ὡς ταῦτα φησὶν οἷον προσδιοριζόμενος , ὅπερ οὐ ποιοῦσιν οἱ ἐφεκτικοί : οὔτε γὰρ ἀκριβῶς διαλέγονται οὔτε προσδιορίζονται , εἴπερ
θεωρημάτων ἐστὶν ροαʹ . Τῶν τόπων καθόλου οἱ μέν εἰσιν ἐφεκτικοί , ὡς καὶ Ἀπολλώνιος πρὸ τῶν ἰδίων στοιχείων λέγει
8614417 δυσοικονομητοι
φοινίκων ἐγκέφαλοι πλήσμιοι καὶ πολύτροφοι , ἔτι δὲ βαρεῖς καὶ δυσοικονόμητοι διψώδεις τε καὶ στατικοὶ κοιλίας . ἡμεῖς δέ ,
, ὀλιγότροφοι , οἱ δὲ πελάγιοι δυσφθαρτότεροι , πολύτροφοι , δυσοικονόμητοι . καὶ τῶν πετραίων ὁ φύκης καὶ ἡ φυκίς
8511885 οὐρεονται
. Σίκυοι ὠμοὶ ψυχροὶ καὶ δύσπεπτοι : οἱ δὲ πέπονες οὐρέονται καὶ διαχωρέονται , φυσώδεες δέ . Βότρυες θερμοὶ καὶ
οὐρέονται μᾶλλον : καὶ οἱ λευκοὶ καὶ οἱ λεπτοὶ γλυκέες οὐρέονται μᾶλλον ἢ διαχωρέουσι , καὶ ψύχουσι μὲν καὶ ἰσχναίνουσι
8479761 σμηκτικοι
πεφρυγμένους . Δίφιλος δέ φησιν : οἱ ἐρέβινθοι δύσπεπτοι , σμηκτικοί , οὐρητικοί , πνευματικοί . κατὰ δὲ Διοκλέα ζυμωτικοὶ
τῶν θαλασσίων ἰχθύων , οἱ πετραῖοι εὔφθαρτοι , εὔχυλοι , σμηκτικοί , κοῦφοι , ὀλιγότροφοι , οἱ δὲ πελάγιοι δυσφθαρτότεροι
8456940 ὀρχειϲ
τὰ μαλακόϲαρκα , τῶν δὲ ἄλλων τὰ πτερὰ καὶ ἀλεκτρυόνων ὄρχειϲ καὶ τῶν μικροτέρων χοίρων τὰ ἀκροκώλια καὶ ὠῶν δὲ
τε κρέα καὶ αἴγεια καὶ βόεια λάγεια χοίρεια ἧπαρ νεφροὶ ὄρχειϲ μετρίωϲ γάλα τὸ ἑψηθὲν τυροὶ πάντεϲ ὀξύγαλα πυρίεφθον καὶ
8443729 κεφαλαλγειϲ
ἀξιόλογον τροφὴν διδόαϲι τῷ ϲώματι . εἰϲὶ δὲ καὶ αὗται κεφαλαλγεῖϲ , πολὺ δὲ μᾶλλον αἱ πρῶται ῥηθεῖϲαι . Ἐβίϲκοϲ
τῷ ϲτόματι τῆϲ κοιλίαϲ : οἱ δὲ καὶ μᾶλλόν εἰϲι κεφαλαλγεῖϲ . ὁ δὲ ἐξ αὐτῶν ἀναδιδόμενοϲ εἰϲ τὸ ϲῶμα
8396203 κονιστικοι
. ὅσοι δὲ μὴ πτητικοί , ἀλλ ' ἐπίγειοι , κονιστικοί , οἷον ἀλεκτορίς , πέρδιξ , ἀτταγήν , φασιανός
ἱστορίας γράφει τάδε : εἰσὶ δὲ τῶν ὀρνίθων οἳ μὲν κονιστικοί , οἳ δὲ λοῦνται , οἳ δὲ οὔτε κονιστικοὶ
8393588 κιρροι
θερμαινόντων ὡς μέγα ἴαμα : τοιοῦτοι δ ' εἰσὶν οἱ κιρροὶ τὴν χρόαν ἢ ἐρυθροὶ χωρὶς τοῦ στύφειν : αἱ
μελανούρῳ ἀναλογεῖ ὁ χρύσοφρυς . σκορπίοι δὲ οἱ πελάγιοι καὶ κιρροὶ τροφιμώτεροι τῶν τεναγωδῶν τῶν ἐν τοῖς αἰγιαλοῖς τῶν μεγάλων
8361853 ζητητικοι
ἐκάλεσαν . Καὶ νῦν δὲ πᾶς ἀνὴρ καὶ πᾶσα γυνὴ ζητητικοὶ τινῶν καὶ ἐφευρετικοὶ , μουσικοὶ καὶ μοῦσαι λεχθήσονται :
εἴτε ἐννόημα εἴθ ' ὅ τί ποτε χρὴ καλεῖν οἱ ζητητικοὶ τῶν κυρίων ὀνομάτων εἴσονται . μία σφραγὶς πολλάκις μυρίας
8342974 διαχωρεουσι
καταναλίσκοντες . Οἱ δὲ μαλακοὶ μέλανες ὑγρότεροι καὶ φυσῶσι καὶ διαχωρέουσι μᾶλλον . Οἱ δὲ γλυκέες μέλανες ὑγρότεροι καὶ ἀσθενέστεροι
ὄνειον μᾶλλον διαχωρέει . Πυροὶ ἰσχυρότεροι κριθῶν καὶ τροφιμώτεροι , διαχωρέουσι δὲ ἧσσον καὶ αὐτοὶ καὶ ὁ χυλός . Ἄρτος
8321599 ὀλιγοτροφοι
, ὥς φησιν Ἱκέσιος , εὐστομίᾳ διαφέροντες , εὐέκκριτοι , ὀλιγότροφοι , κακόχυμοι . διαφέρουσι δ ' εὐστομίᾳ οἱ λευκότεροι
κέχρηνται . οἱ δὲ ἐχῖνοι ψυκτικοί τε μετρίωϲ εἰϲὶ καὶ ὀλιγότροφοι καὶ διουρητικοί . Τὰ δὲ μαλάκια , οἷον πολύποδεϲ
8278953 σαρκωδεστεροι
κάραβοι καὶ γραψαῖοι λέγονται : τῶν καρκίνων δ ' εἰσὶ σαρκωδέστεροι . ὁ δὲ καρκίνος βαρὺς καὶ δύσπεπτος , Μνησίθεος
κάραβοι καὶ γραψαῖοι λέγονται : τῶν καρκίνων δ ' εἰσὶν σαρκωδέστεροι . ὁ δὲ καρκίνος βαρὺς καὶ δύσπεπτος . Μνησίθεος
8276822 κωμῳδουνται
Ὁ Σικελὸς ὡς ἔοικε τὴν ἐξωμίδα : παρόσον οἱ Σικελοὶ κωμῳδοῦνται ὡς κλέπται . Ὅσῳ πλέον ἥμισυ παντός : βούλεται
ἐπισυνηγμένην ἔχουσιν . Σφήττιοι : δῆμος τῆς Ἀκαμαντίδος φυλῆς . κωμῳδοῦνται δὲ ὡς ὀξεῖς , ὥσπερ Ἀχαρνεῖς ἄγριοι , Ποτάμιοι
8227835 γλυκεες
καὶ διαχωρητικοὶ , μάλιστα οἱ λευκοί : οἱ μὲν οὖν γλυκέες θερμαίνουσιν ἰσχυρῶς , διότι πουλὺ ἤδη τοῦ θερμοῦ ἔχουσιν
, ἀνέμου ἀττικῶς . Ταινίαι : στέφανοι . Λιγέαι : γλυκέες . συρίζουσιν : λαλοῦσιν . Νήησαν : ἔπλεκτον .
