ἡμερώτερος καὶ σχολαίτερος καὶ εἰρηνικώτερος , ποιμὴν καὶ βουκόλος . Ἐπιθυμεῖ Καμβύσης τῆς Αἰγυπτίων γῆς : πόλεμον ἡ ἐπιθυμία διανέστησεν
, καὶ Πλάτων , καὶ Ξενοφῶν , καὶ Αἰσχίνης . Ἐπιθυμεῖ ἡ ἀνθρώπου ψυχή , καὶ δέδιεν , καὶ λυ
5922308 μαργοσυνην
περιθέει : δολεροὶ τὸ ἦθος : οἱ δὲ πάντη ἀνεστηκότες μαργοσύνην κατηγοροῦσι . προπετεῖς ὀφθαλμοὶ αἱματώδεις οἰνοφλύγων καὶ γαστριμάργων .
συγκλείεσθαι ὑπορρέοιεν καὶ εἰς τὸ ἄνω χωροῖεν , μαχλοσύνην καὶ μαργοσύνην κατηγοροῦσιν . εἰ δὲ ὀρθοὶ ὄντες συγκλείοιντο , εἰ
5766347 πανται
, ὡς θροεῖς . ἑλίσσετέ νυν βλέφαρον , κόρας διάδοτε πάνται διὰ βοστρύχων . ὅδε τις ἐν τρίβωι † προσέρχεται
, αἱ δ ' ἐκεῖσε λεύσσετε . ἀμείβω κέλευθον σκοπεύουσα πάνται . ἰὼ Πελασγὸν Ἄργος , ὄλλυμαι κακῶς . ἠκούσαθ
5761414 ἐθελγε
καὶ ἔβαλλέ με τοῖς μύρτοις καὶ οὐκ οἶδ ' ὅπως ἔθελγε μηκέτι θυμοῦσθαι . Ἐδεόμην οὖν εἰς χεῖρας ἐλθεῖν μηδὲν
τούτοις ἀφ ' ἡδονῆς ἡ ἀκρόασις ἦν , ἀλλὰ κἀκείνους ἔθελγε τῇ τε ἠχῇ τοῦ φθέγματος καὶ τῷ σημαίνοντι τοῦ
5723921 ἀλλοκοτοις
δισώματον ἔσπασε χροιήν , ἣ θνητοὺς μαίνει φαντάσμασιν ἠερίοισιν , ἀλλοκότοις ἰδέαις μορφῆς τύπον † ἐκπροφαίνουσα , ἄλλοτε μὲν προφανής
ἐπισχεθείσης τῆς χολῆς καὶ τοῖς μελαγχολικοῖς ἑάλωσαν πάθεσι καὶ παρανοίαις ἀλλοκότοις . Τούτων οὕτως ἐπιφανέντων , εἴτε πυρέττοιεν εἴτε καὶ
5699891 δυσπονητε
' ἐκλείπω λέγων κακῶν ἃ Πέρσαις ἐγκατέσκηψεν θεός . ὦ δυσπόνητε δαῖμον , ὡς ἄγαν βαρὺς ποδοῖν ἐνήλου παντὶ Περσικῷ
] ἡ τύχη . . ὦ δυσπόνητε ] ὦ δαῖμον δυσπόνητε καὶ χαλεποὺς πόνους ἡμῖν ἐμποιήσας , ὡς λίαν βαρὺς
5697892 συναορος
θεόδμητον κατὰ Δῆλον . Χαῖρε , μάκαρ , καὶ σεῖο συνάορος , οἵ τ ' ἐπὶ νειῶι ἡμετέρων γεγάασι θεοί
ἔπος φάτο καί με προσηύδα : ὦ κοῦρ ' ἀθανάτοισι συνάορος ἡνιόχοισιν , ἵπποις ταί σε φέρουσιν ἱκάνων ἡμέτερον δῶ
5688860 ὠχριασις
ποιότητα ἀναφερόμενον ὡς ἡ ὑπὸ μακρᾶς νόσου ἢ ἰκτερικοῦ νοσήματος ὠχρίασις , ἢ ἐπίκτητον καὶ εὐαπόβλητον ὡς ἡ ἐρυθρότης ,
καιρὸς ἔτους Ἕλληνες . ὦχρος ἀρρενικῶς καὶ βαρυτόνως Ἀττικοί , ὠχρίασις Ἕλληνες . ὠρακιᾶν Ἀττικοί , λειποψυχεῖν Ἕλληνες . ὡς
5683684 καθημερινη
ἡσυχία , πλουσίων ἐπιτήδευμα , [ πενήτων ἀδολεσχία ] , καθημερινὴ μελέτη . Αἰώνιος ὕπνος , ἀνάλυσις σώματος , ταλαιπωρούντων
] μείζονα χρημάτων αὐτοῖς εὐπορίαν ὑποτίθεται : ὁ γὰρ μισθὸς καθημερινὴ δόσις ἐστὶ χρημάτων , τὰ δὲ θεωρικὰ ταῖς ἱερομηνίαις
5668960 διεκεισθε
εἶτα ἧκε πάλιν ἐπὶ τὴν ἀφήγησιν πρῶτον μὲν ὑμεῖς οὕτω διέκεισθε καὶ τὰ ἑξῆς . τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ ἔστι
ἔγωγ ' ἐπολιτευόμην πω τότε , πρῶτον μὲν ὑμεῖς οὕτω διέκεισθε : οὐδὲν γὰρ ἐπηκολούθησε θετικὸν τῇ ἀναιρέσει . Τό
5643710 ἐλπωρῃσι
ἐγένετο . Ἀταλή : ἁπαλή . μελέῃσι : ματαίαις . ἐλπωρῇσι : ἐλπίσιν . Μιν : αὐτόν . ἐρυσσάμενος :
Πυρόεντι , φυγὴν ἀνεμώλιον ἴσχει δοῦλος ἀνὴρ κενεῇσιν ἐπ ' ἐλπωρῇσι γεγηθώς : ἦ γὰρ ἂν ἐς δόμον αἶψα λυγρῇ
5618729 ἀμοχθος
' αὐτὸ τῆς ὥρας τὸ χειμέριον , ὅτε τοῖς ὀφθαλμοῖς ἄμοχθος ἡ τῶν ἰχνῶν θεωρία πρόκειται , τοῦτο μὲν τῇ
κακῶς πράσσουσιν ἡδὺ καὶ βραχὺν χρόνον λαθέσθαι τῶν παρεστώτων κακῶν ἄμοχθος γὰρ οὐδείς : ὁ δ ' ἥκιστ ' ἔχων
5601170 ὀλοῃ
