Πρωτεσίλεως περὶ τοῦ Ὁμήρου φρονεῖ ; βασανίζειν γάρ που αὐτὸν ἔφασκες τὰ τούτου ποιήματα . Τὸν Ὅμηρον φησί , ξένε
Γυμνάζεται δέ , ὦ ἀμπελουργέ , τίνα τρόπον ; ἐπειδὴ ἔφασκες αὐτὸν καὶ τοῦτο ἐξασκεῖν . Γυμνάζεται , ξένε ,
8148986 ἐφθαρης
ἔφθισο ] ἤγουν παρὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου . ἔφθισο ] ἐφθάρης . θ φίλον ] ἀδελφόν . ἔκτανες ] ἐφόνευσας
νεκρός . . μαίνεται ] ταράσσεται . . ἔφθισο ] ἐφθάρης . . διπλᾶ λέγειν ] πάρεστι . . ἀχέων
8072457 διομαι
, τὴν ἐμὴν αἰδῶ μεθείς . δίομαι μὲν χαρίσασθαι , δίομαι δ ' ἀντία φάσθαι , λέξας δύσλεκτα φίλοισιν .
χαρίσασθαι ] τὰ πρὸς χάριν εἰπεῖν δέδια μέν σοι . δίομαι ] δέδια . ἀντία ] ἀληθεῦσαι : λυπηθήσῃ γάρ
7965481 Οἰμ
κἀπιτρέψαι Λαμάχῳ , πότερον ἀκρίδες ἥδιόν ἐστιν ἢ κίχλαι ; Οἴμ ' ὡς ὑβρίζεις . Τὰς ἀκρίδας κρίνει πολύ .
. Τί ὑποτεκμαίρει καὶ κακῶς ἄνδρας λέγεις καλοκαγαθεῖν ἀσκοῦντας ; Οἴμ ' , ὦ Θρασύμαχε , τίς τοῦτο τῶν ξυνηγόρων
7953049 ΟΥΤΕ
πολὺ τῶν προτέρων προμηθέστεροι , καὶ πανουργότεροι . . ΧΡΥΣΕΩι ΟΥΤΕ ΦΥΗΝ ΕΝΑΛΙΓΚΙΟΝ , ΟΥΤΕ ΝΟΗΜΑ . Τῷ χρυσῷ γένει
εἶναι . Καὶ τροπῇ τοῦ γ εἰς κ . . ΟΥΤΕ ΝΟΗΜΑ . Κατὰ τὸ ἁπλοῦν ἐκεῖνο λέγει , καὶ
7868607 Μολις
τὰ μὲν ἔχοντες , εἰς δὲ τὰ βλέποντες μάχονται . Μόλις ἥψω τῶν σαυτοῦ καὶ γέγονας ἐπιστάτης τῶν τῇ σῇ
εἰσδέξασθαί τινας : οἷον καὶ καθ ' ἡμᾶς ἐγεγόνει . Μόλις γὰρ ἀνόπλους ὄντας ἡμᾶς δύο παρεδέξαντο πρὸς τὸ κατανοῆσαι
7864365 προσεκυνησε
ἔκλαυσεν ὑφ ' ἡδονῆς Διονύσιος ἰδὼν καὶ ἡσυχῆ τὴν Νέμεσιν προσεκύνησε . μόνην δὲ Πλαγγόνα προσμεῖναι κελεύσασα τοὺς λοιποὺς προέπεμψεν
, γράμματα παρὰ βασιλέως δεξάμενος οὐκ ἐῶντος πολιορκεῖν , ἀναγνοὺς προσεκύνησε τὴν ἐπιστολὴν καὶ ἔθυσεν εὐαγγέλια ὡς μεγάλα δὴ ἀγαθὰ
7854207 Ἀλοης
γάρου , μέλιτος ἀνὰ # α . Κοκκία καθαρτικά . Ἀλόης # α , κολοκυνθίδος , ἐντεριώνης , σκαμμωνίας ⋖
εὐθείας . Ἀκακίας ἐκλέγου τὸ ἠρέμα κιρρὸν καὶ εὐῶδες . Ἀλόης ἐκλέγου τὴν λιπαρὰν καὶ ἄλιθον , στίλβουσαν , ὑπόξανθον
7850625 ἀποκαλυψαι
μὲν ταῦτα ὁρῶσα ὅμως σιωπῶ : οὐ γὰρ ἡγοῦμαι πρέπειν ἀποκαλύψαι καὶ διαφωτίσαι τὰς νυκτερινὰς ἐκείνας διατριβὰς καὶ τὸν ὑπὸ
] τη ! [ . ] “ [ ! ! ἀποκαλύψαι ] μοι ? [ ταῦτα - ] [ .
7846271 χεσειν
ἐνταῦθα , ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ . κακκᾶν ] τὸ χέσειν : ἤγουν ἐνταῦθα ἔχεσα . πηδᾶν ] κινεῖσθαι .