8199186 κεφαλαλγεες
ἰσχυροὶ καὶ τὰ ἄλλα καὶ τοῖσιν ὀστέοισιν : οἱ δὲ κεφαλαλγέες καὶ ὠτόῤῥυτοι : τουτέοισιν ὑπερῷαι κοῖλαι καὶ ὀδόντες παρηλλαγμένοι
καρτεραύχενες , ἰσχυροὶ καὶ τἄλλα καὶ ὀστέοισιν : οἱ δὲ κεφαλαλγέες , καὶ ὠτόῤῥυτοι : τουτέοισιν ὑπερῷαι κοῖλαι , καὶ
8192316 συμπλεκτικοι
ἵνα ἕνεκα οὕνεκα δῆτα , πλὴν τοῦ ἀλλά . Οἱ συμπλεκτικοὶ σύνδεσμοι ὀξύνονται : μέν δέ τέ καί ἀλλά ἠμέν
, , . : , , , , , . συμπλεκτικοὶ σύνδεσμοί εἰσιν , καί , τέ , καί ,
8184176 Τοιουτοι
διόπερ ἀνάγκη περὶ τοῦ προτεθέντος πράγματος πάντως ἡμᾶς ἐπέχειν . Τοιοῦτοι μὲν καὶ οἱ παρὰ τοῖς νεωτέροις παραδιδόμενοι πέντε τρόποι
γελοῖον ἀνθρώπιον ἑπτὰ δραχμῶν ἐς τὸν ἀγῶνα μεμισθωμένον . “ Τοιοῦτοι δὲ ὄντες ἀνθρώπων μὲν ἁπάντων καταφρονοῦσι , περὶ θεῶν
8177575 ἐφιδρωντες
ἀδυνάτῳ , οἷσι τὰ τοιαῦτα , ἐλπὶς ἐκστῆναι . Οἱ ἐφιδρῶντες καὶ μάλιστα κεφαλὴν , ἐν ὀξέσιν , ὑποδύσφοροι ,
κάτω διελθοῦσα , θανάσιμον . Οἱ μετὰ καταψυξίων οὐκ ἀπύρων ἐφιδρῶντες ἄνω , δύσφοροι , φρενιτικοί τε καὶ ὀλέθριοι .
8173862 τροφιμοι
. ὧν λεπτότεραι αἱ βασιλικαὶ καὶ διαχωρητικαὶ καὶ κοῦφαι καὶ τρόφιμοι , αἱ δὲ ποτάμιαι γλυκύτεραι . οἱ δὲ μύες
οὐ διαχωρέει , ἀλλ ' ἵστησιν : ἐπὶ δὲ γάλακτι τρόφιμοι μὲν πάντες , πλὴν ἀλλὰ τὸ μὲν ὄϊον ἵστησι
8164517 τροφιμωτατοι
βάλανοι , γογγυλίς , ἣν καὶ βουνιάδα καλοῦσιν : βολβοὶ τροφιμώτατοι , καὶ μᾶλλον δίσεφθοι . μέλι τὸ ἀπαφρισθὲν ἐπιτήδειον
. εἰσὶ δὲ καὶ οἱ ἄρτοι οἱ ἐκ τοῦ χόνδρου τροφιμώτατοι μέν , διαχωροῦντες δ ' ἧττον . Ἐκ πυρῶν
8161583 χονδροι
τοῦ χονδρός , οἷον χονδρὸς ἅλς , χονδροῦ ἁλός , χονδροὶ ἅλες . Ψευδὲς δὲ τοῦτο , ὡς μαρτυρεῖ ὁ
τοῦ χονδρός , οἷον χονδρὸς ἅλς , χονδροῦ ἁλός , χονδροὶ ἅλες . Ψευδὲς δὲ τοῦτο , ὡς μαρτυρεῖ ὁ
8159528 κητωδεις
τὰ ἐν τοῖς ἕλεσι τρόφιμα πάντα καὶ τῶν ἰχθύων τοὺς κητώδεις πλὴν τῶν πετραίων . μετὰ δὲ τοῦτο χρήσασθαι τῇ
καὶ Γρωνυχία πεδίον ὕπτιον : θῆραι δ ' ἐν αὐτῷ κητώδεις ἰχθύων . ἑξῆς Παλῶδες ἀπὸ τῆς ὁμοίας προχώσεως τοῦ
8139785 ἀρνειοι
δὲ τὸ ὑποσχέσθαι χρήματα . ἀρνειοὶ καὶ ἄρνες διαφέρουσιν . ἀρνειοὶ μὲν γὰρ οἱ τέλειοι , ἄρνες δὲ οἱ νέοι
ὑπὸ κήρυκι ἐπώλησεν . ἐπικηρύξαι δὲ τὸ ὑποσχέσθαι χρήματα . ἀρνειοὶ καὶ ἄρνες διαφέρουσιν . ἀρνειοὶ μὲν γὰρ οἱ τέλειοι
8103703 ἐρυγγανοντες
ἀναφυσᾶν ἤρχετο παρακατακείμενος , ἄνω , ἔφη , ὡς οἱ ἐρυγγάνοντες . τοῦ δὲ βαλανέως ἐν Καρδίᾳ ῥύμμα γῆν μοχθηρὰν
Κήρυκές τινες Παφλαγόνες , καρβατίνας ὑποδεδεμένοι , πολλὴν τὴν σκοροδάλμην ἐρυγγάνοντες , ” Ἰὴ Ἀλέξανδρε . “ Πολλάκις δὲ ἐν
8099719 οὐρητικοι
ἀλλὰ καὶ ῥυπτικῆς τε καὶ τμητικῆς μετειλήφασι δυνάμεως , ὅθεν οὐρητικοί τέ εἰσι καὶ λαμπρύνουσι τὸ σῶμα , καὶ μᾶλλον