πληθύν . Πολέεσσι δ ' ὀλέθριον ὤπασεν ἦμαρ ἐσσυμένως : ὀλοῇ γὰρ ἀλίγκιος αἰὲν ἀέλλῃ θαρσαλέως δηίοισιν ἐπῴχετο : τοῦ
βεβριθότα , δεῖμα μὲν ὅσσοις εἰσιδέειν , αἰεὶ δ ' ὀλοῇ κεκορυθμένα λύσσῃ , πολλὰ μὲν εὐρυπόροισιν ἐνιστρέφεται πελάγεσσιν ,
5583969 ἐυπτολεμοισι
ἧκε βίην : μάλα γάρ οἱ ἀμύνειν ἤθελε θυμὸς Τρωσὶν ἐυπτολέμοισι καὶ Ἕκτορος οἰχομένοιο . Ἔνθ ' ἄρα Μηριόνης στυγερὸν
ἄλκαρ , ἀτὰρ μέγα Τρώεσι πῆμα : τοὔνεκ ' ἀριστήεσσιν ἐυπτολέμοισι μετηύδα : Μηκέτι νῦν δόλον ἄλλον ἐνὶ φρεσὶ μητιάασθε
5572649 κατεργασεσθαι
μιγῆναι τῇ θυγατρὶ Πελοπίᾳ καὶ τὸν ἐξ αὐτῆς γενόμενον δεινὰ κατεργάσεσθαι τοὺς Ἀτρείδας : ἐπειδὴ κακῆς πράξεως ὑπεμνήσθη , διὰ
βασιλέα Δαρεῖον ἐξηπατηκώς : ὃς Σαρδὼ νῆσον τὴν μεγίστην ὑποδεξάμενος κατεργάσεσθαι ὑπέδυνε τῶν Ἰώνων τὴν ἡγεμονίην τοῦ πρὸς Δαρεῖον πολέμου
5543538 φευγουσαι
. ἔχουσι γὰρ κοιλώματα αἱ δρῦες εἰς ἃ τὸν ἄνεμον φεύγουσαι αἱ μέλισσαι δύνουσι καὶ μελιτοποιοῦσι . διὸ καὶ μέλισσαι
μέσῳ μέλι . Ἔχουσι γὰρ κοιλώματα εἰς ἃ τὸν ἄνεμον φεύγουσαι αἱ μέλισσαι δύνουσι καὶ μελιττοποιοῦσι . Διὸ καὶ μέλισσαι
5541199 Τερπωλη
, ὀρεινῆς . τάτ ' : ἅτινα , ἰωνικῶς . Τερπωλή : χαρὰ , εὐφροσύνη . ἠέ : ἰωνικόν .
Εἰσδῦναι : εἰσελθεῖν . εἰσορόωντας : εἰς αὐτὸν βλέποντας . Τερπωλή : τέρψις . ἀπειρήτοισιν : ἀπείροις , ἀνοήτοις .
5529379 κρυοεντος
χθόνα βούλεθ ' ἱκέσθαι : δεινὰ δ ' ὑπεστενάχιζε φόβου κρυόεντος ἀνάγκῃ . οὐρὴν μὲν πρῶτ ' ἔπλας ' ἐφ
θαλπωρὴν , παρὰ τὸ τέρπεσθαι καὶ ἰαίνεσθαι : καὶ φόβου κρυόεντος . Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ Ῥωμαίων διαλέκτου . Σπάργανον
5524272 κακουργοτατων
. Ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν : ἐπὶ τῶν κακουργοτάτων , καὶ ἀεὶ προσεξευρισκόντων νεώτερον τι κακόν . Ἀεί
. Δεινοὶ πλέκειν τοι μηχανὰς Αἰγύπτιοι : ἐπὶ τῶν σφόδρα κακουργοτάτων : τοιοῦτοι γὰρ οἱ Αἰγύπτιοι . Δελφῖνα πρὸς τοὐραῖον
5494170 λυσσῃ
πάλιν μεθ ' ἧς ὕστερον ἐχρῶντο μανίας , ἀλλά τινι λύσσῃ φόβῳ συγκεκραμένῃ πλησίον γενόμενοι ταῖς ἀπὸ τῶν βελῶν νιφάσι
ὡς ἔστιν εἰκάσαι τῆς μελαίνης καὶ μέθης παρατροπαῖς καὶ τῇ λύσσῃ τῇ ἀπὸ τῶν λυσσώντων κυνῶν συμβαινούσῃ τὸν ἐνθουσιασμὸν ἀπεικάζει
5491717 συι
τῇ ἀσθενεῖ γῇ ἐς τέλος πολὺν καρπὸν ἐκφέρειν . καὶ συὶ δὲ ἀσθενεῖ χαλεπὸν πολλοὺς ἁδροὺς χοίρους ἐκτρέφειν . Λέγεις
οἷς πάρεστι πατέρα αὐχεῖν τίγριν , ἔλαφον μὲν θηρᾶσαι ἢ συὶ συμπεσεῖν ἀτιμάζουσι , χαίρουσι δὲ ἐπὶ τοὺς λέοντας ᾄττοντες
5457291 ἀλσινη
πέπων , φακὸς ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων . Ἀκακία , ἀλσίνη , ἀνδράχνη , ἀρνόγλωσσον , ἀτράφαξυς , βάτου τὰ
ἡ ῥίζα μετρίως , καὶ ἡ πόα καταπλασσομένη μετρίως , ἀλσίνη χωρὶς στύψεως , ἄπιοι καταπλασσόμεναι μετρίως , βουβώνιον ἄνευ
5448510 λῃστρικως
ἐπειδὴ καταστρατοπεδεύσαντα τὸν Ἡρακλέα ἔμαθεν ἐν τῷ προσεχεῖ πεδίῳ , λῃστρικῶς διασκευασάμενος ἐπιδρομῇ αἰφνιδίῳ ἐχρήσατο κατακοιμωμένου τοῦ στρατοῦ καὶ τῆς
τὰ ἱμάτια ἀφαιροῦμαι . . ἀποδύομαι λέγεται τὸ βιαίως καὶ λῃστρικῶς τὰ ἱμάτια ἀφαιροῦμαι . . μεθ ' ἡμέραν :
5446262 ἐκτοπως
μερόπων γένει : στέργομαι γὰρ παρὰ αὐτῶν καὶ φιλοῦμαι [ ἐκτόπως ] , τρίβομαί τε συχνῶς μέτωπόν [ τε ]
† ἀνδρὸς κατηγορίαι πικραί . καὶ τῶν μαθητῶν εἷς πατραλοίας ἐκτόπως . εἶτ ' ἐμπυρισμὸς τῆς σχολῆς τοῦ Σωκράτους .
