| Θεσσαλίας . ὁ πολίτης Ἐρετριεύς . καὶ κλίνεται Ἐρετριέως καὶ Ἐρετριῶς ὡς Στειριῶς . καὶ Ἐρετρίς θηλυκὸν καὶ Ἐρετριάς . | ||
| ευς καθαρὸν εὐθειῶν : Ἐρετριεύς Ἐρετριέως καὶ κατὰ συναίρεσιν Ἀττικὴν Ἐρετριῶς : ἡ δὲ ἐπὶ τῶν μὴ καθαριευουσῶν τῶν Ἰώνων |
| κρᾶσιν ποιοῦνται , οἷον Ἐρετριέως Ἐρετριῶς , Πειραιέως Πειραιῶς , Στειριέως Στειριῶς : τί οὖν ἄτοπον ἐπὶ τούτων ἔκτασιν γενέσθαι | ||
| οἷον Ἐρετριεύς Ἐρετριέως Ἐρετριῶς , Πειραιεύς Πειραιέως Πειραιῶς , Στειριεύς Στειριέως Στειριῶς : ἰδοὺ γὰρ ἐνταῦθα ἀπὸ τῆς Ἀττικῆς γενικῆς |
| Ἐρετριεύς Ἐρετριέως Ἐρετριῶς , Πειραιεύς Πειραιέως Πειραιῶς , Στειριεύς Στειριέως Στειριῶς : ἰδοὺ γὰρ ἐνταῦθα ἀπὸ τῆς Ἀττικῆς γενικῆς ἐγένετο | ||
| γενικήν , οἷον Ἐρετριέως Ἐρετριῶς , Πειραιέως Πειραιῶς , Στειριέως Στειριῶς , καὶ οὐκ ἀπὸ τῆς γενικῆς τῆς κοινῆς , |
| Μυσίας . Ἐνταῦθα δὴ ξενοῦται Ξενοφῶν Ἑλλάδι τῇ Γογγύλου τοῦ Ἐρετριέως γυναικὶ καὶ Γοργίωνος καὶ Γογγύλου μητρί . αὕτη δ | ||
| μὲν Κορκυραίων , ὁ δὲ ἀνάθημα Ἐρετριέων , τέχνη δὲ Ἐρετριέως ἐστὶ Φιλησίου : καὶ ἀνθ ' ὅτου μὲν οἱ |
| τε Θεοπόμπῳ ἐν νζʹ καὶ Μενάνδρῳ ἐν Αὑτὸν πενθοῦντι . Στειριεύς : Ὑπερείδης κατ ' Ἀρχεστρατίδου . δῆμος φυλῆς τῆς | ||
| , οἷον Ἐρετριεύς Ἐρετριέως Ἐρετριῶς , Πειραιεύς Πειραιέως Πειραιῶς , Στειριεύς Στειριέως Στειριῶς , ἐπειδὴ ἀκωλύτως ἐπὶ τούτων δύναται ποιῆσαι |
| ἀπὸ τῶν κοινῶν , οἷον Ἐρετριεύς Ἐρετριέως Ἐρετριῶς , Πειραιεύς Πειραιέως Πειραιῶς , Στειριεύς Στειριέως Στειριῶς : ἰδοὺ γὰρ ἐνταῦθα | ||
| ] , [ καὶ ] πάλιν ὁπόσον ἦν ἐκ [ Πειραιέως ] [ ἄχρι ] τοῦ κύκλου πρὸς τὸν κύκλον |
| ] Πέργαμον Γαληνοῦ . . Ἐρετριέως ] πῶς δὲ οὗτος Ἐρετριεὺς ὢν ᾤκει τὴν Λυδίαν φησὶν ἐν τῷ γʹ τῶν | ||
| παρασίτους τοῦ θεοῦ τοὺς Δηλίους . Ἀχαιὸς δ ' ὁ Ἐρετριεὺς ἐν Ἀλκμαίωνι τῷ σατυρικῷ καρυκκοποιοὺς καλεῖ τοὺς Δελφοὺς διὰ |
| λιμὴν ὃν καλοῦσι Δελφίνιον , καθ ' ὃν ἡ παλαιὰ Ἐρέτρια ἐν τῇ Εὐβοίᾳ , διάπλουν ἔχουσα ἑξήκοντα σταδίων . | ||
| πεδίῳ κείμεθ ' ἐνὶ μεσάτῳ . χαῖρε κλυτή ποτε πατρὶς Ἐρέτρια , χαίρετ ' Ἀθῆναι , γείτονες Εὐβοίης , χαῖρε |
| ἐπὶ οὖν τοῦ Ἐρετριέα Ἐρετριᾶ καὶ Πειραιέα Πειραιᾶ καὶ Στειριέα Στειριᾶ εἰς α μόνον ἐγένετο ἡ κρᾶσις , οὐκέτι δὲ | ||
| τῶν αὐτῶν φωνηέντων : τὸ γὰρ Ἐρετριᾶ καὶ Πειραιᾶ καὶ Στειριᾶ καὶ εὐφυᾶ καὶ ὑγιᾶ , εἰ καὶ ἔχουσι τὴν |
| ἐξέπεμψε στόλον παραφυλάξοντα τὴν σιτοπομπίαν , καὶ διέπεμψεν εἰς τὸν Πειραιέα τὴν κομιζομένην ἀγοράν . μετὰ δὲ ταῦτα Χαβρίας μὲν | ||
| τὸ μὲν ἄστυ τῆς πόλεως ἑαλωκὸς καταλίποι , τὸν δὲ Πειραιέα πολιορκούμενον , αὐτὸς δὲ μόλις διασωθεὶς ἥκοι : καὶ |
| Πλαταιάς . . ἐκ Δωρίου καὶ Κυτινίου ] Δώριον καὶ Κυτίνιον καὶ Ἐρινεὸν πολίσματα τῆς ἐν Θετταλίᾳ Δωρίδος . εἰσὶ | ||
| ἐν ὑπομνήματι Λυκόφρονος . ὁ πολίτης Κυτιναῖος . ἔστι καὶ Κυτίνιον μία τῶν τριῶν τῶν Δωρικῶν . τὸ ἐθνικὸν Κυτινιώτης |
| Σισύφου φησὶ τοῦ Φαρσαλίου κόλακα καὶ ὑπηρέτην γενέσθαι Ἀθήναιον τὸν Ἐρετριέα . . . . Καρπασία : πόλις Κύπρου . | ||
| ἀφυῆ , ὑγιέα ὑγιᾶ καὶ ὑγιῆ : ἐπὶ οὖν τοῦ Ἐρετριέα Ἐρετριᾶ καὶ Πειραιέα Πειραιᾶ καὶ Στειριέα Στειριᾶ εἰς α |