' ] καὶ κράζοντα , φωνοῦντα . χεζητιῴην ] ὀρέγομαι χέσειν , ἐπιθυμῶ . βούλομαι χέσαι . , χέσαι θέλω
7825363 προιαψαι
τοῦ καιροῦ πέμψαι . προιάψαι ] πέμψαι , δοῦναι . προιάψαι ] δοῦναι . θ προιάψαι ] παραπέμψαι . δορὸς
] πέμψαι , δοῦναι . προιάψαι ] δοῦναι . θ προιάψαι ] παραπέμψαι . δορὸς ἄγραν ] διὰ δόρατος ἀγρευθεῖσαν
7824740 συμφοραισι
' ἐκπεπνευκότος τέκνου , ἥκω [ ] δ ' ἀρήξων συμφοραῖσι ταῖσι σαῖς , τὸ μὲν ? [ ] βίαιον
πονηρῶς κερτομεῖ περὶ τούτων πυνθανομένη ὧν παροῦσα ὁρᾷ : ἐν συμφοραῖσι : τὴν ἀπολογίαν δι ' ἑνὸς ἐδήλωσεν ὀνόματος :
7823419 ἡμαρτες
καλῶς ἐπὶ σαυτῷ καὶ τὸ γράφειν ποιῇ : εἰ δὲ ἥμαρτες , ἐξ ὧν τῷ τροπαίῳ τὴν ἀδοξίαν προσέθηκας τῇ
ἀλλὰ , ὡς εἴωθε λέγειν τις θαυμάζω πῶς σοφὸς ὢν ἥμαρτες . γέγονε δὲ παρὰ τὸ φωλεόν : φωλεοὶ γὰρ
7814501 ἀπενεγκε
ἱκανῶς κεχόρτασμαι γάρ . ἀγαθοῦ δαίμονος δέχομαι . λαβοῦς ' ἀπένεγκε ταύτην ἐκ ποδῶν . Ὁ κάπηλος γὰρ οὑκ τῶν
ἱκανῶς κεχόρτασμαι γάρ . Ἀγαθοῦ Δαίμονος δέχομαι . λαβοῦς ' ἀπένεγκε ταύτην ἐκποδών . Ξέναρχος ἐν Διδύμοις : ὡς ὑπό
7802988 βαλανευσω
: ἐπὶ τῶν τὰ μικρὰ ἐπαιρόντων τῷ λόγῳ . Ἐμαυτῷ βαλανεύσω : ἀντὶ τοῦ , ἐμαυτῷ διακονήσω . Εἰς ἀσθενοῦντας
. Ἀλλ ' εἰ ταῦτα δοκεῖ , κἀγὼ ' μαυτῷ βαλανεύσω . Σπονδὴ σπονδή . Ἔγχει δὴ κἀμοὶ καὶ σπλάγχνων
7799783 Πειθομαι
ἐπλούτουν . ἱερόσυλοι , ῥήτορες καὶ συκοφάνται καὶ πονηροί . Πείθομαι . Ἐπερησόμενος οὖν ᾠχόμην ὡς τὸν θεόν , τὸν
καὶ εὐμενῆ , καὶ ὀργίλα αὖ , εἰ ἀμελοῖτο . Πείθομαι , νὴ τὸν Πρωτεσίλεων , ἀμπελουργέ : καλὸν γάρ
7789922 μεταμελησαι
, ἀνάδυσις , ἀναχώρησις . καὶ τὰ ἀπαρέμφατα μετανοῆσαι , μεταμελῆσαι , μεταγνῶναι , γνωσιμαχῆσαι , ἀναλογίσασθαι , ἐπιθεάσασθαι ,
καὶ τείχη ἡμῖν καὶ χώραν καὶ δύναμιν πειράσομαι ποιεῖν μὴ μεταμελῆσαι τῆς πρὸς ἐμὲ ὁδοῦ . καὶ τὸ μέγιστον δή
7788055 ἀποτευγμα
, ὃ οὐκ ἔστιν ἀπότευγμα τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου ; ἀπότευγμα δὲ τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δοκεῖ σοι ,
μ εἰς β ἤμβλωκα . ἔκτρωμα , ἄμβλωσις καὶ ἠλιτόμηνον ἀπότευγμα . ἐξευρημένην ] ἀποδεδειγμένην , ἐπινοηθεῖσαν , τὸ ἐπινοηθέν
7781970 ηὑρες
Παλάμηδες , ὦ σοφωτάτη φύσις . Ταυτὶ πότερ ' αὐτὸς ηὗρες ἢ Κηφισοφῶν ; Ἐγὼ μόνος : τὰς δ '
ὑφ ' αὑτῶν ἀναμιμνῃσκομένους : οὔκουν μνήμης ἀλλὰ ὑπομνήσεως φάρμακον ηὗρες . σοφίας δὲ τοῖς μαθηταῖς δόξαν , οὐκ ἀλήθειαν
7781037 Αὐσιγδα
πόλις Λιβύης καὶ Κίνυψ ποταμὸς Λιβύης πλησίον Αὐσίγδης . * Αὐσίγδα πόλις Λιβύης ἣν παραρρεῖ ὁ Κίνυφος ποταμός . *
δ ' ἀνεστήλωσαν ; περὶ τὴν Αὐσίγδα πόλιν Λιβύης ἥντινα Αὐσίγδα παραρρεῖ ὁ Κίννυφος ποταμός . Τιταιρώνειον : ὁ Μόψος
7766350 Σφοδρα
νόσος πρὸς ὑγίειαν , καὶ ἡ κακία πρὸς ἀρετήν . Σφόδρα δυσπείστως εἶχεν καὶ πρὸς τούτους τοὺς λόγους , εἰ
χρόνον ἐστίν , περὶ δὲ τὸν μέλλοντα οὐκ ἔστιν ; Σφόδρα γε . Ἆρα σφόδρα λέγεις , ὅτι πάντ '
7765574 Γυναι
Κῶ εἶχε ὁ Πέρσης . Ὁ δὲ ἀμείβεται τοῖσδε : Γύναι , θάρσεε : καὶ ὡς ἱκέτις καὶ εἰ δὴ
πρός με βαί ' , ἀεὶ δ ' ὑμνούμενα : Γύναι , γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει . Κἀγὼ μαθοῦς
7756061 κενοδρομουσαν
Ἀφροδίτης καὶ Ἄρεως ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι κενοδρομοῦσαν τὴν Σελήνην , καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς καὶ
Ἄρεως καὶ Ἑρμοῦ ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι κενοδρομοῦσαν τὴν Σελήνην καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς , καὶ
7750502 δακνου
ὁ χορὸς , στέναζε καὶ δακνάζου : παραγώγως ἀντὶ τοῦ δάκνου . βαρὺ δ ' ἀμβόασον οὐράνι ' ἄχη ]
Σαλαμῖνος : ἐκαλεῖτο γὰρ οὕτω . . δακνάζου ] ἤτοι δάκνου κατὰ παραγωγήν . . οὐράνια ] μεγάλα , ὑπερβολικά
7743090 δωρουμαι
Ἑλένη ς ' ἀδελφὴ ταῖσδε δωρεῖται χοαῖς “ . τὸ δωροῦμαι δὲ τὸ ἀποχαρίζομαι , ἀπὸ δοτικῆς εἰς αἰτιατικήν .
