, σεμίδαλις , χόνδρος . κύαμοι σαρκοῦσι τὴν ἕξιν οὐκ ἐσφιγμένῃ καὶ πυκνῇ σαρκί , ἀλλὰ χαυνοτέρᾳ μᾶλλον . ἐρέβινθοι
, σεμίδαλις , χόνδρος . κύαμοι σαρκοῦσι τὴν ἕξιν οὐκ ἐσφιγμένῃ καὶ πυκνῇ σαρκί , ἀλλὰ χαυνοτέρᾳ μᾶλλον . ἐρέβινθοι
8637270 χαυνοτερᾳ
οὐκ ἐσφιγμένῃ σαρκί , καθάπερ τὸ χοίρειον κρέας , ἀλλὰ χαυνοτέρᾳ πως μᾶλλον : φυσῶδες δ ' ἐστὶν ἔδεσμα ,
? 〛 κατασκίδναται [ ] ? ? ? ? , χαυνοτέρᾳ δὲ προσπεσόντα καὶ παραδεχομένῃ ? φυλάσσεται καὶ διαμένει .
7060157 διαχωρεουσι
καταναλίσκοντες . Οἱ δὲ μαλακοὶ μέλανες ὑγρότεροι καὶ φυσῶσι καὶ διαχωρέουσι μᾶλλον . Οἱ δὲ γλυκέες μέλανες ὑγρότεροι καὶ ἀσθενέστεροι
ὄνειον μᾶλλον διαχωρέει . Πυροὶ ἰσχυρότεροι κριθῶν καὶ τροφιμώτεροι , διαχωρέουσι δὲ ἧσσον καὶ αὐτοὶ καὶ ὁ χυλός . Ἄρτος
7019287 συνεπηχουν
τῇ ἀκοῇ πρὸς τὰ αὐλήματα , καὶ τελευτῶντες ἀρξαμένου αὐλεῖν συνεπήχουν πρὸς τὸ ἐνδόσιμον , δίκην χοροῦ : ἄνθρωποι δὲ
καὶ Σοφοκλῆς Σαπφώ τε ἡ καλὴ καὶ Πίνδαρος ὁ γενναῖος συνεπήχουν τε καὶ συνωργίαζον . ὅθεν οὐδὲ μονόγλωττος ἦν οὐδὲ
6991277 πολυχυλοι
: λεπιδωτόν , ὃν καλοῦσί τινες κυπρῖνον . ΚΩΒΙΟΙ . πολύχυλοι , ὥς φησιν Ἱκέσιος , εὐστομίᾳ διαφέροντες , εὐέκκριτοι
πελάγιος . εἰσὶ δὲ οἱ σκορπίοι σμηκτικοί , εὐέκκριτοι , πολύχυλοι , πολύτροφοι . χονδρώδεις γάρ εἰσι . τίκτει δ
6889568 ῥηϊδιοι
τὸ μετόπωρον τελευτῶϲι τὸν βίον . κοτὲ καὶ γέροντεϲ ἁλῶναι ῥηΐδιοι καὶ ἀπόφρικτοι ἁλόντεϲ , ὅϲον βραχείηϲ ῥοπῆϲ ἐϲ εὐνὴν
ὀλιζότεροι πόδες αὐτοῖς . τοὔνεκα ῥηΐδιοι πτώκεσσι πέλουσι κολῶναι , ῥηΐδιοι πτώκεσσι , δυσάντεες ἱππελάτῃσι . ναὶ μὴν ἀτραπιτοῖο πολυστιβίην
6878247 πετασθαι
καὶ ψεύδει ἀληθὲς συνεισάγεσθαι , καθάπερ [ ἐν ] τῷ πέτασθαι τὴν γῆν , ψεύδει ὄντι , τὸ εἶναι τὴν
κορώνην μύρῳ τερεβινθίνῳ ἀλείψας ἢ ἐλαίῳ χρίσας ὅλην ἀπόλυσον ζῶσαν πέτασθαι , τὸν δὲ δάκτυλον αὐτῆς περίαπτε τῷ πάσχοντι ποδί
6839594 ἰϲχνοι
ἔκκριϲιϲ τῆϲ ὕληϲ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τὴν ὁρμὴν ἐχούϲηϲ . ἰϲχνοὶ δὲ ὡϲ ἐπίπαν γίγνονται καὶ νωθροὶ πρὸϲ πᾶϲαν ἐπιβολήν
γένεϲιϲ , ἄμφω μελαγχολίηϲ ἡ τροφή . τάμνειν δὲ κἢν ἰϲχνοὶ ἔωϲι καὶ λείφαιμοι : ϲμικρὸν δὲ ἀφαιρέειν , ὁκόϲον
6810343 πορκον
οὗτοι ὑγιῶς . ὁ γὰρ Πλάτων ἕτερόν φησιν εἶναι τὸν πόρκον τοῦ κύρτου ἐν Σοφιστῇ λέγων οὕτως : „ κύρτους
