| τῶν ἀσεβῶν ἀνδρῶν , ἢ δίκαιος ὢν σὺν πολίταις ἀνδράσιν ἐχθροξένοις τε καὶ ἐχθροῖς τῶν ξένων καὶ ἀμνήμοσι τῶν θεῶν | ||
| ξένων ὑποδοχὴν διακειμένοις ἢ ἐχθροῖς περὶ τοὺς φίλους . θ ἐχθροξένοις ] ἀδίκοις , τοῖς ἐχθρωδῶς καὶ ἀδίκως διακειμένοις πρὸς |
| ἀδίκως . . ἐνδίκως ] γρ . ἐκδίκως . . παγκοίνῳ ] γρ . παγκοίνως . . δημοσίᾳ . δάμη | ||
| ἀμνήμοσιν , ταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματος , πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ' δάμη . οὕτως δ ' ὁ μάντις , |
| ] ἐν δόλῳ , ἀπάτῃ . πανουργίᾳ ] εἰς τὸ πανουργεύεσθαι . ὄλωλεν ] ἐφθάρη . θεοπτύστῳ ] θεομισήτῳ . | ||
| πλοῖον συνεισβὰς καὶ συνελθὼν ναύταις θερμοῖς καὶ σπουδαίοις εἰς τὸ πανουργεύεσθαι ὄλωλε σὺν τῷ τοῖς θεοῖς μισητῷ γένει τῶν ἀσεβῶν |
| μισητία , ἔχθρα , ἀπέχθεια , πρόσκρουσμα , διαφορά , δυσμένεια , δύσνοια , κακόνοια , ἀλλοτρίωσις , ὑποψία . | ||
| τὰ πράγματα ἐκ τῶν πλείστων : δυσκολία , δυστροπία , δυσμένεια , δυσχέρεια , δυστραπελία , παλιντραπελία , παλιμβολία , |
| παραμυθήσασθαι , καὶ συμφορὰν κουφίσαι : ἀγαθὴ καὶ ἐν θυσίαις παραστάτις , καὶ ἐν δαιτὶ σύσιτος , καὶ ἐν πολέμῳ | ||
| τούτοις ἤρξατο κονίεσθαι κατ ' αὐτοῦ ἡ ὑπέρμαχος μὲν καὶ παραστάτις ἀδικουμένων τιμωρὸς δ ' ἀνοσίων καὶ ἔργων καὶ ἀνθρώπων |
| ἀπηνής : χαλεπὴ , ἀγρία . Συνέστιος : σύνοικος . δασμῶν : φόρων , πλεονεκτημάτων , μερισμῶν , φόβου , | ||
| : τοὺς γὰρ παραγενομένους τῶν Μινυῶν ἐπὶ τὴν ἀπαίτησιν τῶν δασμῶν καὶ μεθ ' ὕβρεως εἰσπραττομένους ἀκρωτηριάσας ἐξέβαλεν ἐκ τῆς |
| ἄκρως εἴς τι πεπαιδευμένων καὶ προσποιουμένων παρά τινων μανθάνειν . Δέδοται καὶ κακοῖς ἄγρα : ἐπὶ τῶν παρ ' ἀξίαν | ||
| πείθει καὶ αἰδοίους βασιλῆας . Δεινοὶ πλέκειν μηχανὰς Αἰγύπτιοι . Δέδοται καὶ κακοῖς ἄγρα . Δεύτερος πλοῦς . Δελφῖνα λεκάνη |
| ὁ τρέφων καὶ αὔξων τοὺς καρπούς . ἢ παρὰ τὸ βορὰ αἴτιος αὔξων τοὺς καρπούς . . . . βόρβορος | ||
| οὗ ὁ μέλλων βόσω , ἀφ ' οὗ βορὸς καὶ βορὰ καὶ βοτήρ . . . . , . : |
| τοιαῦτ ' ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖς , μηδ ' ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασιν : οὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς | ||
| μάχεσθαι καὶ κινδυνεύειν ὑπὲρ αὑτῶν ἀναγκάσουσι δώροις τε καὶ ἐπαίνοις ματαίοις , ἕως ἂν ἀποθάνῃς . οἶμαι δέ σε μηδὲ |
| . τοιαῦτ ' ] οἷα ἐμοῦ ἤκουσας . θΞ μὴ φιλοστόνως ] ἀλλὰ μὴ ἐν θρήνοις καὶ οἰμωγαῖς . φιλοστόνως | ||
| ἐν θρήνοις καὶ οἰμωγαῖς . φιλοστόνως ] θρηνητικῶς . θΞ φιλοστόνως ] θρηνωδῶς . ματαίοις ] ἀνωφελέσι . θΞ ἀγρίοις |
| εὔοπλος : ἡ δὲ ποδῶν ἀρετὴ εὐποδία . εὔφορος , εὔθυμος , θυμοειδής , εὐσχήμων , εὐπρεπής , μεγαλοπρεπής , | ||
| θυμοῦσθαι , θυμούμενος , θυμικός , θυμοειδής , ἄθυμος , εὔθυμος , εὐθυμία , ἀθυμία , ἀθυμῶν , ἀθυμοῦσιν ὡς |
| ποταμοῖς καὶ ἐν θαλάσσῃ καὶ τὰ τῶν γονέων μειώσει , φιλονεικήσει δὲ πρὸς ὑπερέχοντας καὶ γαμήσει προβεβηκυῖαν , εἰ δὲ | ||
| προσ - κείσεται μελῳδίαις καὶ παιδιαῖς καὶ συναυλισθήσεται πόρναις καὶ φιλονεικήσει πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ λῃσταῖς ὁμιλήσει καὶ ὠφεληθήσεται |
| βία ] ὁ Πολυφόντης . βίᾳ ] δυνάμει . φερέγγυον φρούρημα : ἱκανὸν φρουρεῖν τὴν πατρίδα . φερέγγυον ] ἀξιόμαχον | ||