δ ' οἱ λευκοί : οἱ δὲ πυρροὶ βρωματώδεις καὶ οὐρητικοί : οἱ δὲ ποικίλοι μέσοι . καὶ τὰ ὠὰ
8097059 αὐϲτηροι
. οἴνων οἱ παχεῖϲ ἅμα καὶ δυϲώδειϲ καὶ ἀηδεῖϲ καὶ αὐϲτηροὶ κακόχυμοι , οἷόϲ ἐϲτιν ὁ φαῦλοϲ Βιθυνὸϲ ὁ ἐν
: γλεῦκοϲ ὑπάγει . Ὅϲα ἐπέχει γαϲτέρα . Φοίνικεϲ οἱ αὐϲτηροὶ ϲταφίδεϲ αἱ αὐϲτηραὶ ϲυκάμινα βάτινα δαμάϲκηνα ἄγρια προῦμνα μῆλα
8075145 ἀπᾳδουσι
. Ἀλλὰ τούτων οὕτω σαφῶς δεικνυμένων οὐδέν , φησίν , ἀπᾴδουσι τῶν Ἡσιόδου κηφήνων , οἳ τὰ τῶν ἐργαζομένων ἀργοῦντες
αὐτοῖς ἡ διαμάχη μηδὲν ἐγνωκόσι τῶν αὐτῶν , ἀλλ ' ἀπᾴδουσι καὶ διαφερομένοις ἀεὶ περὶ πράγματος συνεκτικωτάτου τῶν ἐν βίῳ
8064001 μαλακωτεροι
οἰνοχόον Κρονίδᾳ Διὶ παῖδα φέροντες , πορφύρεοι δὲ τάπητες ἄνω μαλακώτεροι ὕπνω : ἁ Μίλατος ἐρεῖ χὠ τὰν Σαμίαν καταβόσκων
ὀλίγῳ μὲν ὑγροτέρα , πάμπολυ δ ' εἴη θερμοτέρα , μαλακώτεροι μὲν ὀλίγῳ τῶν συμμέτρων οἱ τοιοῦτοι καὶ σαρκωδέστεροι ,
8062408 στρυφνοι
γὰρ τρέφουσι καὶ ἄρδουσι τὸ νόσημα : ἀλλ ' οἱ στρυφνοὶ καὶ ἀληθινοὶ καὶ μεστοὶ παρρησίας οὐκ ὀνειδίζουσιπάμπολυ γὰρ διαφέρει
ἱκανῶς ἐστι , καὶ τὰ φύλλα δὲ καὶ οἱ βλαστοὶ στρυφνοὶ καὶ ξηραίνουσιν ἰσχυρῶς . Κράμβη ξηραντικῆς ἐστι δυνάμεως ,
8033644 ἁρμοζουϲιν
τε χρώμεθα φαρμάκῳ καὶ πρὸϲ τὰ ἄλλα πάντα πρὸϲ ὅϲαπερ ἁρμόζουϲιν οἱ προειρημένοι χυλοί . τοῦ καρύου δὲ αὐτοῦ τὸ
τὴν κατὰ φύϲιν εὔχροιαν ἀποκαθίϲταται . κατὰ δὲ τῶν εἱλκωμένων ἁρμόζουϲιν ἔμπλαϲτροι ἥ τε διὰ τοῦ διφρυγοῦϲ καὶ ἡ διὰ
8027108 ζωμοι
καὶ τῶν θαλαττίων οὖν ἐχίνων καὶ τῶν κογχαρίων πάντων οἱ ζωμοὶ καὶ τῶν παλαιῶν ἀλεκτρυόνων ὑπάγουσιν . τὴν δὲ κράμβην
τῶν θαλαττίων δ ' ἐχίνων καὶ τῶν κογχαρίων πάντων οἱ ζωμοὶ καὶ τῶν παλαιῶν ἀλεκτρυόνων ὑπάγουσιν . τὴν δὲ κράμβην
8015155 μετεχουϲι
παιδίων ὀδοντοφυίαιϲ ἀκριβῶϲ βοηθεῖν . Ἐλαίαϲ οἱ μὲν θαλλοὶ τοϲοῦτον μετέχουϲι ψύξεωϲ , ὅϲον καὶ ϲτύψεωϲ , ὁ δὲ καρπὸϲ
ἡ τὴν μέλαιναν ἔχουϲα ῥίζαν ἐν οἴνῳ μέλανι αὐϲτηρῷ . μετέχουϲι δέ τι καὶ ῥυπτικῆϲ δυνάμεωϲ , ὥϲτε καὶ ἀλφοὺϲ
8011446 βησσοντες
ἐκκρίνεται , καὶ τὸ ἀποῤῥούμενον αὐτοῖς αἷμά ἐστι τεθρομβωμένον : βήσσοντές τε ἀπὸ πνεύμονος αἷμα ἀνάγουσι , καὶ τελευτῶσιν ἐξαιματοῦντες
ἐκκρίνεται , καὶ τὸ ἀποῤῥούμενον αὐτοῖς αἷμά ἐστι τεθρομβωμένον : βήσσοντές τε ἀπὸ πνεύμονος αἷμα ἀνάγουσι , καὶ τελευτῶσιν ἐξαιματοῦντες
8010894 πολυχυλοι
: λεπιδωτόν , ὃν καλοῦσί τινες κυπρῖνον . ΚΩΒΙΟΙ . πολύχυλοι , ὥς φησιν Ἱκέσιος , εὐστομίᾳ διαφέροντες , εὐέκκριτοι
πελάγιος . εἰσὶ δὲ οἱ σκορπίοι σμηκτικοί , εὐέκκριτοι , πολύχυλοι , πολύτροφοι . χονδρώδεις γάρ εἰσι . τίκτει δ
8009808 Ἀθανατοι
καὶ πολλοὶ τοὺς καλλίστους βασιλέας , ὡς μέχρι νῦν οἱ Ἀθάνατοι καλούμενοι Αἰθίοπες , ὥς φησι Βίων ἐν Αἰθιοπικοῖς .