οὐδὲ οὗτοι ὑγιῶς . ὁ γὰρ Πλάτων ἕτερον φησὶ τὸν πόρκον τοῦ κύρτου . λέγει γὰρ οὕτως : ” κύρτους
6806115 ἀπηρκει
Δημοσθένης ἐν τῷ κατ ' Ἀριστογείτονος εὐκτικῶς κέχρηται . οὐκ ἀπήρκει ἀντὶ τοῦ οὐκ ἀπέχρη Ἀριστοφάνης Πολυΐδῳ . ὀρρωδεῖν Ἀττικοί
καίτοι νὴ τὸν Δία καὶ τοὺς θεοὺς ἓν τῶν γεγονότων ἀπήρκει πρὸς τὸ αἰσθέσθαι τῆς προνοίας τῷ γε αἰδήμονι καὶ
6778421 ἐξειργασμενην
λέγει : αὔην δὲ τὴν χερσεύουσαν λέγει καὶ διερὴν τὴν ἐξειργασμένην , τὴν μήτε ξηρὰν οὖσαν μήτε ὑγράν . αὔην
ἐπεὶ δὲ ἀπέβη , ἐκράτει τε τῆς γῆς καὶ ἐδῄου ἐξειργασμένην μὲν παγκάλως καὶ πεφυτευμένην τὴν χώραν , μεγαλοπρεπεῖς δὲ
6776281 κατακορες
αὐτὸ χρῶμα τοῖς μὲν πρεσβυτέροις ἀμαυρὸν φαίνεται τοῖς δὲ ἀκμάζουσι κατακορές , καὶ φωνὴ ὁμοίως ἡ αὐτὴ τοῖς μὲν ἀμαυρὰ
ποτὸν χυλὸς ῥαφανῖδος ἢ νίτρον μεθ ' ὕδατος ἢ ἀψίνθιον κατακορές , εἶτ ' ἔμετος ἐκ διαλείμματος καὶ πάλιν τῶν
6755676 Φακοι
δὲ οἱ κέγχροι ἑφθοὶ τρόφιμοι , οὐ μέντοι διαχωρέουσιν . Φακοὶ καυσώδεες καὶ ταρακτικοὶ , καὶ οὔτε διαχω - ρέουσιν
κατὰ τὴν τρίτην τάξιν : ἔστι δὲ καὶ λεπτομερές . Φακοὶ στύφουσι μὲν οὐκ ἰσχυρῶς , θερμότητος δὲ καὶ ψύξεως
6749568 δραστικοι
φωκάων ἁλιοτρεφέων ὀλοώτατος ὀδμή . Γ Λαμίας ὄρχεις Γ : δραστικοὶ γὰρ οἱ ὄρχεις . Γ Λαμίας ὄρχεις : Δίδυμος
Λαμία θηρίον . . . λαίμιά τις καὶ λάμια . δραστικοὶ δὲ οἱ . . . θῆλυ γάρ . ,
6748934 ἀσπαθητον
: Λυκοῦργος Περὶ τῆς διοικήσεως . σείριον ἐκάλουν λεπτὸν ἱμάτιον ἀσπάθητον , οἷον θέριστρον , καθά φασιν οἱ γλωσσογράφοι .
τοὺς δὲ νικῶντας μηκέτι τοῦτο πράττειν , ἀλλὰ ἡσυχάζειν . ἀσπάθητον χλαῖναν : τὴν δορὰν ἀνύφαντον . ἀστόξενοι : οἱ
6736049 τριπτη
φῦσαν δὲ οὐκ ἐμποιέει οὐδὲ ἐρυγγάνεται . Ἡ δὲ προφυρηθεῖσα τριπτὴ τρέφει μὲν ἧσσον , διαχωρέει δὲ , καὶ ἐμποιέει
θερμασίῃ , ἡ τοιαύτη μᾶζα διαπρήσσεται . Ἡ δὲ ξηρὴ τριπτὴ ξηραίνει μὲν οὐχ ὁμοίως διὰ τὸ πεπιλῆσθαι ἰσχυρῶς ,
6717847 Τιθυμαλλοι
τὴν κεφαλὴν καὶ γὰρ καὶ οἱ φοίνικεϲ κεφαλῆϲ ἅπτονται . Τιθύμαλλοι πάντεϲ . Ἐπικρατοῦϲαν μὲν ἔχουϲι τὴν δριμεῖάν τε καὶ
ἐστὶ τάξεως , ξηρὰ δ ' ἐκ τῆς πρώτης . Τιθύμαλλοι πάντες ἐπικρατοῦσαν μὲν ἔχουσι τὴν δριμεῖαν δύναμιν , τῆς
6716896 κνησαι
. ἄκνηστις : ἡ ῥάχις : παρὰ τὸ μὴ δύνασθαι κνῆσαι αὐτήν τινα τῇ ἰδίᾳ χειρί . . . .
