: πῦρ ξυνεχές : γλῶσσα ξηρή . Ἐκρίθη ἑκταῖος : ἑβδομαῖον αὖθις ἔλαβεν : ἀφῆκεν αὐθημερὸν τρόμῳ : ὠτὸς ῥεῦμα
ὁ παρὰ τὰ σιτοδόκου , ὁ ἰκτεριώδης , πρὸς ὃν ἑβδομαῖον ἐσῆλθον , ὀγδόῃ ἀπώλετο , οὔτε οὐρέων , οὔτε
7028419 ἐναταιος
λίην ὀλίγη , οὔτε πουλλή . Ἑβδομαῖος καὶ ὀγδοαῖος καὶ ἐναταῖος ῥᾷον ἐδόκει φέρειν , καί τινες ὕπνοι ἐγένοντο ,
τὴν ἐπιβουλὴν καταμαθὼν καὶ καθ ' ἑτέρας ὁδοὺς ἐπανελθών : ἐναταῖος μὲν γὰρ εἰς Νέγρανα ἧκεν ὅπου ἡ μάχη συμβεβήκει
6795186 Τριταιος
κατὰ τὸ πλεῖστον τῆς αὐτῆς ὥρας ἐπισημαίνων . σαʹ . Τριταῖός ἐστιν ὁ μίαν εἴτε ἡμέραν εἴτε νύκτα ἐπισημαίνων ,
ἀγγείων τῆς ὕλης σηπομένης καὶ πολλὰς ἔχουσι τὰς διαφοράς . Τριταῖός ἐστι διαλείπων πυρετὸς καὶ διὰ μιᾶς ἡμέρας εἰσβάλλων ,
6779838 τριταιος
τριταῖός ἐστιν ἢ τεταρταῖος ἢ ἀμφημερινός . ὁ μὲν οὖν τριταῖος ἔχει τὸ ῥῖγος ἐξ ἀρχῆς σφοδρότερον , αἴσθησις δὲ
πεζὸς πορευθεὶς διὰ Θεσσαλίης καὶ Ἀχαιίης ἐσβεβληκὼς ἦν καὶ δὴ τριταῖος ἐς Μηλιέας , ἐν Θεσσαλίῃ μὲν ἅμιλλαν ποιησάμενος ἵππων
6771482 ἑνδεκαταιος
ὁ πυρετὸς οὗτος : κρίνεται δὲ μάλιστα δεκαταῖος , καὶ ἑνδεκαταῖος , καὶ τεσσαρεσκαιδεκαταῖος . Ἢν δὲ τὸ πῦρ λαμβάνῃ
μᾶλλον . Ἐπὴν δὲ ἑβδομαῖος , ἢ ἐναταῖος , ἢ ἑνδεκαταῖος γένηται , τοὺς νάρθηκας προστιθέναι , ὥσπερ καὶ ἐπὶ
6752760 παραληρησις
μετρίη . Πέμπτῃ καὶ ἕκτῃ καὶ μέχρι τῆς ἐνάτης σχεδὸν παραλήρησις , καὶ αὖτις πρὸς ἑωυτὴν ἐλάλει μετὰ κώματος ἡμιτελέα
ἀγοράζων ἔφριξε : πυρετὸς ὀξύς : ἔμετος χολῆς ἀκρήτου : παραλήρησις ἐς νύκτα : ῥᾴων πάλιν . Πέμπτῃ , χαλεπῶς
6733670 ἑβδομαιος
περιωδυνίαι ἴσχουσι , καὶ παραφρονέει , καὶ ἀποθνή - σκει ἑβδομαῖος , καὶ οὐκ ἂν ἐκφύγῃ , εἰ μὴ ῥαγείη
ἀνθρώπου , ὡς Ἱπποκράτης : ἄνθρωπός τις νοσήσας τὸν αἰῶνα ἑβδομαῖος ἀπέθανεν . . . . αἰώρα : ἀπὸ τοῦ
6728608 ἐῤῥαγη
καὶ τῶν μητρέων ᾐρμένων : εἶτα ἔστιν ὅτε τὰ καταμήνια ἐῤῥάγη αὐτόματα , ἢ ἑτέρων ἐπικατελθόντων ἀπὸ τοῦ σώματος ἐς
τὸ αἷμα . Ἤδη δέ τισι παυσαμένου τοῦ αἵματος , ἐῤῥάγη ἐς τὴν κύστιν καὶ ἐχώρησεν αἷμα καὶ πῦα :
6652301 τεσσαρεσκαιδεκατην
ἐξέπιεν : οὖρον παχὺ ὡς ὑποζυγίου . Περὶ δὲ τὴν τεσσαρεσκαιδεκάτην ἀνῆκεν . Ἡ δὲ Κόνωνος θεράπαινα , ἐκ κεφαλῆς
δ ' οἶγε πίθον : τὴν μέσην τετράδα ταύτην λέγων τεσσαρεσκαιδεκάτην ἐπαινεῖ καὶ ὡς πίθοιγον καὶ ὡς πᾶσιν ἀρίστην :
6581802 ἑβδομαιοισι
δὲ τῆς ὑποστροφῆς , ἔκρινε τρίτῃ . Οἷσι δὲ ἔκρινεν ἑβδομαίοισι , διαλιπόντας τρεῖς , ἔκρινεν ἑβδόμῃ . Οἷσι δὲ
καὶ μακρότερα : τὰ παρὰ τὰ οὖλα καὶ γλῶσσαν ἀποπυεῖ ἑβδομαίοισι , μάλιστα δὲ καὶ αἱ κατὰ ῥῖνας ἐμπυήσιες .
6572971 Μυτιληνην
εἶναι , καὶ ἐμοὶ ὁμοίως . Καὶ εἴς τε τὴν Μυτιλήνην ἐγὼ αἴτιος ἦ πεμφθῆναι ἄγγελον , καὶ τῇ ἐμῇ
: Ἀλκίδα καὶ Λακεδαιμόνιοι , ἐμοὶ δοκεῖ πλεῖν ἡμᾶς ἐπὶ Μυτιλήνην . καὶ Μένανδρος ἐν τοῖς Ἐπιτρέπουσι τὴν δίκην ἄνευ
6555552 χειμερινας
Εὐκτήμονι Ϙʹ , Καλλίππωι Ϙβʹ . Ἀπὸ ἰσημερίας μεθοπωρινῆς ἐπὶ χειμερινὰς τροπὰς Εὐδόξωι ἡμέραι Ϙβʹ , Δημοκρίτωι ἡμέραι Ϙαʹ ,
καὶ ἡ ἡμέρα αὐτοῖς ἔσται τριάκοντα ἡμερῶν , κατὰ δὲ χειμερινὰς τροπὰς τὸν συνάμφω χρόνον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὑπὸ τὸν
6549811 ᾑμοῤῥαγει
πνεῦμα πουλὺ κατὰ τὸ τρῶμα μετὰ ψόφου ἐχώρει , καὶ ᾑμοῤῥάγει : τῷ ἐναίμῳ δὲ καταδεθεὶς , ὑγιὴς ἐγένετο :
Ἔτι δὲ ὁ πυρετὸς εἶχεν : ἦν δὲ ὑπόσπληνος , ᾑμοῤῥάγει ἐξ ἀριστεροῦ πυκνὰ κατ ' ὀλίγον , ἐκρίθη .