5438886 Ὀκνος
καὶ Μιθάκου Νύμφαι καὶ Πλειάδες καὶ Ἀπάτη καὶ Μέθη καὶ Ὄκνος καὶ Φθόνος . ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἂν εἴη καὶ
: μέλλησις : ὀῤῥωδία : θόρυβος : δεισιδαιμονία . αʹ Ὄκνος μὲν οὖν ἐστι φόβος μελλούσης ἐνεργείας . βʹ Αἰσχύνη
5426558 ῥιγηλον
: Ἴδη γὰρ καταχρηστιχῶς πᾶν ὄρος καλεῖται Ἰδαίης ] ἱερείας ῥιγηλόν ] φοβερόν ῥιγηλόν ] φρικώδη εἰσαΐωσιν ] ἀκούωσιν ὑλαγμόν
καταχρηστιχῶς πᾶν ὄρος καλεῖται Ἰδαίης ] ἱερείας ῥιγηλόν ] φοβερόν ῥιγηλόν ] φρικώδη εἰσαΐωσιν ] ἀκούωσιν ὑλαγμόν ] βοήν ,
5414452 φονιοις
οὐρείας ἀν ' ἐρίπνας . μάτηρ δ ' ἐν λέκτροις φονίοις ἄλλωι σύγγαμος οἰκεῖ . πολλῶν κακῶν Ἕλλησιν αἰτίαν ἔχει
νῦν δὲ παλίντροπος εἶμι κλυτὴν θήρειον ἀοιδήν . Ἔστιν ἀμαιμάκετον φονίοις ταύροισι γένεθλον , τοὺς καλέουσι Βίσωνας : ἐπεὶ πάτρης
5413528 νηπιαχοισι
εἰσέτι παιδνὸν ἐόντα , μέλισσά τις ὡς ἐπὶ σίμβλῳ χείλεσι νηπιάχοισι τιθαιβώσσουσα ποτᾶτο . τῷ δὲ λιγυφθόγγων ἐπέων μελέων θ
ἀνθρώποις μέγα κῦδος ἀέξεται ἠδὲ καὶ ἔργον , φύζα δὲ νηπιάχοισι μάλ ' εὔαδεν ἠδὲ γυναιξί : κείνῃς θυμὸν ἔοικας
5402534 βλακειαν
, ἦν δ ' ἐγώ , ἢ ἐξήμαρτον διὰ τὴν βλακείαν ; ἢ οὐκ ἐξήμαρτον ἀλλὰ καὶ τοῦτο ὀρθῶς εἶπον
κοσμήσας τὴν ἑαυτοῦ τύχην , ἀλλ ' ὅμως τήν τε βλακείαν αὐτοῦ διὰ τὸ γῆρας ἀπήλεγχεν καὶ Νικίαν ἀπεκάλει :
5397932 τρομον
. ” βάλλεν ἔβαλλεν . βάζειν λέγειν . βαμβαίνων διὰ τρόμον οὐκ ἠρεμοῦσαν τὴν βάσιν ποιούμενος . ὁ δὲ Ἀπίων
, φλεγμαίνει . χρῶμα γὰρ οὐ μεταβάλλει οὐδὲν ἄλλο οὐδὲ τρόμον ποιεῖ οὐδὲ ψόφον τῶν ὀδόντων οὐδὲ μετοκλάζει καὶ ἐπ
5392544 ἀσπαστον
παθητικὸς ἤσπασμαι ἤσπασται καὶ ῥηματικὸν ὄνομα ἀσπαστός , τὸ οὐδέτερον ἀσπαστόν ' . . . . Ἀσπληδών : φασὶ γὰρ
, ἀφ ' οὗ ῥηματικὸν ὄνομα ἀσπαστός καὶ τὸ οὐδέτερον ἀσπαστόν . ὁ μέλλων ἀσπάσω , ἀφ ' οὗς ἀσπάσιος
5390646 πολυπυρος
ἀκμὴ τοῦ πάθους . ὁρμή . : ἄπυρος ] Ἡ πολύπυρος , διὰ τὸ σφοδρὸν πάθος . ἤ , πῦρ
καὶ βλάβας διδοῦν . . βέλος . . ἄπυρος ] πολύπυρος , διὰ τὸ σφοδρὸν καὶ πολὺ τοῦ πάθους :
5387473 ἀρδουσι
γῇ , καὶ οὕτως θεραπεύσεις τὴν ἄμπελον . Οἱ δὲ ἄρδουσι τὰς τοιαύτας θαλαττίῳ ὕδατι : ἄλλοι δὲ καὶ ταύτας
τὰς ὄψεις καὶ σφύζουσιν αἰεί : μοῦναι γὰρ αὗται οὐκ ἄρδουσι τῶν φλεβῶν , ἀλλ ' ἀποτρέπεται ἐξ αὐτῶν τὸ
5384406 λυμη
δισύλλαβα βαρύτονα διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται : οἷον , λύμη : ῥύμη : Κύμη ἡ πόλις : Δύμη :
εἰρήνης ἀπορρίπτειν , ὁ μισόπολις , ὁ δημοβόρος , ἡ λύμη , τὸ φθοροποιὸν κακόν . λέγεται μὴ μόνον ἰατρὸς
5377893 ἀλημονες
, ἐλπόμενος μετέπειτα πολυγλαγέος ἐνιαυτοῦ . Οὕτω γὰρ μογεροὶ καὶ ἀλήμονες ἄλλοθεν ἄλλοι ζώομεν ἄνθρωποι : τὰ δὲ πὰρ ποσὶ
διέρχονται , ἐπέρχονται , ἔρχονται . Ἐμπελάουσιν : πλησιάζουσιν . ἀλήμονες : πλανώμενοι , πλανῆται , πεπλανημένοι . εἰ :
5366306 ὀπωπαις
ὕπερθε νεύει ἐπισκυνίοισι μεσόφρυα , καὶ πυρόεντες ὀφθαλμοὶ χαροπαῖσιν ὑποστίλβοντες ὀπωπαῖς : ῥινὸς ἅπας λάσιος : κρατερὸν δέμας : εὐρέα
ἀνθρώποισι πέλει περιδέξιος ὥρη χειμερίη , στείβουσί τ ' ἀμοχθήτοισιν ὀπωπαῖς , οὕνεκα καὶ νιφετοῖσι γεγραμμένα πάνθ ' ἅμ '
5360410 ἀσκαρδαμυκτοι
δὲ οὗτοι διάστροφοι ἢ ὕπωχροι ὄντες μωρίαν δηλοῦσιν . ὀφθαλμοὶ ἀσκαρδάμυκτοι δεινὸν βλέποντες κακόν τι μηχανᾶσθαι τὸν ἄνδρα κατηγοροῦσι .