| θ φερέγγυον ] πιστὸς φύλαξ . φρούρημα ] ἀσφάλεια . φρούρημα ] φύλαγμα . φρούρημα ] τῶν κατ ' αὐτῶν |
| φησι , μήτε ἐν δυστυχίαις μήτε ἐν κακοῖς μήτε ἐν εὐεστοῖ φίλῃ , ἤτοι ἐν εὐδαιμονίᾳ προσφιλεῖ , συγκάτοικος εἴην | ||
| ἄλλα ἐπιεικής , ἄφωνος δέ . Ἐν τῇ ὦν παρελθούσῃ εὐεστοῖ ὁ Κροῖσος τὸ πᾶν ἐς αὐτὸν ἐπεποιήκεε ἄλλα τε |
| εὐθηνία , εὐετηρία , εὐαισθησία , εὐβουλία , εὐλογία , εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία , εὐνομία , | ||
| . Ἔστιν δέ γ ' , ἔφην , ἡ μὲν εὐμαθία ταχέως μανθάνειν , ἡ δὲ δυσμαθία ἡσυχῇ καὶ βραδέως |
| , φιλοκερδής , φιλόδωρος , φιλόπαις φιλότεκνος φιλόστοργος φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , | ||
| τῶν περὶ τὰ πολεμικά , φιλογυμναστής τέ τις ὢν καὶ φιλόθηρος . Ἔστι γάρ , ἔφη , τοῦτο τὸ ἦθος |
| δίδωσιν εὐτυχήματ ' , ἀλλ ' ἵνα τὰς συμφορὰς λάβωσιν ἐπιφανεστέρας λιμένας εἰς Ἀχαϊκούς ἄχορδον ἄλυρον μέλος δυσμαὶ βίου σπείρων | ||
| ἐπειδήπερ κατὰ κέντρων μὲν ἢ κλήρων ἢ τῶν φώτων τυχόντες ἐπιφανεστέρας ποιοῦσι τὰς σημασίας , ἀλλοτριωθέντες δὲ αὐτῶν ἀνεπιφάντους , |
| θ ἑδωλίων ] ἀπὸ τῶν παρθενώνων . Ξ ὑπερκόμπῳ ] ὑπερηφάνῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἐπηρμένῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἀλαζονικῷ . | ||
| ἐπὶ κλίναις βεβλημένα μάλα ἁβραῖς , καὶ στρωμναῖς ὕφει τινὶ ὑπερηφάνῳ κεκοσμημέναις ἐπιθέντας , ὑπὸ δᾳσὶν ἐνακμαζούσαις τῷ πυρὶ ἐκέλευσεν |
| ' εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει πλούτου στεφάνωμ ' ἀγέρωχον . νῦν γε μὰν τὰν Φιλοκτήταο δίκαν | ||
| Οὔ τις ] Οὐδείς . Δρέπει ] Καρποῦται . Πλούτου στεφάνωμ ' ] * Ὥσπερ ὁ στέφανος τιμὴ τῷ δεξαμένῳ |
| τῷ Καπανεῖ . στόμαργος ] ταχὺς εἰς τὸ λαλεῖν . στόμαργος ] φλύαρος , ταχὺς εἰς τὸ λαλῆσαι . στόμαργος | ||
| . στόμαργος : ὁ μὴ ἔχων τὸ στόμα ἀργόν . στόμαργος ] κατὰ ἀντίφρασιν ὁ μὴ ἔχων ποτὲ τὸ στόμα |
| λακάζειν ] ἠχεῖν : λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν ὀρνέων . λακάζειν ] βοᾶν . λακάζειν ] ἀπὸ τοῦ ληκῶ τὸ | ||
| μὲν γυναικείᾳ καὶ δειλῇ , δεύτερον δὲ οὐκ ἀληθεῖ . λακάζειν δὲ λέγεται τὸ ἠχεῖν , ἀπὸ τοῦ λήκω ῥήματος |
| τὸν γελοιαστήν . ὄνομα δὲ μόνον ἀπὸ τῶν ῥηθέντων ὁ ἐπιχαιρέκακος : ἐπὶ δὲ τῶν ἄλλων μετοχαῖς χρηστέον . ἐπίρρημα | ||
| καὶ ἐπιχαιρεκακίας , ὡς εἴρηται . ἢ δύναται καὶ ὁ ἐπιχαιρέκακος ἐναντίος εἶναι τῷ νεμεσητικῷ , ὥσπερ καὶ ὁ φθονερὸς |
| γὰρ αὐτοὺς διῆγεν ἐγκαταμιγνὺς Ἰνδικοῖς Ἀττικὰ καὶ πεπλανημένῃ τῇ γλώττῃ βαρβαρίζων . Ἡ δὲ γενομένη πρὸς τὸν Πολέμωνα τῷ Φαβωρίνῳ | ||
| Ῥωμαϊκῷ μόνος ξενίζων τῷ τρίβωνι καὶ πονηρῶς τὴν Ῥωμαίων φωνὴν βαρβαρίζων , εἶτα δειπνῶν δεῖπνα θορυβώδη καὶ πολυάνθρωπα συγκλύδων τινῶν |
| ἢ δι ' οὗ μεγάλως βαίνομεν , . , . Βουβών : λέγεται καὶ τὸ πάθος , ὅπερ τινές φασι | ||
| . . ξ γοʹ λζ Ϛʹ . Καβαλίας μέρος : Βουβών . . . . . . . . . |
| ὁ γεγωνὼς λόγος : οὗτος δὲ ἢ ἀκριτόμυθός ἐστι καὶ ἀδόκιμος ἢ κεκριμένος καὶ δόκιμος : εἰς ἔννοιαν δ ' | ||
| δόξα ἔπαινος : καὶ ἐμὲ ἀλᾶσθαι ἥτις ἔσωσά σε : ἀδόκιμος φαῦλος : σημεῖα γάρ ἐστι τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ |
