχιον καὶ ἀπράγμονα βίον ἐλαττοῦσθαι μᾶλλον ᾑροῦντο τὰ οἰκεῖα ἢ
6650743 τρομερον
διερρωγός , τὸ παλαιόν : ἢ τὸ ῥυσσὸν ἢ τὸ τρομερόν . * ῥικνῆεν : γηραιόν * γῆρας : τὸ
διερρωγός , τὸ παλαιόν : ἢ τὸ ῥυσσὸν ἢ τὸ τρομερόν . * ῥικνῆεν : γηραιόν * γῆρας : τὸ
6644227 ἀκορεστον
ἐπενθείτην μὲν οὖν καὶ τἄλλα ἐλοιδορείσθην βίαιον , πλεονέκτην , ἀκόρεστον , οὐδαμοῦ στῆναι δυνάμενον , τὰ τοιαῦτα ἀναισχυντοῦντες .
Ἀρσάκην ἱππιάνακτας , κἠγδαδάταν καὶ Λυθίμναν Τόλμον τ ' αἰχμᾶς ἀκόρεστον . ἔταφον ἔταφον , οὐκ ἀμφὶ σκηναῖς τροχηλάτοις ,
6575276 ἐμπληκτον
ἡ δὲ τοῦ φαύλου ἡδονὴ λεγομένη πρὸς τὴν θηριώδη καὶ ἔμπληκτον ὁμοιοῦται κίνησιν . ἡδοναὶ γὰρ καὶ λύπαι μεθιστᾶσιν ,
καὶ ἀκροσφαλές , φερόμενον , ἄπιστον , ἀσαφές , καὶ ἔμπληκτον . Εἰ τοιοῦτον ἡ ψυχή , οὔτέ τι οἶδεν
6553575 δαιμονιοι
ἐὰν δὲ κατὰ τὸ δαιμόνιον εἶδος τῆς ζωῆς ἱστῶνται , δαιμόνιοι καὶ αὐτοὶ γίνονται , ἐὰν δὲ κατὰ τὸ ἡρῷον
, ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων . . . . . αἰαῖ δαιμόνιοι , αἰαῖ δ ' ἀντιφόνων ἐκ θανάτων ἀραί .
6550192 προσερπον
γὰρ ἦσαν ῥιπαῖς ] ὁρμαῖς ὑποσυρίζει ] ὑπηχεῖ φοβερὸν τὸ προσέρπον ] ἤγουν φοβοῦμαι πᾶν τὸ ἐπερχόμενον . στροφὴ κώλων
, τὰν ὁ μέγας μῦθος ἀέξει . Ὤιμοι φοβοῦμαι τὸ προσέρπον : περίφαντος ἁνὴρ θανεῖται , παραπλήκτῳ χερὶ συγκατακτὰς κελαινοῖς
6539801 σκελλω
. παρὰ τὸ σκλῶ μονοσύλλαβον , ὅ ἐστι ἀπὸ τοῦ σκέλλω . Στεῖρα . παρὰ τὸ στῶ , οὗ παράγωγον
. . . ἀσκελές : τὸ σκληρόν : παρὰ τὸ σκέλλω ξηραίνεσθαι . . . . ἀσκωλιάζειν : ἐφ '
6534078 ῥηγμισιν
δ ' εἴδετ ' αὐτοὺς κἀντυχόντες εἵλετε ; ἄκραις ἐπὶ ῥηγμῖσιν ἀξένου πόρου . καὶ τίς θαλάσσης βουκόλοις κοινωνία ;
γε μὴν ἕδος ἐξέτι κείνου , ὅρρα θεᾷ ἥρωες ἐπὶ ῥηγμῖσιν ἔδειμαν , ἀνδράσιν ὀψιγόνοισι μένει καὶ τηλός ' ἰδέσθαι
6522674 ἐλελευ
γὰρ λιμῷ Μηλίους ἀνεῖλεν . ἐλελελεῦ : Ἐπίφθεγμα πολεμικὸν τὸ ἐλελεῦ . οἱ προσιόντες γὰρ εἰς πόλεμον τὸ ἐλελεῦ ἐφώνουν
, σύ τ ' οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς . ἐλελεῦ , ἐλελεῦ , ὑπό μ ' αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῖς μανίαι
6518803 χειροτονους
δηλοῖ . χειροτόνους ] μετὰ χειρῶν τάσεως γενομένας . θ χειροτόνους ] ἀπὸ τοῦ τείνω καὶ τοῦ χείρ . Ξ
πατρίδος αὐτῶν φερομένας . χειροτόνους ] τὰς διὰ χειρῶν . χειροτόνους ] τὰς διὰ τάσεως τῶν χειρῶν γινομένας . χειροτόνους
6510063 εὐκταιον
πλέον ἡμερωθέντων : κατὰ δὲ τὴν δεκάτην τοῦ βίου τὸ εὐκταῖον τέλος , ἔτι τῶν ὀργανικῶν μελῶν συνεστηκότων : φιλεῖ
δ ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων . Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν . Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας
6509288 τοιουδ
ἐρέει : σοὶ δ ' αὖ νέον ἔσσεται ἄλγος χήτεϊ τοιοῦδ ' ἀνδρὸς ἀμύνειν δούλιον ἦμαρ . ἀλλά με τεθνηῶτα
ζῶντά τ ' εὐσοίας χάριν . Τίς δ ' ἂν τοιοῦδ ' ὑπ ' ἀνδρὸς εὖ πράξειεν ἄν ; Ἐν
6507651 Κακη
σκιαί : ἐπὶ τῶν φοβουμένων τὰ μὴ ἄξια φόβου . Κακὴ μὲν ὄψις , ἐν δὲ δειλαῖαι φρένες : Κατὰ
χρεώστην , ἐὰν δὲ ᾖ λειψίφως ἡ Σελήνη ἐναντίως . Κακὴ δὲ ἡ Σελήνη ἐν τοῖς συνδέσμοις ἢ ἐν τῷ
6500654 νηπυτιος
' οὗ τριβωνευόμενοι οἱ τεχνάζοντες . ἐπεί , φησί , νηπύτιός ἐστιν , οὐκ ἂν εἴη ἔμπειρος τῆς ἡμετέρας ἐνταῦθα
' οὗ τριβωνευόμενοι οἱ τεχνάζοντες . ἐπεί , φησί , νηπύτιός ἐστιν , οὐκ ἂν εἴη ἔμπειρος τῆς ἡμετέρας ἐνταῦθα
6499926 ἐρεικομενος
ὅπερ εὐχερῶς σχίζεται , καὶ ἔρειξις ἡ ἐσχισμένη γῆ . ἐρεικόμενος : διασχιζόμενος , ἐξ οὗ καὶ ἐρειγμὸς δίκην κεκοσμημένος
χροὸς ἤρκει ὄλεθρον : δὴ τότε γ ' αὖον ἄϋσεν ἐρεικόμενος περὶ δουρί . δούπησεν δὲ πεσών , δόρυ δ
6491312 ἀριγνωτος
ῥεῖα τ ' ἀριγνώτη πέλεται . . Π , ἀριγνώτη ἀρίγνωτος , , ἀσβέστη ἄσβεστος . . . . .
