| , ἐν ᾗ προσάγειν ἄρτους ἔθος , οἳ καλοῦνται πρωτογεννημάτων ἐτύμως , ἐπειδήπερ εἰσὶν ἀπαρχὴ γεννημάτων καὶ καρπῶν ἡμέρου τροφῆς | ||
| ὡς εἶπε Πλάτων , ἀλλὰ γυνὴ γῆν μεμίμηται , ἣν ἐτύμως τὸ ποιητικὸν γένος παμμήτορα καὶ καρποφόρον καὶ πανδώραν εἴωθεν |
| φερέσβιος ἠδ ' Ἀιδωνεύς Νῆστίς θ ' , ἣ δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον . ἀγένητα : στοιχεῖα . παρ ' | ||
| ὡς φάτις ἀνδρῶν , χιών τ ' οὐδαμὰ λείπει , τέγγει θ ' ὑπ ' ὀφρύσι παγκλαύτοις δειράδας : ᾇ |
| , τὴν δὲ γῆν τὸν Ἀιδωνέα , Νῆστιν δὲ καὶ κρούνωμα βρότειον οἱονεὶ τὸ σπέρμα καὶ τὸ ὕδωρ . Σωκράτης | ||
| ἠδ ' Ἀιδωνεύς Νῆστίς θ ' , ἣ δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον . ἐκ πέντε δὲ Ὄκκελος ὁ Λευκανὸς καὶ |
| . ἀμέτρητ ' ] ἄπειρε . μετέωρον ] κρεμαμένην . Αἰθὴρ ] πῦρ . βροντησικέραυνοι ] αἱ τὰς βροντὰς καὶ | ||
| πνεύματα : ὁ δὲ αἰθὴρ ἔρημος τούτων ἁπάντων καθέστηκεν . Αἰθὴρ ] * Ἐνταῦθα θηλυκῶς κεῖται , καθ ' ὁμοιότητα |
| πατρὸς τυμβωρύχος : Οἷον τυμβωρύχου πατρός . 〚 ἐπειδὴ ὁ χθόνιος λέγεται μὲν καὶ ὁ γήϊνος : λέγεται δὲ καὶ | ||
| ' εἴη τελευτά ? . [ ] γετε ? χώρας χθόνιος ? ? μνοις ! ! ! ! ! ! |
| , ὡς ὅταν λέγωσιν ἐνάλιος Ζεύς , χθόνιος Ζεύς , αἰθέριος Ζεύς , ὁ δὲ πρὸ τῶν τριῶν , ὡς | ||
| Πτολεμαίων φιλοσόφων ἑτέρων μερὶς οὐ μετρία καὶ ὁ ἐκ Σταγείρων αἰθέριος νοῦς , ὁ τοῖς νέοις σοφοῖς τοῖς ἀνεγνωκέναι μαθήματα |
| δένδρεα μὲν καρπὸν χέον ἄσπετον , ἀμφὶ δὲ ποσσίν αὐτομάτη φύε γαῖα τερείνης ἄνθεα ποίης : θῆρες δ ' εἰλυούς | ||
| μύκον οὐρανοῦ καὶ τὸ τοῖσι δ ' ὑπὸ χθὼν δῖα φύε , καὶ ὅλως τὸ τὰ ἀδύνατα καὶ ἄπιστα τερατεύεσθαι |
| τρυφεροῖς . * ἀγλαύροισιν : θαλεροῖς * ἀγαλλομένη : χαίρουσα τερπομένη λύγος δέ ἐστιν εἶδος φυτοῦ ἔχον κλάδους πέντε . | ||
| οὐ γὰρ ὡς θηρίον ἐκ φωλεῶν ἡ μήτρα προέρπει , τερπομένη μὲν τοῖς εὐώδεσι , φεύγουσα δὲ τὰ δυσώδη , |
| ἐλευθερίας πορίσας ἀτραπόν . Σχέτλια πεπόνθαμεν : τοῖς γὰρ ἄλλοις οὖθαρ καὶ μῆτραι καὶ ἧπαρ δρόσῳ προσεοικὸς [ διὰ τὴν | ||
| ἐπιψαύουσα σὰρξ καὶ ἐπιπολῆς τοῖς ὀστέοις ὑπάρχουσα . ὅτι τὸ οὖθαρ σπανίως ἔστιν εὑρεῖν ἐπὶ τῶν ἄλλων ζῴων λεγόμενον : |
| ἔργ ' ἀνδρῶν τε θεῶν τε , τά τε κλείουσιν ἀοιδοί : τῶν ἕν γέ σφιν ἄειδε παρήμενος , οἱ | ||
| : πολλὰ ψεύδονται ἀοιδοί . παροιμία , ὅτι πολλὰ ψεύδονται ἀοιδοί , ἐπὶ τῶν κέρδους ἕνεκα καὶ ψυχαγωγίας ψευδῆ λεγόντων |
| βέλος , καὶ ἀπέκτεινε τὸν ἄνδρα . Κηρύλος δὲ καὶ ἀλκυὼν ὁμόνομοι καὶ σύμβιοι . * * καὶ γήρᾳ γε | ||
| ἀντέθηκεν οὖν αὐτῷ κουρέα . [ Ἄλλως . ὁ ἄρσην ἀλκυὼν κηρύλος λέγεται . ἐν δὲ ταῖς συνουσίαις ἀποθνήσκει . |
| : Χάος ἦν καὶ Νὺξ Ἔρεβός τε μέλαν πρῶτον καὶ Τάρταρος εὐρύς : γῆ δ ' οὐδ ' ἀὴρ οὐδ | ||
| ὡς Χάος πρῶτον , ἐπὶ δὲ αὐτῷ Γῆ τε καὶ Τάρταρος καὶ Ἔρως γένοιτο : Σαπφὼ δὲ ἡ Λεσβία πολλά |
| ὁμοίοισίν τε δόλοισι θήρασσαν καὶ θῶας ἀναιδέας , ἠδὲ γένεθλα πορδαλίων ἀπάτησαν , ἀτὰρ πολὺ μείοσι βόθροις : κίονα δ | ||
| Χοροιτυπέουσι : χόροισιν . νομῆαι : νομαὶ , ἀγέλαι τῶν πορδαλίων . Νευστάζουσι : κλίνουσιν . Κῶμα : μέθυ , |