6542006 τεσσαρεσκαιδεκα
ἡμέρης : αὕτη ἡ δίαιτα ἴτω μέχρις ἡμερέων τρισκαίδεκα ἢ τεσσαρεσκαίδεκα . Ὅταν δὲ αὗται αἱ ἡμέραι παρέλθωσι , κατάποτα
Καπιτώλιον κατελάβετο . ἀριστεῖα δ ' ἐκ τῶν ἀγώνων ἐξενήνεγμαι τεσσαρεσκαίδεκα μὲν στεφάνους πολιτικούς , οἷς ἀνέδησάν με οἱ σωθέντες
6531737 ἀπαρκτιας
μάλιστα ὅ τε καικίας καὶ λίψ : χαλαζώδης δ ' ἀπαρκτίας καὶ θρακίας καὶ ἀργέστης : νιφετώδης δὲ ὅ τε
. Αἴθριοι δὲ μάλιστα θρακίας καὶ ἀργέστης καὶ τῶν λοιπῶν ἀπαρκτίας : ἐκνεφίαι δὲ μάλιστα ὅ τε ἀπαρκτίας καὶ ὁ
6523144 Ναυσινικου
λαβὼν ἐγγυητὰς τούτων Ἀριστόμαχόν τε τὸν θεσμοθετήσαντα καὶ Ναυσίφιλον τὸν Ναυσινίκου τοῦ ἄρξαντος υἱόν , ἀφίησιν ὡς ἀποδώσοντα αὑτῷ τὸ
τὴν νῆσον ἀνεκτήσαντο . Ἐπ ' ἄρχοντος δ ' Ἀθήνησι Ναυσινίκου Ῥωμαῖοι χιλιάρχους τέσσαρας ἀντὶ τῶν ὑπάτων κατέστησαν , Μάρκον
6516311 Γεραιστον
ὑπὸ πάντων Γεραιστίων ἄγεται Ποσειδῶνι διὰ τὸν συμβάντα χειμῶνα περὶ Γεραιστόν : καὶ ἐν Ἀμαρύνθῳ τῆς Εὐβοίας Ἀμαρύσια νενικήκασιν .
κέρδος γενέσθαι τὴν ἀδυναμίαν τοῦ ξένου . καταπλεύσας οὖν εἰς Γεραιστόν , ἔπειτα εἰς λιμένα τινὰ Ἀθηναίων , οὗ δὴ
6505756 ὁρμουσας
δὲ τὴν ναυμαχίαν χειμὼν ἐπιγενόμενος μέγας πολλὰς ἐκτὸς τοῦ λιμένος ὁρμούσας τῶν νεῶν διέφθειρεν , ὥστε δοκεῖν τὸ θεῖον ἀντιλαμβάνεσθαι
ἐπ ' Αἴγυπτον : καὶ καταλαμβάνει τὰς ναῦς ἐν Πηλουσίᾳ ὁρμούσας . Μαζάκης δὲ ὁ Πέρσης , ὃς ἦν σατράπης
6494729 ἐχαλασεν
τὸν ἱδρῶτα ἔληξαν αἱ ὀδύναι : ἐς τὴν ἑσπέρην πάντα ἐχάλασεν . Ἐνάτῃ , οὐκ ἔτι ἤμεσεν : ἐθερμάνθη μᾶλλον
ἤλγησεν : πυρετὸς ἐπεῖχε βληχρός : ὁ δὲ πνιγμὸς τριταίῃ ἐχάλασεν . Τετάρτῃ , σπασμώδης , ἄφωνος : ῥέγχος ,
6398589 ἱδρωτιον
διὰ παντὸς οὐκ ἄχροα , ἄνευ δὲ ὑποστάσιος . Τεσσαρεσκαιδεκαταίῳ ἱδρώτιον περὶ τὰ ἄνω : οὐ πολὺ μετριώτερον ἡ θέρμη
πεπηγότες θρόμβοι . Ἄση δὲ περὶ τὴν καρδίην , καὶ ἱδρώτιον σχεδὸν καθ ' ὅλον τὸ σῶμα : καὶ τὸ
6391601 διαλειποντα
καὶ τῶν μητρέων νοσεόντων . Ἀλλὰ δεῖ ταύτῃ κατωτερικὰ διδόναι διαλείποντα , καὶ πυριῇν ὅλον τὸ σῶμα , καὶ τὰς
ὑπάρχειν τοῖς διαλείπουσι παρεῖναι , ἴσθι τὸν τοιοῦτον μὴ εἶναι διαλείποντα , ἀλλὰ συνεχῆ . Εἰ δὲ καὶ ἀνώμαλον ποιήσαιτο
6377038 ὀρθρος
τὸν πατέρα . τί λέγεις ; ἀλλὰ νῦν γ ' ὄρθρος βαθύς . νὴ τὸν Δί ' , ὀψὲ γοῦν
' ὀπύσει κἀκποήσεται γαλᾶς σοῦ μηδὲν ἥττους βδεῖν , ἐπειδὰν ὄρθρος ᾖ . Πρόβαινε , κἀν τὤχλῳ φυλάττεσθαι σφόδρα μή
6361398 ἐπανεισι
Βαδίζων δὲ οὐ κατ ' εὐθὺ πρόεισιν , ἀλλ ' ἐπάνεισι , καὶ πάλιν πρόσω ἔρχεται τοὔμπαλιν , ἀφανίζων τὰ
οὐδεὶς ταῦτα ἐβούλετο ποιεῖν , σοί τε ἣν ἀφῃρέθης , ἐπάνεισι μετὰ πολλῶν . εἰ δ ' αὖ καὶ δίκην
6355577 πεμπταιος
ἔχει καὶ τοῦ σώματος ἀκρασίη . Οὗτος ἀποθνήσκει τριταῖος ἢ πεμπταῖος : ἐς δὲ τὰς ἑπτὰ οὐκ ἀφικνέεται : ἢν
, ταχυκρίσιμος , καὶ οὐ θανατώδης . Ὁ δέ γε πεμπταῖος , πάντων μὲν κάκιστος : καὶ γὰρ πρὸ φθίσιος
6332917 ἐθανεν
ἐξῄει κατὰ μικρὸν συριγγώδεα , καὶ διάῤῥοια ἐπεγένετο , καὶ ἔθανεν . Γυνὴ ὑγιαίνουσα , παχεῖα , κυήσιος ἕνεκεν ἀπὸ