ἀσβέστη , καθάπερ ῥεῖα δ ' ἀριγνώτη πέλεται ἀντὶ τοῦ ἀρίγνωτος . . ὣς τὴν μὲν πρύμνην πῦρ ἄμφεπεν :
6483433 ἐποιχεται
Κλυταιμήστραν τὴν δολίως βλάπτουσαν καὶ ἐπὶ πολὺν χρόνον τὸν οἶκον ἐποίχεται ἡ δίκη : ἢ ἐπεξῆλθε τὴν δίκην βλαπτομένην ἐκ
τάπερ ] ἀντὶ τοῦ καθάπερ . δολίας . . . ἐποίχεται ] τὴν Κλυταιμήστραν τὴν δολίως βλάπτουσαν καὶ ἐπὶ πολὺν
6469509 βιοωνται
πονεύμενοι , ἀλλ ' ἐς ἀκωκὴν ἀγκίστρου σπεύδουσι καὶ ἠνορέῃ βιόωνται . χαλκοῦ μὲν σκληροῖο τετυγμένον ἠὲ σιδήρου ἄγκιστρον πέλεται
ἑτέρῳ πόρσυνεν ἐδωδήν . οἱ μὲν γὰρ γενύεσσι καὶ ἠνορέῃ βιόωνται χειροτέρους : τοῖς δ ' ἰὸν ἔχει στόμα :
6468303 Κερδος
δὲ τιμαὶ ἀθάνατοι . Φίλοις ἀτυχοῦσιν ὁ αὐτὸς ἴσθι . Κέρδος αἰσχρὸν κάκιστον . Ὃ ἂν ὁμολογήσῃς , ποίει .
βίῳ : Ἀγαθοποιὸς δ ' εἰ πάρεστι τῷ τόπῳ , Κέρδος δίδωσιν ἐκ βροτῶν πενεστάτων . Καὶ ταῦτα βίβλος Βαβυλωνίων
6445082 πολυφρονος
ἀλλ ' ἴσχετο : τεῖρε δ ' ἀϋτμὴ Ἡφαίστοιο βίηφι πολύφρονος . αὐτὰρ ὅ γ ' Ἥρην πολλὰ λισσόμενος ἔπεα
ὁ δόλος : Ὅμηρος : ἀμφὶ δεσμοὶ τεχνήεντες † ἔχον πολύφρονος Ἡφαίστοιο . ἰστέον , ὅτι περισπωμένως μὲν ἀντὶ τοῦ
6444084 δουλουται
τὰ μικρὰ τοῦ θανάτου μυστήρια . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πάντα δουλοῦται ταχύ . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά .
καὶ τὸ ἑαυτῷ θειότατον ὑπὸ τῷ ἀθεωτάτῳ τε καὶ μιαρωτάτῳ δουλοῦται καὶ ἐπὶ τῇ αὑτοῦ ψυχῇ πλημμελεῖ . καὶ μὴν
6443962 ἀκερδες
ὄλβον , σοὶ δὲ μηδὲν ἐκφέρων , μᾶλλον δέ σοι ἀκερδὲς ἔργον γίνεται . πείσθητί μοι λέγοντι καὶ ζήτει ῥοπῆς
δὲ καὶ τοῖς τὰ κράτιστα ὑμῶν ἐγνωκόσι τὸ γενναῖον μὴ ἀκερδὲς γένηται καὶ τοῖς πέρα τοῦ δέοντος τὰ δεινὰ πεφοβημένοις
6438383 πορσω
μ ' Ἀργείων ἢ Φθιωτᾶν ἢ νησαίαν ἄξει χώραν δύστανον πόρσω Τροίας ; φεῦ φεῦ . τῶι δ ' ἁ
Τὸ προσαίνειν ἀντὶ τοῦ τρέφειν . γίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ πόρσω , τὸ μακράν , ἐξ οὗ καὶ πόρσιον τὸ
6431475 Ἁπας
μάχην οὐκ ἄλλου τινὸς εἶναι καιροῦ σημεῖον ἢ θέρους . Ἅπας γὰρ ἀναπαύεται πόλεμος ἐν χειμῶνι , καὶ τὴν πρὸς
' ἐντέχνως τε καὶ ἀπταίστως καὶ τάχιστα ἐφόδῳ τοιαύτῃ . Ἅπας πολλαπλάσιος τοσούτων ἐπιμορίων ἡγήσεται λόγων ἀντιπαρωνύμων αὐτῷ ; ὁπόστος
6424661 χαλεπηι
ἀλευόμενος , ὑβρίζηι πλούτωι κεκορημένος , οἱ δὲ δίκαιοι τρύχονται χαλεπῆι τειρόμενοι πενίηι ; Ταῦτα μαθών , φίλ ' ἑταῖρε
Μήποτ ' ἐπὶ σμικρᾶι προφάσει φίλον ἄνδρ ' ἀπολέσσαι πειθόμενος χαλεπῆι , Κύρνε , διαβολίηι . εἴ τις ἁμαρτωλῆισι φίλων
6421921 μαλθακευνιαις
τὸ βραχύτατον . πανταχοῦ χρῶ . ἁπαλοὶ θερμολουσίαις , ἁβροὶ μαλθακευνίαις : ἐπὶ τῶν ὑπὸ τρυφῆς καὶ ἁβρότητος διαρρεόντων .