ἥμερα ἤθη κεκτημένους καὶ ἐρωτικοὺς εἶναι σημαίνουσιν . ὅσοι δὲ ἀσκαρδάμυκτοι ὄντες ὠχροὶ ἢ φοινικοῖ φαίνοιντο ἅμα ξηρό - τητι
5354315 ἐλασθεις
θανάτου ἐτίμησεν . εἰσῄει γὰρ αὐτὸν δέος , μὴ φυγὰς ἐλασθεὶς ἐκ τῆς πατρίδος ἀνὴρ στρατηγῆσαι πολέμους τῶν τότε δεινότατος
δευτέραν ἅλμην φυγὼν , φησὶ , τὸ πρῶτον , εἶτα ἐλασθεὶς τῇ τριαίνῃ δεύτερον τῆς θαλάσσης ἑλκύσει πίεται . φασὶν
5354306 αἰχματαν
ἀυτᾶς , οὕνεκεν ἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου . παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου
σάμασιν ἁγησιχόρων ὁπόταν προοιμίων ἀμβολὰς τεύχῃς ἐλελιζομένα . καὶ τὸν αἰχματὰν κεραυνὸν σβεννύεις αἰενάου πυρός . εὕδει δ ' ἀνὰ
5350019 ληματος
] λογισμοῦ . λήματος ] τοῦ κατὰ σὲ φρονήματος . λήματος ] θυμοῦ . λήματος ] τοῦ φρονήματος , ἀνδρείας
ἐκ τῆς Νεμέας καὶ ἐξ Ἐπιδαύρου καὶ ἀπὸ Μεγάρων . λήματος : φρονήματος . ἡ δὲ ἀπό κατὰ κοινοῦ :
5349256 μενεαινει
. τὰ δὲ καίπερ ἐναντίον ἀΐξαντα ἂψ ὀπίσω παλίνορσα μεθερπύζειν μενεαίνει : καί σφισιν ἐξαπίνης ῥόθος ἵσταται : οὐδέ τι
δὲ καί περ ἐναντίον ἀΐξαντα , ἂψ ὀπίσω παλίνορσα μεθερπύζειν μενεαίνει : καί σφισιν ἐξαπίνης ῥόθος ἵσταται , οὐδέ τι
5349085 γηραιοις
ἀθάνατον εὐκλείαν καταλείψοντες ἀντὶ τοῦ θνητοῦ σώματος νηπίοις παισὶ καὶ γηραιοῖς γονεῦσιν , οἱ ταύτην ἐκπληρώσοντες τὴν τοῦ βίου τελευτήν
προὔλιπε τὸν βίον : τοῖς δ ' ἄλλοις ἔθος εἶναι γηραιοῖς σφόδρα γενομένοις ὥσπερ ἐκ δεσμῶν τοῦ σώματος ἀπαλλάττεσθαι .
5341606 προμαχος
θυμῷ πολλάκι μὲν πληγέντος ὑπ ' ἀγκίστροιο δαφοινοῦ ἄλλος ἐπαΐξας πρόμαχος σκάρος ἰχθὺς ὀδοῦσιν ὁρμιὴν ἀπέκερσε καὶ ἐξεσάωσεν ἑταῖρον καὶ
ὅτι δικαίως προμάχεται τῆς πόλεως . πόλεως ] συνίζησις . πρόμαχος ] βοηθός . ὄρνυται ] διεγείρεται . ὄρνυται ]
5340162 ἐπιγινομενος
δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ . μὴ θραύσοι : ὁ ἐπιγινόμενος χρόνος τὸν ὄλβον αὐτῶν μὴ θραύοι , τοὐναντίον δὲ
, λύσις . Ὑπὸ διαῤῥοίης ἐχομένῳ μακρῆς ἀπὸ ταὐτομάτου ἔμετος ἐπιγινόμενος λύει τὴν διάῤῥοιαν . Ὑπὸ πλευρίτιδος , ἢ ὑπὸ
5339321 ἀδεης
τὴν ὑγείαν ἐφ ' ἑκατέρου σκόπει . Ἡ μὲν πάντων ἀδεής , ἡ δὲ πάντων ἐνδεής : ἡ μὲν εὐδαιμονίαν
τὸ τῆς παρδάλεως πάθος : ὁ δὲ κάτεισιν οὐ παντελῶς ἀδεής , ἀλλὰ ὀλίγον καταδραμὼν εἶτα ὑπέστρεψε τοῦ φόβου ἀναστείλαντος
5339291 φυζαν
ἄδην : αὐταρκῶς , δαψιλῶς . κρυερήν : φοβεράν . φύζαν : φυγήν . νέονται : πορεύονται . Θοαί :
Φοῖβε πολὺν κάματον καὶ ὀϊζὺν σύγχεας Ἀργείων , αὐτοῖσι δὲ φύζαν ἐνῶρσας . Ὣς οἳ μὲν παρὰ νηυσὶν ἐρητύοντο μένοντες
5336511 χολῳ
. . . . . οὔ τοι ἐγὼ Τρώων τόσσον χόλῳ οὐδὲ νεμέσσι ἥμην ἐν θαλάμῳ . ἡ διπλῆ ,
γὰρ ] καρδιακοὶ καταγματικοί , ἐν βαλανείοις ἢ πυρίκαυστοι , χόλῳ βασιλέως ἢ δυναστῶν ἢ σκολοπισμοῦ θηρίων κακώσεως τετραπόδων ἢ
5336377 δολιου
' ἐκ τοῦ βιαίου παθεῖν μηθὲν μήτ ' ἐκ τοῦ δολίου . ὅσοις δ ' οὔτε θεραπεύειν τὴν τῶν κρατούντων
ἄθλων καὶ ὅπλων , ἀφαιρεθεὶς τούτων καὶ νικηθεὶς ὑπὸ τοῦ δολίου . ὁ δὲ Χρύσιππος αἰνιγματωδῶς φησι κεῖσθαι τὴν περὶ
5333123 ἑταιρη
ἀκάνθας . ἡ δὲ Φαληρικὴ ἦλθ ' ἀφύη , Τρίτωνος ἑταίρη , ἄντα παρειάων σχομένη ῥυπαρὰ κρήδεμνα . . .
ὁμοίως , τῷ πομπίλῳ , ὁμοίως τοῖς πομπίλοις δηλονότι . ἑταίρη : ἡ φίλη , τοῖς προλεχθεῖσιν ἰχθύσι δηλονότι προσφιλεστάτη
5328533 Τιφυν
τὸν Τῖφυν : ὁ δὲ Αἰσχύλος ἐν τῆι Ἀργοῖ τὸν Τῖφυν Ἶφυν καλεῖ . Κατάλογ . : Λήμνιοι . Κατάλογ
/ : . . . Φερεκύδης δὲ Ποντέως ἱστορεῖ τὸν Τῖφυν : ὁ δὲ Αἰσχύλος ἐν τῆι Ἀργοῖ τὸν Τῖφυν
5327763 ὑπερβολικη
ἐξελαύνει καὶ τὴν λύπην , ἥτις ἐστὶν ἐναντία , ἤτοι ὑπερβολική , καὶ τὴν τυχοῦσαν , ἤτοι τὴν ὑπερβολικήν .