γινόμενον ἀλλήλων ἀγαπησμὸν οἷος ἦν . „ ἀδαξῆσαι : τὸ κνῆσαι , οὐκ ἐν τῷ ο ὀδαξῆσαι . ἀδώνια :
6714072 ἀλεγιζει
τίκτει , δύο δ ' ἐκλέπει , ἓν δ ' ἀλεγίζει . . . γράψαντός τε Μουσαίου ὡς αἰεὶ τέχνη
ᾑρέθη στρατηγὸς εὐθὺς ὑπὸ τῶν Συρακουσίων . Ἐλέφας μῦν οὐκ ἀλεγίζει : ἐπὶ τῶν τὰ μικρὰ καὶ φαῦλα ὑπερορώντων ⋮
6713107 ἀϲθενεεϲ
οἷϲι δὲ οὐκ ἔνεϲτι ζωοῦϲα ἡ θορή , ῥικνοί , ἀϲθενέεϲ , ὀξύφωνοι , ἄτριχεϲ , ἀγένειοι , γυναικώδεεϲ :
, κεκλιμένῳ δὲ νυϲταγμόϲ : βραδύπνοοι , ϲφυγμοὶ ἀμαυροί , ἀϲθενέεϲ , πυκνοί : πυκνότατοι δὲ ἐπὶ πάϲῃ καὶ ϲμικρῇ
6709852 προμηκεστερον
καὶ φλοιὸν λεῖον καὶ παχύν , φύλλον δ ' ἀσχιδὲς προμηκέστερον ἀπίου καὶ ἐπακάνθιζον ἐξ ἄκρου , ῥίζας οὔτε πολλὰς
δὲ τὴν ὀρειπτελέαν . φύλλον δὲ ἀσχιδὲς περικεχαραγμένον ἡσυχῆ , προμηκέστερον δὲ τοῦ τῆς ἀπίου , τραχὺ δὲ καὶ οὐ
6689090 κοπτουσιν
γὰρ τὸ τὴν δυσχέρειαν παρέχον δυσκατέργαστον ὄν , μετὰ ταῦτα κόπτουσιν ἐν τῷ ὅλμῳ καὶ διαττήσαντες λεπτὰ ἐπιπάττοντες ἐφ '
τρόπον , οἷον ἐπὶ τῶν γαμούντων ὅτι σήσαμον ἢ κριθὰς κόπτουσιν οἰωνιζόμενοι , ἐπεὶ πολύγονά ἐστι . κατ ' ἐναντίον
6688719 θαμνιον
μὲν ἄνθη πταρμικῆς ἐστι δυνάμεως , τὸ δ ' ὅλον θαμνίον διαφορεῖ : ἔστι γὰρ ἡ κρᾶσις αὐτοῦ θερμὴ καὶ
ἑλώδεσι τόποις . Γαλοιοψὶς ἢ γαλοιόβδελλον καλοῦσιν : ὅλον τὸ θαμνίον σὺν τῷ καυλῷ καὶ τοῖς φύλλοις ἐμφερές ἐστι κνίδῃ
6688345 ΓΤ
πρὸς τὴν ΝΠ βάσιν , οὕτως ἡ ΓΜ πρὸς τὴν ΓΤ . ἀλλ ' ὡς μὲν ἡ ΕΘ [ βάσις
συμπεπληρώσθω ἀπὸ βάσεως μὲν τῆς ΝΠ , ὕψους δὲ τοῦ ΓΤ , στερεὸν παραλληλεπίπεδον τὸ ΦΓ . καὶ ἐπεὶ ἴσον
6680551 οὐρητικοι
ἀλλὰ καὶ ῥυπτικῆς τε καὶ τμητικῆς μετειλήφασι δυνάμεως , ὅθεν οὐρητικοί τέ εἰσι καὶ λαμπρύνουσι τὸ σῶμα , καὶ μᾶλλον
δ ' οἱ λευκοί : οἱ δὲ πυρροὶ βρωματώδεις καὶ οὐρητικοί : οἱ δὲ ποικίλοι μέσοι . καὶ τὰ ὠὰ
6673281 βαιους
. παρείη : παρατύχοι . Ἰχθυόεν : ἕλκον ἰχθῦς . βαιούς : μικρούς : ἐνταῦθα τίσιν ἰχθύσιν οἱ μεγάλοι ἀγρεύονται
διαινομένοισι περιτρέφεται γλαγόεσσα μύξα θαλασσαίη , τῆς ἵμερος ἰχθύας ἕλκει βαιούς , οὐτιδανούς , λίχνον γένος : οἱ δ '
6672369 ἀκολους
. . , . Ἄκολος : ὁ ψωμός : αἰτίζων ἀκόλους οὐκ ἄορας οὐδὲ λέβητας . [ εἴρηται ? ]
: ὡς κομῶ κομίζω , αἰτῶ αἰτίζω , ” αἰτίζων ἀκόλους ” , οὕτω καὶ τροπῶ τροπίζω καὶ προσελθούσης τῆς
6659471 ἐφιδρουντες