. Αἰσχυνόμενος δὲ περιπλέκει τὴν συμφοράν . Θερμολουσίαις ἁπαλοί , μαλθακευνίαις ἁβροί . Ἀνόητά γ ' εἰ τοῦτ ' ἦλθες
6416479 ἀργαλεοις
κρυόεντι συνάπτοι δερκομένοιο Στίλβοντος , δειναῖς νεύρων νούσοισι χαλέπτει . ἀργαλέοις δὲ σίνεσσι βροτοὶ κάμνουσι , καὶ Ἄρης ὁππότε δύνῃσιν
, χέρσῳ δὲ Ποσειδάωνα σέβοιμι : μηδέ μ ' ἐν ἀργαλέοις ὀλίγον δόρυ κύμασι πέμποι , μηδ ' ἀνέμους νεφέλας
6416376 καταξηρος
συγγενῶν ἐνόντων τῷ πυρί , ὁ δὲ λίθος οὐκ ἔχει κατάξηρος ὤν , διὸ καὶ τὸ ἐκπηδῶν εὐθὺ πεπυρωμένον ,
τρίχωσις : τὸ σχῆμα ἐμφαντικόν : τοιαύτη θρὶξ τραχεῖα καὶ κατάξηρος λίαν ἐνδύνει τὸν ἐχῖνον , περὶ αὐτὸν οὖσα καὶ
6402673 ἀλιτηται
: δεινὴ γὰρ μετόπισθεν ὄπις ξενίου Διὸς ὅς κ ' ἀλίτηται . τῷ αὐτῷ ἀναπαυομένῳ τὴν νύκτα ὑπὸ πίτυν ἐπιπίπτει
γὰρ μέτ ' ὄπις ξενίου Διός , ὅς κ ' ἀλίτηται . ἀναχθεῖσι δὲ αὐτοῖς συνέβη ἐναντίου ἀνέμου γενομένου παλινδρομῆσαι
6396660 σαρκωδεστερον
τὸ μέτωπον αὐτοῦ χθαμαλὸν λεῖον σαρκῶδες καὶ τὸ πᾶν πρόσωπον σαρκωδέστερον , τὸ δὲ εἶδος ὑπνηλόν , ὀφθαλμοὶ ὑγροὶ εὐλαμπεῖς
ἄκρου σκιάδειον πλατύ , ἐν δὲ τούτῳ καρπὸν πλατύτερον καὶ σαρκωδέστερον , εὐώδη . δυνάμεις δὲ τὰς αὐτὰς ἔχει .
6384791 ὀμιχλη
* νεμέθων : νεμόμενος * ἀχλύς : ζόφος σκοτός , ὀμίχλη κακοσταθέοντα δέ , ἤγουν μηδ ' ὁπωσοῦν ἠρεμοῦντα καὶ
γέροντι : καρπαλίμως δ ' ἀνέδυ πολιῆς ἁλὸς ἠΰτ ' ὀμίχλη , καί ῥα πάροιθ ' αὐτοῖο καθέζετο δάκρυ χέοντος
6380377 ἀπληρωτον
πολυβλαβές . τὸ ἀβλαβές . τὸ βλαβερόν . καὶ τὸ ἀπλήρωτον . ἀβληχρόν βʹ : τὸ ἀβίαστον . καὶ τὸ
. Φιλῶν ἃ μὴ δεῖ οὐ φιλήσεις ἃ δεῖ : ἀπλήρωτον γὰρ ἡ ἐπιθυμία , διὰ τοῦτο καὶ ἄπορον :
6379428 διακεκριμενοι
μαθεῖν . Χριστιανοὶ γὰρ οὔτε γῇ οὔτε φωνῇ οὔτε ἔσθεσι διακεκριμένοι τῶν λοιπῶν εἰσιν ἀνθρώπων . Οὔτε γάρ που πόλεις
δρόμοι τε παρὰ τῷ ποταμῷ πεποίηνται μυρσίναις καὶ ἄλλοις ἡμέροις διακεκριμένοι δένδροις , καὶ τὰ λουτρὰ αὐτόθι , εἰσὶ δὲ
6370635 αἱματηρα
] εὐφραίνει . κροκοβαφὴς ] ἀντὶ μιᾶς . κροκοβαφὴς ] αἱματηρά . ἅτε ] καθά . ξυνανυτεῖ ] συμπληροῦται .
ἀναμεμιγμένον καὶ συγκεκραμένον τῷ χολώδει ἰῷ . * φοινίσσοντα : αἱματηρά αἵματι βεβαμμένα * κατέδραμον : καταρρέουσιν αἱ δ '
6358188 εὐμαθες
χρὴ τὸ ἐκβησόμενον ἐκ τῆς ἐμπειρίης : ἔνδοξον γὰρ καὶ εὐμαθές . Ἐν δὲ τῇ εἰσόδῳ μεμνῆσθαι καὶ καθέδρης ,
εὐκόλως καταλαμβανόμενος . ὡς ἐνταῦθα καὶ παρὰ Σοφοκλεῖ : ὡς εὐμαθές μοι , κἂν ἄγνωστος ᾖς ὅμως , φώνημ '
6357350 ἀεθλευουσι
ἄεθλον ἆθλον , τοῦτο ἀπὸ τοῦ λῶ τὸ θέλω . ἀεθλεύουσι : κακοπαθοῦσιν , ἀγωνίζονται . Χαλεπῷ : χαλῶν τὴν
ὀπισθόρμητος . Δουροτόμοι : ναυπηγοὶ , πρίσται : παραβολή . ἀεθλεύουσι : ποιοῦσιν , ἀγωνίζονται . Πριόνος : διά .