| ἥρμοστο τῷ Πινδάρῳ ἡ λύρα . ἁρμονίαι δὲ πλείονες : Δώριος , Φρύγιος , Λύδιος . τὸ δὲ ἀπὸ δύναται | ||
| Περὶ κωμῳδίας . εὐλάχα : τὸ ἄροτρον παρὰ Θουκυδίδῃ . Δώριος δὲ ἡ λέξις . εὐνάς : ἰδίως Θουκυδίδης τὰ |
| γὰρ Πελοπόννησον ᾤκισαν οἱ Δωριεῖς οἱ σὺν Ἡρακλείδαις . μὴ φυῆ , Μελιτῶδες : ἀντὶ τοῦ : μηδεὶς γένοιτο , | ||
| γὰρ Πελοπόννησον ᾤκισαν οἱ Δωριεῖς οἱ σὺν Ἡρακλείδαις . μὴ φυῆ , Μελιτῶδες : ἀντὶ τοῦ : μηδεὶς γένοιτο , |
| . καὶ Ὅμηρος : Ἀσίῳ ἐν λειμῶνι . καὶ ἡ κιθάρα Ἀσία λέγεται , ἐπεὶ ἐν Λυδίᾳ πρῶτον εὑρέθη . | ||
| : Γεννᾶται δὲ καὶ ἐν τῷ Παγγαίῳ ὄρει βοτάνη , κιθάρα καλουμένη διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν . Διασπαράξασαι τὸν Ὀρφέα |
| γὰρ αὐλός ἐστιν ἢ κιθάρα ἢ διὰ φωνῆς μελῳδία ἢ τραγικὴ δραματουργία ἢ κωμικὴ γελωτοποιία : ὁ δὲ ὀρχηστὴς τὰ | ||
| ὀνόματα ἁπλᾶ ἢ σύνθετα δισύλλαβα , οὗ μορφή τις ἐμφαίνεται τραγικὴ ἢ πάλιν ταπεινή , ἢ ἄθεα ὀνόματα , οἷον |
| τοῖς νεκροῖς ἐπιχεομένη , οὐ καθολικῶς , ὡς μέλαινα καὶ φερέσβιος . Ζηνόδοτος δὲ ἠθέτει : παρὰ Ἀριστοφάνει δὲ οὐκ | ||
| ἠθέτει : παρὰ Ἀριστοφάνει δὲ οὐκ ἦν . . . φερέσβιος . Π , , . , φερέσβιος , . |
| ἀνήρ , φίλος ὄχθος : φίλα γὰρ κέκευθεν ἤθη . Ἀιδωνεὺς δ ' ἀναπομπὸς ἀνίει , Ἀιδωνεύς , οἶον ἀνάκτορα | ||
| ἀλληγορίαν μεμίμηται ; Ζεὺς ἀργὴς Ἥρη τε φερέσβιος ἠδ ' Ἀιδωνεὺς Νῆστίς θ ' , ἣ δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον |
| σου πάντα τραυλίζοντος , ὅτι νοοίης . εἰ μέν γε βρῦν εἴποις , ἐγὼ γνοὺς ἂν πιεῖν ἐπέσχον : μαμμᾶν | ||
| βρῦν “ πρόσφθεγμα παιδικῶν καὶ νηπίων . πρόσφθεγμα παιδικόν . βρῦν εἴποις ] δι ' οὗ ἐμφαίνουσι τὰ βρέφη , |
| ' ἡμᾶς : πεποίηται γὰρ ἡμῖν ἱερὸν τῆς Ἀρτέμιδος μάλα ἀριπρεπές , καὶ περίφυτος ὁ χῶρος καὶ ἀνεῖται ἱερὸς εἶναι | ||
| . Αὐτορόφοιο : αὐτοῦ . Γραπτόν : γράφεται γναπτόν . ἀριπρεπές : ὄμορφον . Τῶν οὐδέν : ἀσπαλάκων δὲ πέρι |
| ! ! ! ! ! ! ! ! ! ] ηνη ! ! [ ! ! ! ! ] ? | ||
| ! ! ! ] ? [ ] ουσευ [ ] ηνη ! [ ] ασπαι [ ] ευ ! [ |
| * αἰθομένωι πυρὶ γείτων [ ] / * * σα πολυσπερέων [ γένος ] ἀνδρῶν / * * κλητι ? | ||
| θαῦμα , παρ ' ἐσχατόωντα Γάδειρα , μακρὸν ὑπὸ πρηῶνα πολυσπερέων Ἀτλάντων , ἧχί τε καὶ χάλκειος ἐς οὐρανὸν ἔδραμε |
| ' ἐφελκυσάμην . Ὥσπερ σκύφος γάλακτος ἢ καὶ κισσύβη ἡ βουκολικὴ πᾶσιν ἄγκειται βίβλος : τοιγὰρ ῥοφῶμεν οἱ θέλοντες τὸν | ||
| . μήποτε οὖν τὸ χαῖον ἐγκεῖσθαι , ὅ ἐστιν ἡ βουκολικὴ ῥάβδος , καὶ τὸν ἐρύσω μέλλοντα . διχῶς οὖν |
| τρεῖς δ ' εἰσὶ τῆς σκηνικῆς ποιήσεως ὀρχήσεις , τραγικὴ κωμικὴ σατυρική . ὁμοίως δὲ καὶ τῆς λυρικῆς ποιήσεως τρεῖς | ||
| δέ γε τὸ μισεῖν κοινότερον ἐπὶ τοῦ ἐχθραίνειν τεθὲν ἡ κωμικὴ σεμνότης ἐπὶ μίξεων ἔθετο ἀσέμνων . Ἀριστοφάνης γοῦν μισητίαν |
| καθ ' ὃ καὶ Ὅμηρος εἴρηκεν „ Ἀσίῳ ἐν λειμῶνι Καϋστρίου ἀμφὶ ῥέεθρα . „ ἀναληφθεῖσα δ ' ἀξιολόγως ὕστερον | ||
| χηνῶν ἢ γεράνων ἢ κύκνων δουλιχοδείρων , Ἀσίῳ ἐν λειμῶνι Καϋστρίου ἀμφὶ ῥέεθρα ἔνθα καὶ ἔνθα ποτῶνται ἀγαλλόμεναι πτερύγεσσιν , |