συνέστησεν , ὥστε τοὺς ἀντιπάλους τρέψασθαι . Οἱ μὲν οὖν Ἀθάνατοι τοῦτον τὸν τρόπον πάντες ᾤχοντο : ὁ δὲ Κομνηνὸς
8009307 εὐφθαρτοι
τὸν χυλὸν τῆς πτισάνης ἐπιδιδόναι τούτοις δεῖ οὐδὲ ἄλικος . εὔφθαρτοι γάρ εἰσι καὶ ἐπιπολάζουσι καὶ μετεωρίζονται περὶ τὸν στόμαχον
. ὀλίγῳ δ ' εἰσὶ κινητικοὶ τῶν οὔρων , οὐκ εὔφθαρτοι οἱ πυξίζοντες , καθάπερ τὰ ὄστρεα . κρείττους δ
8008500 σακκοι
δέ φησι : πολλοὶ μὲν ἀρτυμάτων μέδιμνοι , πολλοὶ δὲ σάκκοι καὶ θύλακοι βιβλίων καὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων τῶν χρησίμων
χρῄζομεν , ἐπὶ τούτων εἰσὶ καὶ οἱ διὰ τῶν πιτύρων σάκκοι χρήσιμοι . χρὴ μέντοι ἐν τῷ ὕδατι , ἐν
8002754 ἀδενεϲ
χαλαϲτικῇ τε καὶ ϲυϲϲαρκωτικῇ θεραπευέϲθωϲαν ἀγωγῇ . Καθάπερ οἱ ἀποϲκιρρωθέντεϲ ἀδένεϲ χοιράδεϲ προϲαγορεύονται , οὕτωϲ καὶ τὰ παρίϲθμια φλεγμήναντα καὶ
Ἀμυθάονοϲ καὶ τὰ πρὸϲ χοιράδαϲ ἀναγραφηϲόμενα φάρμακα . Αἱ χοιράδεϲ ἀδένεϲ εἰϲὶν ἐϲκιρρωμένοι κατά τε τὸν τράχηλον καὶ μαϲχάλαϲ καὶ
8002592 ἀλιτηριοι
. * . Ἀλιτήριος : ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ ἄδικος . ἀλιτήριοι δὲ ἐντεῦθεν ἐκαλοῦντο . λιμὸς κατέλαβέν ποτε τοὺς Ἀθηναίους
καὶ ἀνοσίων τρόπων καθαρεύουσιν . Ὅσοι δέ εἰσιν αὐτοί τε ἀλιτήριοι , καὶ ἀθέσμως καὶ ἀτάκτως ἐπιπηδῶσι τοῖς θείοις ,
7997112 δακνωδειϲ
τὰϲ τοιαύταϲ διαθέϲειϲ παχύνοντα καὶ μετρίωϲ ἐμψύχοντα τοὺϲ λεπτοὺϲ καὶ δακνώδειϲ χυμούϲ . Οἶμαι δὲ καὶ τὴν νῦν ἐπικρατήϲαϲαν κωλικὴν
διὰ χυμοὺϲ ἀνορεκτούντων οἱ μὲν διὰ τοὺϲ λεπτούϲ τε καὶ δακνώδειϲ τοῦτο πάϲχοντεϲ δάκνονταί τε τὸν ϲτόμαχον καὶ ναυτιῶϲι μᾶλλον
7996986 γλυκυτεροι
φυλλοβολοῦσιν . ἰσχυρότερον δὲ ὁ κέγχρος : οἱ δὲ μέλινοι γλυκύτεροι καὶ ἀσθενέστεροι . σήσαμον δὲ οὐδὲν ζῶον ἐσθίει χλωρὸν
πρότερον ὅτι βρεχομένων ἐν γάλακτι τῶν σπερμάτων ἢ ἐν μελικράτῳ γλυκύτεροι γίνονται . Καὶ ἐπ ' ἄλλων . Αὗται δὲ
7989202 διαφευγοντες
Ἐκ τούτου γὰρ καὶ ἀσφαλῶς ἡ ἐγχείρησις γίνεται καὶ οἱ διαφεύγοντες τῶν ἐχθρῶν τὸν ἕνα αὐτῶν τῷ ἄλλῳ περίπτουσιν ἀδοκήτως
καὶ τοὺς τῶν Σικελιωτῶν παῖδας ἐδίδασκον γράμματα . Οἱ οὖν διαφεύγοντες εἰς Ἀθήνας , καὶ ἐρωτώμενοι περὶ τῶν ἐν Σικελίᾳ
7988925 μελανεϲ
: ἐκ μὲν γὰρ τοῦ φλεγματικοῦ χυμοῦ λευκοὶ γίνονται , μέλανεϲ δὲ ἀπὸ τοῦ μελαγχολικοῦ . κοινῶϲ μὲν οὖν ἀμφοτέροιϲ
ὁ φλοιὸϲ καὶ ἀλθαίαϲ τὸ ϲπέρμα καὶ τῶν ἐρεβίνθων οἱ μέλανεϲ κριοὶ οἵ τε τῶν ϲπόγγων λίθοι καὶ τὸ ϲκιλλητικὸν
7986590 ἀμφιταπητες
δὲ τῇ κλίνῃ τυλεῖα , κνέφαλλα , δάπιδες , τάπητες ἀμφιτάπητες : Δίφιλος γοῦν φησὶν ἐν Κιθαρῳδῷ ἐξανίσταμαι τὸν ἀμφιτάπητα
γάρ εἰσιν οἱ ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους μαλλὸν ἔχοντες , ἀμφιτάπητες δὲ οἱ ἐξ ἀμφοτέρων . ταυρόκτονος ὁ ὑπὸ ταύρου
7981649 ὠμοτεροι
ἐγκεφάλουϲ ὑείουϲ ὀπτηθένταϲ ἀκριβῶϲ ἢ καλῶϲ ἡψημένουϲ : οἱ γὰρ ὠμότεροι ἐϲχάτωϲ βλάπτουϲι . καὶ ὅλωϲ ἅπαντα πρακτέον ὑπὲρ τοῦ
, κίτριον , ὤκιμον , γογγυλὶς ἡ ὠμοτέρα , βολβοὶ ὠμότεροι , σταφυλῖνος , δαῦκος , κάρω καὶ πᾶσαι αἱ
7977185 θερμοτεροι
. ὁκόταν δὲ ὁ πυρετὸϲ λήγῃ , τοὐναντίον οἱ πόδεϲ θερμότεροι γίνονται τοῦ ἄλλου ϲώματοϲ | . αὔξεται μὲν γὰρ
ἴσῳ λόγῳ οἱ μὲν διὰ βραχειῶν γινόμενοι μόνων τάχιστοι καὶ θερμότεροι , οἱ δὲ διὰ μακρῶν μόνων βραδύτεροι καὶ κατεσταλμένοι
7973934 ἀπαιδευτοι
ἐμπείρους ἀπειρίᾳ : γλυκὺς ἀπείρῳ πόλεμος οἱ πολλοί : οἱ ἀπαιδευτοί . εὕροιτε : ἕως ὧδε τὸ προοίμιον τόνδε :
ἐμπείρους ἀπειρίᾳ : γλυκὺς ἀπείρῳ πόλεμος οἱ πολλοί : οἱ ἀπαιδευτοί . εὕροιτε : ἕως ὧδε τὸ προοίμιον τόνδε :
7971755 ἑλειοι
ἐδύναντο ἑλεῖν , καὶ ἅμα μαχιμώτατοί εἰσι τῶν Αἰγυπτίων οἱ ἕλειοι . Ἰνάρως δὲ ὁ Λιβύων βασιλεύς , ὃς τὰ
' ἑξῆς τὰς κραναὰς ἀκαλήφας . ΑΣΠΑΡΑΓΟΙ . οὗτοι καὶ ἕλειοι καὶ ὄρειοι καλοῦνται . ὧν οἱ κάλλιστοι οὐ σπείρονται
7969202 φιλοκαλοι