ἡμέρας ἐσθίειν καὶ πίνειν . ἡ γὰρ τοιαύτη ἐπιθυμία ἡ ὑπερβολική , ἤτοι ἡ ὑπὲρ κόρον ψεκτή ἐστιν , οὐ
5321682 χολερα
ἐκτίθεται κατὰ μέρος , ὕστερον δὲ τῶν λοιπῶν ἐφάπτεται . χολέρα δέ ἐστι χολῆς κένωσις , ἄνωθέν τε καὶ κάτωθεν
τῶν δὲ παθῶν διαφερόντων , τὴν αὐτὴν θεραπείαν παραλαμβάνομεν . χολέρα γὰρ καὶ ἴκτερος , διαφέροντα πάθη , σχεδὸν ὁμολογοῦσι
5319410 δελεασθεις
μήτε ὑπὸ χρημάτων μήτε ὑπ ' ἄλλης τινὸς ἐλπίδος τοιαύτης δελεασθεὶς ὑποστῆναι τὴν παροῦσαν συνουσίαν , ἀλλὰ τὴν σύνεσιν καὶ
ὁ νοῦς ἐνδεθῇ ταῖς σώματος ἀνάγκαις , εἶτα ὑπὸ μηδεμιᾶς δελεασθεὶς οἷα ἀνδρόγυνος ἢ γύνανδρος τὰ ἡδέα ἀσπάσηται κακά ,
5308451 βαλλετε
ὦ γυμνῆτες , ὑπ ' ἀσπίδος ἄλλοθεν ἄλλος πτώσσοντες μεγάλοις βάλλετε χερμαδίοις δούρασί τε ξεστοῖσιν ἀκοντίζοντες ἐς αὐτούς , τοῖσι
; οἴμοι νικᾷ νεκρὸς ἡμᾶς Ἀθηναῖος . ἄνδρες , μηκέτι βάλλετε : ἀποθνήσκοντες Ἀθηναῖοι γίνονται μαχιμώτεροι . ὦ δέσποτα Δαρεῖε
5297207 ἀτιμαζομενοι
ἔκδοτον δὲ τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα ταῖς ἐπιθυμίαις παραδεδωκότες ἀτιμαζόμενοι καὶ ἀναισχυντοῦντες ἢ μηδ ' ὅλως ἐπιτυχεῖν δυνάμενοι παραμένουσιν
καὶ ἀδοξοῦσι διὰ ταῦτα καὶ καταγέλαστοι γίγνονται καὶ καταφρονούμενοι καὶ ἀτιμαζόμενοι ζῶσιν . ὁρᾷς δὲ καὶ τῶν πόλεων ὅτι ὅσαι
5291316 κουροτροφος
δὲ † ἄλλος , † ἕτερος δὲ σήσαμα . λιπαρὴ κουροτρόφος : ἀκούετε λεῴ : Σουσαρίων λέγει τάδε , υἱὸς
, ἀλλ ' ἀγαθὴ κουροτρόφος : οὔτε τραχεῖα αὕτη καὶ κουροτρόφος . δέσποιν ' ἁπασῶν πότνι ' Ἀθηναίων πόλι :
5288364 θρασεες
γε καὶ παρακρουστικὸν τὸ τοιοῦτον ; Αἱ ἐπ ' ὀλίγον θρασέες παρακρούσιες , θηριώδεες . Αἱ μετὰ καταψύξιος οὐκ ἀπυρέτῳ
' ἐκλύσιος ἀφωνίαι , κάκισται . Αἱ ἐπ ' ὀλίγον θρασέες παρακρούσιες , πονηρὸν καὶ θηριῶδες . Οἷσι φωνὴ ἅμα
5286810 εὐφρονως
ἐνταῦθα τὸ πάντα ἤγουν κατὰ πάντα τὰ ποικίλα ἐσθήματα . εὐφρόνως ] φρονίμως . λόγοις ] ἐν . κλύων ]
' αὐλῶν δονέονται : δάφνᾳ τε χˈρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες εἰλαπινάζοισιν εὐφρόνως . νόσοι δ ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ
5285587 ἀμειλικτον
περὶ τῶν λοιπῶν διεξίω , ἱκανῶν καὶ ὡσαύτως ὄντων καὶ ἀμείλικτον διαθρύψαι καρδίαν , μή τί γε τὴν σήν ,
πρὸς Ἀθηναίους , διὰ σίτου ἀποπομπῆς ἀμοιβαῖον αἰτοῦντες , καὶ ἀμείλικτον ἄρχοντα τοῦτον ἐκβαλόντες . Ἄλλως . ὅτε Ξέρξης ἐπ
5285118 ὀξυθυμον
ὅστις ἀδικεῖσθαι πλεῖστα ἐπίστατ ' ἐγκρατῶς : τὸ δ ' ὀξύθυμον τοῦτο καὶ λίαν πικρὸν δεῖγμα ἐστὶν εὐθὺς πᾶσι μικροψυχίας
ἀδικεῖσθαι πλεῖστ ' ἐπίστατ ' ἐγκρατῶς : τὸ δ ' ὀξύθυμον τοῦτο καὶ λίαν πικρὸν δεῖγμ ' ἐστὶν εὐθὺς πᾶσι
5282587 ὑποπλεῳ
ὅσον ὑπ ' ἀτολμίας ἐγερθῆναι δυνάμενοι , ὅσοι δὲ φρονήσεως ὑπόπλεῳ καὶ γενναιότητος ἐπαποδύονται καρτερῶς καὶ σφόδρα ἐρρωμένως ἀντιφιλονεικοῦντες ,
ἀφαιρεῖται . θεασάμενοι δὲ πηγὰς ἐπιτρέχουσιν | ὡς ἀρυσόμενοι χαρᾶς ὑπόπλεῳ , δι ' ἄγνοιαν τἀληθοῦς ἀπατηθέντες : πικραὶ γὰρ
5282247 ἐστασιαζον
Βρασίδας καὶ ὁ Ἀλκίδας πρὸς ταῦτα . Οἱ γὰρ Κερκυραῖοι ἐστασίαζον , ἐπειδὴ οἱ αἰχμάλωτοι ἦλθον αὐτοῖς οἱ ἐκ τῶν
τε καὶ ὀρχήσεως τὰ ἤθη διεφθείροντο . πρός τε ἀλλήλους ἐστασίαζον οἱ ἀδελφοί , τὰ πρῶτα μὲν ὑπὸ παιδαριώδους φιλονεικίας
5278532 εὐθυμια
καὶ ἆθλα τοῖς νικῶσι μεγαλοπρεπῶς ἐδίδου , καὶ ἦν πολλὴ εὐθυμία ἐν τῷ στρατεύματι . Τῷ δὲ Κύρῳ σχεδόν τι