| θάλασσαν καὶ τὴν ἄπειρον γῆν καὶ τὰ ὄρη καὶ τὴν αἰθερίαν ὁδὸν τῶν ἀστέρων μετρήσασθαι δύνανται . Ἀλλὰ τῆς μὲν | ||
| ἀλλοτρίας διαφθοράν , τῶν κυρίων παρῆκεν . εἴσηι δ ' αἰθερίαν τε φύσιν τά τ ' ἐν αἰθέρι πάντα σήματα |
| ὀϊστόν : οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι , ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν φόρμιγγ ' ἐλελίζων κλεινᾶς ἐξ Ὀπόεντος : αἰνήσαις ἓ καὶ | ||
| ἢ βέλη , ὅταν ἀποτυχόντα τοῦ σώματος χαμαὶ πέσῃ . φόρμιγγ ' ἐλελίζων : ἀντὶ τοῦ τῇ κιθάρᾳ τὸν ἐπίνικον |
| ? ? δῶμα βέβαλοι , οὐδ ? ? ' ἐσιδῆν φαέεσσι [ θέλω νέκυν ] , οὐδὲ γοᾶσαι γυμναῖσιν χαίταισιν | ||
| Τυνδαρέου θαλερὸν λέχος ] εἰσαναβᾶσα Λήδη ἐυπλόκαμος ? [ ἰκέλη φαέεσσι ] σελήνης γείνατο [ Τιμάνδρην τε Κλυταιμήστρην ] τε |
| . Κλειὼ μὲν γὰρ ἐφεῦρε ῥητορικήν , Εὐτέρπη αὐλητικήν , Θάλεια κωμῳδίαν , Μελπομένη τραγῳδίαν , Τερψιχόρη κιθαρῳδίαν , Ἐρατὼ | ||
| ἐχομένας ἀλλήλων . εἰσὶ δὲ ταῦτα τὰ ὀνόματα τούτων : Θάλεια , Εὐφροσύνη καὶ Ἀγλαΐα . ταύτας δὲ οὕτως ἐζωγράφουν |
| Παπαῖος , Γῆ δὲ Ἀπί , Ἀπόλλων δὲ Γοιτόσυρος , Οὐρανίη δὲ Ἀφροδίτη Ἀργίμπασα , Ποσειδέων δὲ Θαγιμασάδας . Ἀγάλματα | ||
| Διὸς αἰγιόχοιο . . . Σ , “ λίνον ” Οὐρανίη δ ' ἄρ ' ἔτικτε Λίνον πολυήρατον υἱόν : |
| ' : ἢ τὸ Λοξίου οὐκέτι βροτοῖσι διὰ ς ' ἐτήτυμον στόμα . ἀλλ ' εὐμενὴς ἔκβηθι βαρβάρου χθονὸς ἐς | ||
| ' αὐτοῦ κήδε ' ἐνίσπες καί μοι τοῦτ ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον , ὄφρ ' ἐῢ εἰδῶ : τίς πόθεν εἰς |
| ' ὁ Χῖος ὡς περὶ αὐλῶν λέγει : Λυδός τε μάγαδις αὐλὸς ἡγείσθω βοῆς . καὶ Ἀρίσταρχος δὲ ὁ γραμματικός | ||
| ἐν δευτέρῳ περὶ ὀνομασιῶν λέγει οὕτως : ‚ ὁ δὲ μάγαδις καλούμενος αὐλός ‚ καὶ πάλιν μάγαδις ἐν ταὐτῷ ὀξὺν |
| δὲ κληῖδα τὸν μοχλόν . κλήθρη δένδρου γένος : “ κλήθρη τ ' αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος . ” | ||
| ' ὕφαινεν . ὕλη δὲ σπέος ἀμφὶ πεφύκει τηλεθόωσα , κλήθρη τ ' αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος . ἔνθα |
| τὸ αὔω , τὸ φωνῶ , αὐλός , ὡς δαίω δαυλός , . , . . . + , . | ||
| Τὰ εἰς ΑΥΛΟΣ δισύλλαβα μονογενῆ μὴ κύρια ὀξύνεται : αὐλός δαυλός καυλός . τὸ δὲ Βραῦλος Παῦλος Δαῦλος κύρια . |
| : ὑπερβατὸν κατὰ λέξιν . τολμηρᾷ κραδίᾳ : ἐν . ἔδρακον : μετάθεσις : ἐνόησαν , εἶδον , ἰωνικῶς , | ||
| δὲ δεύτερον ἴσατε καὶ ἴστε , τὸ τρίτον ἴσασιν . ἔδρακον : κατενόησαν , εἶδον , ἔμαθον . γίνεται ἀπὸ |
| ' ἐννέα εὗρον , Κλειὼ ἱστορίαν , Θάλεια φυτουργίαν , Εὐτέρπη αὐλοὺς , Μελπομένη ᾠδὴν , Τερψιχόρη χορείαν , Ἐρατὼ | ||
| δὲ καὶ τὰ ὀνόματα αὐτῶν ἀποφαίνεται λέγων Κλειώ τ ' Εὐτέρπη τε Θάλειά τε Μελπομένη τε Τερψιχόρη τ ' Ἐρατώ |
| σ καταλήγουσαν , διὰ τοῦ ι γράφονται : οἷον , κυπάρισσος : νάρκισσος : Μέλισσος : Κύρμισσος : Πόλισσος : | ||
| γένηται . χαίρει δὲ μᾶλλον καθύγροις καὶ σκεπηνοῖς τόποις . κυπάρισσος δὲ ὁ ἄρρην ἄγονός ἐστιν . Μυρσίνη παῖς ἦν |
| χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε , πολλάκι ματέρ ' Ἐρώτων οὐράνιαι πτάμεναι νόημα ποττὰν Ἀφροδίταν : ὑμῖν ἄνωθεν ἀπαγορίας ἔπορεν | ||