| ε καὶ ο εἰς τὴν ου δίφθογγον κίρνανται , οἷον Δημοσθένεος Δημοσθένους , εὐγενέος εὐγενοῦς , τῆς δὲ γενικῆς εἰς | ||
| ἐντελές εἶπεν , τουτέστι τὸ ὁλόκληρον , ἵνα τὸ μὲν Δημοσθένεος εὑρεθῇ ἐντελὲς καὶ ὁλόκληρον , τὸ δὲ Δημοσθένους κατὰ |
| . Τὰ εἰς ΝΩ παραληγόμενα τῷ Ο περισπᾶται , φθονῶ δονῶ πονῶ κλονῶ ὀνῶ φρονῶ δολῶ . Τὰ εἰς ΝΩ | ||
| δεκευτεῦσαι τὸ καθιερῶσαι . δόνακες , κάλαμοι : παρὰ τὸ δονῶ τὸ συστρέφω : διακηρυκεύεται , διὰ κηρύκων : συνθήκας |
| Γλαύκου τοῦ Ἱππολόχου γεγονότας , οἱ δὲ Καύκωνας Πυλίους ἀπὸ Κόδρου τοῦ Μελάνθου , οἱ δὲ καὶ συναμφοτέρους . Ἀλλὰ | ||
| , ἢ ὑπὸ γήρως διεφθορότα ἔχων τὸν νοῦν . Πρεσβύτερος Κόδρου : ἐπὶ τῶν παλαιῶν καὶ πολυχρονίων . Πολλὰ μεταξὺ |
| Τὸ δὲ Ἴγνης Ἴγνητος ἔχει καὶ ἄλλην ἀπολογίαν , ὅτι Γνής Γνητός ἦν , ὥσπερ Κρής Κρητός , καὶ ἐγένετο | ||
| τῷ κανόνι ὑπὲρ μίαν συλλαβήν διὰ τὸ Κρής Ἐτεόκρης καὶ Γνής Ἴγνης : ταῦτα γὰρ τῷ λόγῳ τῶν μονοσυλλάβων ἀναβιβάζουσι |
| διὰ τοῦτο ἐπὶ τοῦ Ἐρετριέα Ἐρετριᾶ καὶ Πειραιέα Πειραιᾶ καὶ Στειριέα Στειριᾶ οὐκ ἐγένετο εἰς η ἡ κρᾶσις ἀλλ ' | ||
| οὖν χάριν ἐπὶ τοῦ Ἐρετριέα Ἐρετριᾶ καὶ Πειραιέα Πειραιᾶ καὶ Στειριέα Στειριᾶ εἰς α μόνως ἐγένετο ἡ κρᾶσις , οὐκέτι |
| πληθυντικῶν συναιροῦνται , οἷον Δημοσθένεος Δημοσθένους , Δημοσθενέοιν Δημοσθενοῖν , Δημοσθενέων Δημοσθενῶν , Διομήδεος Διομήδους , Διομηδέοιν Διομηδοῖν , Διομηδέων | ||
| , Πηλέϊ Πηλεῖ , εὐγενέος εὐγενοῦς : οὕτως οὖν καὶ Δημοσθενέων Δημοσθενῶν περισπωμένως : τὸ δὲ Δημοσθενέων παροξύνεται . Καὶ |
| οἷον , σπείρω , σπορά : φθείρω , φθορά : δείρω , δορά : θέρω , Θορὰ δῆμος Ἀττικός : | ||
| τὸ ι εἰς ρ προφέρονται , οἷον σπείρω σπέρρω , δείρω δέρρω . . . , : πεποίηται δὲ ἡ |
| Δυϊκά . Τὼ Δημοσθένεε τὼ Δημοσθένη , τοῖν Δημοσθενέοιν τοῖν Δημοσθενοῖν , ὦ Δημοσθένεε ὦ Δημοσθένη . Πληθ . Οἱ | ||
| εὐγενῆ , εὐσεβέος εὐσεβοῦς : οὕτως οὖν καὶ Δημοσθενέοιν καὶ Δημοσθενοῖν περισπωμένως . Δύναται δὲ καὶ κατὰ ἄλλον τρόπον γενέσθαι |
| ην εἰς ω μέγα , καταβιβάσῃς δὲ καὶ τὸν τόνον τυφθῶ γίνεται . Ὁμοίως ἀπὸ τοῦ ἐτύπην γίνεται τὸ ἐὰν | ||
| εἰς ω μετὰ περισπωμένης τὸ ὑποτακτικὸν ποιεῖ , τυφθείς ἐὰν τυφθῶ , διδούς ἐὰν διδῶ . ἐὰν τυφθῇςτυφθῇ . Δυϊκά |
| ὀξεῖαν συνέρχονται , οἷον ζωός ζώς , Νηρηΐς Νηρῄς , ἑσταώς ἑστώς , βεβαώς βεβώς : οὕτως οὖν καὶ ποός | ||
| ἢ τοῦ η εἰς α . κατὰ δὲ τὸ ἕσταα ἑσταώς γίνεται καὶ δεδαώς ἐκ παρακειμένου τοῦ δέδαα , οὕτω |
| παραδείγματα τοῦ κανόνος ταῦτα : Χλούνειον , ὄνομα τόπου : Γύθειον : Σέῤῥειον ἡ πόλις : Λαύρειον , ὄνομα τόπου | ||
| ἀπολαβεῖν . καὶ μετὰ ταῦτα εὐθὺς Ἀθηναῖοι περιπλεύσαντες τὴν Πελοπόννησον Γύθειον εἷλον : καὶ Τολμίδης χιλίους ἔχων Ἀθηναίους ἐπιλέκτους διῆλθε |
| Κτησιφῶν ὦ Κτησιφῶν , Δημοφῶν ὦ Δημοφῶν , Ἱπποκῶν ὦ Ἱπποκῶν , ταῶν ὦ ταῶν , Τυφῶν ὦ Τυφῶν , | ||
| ' ἢ συνθέτων , ὡς τὸ Δημοφῶν Ξενοφῶν Ἀγλαοφῶν Κτησιφῶν Ἱπποκῶν Δεξικρῶν , ἢ παρασυνθέτων , ὥσπερ τὸ Ποσειδῶν . |
| σκηνῶ μὲν σκηνώσω , ἀφ ' οὗ καὶ σκήνωμα , σκηνῶ δὲ σκηνήσω , ἐξ οὗ σκηνήτης ὁ πρόσκαιρον ἔχων | ||
| πλανώμενοι ὡς ξένοι . ἐσκηνημένοι ] ἀπὸ τοῦ σκηνέω , σκηνῶ . σφόδρα γὰρ ἐσωζόμην ἐγώ : ἐκ τοῦ ἐναντίου |