, καὶ τὰ λοιπὰ αὐτίκα ἐκακοῦτο , καὶ δευτέρῃ ἡμέρῃ ἔθανεν . Νεηνίσκος ὁδὸν τρηχείην τροχάσας ἤλγεε τὴν πτέρνην ,
6329675 ἐπυρεσσεν
λουσάμενον ὀλίγον τι ἐμφαγεῖν καὶ καθεύδειν αὐτοῦ , ὅτι ἤδη ἐπύρεσσεν . ἐκκομισθέντα δὲ ἐπὶ κλίνης πρὸς τὰ ἱερὰ θῦσαι
διψώδης : παρέκρουεν : νύκτα κατενόει : κατεκοιμήθη . Ὀγδόῃ ἐπύρεσσεν : σπλὴν ἐμειοῦτο : κατενόει πάντα : ἤλγησε τὸ
6326539 ἀπυρετος
δὲ ἑπτὰ ἡμέραι παρέλθωσιν , ἢ ὀλίγῳ πλείους , ἢν ἀπύρετος ᾖ , καὶ μὴ φλεγμαίνῃ τὸ ἕλκος , τότε
καὶ περὶ τῶν ἐχόντων ἕλμινθας μετὰ πυρετοῦ . Εἰ δὲ ἀπύρετος ὑπάρχει , μηκέτι τὸ ῥοδόμελι δίδου μήτε πέπονα εὐχερῶς
6324757 βροχης
καθαρὸν τῷ προσδοκωμένῳ τηρῆται φίλῳ . Κυμαῖος ἐν τῷ κολυμβᾶν βροχῆς γενομένης διὰ τὸ μὴ βραχῆναι εἰς τὸ βάθος κατέδυ
τὰς ἐννεακαίδεκα πάλιν ὁ ἀπαρκτίας , ὁ δὲ βορρᾶς μετὰ βροχῆς , ἄνεμοι χελιδόνες , καὶ Λέων ἐπιδύνει τε τοῦ
6323073 Μινδαρος
ἑάλωσαν εἰς Ἀθήνας λέγοντα τάδε : Ἔρρει τὰ κᾶλα . Μίνδαρος ἀπεσσύα . πεινῶντι τὤνδρες . ἀπορίομες τί χρὴ δρᾶν
συνήγαγον καὶ πρὸς τῷ προτέρῳ τροπαίῳ πάλιν ἕτερον ἔστησαν . Μίνδαρος δὲ νυκτὸς περὶ πρώτην φυλακὴν εἰς Ἄβυδον ἀναχθεὶς τάς
6284230 Σαρδις
. ὡς Κάλλατις Καλλάτιος Καλλατιανός καὶ Φᾶσις πόλις Φασιανός καὶ Σάρδις Σαρδιανός . τὰ γὰρ τοιαῦτα ἢ ἀπὸ τῶν εἰς
καὶ προσεπικτω - μένου Κροίσου Λυδοῖσι ] , ἀπικνέονται ἐς Σάρδις ἀκμαζούσας πλούτῳ ἄλλοι τε οἱ πάντες ἐκ τῆς Ἑλλάδος
6280189 Κεφαλας
. εἰσπλέοντι δὴ τὴν μεγάλην σύρτιν ἐν δεξιᾷ μετὰ τὰς Κεφαλὰς ἔστι λίμνη τριακοσίων που σταδίων τὸ μῆκος ἑβδομήκοντα δὲ
τοὺς κροτάφους ὑπὸ τοῦ ἀκράτου , καὶ κατὰ τὸν Δίφιλον Κεφαλὰς ἔχοντες τρεῖς , ὥσπερ Ἀρτεμίσιον , πολέμιοι τῆς οὐσίας
6274621 καταρτισας
, [ παραλαβὼν ] ἔπλευσεν εἰς Ἔφεσον καὶ Μίλητον . καταρτίσας δὲ καὶ τὰς ἐν ταύταις ταῖς πόλεσι τριήρεις ,
Ἀκεσίνην ποταμόν : καταλαβὼν δὲ τὰ σκάφη νεναυπηγημένα καὶ ταῦτα καταρτίσας ἕτερα προσεναυπηγήσατο . κατὰ δὲ τοῦτον τὸν χρόνον ἧκον
6268931 Τυβι
μῆνα ἐργάζεσθαι . [ βʹ . ] μὴν Ἰαννουάριος : Τυβί . βʹ . [ γʹ . ] Φευρουάριος :
τοῦ Ἀθὺρ ποσότης ἡμέραι γ , τοῦ δὲ Χοιάκ , Τυβί , Μεχὶρ ἀνὰ ἡμέρας β μετὰ τὴν τῶν ιβ
6246743 Περραιβιαν
τὴν δύναμιν εἰς τὴν Θετταλίαν . ἀκούων δὲ περὶ τὴν Περραιβίαν προκαθῆσθαι Πολυπέρχοντα μετὰ στρατοπέδου Κάλλαν μὲν ἀπέστειλε στρατηγὸν μετὰ
γίνεται πολλή . τρίτη δὲ ἡ περὶ Τυμφαίαν καὶ περὶ Περραιβίαν καὶ κατ ' ἄλλους τόπους . ἡ δὲ φύσις
6236547 Πεμπτῃ
χείρω , μεγάλα καὶ ἐπίκαιρα , φόβος , δυσφορίη . Πέμπτῃ πρωῒ κατήρτητο , καὶ κατενόει πάντα : πουλὺ δὲ
: ἵδρωσε περὶ κεφαλὴν ὀλίγῳ ψυχρῷ : ἄκρεα ψυχρά . Πέμπτῃ , πάντα παρωξύνθη : πολλὰ παρέλεγε , καὶ πάλιν
6226001 ἀμφημερινοϲ
ϲύμπαντα χρόνον ποιηϲάμενοϲ ὡρῶν ὡϲ ἐπίπαν ιη : διὸ καὶ ἀμφημερινὸϲ κέκληται : ἀμφοῖν γὰρ μετέχει τῆϲ ἡμέραϲ καὶ τῆϲ