| : ὄντα μὲν αἱ ἄυλοι οὐσίαι καὶ ἀσώματοι καὶ αἱ οὐράνιαι σφαῖραι καὶ αἱ τῶν στοιχείων ὁλότητες , γινόμενα δὲ |
| μόναυλον εὐθὺς πῶς δοκεῖς κούφως ἀνήλλετο . Σοφοκλῆς : οἴχωκε κροτητὰ πηκτίδων μέλη , λύραι μόναυλοί τε . Ἀναξανδρίδης : | ||
| μοναύλου μνημονεύει Σοφοκλῆς μὲν ἐν Θαμύρᾳ οὕτως : οἴχωκε γὰρ κροτητὰ πηκτίδων μέλη , λύρᾳ μοναύλοις τε χειμωντεως ναος στέρημα |
| κοσμικὸς ἔλεγχος , ἀκήρατος φλόξ , ἀδιάστατον φέγγος , κεχορηγημένη λαμπάς , οὐράνιος ὁδοιπόρος , ἡμέρας κόσμιον . Οὐρανοῦ πορφύρα | ||
| ψιὰς ἡ κατὰ λεπτὸν τοῦ ὕδατος ἔκδοσις , ὡς λάμπω λαμπάς , ἴλλω ἰλλάς : Ὅμηρος : ἰλλάσιν οὐκ ἐθέλοντα |
| ' Ὁμήρῳ αἵμονα θήρης . δαίω οὖν καὶ δαίνεα καὶ δήνεα . δεῖν . συναλοιφὴ τοῦ δέον δεῖν , ὡς | ||
| βασιλεῦ . παναίολα : ποικίλα , πυκνὰ , πανοῦργα . δήνεα : βουλεύματα , βουλάς . Ἰχθυβόλου : τῆς ἁλιευτικῆς |
| οὕτως : μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς . Δωρόθεος δ | ||
| φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς , ψῆττα , |
| καταλιμπάνει ἔξωθεν ὀλίγην ὁ βάτραχος πρὸς δέλεαρ τῶν ἰχθύων . τιταίνει : ἄνω ἐξαπλοῖ , ἐξαπλοῖ , ἀναπέμπει . Γένυος | ||
| ; πόθεν ; Ἐξηκεστίδης ἔχων λύραν , ἔργον Εὐδόξου , τιταίνει ψίθυρον εὐήθη νόμον . Χωρεῖ ' πὶ γραμμὴν λορδὸς |
| εὐτελὴς ] φαῦλος . . ὤπασε ] ἱστόρησε . . ἐτύπωσε . . ἱέντα ] πέμποντα . . λιγνὺν ] | ||
| πρὸς ἑαυτόν , ὡς ἐνῆν ἀνθρώπινον νοῦν ἀνασπασθῇναι , καὶ ἐτύπωσε κατὰ τὰς ἐφικτὰς νοηθῆναι δυνάμεις . εἰς δὲ τὸ |
| διὰ τὸν ἀναχωματισμόν . Ἀϊδωνεὺς δ ' ἀναπομπὸς : ὁ Ἀϊδωνεὺς δὲ ὁ ἀναπομπὸς τῶν νεκρῶν ἀνίει καὶ ἀναπέμψει καὶ | ||
| ἠὲ καὶ φεῦ : εἶτα διὰ μέσου ἐρεῖς τὸ ὁ Ἀϊδωνεὺς δέ , ὁ Ἀϊδωνεὺς εἴην ἂν ἀναπομπός , ἀντὶ |
| μέσα τοῦ Κήτους καὶ ἡ Γοργὼ καὶ τοῦ Περσέως ἡ ἅρπη καὶ τὸ ἥμισυ τοῦ Δελτωτοῦ καὶ τὸ μέσον τοῦ | ||
| ζῷον . . . . ἁρπῶ : ἐξ οὗ τοῦ ἅρπη παρηγμένον , τοῦ σημαίνοντος τὸ ὄρνεον , ὡς φωνή |
| ἡ πολυτελὴς καὶ δαψιλής . πεποίηται ἢ παρὰ τὰ συβάρεια ἐπιφθέγματα , ἅπερ ἐστὶ παρ ' Ἐπιχάρμῳ , ἢ παρὰ | ||
| [ Περδίκα Ἀγρίππα ] σίττα , ψίττα ποιμενικὰ καὶ βουκολικὰ ἐπιφθέγματα . ἔλεγον δὲ ταῦτα διώκοντες τὰ πρόβατα καὶ τὰς |
| εἴδη ὀρχήσεως , ὡς καὶ Ἡσύχιος ὁ Ἰλούστριός φησιν : ἐμμέλεια μὲν τραγική , σίκιννις σατυρική , κόρδαξ δὲ κωμική | ||
| ἀπόσκημμα : ἀπέρεισμα . Αἰσχύλος Ἀργείαις . , . : ἐμμέλεια : εἶδος ὀρχήσεως . . . τραγικὴ δὲ ἡ |
| : κρατὴρ ἐξερροίβδητ ' οἴνου : πρόποσις χωρεῖ : λέπεται κόρδαξ : ἀκολασταίνει νοῦς μειρακίων : πάντ ' ἐστ ' | ||
| ποιοῦνται . . , : ὅτι δὴ γένος ὀρχησμοῦ ὁ κόρδαξ , Ἀριστόξενος ἐν τῷ περὶ τραγικῆς ὀρχήσεως δηλοῖ οὕτως |
| καλοῦνται καὶ ὀροφίαι . * φράζονται : λέγουσι , καλοῦσι ἀκοντίαι : οὕτως διατρέχοντες κατὰ τὰ ἀκόντια . ἄλλα δὲ | ||
| τε πολυστεφέας τε μυάγρους φράζονται , σὺν δ ' ὅσσοι ἀκοντίαι ἠδὲ μόλουροι ἠδ ' ἔτι που τυφλῶπες ἀπήμαντοι φορέονται |
| ' Ἐλευθεραῖς Ὑσιαί τὸν μὲν κίκλησκε Ζῆθον : ἐζήτησε γὰρ τόκοισιν εὐμάρειαν ἡ τεκοῦσά νιν . λαμπρός θ ' ἕκαστος | ||