| . . ἔστι γὰρ πλοῦτος ] ἔστι γὰρ ἡμῖν πλοῦτος ἀμεμφὴς καὶ ἄφθονος : δεδοίκαμεν οὖν διὰ τὸ μὴ ἔχειν | ||
| ἀνίσχυροι . . . . . ἔστι γὰρ ἡμῖν πλοῦτος ἀμεμφὴς καὶ ἄφθονος . δεδοίκαμεν δὲ διὰ τὸ μὴ ἔχειν |
| μὴ φθόνει ταῖσιν νέαισι : τὸ τρυφερὸν γὰρ ἐμπέφυκε τοῖς ἁπαλοῖσι μηροῖς , κἀπὶ τοῖς μήλοις ἐπανθεῖ : σὺ δ | ||
| μετ ' ἀθανάτοισιν ἀρίθμιος εἰλαπινάζῃ . Ἡ δ ' Ἄτη ἁπαλοῖσι μετατρωχῶσα πόδεσσιν ἄκρῃς ἐν κεφαλῇσιν ἀνώϊστος καὶ ἄφαντος ἄλλοτε |
| παρὰ τὸ ὡρεῖν καὶ φυλάττειν τεταγμένως τὸν ἴδιον καιρόν . Ὦμος . παρὰ τὸ ὦ τὸ ὑπαρκτικόν . ὁ ὑπομένων | ||
| λοιποῖς πᾶσι καλόν . ἄλλως : εὐωχίαν πᾶσι δηλοῖ . Ὦμος δεξιὸς ἁλλόμενος ὠφέλειάν τινα δηλοῖ : χειροτέχνῃ μὲν πρᾶξιν |
| ] ὑπὸ τοῦ Διός . δυσκλεὴς ] ἄδοξος . . σιδηρόφρων τε ] ὁ τῶν Ὠκεανίδων γυναικῶν χορὸς ἰδὼν τὸν | ||
| ἤγουν ὑπὸ τοῦ Διός δυσκλεὴς ] ἄδοξος θέα ] θεωρία σιδηρόφρων ] σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος τὸ φρόνημα καὶ ὥσπερ ὑπὸ |
| θηρατὴς ἄκοντα ἀνασπάσας ἔχει τὴν ἄγραν . Δειλότατος ἰχθύων ὁ μελάνουρος , καὶ ἔχει τῆς δειλίας μάρτυρας τοὺς ἁλιεῖς . | ||
| τῷ περὶ ζῳικῶν γράφει οὕτως : ὀρροπυγόστικτοι δὲ τῶν ἰχθύων μελάνουρος καὶ σαργὸς πολύγραμμοί τε καὶ μελανόγραμμοι . ὅμοιον δὲ |
| αὐτὸ καὶ ὁ χυλὸς τῆς περδικιάδος μετὰ μέλιτος χλιανθεὶς καὶ παχυνθεὶς ἠρέμα καὶ ἐλλυχνίου βραχέντος καὶ ἐντεθέντος κατὰ τοῦ πόρου | ||
| οἰκείαν ἔχοντος φύσιν : ὅταν δ ' εἰς ταύτην ἐπέλθῃ παχυνθεὶς καὶ πεφθεὶς τὰ μὲν τῆς ὀσμῆς ἐλάττω τὴν δὲ |
| , οἷον κέκραται χαλκοκράς χαλκοκρᾶτος , ὁ χαλκῷ κεκραμένος , νεοκράς νεοκρᾶτος , ὁ νεωστὶ κεκραμένος , βέβληται ἀβλής ἀβλῆτος | ||
| . ≌ . . ̈ . : . . . νεοκράς ὁ νεωστὶ κεκραμένος . . . . , = |
| τοιάδε τόλμα : θῆλυς ἄρσενος φονεύς : ἔστιντί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμ ' ἄν ; ἀμφίσβαιναν , ἢ Σκύλλαν | ||
| Κλυταιμνήστρας . λαθραίου ] κεκρυμμένης . νιν ] αὐτήν . δυσφιλὲς ] ἤγουν μισητόν . δάκος ] θηρίον . σημείωσαι |
| ἀρκοῦν : τῇ ιʹ . ἡμέρᾳ ἐν κρέασι καὶ ἐν νηστείαις ῥοὸς κόκον ὁμοίως τοῖς προειρημένοις ἕψει καὶ τρέφου σὺν | ||
| τἀμείνω ῥοπῇ τὸ φυσικὸν ἀπομαρά - ναντι πνεῦμα οὔτε συχναῖς νηστείαις προσήκει καταπιέζειν τὸ σῶμα , οὔθ ' ὕδατος πόσεσι |
| ' ἐνὶ στέρνοισιν ἀκαμπέα θυμὸν ἐνώμα : δρέψατο γὰρ παλάμῃσι λυγρῶν ἀποθρίσματα ῥιζῶν . Καὶ τότ ' ἐγὼ φόρμιγγος ἐφήρμοσα | ||
| ἐόντε . συμφερτὴ δ ' ἀρετὴ πέλει ἀνδρῶν καὶ μάλα λυγρῶν , νῶϊ δὲ καί κ ' ἀγαθοῖσιν ἐπισταίμεσθα μάχεσθαι |
| ὅμοιον τῷ Ϛʹ : τὸ ζʹ ” ἐν τελεταῖς ἁγίαις ἀναδείκνυται “ δακτυλικὸν ὅμοιον τῷ ζʹ : τὸ ηʹ ” | ||
| ] ἤγουν ὁ διδάσκαλος . τελεταῖς ] ἑορταῖς τῶν μυστηρίων ἀναδείκνυται ] ἀναφαίνεται . , ἀποφαίνεται . δωρήματα ] ἀναθήματα |
| καὶ ἐχθροῖς τῶν ξένων καὶ ἀμνήμοσι τῶν θεῶν ἐδάμη καὶ ἐδαμάσθη πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ . ἡμέτερον : + τοῦτο | ||
| κοινῶς ἐπερχομένῃ . παγκοίνῳ ] δημοσίᾳ . θ δάμη ] ἐδαμάσθη . δάμη ] ἐδαμάσθη , ἐπλήγη . δάμη ] |
| ἐν τῷ ξηρῷ καὶ ψυχρῷ . ὁ δὲ τοῦ Διὸς οἰκοδεσποτήσας τοὺς προκειμένους τόπους ἀνατολικὸς τῇ μὲν μορφῇ ποιεῖ λευκοὺς | ||
| προκειμένου λεκτέον . Κρόνος τὴν ὥραν λαχὼν ἢ τὸν κλῆρον οἰκοδεσποτήσας μὴ ἐναντιουμένου τοῦ Ἄρεως : ὁ τοιοῦτος εὐδαιμονήσει περὶ |