6350693 ἰαυων
μαζοῖο τίθητι ; ζαλωτὸς μὲν ἐμὶν ὁ τὸν ἄτροπον ὕπνον ἰαύων Ἐνδυμίων : ζαλῶ δέ , φίλα γύναι , Ἰασίωνα
ὑπὸ τρίποδι μεγάλῳ , ἰαίνετο δ ' ὕδωρ . ” ἰαύων κοιμώμενος . ἰάψῃ διαφθείρῃ , καὶ προΐαψε προδιέφθειρεν :
6343622 ἰαινετο
μὲν οὖν τηκόμενον πάντως καὶ ἰαίνεται : αἶψα δ ' ἰαίνετο κηρός , ἐπεὶ κέλετο μεγάλη ἴς ἠελίοιο . οὐ
. ἐπὶ δὲ τοῦ ἐθερμαίνετο “ ὑπὸ τρίποδι μεγάλῳ , ἰαίνετο δ ' ὕδωρ . ” ἰαύων κοιμώμενος . ἰάψῃ
6325312 ῥωσις
τοῦ σώματος ἰσχὺς ὑποφθίνει , τοσοῦτον ἡ τῆς διανοίας αὔξεται ῥῶσις . Τίνα τοίνυν παρεισελθὼν ὁ νοῦς ἐξεπαίδευσε τὸν Τηλέμαχον
γὰρ πόνῳ πραΰνεται πόνος , καὶ ὑγεία , ἔτι δὲ ῥῶσις καὶ θρέψις γίνεται σωμάτων διὰ πόνων , τέχνας τε
6317417 Αἰγλη
τῆς Ἰαλύσου . καὶ πρότερον μὲν ἐκαλεῖτο Μεταποντίς , εἶτα Αἴγλη . τὸ ἐθνικὸν Συμαῖος , ὡς Κυμαῖος Δυμαῖος .
ἔμπεδον αὔτως ἐξέφανεν , θάμβος περιώσιον . ἔκφατο δ ' Αἴγλη μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἀμειβομένη χατέοντας : “ Ἦ ἄρα δὴ
6313555 Ὑμων
μικρότερον δι ' ὑμᾶς ἔχουσιν , ἀλλ ' ὠφελήσει . Ὑμῶν γὰρ οἵ τε παλαιοὶ πατέρες ἐν τοῖς Ἕλλησι μέγα
, ἐπὶ δὲ τῆς κτητικῆς ἁμῶν , ἁμῶν δόμων . Ὑμῶν . Αὕτη κοινὴ καὶ Δωριέων , σημαίνουσά τε πάλιν
6311857 ἁβροι
οὐδὲ τὸ βραχύτατον . πανταχοῦ χρῶ . ἁπαλοὶ θερμολουσίαις , ἁβροὶ μαλθακευνίαις : ἐπὶ τῶν ὑπὸ τρυφῆς καὶ ἁβρότητος διαρρεόντων
κρεῖττον ἀπὸ ἀγαθοῦ ἢ φαύλου πάσχειν . Ἁπαλοὶ θερμολουσίαις , ἁβροὶ μαλθακευνίαις : ἐπὶ τῶν ὑπὸ τρυφῆς καὶ ἁβρότητος διαῤῥεόντων
6308942 ἀμηχανοι
οὕτω γὰρ καὶ ἡμεῖς τοῦ παντὸς φέρε ταῖς ψυχαῖς πεπυκασμένου ἀμήχανοι τριῶν ἢ δυοῖν γενέσθαι ἐν διαίτῃ σῳζουσῶν τὸν οἰκεῖον
περὶ τὰς ὀσμὰς ἡδονάς . αὗται γὰρ οὐ προλυπηθέντι ἐξαίφνης ἀμήχανοι τὸ μέγεθος γίγνονται , παυσάμεναί τε λύπην οὐδεμίαν καταλείπουσιν
6307929 ματαιοις
τοιαῦτ ' ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖς , μηδ ' ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασιν : οὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς
μάχεσθαι καὶ κινδυνεύειν ὑπὲρ αὑτῶν ἀναγκάσουσι δώροις τε καὶ ἐπαίνοις ματαίοις , ἕως ἂν ἀποθάνῃς . οἶμαι δέ σε μηδὲ
6304685 ἡσυχαιον
ἥ γε τῶν κηρύκων παρουσία καθίστησιν αὐτοὺς καὶ ἐς τὸ ἡσυχαῖον ἄγει . ταυτὶ μὲν οὖν σοι μέση τις πολέμου
ἔστ ' οἰμωγμός . ἐν κείνῃ τὸ πᾶν σπουδαῖον , ἡσυχαῖον , ἐς βίαν ἄγον . ἐντήκεται γὰρ πλευμόνων ὅσοις
6300536 ἁβροτητος
, ὡς καὶ ἄνθρωποί τινες δι ' ἔφεσιν τροφῆς καὶ ἁβρότητος περὶ τὸ ζῆν πολλάκις ὡς μοχθηροὶ κινδυνεύουσιν . κάμηλος
Ἴωνας μηδὲ ἐγγὺς ἐφικνεῖσθαι τῆς παρ ' Ὁμήρῳ χορηγίας καὶ ἁβρότητος . Τί δέ , εἶπεν ὁ Φίλιππος , οὐ
6300381 πολυκοινους
οὖσα ἢ δισώμοις χρηματίζουσα μάλιστα ἐπὶ νυκτὸς πολυγάμους ποιεῖ καὶ πολυκοίνους , καὶ μάλιστα ἐὰν ὁ Ἑρμῆς αὐτῇ ὁμόσε τύχῃ
ἢ ψώρας , κατωφερεῖς δὲ καὶ ἐπιψόγους , ἀσελγεῖς , πολυκοίνους , ἀπὸ ἐνύγρων παθῶν ὀχλουμένους . κυριεύει δὲ στοιχείων
6298608 ἀναγκᾳ
ἀλλ ' ᾧτινι μὴ λιπότεκˈνος σφαλῇ πάμπαν οἶκος βιαίᾳ δαμεὶς ἀνάγκᾳ , ζώει κάματον προφυγὼν ἀνιαρόν : τὸ γὰρ πρὶν
Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτˈρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ : ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί , ἴσαις δ '
6296968 κατεκλασθη
αὐτήν , εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον . ” κατεκλάσθη Χαιρέας πρὸς τὰς τῶν γονέων ἱκεσίας καὶ ἔρριψεν ἑαυτὸν