| Οἰδίποδι : οὔτε γὰρ ἔκγονα κλυτᾶς χθονὸς αὔξεται : οὔτε τόκοισιν ἰήων καμάτων : τῶν θρηνητικῶν . Ἴδρις . εἴδω |
| αὐτὴν φυλάττει γραφήν : οἷον , ἀκλινής : εὐκρινής : ἄφθιτος : κατάκριτος . Κοίτη ἀπὸ τοῦ κῶ ῥήματος , | ||
| τόσσον ἐλαφρότατοισι περιπροφέρουσι πόδεσσιν Κάσπειροι μετὰ φῦλα τά τ ' ἄφθιτος ἔλλαχεν ἠώς . ἔδει οὖν ὡς Στάγειρος Σταγειρίτης , |
| μέγα φρεσὶν ἡμετέρηισιν . ἄνδρες ὕδωρ ναίουσιν ἀπὸ χθονὸς ἐν πελάγεσσι : δύστηνοί τινές εἰσιν , ἔχουσι γὰρ ἔργα πονηρά | ||
| ὑποβρυχίην σε γαλήνη ; ἀλλὰ καὶ ἐν ποταμοῖσι καὶ ἐν πελάγεσσι θαλάσσης Νηιάδες ζώουσι καὶ οὐ κτείνουσι γυναῖκας . ὣς |
| , περιφορὰ δὲ ἡ περὶ τὸν αὐτὸν τόπον στροφή . κίθαρις καὶ κιθάρα διαφέρει . κίθαρις μὲν γάρ ἐστιν ἡ | ||
| δὲ παρ ' ἱστῶι Ἀσιὰς ἔλεγον ἰήιον Θρῆισς ' ἐβόα κίθαρις Ὀρφέως μακροπόδων πιτύλων ἐρέτηισι κελεύσματα μελπομένα , τοτὲ μὲν |
| ταῦτα δὲ ἔλεγεν , οὐχ ὥσπερ οἱ πολλοὶ τῶν λεγομένων ἐνθέων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν , ἀσθμαίνουσα καὶ περιδινοῦσα τὴν κεφαλὴν | ||
| , Παρμενίδης : ἀλλ ' ὑπ ' ἐκείνων μὲν ἅτε ἐνθέων ἄνευ αἰτίας εἴρηται : ἐνθουσιῶντες γὰρ ἔλεγον . Ἐπειδὴ |
| ' ἔρνεα τηλεθάοντα πολλὸν ὑπὲρ γαίης ὀρθοσταδὸν ἠέξοντο : Ἑσπέρη αἴγειρος , πτελέη δ ' Ἐρυθηὶς ἔγεντο , Αἴγλη δ | ||
| : πέπτω πέπειρος : ὀνῶ τὸ ὀφελῶ ὄνειρος : ἀΐσσω αἴγειρος : ἥδω Ἄνδειρος ὄνομα ποταμοῦ : κονῶ Κόνειρος ὄνομα |
| οὐράνιαι φλόγες ἁγναὶ Ἠελίου , Μήνης θ ' ἱερὸν σέλας Ἄστρα τε πάντα : καὶ σύ , Ποσείδαον γαιήοχε , | ||
| λυπῆσαι μειζόνως . ἐπέρχεταί μοι τὸ τοῦ Πινδάρου προσθεῖναι , Ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου τὴν ἀωρίαν τὴν |
| . Γ ἰπνὸς δὲ ὁ φοῦρνος , κυρίως μὲν ἡ κάμινος . . . ἡ ἐσχάρα . καὶ ἴπνια τὰ | ||
| : πᾶς τεχνίτης διὰ πυρὸς ἐργαζόμενος . βαῦνος γὰρ ἡ κάμινος . ῥητορική . Σοφοκλῆς , οἷον . οὐ γὰρ |
| , . * , + Αἰών : ἡ ζωή , θηλυκῶς : Ὅμηρος : αὐτὸς δὲ φίλης αἰῶνος ἀμερθῇς . | ||
| Ναρύκιον δὲ οὐδετέρως . λέγεται καὶ Ναρύκη , καὶ Ναρυκαῖος θηλυκῶς καὶ οὐδετέρως . Νασαμῶνες , ἔθνος ἐν Λιβύῃ , |
| ῥείτω χἁ Συβαρῖτις : πηγὴ Ἰταλίας περὶ Θούριον . ῥείτω χἁ Συβαρῖτις ἐμὶν μέλι : πηγὴ ἐν Σικελίᾳ . ἁ | ||
| ὁ γὰρ κύαμος διψοποιός , καὶ πόσεως χάριν φησίν . χἁ στιβάς : ὑποστρώσομεν καὶ στιβάδα πήχεως . στιβάς : |
| δισύλλαβα βαρύνεται , εἰ μὴ περιεκτικὰ εἴη : Ῥήνη Σήνη φήνη γλήνη . τὸ μέντοι σκηνή ὀξύνεται ὡς προσηγορικὸν περιεκτικὴν | ||
| ” ἀντὶ τοῦ εἰς τὴν ἀπὸ τῆς φηγοῦ τροφήν . φήνη εἶδος ὀρνέου . καὶ “ φήνοι Αἰγυπτιακοὶ γαμψώνυχες . |
| ἄλογος καὶ ἐμπαθὴς ζωή : καὶ τοῦτο ἔστιν ὅ φησι πολυώνυμον καὶ πολυμελὲς αὐτὸς , καὶ αὕτη ἡ ὕδρα καὶ | ||
| τρίτῳ Περὶ ῥητορικῆς , τοῦ ἑτέρου συνωνύμου δεόμεθα , ὅπερ πολυώνυμον ὁ Σπεύσιππος ἐκάλει . καὶ οὐ καλῶς ὁ Βόηθος |
| νῦν δέ μιν ἀκλειῶς Ἅρπυιαι ἀνηρέψαντο : οἴχετ ' ἄϊστος ἄπυστος , ἐμοὶ δ ' ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν | ||
| ἔπλετο μῦθος : ταχὺς , ἄλοχος . . . . ἄπυστος : ἀνήκουστος : ἀπὸ τοῦ πεύθω πέπευσμαι πέπευσται πευστός |