| τοῦ ι Κοσιαῖον , καὶ τροπῇ Κοτιαῖον . τὸ ἐθνικὸν Κοτιαεύς . ἔνθα ἦν Ἀλέξανδρος ὁ Ἀσκληπιάδου γραμματικὸς πολυμαθέστατος χρηματίζων | ||
| τοῦ πατρὸς Μίδου . τὸ ἐθνικὸν Γορδιεύς , ὡς Κοτιάειον Κοτιαεύς , Δορυλάειον Δορυλαεύς . ἐχρῆν δ ' ἰσοσύλλαβον : |
| ἔθησεν , ἀλλὰ ὁ κανών φησιν : Ὁ ἀόριστος πρῶτος ἐνεργητικός , εἴτε ἀπὸ βαρυτόνων ῥημάτων παράγεται , εἴτε ἀπὸ | ||
| γέγονε τοῦ βέλεα τείχεα . Ἑνικά . Τετυφώς : ὁ ἐνεργητικός τε καὶ μέσος παρακείμενος τρέπων τὸ α εἰς ως |
| ' ἔστιν ἀπὸ τοῦ ἀκαχῶ ἀκάχημι , ὁ ἐνεστὼς παθητικὸς ἀκάχημαι : οἱ Αἰολεῖς γὰρ τὴν παραλήγουσαν οὐ συστέλλουσι : | ||
| κεῖμαι ἧμαι ποιοῦμαι γελῶμαι , ὑπεσταλμένων τῶν τῆς Αἰολίδος διαλέκτου ἀκάχημαι γὰρ καὶ ἀλάλημαι καὶ τοῦ παρακειμένου . οὗτος δὲ |
| ἡ γενικὴ τῶν πληθυντικῶν συναιροῦνται , οἷον Δημοσθένεος Δημοσθένους , Δημοσθενέοιν Δημοσθενοῖν , Δημοσθενέων Δημοσθενῶν , Διομήδεος Διομήδους , Διομηδέοιν | ||
| Αἴαντε γίνεται Αἰάντοιν , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ Δημοσθένεε γίνεται Δημοσθενέοιν , καὶ κατὰ κρᾶσιν τοῦ ε καὶ τῆς οι |
| τοῦ βέλους : παρὰ τὸ ἄρω , τὸ ἁρμόζω , ἦρμαι ἦρσαι ἦρται ἄρτης : ἔνθεν καὶ πυλάρτης . καὶ | ||
| ἁρμόζω , ὁ μέλλων Αἰολικῶς ἄρσω , ὁ παρακείμενος ἦρκα ἦρμαι ἤρμην ἦρσο ἦρτο , Ἰωνικῶς ἄρτο καὶ πλεονασμῷ τοῦ |
| ὀνομάτων καὶ διὰ τοῦ Β κλινόμενα , οἷον τὸ Ἄραψ Ἄραβος καὶ τὸ λίψ , ὁ ἄνεμος , λιβός , | ||
| βατος . τὸ ἐθνικὸν Αἰγιλίπιος , ὡς Κίνυφος Κινύφιος , Ἄραβος Ἀράβιος , Φρυγός Φρύγιος , καὶ τῶν ὁμοίων . |
| ' οὗτοι Κορίνθιοι , Ἐπιδαύριοι , Τροιζήνιοι , Ἑρμιονεῖς , Ἁλιεῖς , Σικυώνιοι καὶ Πελληνεῖς : οὐ γάρ πω τότε | ||
| δὲ ἐκ [ τῆς . . . ] εἰς τοὺς Ἁλιεῖς καλουμένους , οἱ δ ' ἐκ τῆς Ἀσίνης [ |
| εἰς ως μετοχῶν καὶ μετοχικῶν , μετοχῶν μέν , οἷον τετυφώς τετυφότος , πεποιηκώς πεποιηκότος , μετοχικῶν δέ , οἷον | ||
| φυλάττει τὸ ω μέγα καὶ ἐπὶ γενικῆς , τὸ δὲ τετυφώς οὐ φυλάσσει , διότι ἐκεῖνος ὄνομά ἐστι , τοῦτο |
| παραληγόμενα Υ μακρῷ βαρύνεται , εἰ μὴ προκατάρχοιτο ὄνομα : δύνω θύνω πλύνω φύνω μηκύνω πλατύνω ταχύνω τραχύνω . σεσημείωται | ||
| ω καθαρὸν λήγοντα ῥήματα διὰ τοῦ ν προφέρουσιν οἷον δύω δύνω θύω θύνω , ὡς παρ ' Ὁμήρῳ ” θῦνε |
| θεῷ καὶ ἐν τῇ Φωκίδι ὁμοῦ τῷ στρατεύματι αὐτὸν καταμείναντα Ἐλατείας οἰκιστὴν γενέσθαι . ἐν δὲ ταῖς Φωκέων πόλεσιν ἃς | ||
| τὴν νίκην : ὅπερ καὶ συνετελέσθη . καταληφθείσης γὰρ τῆς Ἐλατείας ἧκόν τινες νυκτὸς ἀπαγγέλλοντες τὴν κατάληψιν τῆς πόλεως καὶ |
| τι καὶ ἄπιστον χρῆμα χειμῶνος ἐπεῖναι μέλλειν . ὁ δὲ Κέραμβος ὑπὸ μεγαλαυχίας ἐκ νεότητος οἷα θεοβλαβὴς ἀπελαύνειν μὲν ἐκ | ||
| , Φαίδων Λευκανοὶ Ὄκκελος καὶ Ὄκκιλος ἀδελφοί , Ἀρέσανδρος , Κέραμβος Δαρδανεὺς Μαλίων Ἀργεῖοι Ἱππομέδων , Τιμοσθένης , Εὐέλθων , |
| τὰ κρέα ἀττικῶς . ὦ κρέατα κοινῶς , ὦ κρέαα ἰωνικῶς , ὦ κρέα ἀττικῶς . Ἑνικά . Τὸ τεῖχος | ||
| ὅτε δὴ κείρασθαι , καί τινα ἐπιστολὴν ἀνέπλασαν ξυγκειμένην μὲν ἰωνικῶς , τὸ δὲ μῆκος ἄχαρι , ἐν ᾗ βούλονται |