| τὰ μικρὰ τοῦ θανάτου μυστήρια . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πάντα δουλοῦται ταχύ . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά . | ||
| καὶ τὸ ἑαυτῷ θειότατον ὑπὸ τῷ ἀθεωτάτῳ τε καὶ μιαρωτάτῳ δουλοῦται καὶ ἐπὶ τῇ αὑτοῦ ψυχῇ πλημμελεῖ . καὶ μὴν |
| πῦρ , τό τ ' ἐπεσσύμενον πόλιν ἀνδρῶν ὄρμενον ἐξαίφνης φλεγέθει , μινύθουσι δὲ οἶκοι ἐν σέλαϊ μεγάλῳ : τὸ | ||
| παναληθῶς Διὸς ἵμερος : οὐκ εὐθήρατος ἐτύχθη . παντᾷ τοι φλεγέθει κἀν σκότῳ μελαίνᾳ ξὺν τύχᾳ μερόπεσσι λαοῖς . πίπτει |
| . ξυναυλία ] ἡ ἕνωσις καὶ συμβολὴ τοῦ πολέμου . ξυναυλία ] ἡ συνάφεια τοῦ πολέμου . Ξ δορός ] | ||
| δὲ Ὄλυμπος δυστυχήσας διὰ τὴν μουσικὴν εὗρε τὸ συναλγεῖν . ξυναυλία καλεῖται ὅταν δύο αὐληταὶ συνᾴδωσιν , ἢ ὅταν κιθάρα |
| στέφανον ὑπισχνούμενος φιλοτιμίας μισθόνεἰ τοίνυν πάνδημον εἰσφορὰν τῆς χρείας εἰσπραττομένης φιλόδωρός τις ἀνὴρ καὶ πλούτῳ πολὺς ἧκεν οἴκοθεν ἄγων τὸν | ||
| αἰδοῦς τε σοβαρωτέραις . , . . Θεαγένης ἦν γὰρ φιλόδωρός τε καὶ μεγαλόδωρος εἰς ὑπερβολήν . ἀναλοῦτο δὲ αὐτῷ |
| μεταξὺ Μύλου καὶ Ἁλικαρνασσοῦ . τῶν δὲ ἀπὸ τούτου ληϊζομένων δυσαλώτων [ τυγχανὄντων ] λεχθῆναι τοῦτο . τετράδι γέγονας : | ||
| ἐῤῥέψομεν πρὸς ἀετόν . Ἀετὸς ἐν νεφέλαις : ἐπὶ τῶν δυσαλώτων . οὐ γὰρ ἁλίσκεται ἐν νεφέλαις ⋮ Ὁ ἀετὸς |
| ἀπὸ δὲ τοῦ ἆσθμα ἀσθμαίνω . . . + . ἀσημάντοις : ἀφυλάκτοις : ἐκ τοῦ σημαίνω . . . | ||
| καρχαλέοισι λύκοισιν ἐοικότες , οἵθ ' ὑπὸ νύκτα χειμερίην φονόωντες ἀσημάντοις ἐπὶ μήλοις οἴχονται , κάματον δὲ κατατρύχουσι νομήων . |
| πόδας ἐπιθυμίας , ἡδίστην ἂν σχοίη τὴν μέριμναν , οἱονεὶ ἀμέριμνος λοιπόν ἐστιν . τὰ δ ' εἰς ἐνιαυτόν : | ||
| σάλην , ἣ σημαίνει τὴν φροντίδα . ἀσαλής : ὁ ἀμέριμνος . οὕτως Ἡρωδιανὸς καὶ Ἀπολλόδωρος . καὶ γὰρ ἀσαλέαν |
| δόλιος καὶ οὐ φανερὸς ὀργήν . σισυφίζειν : πανουργεύεσθαι καὶ δολιεύεσθαι καὶ δολίως τι πράττειν . σύγκλυδες : σύλλεκτοι καὶ | ||
| εἶπε τἀπόφθεγμα . Κερκωπίζειν : ἀντὶ τοῦ , ἀπατᾷν καὶ δολιεύεσθαι : μετήνεκται δὲ ἀπὸ τῶν Κερκώπων οὕτω λεγομένων ἀνδρῶν |
| ἀλαπάξαι : ἐκπορθῆσαι , κυρίως δὲ τὸ κενῶσαι : ἔστιν ἀλαπάζω ἀλαπάξω . παρὰ τὴν λάπαθον τῶν κυνηγετῶν γινομένους λαπάθους | ||
| . . . . ἀλαπαδνός : ἀσθενής : παρὰ τὸ ἀλαπάζω , ὃ σημαίνει τὸ ἐκκενῶ καὶ πορθῶ , γίνεται |
| . εἴδη δὲ αὐτῆς τρία : ἀκροχολία : πικρία : βαρυθυμία . ἔστι δὲ τοῦ ὀργίλου τὸ μὴ δύνασθαι φέρειν | ||
| ἀθυμία : ἄση : νέμεσις : δυσφορία : γόος : βαρυθυμία : κλαῦσις : φροντίς : οἶκτος . αʹ Ἔλεος |
| εἰδότι ἐπαγωγότατον κατὰ ἀνάμνησιν . Τίς ἂν οὖν γένοιτο ψυχαῖς εὐωχία λόγων ταύτης προσηνεστέρα ; Χαλεπὸν μὲν εἰπεῖν καὶ ἀντιτάξασθαι | ||
| ΔΑΙΤΑ ΘΑΛΕΙΑΝ , καὶ ΜΟΥΣΑΝ ΘΑΛΕΙΑΝ . Αὕτη δὲ ἡ εὐωχία , καὶ ἡ Χάρις , καὶ ἡ Νηρηΐς , |
| ' οὗ τριβωνευόμενοι οἱ τεχνάζοντες . ἐπεί , φησί , νηπύτιός ἐστιν , οὐκ ἂν εἴη ἔμπειρος τῆς ἡμετέρας ἐνταῦθα | ||
| ' οὗ τριβωνευόμενοι οἱ τεχνάζοντες . ἐπεί , φησί , νηπύτιός ἐστιν , οὐκ ἂν εἴη ἔμπειρος τῆς ἡμετέρας ἐνταῦθα |
| ἔνδειαν , ὡς ἐπὶ τῆς ἐλευθεριότητος ὁρᾶται ἐπὶ θάτερα μὲν μικρολογία , ἐπὶ θάτερα δὲ ἀσωτία . Γίνεται γὰρ ἐν | ||