| παντολέτειρα , αὐξιθαλής , φερέκαρπε , καλαῖς ὥραισι βρύουσα , ἕδρανον ἀθανάτου κόσμου , πολυποίκιλε κούρη , ἣ λοχίαις ὠδῖσι | ||
| ὁ δ ' Ἡσίοδος ” Δωδώνην φηγόν τε , Πελασγῶν ἕδρανον „ ᾖεν . „ περὶ μὲν οὖν τῶν Πελασγῶν |
| Μίδας . 〛 ὡς ἥδομαι : Λίαν εὐφραίνομαι . . θρεττανελὸ τὸν Κύκλωπα : 〚 Ἡ τοῦ Κύκλωπος ἱστορία δήλη | ||
| . κιναβρώντων ] δυσωδῶν . κι - τράγοι ] ά θρεττανελὸ ] α βληχώμενοι ] λέγοντες τουτονὶ ] ὶ καλλαβόντες |
| τῶν κεφαλῶν . Δᾴδων : τῶν δᾳδίων . ἡ εὐθεῖα δαΐς , δαΐδος : ἡ γενικὴ τῶν πληθυντικῶν δαΐδων , | ||
| : ἢ ἀντὶ τοῦ πολεμική , ἵν ' ἔγκειται ἡ δαΐς , τουτέστιν ἡ μάχη : ἢ ἡ προσπελάζουσα ταῖς |
| αὐτοῦ ἀλιτήρ , ὡς ἀρότης ἀροτήρ , καὶ ἐκ τοῦ ἀλιτήρ ἀλιτῆρος γίνεται ἀλιτήριος , ὡς σωτήρ σωτῆρος σωτήριος . | ||
| δὲ τοῦ ἀλίτω βαρυτόνου γίνεται ἀλίτης ὄνομα καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀλιτήρ , ὡς ἀρότης ἀροτήρ , καὶ ἐκ τοῦ ἀλιτήρ |
| καὶ πρὸς αὐτὸν συγκρινομένη τὸν ζέφυρον , ὃν οἱ πολλοὶ τίγριδος ἔφασαν γεννητῆρα μάτην διαφημίσαντες , ὡς οὐκ ἔστιν ἄρρεν | ||
| καὶ ὀνύχων εἴσω ποιήσαιτο . Ῥητέον δέ τοι καὶ περὶ τίγριδος , ἣν ἡ φύσις ἐμοὶ δοκεῖν ἐν ζώοις ἐμόρφωσεν |
| κεχρωσμένον . οἱ δὲ νῦν , φησίν , κισσόπληκτα καὶ κρηναῖα καὶ ἀνθεσιπότατα μέλεα μελέοις ὀνόμασι ποιοῦσιν . ἄγευστος . | ||
| παντὶ τῷ ἱκανῶς τεθαλαττωμένῳ συνᾴδει τὰ σκληρὰ τῶν ὑδάτων οἷον κρηναῖα καὶ ὄμβρια , ἐὰν ᾖ διυλισμένα καὶ πλείονα χρόνον |
| : μέγαν γὰρ ἔσεσθαι τοῖς Ἕλλησιν κίνδυνον ἐκ τούτου . Τερψιχόρη δὲ ἐπιφανεῖσα τὸ τοῦ παιδὸς σῶμα ἀνείλετο . ὡς | ||
| , ἡ δὲ κατὰ τὸ τέλος . 〛 Μοῦσα : Τερψιχόρη . Θ . Κλεοφῶντος : Κλεοφῶν στρατηγὸς τῶν Ἀθηναίων |
| μὲν ἔχει τὸ τ διὰ τοῦ η κλίνεται , καμπτῆρος ἐλατῆρος , σεσημειωμένου τοῦ πατέρος ἀστέρος : ὅσα δὲ μὴ | ||
| μελέων : τὰ δ ' ἔνερθε καλύπτει φέγγος ἀποστίλβοντος ὀπιπεύων ἐλατῆρος νεύμασιν ἀτρέπτοισι : καλυπτομένοιο δὲ μηροῦ δεξιτερὴν ἐπέθηκεν , |
| αἰτησόμεθα φθιμένων πομποὺς εὔφρονας εἶναι κατὰ γαίας . ἀλλά , χθόνιοι δαίμονες ἁγνοί , Γῆ τε καὶ Ἑρμῆ , βασιλεῦ | ||
| στέγης . ἀλλ ' ἄγχιμος γὰρ ἥδε Φοιβεία γυνή θεοὶ χθόνιοι ζοφερὰν ἀδίαυλον ἔχοντες ἕδραν φθειρομένων Ἀχεροντίαν λίμνην ἄδωρος χάρις |
| ἐνηχεῖσθαι τῷ λόγῳ πέφυκε , καὶ ὑπ ' ἐκείνου ὥσπερ ἐλλάμπεσθαι . τὸ μὲν οὖν οὕτως ἔχειν τὴν ἡμετέραν ψυχὴν | ||
| θεωρήματα , ἅτινα ὥσπερ σύμβολα ἐνόντα τῇ ψυχῇ ἀεὶ αὐτὴν ἐλλάμπεσθαι ποιεῖ : διὰ δὴ τοῦτο δεῖ τὰ θεωρήματα τῶν |
| καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν Θρᾳκῶν . ἔστι δὲ καὶ τῷ Ἀσίῳ ὁμώνυμος ἕτερος παρὰ τῷ ποιητῇ Ἄσιος ” ὃς μήτρως | ||
| ἀδελφὸν μήτρωα καλοῦσιν . φησὶν οὖν ἐν τῇ Ἰλιάδι : Ἀσίῳ , ὃς μήτρως ἦν Ἕκτορος ἱπποδάμοιο , αὐτοκασίγνητος Ἑκάβης |
| κατάγνυσθαι . καὶ λέπας : λέπας δὲ ἀκρωτήριον . * ὑλῆεν : σύνδενδρον ὑλῶδες ὕλην ἔχον * τόθι : ὅπου | ||
| δάκη , κοίλη τε φάραγξ καὶ τρηχέες ἀγμοί καὶ λέπας ὑλῆεν , τόθι δίψιος ἐμβατέει σήψ . χροιὴν δ ' |