Προπίνω σοι , ὦ Σεύθη , καὶ τὸν ἵππον τοῦτον δωροῦμαι , ἐφ ' οὗ καὶ διώκων ὃν ἂν θέλῃς
7742936 διαχωρισαι
ἑκατέρωθέν τινος λαβέσθαι , καὶ τὸ εἰς δύο ἢ πλέονα διαχωρίσαι ἢ διελεῖν . Ἡρόδοτος τὰ δύο . τὸ μὲν
διακρῖναι , διελεῖν , διατεμεῖν διχοτο - μεῖν , χωρίσαι διαχωρίσαι ἀποχωρίσαι , ἀποστῆσαι διαστῆσαι ἀπομερίσαι * διαμερίσαι , διαλαβεῖν
7734201 βρυλλων
ὑποπίνων , ἐκ μιμήσεως τῆς τῶν παίδων φωνῆς . ΓΘ βρύλλων ] πίνων , κερδαίνων . βρύλλων ] ἐξαπατώμενος ὑπό
ἠλιθιάζω ] προσποιοῦμαι ἠλίθιος εἶναι , ἤγουν ἑκὼν ἀνοηταίνω . βρύλλων : ἐξαπατώμενος , ὑποπίνων καὶ μεθύων . Σύμμαχος δὲ
7730508 παραμυθουμαι
ἐγὼ δ ' ] λείπει οὐκ ἔχω . σαίνομαι ] παραμυθοῦμαι . εἶχε φωνὴν ] ὁ πλόκαμος δηλονότι . δίφροντις
χρήσωνται , ἀλλ ' ὅπως ὑμεῖς θαυμάζοιτε . Ταῦτα ὑμᾶς παραμυθοῦμαι εἰδὼς τὸν βίον ἑκάτερον , καὶ ἄξιον ἑορτάζειν ἐνθυμουμένους
7729120 ταλαινας
, οὓς σοὶ προδοῦσα καὶ πάτραν ἀφικόμην ; ἢ πρὸς ταλαίνας Πελιάδας ; καλῶς γ ' ἂν οὖν δέξαιντό μ
διαὶ πολυεπεῖς τέχναι θεσπιῳδοὶ φόβον φέρουσιν μαθεῖν . ἰὼ ἰὼ ταλαίνας κακόποτμοι τύχαι : τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα
7726577 δισταζω
. ἀλλ ' ἤδη αὐτὰ ἀφαιροῦμαι : οἷον , οὐ διστάζω . ἐπεὶ εἶπε σπουδάσεις , λέγει οὐ σπουδάσω λόγοις
' εἰκών : φέρ ' ἰδώμεθα , μὴ Βερενίκας : διστάζω , ποτέρᾳ φῇ τις ὁμοιοτέραν . Λύσιππε , πλάστα
7719870 ἠκρατισω
. τί τὸ κακόν ; ἀλλ ' ἦ κοκκύμηλ ' ἠκρατίσω ; τὸν Πειραιᾶ δὲ μὴ κεναγγίαν ἄγειν . ἥ
. τί τὸ κακόν ; ἀλλ ' ἦ κοκκύμηλ ' ἠκρατίσω ; τὸν Πειραῐᾶ δὲ μὴ κεναγγίαν ἄγειν ἥτις κυοῦς
7714291 Γραων
διαπονουμένους , ὑπερασπίσαι τε τοῦ ἀδελφοῦ καὶ εἰπεῖν τοῦτο . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γηράσκω αἰεὶ
βακχεύει : ἐπὶ τῶν παρ ' ὥραν τι διαπραττομένων . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γραῦς ἀνακροτήσασα
7712077 ποδανιπτρον
' ἅττ ' ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός . μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . κἀπὸ τῆς Διειτρέφους
' ἅττ ' ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός . Μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . Κἀπὸ τῆς Διϊτρέφους
7711865 Ἀρσακομᾳ
ἐπιστὰς ἀποθνήσκει , ὁ δὲ Μακέντης ἐγχειρίσας τὴν Μαζαίαν τῷ Ἀρσακόμᾳ , “ Δέδεξο , ” εἶπεν , “ καὶ
πολλοῦ διεστῶτας . ἐπὶ τούτοις ἐπείσθημεν , δόξαν πολὺ πρότερον Ἀρσακόμᾳ καὶ Λογχάτῃ , καὶ ἐγένετο εἰρήνη ἐκείνων πρυτανευόντων ἕκαστα
7710004 ΤΟΙΣΙ
καὶ εἰς μερίμνας ἐμβάλλεσθαι . . ΑΛΛ ' ΕΜΠΗΣ ΚΑΙ ΤΟΙΣΙ ΜΕΜΙΞΕΤΑΙ . Τοῦτο δέ φησι , πρὸς τὸ μὴ
ἤτοι ἐν τοῖς κοιλώμασι τῶν στελεχῶν , μελίσσας . . ΤΟΙΣΙ ΦΕΡΕΙ ΜΕΝ . Τούτοις τοῖς κατὰ δίκην ζῶσιν ,
7709920 διανοει
: μὴ πύθῃ τὸ δεύτερον . Μῶν εὐθὺ Πελλήνης πέτεσθαι διανοεῖ ; Μὰ Δί ' , ἀλλὰ κλητήρ εἰμι νησιωτικὸς
τὸν μὲν οὖν ἀβέλτερον . σὺ δ ' οὐ καταθεῖναι διανοεῖ ; φυλάξομαι , πρὶν ἄν γ ' ἴδω τὸ
7709069 Δημοϲθενουϲ
ἀναρραφῆϲ καὶ καταρραφῆϲ βλεφάρων οβ Περὶ καταρραφῆϲ ογ Περὶ ἐκτροπίου Δημοϲθένουϲ οδ Χειρουργία ἐκτροπίου Ἀντύλου οε Περὶ λαγωφθάλμων Δημοϲθένουϲ οϚ
χαλῶϲαν καὶ λιπαίνουϲαν ἀγωγὴν ἐπὶ τούτων παραλαμβάνειν . Περὶ ϲκληροφθαλμίαϲ Δημοϲθένουϲ . ϲκληροφθαλμία ἐϲτίν , ὅταν ϲυμβῇ τὰ βλέφαρα ϲκληρὰ
7708248 βιαζηι
ἀπολείπει μ ' ἡ γυνή . τί συνταράττεις ? καὶ βιάζηι Παμφίλην ; τί ] ? ς ? ' αὖ
. ἕτοιμος πάντα πειθαρχεῖν . ἄγε . τί κακοπαθεῖν σαυτὸν βιάζηι ; βούλομαι ὡς πλεῖστον ἡμᾶς ἐργάσασθαι τήμερον τοῦτόν τε
7707338 βαρω
νεμέθω , φλέγω φλεγέθω , φθίνω φθινύθω , οὕτω καὶ βαρῶ βαρύθω . ἀπολείπεται : στερίσκονται . Οὐκ ἀπολείπεται ἅλμης
, οἷον : κούρην Βρισῆος : παρὰ τὸ βρίθω τὸ βαρῶ : ἐβάρησε γὰρ καὶ ἔβλαψε τοὺς Ἕλληνας διὰ τὸ
7699835 προσμεινον
καρτέρησον , ἀνάμεινον , κράτησον . τὸν σὸν λόγον , πρόσμεινον . σχέω , σχῶ καὶ ῥῆμα εἰς μι σχῆμι
χάλα καὶ δεῖξον : ἐν ταύτηι περιφέρεις γάρ . βραχὺ πρόσμεινον , ἱκετεύω ς ' , ἵν ' ἀποδῶι .