| [ ἢ ἄνοιαν ] γινόμενα . ἀκολουθεῖ δὲ τῇ μικροψυχίᾳ μικρολογία : μεμψιμοιρία : δυσελπιστία : ταπεινότης . . . |
| , παρθένῳ μνηστείαν , χήρᾳ ἱλαρίαν , στρατιώτῃ κίνδυνον . Βραχίων δεξιὸς ἁλλόμενος τέκνων καὶ χρημάτων ἐπίκτησιν δηλοῖ . τοῖς | ||
| δὲ εὐώνυμος ἀγαθὰ σημαίνει . Βραχίων εὐώνυμος εὐφρασίαν δηλοῖ . Βραχίων δεξιὸς αὔξησιν σημαίνει . Μῦς εὐώνυμος πολλῶν πραγμάτων κέρδος |
| νίκης ἐγκώμιον ᾄδεις : ἐπὶ τῶν προλαμβανόντων τὰ πράγματα . Παθὼν δέ τε νήπιος ἔγνω . Πολλῶν ἐγὼ θηρίων ἀκήκοα | ||
| φησίν : ὅμοιον δέ ἐστι τῷ παρ ' Ἡσιόδῳ , Παθὼν δέ τε νήπιος ἔγνω . Ἀπώλεσας τὸν οἶνον , |
| ψευδόμενος ἐπικαλεῖν , ἀπὸ τῶν οἰκείων παθῶν , ὡς οὐ λυσιτελής ἐστι πρὸς ὑγίειαν ἢ ζωήν . Γένοιτο δ ' | ||
| ὑποσχέσεων ; εἰ οὖν αὐτὸς θάνοι , οὐδ ' ἡμῖν λυσιτελής ἐστιν ἡ ζωή . ἀλλ ' ἐξελοῦ τοῦτον τοῦ |
| ἵν ' ἔστ ' ἐκεῖνος ὑψηλὸς πάγος τρηχύς τε καὶ παλίγκοτος ἐν τῷ κάθηται ἐλαφρίζων μάχην . Ἐπὶ τοῦτον τὸν | ||
| σύνθετα . παλίμβολος , παλίμπρατος , παλιγκάπηλος , παλίντροπος , παλίγκοτος : τὸ γὰρ παλίνορσος ποιητικόν , καὶ τὸ παλιντράπελος |
| πετάλοισιν ἀγαυρόν : εὐαυξῆ εὐθαλῆ * ἀγαυρόν : ὑψηλόν . ἀγαυρὸς κυρίως ὑπερήφανος πεδόεσσα ἤτοι χαμαιπετής , χαμηλή : διὸ | ||
| πετάλοισιν ἀγαυρόν : εὐαυξῆ εὐθαλῆ * ἀγαυρόν : ὑψηλόν . ἀγαυρὸς κυρίως ὑπερήφανος πεδόεσσα ἤτοι χαμαιπετής , χαμηλή : διὸ |
| πολυσκώμμων , πολυτελής , πολύτιμος , πολυειδής , πολυγενής , πολύμορφος , πολυανθής , πολυσχήμων . ἐκ δὲ τοῦ μισο | ||
| ὀνομάτων φύσις παντοδαπή , παρὰ δὲ τὰς τῶν ὀνομάτων ἁρμονίας πολύμορφος ὁ λόγος : ὥςτε πολλὴ ἀνάγκη καλὴν μὲν εἶναι |
| βροτοῖς αὐδώμενος οὐδεὶς φιλοπότης ἐστὶν ἄνθρωπος κακός : ὁ γὰρ διμάτωρ Βρόμιος οὐ χαίρει συνών ἀνδράσι πονηροῖς οὐδ ' ἀπαιδεύτῳ | ||
| νεώτερον . οὐδεὶς φιλοπότης ἐστὶν ἄνθρωπος κακός : ὁ γὰρ διμάτωρ Βρόμιος οὐ χαίρει συνὼν ἀνδράσι πονηροῖς οὐδ ' ἀπαιδεύτῳ |
| τίς σοι τῶν γνωρίμων , ἔφη , πολὺ τῶν οἰκετῶν χρησιμώτερος ὢν κινδυνεύει δι ' ἔνδειαν ἀπολέσθαι , οὐκ οἴει | ||
| ἐπιγίνηται πλῆθος ὕδατος : δι ' ὃ καὶ ταῖς ἐπομβρίαις χρησιμώτερος ὅ γε συνεχὴς καὶ πλείων κοπρισμὸς , ἐν δὲ |
| δυσέψανος . οὕτως φησὶ Πλάτων . Ἀτεράμων , οἱονεὶ μὴ τεράμων , ἀλλὰ σκληρός . ἔνθεν δὲ καὶ ἀτέραμνα ὄσπρια | ||
| Φοιβάμμωνος κατὰ γενικὴν καὶ διὰ τῶν δύο μμ γραφέν : τεράμων τεράμωνος : σεσημείωται δὲ ἡ χρῆσις παρὰ Πλάτωνι ἐν |
| ἤγουν εὐκόλως , ἢ διὰ τὸ τὸν χειμῶνα ῥεῖν . Χοῖρος : διὰ τὸ τὴν χύσιν ἐρᾶν καὶ ῥυφᾶν . | ||
| μεταλαμβανόμενον ὁ τὸν χοῖρον ψάλλων τοῦτ ' ἔστι τίλλων . Χοῖρος δὲ γυναικεῖον αἰδοῖον . . , : Μωρότερος εἶ |
| οὖσα ἢ δισώμοις χρηματίζουσα μάλιστα ἐπὶ νυκτὸς πολυγάμους ποιεῖ καὶ πολυκοίνους , καὶ μάλιστα ἐὰν ὁ Ἑρμῆς αὐτῇ ὁμόσε τύχῃ | ||
| ἢ ψώρας , κατωφερεῖς δὲ καὶ ἐπιψόγους , ἀσελγεῖς , πολυκοίνους , ἀπὸ ἐνύγρων παθῶν ὀχλουμένους . κυριεύει δὲ στοιχείων |
| φίλε . Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς πλούσιος , πένης ἔσῃ . Ῥᾳθυμία γε τὰ πόλλ ' ἐλαττοῦσθαι ποιεῖ . Ῥᾷον βίον | ||
| ἐπικαμπὴς , ἣν ἀεὶ φέρουσιν οἱ κήρυκες . Ὀλιγωρία . Ῥᾳθυμία καὶ ἀμέλεια παρὰ τὸ ὀλίγην ὤραν ἔχειν καὶ φροντίδα |