καταψύξιος ἱδρώδεος ταχὺ ἀναθερμαινόμενα , κακόν . Οἱ ἐν ὀξέσιν ἐφιδροῦντες , ὑποδύσφοροι , κακόν . Οἱ παραλόγως , κενεαγγείης
ἄλλως τε καὶ στῆθος ἐπώδυνοι , καὶ ἐν τοῖς ῥίγεσιν ἐφιδροῦντες , καὶ ὄρχιας ἐπαίρονται : τούτου προσγενομένου , ἐπιῤῥιγοῦσι
6657665 ᾐτιωμην
καὶ ὄστρακα καὶ θέατρον καὶ θηρίων θέαν καὶ πάντα μᾶλλον ᾐτιώμην τοῦ κεῖσθαι ἐπὶ κλίνης ἢ ὅπερ ἦν . συνεξηπάτηντο
τούτοις ἢ ' κείνοις . πάντα δὲ τἄλλα ἐπαινέσας ἓν ᾐτιώμην μόνον τὸ προοίμιον , τὸν ὅρκον , τουτὶ γάρ
6650652 πληξαντες
οἱ μύωπες διὰ τὴν ἀντιπάθειαν . εἰ δὲ καὶ φθάσειαν πλήξαντες , ψιμύθιον μετὰ ὕδατος τρίψαντες περιχρίουσιν . Κυτίσσῳ ἢ
τὰς θύρας ἤνοιξαν , ἐξέπτησαν ἀντὶ στρουθίων καὶ πρὸς τάφρον πλήξαντες ἀντανακλάσει τὴν τάφρον ἀντέβαινον : ἀλλ ' ἐμπροσθίως πληγέντες
6646159 ἐσθιετωσαν
ἡμέραν λαμβανέτωσαν καὶ τῶν ὄρνεων μὴ τῶν λιπαρῶν πάνυ . ἐσθιέτωσαν δὲ καὶ περδίκων καὶ ἀτταγήνων τὰ στήθη . προσφερέσθωσαν
. ἢ ἐρυθροδάνου τριώβολον ἢ στρουθίου βραχὺ μετὰ σύκου ξηροῦ ἐσθιέτωσαν ἢ φοίνικος . ἢ θείου ἀπύρου ⋖ α ἐν
6645995 ἐσθιομενην
, μακρότερον δέ : ῥίζαν ἔχει στρογγύλην , γλυκεῖαν , ἐσθιομένην . Γλαύκιον χυλός ἐστι βοτάνης καθ ' Ἱερὰν πόλιν
Φρύνιχος : κωμῳδίας ποιητὴς ὁ Φρύνιχος , ὃς εἰσήγαγε γραῦν ἐσθιομένην ὑπὸ κήτους κατὰ μίμησιν Ἀνδρομέδας διὰ γέλωτα τῶν θεωμένων
6645807 λαγωβολον
πάλιν ἅδε ποθέρπει . αἴθ ' ἦς μοι ῥοικόν τι λαγωβόλον , ὥς τυ πάταξα . θᾶσαί μ ' ,
ὁ δὲ Θεόκριτος Μυρτοῦς ὄνομα . λαμβάνει δὲ ὁ Θεόκριτος λαγωβόλον παρὰ Λυκίδα , καὶ οὕτω χωρίζονται ἀπ ' ἀλλήλων
6644421 βαρβαρικος
ἀκίδα βέλους καὶ τὰ ἐκ χειρὸς ὅπλα . Σισύρα . βαρβαρικὸς χιτών . Εὐμάρεια . ἡσυχία καὶ ἀπόπατος . Ὑβρίζοντες
ὁ ἔρως ἐπαινετός , ἐπονείδιστος οὗτος : ἐκεῖνος Ἑλληνικός , βαρβαρικὸς οὗτος : ἐκεῖνος ἄρρην , ἁπαλὸς οὗτος : ἐκεῖνος
6635942 ἀνεβραχε
Διὶ οἰνοχοεύειν : εἴρηται δὲ ἀπὸ τῆς ἔρας ἀναλαμβάνειν . ἀνέβραχε ποιῶς ἐψόφησεν : “ ἄντα τιτυσκομένη , τὰ δ
οὔτι παροίτερον ὕδατι νᾶεν Δίνδυμον , ἀλλά σφιν τότ ' ἀνέβραχε διψάδος αὔτως ἐκ κορυφῆς , ἄλληκτον : Ἰησονίην δ
6628967 ῥᾳθυμοι
, : ἔνθα ὅρα καὶ ὡς οἱ περὶ τὸ θεῖον ῥᾴθυμοι δι ' ἀνάγκην ἐπὶ τὸ θύειν ἔρχονται οὐδ '
ἀμελέτητοι , δειλοί , καταδεεῖς , ἀμελεῖς , κατημελημένοι , ῥᾴθυμοι , ὕπτιοι , νωθεῖς , κατερρᾳθυμημένοι , ὀλίγωροι ,
6628118 βωκες
τῶν βωκῶν , τοῖς βωξί , τοὺς βῶκας , ὦ βῶκες . Κανονίζει ὁ τεχνικὸς τὰ εἰς ρ λήγοντα :