δοκιμώτατον δι ' ὀποῦ τοῦ Κυρηναϊκοῦ λαμβανόμενον . Ὁ δὲ ἀμφημερινὸϲ οὐδαμῶϲ μετὰ ῥίγουϲ εἰϲβάλλει κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν ,
6225641 ἐπλεε
, ἵνα ἔζευκτο ἡ γέφυρα , ἐνθεῦτεν ἐσβὰς ἐς νέα ἔπλεε ἐπὶ τὰς Κυανέας καλεομένας , τὰς πρότερον πλαγκτὰς Ἕλληνές
, ἣν Ἀγαμέμνων εἵσαθ ' , ὅτ ' ἐς Τροίην ἔπλεε νηυσὶ θοῆις , εὐχομένωι μοι κλῦθι , κακὰς δ
6223242 καλεομενας
, γνώσῃ τοῖσιν αὐτέοισι σημείοισιν . Οἱ ξυγγράψαντες τὰς Κνιδίας καλεομένας γνώμας , ὁκοῖα μὲν πάσχουσιν οἱ κάμνοντες ἐν ἑκάστοισι
ἔσται ὤρη ἀπολλυμένης , ταύτης χιλίους τάξον κατὰ τὰς Σεμιράμιος καλεομένας πύλας . Μετὰ δὲ αὖτις ἀπὸ τῆς δεκάτης ἐς
6222430 θεαθεις
ἀλγύνει ] λυπεῖ ἕτερον . Ξ κυρήσας ] εὑρεθεὶς καὶ θεαθείς τινι τῶν ἁρπαζόντων . κυρήσας ] εὑρεθείς . κυρήσας
, ἀλλὰ τῷ καρπῷ τις ἐντυγχάνει . θ κυρήσας ] θεαθείς , φανείς . Ξ πικρὸν δ ' ὄμμα θαλαμηπόλων
6213173 Φωκαιαν
μὲν διήρπασαν καὶ ἀνήλωσαν , τὰ δὲ ἐσβαλόμενοι ἀπέπλευσαν ἐς Φώκαιαν καὶ Κύμην ὡς Ἀστύοχον . ὄντος δ ' αὐτοῦ
Φωκαεύς οὐ παρὰ τὸν Φῶκον γέγονε , παρὰ μέντοι τὴν Φώκαιαν , καὶ ὁ παρὰ Καλλιμάχῳ Ἐλλοπιεύς παρὰ τὴν Ἐλλοπίαν
6201898 ἐπετεινεν
γνάθους ἐπιτελοῖντο , μῦν πλατὺν καὶ λεπτὸν ἡ φύσις ἔξωθεν ἐπέτεινεν , ἕνα καθ ' ἑκάτερον μέρος , εἴς τε
πάλιν ἐπεθερμαίνετο . Περὶ δὲ τὰς δώδεκα καὶ τὰς τεσσαρεσκαίδεκα ἐπέτεινεν ὁ πυρετός : καὶ ὑποχωρήσιες βραχέαι : ῥυφήμασι δὲ
6191798 ἀλεις
τοι εἰς ἄστυ ἄλεν . τοῦ δευτέρου ἀορίστου ἡ μετοχὴ ἀλείς ἀλέντος . . . + . ἀλειπής : πηγὴ
τότε * πρέμνον : στέλεχος * ὀξύς : ταχύς * ἀλείς : συστραφείς πλανείς * κοῖτον . . . θάμνῳ
6188945 ἑξηκοστην
ὅστις Ἑλλήνων ἑωυτὸν ἀξιοῖ Κλεισθένεος γαμβρὸν γενέσθαι , ἥκειν ἐς ἑξηκοστὴν ἡμέρην ἢ καὶ πρότερον ἐς Σικυῶνα ὡς κυρώσοντος Κλεισθένεος
ὑπὸ Ἑλλήνων . ἐνίκα μὲν δὴ τὴν ἕκτην ὀλυμπιάδα καὶ ἑξηκοστὴν ὁ Κλεοσθένης , ἀνέθηκε δὲ ὁμοῦ τοῖς ἵπποις αὑτοῦ
6177937 Ἀβδηροισιν
' ἐκρίθη . Οἱ πόνοι ἐν ἀρτίῃσιν . Ἀπολλώνιος ἐν Ἀβδήροισιν ὀρθοστάδην ὑπεφέρετο χρόνον πουλύν . Ἦν δὲ μεγαλόσπλαγχνος ,
τὰ δ ' ἄλλα τελέως ἐκρίθη . ϠΟΚΖΥ . Ἐν Ἀβδήροισιν Ἀναξίωνα , ὃς κατέκειτο παρὰ τὰς Θρηϊκίας πύλας ,
6169173 Ἀστυοχος
χώρας ἔκτισε πόλιν τὴν ἀπ ' αὐτοῦ κληθεῖσαν Ἀγάθυρνον . Ἀστύοχος δὲ τῆς Λιπάρας ἔσχε τὴν ἡγεμονίαν . πάντες δ
Σάμου ἐπὶ προδοσίᾳ ἐς Ἐρυθρὰς ἥκουσιν ἀφειμένοι , ἀνάγεται ὁ Ἀστύοχος εὐθὺς ἐς τὰς Ἐρυθρὰς πάλιν , καὶ παρὰ τοσοῦτον
6165383 Σεβαστοπολις
ἔχει . Ἀβασκῶν δὲ ἐχόμενοι Σανίγαι , ἵναπερ καὶ ἡ Σεβαστόπολις ᾤκισται : Σανιγῶν βασιλεὺς Σπαδάγας ἐκ σοῦ τὴν βασιλείαν
. . . . ξε ∠ ʹ μβ ∠ ʹδʹ Σεβαστόπολις ἑτέρα . . . . . . . ξϚ
6146623 ἀπικνεεται
ἐστὶ ἥδε : ἄνωθεν φερόμενος ἐς τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα ἀπικνέεται , τὸ δὲ ἀπὸ τούτου σχίζων μέσον τὸ Δέλτα
ἀλλὰ τυφλωθῆναι ἐνθαῦτα . ἐκ δὲ τῆς Κολοφῶνος τυφλὸς ἐὼν ἀπικνέεται εἰς τὴν Σμύρναν καὶ οὕτως ἐπεχείρει τῇ ποιήσει .