7698441 Πολυχαρη
καὶ πᾶσαν προέσθαι φωνὴν εἰς τὸ σωθῆναι . τὸν δὲ Πολυχάρη ἐντραπέντα τὴν ξενίαν κρύψαι τὴν πρᾶξιν , καὶ τὸν
ἐπί τε τῶν ἐφόρων καὶ τῶν βασιλέων . τὸν δὲ Πολυχάρη τυχόντα τῶν ἴσων τόν τε νεανίσκον ἀνελεῖν καὶ τὴν
7697537 περιορᾳς
κόρης ἐλευθέρας εἰς ἔρωθ ' ἥκων σιωπᾷς καὶ μάτην ποθουμένους περιορᾷς γάμους σεαυτῷ . τίς γὰρ οὑτοσὶ κακοδαίμων ἔφυ ,
ἀκούσας ; Ἀλλ ' οὐδὲν ἧττον ἐπιστάμενος χρᾷς , ἔπειτα περιορᾷς διαμαρτάνοντα . Ἀλλ ' ἀμφίβολος ἡ στενύγρη , ὅπως
7693418 διοικω
, ἀπειλῶ , συμπάσχω , θαυμάζω , μικρολογῶ , μετριοπαθῶ διοικῶ , ῥυθμίζω , μοιχεύω , πειθαρχῶ , παρέλκω διατρίβω
ἀντιόων ταύρων τε καὶ † αἰγῶν : ὅτε δὲ τὸ διοικῶ καὶ λαμβάνω αἰτιατικῇ : ἐμὸν λέχος ἀντιόωσαν : ὅτε
7692715 ὀλωλ
ἀδελφὴ καὶ κόμας δότω τάφωι . ἄγγελλε δ ' ὡς ὄλωλ ' ὑπ ' Ἀργείας τινὸς γυναικὸς ἀμφὶ βωμὸν ἁγνισθεὶς
δ ' Οἰδίπους ποῦ καὶ τὰ κλείν ' αἰνίγματα ; ὄλωλ ' : ἓν ἦμάρ μ ' ὤλβις ' ,
7692332 ἀγαπητην
[ ] τὴν [ αὑτοῦ λοιπὴν ] ? ? καὶ ἀγαπητὴν | θυγατέρα . ὡς ἄμεινον ? ? ἦν κἀκείνην
τὴν ἀνθρωπίνην ἐκ πρώτου καὶ δευτέρου καὶ τρίτου κρατῆρος , ἀγαπητὴν μὲν λέγων καὶ ἐφ ' ἑνός , μείζω δὲ
7692116 ἀνεπανορθωτον
τε καὶ δόξης καταφρονεῖν : συμβήσεται γὰρ ἀμαθῆ τε καὶ ἀνεπανόρθωτον εἶναι τὸν οὕτω διακείμενον . ἀναγκαῖον δ ' εἶναι
τε καὶ φιλίας τὴν γινομένην διὰ κακίαν μεγάλην τε καὶ ἀνεπανόρθωτον . τοιοῦτος μὲν οὖν ὁ τύπος ἦν τῆς διὰ
7687827 ἐδωκατε
εἰ τοσαύτην εὔνοιαν ἀπονέμοιτε τῷ πρεσβύτῃ , ὅσην αὐτοῦ πρώην ἐδώκατε τῷ παιδί : ὡς ἔμοιγε , ὦ φιλότης ,
, οὓς νῦν αἰτιώμενοι πάντας ἀφαιρεῖσθαι κελεύουσιν , οὐκ ἂν ἐδώκατε ; ἐγὼ μὲν οἶμαι . „ εἶτα πάλιν ἡ
7686751 συμπλουν
ἐγχειρίσασθαι , εἰ ὀμόσει αὐτὴν ἕξειν γυναῖκα καὶ εἰς Ἑλλάδα σύμπλουν ἀγάγηται . Ὀμόσαντος δὲ Ἰάσονος , νυκτὸς ἐπὶ τὸ
Πείσανδρος . φησὶ δὲ ὑπερηφάνως , ὡς οὐ φέρεις με σύμπλουν , ἀλλὰ βοηθόν . χαλίκρητον : τὸν ἄκρατον ,
7686656 ἐρωτηματικως
σε τοῦ γνησίου γάμου : θαρρήσασα : ἀποδιώκω ἐκβάλω : ἐρωτηματικῶς μετὰ ὑποκρίσεως . τούτῳ δὲ ὑπακουστέον τὸ οὐ δήπου
” : οἱ δὲ τοῦ Κλέωνος , ἵν ' ᾖ ἐρωτηματικῶς . ΓΘ ἐάσεις ] λείπει “ ἐπιφοιτῆσαι ” .
7686412 δαιρειν
' ] τύπτοντ ' . . τύπτειν ] σέ , δαίρειν . . εὐνοεῖν ] ἀγάπης τεκμήριον , τὸ ἀγαπᾶν
ἀγαπᾶν , εὔνουν φίλον εἶναι , σοί . τύπτειν ] δαίρειν . , σέ . πῶς ] ἀπαθὴς κακῶν .