κακοσήμων οἰωνῶν , ὑπὸ ἀδίκων ἐρώτων Ἀφροδίτης δεινῇ νόσῳ φρένας κατεκλάσθη : χαλεπᾷ δ ' ὑπέραντλος : ἐκ μεταφορᾶς τῶν
6293889 ῥαιον
χρόνωι λύπας χρεών . χρῆν : τοῦτο δ ' εἰπεῖν ῥᾶιον ἢ φέρειν κακά . . . . ἔστιν τέκνων
. . . Ἀλκμαίωνος γὰρ τοῦ Κροτωνιάτου λέγοντος ἐχθρὸν ἄνδρα ῥᾶιον φυλάξασθαι ἢ φίλον ὁ μὲν Σοφοκλῆς ἐποίησεν ἐν τῆι
6283590 αἰθεσθαι
πέτευρον διὰ τὸ αἴτιον εἶναι αἰθάλης . ἢ ἀπὸ τοῦ αἰθεσθαι λίαν οὕτως αὐτὸ ἔφη . ἕως κατὰ γνώμην ὁ
πέτευρον διὰ τὸ αἴτιον εἶναι αἰθάλης . ἢ ἀπὸ τοῦ αἰθεσθαι λίαν οὕτως αὐτὸ ἔφη . ἕως κατὰ γνώμην ὁ
6277651 εὐιου
καὶ θαρσεῖτε σαρκὸς ἐξαμείψασαι τρόμον . ὦ φάος μέγιστον ἡμῖν εὐίου βακχεύματος , ὡς ἐσεῖδον ἀσμένη σε , μονάδ '
δὲ θαλάμοις βουκόλον . . . . κομῶντα κισσῷ στῦλον εὐίου θεοῦ . πόλλ ' ἔστιν ἀνθρώποισιν , ὦ ξένοι
6275793 ὀπωπας
ὀρθῶνται , πεπυκνῶνται , ἐξέχουσιν . οὐτάζουσιν : τιτρώσκουσιν . ὀπωπάς : ὀφθαλμοὺς , ὄψεις . Ἀμήχανα : μάταια ,
ἔρειδον αἰδόμενοι , ὁτὲ δ ' αὖτις ἐπὶ σφίσι βάλλον ὀπωπάς ἱμερόεν φαιδρῇσιν ὑπ ' ὀφρύσι μειδιόωντες . ὀψὲ δὲ
6273677 ἀοσσητηρα
ἔβαν μεγάλῃ περιθαρσέες ἀλκῇ , καὶ τοῖόν μ ' Ἀρήνηθεν ἀοσσητῆρα κομίζεις . εἴρηται δὲ παρὰ τὸ ἀρῶ Ἀρήνη ,
ἑλισσομένοιο κατ ' † ὄμματος εἴσατο † κούρη , Ὕπνον ἀοσσητῆρα , θεῶν ὕπατον , καλέουσα ἡδείῃ ἐνοπῇ , θέλξαι
6259462 ὑπηρετικη
Σώκρατες , οἱ δοῦλοι τοὺς δεσπότας θεραπεύουσιν . Μανθάνω : ὑπηρετική τις ἄν , ὡς ἔοικεν , εἴη θεοῖς .
Τί δὲ ἡ ναυπηγοῖς ὑπηρετική ; εἰς τίνος ἔργου ἀπεργασίαν ὑπηρετική ἐστιν ; Δῆλον ὅτι , ὦ Σώκρατες , εἰς
6246416 κενεον
' ἄγχι μάλιστα παρήμενος εἰλαπινάζει : ὀψὲ δέ τοι προλιπὼν κενεὸν δέμας ἔκθορε θηρός . ἰχνεῦμον μέγα θαῦμα , μεγασθενές
ὄντως κενὸν ἀπέγνωσαν . Ἐμπεδοκλῆς : οὐδέ τι τοῦ παντὸς κενεὸν πέλει οὐδὲ περιττόν . Δημόκριτος καὶ ἕτεροι Λεύκιππος Μητρόδωρος
6245850 εὐψυχια
Ὑποτέτακται δὲ τῇ ἀνδρείᾳ καρτερία : θαρραλεότης : μεγαλοψυχία : εὐψυχία : φιλοπονία . Καρτερία ἐστὶν ἐπιστήμη ἔμμονος τοῖς ὀρθῶς
Ἅιδου καταδίκοις προσόμοια . καίτοι τίς προθυμία λαμπροτέρα , τίς εὐψυχία φανερωτέρα τίνων Ἑλλήνων ἢ καθάπαξ εἰπεῖν ἀνθρώπων ἐξετάζοντι φανήσεται
6241857 ἀγρυπνουντες
ἀντανάσχῃ , ὡς φυλακὴν ἐκλιπὼν κολασθήσεται . οὕτω δὴ πάντες ἀγρυπνοῦντες ἐφύλαττον ἀφορῶντες ἐς τὴν ἀκρόπολιν , ἵνα αἴροντος τοῦ
μὴ ἀντανάσχῃ ὡς φυλακὴν ἐκλιπὼν κολασθήσεται . οὕτω δὴ πάντες ἀγρυπνοῦντες ἐφύλαττον , ἀφορῶντες πάντες εἰς τὴν ἀκρόπολιν . Ὅτι
6238062 μαινομενε
“ ἠλάστεον δὲ θεοί . ” ἠλεέ μάταιε : “ μαινόμενε , φρένας ἠλεέ . ” ἠλέκτωρ ἐπιθετικῶς ὁ ἥλιος
. παρὰ τὸ ἠλός , τὸ μάταιος , οἷον : μαινόμενε , φρένας ἠλέ , διέφθορας : παρὰ τὸ ἠλός
6233298 περιστελλουσα
τοῖς κρείττοσι τοῦ παρισταμένου τὴν κακίαν ὅσον ἐφ ' ἑαυτῇ περιστέλλουσα , οἷον ὅταν πτωχὸν πλούσιον καλῶμεν καὶ τὴν χολὴν
περιηγόμην : καὶ κλεινὸν αὐτὸν καὶ ἀοίδιμον ἐποίουν κατακοσμοῦσα καὶ περιστέλλουσα . καὶ τὰ μὲν ἐπὶ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς
6227547 σκοτιοι
οἰκίαν : νομίμη , γνησίων παίδων τροφός . οἱ γὰρ σκότιοι παῖδες ἐκρίπτονται : γνησίων ἐπὶ σπορᾷ παίδων [ .
, δολεροί , ἐπίβουλοι , κακότεχνοι , παλίμβουλοι . ὀφθαλμοὶ σκότιοι ὑγροὶ κοῖλοι αὐτάρκως μεγέθους ἔχοντες εὐσταθεῖς φροντιστήν , πολυθεάμονα
6212921 σκοτεινος
ἀπολύουσιν ἀπαγορεύοντες . Αἰανὸς δὲ κόρος λέγεται οὐχ ὅτι αὐτὸς σκοτεινός ἐστιν , ἀλλ ' ὅτι τοὺς ἄλλους σκοτίζει .