| . Ἕπου θεῷ . Νόμῳ πείθου . Θεοὺς σέβου . Γονεῖς αἰδοῦ . Ἡττῶ ὑπὲρ δικαίου . Γνῶθι μαθών . | ||
| Μίσει διαβολάς . Μὴ ᾖς ἐπαχθής . Θεὸν σέβου . Γονεῖς αἰδοῦ . Φίλοις βοήθει . Μηδενὶ φθόνει . Ἀλήθειαν |
| ἐλαίης , ἑρκέων ἔντος Ἄκμηνος , θαλέθων . „ Ὁ θάλλων καὶ ἀνθῶν : παρὰ τὸ ἀκμή , ὃ σημαίνει | ||
| σὺ παῖς : νέος γὰρ ὢν ἀνὴρ πώγωνι [ ] θάλλων ὡς τράγος κνήκῳ χλιδᾷς : παύου ? τὸ ? |
| θοοὶ ξανθοί τ ' ἐρυθῖνοι καὶ κίθαροι καὶ τρίγλα καὶ ἀδρανέες μελάνουροι τραχούρων τ ' ἀγέλαι βούγλωσσά τε καὶ πλατύουροι | ||
| ἐρυθῖνοι : λιθρινάρια , ῥούσια . Κιθάρη : κιθάριος . ἀδρανέες : ἀσθενεῖς , οἱ λεπτοί . μελάνουροι : οἱ |
| καὶ τὸ ἐνιέμενον εἰς αὐτό . Σῶστρα . σωτήρια , μήνυτρα , μέτρα . Σώχουσι . τρίβουσι . Ἄρδιν . | ||
| Ἥκων δὲ εἰς ἄστυ ζητητάς τε ἤδη ᾑρημένους καταλαμβάνειν καὶ μήνυτρα κεκηρυγμένα ἑκατὸν μνᾶς . Ἰδὼν δὲ Εὔφημον τὸν Καλλίου |
| φόρτοι ἀπώλεσαν , οἷς κέρδος ἦν συγκαταδῦναι τοῖς κύμασιν . ἐκβολὰν φέρει ] ἔκπτωσιν ὑπομένει . . ἀλφηστῶν ] ἐφευρετῶν | ||
| . θΞ ἐκβολὰν ] ῥῖψιν . ἐκβολὰν ] ἐκφόρευσιν . ἐκβολὰν ] ἔκπτωσιν . θ φέρει ] πάσχει . φέρει |
| . ἐκβολὰν φέρει ] ἔκπτωσιν ὑπομένει . . ἀλφηστῶν ] ἐφευρετῶν , πλουσίων . . ἐφευρετῶν , φρονίμων . . | ||
| ἀλφηστῶν ] ψηλαφητῶν , ἐρευνητῶν . ἀλφηστῶν ] πλουσίων , ἐφευρετῶν . ὄλβος ] δόξα . ὄλβος ] πλοῦτος , |
| , ἔξωθεν δὲ ἔριον ἐπιτιθέϲθω . ὅταν δὲ ὁ ὀφθαλμὸϲ ἀφλέγμαντοϲ γένηται , μέλιτι ἐπαλειφέϲθω ἢ τῇ Ἐραϲιϲτράτου ὑγρᾷ ἢ | ||
| ταύταιϲ χρῶ ἐπὶ τῶν δηγμάτων ἀμφοτέραιϲ . ἔϲτι δὲ αὕτη ἀφλέγμαντοϲ ἐπὶ παντὸϲ ἰοῦ , καὶ ἔϲτιν ἀνέκδοτοϲ ἡ τοιαύτη |
| ' ἐκλείπω λέγων κακῶν ἃ Πέρσαις ἐγκατέσκηψεν θεός . ὦ δυσπόνητε δαῖμον , ὡς ἄγαν βαρὺς ποδοῖν ἐνήλου παντὶ Περσικῷ | ||
| ] ἡ τύχη . . ὦ δυσπόνητε ] ὦ δαῖμον δυσπόνητε καὶ χαλεποὺς πόνους ἡμῖν ἐμποιήσας , ὡς λίαν βαρὺς |
| Σκίρα , Σκίρον σκιτών σόφισμα στομοδόκον στρατηγίς στρόφιγγες συηνία καὶ ὑηνία σφῆκες καὶ σφηκίαι ταχεωστί τραπέμπαλιν τραύξανα ὑφόλμιον ὕφος φῖτυ | ||
| , ὡς οἱ συγγραφεῖς : περὶ ψυχῆς . Συηνία καὶ ὑηνία , ἀμαθία , σκαιότης , παρὰ Φερεκράτει . καὶ |
| ἀλαζονείας . ἀκόμπαστος ] ἄνευ ἐπάρσεως καὶ ἀλαζονείας . Ξ ἀκόμπαστος ] ἔξω ἀλαζονείας . ἀκόμπαστος ] + ἤγουν χωρὶς | ||
| ἄδωρος χάρις δράκοντος αἱματωπὸν ὄμμα αἱματοσταγῆ κηλῖδα τέγγῃ ἀκόμπαστος λόγος ἀκόμπαστος φάτις οὔ σοι παραινῶ μηχανωμένῃ κακὰ ἐχθροῖσι , σαυτῇ |
| πόλεμος ἐμποδὼν ἐγένετο , διπλασίας τῶν προτέρων ψηφισάμενοι αὖθις ἐν εὐπαθείαις ἦσαν . Ἔτι δὲ πανηγυρίζουσιν αὐτοῖς πρεσβευταὶ παρῆσαν ἐξ | ||
| τοῦ παντρόφου γεύματος σοφίας , οἱ δ ' ἐν ταῖς εὐπαθείαις καὶ εὐφροσύναις λελήθασι διάγοντες . οὕτω τοίνυν ἡ ποιὰ |
| φαίνεται βεβαίως πως ἐκεῖνος φιλόπολις , ὥστε δοκῶν καὶ ὢν ἀσφαλέστατος στρατηγὸς ἁπάντων , ὑπὲρ μὲν ὑμῶν , ὁπόθ ' | ||
| ὁμολογηθέντα φυλάξαι βεβαιότατος , πρὸς δὲ τῶν ἐξαπατώντων μὴ ἁλῶναι ἀσφαλέστατος , χρημάτων τε ἐς μὲν ἡδονὰς τὰς αὑτοῦ φειδωλότατος |
| δαπανᾶται , φονεύεται , ἀναλύεται , διαρρεῖ , κατατήκεται . Μετάνοια , μεταμέλεια , μετάγνωσις , μετάμελος , ἀναλογισμός , | ||
| ἐκ προαιρέσεως συναντήσασα . Εἶτα τί γίνεται , ἐὰν ἡ Μετάνοια αὐτῷ συναντήσῃ ; Ἐξαιρεῖ αὐτὸν ἐκ τῶν κακῶν καὶ |