7683721 Ἀρκεισιος
οὗ καὶ Χαρισίου πόρτα . Ἀφροδίσιος : ὄνομα κύριον . Ἀρκείσιος : ὄνομα ποταμοῦ . Σιμοείσιος : ὄνομα κύριον :
. ὧδε γὰρ ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε Κρονίων : μοῦνον Λαέρτην Ἀρκείσιος υἱὸν ἔτικτε , μοῦνον δ ' αὖτ ' Ὀδυσῆα
7679938 μαρασμωδη
ἐπὶ συγκοπῇ πολλῇ καὶ χρονίᾳ κενώσει γαστρὸς ἐμπεσόντων εἰς τὸν μαρασμώδη πυρετόν . διὸ ἐφ ' ὧν ἐστιν ἡ γαστὴρ
ἀρχομένους ἑκτικοὺς ἀπέλυσα ταχέως , μὴ δυναμένους αὐξηθέντας ἐνεγκεῖν τὸν μαρασμώδη πυρετόν . ἐπιμένειν δὲ καὶ ἐπὶ τούτων χρωμένων αὐτῇ
7679453 Πετρα
καὶ μνῆμα τῷ Πύρρωνι οὐ πόρρω τοῦ Ἠλείων ἄστεως : Πέτρα μὲν τῷ χωρίῳ τὸ ὄνομα , λέγεται δὲ ὡς
γʹ καὶ ιεʹ : Τῆς δὲ Πετραίας Ἀραβίας ἡ μὲν Πέτρα τὴν μεγίστην ἡμέραν ἔχει ὡρῶν ιδ , καὶ διέστηκεν
7679394 ἀπεπυδαρισα
] ὑπερεῖδον , κατεφρόνησα , εἰς οὐδὲν ἡγησάμην . Γ ἀπεπυδάρισα ] ἀπελάκτισα ἢ ἀπέπαρδον . ἵπποι γὰρ καὶ ὄνοι
ἔστι δὲ εἶδος ὀρχήσεως . τινὲς δὲ τὸ μὲν “ ἀπεπυδάρισα ” ἀπέπαρδον . ἄλλοι δὲ ἀπεσκίρτησα καὶ ὠρχησάμην .
7676496 ΑΥΤΑΡ
ἀνδράσιν , δι ' ἅπερ ἔφην τὸ πρότερον . . ΑΥΤΑΡ ΕΠΕΙ ΔΟΛΟΝ . Ἐπεὶ δὲ νεύσει τῆς Εἱμαρμένης ἀπηρτίσθησαν
ἤσθιον , ἢ ἔνεμον , καὶ διεμέριζον ἀλλήλοις . . ΑΥΤΑΡ ΕΠΕΙ ΚΕΝ . Τὶς μὲν ἡ ζωὴ τῶν ἐκ
7672221 Φιλιππιδην
πεινῆν ἐσθίειν τε μηδὲ ἓν νόμιζ ' ὁρᾶν Τιθύμαλλον ἢ Φιλιππίδην . ὕδωρ δὲ πίνειν βάτραχος , ἀπολαῦσαι θύμων λαχάνων
πεινῆν ἐσθίειν τε μηδὲ ἓν νόμιζ ' ὁρᾶν Τιθύμαλλον ἢ Φιλιππίδην . ὕδωρ δὲ πίνειν βάτραχος , ἀπολαῦσαι θύμων λαχάνων
7668584 εὐνοων
τῶν οἰκείων , προσκολλώμενος καὶ ἑνούμενος τῇ ἑαυτοῦ γυναικί , εὐνοῶν μᾶλλον αὐτῇ ; διὸ καὶ μέχρι θανάτου πολλάκις ὑπεύθυνοι
δι ' ἐλευθερίαν : ἀπὸ τῆς γνώμης , οἷον εἰ εὐνοῶν , ἢ δύσνους ὤν : ἀπὸ ποσότητος κατὰ πρόσωπον
7666181 ὑπερφρονεις
δή τινα ὑποληπτέον τὴν κρεμάστραν ἐσκευάσθαι . ἔφη δὲ “ ὑπερφρονεῖς [ ] ” ἀντὶ τοῦ “ περισκοπεῖς [ ]
τοῦ Φαληρέως ; ἀλλὰ τούτων μὲν οὐδέν , ἡδονῶν δὲ ὑπερφρονεῖς οὐδὲ ἐπρίω πόρνας οὐδὲ ἑταιρίδων ἑάλως οὐδὲ ἐποιήσω τοὺς
7664270 ἰκτερικουϲ
χάλκανθον λεάναϲ ἔγχεε : καὶ καθαίρει κάλλιϲτα , μάλιϲτα τοὺϲ ἰκτερικούϲ . Ἄλλο . μελανθίου λείου ⋖ η ἀφρονίτρου ⋖
δὲ αὐτοῦ εἰϲ ὀξυωπίαϲ ἐϲτὶ χρήϲιμοϲ , ἡ δὲ ῥίζα ἰκτερικούϲ τε ϲὺν οἴνῳ ἐκφράττει καὶ ἀνίϲῳ πινομένη , μαϲωμένη
7662237 προεληλυθας
δοκῶ συνιέναι τὴν αἰτίαν δι ' ἣν εἰς τοσοῦτον θράσος προελήλυθας . εὖ κατὰ ξένου : οἱ γὰρ κατὰ ξένου
. Μένανδρος : τί τοῦτο , παῖ ; διακονικῶς γὰρ προελήλυθας . ναί : πλάττομεν γὰρ πλάσματα τὴν νυκτ '
7658182 Ἀκοντες
; Φαίνεται . Οἱ δὲ ἄδικοι πονηροί ; Ναί . Ἄκοντες ἄρα πονηροὶ καὶ ἄδικοι ; Παντάπασι μὲν οὖν .
. Ναί . Τὸ δὲ ἄδικον ἀκούσιον . Ἀκούσιον . Ἄκοντες ἄρα ἀδικοῦσιν καὶ ἄδικοί εἰσιν καὶ πονηροί . Ἄκοντες
7655025 Γονεις
. Ἕπου θεῷ . Νόμῳ πείθου . Θεοὺς σέβου . Γονεῖς αἰδοῦ . Ἡττῶ ὑπὲρ δικαίου . Γνῶθι μαθών .