τῶν βωκῶν , τοῖς βωξί , τοὺς βῶκας , ὦ βῶκες . Ἑνικά . Ὁ λουτήρ τοῦ λουτῆρος , ὁ
6623060 ὑποβλεπει
ᾄδουσι γὰρ αἱ παῖδες , ᾄδουσι , καὶ ἡ διδάσκαλος ὑποβλέπει τὴν ἀπᾴδουσαν κροτοῦσα τὰς χεῖρας καὶ ἐς τὸ μέλος
ἧς κρεμασθήσεσθαι οἶδε ταύτην ἑαυτοῦ καταδικασάμενος δίκην ἀσκὸς δεδάρθαι . ὑποβλέπει δὲ ἐς τὸν βάρβαρον τοῦτον τὴν ἀκμὴν τῆς μαχαίρας
6613800 ὑφαντον
ἡμῖν χρήσατε ] ? . πόθεν ; καὶ παραπέτασμα βαρβαρικὸν ὑφαντόν [ ] ποδῶν τὸ μῆκος ἑκατόν . εἴθε μοι
οἷον ἐνδυτὸν καὶ ὑφαντόν : σημαίνει γὰρ τοῦτο τὸ ἤδη ὑφαντόν , οὐ τὸ μέλλον καὶ δυνάμει . καὶ ταῦτα
6612753 πιαινουσιν
χαρίζονται τοῖς κεκτημένοις τὰς βοῦς καὶ οἱ τῶν ποιμνίων ἐπιμεληταὶ πιαίνουσιν αὐτὰ ἐς τὸ τῶν πεπαμένων κέρδος νόσους τε ἀφαιροῦσι
, οὐκ ἐξ ἧς αἱ γαστρὸς ἡδοναὶ πιμπλαμένης τὸ σῶμα πιαίνουσιν , ἀλλ ' ἀφ ' ἧς διάνοια ἐντρεφομένη καὶ
6607479 ἐγκρινουσι
καὶ μελαίνας καὶ πυρρὰς καὶ μεσαιπολίους : τῶν δὲ βαπτομένων ἐγκρίνουσι τὰς γλαυκὰς καὶ τὰς ἁλιπορφύρους : αἱ γὰρ ἄλλαι
τὸ κάλλος . καὶ γὰρ ἐν ταῖς Εὐανδρίαις τοὺς καλλίστους ἐγκρίνουσι καὶ τούτους πρωτοφορεῖν ἐπιτρέπουσιν . ἐν Ἤλιδι δὲ καὶ
6604754 παρακρουσιες
ἐκλύσιος ἀφωνίαι , κάκισται . Αἱ ἐπ ' ὀλίγον θρασέες παρακρούσιες , πονηρὸν καὶ θηριῶδες . Οἷσι φωνὴ ἅμα πυρετῷ
καὶ παρακρουστικὸν τὸ τοιοῦτον ; Αἱ ἐπ ' ὀλίγον θρασέες παρακρούσιες , θηριώδεες . Αἱ μετὰ καταψύξιος οὐκ ἀπυρέτῳ ,
6603796 ἐπετρεχον
ἀντὶ τοῦ μάρτυρα , οἷον συνθηκοφύλακα . . ἵπποις ὠκυπόδεσσιν ἐπέτρεχον : ὅτι τὰ ἅρματα ἐπέτρεχον καὶ οὐκ ἐπέτρεχεν .
ἔτι ὑπήκοον ἐσβαλόντες Αὐλωνίαν τε εἷλον καὶ τὴν Βρυττίων γῆν ἐπέτρεχον καὶ Τάραντα , φρουρουμένην ὑπὸ Καρθάλωνος , ἐκ γῆς
6603408 ἀλλαξεις
. . . τί φήις ; θανεῖσθαι ; κοὔποτ ' ἀλλάξεις λέχη ; ταὐτῶι ξίφει γε : κείσομαι δὲ σοῦ
τὴν ῥάβδον , τὸ δέκατον ἅγιον τῷ κυρίῳ . οὐκ ἀλλάξεις καλὸν πονηρῷ : ἐὰν δὲ ἀλλάξῃς , αὐτό τε
6602886 γλευκινης
, λιβανωτός , μάραθον , νήριον ἢ ῥοδοδάφνη , οἶνος γλευκίνης , ὀροβάκχη , σέρεως πάντα τὰ εἴδη , σικύου
τῶν λεμμάτων , κρόκος , λιβανωτός , μάραθρον , οἶνος γλευκίνης , ἀσπάραγος μυακάνθινος , ἀσπάλαθος , βολβὸς ἐπιπλασσόμενος ,
6599747 Σκοροδον
ἐρευνήσωμεν λόγον . Κρανείας ἀκρεμὼν πάρδαλιν ἐς φυγὴν τρέπει . Σκόροδον μετὰ πιμελῆς λέοντος εἰ χρίσαιτό τις τὸ ἑαυτοῦ σῶμα