ἀπολλύουσιν ἀπαγορεύοντες . αἰανὸς δὲ κόρος λέγεται οὐχ ὅτι αὐτὸς σκοτεινός ἐστιν , ἀλλ ' ὅτι τοὺς ἄλλους σκοτίζει .
6210667 μανικη
τέκνον . . θυμοπληθὴς ] πλήρης θυμοῦ . δορίμαργος ] μανικὴ πρὸς πόλεμον . . κακοῦ ] τοῦ πολέμου .
, Ὅμηρος δέ : ποταμὸν ἁλιμυρήεντα λέγει . Φοιταλέη : μανικὴ , ὁρμητική . διέσσυται : ὁρμᾷ , διέρχεται ,
6209173 ἀπροκοποι
Ἄρης Ἥλιον τετραγωνίζων , τοῦ Ἄρεως καθυπερτεροῦντος , πολύνοσοι , ἀπρόκοποι , εἰ δὲ καὶ προκόψουσιν ἀλλ ' ἐναντιώσεσι πολλαῖς
τῶν δορυφορούντων μέντοι τοῖς κέντροις συνοικειωθέντων ἀνεπίφαντοι ταῖς πράξεσι καὶ ἀπρόκοποι καθίστανται , τέλεον δὲ ταπεινοὶ καὶ κακοδαίμονες γίνονται ταῖς
6206934 ἀβουλοι
; ” οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ ἐν τοῖς ἰδίοις ἄβουλοι καὶ εἰς τὰς τῶν πέλας συμβουλίας ἀδόκιμοί εἰσιν .
ἀσθματίαι , ὁπόσοις καθάπερ ἐκ δρόμου τὸ πνεῦμα ἐλαύνεται , ἄβουλοι , κακόθυμοι . . . . παντολόγοι . .
6205939 φιληδονια
ἤδη τοὺς βίους , φιλαργυρία μὲν νόσημα μικροποιὸν ὄν , φιληδονία δ ' ἀγεννέστατον . οὐ δὴ ἔχω λογιζόμενος εὑρεῖν
τὰ κακά , φιλαργυρία τε καὶ φιλοδοξία καὶ φιλονεικία καὶ φιληδονία καὶ τἆλλα , ὁπόσα τούτοις ἐμφερῆ ἐστιν . ἕκαστος
6205100 ξυλοχους
ἠχητικῇ . Λιλαίετο : ἤθελεν . Μίσγεσθαι : ἑνοῦσθαι . ξυλόχους : ὄρη . Ἀλλ ' οὐδέ : ἀλλ '
καὶ χλωρᾶς . εἰλυοὺς δὲ τὰς καταδύσεις τῶν θηρῶν . ξυλόχους δὲ τοὺς ἐν τοῖς ὄρεσιν ὑλώδεις τόπους . ἔστι
6203228 ἠλε
φόνον τοῦ παιδὸς σχετλιάζοντος λέγων [ Ο ] μαινόμενε φρένας ἠλέ : δηλοῦσι δὲ καὶ ἄνδρες σοφοὶ πᾶν πάθος μικρὰν
ἠλός , τὸ μάταιος , οἷον : μαινόμενε , φρένας ἠλέ , διέφθορας : παρὰ τὸ ἠλός ἠλῶν ἠλῶς ἐπίρρημα
6201190 οὐλομενης
δεινήν , ὀλεθρίαν . ἐν δὲ τῇ Σ Ὀδυσσείας “ οὐλομένης ἐμέθεν ” οἷον ἐμοῦ τῆς ἀπολομένης . καὶ “
ἱερὸν πέδον . Οἳ δ ' ἔτι χάρμης μνώοντ ' οὐλομένης : δεύοντο δὲ Τρώιοι υἷες ἀλκῆς : Ἀργεῖοι δὲ
6194751 δειλοισιν
ἀγὼν γὰρ οὐ μέλλοντος ἀθλητοῦ μένει ἀλκήν . ἔνεισιν ἐν δειλοῖσιν ἀνδρεῖοι λόγοι . ἐν τοῖς ἐμαυτοῦ δικτύοις ἁλώσομαι .
' ἑταίρους ποιοῦνται θῶπας πλούτου καὶ τύχης κόλακας . Νόσος δειλοῖσιν ἑορτή : οὐ γὰρ ἐκπορεύονται ἐπὶ πρᾶξιν . Κακὸς
6192656 ἰαινομενοι
τύμβος Ἀχιλλέος : οἳ δ ' ἀνὰ θυμὸν καί περ ἰαινόμενοι κταμένων μνησθέντες ἑταίρων ἀργαλέως ἀκάχοντο καὶ ἀλλοδαπῶν ἐπὶ γαῖαν
τεκέων τροφός , οὐκέτι κώρα . Ὣς οἳ μὲν χλοεροῖσιν ἰαινόμενοι μελέεσσιν ἀλλήλοις ψιθύριζον . ἀνίστατο φώριος εὐνή . χἢ
6192076 ἐρημας
μηκέτ ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον ἐρήμας δι ' αἰθέρος , μηδ ' Ὀλυμπίας ἀγῶνα φέρτερον
ἐρήμας ᾤεθ ' οὕτω : παροιμία ⌈ ἐστὶ τὸ “ ἐρήμας τρυγήσεις ” ἐπὶ τῶν ἀδεῶς ⌈ τι Γ πραττόντων
6189117 ξυνετον
μέλος ἔγνω : ἀπὸ κοινοῦ τὸ Σφιγγός . τῷ Οἰδίποδι ξυνετόν : ἄλλως : συνετόν τινες τὸ βαθύτατον . μέλος
γὰρ δεδιέναι τό τε αὑτῶν ἐνδεὲς καὶ τὸ τῶν ἐναντίων ξυνετόν , μὴ λόγοις τε ἥσσους ὦσι καὶ ἐκ τοῦ
6188801 ἀμυνετε
πτερόεντα προσηύδα : δεῦτε φίλοι , καί μ ' οἴῳ ἀμύνετε : δείδια δ ' αἰνῶς Αἰνείαν ἐπιόντα πόδας ταχύν
ὦ φίλοι Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες στῆτ ' ἐλελιχθέντες καὶ ἀμύνετε νηλεὲς ἦμαρ Αἴανθ ' , ὃς βελέεσσι βιάζεται ,
6188623 ὀργαν
ἐπιμέλεια τοῖς νοσοῦσι , χειρουργία ὀνομάζεται παρὰ τὸ τὴν χεῖρα ὀργᾶν . καὶ γὰρ τὸ διακαίειν χειρουργία ὀνομάζεται καὶ τὸ
φιλοργὴς δὲ διὰ τὸ ῥοῶδες : ἡ φιλοῦσα ὀργίζεσθαι καὶ ὀργᾶν καὶ μαίνεσθαι διὰ τὰς τρικυμίας δεσπόζει νηῶν : τῇ
6187643 ἀκελευστος
ἄταισιν ] ἤγουν πολέμοις . δαῖτ ' ] εὐωχίαν . ἀκέλευστος ] μὴ ὑπ ' ἐκείνων εἰς τοῦτο προτραπείς .