| ἔτι παρθένος εἶναι . διὸ καὶ οἱ ἐξ αὐτῶν παῖδες παρθένιοι . ἢ ὅτι λαθραίως ἡ Πιτάνη διεκορεύθη καὶ ἔτεκεν | ||
| . εἶσι δὲ οἵδε : προσωδιακοί , ἀποστολικοὶ οἱ καὶ παρθένιοι , εἶσι δὲ καὶ παρὰ βαρβάροις σπουδαῖαι καὶ φαῦλαι |
| νῦν καλεομένην Τυρσηνίην ἔκτισαν . Μυρσίλος δὲ τὰ ἔμπαλιν ἀποφαινόμενος Ἑλλανίκωι τοὺς Τυρρηνούς φησιν , ἐπειδὴ τὴν ἑαυτῶν ἐξέλιπον , | ||
| καὶ τοῖς τραγικοῖς ποιηταῖς ἢ Κτησίαι τε καὶ Ἡροδότωι καὶ Ἑλλανίκωι καὶ ἄλλοις τοιούτοις . . . . , : |
| τε . πεπέδηται : δεδέσμηται . Γόμφοισιν : ἥλοις , καρφίοις : γόμφος κυρίως τὸ ξύλινον καρφίον παρὰ τὸ κόπτω | ||
| καὶ ἔκπληξιν ἐμποιοῦντα τοῖς βλέπουσι . . γόμφοις ] ἐν καρφίοις . . ἥλοις . λαμπρὸν ] χρυσοειδές . ἔκκρουστον |
| . διαλλακτῆρι δ ' οὐκ ἀμεμφεία φίλοις , οὐδ ' ἐπίχαρις Ἄρης . σιδηρόπληκτοι μὲν ὧδ ' ἔχουσιν σιδηρόπληκτοι δὲ | ||
| γελοίῳ τὸν ἔλεγχον . , , , . . σεμνόν ἐπίχαρις ὁ αὐτὸς σεμνότατος ὢν καὶ σπουδαστικώτατος , ὅμως ἐπίχαρις |
| ' οὐδὲν πρᾶγμά σοι : τὰ πλεῖστα γὰρ ἀποπεπόνηκας . Φῦ , ἰοὺ τῆς ἀσβόλου . Αἰθὸς γεγένημαι πάντα τὰ | ||
| μ ' ἀποσβεσθὲν λάθῃ πρὸς τῇ τελευτῇ τῆς ὁδοῦ . Φῦ φῦ . Ἰοὺ ἰοὺ τοῦ καπνοῦ . Ὡς δεινόν |
| ἀγὼν γὰρ οὐ μέλλοντος ἀθλητοῦ μένει ἀλκήν . ἔνεισιν ἐν δειλοῖσιν ἀνδρεῖοι λόγοι . ἐν τοῖς ἐμαυτοῦ δικτύοις ἁλώσομαι . | ||
| ' ἑταίρους ποιοῦνται θῶπας πλούτου καὶ τύχης κόλακας . Νόσος δειλοῖσιν ἑορτή : οὐ γὰρ ἐκπορεύονται ἐπὶ πρᾶξιν . Κακὸς |
| . ἡ γὰρ ἐκ θεοῦ , φησίν , ἀμαύρωσις καὶ δόλωσις ἄφυκτός ἐστιν . ἅμα γὰρ δολοῖ καὶ προσαίνει καὶ | ||
| “ ἡ γὰρ ἐκ θεοῦ , φησὶν , ἀμαύρωσις καὶ δόλωσις ἄφυκτός ἐστιν . ἅμα γὰρ δολοῖ καὶ προσαίνει καὶ |
| συνεναυμάχει , Ἀριστείδης δὲ οὔ . ἡ γὰρ ἀποκοπὴ καὶ ἀπρεπὴς καὶ ἄκαιρος . ταῖς μὲν τοιαύταις ἀποκοπαῖς ἐν ἑτέροις | ||
| ἀγῶνι ἢ ὑπεναντίος τοῖς ἐγκλήμασιν ἢ ὁμολογούμενος τῇ κατηγορίᾳ . ἀπρεπὴς μὲν οὖν γένοιτ ' ἄν , ἐὰν ἀγωνίζηται νεώτερος |
| , ἐπεὶ φίλον ἦτορ ἀπηύρα , κείμενον ἐν ψαμάθοισι , δίαινε δέ μιν μέλαν ὕδωρ . τὸν μὲν ἄρ ' | ||
| ] ἐστερημένος . προπομπῶν ] τῆς θεραπείας τῆς βασιλικῆς . δίαινε ] ἤγουν θρήνει καὶ δάκρυσι τίμα τὴν συμφοράν . |
| μορίου καὶ τοῦ στάσις ἢ τοῦ ἵστημι στήσω . . νήστισιν αἰκίαις ] ἐστερημέναις τροφῆς καὶ στάσεως . . πληγαῖς | ||
| . σκιρτημάτων δὲ νήστισιν αἰκίαις : Ἐν μάστιξι δὲ σκιρτημάτων νήστισιν παρεγενόμην λαβρόσσυτος καὶ ταχεῖα καὶ ἄγαν ὁρμητική , δαμασθεῖσα |
| π , ἤως ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ δύων κολυμβητής . εὐμήχανος : ἐπιστήμων . Δόλου : δελεάσματος . Χέρσον ἀμειβόμενος | ||
| μὲν ἀνθρωπίνοις ἀποτελέσμασιν ὀξὺς καὶ πρακτικώτατος καὶ πρὸς τὸ ὑποκείμενον εὐμήχανος , λῃστειῶν δὲ καὶ κλοπῶν καὶ πειρατικῶν ἐφόδων καὶ |
| ἄνω : Ταρσὸς δεξιὸς καλὸν δηλοῖ : Ὁ δὲ ἀριστερὸς εὐφρασίαν δηλοῖ . Ποδὸς δεξιοῦ τὸ κοῖλον ὁδὸν πορευθῆναι σημαίνει | ||
| : ἄλλως : ἀγαθὰ πολλὰ σημαίνει . Λαγὼν εὐώνυμος ἁλλόμενος εὐφρασίαν δηλοῖ πᾶσιν . ἄλλως : ἐργασίαν δηλοῖ . Πλευρὰ |
| δύναται γὰρ ἅπαντα . ” ἦ ῥα , καὶ ἄργματα θῦσε θεοῖς ' αἰειγενέτῃσι , σπείσας δ ' αἴθοπα οἶνον | ||
| τὰς ἀπαρχὰς τῶν μερίδων ἢ τὰ ἀπομερισθέντα τοῖς θεοῖς . θῦσε δὲ ἐθυμίασεν : οὐδέποτε γὰρ θῦσαι ἐπὶ τοῦ σφάξαι |