| α μακρὸν γίνεται ὁ λᾶς , ὥσπερ Μενέλαος Μενέλας , Πτερέλαος Πτερέλας . Ἀναδράμωμεν δὲ ἐπὶ τὰ λοιπὰ παραδείγματα τῶν | ||
| τὰς τῶν Ταφίων νήσους ἐπόρθει . ἄχρι μὲν οὖν ἔζη Πτερέλαος , οὐκ ἐδύνατο τὴν Τάφον ἑλεῖν : ὡς δὲ |
| . Τὰ εἰς ων ὑποκοριστικὰ τὸ ω φυλάττει , Ζήνωνος Μύτωνος Λάκωνος . Τὰ εἰς ων παρὰ μέλλοντα διὰ τοῦ | ||
| βαρύνονται φυλάττουσι τὸ ω ἐν τῇ γενικῇ , οἷον Μύτων Μύτωνος , Καύκων Καύκωνος , Κ καὶ Λέλεγες καὶ Καύκωνες |
| ὀξύνονται , εἴτε ἀρσενικά εἰσιν εἴτε θηλυκά , οἷον Σαλαμίν Ἐλευσίν ἀκτίν δελφίν Τελχίν ῥίν θίν ἴν : ἡ ἴκτινα | ||
| ἀκτίν ὦ ἀκτίν , ἡ Σαλαμίν ὦ Σαλαμίν , ἡ Ἐλευσίν ὦ Ἐλευσίν , ὁ ἀστήρ ὦ ἀστήρ , ὁ |
| ὑπὲρ οὗ ὁ Σολύγειος λόφος ἐστίν , ἐφ ' ὃν Δωριῆς τὸ πάλαι ἱδρυθέντες τοῖς ἐν τῇ πόλει Κορινθίοις ἐπολέμουν | ||
| . καὶ Ἑλληνικὰ μὲν ἔθνη τῶν ἐν Σικελίᾳ τοσάδε , Δωριῆς τε καὶ [ οἱ ] αὐτόνομοι πάντες , ξυνεμάχουν |
| ἐκτείνειν αὐτό , ἐπειδὴ τὰ εἰς ιξ καὶ τὰ εἰς υξ ἀρσενικὰ μακρᾷ παραληγόμενα εἴτε φύσει εἴτε θέσει ἁπλᾶ ὄντα | ||
| χν ιε , λοιπὸν δὲ τὸ ἀπὸ τῆς ΒΓ ἑξηκοστῶν υξ νβ : καὶ μήκει ἄρα ἡ ΒΓ ἔσται τῶν |
| , ὡς τὸ Μενέλαος Μενέλας , Δορύλαος Δορύλας , Πτερέλαος Πτερέλας . τὰ γὰρ ἐν τῷ δέοντι μὴ γενόμενα ματαίως | ||
| θάνατον . Μήστορος δὲ θυγάτηρ Ἱπποθόη , ἧς καὶ Ποσειδῶνος Πτερέλας : τοῦ δὲ , Τηλεβόας καὶ Τάφος . [ |
| Ἀττικοῦ Δάμασος καὶ Νάοκλος Κόδρου παῖδες , τῶν δὲ Βοιωτῶν Γέρης Βοιωτός : καὶ σφᾶς συναμφοτέρους ὅ τε Ἄποικος καὶ | ||
| νόθος , καὶ μετὰ τοῦτον Ἄποικος καὶ Δάμασος Ἀθηναῖοι καὶ Γέρης ἐκ Βοιωτῶν : Ἐρυθρὰς δὲ Κνῶπος , καὶ οὗτος |
| καὶ κατὰ διπλασιασμὸν τοῦ ρ γίνεται ἔρρω , ὡς κείρω κέρρω : οἱ δὲ Αἰολεῖς τὰ εἰς ρω λήγοντα ῥήματα | ||
| δασέων τὸ ἔρρω φησὶ γίνεσθαι καθ ' ὁμοιότητα τοῦ κείρω κέρρω Αἰολικοῦ . ὁμοίως οὖν καὶ ἐκ τοῦ πλευράξ ἀφῄρηνται |
| . καὶ γὰρ τοῦ Δίολκος τὸ Διολκίτης καὶ τοῦ Ὀξύρυγχος Ὀξυρυγχίτης . Ἔφορος καὶ τὴν πόλιν Ἄβδηρον φησίν . [ | ||
| καὶ γὰρ τοῦ Δίολκος τὸ Διολκίτης καὶ τοῦ Ὀξύρυγχος τὸ Ὀξυρυγχίτης : καὶ ἀπὸ τῶν εἰς α οὐδετέρων εὑρίσκεται , |
| , . , , . . α . * . Ἄμαντες : οἱ περὶ Ἐλεφήνορα μετὰ Τροίας ἅλωσιν διέβησαν εἰς | ||
| ἐκλήθησαν 〚 ἐν Ὑπομνήματι Λυκόφρονος 〛 καὶ κατὰ † μεταφορὰν Ἄμαντες . Σεξτίων δὲ ἐν Ὑπομνήματι Λυκόφρονος λέγει , ὅτι |
| - ] φασιν ἐνταῦθα τὴν Ἀνδρομέδαν [ τῷ κήτει : Ἀσκάλων - ] πόλις Τυρίων καὶ βασίλεια . Ἐνταῦθα [ | ||
| , μήκων μήκωνος : τρήρων τρήρωνος : ἅλων ἅλωνος : Ἀσκάλων Ἀσκάλωνος : τὸ γὰρ Λακεδαίμων Λακεδαίμονος τοῦ ἁπλοῦ τὴν |
| κεκαδμένον : κεκοσμημένον . κεκοσμημένον . ἀπὸ τοῦ κάζω τὸ καλλωπίζω . γράφεται δὲ καὶ κεκασμένον . σύγκειται δὲ τὸ | ||
| . Διαπορηθέντες , διαποροῦντες . Διαπρέπω τὸν δεῖνα , ἤτοι καλλωπίζω . Πλάτων ἐν Γοργίᾳ : „ φύσιν ψυχῆς ὧδε |
| οὔτε ἡ γενικὴ τῶν δυϊκῶν οὔτε ἡ γενικὴ τῶν πληθυντικῶν συναιροῦνται , οἷον Πηλέοιν Πηλέων . Ὦ Πηλέε ὦ Πηλῆ | ||
| ποίαν αἰτίαν τὰ εἰς ις διὰ τοῦ εος κλινόμενα οὐ συναιροῦνται κατὰ τὴν γενικὴν καὶ γίνον - ται εἰς ους |
| καθιερῶσαι . δόνακες , κάλαμοι : παρὰ τὸ δονῶ τὸ συστρέφω : διακηρυκεύεται , διὰ κηρύκων : συνθήκας ἢ πρεςβείας | ||