ἐμπέδως δεῖμα προστατήριον καρδίας τερασκόπου πωτᾶται , μαντιπολεῖ δ ' ἀκέλευστος ἄμισθος ἀοιδά , οὐδ ' ἀποπτύσαι δίκαν δυσκρίτων ὀνειράτων
6185699 Εὐκαταφρονητος
τἀγαθά . Ἀγαθὸς ἂν εἴη χὠ φέρων καλῶς κακά . Εὐκαταφρόνητός ἐστι πενία , Δερκύλε . Ἐπὶ τοῖς παροῦσι τὸν
φίλους . Ἐχθροῦ παρ ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον . Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος . Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ
6183063 μνημοσυνην
καὶ σωφροσύνης καὶ τοῦ καρτερεῖν ὀρθῶς , ἐπεὶ δὲ καὶ μνημοσύνην ἐν αὐτῷ εἶδον , πολυμαθέστατόν τε καὶ φιλομαθίας ἥττω
τῶν χειρῶν , ἤτοι τὴν νίκην , ἐγείροντα τοῖς Βλεψιάδαις μνημοσύνην καὶ ἐνθύμησιν αὐτῶν : τουτέστιν εἰ καὶ οἱ Βλεψιάδαι
6182175 θολεροι
δὲ δρόμου φέρομαι λύσσης πνεύματι μάργῳ , γλώσσης ἀκρατής : θολεροὶ δὲ λόγοι παίους ' εἰκῇ στυγνῆς πρὸς κύμασιν ἄτης
εἰκῆ ] ταράττουσι μάτην . . θολεροί ] λόγοι δὲ θολεροὶ καὶ ὑβριστικοὶ καὶ λυπηροὶ καὶ μάρανσιν ἐμποιοῦντες τῷ ἀκούοντι
6179966 Ἀκοπον
. τὸν ἰόν , ὀποπάνακα , ἀφρόνιτρον λείου ὄξει . Ἄκοπον . Ἐλαίου παλαιοῦ # β , κηροῦ # α
παρέτοις , τρομώδεσιν . νεʹ Γλευκίνου ἐλαίου σκευασία . νϚʹ Ἄκοπον τὸ διὰ τῆς ἐλάτης . νζʹ Ἄκοπον τὸ διὰ
6178694 κατεχευατο
μένος . Αἶψα δ ' ἄρ ' αὐτοῖς θάρσος ἀπειρέσιον κατεχεύατο , μαίνετο δέ σφι θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι : καὶ
δ ' ἥγε παλίσσυτος ἀθρόα κόλπῳ φάρμακα πάντ ' ἄμυδις κατεχεύατο φωριαμοῖο . κύσσε δ ' ἑόν τε λέχος καὶ
6178660 πραϋνεται
συμβαίνει εὔκρατον εἶναι . Ἐν δὲ ταύτῃ τῇ . ἡμέρᾳ πραΰνεται καὶ τὸ θυμοειδὲς τῶν ζώων : διότι καὶ ἡ
τὸν οἶνον , κἂν μηδέπω διψῶσι , κελεύειν προσφέρεσθαι : πραΰνεται μὲν γὰρ αὐτοῖς εὐθέως ὁ λιμὸς ἐπὶ τῇ τοιαύτῃ
6178361 πρωνος
καὶ κασαλβάζουσαν εἶδον καὶ σεσαλακωνισμένην . καὶ Θεμιστοκλέους † τὸν πρωνός τις ὢν † καὶ Ἕρμιπποϲ [ ὁ ποιητὴϲ ἐν
μονοσύλλαβα καὶ ὀξύνεται καὶ προσθέσει τοῦ ος κλίνεται , πρών πρωνός , κλών κλωνός , Θών δ Θωνὸς παράκοιτις :
6178152 οὐρεουσι
καρδιαλγέες : κρεμᾶσθαι γὰρ δοκέει τὰ σπλάγχνα αὐτέοισι , καὶ οὐρέουσι θερμὸν καὶ χλωρὸν , καὶ ἡ ἄφοδος ξυγκαίεται :
Ὁκόσοι δὲ μονοσιτεῦσι , κενοὶ καὶ ἀδύνατοί εἰσι , καὶ οὐρέουσι θερμὸν , παρὰ τὸ ἔθος κενεαγγέοντες : γίγνεται δὲ
6177369 λιαρος
ἀλλήλοισιν ἑὴν ἀναφαίνετον ἀλκήν , ἤδη δ ' ἐκ μελέων λιαρὸς καὶ ἀθέσφατος ἱδρὼς χεύεται ἀμφοτέροισι : τὰ δ '
. λιαρός : χλιαρός , λιπαρός : γράφεται λιπαρός . λιαρὸς ἤγουν λιπαρὸς διὰ τὴν ἀλοιφὴν τοῦ ἐλαίου . ἀθέσφατος
6176590 ῥαον
ἤτοι τὰ μέλλοντα μεριμνάν . Μάχαιρα : διὰ τὸ μάχεσθαι ῥᾶον : ἢ διὰ τὸ μάχεσθαι πάσῃ φύσει καὶ τόπον
ἡ κορύνη πληρεστέραν τὴν ἐντεριώνην ἕξει , καὶ τὸ ξεσθῆναι ῥᾶον ὑπομένει , καὶ ἐντιθεμένη κρατεῖ . Γυμνὰ κάρυα δίχα
6176090 πες
Νεῖλος . εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλοι πρόσοικοι Μαύροις Αἰθίο - πες ἄχρι Νασαμώνων παρήκοντες . Νασαμῶνες γάρ , οὓς Ἄτλαντας
[ ] ισέχομε [ [ ] σκύ̆ρον [ [ ] πες ? ? ! [ . . . . .