| αὐλῶν λυσιῳδῶν , τραγικῶν , κιθαριστηρίων . ὁ δὲ καλάμινος αὐλὸς τιτύρινος καλεῖται τοῖς ἐν Ἰταλίᾳ Δωριεῦσιν . ὁ δὲ | ||
| , ὥσπερ οἶμαι δεδιώς , μή τινα φθόγγον ἔμμουσον ὁ αὐλὸς κινήσας ἀντηχεῖν ἀναπείσῃ τῷ Σατύρῳ τὴν Νύμφην . τοῦτο |
| ; νῦν ἐγγὺς ἔγνως [ ] ᾧ μάλιστα προσφερὲς τὸ κνώδαλον . τ ? [ ! ! ! ! ! | ||
| τῇ ἁλὶ κινούμενα . Ὅμηρος δὲ καὶ ἐπὶ χερσαίου φησί κνώδαλον ὅττι . . . καὶ ἴχνεσσιν γὰρ † ὀπηδεῖ |
| συντεθέντος τινὸς ποιήματος : ἦ γάρ σοι δισσοῖσιν ὑπ ' οὔρεσι διττὸς ἐραστὴς ἔφθιτο καὶ νεάτην μοῖραν ἔθηκε φύσιν . | ||
| ἑοῖο κακὴν τίνεσκεν ἀμοιβήν ἀμπλακίης . ὁ γὰρ οἶος ἐν οὔρεσι δένδρεα τάμνων δή ποθ ' ἁμαδρυάδος νύμφης ἀθέριξε λιτάων |
| ὀϊστοῖς αὐτοὺς βαλόντων . . πολλὰ μὲν γὰρ ἐκ χερῶν πέτρῃσιν ἠράσσοντο ] ἤγουν λίθοις ἐβάλλοντο καὶ συνετρίβοντο λιθολευστούμενοι : | ||
| ἀτάλαντον , ἐνὶ μυχάτοισι δὲ πάντῃ λαΐνεοι κρητῆρες ἐπὶ στυφελῇσι πέτρῃσιν αἰζηῶν ὡς χερσὶ τετυγμένοι ἰνδάλλονται : ἀμφ ' αὐτοῖσι |
| τοῦ νοστήσαιμι , ὡς πληθὺν δ ' οὐκ ἂν ἐγὼν ὀνομήνω . περιττεύει δὲ ὁ κέν σύνδεσμος . . . | ||
| τῷ πληθὺν δ ' οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ ' ὀνομήνω . . . . . τηλόθεν ἐξ ἀπίης : |
| ἐοῦσαι ἐπόψιαι ὀφθαλμοῖσιν , ἑπτὰ δ ' ἐκεῖναί γ ' ἐπιρρήδην καλέονται Ἀλκυόνη Μερόπη τε Κελαινώ τ ' Ἠλέκτρη τε | ||
| μάλ ' αὕτως εἴρητ ' . ἑπτὰ δ ' ἐκεῖναι ἐπιρρήδην καλέονται . . . [ ἓξ οἶαί περ ἐοῦσαι |
| ποδώκεας ὄρνιθας ὥς . ὄστρεά τ ' ἤνεικεν , Θέτιδος Νηρηίδος ὕδνα σόγκους δ ' οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ | ||
| ἐμὴν ἐπεὶ γαμεῖς παῖδ ' , ὦ θεᾶς παῖ ποντίας Νηρηίδος . ποίους γάμους φήις ; ἀφασία μ ' ἔχει |
| τοῖς κέρασι τύπτοντα , μάχιμον . λευκίτας δὲ ὁ λευκὸς παραγωγῶς ὡς ἀπὸ τοῦ ὁδὸς ὁδίτης , κορυπτίλος ὁ κεράστης | ||
| Ὀπόεντά τε Καλλίαρόν τε . ἀλκήεις Ἐριβώτης : ἰσχυρός : παραγωγῶς δὲ ἐσχημάτισται παρὰ τὴν ἀλκήν , ὡς φωνήεις παρὰ |
| κῶας δὲ προβάτων . δαμάλης μὲν ὁ ἄρρην μόσχος : δάμαλις δὲ ἡ θήλεια : μόσχος δὲ κοινῶς ἐπ ' | ||
| ψυχήν , λόγον , αἴσθησιν ὁ ζῳοπλάστης , ἃ συμβολικῶς δάμαλις , κριός , αἲξ ἐν ἱεραῖς γραφαῖς ὠνομάσθησαν . |
| γὰρ τῶν τοιούτων ἀνώνυμα τὰ μέρη . τῶν δὲ πολυειδῶν ὠνομασμένα καθάπερ ποδὸς χειρὸς κεφαλῆς , οἷον δάκτυλος ῥὶς ὀφθαλμός | ||
| τὰ πλεῖστα καὶ ἔμπειροι ὀλίγοι : τῶν δὲ ἡμέρων καὶ ὠνομασμένα τὰ πλείω καὶ ἡ αἴσθησις κοινοτέρα : λέγω δ |
| φερ ? [ φερε ? [ φερεδεα ! ! [ φερέσβιον λωτο ? [ καρποφόρος ? [ [ ἰοχέαιρα ] | ||
| τὸν πλούσιον καὶ εὐδαίμονα ὄμπνιον καλοῦσιν . ἄμεινον δὲ τὸν φερέσβιον εἰπεῖν οἱονεὶ ἔμπνοόν τινα ὄντα καὶ ὄμπνιον . . |
| ' ὑπόνοιαν . δέον εἰπεῖν μάχεσθαι , ἐκπιεῖν εἶπε . ψῆττα : Ὄρνεόν ἐστι τετμημένον κατὰ τὸ μέσον , ὡς | ||
| οἷον οἱ χυτοὶ οἱ τῷ δικτύῳ περιεχόμενοι , χρόμις , ψῆττα , θύννος , πηλαμύς , κεστρεύς , χαλκίδες καὶ |
| οὗτος λαμπρὸς ἀστὴρ ἐν τῇ ζώνῃ τοῦ βοώτου κείμενος . ἀρχαίη φύσις : ἡ πρὸ τοῦ νοσεῖν καὶ κατὰ φύσιν | ||
| τὸν διαθέμενον μὴ τελευτήσαντα διαθέσθαι πάλιν . Τούτῳ δὲ ὑπόκεινται ἀρχαίη Βαβυλών , Τυρίου Βήλοιο πόλισμα , ὕστατα δ ' |