| πάλιν ἀπὸ τοῦ ἄω τὸ πνέω καὶ τὸ ἑλῶ τὸ συστρέφω ἡ τῶν ἀνέμων συστροφὴ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ἑτέρου |
| Τ κρέαος κλίνοντες : οἱ δὲ ἀλοζόνες καὶ μεγαλόφωνοι Ἀττικοὶ συναιροῦντες τὸ τῶν Ἰώνων Α καὶ Ο μικρὸν εἰς τὸ | ||
| . σᾶ : τὰ σῶα λέγουσι μονοσυλλάβως ἀπὸ τοῦ σῶα συναιροῦντες . Εὐριπίδης ἐν Ὑψιπύλῃ : εὔφημα καὶ σᾶ καὶ |
| , καὶ τροπῇ τοῦ λ εἰς ρ κρῶ , ὅθεν κράζω παράγωγον . τὸ δὲ κλῶ , τὸ φωνῶ , | ||
| οὖν λάξω μέλλων . ὄνομα λαχμὸς , ὡς παρὰ τὸ κράζω κράξω κραγμός : τὸ δὲ γ εἰς χ μεταπεσόντος |
| ἄξω , ὁ μέσος παρακείμενος ἦγα καὶ Ἀττικῶς ἔαγα : ῥήσσω , ὁ μέλλων ῥήξω , ὁ μέσος παρακείμενος ἔρρηγα | ||
| τοῦ η εἰς ω , ῥωγός . παρὰ δὲ τὸ ῥήσσω , καὶ ῥωγάδες . Ῥυμός . παρὰ τὸ ἐρύω |
| μετοχῆς τοῦ ὁριστικοῦ παθητικοῦ αʹ ἀορίστου , ἥτις ἐστὶν ὁ τυφθεὶς καὶ κλίνεται τοῦ τυφθέντος τοῦτο παράγει , τρέπον τὸ | ||
| . Οὗτος γὰρ ὁ Ἀντισθένης Κυνικὸς ἦν φιλόσοφος ὅς , τυφθεὶς καὶ πληγεὶς τὸ πρόσωπον , λαβὼν χαρτίον καὶ ἐγγράψας |
| γενικῆς τῆς μετοχῆς τοῦ παθητικοῦ αʹ ἀορίστου , ἥτίς ἐστι τυφθέντος : τροπῇ γὰρ τοῦ τος εἰς ην καὶ ἐκβολῇ | ||
| ' ὀξείας τάσεως καὶ διὰ τοῦ ΝΤ κλινομένην : τυφθείς τυφθέντος ἐὰν τυφθῶ , τυπείς τυπέντος ἐὰν τυπῶ , τιθείς |
| ἐπιδορατίδος . σαώτερος σωτήριος . εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ ἀπολελυμένου Αἰολικοῦ τοῦ σάος τὸ σαώτερος συγκριτικόν . Σαρπήδοντος . ταύτῃ | ||
| εἰκός , ὑπῆρξε καίπερ ὀλίγοις οὖσιν . οὕτω δὲ τοῦ Αἰολικοῦ πλήθους ἐπικρατοῦντος ἐν τοῖς ἐκτὸς Ἰσθμοῦ , καὶ οἱ |
| μὲν δὴ σεμνότερος ἐς αὐτὸν λόγος τὰς γυναῖκάς φησι τὰς Ταναγραίων πρὸ τῶν Διονύσου ὀργίων ἐπὶ θάλασσαν καταβῆναι καθαρσίων ἕνεκα | ||
| λιμένα : εἶθ ' ἡ Αὐλὶς πετρῶδες χωρίον καὶ κώμη Ταναγραίων : λιμὴν δ ' ἐστὶ πεντήκοντα πλοίοις , ὥστ |
| ἡ κιβωτός : παρὰ τὴν ἀντί πρόθεσιν καὶ † τοῦ πήσσω , . , , . . α . . | ||
| , τὸ καίω , Αἴτνη , ὡς φάγω φάτνη , πήσσω πάχνη , . , ; . . α . |
| ὁ πλεονασμὸς τοῦ ν καθὰ καὶ ἐν τῷ δύνω καὶ θύνω . . . , : πεποίηται δὲ , φασί | ||
| λήγοντα ῥήματα διὰ τοῦ ν προφέρουσιν οἷον δύω δύνω θύω θύνω , ὡς παρ ' Ὁμήρῳ ” θῦνε γὰρ ἀμ |
| ποταμοῦ ἐκβολαί . . . ξζ ∠ ʹ λγ γοʹ Σιδών . . . . . . . . . | ||
| . ἐκλήθη δὲ ἀπὸ Σιδύμου . ὁ πολίτης Σιδυμεύς . Σιδών , πόλις Φοινίκης . Ἑκαταῖος Ἀσίᾳ . ὁ πολίτης |
| ἐστι Σαλαμὶς νῆσος καὶ πόλις καὶ λιμήν . Ἔπειτα ὁ Πειραιεὺς καὶ τὰ σκέλη καὶ Ἀθῆναι . Ὁ δὲ Πειραιεὺς | ||
| δὲ τὰ συνέχοντα τὰς ῥίζας τῶν οἴκων . Πειραιεὺς ] Πειραιεὺς περεύς τις ὤν : ἦν γὰρ ὅτε οὐ συνήπτετο |
| ἐτυψάτην Πληθ . ἐτύψαμεν ἐτύψατε ἔτυψαν Ἀορίϲτου βʹ Ἑν . ἔτυπον ἔτυπεϲ ἔτυπε Δυ . ἐτύπετον ἐτυπέτην Πληθ . ἐτύπομεν | ||
| , ἐδάρην ἐδάρης , τέτυφα τέτυφας , ἔτυψα ἔτυψας , ἔτυπον ἔτυπες . ἔτι καὶ τὰ τρίτα ὁμοτονεῖ τοῖς δευτέροις |
| . ἡ δὲ Ἀβαντὶς καλουμένη χώρα καὶ πόλισμα ἐν αὐτῇ Θρόνιον τῆς Θεσπρωτίδος ἦσαν ἠπείρου κατὰ ὄρη τὰ Κεραύνια . | ||
| καὶ ἀποβάσεις ποιησάμενος τῆς τε παραθαλασσίου ἔστιν ἃ ἐδῄωσε καὶ Θρόνιον εἷλεν , ὁμήρους τε ἔλαβεν αὐτῶν , καὶ ἐν |