ταῦτα . ἐκεῖνα δὲ φύσει ἡδέα , οἷς οἱ ἀληθῶς φιλόκαλοι χαίρουσι . τοιαῦται δ ' αἱ κατ ' ἀρετὴν
ἢ εὑρεμάτων ὠφελουμένους : ὅθεν καὶ σωμάτων ἀγορασμοὺς ποιοῦνται καὶ φιλόκαλοι καθίστανται . τινὲς δὲ καὶ προβιβάζονται , καὶ μάλιστα
7967772 δυϲπεπτοι
φυϲῶδεϲ ἀποτίθενται , δύϲπεπτοι δέ εἰϲιν . οἱ δὲ θέρμοι δύϲπεπτοί τε καὶ δυϲυποβίβαϲτοι καὶ ὠμοῦ χυμοῦ γεννητικοί . ἡ
καὶ πυκνῶϲαι καὶ πιλῆϲαι χρῄζομεν . ἅπαντεϲ δὲ οἱ φοίνικεϲ δύϲπεπτοί τέ εἰϲι καὶ κεφαλαλγεῖϲ πλείονεϲ βρωθέντεϲ . ἔνιοι δὲ
7966180 ταριχοι
. ἀλλὰ καὶ Ἡρόδοτος ἐν θʹ ἀρσενικῶς προφέρει , οἱ τάριχοι ἐπὶ τῷ πυρὶ κείμενοι ἐπάλλοντο καὶ ἤσπαιρον . Ἡ
δὲ τῶν θαλασσίων οἱ λεγόμενοι πέρκαι ἰχθύες ξηρότατοι οὗτοι καὶ τάριχοι . Τῶν δὲ ζώων τῶν τιθασσῶν , τὰ ὑλόνομα
7964995 πελαγιοι
τῆς Σάμου ναυσὶν αἰσθόμενοι ἔπλευσαν μὲν βουλόμενοι φθάσαι καὶ ἐπεφάνησαν πελάγιοι , ὑστερήσαντες δὲ οὐ πολλῷ τὸ μὲν παραχρῆμα ἀπέπλευσαν
πόλεις . ἀνήγοντο δὲ καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐκ τῆς Χίου πελάγιοι : ἡ γὰρ Ἀσία πολεμία αὐτοῖς ἦν . Λύσανδρος
7964632 λουνται
ἐλούμην , ἐλοῦτο , λοῦμαι , λοῦται , λούμεθα , λοῦνται : οὕτω γὰρ οἱ ἀρχαῖοι λέγουσιν . Δυσωπεῖσθαι :
εἰσὶ δὲ τῶν ὀρνίθων οἳ μὲν κονιστικοί , οἳ δὲ λοῦνται , οἳ δὲ οὔτε κονιστικοὶ οὔτε λοῦνται . ὅσοι
7958745 κριτικοι
οἱ κολυμβῶντες ὕπτιοι . Ὅθεν ἀπὸ τοῦ Πλάτωνος λαβόντες οἱ κριτικοί φασι περὶ Λυσίου ὅτι τίκτειν μὲν δυνατὸς ἐγένετο ,
τυχόντες * * * δύο * εἰσὶν οἱ πρῶτοι πόδες κριτικοί : σπονδεῖοι * μετ ' αὐτοὺς δύο , μεθ
7957242 χαλκιδες
περὶ τροφῆς λόγῳ ἐν τῷ πρώτῳ βιβλίῳ ἐπεμνήσθην , οἷον χαλκίδες τριχίαι μαινίδες ψηστοὶ ἀφύαι . ἤδη δέ τι καὶ
, τριχίδες , ἐρίτιμοι . Ἱκέσιός φησιν : αἱ λεγόμεναι χαλκίδες καὶ οἱ τράγοι καὶ αἱ ῥαφίδες καὶ αἱ θρίσσαι
7952605 ῥᾳθυμοι
, : ἔνθα ὅρα καὶ ὡς οἱ περὶ τὸ θεῖον ῥᾴθυμοι δι ' ἀνάγκην ἐπὶ τὸ θύειν ἔρχονται οὐδ '
ἀμελέτητοι , δειλοί , καταδεεῖς , ἀμελεῖς , κατημελημένοι , ῥᾴθυμοι , ὕπτιοι , νωθεῖς , κατερρᾳθυμημένοι , ὀλίγωροι ,
7945600 ἀραιοτεροι
δὲ καὶ μύουροι οὕτως , ὅταν ἀπὸ τοῦ πυκνοῦ σφυγμοῦ ἀραιότεροι σφυγμοὶ ἀποτελοῦνται . καλεῖται δὲ μύουρος καὶ ὅταν ἀπὸ
ῥαδινοί , ϲανιδώδεεϲ , πτερυγώδεεϲ , ἐξεχέβρογχοι , λευκοί , ἀραιότεροι τὸν θώρηκα . χῶραι δὲ ψυχραὶ καὶ ὑγραί ,
7941959 κακοχυλοι
κολίας , ὀρκύινος , πηλαμύς , σκόμβρος οὐκ εὐστόμαχοι , κακόχυλοι , φυσώδεις , ψαφαροί , δυσέκκριτοι , τρόφιμοι ,
τηγανιζόμενα . αἱ δὲ φωλάδες εὔστομοι , βρομώδεις δὲ καὶ κακόχυλοι . ἐχῖνοι δὲ ἁπαλοὶ μέν , εὔχυλοι , βρομώδεις
7941657 Βεσσοι
τῶν Κικόνων ἐφεξῆς πρὸς δύσιν . . Τετραχωρῖται , οἱ Βεσσοί , ὡς Στράβων ἑβδόμῃ . οὗτοι λέγονται καὶ Τετράκωμοι
Φαβωρῖνος ἐν πρώτῳ παντοδαπῆς ὕλης ἱστορικῆς . Τετραχωρῖται , οἱ Βεσσοί , ὡς Στράβων ἑβδόμῃ . οὗτοι λέγονται καὶ Τετράκωμοι
7939857 Ὀυινδολικοι
μέχρι Παννονίων πάντες , τὸ πλέον δ ' Ἑλουήττιοι καὶ Ὀυινδολικοί , οἰκοῦσιν ὀροπέδια . Ῥαιτοὶ δὲ καὶ Νωρικοὶ μέχρι
ὀλίγον μὲν οἱ Ῥαιτοί , τὸ δὲ πλέον Ἑλουήττιοι καὶ Ὀυινδολικοί . . . καὶ ἡ Βοίων ἐρημία . μέχρι
7937609 ῥαψῳδοι
τρυφῶσαν , ἐπῃρμένην , μεγαλαυχουμένην . πέμματα . πλακούντια . ῥαψῳδοί . ῥαψῳδούς φασι τοὺς τὰ Ὁμήρου ἔπη ἐν τοῖς
καλούμενος Μάνερως . οὐκ ἀπελείποντο δὲ ἡμῶν τῶν συμποσίων οὐδὲ ῥαψῳδοί . ἔχαιρε γὰρ τοῖς Ὁμήρου ὁ Λαρήνσιος ὡς ἄλλος
7918600 χελλωνες
ἄρχονται μέν , φησί , κύειν τῶν κεστρέων οἱ μὲν χελλῶνες Ποσειδεῶνος μηνὸς καὶ ὁ σαργὸς καὶ ὁ μύξος καλούμενος
γὰρ οἳ μὲν κέφαλοι , οἳ δὲ κεστρεῖς , ἄλλοι χελλῶνες , οἳ δὲ μυξῖνοι . ἄριστοι δ ' εἰσὶν
7918011 πιθοντο
ὣς ἐφάμην , οἱ δ ' ὦκα ἐμοῖς ' ἐπέεσσι πίθοντο : Εὐρύλοχος δέ μοι οἶος ἐρύκακε πάντας ἑταίρους [
, οἳ δ ' ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδὲ πίθοντο : βὰν δ ' ἴμεν , ἦρχε δ '
7917344 Ῥοδινου