ἐπάντλει , καὶ θαυμάσεις . [ Πρὸς λειχῆνας . ] Σκόροδον καὶ θεάφην , ὕδωρ καὶ ἔλαιον σμήξας ἄμφω ἄλειφε
6598610 ῥινοι
, ἀλλά οἱ οὔ τι διήλασεν ἐς χρόα καλόν : ῥινοὶ γάρ μιν ἔρυντο βοῶν καὶ ὑπ ' ἀσπίδι θώρηξ
ἀλυσθαίνοντος ἀνῖαι ἐχθόμεναι , χροιὴ δὲ μόγῳ αὐαίνεται ἀνδρός . ῥινοὶ δὲ πλαδόωσιν ἐπὶ χροΐ , τοῖά μιν ἰός ὀξὺς
6598476 χολικος
δ ' Ὀβριμοπάτρα γ ' ἑφθὸν ἐκ ζωμοῦ κρέας καὶ χόλικος ἠνύστρου τε καὶ γαστρὸς τόμον . Καλῶς γ '
Δία . χόλικος : χόλικες τὰ παχέα ἔντερα . “ χόλικος ” δὲ καὶ “ ἠνύστρου ” ἐκ παραλλήλου τὸ
6596345 φυλαττομαι
Γ ⌈ ἔλεγον [ λέγουσιν Γ ] . Γ καὶ φυλάττομαι σφόδρα : ⌈ καθὸ [ καθὰ Γ ] δὶς
ἐνδόξου ἢ βασιλέως . αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν : αἰδοῦμαι καὶ φυλάττομαι , φησί , διηγήσασθαι μέγα τι καὶ οὐ δικαίως
6596032 ὀκνηροι
φαλακροῦνται γηρῶντεϲ . εὐθὺϲ δὲ καὶ δειλοὶ καὶ ἄτολμοι καὶ ὀκνηροὶ καὶ ἀδήλουϲ ἔχοντεϲ τὰϲ φλέβαϲ καὶ παχεῖϲ καὶ πιμελώδειϲ
μὴ ἀεὶ αὐτοὺς νέους ἐποίησεν . ἄφρονες : οἱ ἄνθρωποι ὀκνηροὶ ὄντες ἐπρεσβεύοντο δι ' ὄνου περὶ τῶν ἀναγκαίων .
6589733 δακνωδειϲ
τὰϲ τοιαύταϲ διαθέϲειϲ παχύνοντα καὶ μετρίωϲ ἐμψύχοντα τοὺϲ λεπτοὺϲ καὶ δακνώδειϲ χυμούϲ . Οἶμαι δὲ καὶ τὴν νῦν ἐπικρατήϲαϲαν κωλικὴν
διὰ χυμοὺϲ ἀνορεκτούντων οἱ μὲν διὰ τοὺϲ λεπτούϲ τε καὶ δακνώδειϲ τοῦτο πάϲχοντεϲ δάκνονταί τε τὸν ϲτόμαχον καὶ ναυτιῶϲι μᾶλλον
6588449 ἀλσινη
πέπων , φακὸς ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων . Ἀκακία , ἀλσίνη , ἀνδράχνη , ἀρνόγλωσσον , ἀτράφαξυς , βάτου τὰ
ἡ ῥίζα μετρίως , καὶ ἡ πόα καταπλασσομένη μετρίως , ἀλσίνη χωρὶς στύψεως , ἄπιοι καταπλασσόμεναι μετρίως , βουβώνιον ἄνευ
6587940 κακοχυλοι
κολίας , ὀρκύινος , πηλαμύς , σκόμβρος οὐκ εὐστόμαχοι , κακόχυλοι , φυσώδεις , ψαφαροί , δυσέκκριτοι , τρόφιμοι ,
τηγανιζόμενα . αἱ δὲ φωλάδες εὔστομοι , βρομώδεις δὲ καὶ κακόχυλοι . ἐχῖνοι δὲ ἁπαλοὶ μέν , εὔχυλοι , βρομώδεις
6584461 διηλασεν
πάντος ' ἐΐσην ταυρείην : τῆς δ ' οὔ τι διήλασεν , ἀλλὰ πολὺ πρὶν ἐν καυλῷ ἐάγη δολιχὸν δόρυ
. ὦ φίλταθ ' , ἥδε ς ' ἡμέρα † διήλασεν † : ἠλευθέρωσαι τοῖσδε τοῖς ἀγγέλμασιν . μιᾶς δ
6579597 ψευδοδικταμνον
, ἄνθος ἀνεμώνης , ἀβρότονον , ἱππομάραθον , ἐρύσιμον , ψευδοδίκταμνον , ἑλίχρυσον , ἀρτεμισία , ἄγνος , κόστος ,
ἡ ἥμερος γλήχων , ἐνεργεστέρα δὲ πολλῷ . Τὸ δὲ ψευδοδίκταμνον καλούμενον φύεται ἐν πολλοῖς τόποις , ἐμφερὲς δὲ τῷ