Μίσει διαβολάς . Μὴ ᾖς ἐπαχθής . Θεὸν σέβου . Γονεῖς αἰδοῦ . Φίλοις βοήθει . Μηδενὶ φθόνει . Ἀλήθειαν
7651178 οἰχησει
ἀπαλλαγῶμεν ἀνδρὸς ἁρπαγιστάτου . ἀλλ ' αὐτὸς ἀπαρτὶ τἀλλότρι ' οἰχήσει φέρων . ἐψάθαλλε λεῖος ὤν ἀργύρια μάραγναν οὐχ ὁρᾷς
ὡς ἐγᾦμαι , σαυτόν . ἀλλὰ καθελκύσας τὰς ναῦς ἀποπλέων οἰχήσει ; εἶτ ' οὐκ αἰσχύνει τὰς Νηρηίδας τὰς πρὸς
7650925 Πανακος
[ κδʹ . Πρὸς τὰς ἐκ τοκετοῦ χλωράς . ] Πάνακος ῥίζας τρίψας ἐν οἴνῳ γλυκεῖ δίδου πιεῖν νηστικῇ .
νίτρου λεάνας , δίδου πίνειν μεθ ' ὕδατος θαρρῶν . Πάνακος ῥίζης , κυμίνου , ἀνὰ δραχμὰς δύο , νίτρου
7643976 δυστυχεστατε
, οὐ περισσοτέραν . δίκαιον ] εὔλογον . κακόδαιμον ] δυστυχέστατε , κακότυχε . , ἄθλιε . τὸ ” οὐδὲν
οὐ κέκλοφα . οὐκ : Ὄψει ἐμὲ οὕτως ἔχοντα , δυστυχέστατε . Θ . . . χρηστοὺς : Ἀγαθούς .
7641864 Ἀντιστρεφει
λϚ πολλαπλασιάσας πεποίηκε τὸν σιϚ . Ἀντιστρέφει τῷ δʹ . Ἀντιστρέφει τῷ γʹ . καὶ ὡς ἄρα ὁ Α πρὸς
ἐφ ' ἑκάτερα ἐάν εἰσιν ἀσύμπτωτοι , παράλληλοι ἔσονται . Ἀντιστρέφει μέρος πρὸς ὅλον ἕκαστον τῶν πρὸ αὐτοῦ τριῶν .
7641463 ἀποτυγχανω
. Μεθόδιος , . , . . Ἁμαρτῶ : τὸ ἀποτυγχάνω : ἀπὸ τοῦ μάρπτω , τὸ καταλαμβάνω , ὅθεν
, , . . α . . Ἁμαρτάνω : τὸ ἀποτυγχάνω : ἀπὸ τοῦ ἁμάρτω ἁμαρτάνω , ὡς ἥδω ἁνδάνω
7639487 ἐγχειρων
νόμος οὐκ ἄν ποτε δύναιτο συστῆναι λεπτουργεῖν πρὸς τὰ ἀδικήματα ἐγχειρῶν . αἱ γὰρ ἀνομοιότητες τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων οὐδεμίαν ἐκφυγγάνουσαι
τυράννου καὶ ποῦ δίκαιος εἶ προφέρειν εἴ τίς τινα πείθειν ἐγχειρῶν ἀπέτυχεν ; εἰ δὲ σὺ μὲν στέργειν ἠξίους τοῖς
7638053 ΘΗΧ
ΘΗΧ πρὸς τὸ ὑπὸ ΖΕΧ . ἴσον δὲ τὸ ὑπὸ ΘΗΧ τῷ ὑπὸ ΧΕΖ : ἴσον ἄρα καὶ τὸ ὑπὸ
Σ , ΗΧ πρὸς τὸ ἀπὸ ΕΧ , τὸ ὑπὸ ΘΗΧ πρὸς τὸ ὑπὸ ΖΕΧ . ἴσον δὲ τὸ ὑπὸ
7635798 ἀρυστις
„ . Φιλόξενος . . . . . ἄρυστις : ἄρυστις : ἄρυσις καὶ ἄρυστις . οὕτως Φιλόξενος . .
. . . . ἄρυστις : ἄρυστις : ἄρυσις καὶ ἄρυστις . οὕτως Φιλόξενος . . . . . ἀφήτωρ
7635419 ἐφθισο
Πολύνεικες . σὺ ] Ἐτεόκλες . πρὸς φίλου γ ' ἔφθισο ] παρὰ ἀδελφοῦ ἐφθάρης . πρὸς φίλου γ '
γ ' ἔφθισο ] ἤγουν παρὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου . ἔφθισο ] ἐφθάρης . θ φίλον ] ἀδελφόν . ἔκτανες
7635408 ἀσσιου
, τερεβινθίνης λι αʹ , ἀφρονίτρου γο Ϛʹ , λίθου ἀσσίου ἄνθους γο Ϛʹ , λιβάνου γο Ϛʹ , ἐλαίου
, σμύρνης , πεπέρεως , ἁλῶν ὀρυκτῶν ῥυπαρῶν , λίθου ἀσσίου ἄνθους , στυπτηρίας σχιστῆς ἀνὰ γο αʹ , χαλβάνης
7634834 συγχριομενον
. αἷμα δὲ ζῶντος ὄνου μετὰ κροκοδειλίας βοτάνης καὶ ἐλαίου συγχριόμενον τεταρταΐζοντας ἰᾶται . Τὸ δὲ κρίκιον τοῦ χαλινοῦ αὐτοῦ
καὶ ἀποπαύειν πυρετούς . ] Κάχρυος σπέρμα μετ ' ἐλαίου συγχριόμενον , ἢ πύρεθρον μετ ' ἐλαίου θερμανθὲν καὶ ἐπιχρισθὲν
7633195 ἀπερχου
πολλοῦ γε καὶ δέω . . ἐγκόνει πάλιν ] σπεύδων ἀπέρχου . . ἂν ἱστορῇς ] ζητῇς . . τοιοῖσδε
οὗ δέομαι ; Ἐγὼ δέ σοι λέγω ὅτι ὡς τευξόμενος ἀπέρχου ; οὐχὶ δὲ μόνον , ἵνα πράξῃς τὸ σαυτῷ
7630756 τεθνηκας
' ἐς Ἄργος αὖ πάλιν . ὦ τλῆμον , εἰ τέθνηκας , ἐξ οἵων καλῶν ἔρρεις , Ὀρέστα , καὶ
σεωυτοῦ φονέα τεῖσαι . Κατὰ μὲν γὰρ τὴν τούτου προθυμίην τέθνηκας , τὸ δὲ κατὰ θεούς τε καὶ ἐμὲ περίεις
7630625 ΓΕΝΟΣ
' ὅμως τιμὴ ἀκολουθεῖ καὶ τούτοις . . ΤΡΙΤΟΝ ΑΛΛΟ ΓΕΝΟΣ . Τοῦτο τὸ γένος εἰκότως τρίτον , οὔτε νωθρὸν
τιμὴν βασιλικὴν , ἤγουν βασιλεῦσι πρέπουσαν . . ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΑΥΤΕ ΓΕΝΟΣ . Ὁ μὲν Ὀρφεὺς τοῦ ἀργυροῦ γένους βασιλεύειν φησὶ
7629657 Συηβου
τὸν Ἄλβιν ἀπὸ τοῦ εἰρημένου μέρους πρὸς ἀνατολὰς μέχρι τοῦ Συήβου ποταμοῦ , καὶ τὸ τῶν Βουργουντῶν τὰ ἐφεξῆς καὶ
ἀνατολὰς ἐπιστροφή λεʹ νϚʹ Χαλούσου ποτ . ἐκβολαί λζʹ νϚʹ Συήβου ποταμοῦ ἐκβολαί λθʹ ∠ ʹʹ νϚʹ Οὐιαδούα ποταμοῦ ἐκβολαί
7629091 Φιλοστεφανῳ
Φλεγύας Φλεγύαντος παρ ' Εὐριπίδῃ . , Ἐλέας Ἐλέαντος παρὰ Φιλοστεφάνῳ , Σατύας Σατύαντος παρ ' Ἡγησίππῳ . : εὑρέθη
τῶν τὸ πέλαγος πλεόντων ἀνθρώπων . Ἡ ἱστορία παρὰ τῷ Φιλοστεφάνῳ . . . ο , , , , .