| παλάμῃσιν ἀγρευτὴρ ἀνέδυ τε καὶ ἀφραίνουσαν ἔφηνε . Τόσσα μὲν ἰχθυβόλων ἐδάην ἁλιεργέα τέχνης δήνεα , καὶ τόσσοισιν ἐπ ' | ||
| ποιεῖ . Ἰχθυβόλων : τῶν ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τοῦ κήτους ἰχθυβόλων . ἐρέσσων : κωπηλατῶν . Κατάγοιτο : φέροιτο . |
| πάλιν ὕδατος τριβόμενος καὶ ἀπηθούμενος καὶ συνεψηθεὶς καὶ γενόμενος ὅμοιος ἀλητῷ κολλώδης τε καὶ στρυφνότητα ἔχων καὶ τὰς κοιλίας ἱστὰς | ||
| πάλιν ὕδατος τριβόμενος καὶ ἀπηθούμενος καὶ συνεψηθεὶς καὶ γενόμενος ὅμοιος ἀλητῷ κολλώδης τε καὶ στρυφνότητα ἔχων καὶ τὰς κοιλίας ἱστὰς |
| πολύπους , πολυάδελφος , πολύθηρος , πολύδενδρος πολύυλος πολύυδρος , πολύξυλος , πολυσκώμμων , πολυτελής , πολύτιμος , πολυειδής , | ||
| , καὶ ἐπίτασιν , ὡς ἐν τῷ ἄξυλος , ἡ πολύξυλος , καὶ ὁμοῦ , ὡς ἐν τῷ ἄλοχος , |
| . . καὶ μάχην ] γρ . μή . . ἀψυχίᾳ ] δειλίᾳ . . τοιαῦτ ' ἀϋτῶν ] τοιαῦτα | ||
| ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόν , σαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ . τοιαῦτ ' ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους σείει , |
| ἡ νίκη τοῦ Στρεψιάδου σιωπηθῇ , κώμαζε καὶ συνέξαρχε σὺν ἁδυμελεῖ ὕμνῳ . περιττεύει δὲ ἤτοι ἡ ἔν πρόθεσις ἢ | ||
| ἐπετέλουν . Διανέμων ] Διέπων καὶ κυβερνῶν . Κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ ] * Τοῦτο ὡς ἀπὸ τοῦ χοροῦ δύναται λέγεσθαι |
| ἀπὸ τοῦ μαχομένου : θαυμάζω δὲ ὁρῶν Φιλίππῳ μὲν ὑμᾶς ὀργιζομένους , ὃς εἰρήνην ἐκ πολέμου ποιούμενος , καὶ τὰ | ||
| ἐὰν ὁρῶσιν ἐπὶ τοῖς τοιούτοις τῶν ἁμαρτημάτων μάλισθ ' ὑμᾶς ὀργιζομένους καὶ μηδεμιᾶς συγγνώμης τοὺς ἀκοσμοῦντας ἐν τῷ πολέμῳ τυγχάνοντας |
| πατὴρ Νικιάδης ἀδελφιδοῦς ἦν τῷ πάππῳ τῷ ἐμῷ καὶ τῇ τήθῃ , ἀνεψιὸς δὲ τῷ πατρί . καί μοι κάλει | ||
| μὲν παιδαγωγοῖς , πολλοῖς δὲ γονεῦσι καὶ μητρί γε καὶ τήθῃ καὶ πάππῳ . κἂν μὴ θεῶν παῖδας ἀποφήνῃ τοὺς |
| : ὁ δέ , καιρία γὰρ ἦν ἡ πληγὴ καὶ ἀνύποιστος , αὐτίκα ὕπτιος ἐπεπτώκει , καὶ μόλις φοράδην ἐς | ||
| ᾧ δὴ καὶ ἡ Μακεδονικὴ φάλαγξ χρωμένη ἐν καταπύκνῳ στάσει ἀνύποιστος εἶναι ἐδόκει τοῖς πολεμίοις . εὔδηλον γάρ , ὅτι |
| μὲν δή τις ὁ πραγματικὸς Θεοπόμπου χαρακτήρ . ὁ δὲ λεκτικὸς Ἰσοκράτει μάλιστα ἔοικε : καθαρά τε γὰρ ἡ λέξις | ||
| καὶ ὁ μὲν πραγματικὸς τύπος αὐτῷ τοιοῦτος . ὁ δὲ λεκτικὸς πῇ μὲν ὅμοιος Ἡροδότου , πῇ δὲ ἐν - |
| ταὐτῷ . Γαμετρία μὲν ὦν καὶ ἀριθμητικὰ καὶ τἄλλα τὰ θεωρητικὰ καὶ ἐπιστῆμαι καὶ περὶ τῶν ἐόντων κατασχολέονται , ἁ | ||
| αὐτοπρόσωπα εἰς τρία διαιρεῖται : τούτων γὰρ τὰ μέν εἰσι θεωρητικὰ τὰ δὲ πρακτικὰ τὰ δὲ λογικὰ ἤτοι ὀργανικά . |
| Ἄρης Ἥλιον τετραγωνίζων , τοῦ Ἄρεως καθυπερτεροῦντος , πολύνοσοι , ἀπρόκοποι , εἰ δὲ καὶ προκόψουσιν ἀλλ ' ἐναντιώσεσι πολλαῖς | ||
| τῶν δορυφορούντων μέντοι τοῖς κέντροις συνοικειωθέντων ἀνεπίφαντοι ταῖς πράξεσι καὶ ἀπρόκοποι καθίστανται , τέλεον δὲ ταπεινοὶ καὶ κακοδαίμονες γίνονται ταῖς |
| ἡμιόνων δράκοντι εἰκασμένον , τὴν δὲ ἀγαγοῦσαν Νικαγόραν εἶναι Σικυωνίαν Ἀγασικλέους μητέρα , γυναῖκα δὲ Ἐχετίμου . ἐνταῦθα ἀγάλματά ἐστιν | ||
| τοῦ ἀπεστερημένος τῶν προγονικῶν τάφων Δείναρχος ἐν τῇ Κατ ' Ἀγασικλέους εἰσαγγελίᾳ . . . . εὐανδρία : Δείναρχος ἐν |