6578414 ῥικνοι
καὶ οἷς ἡ φλὲψ ἐν τῷ βραχίονι , καὶ οἱ ῥικνοὶ τὰς κνήμας . Λάλου σημεῖα : οἱ τὰ ἄνω
πίονες εὔσαρκοί τε καὶ εὐεξίᾳ μάλιστα θάλλοντες οὕτως αἰφνίδιον ἐκτακέντες ῥικνοὶ γεγόνασιν ἶνες αὐτὸ μόνον καὶ λεπτὴ δορά , καὶ
6576392 ἐνεργουσι
ἀπὸ ὁλικωτέρου εἰς μερικώτερον κατὰ τὰ ὑποκείμενα , περὶ ἃ ἐνεργοῦσι καὶ περὶ ἃ καταγίνονται . οἷον γάρ τινες τοπικαί
περιττωμάτων ἐξόδου τῆς φύσεως αὐτοὺς καταστησάσης , ὥστε οὐχ ὅπως ἐνεργοῦσι πρὸς τὴν ἔκκρισιν , ἀλλ ' οὐδὲ ἐπιτρέπουσι τοῖς
6575691 νιτρωδεϲ
ἔχειν καὶ προϲέτι οὖρα δακνώδη καὶ διαχωρήματα καὶ μᾶλλον εἰ νιτρῶδεϲ εἴη τὸ ὕδωρ . ἀνάρμοϲτον δὲ καὶ θώρακι καὶ
κνηϲμώδειϲ ϲφόδρα καὶ τὰ βλέφαρα ἐνερευθῆ καὶ δάκρυον ἁλμυρὸν ἢ νιτρῶδεϲ ἀποϲτάζει . Ἐπιμέλεια ϲκληροφθαλμίαϲ , ξηροφθαλμίαϲ καὶ ψωροφθαλμίαϲ .
6575047 ἀτυχω
. ἐγὼ οὖν μὴ ἔχων καλὴν ἀπέκτεινα : διὸ καὶ ἀτυχῶ : οὐδαμῶς : οὐ γὰρ ἁνδάνουσιν : αὕτη γὰρ
οὐκ ἀστοχήσεις , δυστυχήσεις , ἀλλ ' εὐτυχήσεις . . ἀτυχῶ παρὰ μὲν τοῖς λογοποιοῖς τὸ δυστυχῶ , παρὰ δὲ
6573723 σκαιῳ
εἰσαγαγών . Τὸ δ ' ἐπὶ σκελέεσσι πέτηλον γούνατί οἱ σκαιῷ πελάει : κεφαλή γε μὲν ἄκρη ἀντιπέρην Ὄρνιθος ἑλίσσεται
σκαιὸν ὄμμα παραβαλὼν θύννου δίκην , ὡς τοῦ θύννου τῷ σκαιῷ ὀφθαλμῷ οὐ βλέποντος , ὡς Ἀριστοτέλης εἴρηκεν . Μένανδρος
6569750 ἐπαιζεν
ἐν ἀντιθέτοις καὶ μεταφοραῖς καὶ πᾶσι τοῖς ἐγκωμιαστικοῖς τρόποις : ἔπαιζεν γάρ , οὐκ ἐσπούδαζε , καὶ αὐτὸς τῆς γραφῆς
τῶι παιδίωι ἀρτίως ἔνδον κατέλαβον τὴν ἐμαυτοῦ θυγατέρα . τυχὸν ἔπαιζεν . οὐκ ἔπαιζεν . ὡς γὰρ εἰσιόντα με εἶδεν
6564261 Πευκεδανον
: σκουαρσονιάτον . ἀποφώλιον : . ἐκπτύουσαν : σπουτάνδον . Πευκεδανόν : μέλας . ζαμενῆ : δυνατόν . Οἴξασα :
, ἐξέστασεν πάντα : ὅλον . ὀδόντων : ἀπό . Πευκεδανόν : πικρὸν , θανατηρὸν , ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς οὔσης
6562821 Ὑδροπεπερι
γεωδεστέραν οὐσίαν ἐπικρατοῦσαν κέκτηται , βραχέος τινὸς μεμιγμένου λεπτομεροῦς . Ὑδροπέπερι θερμὸν μέν , ἀλλ ' οὐκ εἰς ὅσον πέπερι
καὶ χρῶνται πρὸς ὅσα ψῦξαί τε καὶ στῦψαι δέονται . Ὑδροπέπερι θερμαίνει μέν , ἀλλ ' οὐκ εἰς ὅσον πέπερι
6560219 ἐπαινετοι
τῶν προρρηθέντων . Ὅσοις ὀφθαλμοῖς ἡδονὴ καὶ γέλως ἐγκατοικεῖ , ἐπαινετοί , ἀλλ ' οὐ πάντη : εἰσὶ γὰρ καὶ