7626625 Διδου
ὠφελεῖ . Παραπλησίως δὲ ποιεῖ καὶ ἡ προβατεία φύσα . Δίδου δὲ τὴν τέφραν μετ ' ὀξυκράτου . Ἄλλο :
καὶ σιλφίου ῥίζῃ τρίβων εἰς ποτὸν τοῖς δηχθεῖσιν δίδου . Δίδου δέ ποτε μὲν αὐτὰ μετ ' ἀλλήλων μιγνύς ,
7625142 ἐξεθρεψα
ἀνύειν βούλεται τὰς ἐπιθυμίας . ψευσθεῖσα ] ἀπὸ κοινοῦ τὸ ἐξέθρεψα . χειρωναξίας : τὰς διὰ χειρῶν ἐργασίας . ἐξεδεξάμην
σὺ τὸ παιδίον εὔχῃ ἀποθανεῖν . εἶτα σὺ πάλιν οἷον ἐξέθρεψα τεκνίον : πάλαι ἐκφέρει . βάλε κορασίδιον κομψὸν καὶ
7624078 βουκολεις
κἀγὼ , τὸν αὐτὸν ἄρ ' , ἔφην , ἐμοὶ βουκολεῖς , ὥστ ' εἰ νικῴη μ ' , οὐκ
ἐγώ . πῶς λέγεις ; ὥσπερ πέπρακται . μή με βουκολεῖς ὅρα . οὗ λαβεῖν ἔλεγχόν ἐστι ; καὶ τί
7623669 ἀνασταντος
κάθηται καὶ ἄλλη πάλιν προχειρίζεται ἡ λέγουσα ὅτι Σωκράτης , ἀναστάντος αὐτοῦ , οὐ κάθηται . εἰ δὲ καὶ δῶμεν
ἵνα προθείη τὴν δοκιμασίαν τῶν νόμων . θορύβου δ ' ἀναστάντος οἱ παρεσκευασμένοι τὰ ξιφίδια ἐπεσπάσαντο καὶ τοὺς ὑπάτους ἀντιλέγοντας
7623597 βαυ
' ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ
ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ '
7621671 ΔΕΑ
, Ε σημείοις γωνίαι ἴσαι . καὶ αἱ ὑπὸ τῶν ΔΕΑ , ΗΕΘ ἴσαι . λαμβανέσθωσαν γωνίαι διάφοροι : λοιπαὶ
. ἀλλ ' ὡς μὲν τὸ ΔΕΖ τρίγωνον πρὸς τὸ ΔΕΑ τρίγωνον , οὕτως ἡ ΕΖ εὐθεῖα πρὸς τὴν ΕΑ
7621195 προσκαλεσασθαι
. γνώσεσθε δ ' ἐκεῖθεν . οὐκ ἐνῆν ἄνευ τοῦ προσκαλέσασθαι δήπου τοῖς Λοκροῖς δίκην κατὰ τῆς πόλεως τελέσασθαι .