δὲ οἱονεὶ ψυχαγωγία ἀπὸ ἀηδοῦς τινος ἐπὶ τὸ κρεῖττον , εὐθυμία δὲ ψυχῆς βραχεῖα χαρά , ἡδονὴ δὲ ψυχῆς ἀρέσκεια
5271094 ʹιε
Ϛʹ , καὶ διέστηκεν Ἀλεξανδρείας πρὸς δύσεις ὥρας μιᾶς ∠ ʹιε . ἡ δὲ Λυσιμαχία τὴν μεγίστην ἡμέραν ἔχει ὡρῶν
ʹηʹ , καὶ διέστηκεν Ἀλεξανδρείας πρὸς δύσεις ὥρας τὸ ∠ ʹιε : αἱ δὲ Ἀθῆναι τὴν μεγίστην ἡμέραν ἔχουσιν ὡρῶν
5270324 εὐαλωτοι
. ἐὰν δὲ μένετε στασιάζοντες καὶ φιλονεικοῦντες , εὐχερῶς ἔσεσθε εὐάλωτοι . ” ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι τοσοῦτον ἰσχυροτέρα
ναυτικὸς στρατὸς κακωθείς ] τῶν ναυτικῶν φθαρέντων οἱ ἐν Ψυτταλείᾳ εὐάλωτοι γεγένηνται . ἀρωγῆς ] τῆς ἀπολομένης . οὐδέ τις
5269366 ἱδρωτοϲ
εὐηθέϲτεροϲ : πολλὴ γὰρ καὶ ποικίλη ἐπὶ τοῦδε ἡ εὐτυχίη ἱδρῶτοϲ ἢ οὔρων , ἢ κοιλίη κοτὲ ἐπ ' αὐτέων
προϲῆκεν ἀντιβαίνειν οὐδὲ ἐκλύειν τὸν ἀγῶνα : καὶ ἡ ἐξ ἱδρῶτοϲ δὲ γιγνομένη περίψυξιϲ ἑτοίμωϲ ἀποκαθίϲταται καὶ οὐδὲν παρενοχλεῖ :
5267132 μαινετ
ποτὶ τοῖον ἔειπεν : Ὢ πόποι , ὡς ὅ γε μαίνετ ' ἀνὰ φρένας : ἀλλά μιν οὔ τι οὐδ
δέ οἱ κόρυς ἴαχε : καί ῥ ' ἔτι μᾶλλον μαίνετ ' ἐπ ' Ἀντιλόχῳ , κρατερὴ δέ οἱ ἔζεεν
5260603 βιαται
δὴ μέγιστα ἔρχομαι ἐρέων : νόμαιά τε κινέει πάτρια καὶ βιᾶται γυναῖκας κτείνει τε ἀκρίτους . Πλῆθος δὲ ἄρχον πρῶτα
τὰν ἀλάθειαν βιᾶται . σημείωσαι τὸ δοκεῖν καὶ τὴν ἀλήθειαν βιᾶται . κύριον . τὸ δοκεῖν κύριόν ἐστιν . κατατείνας
5259763 λιμωττοντες
πόλεμον : αἴθωνα δὲ λέγει τὸν λιμόν , ἐπεὶ οἱ λιμώττοντες αἴθονται τελευτήσαντες : οἱ δὲ ὅτι ἐγένετό τις αἴθων
τοῦ γε λιμοῦ . . . ἐξολωλότες : ὅτι ὡς λιμώττοντες ἀεὶ Μεγαρεῖς παίζονται . διὰ γὰρ τοῦτο καὶ τοὺς
5258250 παρηγορεων
ἐπισταδόν : ἐφεστηκυῖαι . τήν γε : τὴν μητέρα . παρηγορέων : παραμυθούμενος . ὧδε λίην : πάνυ τετηρημένως .
ἄλλοτε καὶ διπλῆν ἐς πόσιν ὀρνύμενοι : ἠοῦς μὲν κεράσαιο παρηγορέων κακοῦ ὁρμήν ὅσσοις ἀλγεινὸς λάμπεται ἠέλιος : νυκτὶ δ
5250825 ἐπισκοτειται
τις ἡλιουμένοις ἡμῖν ἐπίπροσθεν στῇ . Οὐκ ἀεὶ δὲ ὅλη ἐπισκοτεῖται ὑπὸ τῆς γῆς οὐδὲ πᾶσα ὑπὸ τῆς σκιᾶς καλύπτεται
δύνασθαι τῇ ψυχῇ βλέπειν , ἀλλὰ πλάζεσθαι καὶ περιπταίειν : ἐπισκοτεῖται γὰρ ψευδέσι δόξαις , ὑφ ' ὧν ὀνειρώττειν ἀναγκαζόμενα
5248561 βιοωνται
πονεύμενοι , ἀλλ ' ἐς ἀκωκὴν ἀγκίστρου σπεύδουσι καὶ ἠνορέῃ βιόωνται . χαλκοῦ μὲν σκληροῖο τετυγμένον ἠὲ σιδήρου ἄγκιστρον πέλεται
ἑτέρῳ πόρσυνεν ἐδωδήν . οἱ μὲν γὰρ γενύεσσι καὶ ἠνορέῃ βιόωνται χειροτέρους : τοῖς δ ' ἰὸν ἔχει στόμα :
5243585 τεθορυβημαι
οὗ ῥηματικὸν ὄνομα ἀλάλυκτος καὶ ἀλαλυκτῶ καὶ ἀλαλύκτημαι , τὸ τεθορύβημαι , . , . . Ἀλαός : ὁ τυφλός
ἡσθῆναι . Ἐφοβήθην μὲν γάρ , καὶ ἔτι καὶ νῦν τεθορύβημαι μή τινες ὑμῶν ἀγνοήσωσί με ψυχαγωγηθέντες τοῖς ἐπιβεβουλευμένοις καὶ
5239743 ἀκαματοισι
ἔρυντο βοῶν καὶ ὑπ ' ἀσπίδι θώρηξ ὅς ῥά οἱ ἀκαμάτοισι περὶ μελέεσσιν ἀρήρει . Γλαῦκος δ ' οὐκ ἀπέληγεν
τόξον κεῖτο πέλας , γναμπτοῖσιν ἀρηρέμενον κεράεσσι χερσὶν ὑπ ' ἀκαμάτοισι τετυγμένον Ἡρακλῆος . Τοὺς δ ' ὁπότ ' εἰσενόησε
5239428 πενιῃ
οἶκον ὀφέλλοι , μή σε κακοῦ χειμῶνος ἀμηχανίη καταμάρψῃ σὺν πενίῃ , λεπτῇ δὲ παχὺν πόδα χειρὶ πιέζῃς . πολλὰ
Εὐκτήμων , πατρικὸς φίλος , ὡς ἐνόησεν ἤδη καρφαλέῃ τειρόμενον πενίῃ , καί μιν δακρυχέων ἀνελάμβανε καὶ πόσιν αὐτὸν θῆκε
5237238 κολυμβαδες
λύσιν φυλάττειν . , . . , . ἁλμάδες : κολυμβάδες ἐλαῖαι . , . . , . . ἀμαθίας