6144623 θερινας
μοι προσωφελῆσαι κατὰ λόγον τὸ γενόμενον θέρος : τὰς γὰρ θερινὰς νούσους χειμὼν ἐπιγενόμενος λύει , καὶ τὰς χειμερινὰς θέρος
ἐναντίοις γίνεται . τοῦ χειμερινοῦ μὲν γὰρ ἀρχὴ μετὰ τροπὰς θερινὰς τοῦ Μεταγειτνιῶνος μηνός , ἐν ᾧ σπείρουσι ῥάφανον ῥαφανίδα
6120785 μεσονυκτιου
πρὸς τὰ ὁμαλὰ νυχθήμερα σχεδὸν πρὸ τοσούτων πάλιν ὡρῶν τοῦ μεσονυκτίου συνάγεται ὁ χρόνος . κατὰ ταύτην δὲ τὴν ὥραν
δοθείσας ὥρας ἰσημερινὰς πρὸς τὴν ἀποχὴν τῆς μεσημβρίας καὶ τοῦ μεσονυκτίου θεωρουμένας μεταλαμβάνειν θέλωμεν εἰς τὰς κατὰ τὸν δι '
6113095 θωρακ
τι τοῦθ ' ἡγούμενον . ξεναγὸς οὗτος , ὅστις ἂν θώρακ ' ἔχῃ φολιδωτὸν ἢ δράκοντα σεσιδηρωμένον , ἐφάνη Βριάρεως
πάντα τοῦθ ' ἡγούμενον . ξεναγὸς οὗτος , ὅστις ἂν θώρακ ' ἔχῃ φολιδωτὸν ἢ δράκοντα σεσιδηρωμένον , ἐφάνη Βριάρεως
6108511 ἐπινεφελον
ἡ μήτηρ ὄνον τὸν Μελιτέα , κοὐκ ἔπαθεν οὐδέν ; ἐπινέφελον ἴσσα ὅταν δέωμαι γωνιαίου ῥήματος , τούτῳ παριστῶ καὶ
, ἐθερμαίνετο σμικρά : ἐπεδίψη : οὖρα λεπτά : ἐναιώρημα ἐπινέφελον : σμικρὰ παρέκρουσεν . Περὶ ἐννεακαιδεκάτην , ἄπυρος :
6106405 δεκαεννεα
τὴν ὁδὸν αὐτοῦ . Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς : Ἑκατὸν δεκαεννέα ἐτῶν ἐγὼ ἀποθνήσκω σήμερον ἐν ὀφθαλμοῖς ὑμῶν . Μηδείς
μῆνας ἑπτά . τοῦτον δ ' ἀνελὼν Δαρεῖος ἐβασίλευσεν ἔτη δεκαεννέα . τῶν δὲ συγγραφέων Ἀντίοχος ὁ Συρακόσιος τὴν τῶν
6099208 Λωρυμα
δὲ τὰς ναῦς [ τὰς παρὰ βασιλέως ] [ περὶ Λώρυμα ] [ ] [ τῆς ] Χερρονήσου [ ]
παραλήγει . ἣν καὶ Λωρεντόν φασι μετὰ τοῦ ρ . Λώρυμα , πόλις Καρίας . Ἑκαταῖος Ἀσίᾳ . ἔστι καὶ
6092245 κατεπλευσαν
πρὸς τὸ μὴ καθορᾶσθαι τὰς ναῦς ὑπὸ τῶν πολεμίων , κατέπλευσαν πρὸς στόμα τὸ καλούμενον Μενδήσιον , ἔχον ἠιόνα παρήκουσαν
μάλιστα ἦσαν τῇ Μυτιλήνῃ ἑαλωκυίᾳ ἑπτὰ ὅτε ἐς τὸ Ἔμβατον κατέπλευσαν . πυθόμενοι δὲ τὸ σαφὲς ἐβουλεύοντο ἐκ τῶν παρόντων
6084940 ἑπτακαιδεκατην
κατενόει : διὰ ταχέων δὲ πάλιν παρέκρουσεν . Περὶ δὲ ἑπτακαιδεκάτην ἐοῦσα , ἦν ἄφωνος : εἰκοστῇ ἀπέθανεν . Ἐπικράτεος
, τὴν ἑξκαιδεκαταίαν τε Ὠρίων ἐπανίσχει καὶ ὑετὸς παρέπεται τὴν ἑπτακαιδεκάτην : τὴν μετ ' αὐτὴν τὸν Ἥλιον δέχεται ὁ
6072654 χειμαζει
. Αἰγυπτίοις ἀργεστὴς ἢ ζέφυρος . Δοσιθέῳ νότος . Καίσαρι χειμάζει . κζʹ . ὡρῶν ιε : ὁ λαμπρὸς τοῦ
ὡρῶν ιε : τὸ αὐτό . Αἰγυπτίοις ἐπισημαίνει . Δοσιθέῳ χειμάζει . Δημοκρίτῳ ψύχη ἢ πάχνη . Ἱππάρχῳ νότος πυκνός
6070647 ἡμερινος
γ ' : ὁ βορέας . ἠμάτιος δὲ λέγεται ὁ ἡμερινός . κατὰ τὴν ἡμέραν οὖν , φησίν , ὁ
γ ' : ὁ βορέας . ἠμάτιος δὲ λέγεται ὁ ἡμερινός . κατὰ τὴν ἡμέραν οὖν , φησίν , ὁ
6066248 μιην
καὶ ὑπὲρ τοῦ γούνατος μίην , καὶ ὑπὲρ τοῦ σφυροῦ μίην . Οὗτος , ἢν οὕτω καυθῇ , οὐκ ἀφίησιν
εὐώδεσι καὶ λιπαροῖσι : τῇ δὲ ὑστεραίῃ τὴν γλήχωνα προστιθέναι μίην ἡμέρην : τῇ δὲ ἑπομένῃ πυριῇν τοῖσιν ἀρώμασι :
6065622 ὀρθρου
γένεσιν . οὕτω γὰρ καὶ ἡμέραν φαμὲν γίνεσθαι ἐκ τοῦ ὄρθρου τοῦ ἔχοντος ἀμυδρὸν τὸ φῶς : ἀμέλει τοι μετὰ
κηρωτῇ , ἐμπλάσας τε ἐπίθες ἑσπέρας καὶ ἔα διανυκτερεῦσαι , ὄρθρου δ ' ἀφελὼν τὸ φάρμακον ῥῆξον τὴν φλύκταιναν καὶ
6062782 ἐπιδυνει
σύνεγγυς Ἡλίῳ ἀνατέλλων , ὁ Ἀρκτοῦρος δὲ ὄρθριος τὴν ἕκτην ἐπιδύνει , καὶ τὴν ἑβδόμην δύνουσι Πλειάδαι καὶ Ὠρίων ,
καῦσις ἐκ τοῦ νότου , ἑβδόμην Ὑδροχόου τε τὸ μέσον ἐπιδύνει , τὴν δὲ ὀγδόην καῦμα τε , καὶ ἄστρον
6060215 σηπομενῳ
, ὅπερ ἐστὶ κελεφία : γίνεται δὲ ἐπὶ μελαγχολικῷ χυμῷ σηπομένῳ καὶ διαβιβρώσκοντι τὰ ἄκρα τῶν μορίων : ἔστι δὲ
παροξυσμὸν δέκα ἢ εἴκοσιν ὡρῶν . γίνεται δὲ ἐπὶ φλέγματι σηπομένῳ ἔξω τῶν ἀγγείων καὶ μάλιστα ἐπὶ κακοπραγίᾳ στομάχου :
6053267 ἐπιεικεως