ἀνὰ λι . ∠ ʹ : ἕψε ἐν διπλώματι . Ῥοδίνου , τερεβινθίνηϲ , μέλιτοϲ ἀνὰ # β , ψιμυθίου
: διπλώματι τήκεται , καὶ πάντεϲ οἱ λοιποὶ πεϲϲοί . Ῥοδίνου μύρου , κικίνου , τερεβινθίνηϲ , κηροῦ , μέλιτοϲ
7916912 μυελοϲ
: πεττόμενοϲ δὲ καλῶϲ ἱκανῶϲ ἐϲτι τρόφιμοϲ . ὁ δὲ μυελὸϲ λιπαρόϲ τε καὶ ἡδύτεροϲ ἐγκεφάλου , τὰ δὲ ἄλλα
καὶ τὸ τῆϲ ἀλεκτορίδοϲ καὶ χηνὸϲ καὶ ταύρου καὶ τράγειον μυελὸϲ ἐλάφου καὶ μόϲχειοϲ ἀμμωνιακὸν ϲτύραξ χαλβάνη βδέλλιον ἔλαιον Ϲικυώνιον
7914953 λαθαργοι
λάθαργοι μυδόωσι , τουτέστιν ὄζουσι γναμπτόμενοι ὑπὸ τοῖς ἀρβήλοις οἱ λάθαργοι . Γναμπτόμενοι γὰρ ξεόμενοι : ἐξ οὗ καὶ γναφεὺς
, οἷς οἱ σκυτοτόμοι τέμνουσι καὶ ξέουσι τὰ δέρματα . λάθαργοι δέ , οἱ ὑμένες καὶ τὰ ξύσματα τῶν δερμάτων
7913947 παρνοπες
γὰρ σημαίνουσι πονηροῖς ἀνθρώποις καὶ ὠμοῖς . Ἀκρίδες δὲ καὶ πάρνοπες καὶ οἱ λεγόμενοι μάστακες γεωργοῖς μὲν ἀφορίαν ἢ φθορὰν
γέγραπται ” ὥσπερ παρνόπων : “ εἰσὶ δ ' οἱ πάρνοπες εἶδος ἀκρίδος . Ἀραφήνιος : Ἰσαῖος ἐν τῷ κατ
7910501 ῥαφιδες
φησιν : αἱ λεγόμεναι χαλκίδες καὶ οἱ τράγοι καὶ αἱ ῥαφίδες καὶ θρίσσαι ἀχυρώδεις καὶ ἀλιπεῖς καὶ ἄχυλοι . Δωρίων
σκορπίος ἀϊκτήρ , δίδυμον γένος , ἀμφότεραί τε σφύραιναι δολιχαὶ ῥαφίδες θ ' ἅμα τῇσιν ἀραιαί : ἐν δὲ χάραξ
7899802 Καραμβυκαι
ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ , ὡς Ἑκαταῖος ὁ Ἀβδηρίτης . . Καραμβύκαι : ἔθνος Ὑπερβορέων ἀπὸ ποταμοῦ Καραμβύκα , ὡς Ἑκαταῖος
ἑνὸς λ Λιβυκὴ πόλις , καὶ ἐθνικὸν αὐτοῦ Καραλιτανός . Καραμβύκαι , ἔθνος Ὑπερβορέων , ἀπὸ ποταμοῦ Καραμβύκα , ὡς
7899542 σφενδαμνινοι
, στιπτοὶ γέροντες , πρίνινοι , ἀτεράμονες , Μαραθωνομάχαι , σφενδάμνινοι . Ἔπειτ ' ἀνέκραγον πάντες : Ὦ μιαρώτατε ,
τῶν ὀσπρίων ἀτεράμονα λέγεται , οἷον οὐχ ἁπαλά . Γ σφενδάμνινοι : ἰσχυροί : τοιοῦτον γὰρ τὸ τῆς σφενδάμνου ξύλον
7882672 ἀκεντροι
μελίσσας αὐτῶν μὴ μεταφερουσῶν . εἰσὶ δὲ οἱ μὲν κηφῆνες ἄκεντροι , αἱ δὲ μέλισσαι κέντρον ἔχουσι : ἄλογον δὲ
. κηφῆνες αἱ ἀργαὶ τῶν μελισσῶν , κόθουροι δὲ οἱ ἄκεντροι καὶ κολόβουροι , ἢ αἱ φυλάττουσαι τὴν τῶν μέσων
7877925 κεφαλαλγη
φαρμάκοις ἀβρότονον , σέριφον , ἀφρόνιτρον . Συκάμινα , βάτινα κεφαλαλγῆ , μιμαίκυλα , ἀρκευθίδες , κεδρίδες , καννάβεως σπέρμα
Κύπρια ἁπαλὰ ὄντα εὐεκκριτώτερά ἐστι . τὰ δὲ Ποντικὰ κάρυα κεφαλαλγῆ , ἧττον δ ' ἐπιπολαστικὰ τῶν βασιλικῶν . Μνησίθεος
7874333 ἐπιγειοι
τοῖς δὲ μετρίοις οἱ οὐράνιοι , τοῖς δὲ πένησιν οἱ ἐπίγειοι . οἱ χθόνιοι δὲ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μόνοις
ὑπερουράνιοι , ἐνουράνιοι , ἐπουράνιοι , ἐναιθέριοι , ἐναέριοι : ἐπίγειοι , οἱ αὐτοὶ καὶ ἐπιχθόνιοι : ἐνάλιοι , θαλάττιοι
7871761 ποθεντες
ξηρανθέντες καὶ τριβέντες καὶ σὺν πεπέρει ἐν μελικράτῳ ἐπιπασθέντες καὶ ποθέντες νεφριτικοὺς ἰῶνται . ἡ δὲ χολὴ αὐτοῦ μετὰ στέατος
κονδίτου , ἐχιοδήκτοις ἀρήγει . οἱ δὲ ὄρχεις σὺν οἴνῳ ποθέντες , ἀφροδισίαν παρορμῶσι καὶ εὐεξίαν παρέχουσι . Τῆς δὲ
7852145 ἐμιμησαντο
ἐξέφηνε τὰ ἱερὰ τὰ ἐν Αἰγύπτῳ τοῖς Ἕλλησιν , ἅπερ ἐμιμήσαντο Ἕλληνες . καὶ οὗτος δὲ τῶν μεταμορφουμένων ἦν ,
ταύτῃ τῇ προγεγραμμένῃ ἑξαημέρῳ . Πολλοὶ μὲν οὖν τῶν συγγραφέων ἐμιμήσαντο καὶ ἠθέλησαν περὶ τούτων διήγησιν ποιήσασθαι , καίτοι λαβόντες
7851303 Πτισανη
μὲν ξηραινόντων , ἀλλ ' ἤτοι μᾶλλον ἢ ἧττον . Πτισάνη , κολοκύντη ἑφθή , πέπονες , μηλοπέπονες , σίκυοι
μὲν ξηραινόντων , ἀλλ ' ἤτοι μᾶλλον ἢ ἧττον . Πτισάνη , κολοκύντη ἑφθή , πέπονες , μηλοπέπονες , σίκυες
7851029 Βουταδαι
. καὶ ἄλλα γὰρ ἐξηνέχθη πατρωνυμικῶς . Αἰθαλίδαι γὰρ καὶ Βουτάδαι . τὰ εἰς τόπον εἰς Βερενικιδῶν φασι , τὰ
δῆμός ἐστι τῆς Οἰνηΐδος Βουτία , ἀφ ' ἧς καὶ Βουτάδαι οἱ δημόται . ἢ οἱ ἀπὸ Βούτου : οὗτος
7849612 ἐσορωσιν
ἔχοντας τλήμονας , οἵτ ' ἀγαθῶν πέλας ὄντων οὔτ ' ἐσορῶσιν οὔτε κλύουσι , λύσιν δὲ κακῶν παῦροι συνιᾶσιν .