| : ἤγουν εὐθείαις , ἐννόμοις , τουτέστι δι ' ἐννόμων Δικῶν . ΑΙ ΕΚ ΔΙΟΣ ΕΙΣΙΝ ΑΡΙΣΤΑΙ : ἤγουν κράτισται | ||
| : ἤγουν εὐθείαις , ἐννόμοις , τουτέστι δι ' ἐννόμων Δικῶν . ΑΙ ΕΚ ΔΙΟΣ ΕΙΣΙΝ ΑΡΙΣΤΑΙ : ἤγουν κράτισται |
| βαρύνουσι τὰς ἰδίας γενικὰς : Αἴαντες Αἰάν - των , Θόαντες Θοάντων , Λάχητες Λαχήτων , χωρὶς τοῦ γυναῖκες γυναικῶν | ||
| Αἴαντες Αἰάντων Αἴασιν Αἴαντας Αἴαντες , Θόαντες Θοάντων Θόασι Θόαντας Θόαντες : ἐπὶ τούτων γὰρ ἡ μὲν παραλήγουσα τῆς δοτικῆς |
| ] ἔαν εἴπω τι τοιοῦτον , εἰ εἴπω σοί τι τυφθήσομαι ὑπὸ σοῦ . ⌈ ἐνδίκως [ ἐν δίκῃ ] | ||
| , τύποιντο . Ἑνὶ κανόνι κανονίζονται πάντες οἱ μέλλοντες : τυφθήσομαι τυφθησοίμην , τυπήσομαι τυπησοίμην , τύψομαι τυψοίμην , τυποῦμαι |
| μετρῶ γεωμετρῶ ἱδρῶ κοπρῶ πιμπρῶ ποδαγρῶ λυτρῶ . τὸ δὲ ἔγρω κατὰ συγκοπὴν ἀπὸ τοῦ ἐγείρω . Τὰ διὰ τοῦ | ||
| Αἴγυπτος , αἰγιαλός : αἰγίλιψ : διὰ δὲ τοῦ ε ἔγρω ἐγείρω . Ἡ αι δίφθογγος ἐν ἀρχῇ λέξεως σπανίως |
| ἀκτίς ἀκτῖνος ἀκτίν , δελφίς δελφῖνος δελφίν , Τελχίς Τελχῖνος Τελχίν , Σαλαμίς Σαλαμῖνος Σαλαμίν , ῥίς ῥινός ῥίν , | ||
| αὐτὴν ἔχουσι κλίσιν , οἷον δελφίν δελφῖνος δελφίς δελφῖνος , Τελχίν Τελχῖνος Τελχίς Τελχῖνος , Σαλαμίν Σαλαμῖνος Σαλαμίς Σαλαμῖνος . |
| κρεμάμενον εἶπε : Καταβαίνεις καὶ ἀπαγγέλλεις ; ἢ ἀναβαίνω καὶ ἀπαρτίζω σε . Λιμόξηρος ἰατρὸς ἰδὼν ἄρτον εἰς τρύπην κείμενον | ||
| εἰ φαρμακοῦμαι Ϙβ εἰ λαμβάνω ληγᾶτον Ϙγ εἰ ὃ ἐπιβάλλομαι ἀπαρτίζω καὶ πληρῶ Ϙδ εἰ θεωρῶ τὴν πατρίδα μου Ϙε |
| Ἀπολλώνιος Ἀντίγονος Βόηθος Γεμῖνος Διόδοτος Δίδυμος Διόδωρος Εὔδωρος Ἐρατοσθένης Ἕρμιππος Εὐαίνετος Μηνόδοτος Ζηνόδωρος Ἡγησιάναξ Θεόδωρος Θαλῆς Ἵππαρχος Κράτης Ζηνόδοτος Πύρρος | ||
| . Ἀλέξανδρος Αἰτωλός . Ἀλέξανδρος Ἐφέσιος . Δίδυμος πονηρός . Εὐαίνετος ἕτερος . Ἕρμιππος Περιπατητικός . Καλλίμαχος Κυρηναῖος . Κλεόστρατος |
| βασιλέως : τούτου γὰρ ἐπὶ θαλάττῃ τὴν ἐπώνυμον αὐτῷ πόλιν οἰκίσαντος οἱ κατὰ τὸ ἑξῆς βασιλεύσαντες τῆς Αἰγύπτου πάντες ἐφιλοτιμήθησαν | ||
| μὲν Λίνδιον εἶναι λέγουσιν , ἀδελφὸν δὲ Ἀντιφήμου τοῦ Γέλαν οἰκίσαντος , εἰς τὴν Φασήλιδα ὑπὸ Μόψου μετ ' ἀνδρῶν |
| Σταγειρίτης , Ἄβδηρος Ἀβδήρου Ἀβδηρίτης , Πεντάσχοινος Πεντασχοίνου Πεντασχοινίτης , Διόλκος Διόλκου Διολκίτης : οὕτως Ὠρεός Ὠρεοῦ Ὠρεΐτης , καὶ | ||
| Σταγειρίτης , Ἄβδηρος Ἀβδήρου Ἀβδηρίτης , Πεντάσχοινος Πεντασχοίνου Πεντασχοινίτης , Διόλκος Διόλκου Διολκίτης : οὕτως Ὠρεός Ὠρεοῦ Ὠρεΐτης , καὶ |
| Ἡρακλεέων Ἡρακλεῶν , Ἡρακλέεσι Ἡρακλῆσι , Ἡρακλέεας Ἡρακλέας , Ἡρακλέεες Ἡρακλέεις . Ἑνικά . Ἡρακλῆς , Ἡρακλέος Ἡρακλοῦς , Ἡρακλέϊ | ||
| Ἡρακλήοιν , Ἡρακλέεε Ἡρακλέη καὶ Ἡρακλῆε . Πληθυντικά . Ἡρακλέεες Ἡρακλέεις Ἡρακλῆες , Ἡρακλεέων Ἡρακλεῶν Ἡρακλήων : ἰστέον ὅτι διὰ |
| : ἀπὸ τοῦ φθίνω φθινύθω , ὡς ἀπὸ τοῦ νέμω νεμέθω . . ΟΥΔΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΙΚΤΟΥΣΙ . Καὶ τοῦτο λίαν | ||
| εθω ποιοῦσι τὴν παραλήγουσαν , οἷον φλέγω φλεγέθω , νέμω νεμέθω , ὅθεν τὸ ἀγειρέθω καὶ ἀείρω ἀειρέθω γενόμενον κατὰ |
| περατώσεις τὴν γενικὴν τοῦ Παπία λέγων καὶ τοῦ Αἰνεία , Δωρικὴ ἔσται ἡ κλίσις συνήθης γεγονυῖα τῇ κοινῇ διαλέκτῳ : | ||