ὑπο - τροπιασθεῖσιν , ἢν ἑξάμηνον ὑπερβάλλωσιν , ἰσχιαδικὴ φθίσις ἐπιεικέως γίνεται . Ὁκόσα πυρετῷ ἀντιδίδοται , καὶ μὴ ἀποστηματώδεα
ἐπιῤῥιγέουσιν ἀφωνίαι , θανάσιμον : εἰσὶ δὲ κεφαλαλγέες οἱ τοιοῦτοι ἐπιεικέως . Αἱ μετ ' ἐκλύσιος ἀφωνίαι ἐν πυρετῷ ὀξεῖ
6050264 Κοιντιος
φιλελευθέρῳ τῆς γνώμης ἐκάθισε . μετὰ δὲ τοῦτον ἀναστὰς Λεύκιος Κοίντιος ὁ καλούμενος Κικιννᾶ - τος καὶ Τίτος Κοίντιος Καπετωλῖνος
ἐπειδὴ τὸν ἄνδρα τόνδε ὀνομασθέντα ἤκουσαν παραλαμβάνουσι τὴν ὑπατείαν Τῖτος Κοίντιος Καπιτωλῖνος καὶ Ἄππιος Κλαύδιος Σαβῖνος , οὔτε τὰς φύσεις
6047256 Ἀλεα
κεκουφισμένην , ἁπαλήν , . , . . . . Ἀλέα : σημαίνει δὲ τὴν θερμασίαν : Ἡσίοδος ἐν Ἔργοις
. λέγεται καὶ Αἴγειρος , ὡς Θεόπομπος νϚ . . Ἀλέα : πόλις Ἀρκαδίας . Θεόπομπος νϚ . . Εὔγεια
6042448 εἰσβαλλων
καὶ ναυσίπορός ἐστι καὶ μέγιστος τῶν ἐν Βιθυνίᾳ ποταμῶν , εἰσβάλλων εἰς τὸν Εὔξεινον . τοὺς δὲ Βιθυνοὺς καὶ ναυτικωτάτους
τέ : ὁ Τάναϊς ποταμὸς Σκυθίας διαιρεῖ Ἀσίαν καὶ Εὐρώπην εἰσβάλλων εἰς τὴν Μαιῶτιν λίμνην ὥς φησι * καὶ *
6040635 Ἰτυκην
, ὥστε ἔγνωστο πολεμεῖν Σύφακα μὲν ὁρμώμενον ἐπὶ τοὺς πολιορκοῦντας Ἰτύκην , Ἀσρούβαν δ ' ἐπὶ τὸ Σκι - πίωνος
τῶν Καρχηδονίων ἑκατέρους , κατέλαβον ἄμφω , Τύνητα πόλιν καὶ Ἰτύκην , ἣ μεγίστη Λιβύης ἐστὶ μετὰ Καρχηδόνα : ὅθεν
6039567 συνελεγη
, οὓς κατ ' ἔτος ἐτέλουν . οὕτω δὴ πολλὰ συνελέγη χρήματα οὐδενὸς ἀδικηθέντος , ἀλλὰ πάντων ὕστερον ὅσα ἔδωκαν
εἰ τούτοις ἕκαστος ἐχρήσατο τοῖς λογισμοῖς , οὐδ ' ἂν συνελέγη δή που τὸ στράτευμα τὴν ἀρχήν . νῦν δὲ
6037093 διαλειπων
συνεχεῖς τοῖς διαλείπουσιν . Ὅτ ' ἂν οὖν γένηται τριταῖος διαλείπων καὶ ἀμφημερινὸς συνεχὴς , εὔδηλον ὅτι δύο γεγόνασι πυρετοὶ
τὸν διαλείποντα ἔχει τοιαύτην συνυπάρχουσαν ἀλλήλοις . οὔτε γὰρ ὁ διαλείπων δύναται νοηθῆναι δίχα τοῦ παλινδρομοῦντος οὔτε χωρὶς τοῦ διαλείποντος
6032909 Μυλας
νομισθέντος ἐπελεῖν ἐς Πελωριάδα μετεπήδησεν , ἐκλιπὼν τὰ στενὰ περὶ Μύλας : καὶ ὁ Καῖσαρ αὐτῶν τε κατέσχε καὶ Μυλῶν
οἱ δὲ ἱστορικοὶ Θρίνακόν φασιν ἄρξαι τῆς Σικελίας * * Μύλας δὲ χερσόνησον Σικελίας , ἐν ἧι αἱ τοῦ Ἡλίου
6024606 Ἑνδεκατῃ
: οὐ παρέκρουσεν : ἐκοιμᾶτο μᾶλλον : κοιλίη ἐπέστη . Ἑνδεκάτῃ οὔρησεν εὐχροώτερα , συχνὴν ὑπόστασιν ἔχοντα : διῆγε κουφότερον
, διὰ τῶν αὐτῶν . Δεκάτῃ , πάντα ξυνέδωκεν . Ἑνδεκάτῃ , ἵδρωσεν οὐ δι ' ὅλου : περιέψυξε μὲν
6024139 μιλιων
τρεῖς , γίνονται πόδες ἐννενήκοντα μυριάδες , οἱ ποιοῦσι διάστημα μιλίων ἑκατὸν ὀγδοήκοντα . Εἰ δὲ διεσκεδασμένως κινοῦνται , ὁμολογούμενον
τῆς Σαρματίας ὀρῶν , στάδια τρισμύρια δισχίλια φʹ , ἤτοι μιλίων χιλιάδες ͵δ καὶ τλγʹ . Τῶν δὲ τῆς οἰκουμένης
6024120 οὐρει
. γαμψώνυμον δὲ ἄρα οὐδὲ ἓν οὔτε πίνει , οὔτε οὐρεῖ , οὔτε μὴν συναγελάζεται ἑτέροις ⋮ Νικίας τις τῶν
ὀπισθουρητικὸν καθάπερ κάμηλος , καὶ γενόμενος ἑξαμηνιαῖος αἴρων τὸ σκέλος οὐρεῖ καθάπερ καὶ οἱ κύνες . ἡ δὲ θήλεια ὑπὸ
6024093 ἑβδομηκοστον
θυμάτων ἑβδομήκοντα μόσχους ἀνάγειν θυσίαν ὁλόκαυστον διείρηται . κατὰ τὸν ἑβδομηκοστὸν λόγον καὶ αἱ τῶν ἀρχόντων φιάλαι κατασκευάζονταιἑκάστη γὰρ ἑβδομήκοντα
οὐκ ὀρθῶς εἰρημένα . τέρμα δὲ αὐτῷ τοῦ βίου ἔτος ἑβδομηκοστὸν καὶ τὸ σῆμα οἴκοι . λʹ . Φιλίσκος δὲ
6020321 εὐωχεειν
καὶ ἐγχέειν ἐς τὸν πλεύμονα , καὶ θυμιᾷν , καὶ εὐωχέειν ἀπεχόμενον κρεῶν βοείων καὶ οἰείων καὶ χοιρείων καὶ λαχάνων
καὶ ποτήμασι καὶ σιτίοισι : τὸ δὲ ξύμπαν ἡσυχίην ἔχοντα εὐωχέειν τοῖσιν ἐπιτηδείοισιν : ἢν γὰρ οὕτω μελετηθῇ , τάχιστα
6018323 μοχλεια
ποσὸν ἐπινεύοντος τοῦ σφηνοειδοῦς , ἡ κατ ' ἐξελκυσμὸν γένηται μοχλεία , ὡς καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ὀργάνων εἴρηται .