ἀγαθῶν ἐπὶ τοῦ Διός , εἰ δὲ μή , ἀπειλοῦσι προσκαλέσασθαι ἐπὶ τὸν ἀναδασμόν , ἐπειδὰν τὸ πρῶτον δίκας ὁ
7620941 ἀποτρεπομαι
δωροῦμαι , εἰς δῶρον αἱρῶ καὶ εἰς δῶρον αἱροῦμαι , ἀποτρέπομαι , εὐωχοῦμαι , καταρῶμαι , ἐκλαλῶ , ἀλλοτριοῦμαι ,
ἀθυμίαν παρέσχεν , ἅπαντ ' ἐρῶ πρὸς ὑμᾶς καὶ οὐκ ἀποτρέπομαι , ὅτι πολλῶν καὶ μεγάλων καὶ καλῶν ὄντων ὧν
7619104 πεισθω
] ] πεισθήσομαι , βούλει ἵνα πεισθῶ , ὑπακούω , πεισθῶ , ἀκούσαιμι . . ἔκστρεψον ] μετάλλαξον . ἔκστρεψον
εἶπον ὑπόπτερον τοῦτον ἢ αὐτὸν ἀργεῖν ἢ ἑτέρους ἐθίζειν ἐγὼ πεισθῶ ; οὐκ ἄρ ' ἐπίστασθαι δόξω τῶν πραγμάτων οὐδὲν
7618564 Χρυσιδα
κατὰ τῆς γῆς καὶ τὰ ἄλλα φάσματα ἠφανίσθη καὶ τὴν Χρυσίδα ἐξεπέμψαμεν περὶ αὐτό που σχεδὸν τὸ λυκαυγές . εἰ
. Μένανδρος δ ' ἐν Κόλακι τάσδε καταλέγει ἑταίρας : Χρυσίδα , Κορώνην , Ἀντίκυραν , Ἰσχάδα , καὶ Ναννάριον
7617134 λοιδορῃ
, ἔφη ὁ Διονυσόδωρος , λοιδορῇ , ὦ Κτήσιππε , λοιδορῇ . Μὰ Δί ' οὐκ ἔγωγε , ἦ δ
ὅτι τῇ τε βουλῇ καὶ τῇ σεαυτοῦ ἀρχῇ ταῦτα λέγων λοιδορῇ ; καὶ γὰρ ἡ βουλὴ διαναστᾶσα πρὸς τοὺς βασιλεῖς
7617068 Ἀσσιου
καὶ χορταρίοις . ἔοικε δὲ τῇ χρόᾳ τῷ ἄνθει τοῦ Ἀσσίου λίθου , τῷ δ ' ὅλῳ τύπῳ ἀλκυονίῳ τῷ
μορίων , καὶ ἀνώδυνοι ταχέως ἐγένοντο . Πευκεδάνου ῥίζης , Ἀσσίου λίθου ἄνθους , προπόλεως λιπαρᾶς ἀνὰ # β ,
7615678 ὑπερενεγκειν
περιγράψασθαι περιγράψαι , σκιὰν ὑποβαλέσθαι , σκιὰν περιενεγκεῖν , σκιὰν ὑπερενεγκεῖν , χρῶσαι ἐπιχρῶσαι ἀποχρῶσαι , ἄνθεσι φαιδρῦναι , χρᾶναι
Ἱστορεῖται τοίνυν ὁ μὲν Λυσίας καλλιεπείᾳ τῶν καθ ' αὑτὸν ὑπερενεγκεῖν , ἐρᾶν δὲ τῶν παίδων τὸν ἀκόλαστον ἔρωτα ,
7614858 Θυμου
μὴ χρῶ . Νόμοις πείθου . Νόει τὸ δίκαιον . Θυμοῦ κράτει . Ἀρετὴν ἐπαίνει . Κακοὺς μίσει . Τὸν
ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται . Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι . Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν . Θεοῦ ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν
7614800 χασκεις
” Μέλλων ὁδεύειν τῆς κυνός τις ἑστώσης εἶπεν “ τί χάσκεις ; πάνθ ' ἕτοιμά σοι ποίει : μετ '
μεμνῆσθ ' ἃ λέγω , πρόσεχ ' οἷς φράζω , χάσκεις αὐτός . βλέψον δεῦρ ' εἴ πως αὐτὰ φράσεις
7614626 Ἀπαιολη
Ἀπαιόλη ] ἀποστέρησις . Ἀριστοφάνης ὀξεῖαν τὴν ἐσχάτην φησίν , Ἀπαιολή . ἐρωτηματικῶς . βοάσομαί γ ' ἄρα : διπλῆ
Ἀπαιόλη ] ἀποστέρησις . Ἀριστοφάνης ὀξεῖαν τὴν ἐσχάτην φησίν , Ἀπαιολή . ἐρωτηματικῶς . βοάσομαί γ ' ἄρα : διπλῆ
7613875 κτισεσι
καὶ Ἄρεως καὶ Ἑρμοῦ ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι τὴν Σελήνην κενοδρομοῦσαν καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς καὶ
καὶ Ἄρεως καὶ Ἑρμοῦ ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι κενοδρομοῦσαν τὴν Σελήνην καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς ,
7613456 Ἰσχιαδικον
' ἵππου ἁρμόζουσά πως τῷ πάθει τούτῳ καὶ ἀναφώνησις . Ἰσχιαδικὸν ἐπίθεμα . Πίσσης ξηρᾶς # δ , θείου ἀπύρου
καὶ ἐλαίου γο βʹ καὶ τὰ λοιπὰ ὡς προείρηται . Ἰσχιαδικὸν θαυμάσιον . Λιβάνου , εὐφορβίου , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος ,
7612662 Ἀντιασας
ἐπιτιθήσας . αἰόλος : διὰ τὴν πανουργίαν , πανοῦργος . Ἀντιάσας : ἐξ ἐναντίας ἐλθὼν , συναντήσας τὴν νῆα .
κακῆς . Ἅλμενος : πηδήσας . ἀνέσχε : ἀνῆλθεν . Ἀντιάσας : συναντήσας . Κέκλεται : σημαίνει . αὖ :
7611957 παροινησας
Ἀριστάρχου γοῦν τινος ἐρασθεὶς μειρακίου , καὶ δι ' αὐτὸ παροινήσας εἰς Νικόδημον , ἐξέκοψεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς . Παραδέδοται
ἐπαινεθῆναι , μείνας ἐντὸς τῶν τῆς ὀρχήσεως ὅρων καὶ μὴ παροινήσας εἰς τὴν ὑπόκρισιν . Ταῦτά σοι , ὦ φιλότης
7611804 υνʹ
εἰς Πάταρα στάδιοι ψʹ . Ἐκ Ῥόδου εἰς Καῦνον στάδιοι υνʹ . Ἐκ Ῥόδου εἰς νῆσον Ῥόπουσαν στάδιοι τνʹ .
εἰς Σιγνάτιος ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι φʹ , [ στάδιοι ] υνʹ . Ἀπὸ δὲ Σιγνάτιος ποταμοῦ ἐκβολῶν εἰς Κουρίαννον ἀκρωτήριον
7611396 σθενω
, ὦ θανών μοι πάτερ , ὅσον γ ' ἐγὼ σθένω , οὔποτε κεκλήσηι δυσσεβὴς ἀντ ' εὐσεβοῦς . οὐδείς
. . κέπφε : Λάρε . Θ . . . σθένω : Δύναμαι . Θ . . πολυπραγμονεῖν : Τὸ
7610339 τευχηστην
μηχανῆς πεποιημένον . . χρυσήλατον ] ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένον . τευχηστὴν ] ὡπλισμένον . . ἡγουμένη ] προοδοποιοῦσα . .
] ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένον . θ τευχηστὴν ] ὁπλίτην . τευχηστὴν ] στρατιώτην , ὁπλίτην . τευχηστὴν ] στρατιώτην .

Back