ἀπήποτε Ἀττικοί , ὅπως ποτὲ Ἕλληνες . ἁλμάδες Ἀττικοί , κολυμβάδες ἐλαῖαι Ἕλληνες . ἀλίσας Ἀττικοί , κονίσας ἢ κυλίσας
5236135 λυπροτητα
ἡ τῆς χώρας φύσις πόλεων ἐπιδεκτικὴ πολλῶν ἐστι διὰ τὴν λυπρότητα ἢ διὰ τὸν ἐκτοπισμὸν καὶ τὸ ἀνήμερον , οὔθ
φησιν ὑπὸ Φείδωνος : ἐμπόριον γὰρ γενέσθαι , διὰ τὴν λυπρότητα τῆς χώρας τῶν ἀνθρώπων θαλαττουργούντων ἐμπορικῶς , ἀφ '
5235410 ὑβριζοντος
γὰρ ἄσμενοι ἀπαλλαξόμεθα ἐνοχλοῦντος αὐτοῦ καὶ βοῶντος καὶ ἅπαντας ἁπαξαπλῶς ὑβρίζοντος καὶ ἀγορεύοντος κακῶς . Ἄλλον κάλει τὸν Κυρηναῖον ,
σκώψειε παίζων , φέρωμεν καὶ αὐτοὶ γελῶντες : οὐ γὰρ ὑβρίζοντος τά γε τοιαῦτα . ἀλλ ' Ἀλέξανδρος οἶδε μὲν
5234646 ταχυτεροι
παρὰ τὸ σπᾶν , ὃ ἐστὶ διατείνεσθαι . Ἀφάρτεροι , ταχύτεροι . παρὰ τὸ ἄφαρ . ἔνθεν Ἀλεξανδρεῖς ἀφαρὶ λέγουσι
δὲ ὑγροῖς μεγαλόνοιαν καὶ εὐθυέπειαν καὶ ἀνδρίαν καὶ ὀρθοβουλίαν , ταχύτεροι δὲ εἰς ὀργὴν καὶ εἰς τὰ ἀφροδίσια ἔργα πάντα
5234127 ἐπιβουλευομενον
Περδίκκου παντελῶς ἀλλότριον , ἑαυτοῖς δὲ φίλον , κοινῇ δὲ ἐπιβουλευόμενον . εὐθὺς οὖν πρὸς μὲν Αἰτωλοὺς διάλυσιν ἐποιήσαντο ,
τὸν μὲν οὕτω τιμώμενον μακαρίζω : αἰσθάνομαι γὰρ αὐτὸν οὐκ ἐπιβουλευόμενον ἀλλὰ φροντιζόμενον μή τι πάθῃ καὶ ἀφόβως καὶ ἀνεπιφθόνως
5233176 ἀποδειλιων
ἀπόκρισις . λόγοις . . . . . καταμαλθακισθεὶς καὶ ἀποδειλιῶν αἰσχύνης μετέσχον κακῆς . . . ὤκνει ὡς δὴ
, φιλοψυχεῖν φιλοσωματεῖν : καὶ ἀπ ' αὐτῶν αἱ μετοχαὶ ἀποδειλιῶν , εὐλαβούμενος , κατεπτηχώς , φιλοψυχῶν φιλοσωματῶν , ὀκνῶν
5230341 εὐκαθαιρετον
εἰς ἀνυπέρβλητον τύχην ὑψούμενα , τινὰ δὲ εἰς ταπεινὴν καὶ εὐκαθαίρετον τύχην χωροῦντα . Ὅθεν μή τις ἡμᾶς δόξῃ πολυλογεῖν
εὐτελές . πάντα διεξελήλυθεν ] ὥστε νῦν αὐτὸν εἶναι λοιπὸν εὐκαθαίρετον . εἰ γὰρ οὐκέτι προσθήκην αὐτῷ λαμβάνει τὰ πράγματα
5227584 δυσνοια
τε ξυνοῦσαν οἷς ξύνειμι νῦν εὐημεροῦσαν καὶ τέκνων ὅσων ἐμοὶ δύσνοια μὴ πρόσεστιν ἢ λύπη πικρά . Ταῦτ ' ,
ἔχθρα , ἀπέχθεια , πρόσκρουσμα , διαφορά , δυσμένεια , δύσνοια , κακόνοια , ἀλλοτρίωσις , ὑποψία . τῶν δ
5226840 ʹʹγʹ
μεσόγειοι Θίσβη ναʹ λζʹ γοʹʹ Θεσπιαί ναʹ ιβʹʹ λζʹ ∠ ʹʹγʹ Ὀρχομενός ναʹ γʹʹ λζʹ ∠ ʹʹγʹʹ ιβʹʹ Κορώνεια ναʹ
Ἄβεα μθʹ ∠ ʹʹδʹʹ λεʹ Ϛʹʹ Λακω Λεῦκτρον μθʹ ∠ ʹʹγʹ ιβʹʹ λδʹ γοʹʹ Ταιναρία ἄκρα νʹ λδʹ γʹʹ καὶ
5224253 εὐψυχια
Ὑποτέτακται δὲ τῇ ἀνδρείᾳ καρτερία : θαρραλεότης : μεγαλοψυχία : εὐψυχία : φιλοπονία . Καρτερία ἐστὶν ἐπιστήμη ἔμμονος τοῖς ὀρθῶς
Ἅιδου καταδίκοις προσόμοια . καίτοι τίς προθυμία λαμπροτέρα , τίς εὐψυχία φανερωτέρα τίνων Ἑλλήνων ἢ καθάπαξ εἰπεῖν ἀνθρώπων ἐξετάζοντι φανήσεται
5223385 πυκνῃ
' ἔστων , καὶ τὰ τριχώματα αὐτοῖς δασυνέσθω λεπτῇ καὶ πυκνῇ καὶ μαλακῇ τῇ τριχί . τοιαῦται δ ' οὖσαι
ὑδατῶδες οὖρον τοιοῦτόν τι σημαίνει ; Οἷσιν ἐπὶ αἱμοῤῥαγίῃ λάβρῳ πυκνῇ μετὰ μελάνων συχνὴ διαχώρησις , ἐπιστάσης δὲ αἱμοῤῥοεῖ ,
5221091 θαρσαλεον
καγχαλάασκον ἐτώσια μητιόωντι . Καὶ τότε Μυρμιδόνεσσιν Ἀχιλλέος ἄτρομος υἱὸς θαρσαλέον φάτο μῦθον ἐποτρύνων πονέεσθαι : Κέκλυτέ μευ , θεράποντες
ὁ τρίβων ἐμπνέοι . . . : ἒν δὲ τὸ θαρσαλέον τε καὶ ἐμμενές , ὅππη ὀρούσαι , φαίνετ '
5220590 ἐξυβρισεν
, αἰκιστικῶς , ἀφειδῶς , προχείρως , προπετῶς . ὕβρισεν ἐξύβρισεν , ἠσέλγησεν , ἐπαρῴνησεν , ᾐκίσατο , ἐτύπτησε ,
κατορθώσαντι , οὐδ ' ἐπήρθη τοῖς πεπραγμένοις , οὐδ ' ἐξύβρισεν , οὐδ ' ἐφρόνησε μεῖζον οὐδὲν ἢ πρὸ τῆς