μετὰ τοῦ σκέλους , ἥ τε κατ ' ἐξελκυσμὸν γίνεται μοχλεία : μετὰ δὲ τὸν ἐξελκυσμὸν δοκιμάζεται τὸ σφάλμα ,
6016756 ὑποπελιδνον
πολλάκις δὲ καὶ ὀνειρώσσει , τὸ δὲ λάγνευμα ὕφαιμον προέρχεται ὑποπέλιδνον . Τοῦτο τὸ νούσημα γίνεται διὰ θερμασίην τοῦ ἡλίου
μελανία . τύλωσις , ὅταν σκληρὸν ᾖ καὶ λευκότερον ἢ ὑποπέλιδνον τὸ ἕλκος . μυδὼν σὰρξ σομφή . σῦριγξ ἕλκος
6012319 ἀποβαπτων
ἰσχάδων σταφίδων σαρκὸς τὸ ἴσον , προσθετέον δὲ ἐν ἐρίῳ ἀποβάπτων ἐν ἰρίνῳ ἢ κυπρίνῳ χλιαρῷ . ποιεῖ δὲ κάλλιστα
ἁρμόϲει . πυρία δὲ μαλακοῖϲ ϲπόγγοιϲ ϲυνεχῶϲ εἰϲ θερμὸν ὕδωρ ἀποβάπτων , εἶθ ' οὕτωϲ ἐπιτίθει τὰ φάρμακα . Ὁ
6010114 ἐπλεομεν
ἐς τὸ ὕδωρ , καὶ πάλιν ὁμοίως καθέντες τὴν ναῦν ἐπλέομεν διὰ καθαροῦ καὶ διαυγοῦς ὕδατος , ἄχρι δὴ ἐπέστημεν
' ἀνάγκῃ καὶ τοῦτο ἐγίγνετο . Ἐν ᾧ μὲν γὰρ ἐπλέομεν , ἀστέγαστον ἦν τὸ πλοῖον , εἰς ὃ δὲ
6007343 κατεβαινεν
τοῖς ὀδοῦσιν ἀνεῖλκε μέχρις ἀναβῇ , εἰς δὲ κατάβασιν εὐκόπως κατέβαινεν : κατεκύλιεν γὰρ τὸν γούργαθον καὶ αὐτὸς ἐπάνω αὐτοῦ
πταρμὸς καὶ βράγχος ἐπεγίγνετο , καὶ ἐν οὐ πολλῷ χρόνῳ κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὁ πόνος μετὰ βηχὸς ἰσχυροῦ :
6004947 Τελεστην
καλούμενοι πέντε ἄλλας γενεὰς ἐς Τελέστην τὸν Ἀριστοδήμου . καὶ Τελέστην μὲν κατὰ ἔχθος Ἀριεὺς καὶ Περάντας κτείνουσι , βασιλεὺς
Ἀριστομήδης εʹ καὶ λʹ . οὗτος δὲ τελευτήσας ἀπέλιπεν υἱὸν Τελέστην παῖδα τὴν ἡλικίαν , οὗ τὴν κατὰ γένος βασιλείαν
5998573 σεσιδηρωμενον
' αὐτοὺς φερομένων βελῶν , ὠσάμενοι τὸ μὲν πρῶτον τὸν σεσιδηρωμένον χάρακα διέσπασαν , τοῖς δὲ πλοίοις πολλὰς ἐμβολὰς δόντες
ἀγωνίσασθαι . προέταξαν δὲ τῆς στάσεως ταύτης τοὺς κομίζοντας χάρακα σεσιδηρωμένον καὶ δεδεμένον ἀλύσεσιν , ὃν παρεσκευάσαντο πρὸς τὴν τῶν
5993861 Δριος
ἐπὶ τὴν χώραν περιέτυχον ταῖς Διονύσου τροφοῖς περὶ τὸ καλούμενον Δρίος τῷ θεῷ ὀργιαζούσαις ἐν τῇ Φθιώτιδι Ἀχαΐᾳ . ὁρμησάντων
θάλατταν ἔφυγον , αἱ δ ' εἰς ὄρος τὸ καλούμενον Δρίος : Κορωνίδα δ ' ἁρπαγεῖσαν συναναγκασθῆναι τῷ Βούτῃ συνοικῆσαι
5986130 προπιειν
καὶ προπόσεις ὀρέγειν ἐπὶ δεξιὰ καὶ προκαλεῖσθαι ἐξονομακλήδην , ὧι προπιεῖν ἐθέλει . εἶτ ' ἀπὸ τοιούτων πόσεων γλώσσας τε
κύλικα , μηδ ' ἀποδωρεῖσθαι προπόσεις ὀνομαστὶ λέγοντα , ᾧ προπιεῖν ἐθέλει . εἶτ ' ἀπὸ τοι - ούτων πόσεων
5985888 ληξαντος
φίλους ἐμβιβάσαι . . Γενομένου δὲ τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ εὐθέως λήξαντος , τῶν ὀρνέων τινὰ τὸν Ξίσουθρον ἀφιέναι . Τὰ
τοῦ θέρους , διὸ καὶ ἐπήγαγε τετραμμένου εἴαρος , τουτέστι λήξαντος . θεῖος ἄωτος : τὸ θεῖον ἀπάνθισμα τῶν ἡρώων
5982173 κατακλινεται
τρόπον τινὰ ἐπιγειόκαυλος γίνεται : διὰ γὰρ μαλακότητα τῶν καυλῶν κατακλίνεται πρὸς τὰς ἀρούρας : καρπὸν δ ' ἔχει μικρὸν
ἱστοδόκη μὲν γάρ ἐστιν , ἐφ ' ἧς ὁ ἱστὸς κατακλίνεται : Ὅμηρος ἱστὸν δ ' ἱστοδόκῃ πέλασαν προτόνοισιν ὑφέντες
5977556 ἐξελειπεν
τοὺς πλείστους αὐτέων ἔτι νοσέειν : τοῖσι δὲ πλείστοισιν ἀκρίτως ἐξέλειπεν : ὁμοίως δὲ ταῦτα ξυνέπιπτε τοῖσι περιγινομένοισι καὶ τοῖσιν
ἐπηρείαις τὸ τῶν ἐπιμιξιῶν ἡδύ τε καὶ χρήσιμον τὰς πόλεις ἐξέλειπεν : ἡδὺ μὲν γὰρ ἐκδημοῦντας ἱστορῆσαι γείτονα πόλιν ,
5971363 οἰκισμον
θεοὶ βασίλειοί τε καὶ Ἑλλήνιοι , γενέσθαι τόνδε ἡμῖν τὸν οἰκισμὸν δευτέρων ἀμεινόνων βεβαιοτέρων ἐπὶ πολλῇ μὲν εὐφροσύνῃ καὶ δόξῃ
ἐνταῦθα ἐξέπεσεν ὁ μύκης αὐτῷ , καὶ τὸ σημεῖον ἐς οἰκισμὸν ἐνόμιζε συμβῆναι πόλεως . ἤκουσα δὲ καὶ ὡς διψῶντι
5968133 ἐπιλεκτων