6174932 ὑπεραιρουσα
αὐχὴν ἀνεστηκὼς τὸ τῆς γνώμης ἕτοιμον ἐλέγχει ἥ τε ὀφρὺς ὑπεραίρουσα δηλοῖ καταφρονεῖσθαι τὸν Οἰνόμαον ὑπὸ τοῦ μειρακίου . φρονεῖ
, χαριεντισμός , ἐπικερτόμησις , παροιμία . Ὑπερβολή ἐστι φράσις ὑπεραίρουσα τὴν ἀλήθειαν αὐξήσεως ἢ μειώσεως χάριν : αὐξήσεως μέν
6173654 εὐπειθες
. ἐπυργοῦτο στολῇ ] ἐκαλλωπίζετο , ἐσεμνύνετο . εὔαρκτον ] εὐπειθές , ὑπήκοον . ἥδ ' ] ἡ τὴν Ἑλλάδα
τιμωρησάμενοι , τὸ πῦρ ἐντεῦθεν αὐτοῖς ἐξάπτεται , καὶ ἔστιν εὐπειθές , καὶ οὐ σβέννυται τῇ συνηθείᾳ τρεφόμενον . Κύκνος
6173636 μοχθουντων
μικρῶν καταφρονεῖν . Ἐν σκότῳ ὀρχεῖσθαι : ἐπὶ τῶν ἀμάρτυρα μοχθούντων , ὧν τὸ ἔργον ἀφανές . Ἐν θέρει τὴν
ἡδυπαθεῖν διωκόντων . Ἐν σκότει ὀρχεῖσθαι : ἐπὶ τῶν ἀμαρτύρως μοχθούντων . Ἐν νυκτὶ βουλή : ἐπειδὴ ἡ νὺξ παῤῥησίαν
6172800 παλιγκοτον
ἐναντίον τῷ ἀγαθῷ . δαμασθέν : ἀντὶ τοῦ ἡττηθέν . παλίγκοτον : εἰς τοὐπίσω τὸν κότον ἀποβαλὼν καὶ εἰς λήθην
[ καὶ ὅταν τὴν εὐδαιμονίαν εἰς ὕψος ἄγῃ ] . παλίγκοτον : τὸ χαλεπὸν καὶ ἐναντίον τῷ ἀγαθῷ . δαμασθέν
6171999 ἀγηνορες
. . . καμινεύτριαν καμινοκαύστριαν . κέκλυτέ μευ , μνηστῆρες ἀγήνορες . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ἀγήνορες
τε κυνῶν ὑπέροπλα γένεθλα : ἔξοχα δ ' ὑβρισταὶ καὶ ἀγήνορες , οὐδέ κεν ἄν τι ἀντόμενοι τρέσσειαν , ἀναιδείην
6165481 ἀγρευματος
κυρήσας καὶ ἐπιτυχὼν δικαίως τοῦ αὐτοῦ καὶ τοῦ ὁμοίου ἐκείνοις ἀγρεύματος . τουτέστι , σὺν αὐτοῖς θηρευθεὶς καὶ τῇ αὐτῇ
οὐχ ἁμαρτήσεσθε , ὅτι ὥσπερ μεγάλου καὶ πίονος θρέμματος καὶ ἀγρεύματος πεσόντος ἄδην ἔσχετε τοῖς Ἀθηναίοις τῆς ἐμῆς θοίνης .
6164344 ἐσσυμενοισι
ὁ ἐξώκοιτος : οὗτος δὲ , ἤως ὁ ἄδωνις . ἐσσυμένοισι : τοῖς κινουμένοις ῥεύμασιν , ὁρμητικοῖς , ὁρμωμένοις ,
εὐνήσῃ χαροπῆς ἁλὸς ἔργα γαλήνη , αὐτὰρ ὅ γ ' ἐσσυμένοισι συνορμηθεὶς ῥοθίοισι , πέτραις ἀμφιταθεὶς ἀμπαύεται εὔδιον ὕπνον .
6164314 σκιη
ἐμπειρίαν . “ τούτου ἐστὶ καὶ τὸ ” λόγος ἔργου σκιή . “ Δημήτριος δὲ ὁ Φαληρεὺς ἐν τῇ Σωκράτους
πέδον μαλακαί τ ' ἔπι ποῖαι καὶ λασίαις πτελέῃσιν ὕπο σκιή : ἄγχι δ ' ἄρ ' αὐτῶν ὕδωρ ἀέναον
6160871 παλλεται
ἔασι δυσμενέες : τῶν ἤν τιν ' ἐσαθρήσῃ πελάσαντα , πάλλεται ὀρχηστῆρι πανείκελος , ὄφρα ἑ πόντου προπροκυλινδόμενον σπιλάδων ἄπο
καρδία μου διαπαντὸς ἐκ τοῦ φόβου λακτίζει , σφύζει καὶ πάλλεται καὶ λακτίζει τὴν φρένα μου : περὶ γὰρ τὴν
6160703 καρτερια
τᾶς ψυχᾶς , τόκα δὲ γίνεται καρτερία καὶ ἐγκράτεια , καρτερία μὲν ἐν τᾷ κατοχᾷ τῶν πόνων , ἐγκράτεια δὲ
ἔμοιγε φαίνεται : οὔτι πᾶσά γε , ὡς ἐγᾦμαι , καρτερία ἀνδρεία σοι φαίνεται . τεκμαίρομαι δὲ ἐνθένδε : σχεδὸν
6159826 προσγινομενου
φαμὲν δέ γε τὸ παρὰ τί ; τοῦ τοιούτου οὐ προσγινομένου , εἰ μὴ πολὺ πρότερον ἡ πρόθεσις ἥνωτο .
δὲ παρασκευαστικὴ πᾶσιν ἀτονίας , διὰ τοῦτο οὐ συμφέρει μηδενὸς προσγινομένου βελτίονος κακοῦσα τὸν ὄγκον εἰς ἀτονίαν . ἡ μέντοι

Back