| . ψυχρὸν ὕδωρ τουτεὶ καταλείβεται : ὧδε πεφύκει ποία , χἀ στιβὰς ἅδε , καὶ ἀκρίδες ὧδε λαλεῦντι . ἀλλ | ||
| οὐ θησῶ ποκα ἀμνόν , ἐπεὶ χαλεπὸς ὁ πατήρ μευ χἀ μάτηρ , τὰ δὲ μῆλα ποθέσπερα πάντ ' ἀριθμεῦντι |
| φησὶν Ὅμηρος εἶναι : Σπλάγχνα δ ' ἄρ ' ἀμπείραντες ὑπείρεχον Ἡφαίστοιο : μεταληπτικῶς ὑπὸ τοῦ Ἡφαίστου τὰ σπλάγχνα φησὶν | ||
| ἐπὶ δὲ τοῦ πυρός “ σπλάγχνα δ ' ἂρ ἀμπείραντες ὑπείρεχον Ἡφαίστοιο : ” ὁ δὲ τρόπος μετωνυμία . ἤφυσε |
| αὐτῶν ἀποφαίνεται λέγων Κλειώ τ ' Εὐτέρπη τε Θάλειά τε Μελπομένη τε Τερψιχόρη τ ' Ἐρατώ τε Πολύμνιά τ ' | ||
| συμποτικὴν ἀρετὴν ἐπιδεξίως καὶ εὐμούσως ἐν ταῖς θαλείαις ἀναστρεφομένους , Μελπομένη δὲ ἀπὸ τῆς μολπῆς γλυκείας τινὸς φωνῆς μετὰ μέλους |
| εἰς ΧΟΣ δισύλλαβα μὴ ὄντα ἐπιθετικὰ βαρύνεται : κόλχος βρόγχος μόσχος κόχλος τρόχος βρόχος . σεσημείωται τὸ μυχός . τὸ | ||
| : δίκετε τρομερὰ σώματα : ἔρριψεν : τέλεον : ἡ μόσχος δηλονότι : θηλυκῶς γὰρ εἶπεν : οὗ κατῴκισεν : |
| ἐκ τῶν κινήσεων τῶν ἀστέρων ἀποτελέσματα δηλοῦσα ἐπιστήμη . ἀράχνη ἀράχνου διαφέρει . ἀράχνη μὲν γάρ ἐστι τὸ λεπτότατον ὕφος | ||
| λέσχη ὁ λέσχης τοῦ λέσχου , ἀράχνη ὁ ἀράχνης τοῦ ἀράχνου , κόμη ὁ ἀκερσεκόμης τοῦ ἀκερσεκόμου , δίκη ὁ |
| κάρη θηλυκόν , ὡς παρὰ Καλλιμάχῳ : „ σήν τε κάρην ὤμοσα σόν τε βίον „ . . , : | ||
| ἐχίδνης , ἡνίκα θορνυμένου ἔχιος θολερῷ κυνόδοντι θουρὰς ἀμὺξ ἐμφῦσα κάρην ἀπέκοψεν ὁμεύνου : οἱ δὲ πατρὸς λώβην μετεκίαθον αὐτίκα |
| εἴποις ἂν βίβλοι , βιβλίον : παρὰ δὲ Ἀριστοφάνει καὶ βιβλιδάριον . καὶ χάρτας δὲ τοὺς γεγραμμένους Πλάτων εἴρηκεν ὁ | ||
| Ὅτι Ἀρριανὸς περὶ κομητῶν φύσεώς τε καὶ συστάσεως καὶ φασμάτων βιβλιδάριον γράψας , πολλοῖς ἀγωνίσμασι πειρᾶται δεικνύναι ὅτι μηδὲν μήτε |
| μὲν οὖν παρὰ χρυσῷ ποταμῷ τῷ Διονύσῳ βακχεύοντεςχρυσοῦν γὰρ ὁ Λύδιος λόγος ἐπονομάζει τὸν Πακτωλόνμαίνονται μὲν τῷ θεῷ καὶ χορεύουσιν | ||
| ἐριζόντων ἐν ἀγῶσι καὶ πολὺ ἀπολιμπανομένων . ὁ γὰρ Πέλωψ Λύδιος ὢν ἐνίκησε τὸν Οἰνόμαον τῷ ἰδίῳ ἅρματι : καὶ |
| , ὡς Ἀτρείδεω Αἰνείεω , καὶ κατὰ κρᾶσιν ἢ συγκοπὴν Ἀσίω , ὡς εὐμελίας : † εὐμελίω Πριάμοιο , καὶ | ||
| , κνήσω κνήμη , . , . . . . Ἀσίω : Ἀσίω ἐν λειμῶνι . οὐκ ἔχει τὸ ι |
| οὔτε γάμοισι φυτεύεται οὔτε γονῇσι τίκτεται , αὐτοτέλεστα καὶ αὐτόρρεκτα γένεθλα , ὄστρεα δὴ σύμπαντα , τά γ ' ἰλύϊ | ||
| ὀλιγοδυνάμων . ἀμενηνά : ἀσθενῆ . γένεθλα : γεννήματα . γένεθλα : γράφεται κάρηνα : καινοπρεπὲς τὸ σχῆμα . Τῇσι |
| . Ἐκ δ ' ἱκόμην ἐλάταισι περὶ χλωρῇσιν ἐρεμνὰς νήσους ὑψικόμοισιν ἐπηρεφέας δονάκεσσιν . Ἡμικύνων τ ' ἐνόησα γένος περιώσιον | ||
| αὐλὴ ὑψηλὴ δέδμητο κατωρυχέεσσι λίθοισι μακρῇσίν τε πίτυσσιν ἰδὲ δρυσὶν ὑψικόμοισιν . ἔνθα δ ' ἀνὴρ ἐνίαυε πελώριος , ὅς |
| σκώληκας ἔτι τούτους δ ' ἔμ ' ἔασον καταγαγεῖν . βάκκαρίς τε καὶ σάγδας ὁμοῦ μῆλα καὶ ῥόας λέγεις . | ||
| ἐν Ἐκκλησιαζούσαις : ἥτις μεμύρισμαι τὴν κεφαλὴν μυρώμασιν . : βάκκαρίς τε καὶ σάγδας ὁμοῦ . καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Δαιταλεῦσιν |