' ἔχουσιν , οἳ τῶν ἀγαθῶν πέλας ὄντων οὔτ ' ἐσορῶσιν οὔτε κλύουσιν . ὀλίγοι δέ εἰσιν οἱ τὴν τῶν
7848860 εὐχυλοι
τῶν οἴνων ὀσμὴν μὲν ἔχουσιν ἔνιοι σκληροὶ δὲ καὶ οὐκ εὔχυλοι . Ἐξ ἁπάντων οὖν τούτων δῆλον ὡς ἕτερον τὸ
πλατὺ ὄστρακον ἔχουσαι καὶ διαυγές , εὔπεπτοι , εὔτροφοι , εὔχυλοι , γλυκεῖαι , οὐκ ἀπηνεῖς στομάχῳ . ὀπῷ δὲ
7846156 ἀλφιταμοιβοι
οἱ ἀμείβοντες ἀντὶ ἀργυρίου ἄλφιτα : οἷον οἱ ἀντικαταλλάσσοντες . ἀλφιταμοιβοὶ οἱ τὰ ἄλφιτα ἀμείβοντες καὶ πιπράσκοντες . λέγει :
. οἱ δὲ ὅτι πένης : οἱ δὲ ὅτι οἱ ἀλφιταμοιβοὶ τοῦ Ναυσικύδους τοῦτο ἀπέλαυσαν . γυναικώδης οὗτος . .
7841970 ἐκφευγουσιν
, μήτε τὰς τῶν ξένων δεήσεις , οὓς ἀναβιβαζόμενοί τινες ἐκφεύγουσιν ἐκ τῶν δικαστηρίων , παράνομον πολιτείαν πολιτευόμενοι : ἀλλ
οὕτως οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων ἐκ τεκμηρίων προορώμενοι τοὺς κινδύνους ἐκφεύγουσιν . λέων γηράσας καὶ μὴ δυνάμενος διαρκέσαι αὑτῷ εἰς
7841655 σατυροι
τρίτος Εὐριπίδης . Μήδεια , Φιλοκτήτης , Δίκτυς , Θερισταὶ σάτυροι . οὐ σώζεται . . . . Ἀριστοφάνους γραμματικοῦ
ἐστι καὶ Ἀριστίου μνῆμα τοῦ Πρατίνου : τούτῳ τῷ Ἀριστίᾳ σάτυροι καὶ Πρατίνᾳ τῷ πατρί εἰσι πεποιημένοι πλὴν τῶν Αἰχύλου
7840989 ἐμφρακτικοι
δὲ κοιλίας καὶ διουρητικοί , οὐκ εὔστομοι , δύσπεπτοι , ἐμφρακτικοί , παχέος αἵματος φλέγματός τε γόνιμοι , καὶ μᾶλλον
σπλάγχνα σκιρρούμενα καὶ οἰδισκόμενα καὶ φλεγμαίνοντα . οἱ λιπαροὶ φοίνικες ἐμφρακτικοί . πάντα δ ' ὅσα δι ' ἰτρίων καὶ
7840432 εἰσπραττοντες
περὶ τῆς πρεσβείας ἀπολογίᾳ . Ἐκλογεῖς : οἱ ἐκλέγοντες καὶ εἰσπράττοντες τὰ ὀφειλόμενα τῷ δημοσίῳ . Ἀντιφῶν ἐν τῷ περὶ
οὐκ ἐνεθυμήθησαν . . § . ἐκλογεῖς οἱ ἐκλέγοντες καὶ εἰσπράττοντες τὰ ὀφειλόμενα τῷ δημοσίῳ . Ἀ . ἐν τῷ
7839767 σαυροι
φησι τὸν σκορπίον : σκορπίοι τε ποικίλοι γλαῦκοί τε , σαῦροι πίονες . μονήρης δ ' ἐστὶ καὶ φυκοφάγος .
ὅλη σιδιοειδὴς σφόδρα ἐστὶν ἢ χλωροτέρη , καθὰ καὶ οἱ σαῦροι οἱ χλωρότεροι : παρόμοιος δέ οἱ ὁ χρὼς ,
7836729 ἀμβλυντικοι
ποιητικοί : οἱ δὲ νοτιώτεροι συμπληρωτικοὶ κεφαλῆς καὶ τῶν αἰσθητηρίων ἀμβλυντικοί , κοιλίαν δὲ μαλάσσουσι καί εἰσι διαλυτικοί : οἱ
ἄλλων νῦν . τῶν δὴ ἐνιεμένων πάλιν οἱ μέν εἰσιν ἀμβλυντικοί , οἱ δὲ στυπτικοί , οἱ δὲ καυστικοί .