Σέξτου μετὰ τῶν ἐκ Ῥώμης φυγάδων τε καὶ τῶν ἄλλων ἐπιλέκτων ἱππέων ἐπιβοηθήσαντος αὐτοῖς . οὗτοι μὲν οὖν πάλιν ἀναλαβόντες
, κατὰ δὲ [ τὸ ] μέσον αὐτὸς ἐτάχθη τῶν ἐπιλέκτων ἔχων οὐκ ἐλάττους πεντακισμυρίων . Ὡς δὲ τρεῖς σχεδὸν
5968034 ἀναιμακτος
. * πέριξ : κύκλῳ * λιπάσειας : ἀλείψειας * ἀναίμακτος : ἄτρωτος : ἀπήμαντος ἰαύοις : κοιμήσαιο . *
χιεζοῦμεν τὰ ἐπεστορεσμένα σώματα τῇ ὠμοπλάτῃ . ἔπειτα εἰ μὲν ἀναίμακτος ὁ χιεσμὸς γένοιτο , ἐκκόπτομεν τὸ κατ ' αὐτὸν
5965305 Ὀσφυος
ἐπιῤῥιγώσασιν : οὗτοι ἐπιῤῥιγέουσι , περὶ κοιλίην καύματι προκληθέντες . Ὀσφύος πόνος , καὶ κεφαλαλγικῷ καὶ καρδιαλγικῷ , μετὰ ἀναχρέμψιος
Ὀσφὺς εὐώνυμος παρέχειν πράγματα ὑφ ' ὧν εὐφρανθῆναι σημαίνει . Ὀσφύος τὸ μέσον κέρδος σημαίνει . Ἥβη πάλλουσα ἀγαθὰ παρά
5965084 προσληφθεισαν
αὐτὴν τρίτην , οὕτως ἡ δευτέρα ἤτοι ἡ μετὰ τὴν προσληφθεῖσαν δευτέραν , πρὸς ἣν ἡ πρώτη λόγον ἔχει δεδομένον
ἡ πρώτη λόγον ἔχει δεδομένον : ἡ γὰρ μετὰ τὴν προσληφθεῖσαν δευτέρα οὖσα ἔχει πρὸς τὴν Β ἤτοι τὴν μετὰ
5964336 μιγῃ
γλυκέος κ # αʹ , καὶ πάλιν λεαίνεται , ἕως μιγῇ τὸ φάρμακον , εἶτ ' εἰς χαλκοῦν ἀναληφθὲν ἀγγεῖον
οὐ συνίσταται μετὰ τοῦ λεπτοῦ . εἰ γὰρ καί ποτε μιγῇ μετὰ τοῦ ἐρυθροῦ χρώματος τὸ λεπτὸν , ἀλλ '
5962122 Αἰσηπον
οὐκ ἂν ὑφεῖτο οὐδενί . διατρίβοντος δέ μου περὶ τὸν Αἴσηπον τότε καὶ αὖ περὶ τὸ ἱερὸν τοῦ Διὸς ἐποίησε
θ ' Ἁλιάκμονά θ ' Ἑπτάπορόν τε Γρήνικόν τε καὶ Αἴσηπον θεῖόν τε Σιμοῦντα Πηνειόν τε καὶ Ἕρμον ἐυρρείτην τε
5957274 Ἀρκτουρον
τῷ Ὠρίωνι : καὶ τούτων μεσουρανούντων εἶπεν ἑῷον ἐπιτέλλειν τὸν Ἀρκτοῦρον . ἐν τούτῳ δ ' οὖν τῷ καιρῷ ,
: λέγουσι γὰρ ὡς οὐδὲν πλεῖον ἴσχει τοὔλαιον μετ ' Ἀρκτοῦρον ἢ ὅσον λαμβάνει τοῦ θέρους : ἅμα δὲ καὶ
5957060 ἀλουτεετω
ἢν δὲ ἀσθενὴς ᾖ , ῥοφήματι ὡς ἐλαχίστῳ , καὶ ἀλουτεέτω : ἐπειδὰν δέ σοι καιρὸς δοκέῃ εἶναι , τῆς
λεπτόν : ἔπειτα ἐς ἑσπέρην σιτίοισιν ὀλίγοισι χρήσθω , καὶ ἀλουτεέτω καὶ περιπατείτω ἀπὸ τῶν σιτίων καὶ ὄρθρου , φυλασσόμενος
5953051 ἀπεχωρησεν
Μελάνθου βασιλεύοντος . ὁ μὲν δὴ ἄλλος στρατὸς τῶν Πελοποννησίων ἀπεχώρησεν ἐκ τῆς Ἀττικῆς , ἐπειδὴ ἐπύθοντο τοῦ Κόδρου τὴν
Ῥωμαίων ἐλπίσι ψυχαγωγούμενος ἀπέστη μετὰ τῶν ἱππέων καὶ πρὸς Καικίλιον ἀπεχώρησεν . ὁ δὲ Ψευδοφίλιππος ἐπὶ τοῖς πραχθεῖσιν ἀγανακτήσας τήν
5949067 ἱπποκομος
τούτου τὰ ὑποπτευόμενα αἴτια εἶναι . ἐπειδάν γε μὴν ὁ ἱπποκόμος τὸν ἵππον παραδῷ τῷ ἀναβάτῃ , τὸ μὲν ἐπίστασθαι
τὸ ἐπιμελοῦμαι παράγεσθαι , βουκόμος καὶ βουκόλος , ὥσπερ καὶ ἱπποκόμος . . . . . . . , .
5948308 ἀποπατον
διὰ τούτου τοῦ χάϲματοϲ ἐπιτελεῖϲθαι τὴν οὔρηϲίν τε καὶ τὸν ἀπόπατον ἄχρι τῆϲ τοῦ πώρου πήξεωϲ . Ϲὺν τραύματι δὲ
ὅταν γὰρ μὴ ἔχῃ τὸ ἔντερον ὑγρασίην , περὶ τὸν ἀπόπατον περιοιδῆσαν ἀποφράσσει τὰς διεξόδους , ὀδύνην τε παρέχει ,
5946952 στραγγουριη
ἀρχοῦ προσάγεται τῇ θερμότητι φλέγμα : ὑπὸ δὲ τοῦ φλέγματος στραγγουρίη γίνεται . Ἢν μὲν οὖν ἅμα τῇ νούσῳ παύηται
, διεὶς οἴνῳ , ὀθόνιον ἐμβάπτων , προστιθέναι . Ἢν στραγγουρίη λάβῃ , τῆς σικύης ἀποταμὼν τὸ στόμα καὶ τὸν
5946477 κατακλιθεις
ἀπερχόμενος . μέντοι ] ἀργόν , ὅμως . πεσών ] κατακλιθείς , καταπεσών . κείσομαι ] κατακείσομαι , ἐνταῦθα .
ξύλων τῆς ἁλιάδος ἐπί τε ταπήτων τινῶν ξενικῶν καὶ ἐφεστρίδων κατακλιθείς οὐ γὰρ οἷός τε ἔφασκεν εἶναι κεῖσθαι ὡς οἱ
5944357 Ἐπιφι
δὲ δευτέραν τῷ ιζʹ ἔτει ὁμοίως Ἀδριανοῦ κατ ' Αἰγυπτίους Ἐπιφὶ ιηʹ , τὸν δὲ τῆς ἀκριβοῦς διαμετρήσεως χρόνον καὶ
. ἔζησεν ἔτη κζʹ . Ἄλλη . Οὐεσπασιανοῦ ἔτος αʹ Ἐπιφὶ κβʹ ὥρα ἡμερινὴ εʹ κλίμα Ϛʹ . Ἥλιος Καρκίνῳ

Back