5219193 ἁβροτητος
, ὡς καὶ ἄνθρωποί τινες δι ' ἔφεσιν τροφῆς καὶ ἁβρότητος περὶ τὸ ζῆν πολλάκις ὡς μοχθηροὶ κινδυνεύουσιν . κάμηλος
Ἴωνας μηδὲ ἐγγὺς ἐφικνεῖσθαι τῆς παρ ' Ὁμήρῳ χορηγίας καὶ ἁβρότητος . Τί δέ , εἶπεν ὁ Φίλιππος , οὐ
5215284 ὠλενη
Υ . Τὰ διὰ τοῦ ΕΝΗ ὑπερδισύλλαβα μονογενῆ βαρύνεται : ὠλένη Ἑλένη Κλυμένη . τὸ δὲ Κλαζομεναί πόλις ὀξύνεται ,
γὰρ εὑρεῖν κἀξ ἀμηχάνων πόρον . ἄραρεν ἥδε γ ' ὠλένη δυσεκλύτως . καὶ τήνδε νῦν πόρπασον ἀσφαλῶς , ἵνα
5210483 εὐσταλεως
Πηλείδης . Ἣ δ ' ὦκα μίγη κονίῃ καὶ ὀλέθρῳ εὐσταλέως ἐριποῦσα κατ ' οὔδεος : οὐδέ οἱ αἰδὼς ᾔσχυνεν
διάστασιν δὲ , ἀγκώνων θέσει καὶ παραθέσει . Ἱμάτιον , εὐσταλέως , εὐκρινέως , ἴσως , ὁμοίως , ἀγκῶσιν ,
5209075 ἐπηλθες
; εὐτυχοῦντες οὐκ ἐπίστανται φέρειν . ξύμβουλον οὖν μ ' ἐπῆλθες ; ἢ τίνος χάριν ; κομίσαι σε , Θησεῦ
Πέρσαις , ἤγουν ὦ χαλεπὴ τύχη , ὡς ἄγαν βαρεῖα ἐπῆλθες τοῖς Πέρσαις . οἲ ἐγὼ τάλαινα : φεῦ ἐγὼ
5207603 πολυκλαυτοιο
' ὦκα λύθη πολυήρατος αἰών : οὐδέ μιν ἐκ πολέμοιο πολυκλαύτοιο μολόντα καί περ ἐελδόμενοι μογεροὶ δέξαντο τοκῆες , Φυλλὶς
δῆριν ὑπ ' Ἀργείοισι δάμησαν : οὐ γάρ σφιν τύμβοιο πολυκλαύτοιο μέγηραν Ἀτρεῖδαι , Τρώεσσι δ ' ἐυπτολέμοισιν ὄπασσαν ἐκ
5207073 αἰνης
Τιτῆνές θ ' ὑποταρτάριοι Κρόνον ἀμφὶς ἐόντες ἀσβέστου κελάδοιο καὶ αἰνῆς δηιοτῆτος . Ζεὺς δ ' ἐπεὶ οὖν κόρθυνεν ἑὸν
γόνυ κάμψειν , αἴ κε φύγῃσι δηΐου ἐκ πολέμοιο καὶ αἰνῆς δηϊοτῆτος . Ὣς εἰπὼν παρέπεισεν ἀδελφειοῦ φρένας ἥρως αἴσιμα
5205529 εὐδιον
σύ γ ' , ἀντολίηθεν ἐπ ' Ὠκεανὸν βασιλεύων , εὔδιον ἀμβροσίῃσιν ὑπ ' ὀφρύσι σῇσι γεγηθώς , δεξιτερὴν ὀπάσαιο
γενομένη πλωτῆρσιν αὐτοῖς ἐγκαταποθῇ ; τῷ γὰρ βουλομένῳ πλεῖν ἀκινδύνως εὔδιον πνεῦμα οὔριόν τε καὶ λεῖον ἀναμένειν ἐξῆν . τί
5205260 ἐπεμηνατο
γάρ οἱ ὑπὸ σκήπτρῳ ἐδάμασσε . τῷ δὲ γυνὴ Προίτου ἐπεμήνατο δῖ ' Ἄντεια κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι : ἀλλὰ τὸν
ἐπιθυμίαν ἐπτοημένης εἰπών [ Ζ ] τῷ δὲ γυνὴ Προίτου ἐπεμήνατο , ἐπὶ δὲ τοῦ διὰ τὸν φόνον τοῦ παιδὸς
5204478 εὐφοροι
ἐστὶ καὶ ἀτάκτως κενοῦνται διὰ τὸν ἐρεθισμόν , αὗται δὲ εὔφοροί εἰσι πρὸς συνουσίαν καὶ ξηρότεραι τῷ παντὶ σώματι .
. εὐφόρων δὲ λέγει πόνων , ἐπεὶ οἱ τοιοῦτοι πόνοι εὔφοροί εἰσι διὰ τὰ ἆθλα . ἢ εὐφρόνων ἵπποις ,
5202631 ἐσσυτ
' αὐτῶν σχεδόθεν . ὁ δ ' ἄρα πρώτιστος Ὀδυσσεὺς ἔσσυτ ' ἀνασχόμενος δολιχὸν δόρυ χειρὶ παχείῃ , οὐτάμεναι μεμαώς
δ ' ἐφύπερθε πίπτοντες : στυγερὴ δὲ δι ' ἠέρος ἔσσυτ ' ἀυτή . Ἐν γὰρ δὴ χάλκειος Ἔρις πέσεν
5200919 ἀριστολοχιαι
γλήχων , δίκταμνον , ἄσαρον , κόστος , κασία , ἀριστολοχίαι . μίσγεται δ ' ἑκάστῳ ἢ πυρῶν ἀφέψημα ἢ
ἀσάρου ἡ ῥίζα , βρυωνία , ἀνθεμίς , ἀπαρίνη , ἀριστολοχίαι , ἀρνόγλωσσον ξηρόν , ἀσφοδέλου ἡ ῥίζα , καὶ
5200919 μετενοησαν
δὲ τὰ ἔργα τῆς πίστεως . πολλοὶ οὖν ἐξ αὐτῶν μετενόησαν , καὶ ἐγένετο ἡ κατοίκησις αὐτῶν εἰς τὸν πύργον
: ἀλλὰ ἀκούσαντές μου τῶν ῥημάτων τὸ πλεῖστον μέρος ταχὺ μετενόησαν , καὶ ἐγένετο ἡ κατοικία αὐτῶν εἰς τὸν πύργον
5197392 ἐμπληκτον
ἡ δὲ τοῦ φαύλου ἡδονὴ λεγομένη πρὸς τὴν θηριώδη καὶ ἔμπληκτον ὁμοιοῦται κίνησιν . ἡδοναὶ γὰρ καὶ λύπαι μεθιστᾶσιν ,
καὶ ἀκροσφαλές , φερόμενον , ἄπιστον , ἀσαφές , καὶ ἔμπληκτον . Εἰ τοιοῦτον ἡ ψυχή , οὔτέ τι οἶδεν

Back