7836304 ἀπεστραμμενοι
, ὦτα ψυχρὰ καὶ συνεσταλμένα καὶ οἱ λοβοὶ τῶν ὤτων ἀπεστραμμένοι [ . . ] : ὅτι κακά εἰσι καὶ
τὸν πύργον . τούτων τὸ πρόσωπον οὐκ εἶδον , ὅτι ἀπεστραμμένοι ἦσαν . ὑπάγουσαν δὲ αὐτὴν ἠρώτων ἵνα μοι ἀποκαλύψῃ
7834801 μαλακοσαρκοι
λεπτύνουσι καὶ τέμνουσιν : ἐκλέγεσθαι δὲ καὶ τούτων ὅσοι φύσει μαλακόσαρκοι , τοὺς δὲ κητώδεις φυλάσσεσθαι . ταριχευθέντων γέ τοι
τρεφομένων ἀλεκτρυόνων ἐπιτήδειοι , καὶ πέρδικες καὶ στρουθοὶ ὄρειοι καὶ μαλακόσαρκοι . Φυλάττεσθαι δὲ τὰ ἐν ἕλεσι καὶ ποταμοῖς διαιτώμενα
7825152 νεογνοι
ζῷον . ἄρνες καὶ ἀρνειοὶ διαφέρει . ἄρνες μὲν οἱ νεογνοί , ἀρνειοὶ δὲ οἱ προήκοντες τῇ ἡλικίᾳ . ἄρρωστος
δὲ ὁ ἑστιώμενος καθὰ Πλάτων . ἄρνες μὲν λέγονται οἱ νεογνοί : ὡς δὲ λύκοι ἄρνεσσιν ἐπέχραον ἢ ἐρίφοισιν :
7821132 μασωμενοι
: κεχήνασι δὲ οἱ μασώμενοι 〛 . Ἀρίσταρχος δὲ ὅτι μασώμενοι τὰς ἰσχάδας ταῖς μελίτταις ῥίπτουσιν ἃ τοῖς ποσὶ τρίβουσιν
εἶτα πλύνεται , εἶτα ἐν ὕδατι ἕψεται : ἔνιοι δὲ μασώμενοι αὐτὸν ἐργάζονται . γίνεται δὲ καὶ ἐκ μηλέας καὶ
7820095 διαζευκτικοι
μὲν διὰ πέντε καὶ τοῦ διὰ πασῶν οἱ τονιαῖοι καὶ διαζευκτικοί , τοῦ δὲ διὰ τεσσάρων οἱ τῶν ἡγουμένων δύο
μὲν γὰρ αὐτῶν ? εἰσιν συμπλεκτικοί ? , οἱ δὲ διαζευκτικοί , οἱ δὲ συναπτικοί , οἱ δὲ παρασυναπτικοί ,
7816331 Πυροι
ὁ λευκὸς καὶ αὐστηρὸς καὶ ὁ κιρρὸς καὶ αὐστηρός . Πυροὶ ἑφθοὶ καὶ οἱ ἀπ ' αὐτῶν ἄρτοι , τίφη
πρὸ τῶν εἰϲβολῶν καὶ τοὺϲ ναρκώδειϲ καὶ παρειμένουϲ ὠφελεῖ . Πυροὶ ἔξωθεν ἐπιτιθέμενοι ἐκ τῆϲ πρώτηϲ εἰϲὶ τάξεωϲ τῶν θερμαινόντων
7813252 Νασαμωνες
παρεφθέγξατο , μὴ βούλεσθαι Νασαμῶνας εἶναι , ἔπειτα ἀπώλοντο οἱ Νασαμῶνες , οἶμαι περί γε ὑμῶν εἰκότως ἂν ἐλπίζειν ὅτι
ὑπὲρ Κυρήνης . Αὐσχισέων δὲ τούτων τὸ πρὸς ἑσπέρης ἔχονται Νασαμῶνες , ἔθνος ἐὸν πολλόν , οἳ τὸ θέρος καταλείποντες
7810298 δειλαιοι
σιμός τε ] εἴη καὶ τὴν ὄψιν οὐκ εὔχαριςἀγνοοῦντες οἱ δείλαιοι , ὅτι καλὸς εἶναι τἄνδοθεν τοῖς | θεοῖς Σωκράτης
ἵνα τόδε . σύμμαχον εἶχεν ὑποψίαν . ἀλλ ' οἱ δείλαιοι σύμβουλοι ἐξαγαγόντες εἰς τὴν Βοιωτίαν τὴν ἀκμὴν τῆς πόλεως
7808129 Μηλιοι
μεγίστῳ . Μῆλος δέ ἐστι πόλις Θεσσαλίας . καὶ οἱ Μήλιοι πολιορκούμενοι ὑπὸ Ἀθηναίων λιμῷ ἐπιέσθησαν καὶ παραδεδώκασιν ἑαυτοὺς ,
συναμφότεροι οὗτοι Δρύοπες . Καὶ Σερίφιοί τε καὶ Σίφνιοι καὶ Μήλιοι ἐστρατεύοντο : οὗτοι γὰρ οὐκ ἔδοσαν μοῦνοι νησιωτέων τῷ
7789428 φυσωδεες
. Τὸ φυσῶδες ξυναίτιον τοῖσι πτερυγώδεσι . καὶ γάρ εἰσι φυσώδεες . Λέγει αἴτιον τοῦ πτερυγώδους . ἀλλὰ πολλὰ βιβλία
. Ὠχροὶ δὲ καὶ δόλιχοι διαχωρητικώτεροι τουτέων , ἧσσον δὲ φυσώδεες , τρόφιμοι δέ . Ἐρέβινθοι λευκοὶ διαχωρέουσι καὶ οὐρέονται
7789298 γναμπτομενοι
θρηνητικήν , τάλαιναν καὶ τληπαθῆ , βοᾶτιν καὶ βοητικήν . γναμπτόμενοι δὲ καὶ συντριβόμενοι οἱ Πέρσαι τῇ δεινῇ θαλάσσῃ σκύλλονται
αὐδὰν ] η . βοήν . ἀντιστροφὴ κώλων ηʹ . γναμπτόμενοι ] κατακοπτόμενοι . ἁλὶ ] θαλάσσῃ . δεινᾷ ]
7785078 ἐλαφραι
αἴγλη . ἀλλ ' ἔμπης κἀκεῖναι ἐπόψιαι : οὐ γὰρ ἐλαφραί . Ἀμφότεραι δ ' Ὄφιος πεπονείαται ὅς ῥά τε
γυῖα φίλος πόδες , οὐδέ τι χεῖρες ὤμων ἀμφοτέρωθεν ἐπαΐσσονται ἐλαφραί . εἴθ ' ὣς ἡβώοιμι βίη τέ μοι ἔμπεδος
7784895 ἀμορφωτοι
εʹ β , νεφελοειδ ' . Οἱ περὶ τὸν Περσέα ἀμόρφωτοι . ὁ πρὸς ἀνατολὰς τοῦ ἐπὶ τοῦ ἀριστεροῦ γόνατος
δʹ ε , εʹ β . Οἱ περὶ τὸν Σκορπίον ἀμόρφωτοι . ὁ ἑπόμενος τῷ κέντρῳ νεφελοειδής . . .
7780859 Ἐρετρικοι
ὡς προείρηται ἐν τῷ περὶ Φαίδωνος , Ἠλιακοὶ προσηγορεύοντο : Ἐρετρικοὶ δ ' ἐκλήθησαν ἀπὸ τῆς πατρίδος τοῦ περὶ οὗ
ἰδίᾳ δὲ Ἀντισθένης καὶ ἀλλαχοῦ ἰδίᾳ οἱ Μεγαρικοί τε καὶ Ἐρετρικοὶ ἢ εἴ τινες ἄλλοι μετὰ τούτων . Αἴτιον δέ
7780835 παχυτεροι
δ ' αὐτῶν οἱ ἐρυθροὶ καὶ οἱ μήλινοι καὶ οἱ παχύτεροι καὶ οἱ ἐν τῷ ξύεσθαι τὴν σάρκα γαλακτῶδες ἀνιέντες
πρὸς πότον παρασκευάζονται . κράτιστοι δ ' οἱ μείζους καὶ παχύτεροι ὀπτοί : οἱ δ ' ἐλάχιστοι γλυκεῖς : γλυκύτεραι

Back