| : Ὅμηρος ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ , καὶ ἡ Δωρικὴ παροιμία τὸν λίθον ποτὶ τὰν σπάρτον ἄγοντας . νηὸς |
| τοῦ τ εἰς θ ἀΐσθω , ἐξ οὗ ἡ μετοχὴ ἀΐσθων καὶ κατὰ συναίρεσιν αἴσθων [ . οὕτως καὶ ] | ||
| ὄντως . λιλαίεται : ἐπιθυμεῖ . Πείθεται : ὑπακούει . ἀΐσθων : ἀναπνέων . Θαλάσσης : ἀπό . Τραφερήν : |
| ὁ κοχλίας τοῦ κοχλίου καὶ τοῦ κοχλία δωρικῶς , ὁ Παπίας τοῦ Παπίου καὶ τοῦ Παπία δωρικῶς , ὁ Αἰνείας | ||
| , οἱ δ ' ἕτεροι τὸ κατάστρωμα ἀναρρήξαντες ἐξενήχοντο . Παπίας δὲ ἐς τὴν παρορμοῦσαν ἀναληφθεὶς αὖθις ἐπῄει τοῖς πολεμίοις |
| ἄκλιτα , Τλῶς Κρῶς , ἃ ὤφειλεν ἀποβολῇ τοῦ ς κλίνεσθαι : αἱ δὲ κλητικαὶ κοινῶς μὲν εἰς οι , | ||
| γαμψοὺς : ἤγουν τὰς καμπτούσας καὶ πλαγίους νεφέλας ἐν τῷ κλίνεσθαι . . . . Οἰωνοί ; οἰωνοὺς ] ὄρνεις |
| τὸ τ διὰ τοῦ ε κλίνεται , αἰθέρος δαέρος , σεσημειωμένου τοῦ σπινθῆρος Ἐλευθῆρος . τῷ λουτῆρι , τὸν λουτῆρα | ||
| φλοῦς , θροῦς , χαλκοῦς , Σιμοῦς , ἀργυροῦς , σεσημειωμένου τοῦ πούς καὶ ὀδούς : ἁπλᾶ διὰ τὸ εὔνους |
| , ὡς τὸ Ἀγάμμεια Ἀγάμμη , καὶ Ζέλεια Ζέλη , Μαντίνεια Μαντίνη . ὁ νησιώτης Ἐρυθεύς ὡς Μαντινεύς , ἢ | ||
| ἄριστος δὴ προκριθεὶς ὑπὸ τῶν πεντακισμυρίων . τοιοῦτον ἡμῖν ἡ Μαντίνεια θαυμαστὸν βασιλέα καὶ στρατηγὸν ἐλελήθει ἀνατρέφουσα . πλὴν ἀλλὰ |
| διὰ καθαροῦ τοῦ τος , ἀλλὰ διὰ τοῦ ντ , Θόαντος γάρ . Πρόσκειται βαρύτονα διὰ τὰ ὀξύτονα , οἷον | ||
| ἐπὶ ἀρσενικῶν καὶ οὐδετέρων , οἷον Αἴας Αἴαντος , Θόας Θόαντος , λέβης λέβητος , Πάρις Πάριδος , βῆμα βήματος |
| δαφνῆς δαφνῆντος : εἰ οὖν τὸ ἀκλεής καὶ δυσκλεής καὶ ἀγακλεής εἰς ους ἔχουσι τὴν γενικήν , οἷον ἀκλεοῦς δυσκλεοῦς | ||
| ἐπειδὴ καὶ ἐν τῇ ἐντελείᾳ ὀξύνονται , οἷον ἀκλεής δυσκλεής ἀγακλεής : ἡ δὲ βαρεῖα καὶ ἡ ὀξεῖα εἰς ὀξεῖαν |
| καταλαβεῖν . . ΕΤΙΤΑΙΝΕΤΟ . Τείνω τὸ ἐξαπλῶ δίφθογγον , τιταίνω δὲ ὃ σημαίνει τὸ αὐτὸ , ι : συστέλλεται | ||
| καὶ ἄφαντος , καὶ χραίνω χραντὸς καὶ ἄχραντος , οὕτω τιταίνω ταντὸς , καὶ οὐδέτερον ταντὸν , καὶ πλεονασμῷ τοῦ |
| χρυσόω , γυψόω , στεφανόω , φανερόω , ἡ τοιαύτη συναιρουμένη τὴν τρίτην συζυγίαν τῶν περισπωμένων ποιεῖ , οἷον χρυσῶ | ||
| ἑνικῶν εἰς ς λήγουσα μετὰ μακρᾶς περιττοσυλλάβως κλινομένη καὶ μὴ συναιρουμένη κατὰ τὴν γενικὴν προσθέσει τοῦ ι ποιεῖ τὴν δοτικὴν |
| τὸ Δωριᾶς Ἀττικῶς ἀντὶ τοῦ Δωριέας Βοιὸν καὶ Κυτίνιον καὶ Ἐρινεόν : αὗται αἱ τρεῖς πόλεις περὶ τὸν Παρνασσόν εἰσι | ||
| παρεχόμενος τοῦ προτέρου ῥεῦμα : καὶ παρ ' αὐτῷ καλοῦσιν Ἐρινεόν , λέγοντες τὸν Πλούτωνα ὅτε ἥρπασε τὴν Κόρην καταβῆναι |
| Πηλέϊ Πηλεῖ , εὐγενέος εὐγενοῦς : οὕτως οὖν καὶ Δημοσθενέων Δημοσθενῶν περισπωμένως : τὸ δὲ Δημοσθενέων παροξύνεται . Καὶ ἄξιόν | ||
| καὶ κατὰ κρᾶσιν τοῦ ε καὶ ω εἰς ω γίνεται Δημοσθενῶν περισπωμένως : περισπᾶται δέ , ἐπειδή , ὡς εἴρηται |
| γενικῆς , ὡς Ἑλικωνίς τῆς Ἑλικῶνος , Βίστονος Βιστονίς , Αὔσονος Αὐσονίς . ἴσως δὲ καὶ τὸ Ἀβαντιάς ἀπὸ τοῦ | ||
| ἀπὸ Αὔσονος τοῦ Ἰταλοῦ καὶ Λευταρίας υἱοῦ ἄλλοι δὲ ἐξ Αὔσονος ἑτέρου φασί . * κλέτας τὴν κλιτὺν τὴν ἀκρώρειαν |
| Δημόσθενες , Διομήδης Διομήδους ὦ Διόμηδες , Ἀριστοφάνης Ἀριστοφάνους ὦ Ἀριστόφανες , ὁ Πολυδεύκης τοῦ Πολυδεύκους ὦ Πολύδευκες , ὁ | ||
| τῆς κλητικῆς καὶ τὰ εἰς ης σύνθετα κύρια , Διόμηδες Ἀριστόφανες , καὶ τὰ παρ ' οὐδετέρων ἐσχηματισμένα εἰς ης |
| . Ποσειδωνιᾶται Ἀθάμας , Σῖμος , Πρόξενος , Κράνοος , Μύης , Βαθύλαος , Φαίδων . Λευκανοὶ Ὄκκελος [ , | ||
| . τὸ ἐθνικὸν Μυγίσσιος καὶ Μυγισσία Ἀθηνᾶ καὶ Μυγισσίς . Μύης Μύητος , ὡς Φάγρης Φάγρητος , πόλις Ἰωνική . |
| κούρητος , οἷον Τ κούρητες Ἀχαιῶν , Ὅπλης Ὅπλητος , Πίγρης Πίγρητος , Τίγρης Τίγρητος : τοῦτο δὲ καὶ διὰ | ||
| ἀνασπάστους ποιῆσαι ἐκ τῆς Εὐρώπης ἐς τὴν Ἀσίην . Ἦν Πίγρης καὶ Μαντύης ἄνδρες Παίονες , οἳ ἐπείτε Δαρεῖος διέβη |
| τιτρώσκω : τρῶ τρώω τρώσω τρώσκω , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν τιτρώσκω . . . . . τροφαλίς , . . | ||
| ἀπὸ τοῦ ταίνω καὶ τιταίνω . . . . . τιτρώσκω : τιτρώσκω : τρῶ τρώω τρώσω τρώσκω , καὶ |
| σάννιον τὸ αἰδοῖον : κέρνιον . Τὰ διὰ τοῦ ιον τρισύλλαβα , ἀπὸ διφθόγγου ἀρχόμενα προπαροξύτονα , διὰ τοῦ ι | ||
| . τὸ δὲ ἀσπαλία βαρύνεται . Τὰ εἰς Α μακρὸν τρισύλλαβα παραληγόμενα τῷ Ι ἐπὶ οὐσίας λαμβανόμενα βαρύνεται , χωρίς |
| ἥλων , ἁλούς ἡ μετοχή , ἁλόντος , τὸ εὐκτικὸν ἁλοίην ἁλοίης ἁλοίη , . , . Ἀσελγής : παρὰ | ||
| θυμὸς ἀνῆκε στήμεναι ἀντία σεῖο : ἕλοιμί κεν ἤ κεν ἁλοίην . ἀλλ ' ἄγε δεῦρο θεοὺς ἐπιδώμεθα : τοὶ |
| ὁ Ἐχέπωλος . . τὸν δὲ πεσόντα ποδῶν ἔλαβε κρείων Ἐλεφήνωρ : ἡ διπλῆ ὅτι ἀπὸ τῆς πληγῆς πέπτωκε : | ||
| καὶ Ἀρκεσίλαος καὶ Προθοήνωρ καὶ Κλονίος σὺν νηυσὶν ν : Ἐλεφήνωρ ἐξ Εὐβοίας σὺν νηυσὶν ξ : Μενέλαος δὲ υἱὸς |
| , πόλις Κρήτης , Ἀγαμέμνονος κτίσμα , ἀπὸ Λάμπου τοῦ Ταρραίου . Τὸ ἐθνικὸν Λαμπαῖος . Κλαύδιος δὲ Ἰούλιος Λαμπέας | ||
| , πόλις Κρήτης , Ἀγαμέμνονος κτίσμα , ἀπὸ Λάμπου τοῦ Ταρραίου . τὸ ἐθνικὸν Λαμπαῖος . Κλαύδιος δὲ Ἰούλιος Λαμπέας |
| . ἀπεκαίνυτο : καίνω καινύω καίνυμι καίνυμαι ἐκαινύμην ἐκαίνυτο ὡς ὄρω ὀρύω ὀρνύω ὄρνυμι . . . . ἀπεβουκόλησα : | ||
| ο , ὄνυξ . Ὀτρύνω . πλεονασμῷ τοῦ τ , ὄρω , ὀρύνω , καὶ ὀτρύνω . Ὁδεῖνα . ὅδε |
| χαλῶ , γυμνάζω , νύσσω , κνήθω , ξύω , σμῶ , βρέχω , τύπτω , παίω , λούω , | ||
| σεσημείωται τὸ σμώνη ἡ τοῦ ἀνέμου πλήγη , ἀπὸ τοῦ σμῶ ῥήματος γενόμενον , καὶ διὰ τοῦ ω μεγάλου γραφόμενον |
| . τὸ ἐθνικὸν Ὑάμιος ὡς Βυζάντιος , καὶ Ὑαμιεύς ὡς Δουλιχιεύς . Ὑάμπολις , πόλις Φωκίδος . ὁ οἰκήτωρ Ὑαμπολίτης | ||
| ἐθνικὸν Ψυχιεύς , ὡς τοῦ Νότιον Νοτιεύς καὶ τοῦ Δουλίχιον Δουλιχιεύς . Ψωφίς , πόλις Ἀρκαδίας . κέκληται ἀπὸ Ψώφιδος |
| παράγωγον φαύω , ὁ μέλλων φαύσω καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ φαύσκω καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν πιφαύσκω . . , : πολυκαγκέα | ||
| μνήσω , μνήσκω : ἀρέσω , ἀρέσκω : φαύσω , φαύσκω , καὶ πιφαύσκω : βρώσω , βρώσκω , καὶ |
| ἀορίστου βʹ , γίνεται δὲ καὶ αὐτὸ ἀπὸ τοῦ ἰδίου ὁριστικοῦ τοῦ ἔτυπον , ἐκβολῇ τοῦ ε καὶ τροπῇ τοῦ | ||
| ὤφειλε γίνεσθαι καὶ παθητικὸς παρακείμενος εὐκτικός , πάντως ἀπὸ τοῦ ὁριστικοῦ παθητικοῦ παρακειμένου ἔμελλε γενέσθαι : καὶ ἐπεὶ ὁ παθητικὸς |