καὶ ἐν ἀφροδισίοις ἔργοις ἐπτοημένοι . Κοῖλοι πάνυ ὀφθαλμοὶ οὐκ ἐπαινετοί : ὅσοι δὲ κοῖλοι ὄντες ὥσπερ ἐν ἀγγείῳ ὕδωρ
6558301 Τρυγονος
τέρψιν . Τυφλότερος ἀσπάλακος : ἐπὶ τῶν παντελῶς πεπηρωμένων . Τρυγόνος λαλίστερος : ἐπειδὴ αἱ τρυγόνες οὐ μόνον τῷ στόματι
τὰ δὲ ἐν δεξιᾷ παρὰ Ἀσκληπιοῦ Παιδὸς ἱερόν , ἔνθα Τρυγόνος μνῆμά ἐστι [ τροφοῦ ] : τροφὸν δὲ Ἀσκληπιοῦ
6557127 Μαλλους
. Μετὰ δὲ ταῦτα στρατεύσας ἐπὶ Συδράκας καὶ τοὺς ὀνομαζομένους Μαλλούς , ἔθνη πολυάνθρωπα καὶ μάχιμα , κατέλαβε τοὺς ἐγχωρίους
ἐθεραπεύετο , ἐς τὸ στρατόπεδον , ἔνθενπερ ὡρμήθη ἐπὶ τοὺς Μαλλούς , ὁ μὲν πρῶτος λόγος ἧκεν ὅτι τεθνηκὼς εἴη
6556484 Ἐνατῃ
νύκτα εὐφόρως : οὖρα εὐχρούστερα : ὑπόστασιν εἶχε σμικρήν . Ἐνάτῃ ἵδρωσεν : ἐκρίθη : διέλιπεν . Πέμπτῃ ὑπέστρεψεν :
δὲ νύκτα ἄγρυπνος , καὶ ἐπόνει μᾶλλον ἐς νύκτα . Ἐνάτῃ ἡ γαστὴρ ἐξεταράχθη ὑδατώδεα διαχωρήσασα , ὡσαύτως δὴ καὶ
6555301 περικομος
, ἄβρα περίκουρος , θεραπαινίδιον παράψηστον . ἡ μὲν λεκτικὴ περίκομος : ἡσυχῇ παρεψησμέναι αἱ τρίχες , ὀρθαὶ ὀφρύες ,
τὴν ὅλην μορφὴν βραχεῖαν εἶναι : καὶ γὰρ ἡ φυτεία περίκομος καὶ ταύτῃ καὶ οὐκ εἰς ὀρθόν . ἡ δὲ
6553569 συκοφαντουσιν
ἐμοῦ νῦν , κατεδιῃτήσασθε , οὔτε πλέον ἂν ἦν ὑμῖν συκοφαντοῦσιν οὐδέν , ἀλλ ' [ εἰ ἠνέγκατε τότε μάρτυρα
ἐπίστασθε : τὰς δὲ διαθήκας , αἷς οὗτοι πιστεύοντες ἡμᾶς συκοφαντοῦσιν , οὐδεὶς ὑμῶν οἶδε κυρίας γενομένας . Ἔπειτα τὴν
6549055 ἐπιτρεπομεν
περὶ τὴν ἑσπέραν ὅμοια τῇ δείλῃ : ἐντεῦθεν οὔτε ὕπνον ἐπιτρέπομεν τοῖς κάμνουσιν οὔτε ποτὸν προσφέρομεν οὔτε ἄλλο προσάγομεν βοήθημα
, φησίν , οὐ τύχαις τὸ εὔδαιμον οὐδὲ τὸ μακάριον ἐπιτρέπομεν ἀλλ ' αὐταῖς ταῖς κατ ' ἀρετὴν πράξεσιν ,
6546093 Ἀμενωφις
ἔτη θʹ , μῆνας ηʹ . . Καὶ μετὰ τοῦτον Ἀμένωφις ἔτη λʹ , μῆνας ιʹ . . Μετὰ δὲ
κβʹ αὐτοῦ ἐκολόβωσεν . Ϛʹ Τούθμωσις ἔτη θʹ . ζʹ Ἀμένωφις ἔτη λαʹ . Οὗτός ἐστιν ὁ Μέμνων εἶναι νομιζόμενος
6540345 προρεειν
φλέγετο , ζέε δ ' ὕδωρ : οὐδ ' ἔθελε προρέειν , ἀλλ ' ἴσχετο : τεῖρε δ ' ἀϋτμὴ
: [ καὶ ἐν Ἰλιάδι ] „ οὐδ ' ἔθελε προρέειν „ . . . Φ , . . .
6536549 ἀκλαυτι
θηλὴν εἰς ἄφθονον τοῦ γάλακτος ὁλκήν , τὸ δὲ παιδίον ἀκλαυτὶ λάβρως εἰς ἀμφοτέρας τὰς θηλὰς μεταφέρον τὸ στόμα καθαρὸν
θηλὴν εἰς ἄφθονον τοῦ γάλακτος ὁλκήν , τὸ δὲ παιδίον ἀκλαυτὶ λάβρως εἰς ἀμφοτέρας τὰς θηλὰς μεταφέρον τὸ στόμα καθαρὸν
6535439 εὐοσμον
' ἐν ὀσμαῖς : οὐδὲν γὰρ πλὴν τό τ ' εὔοσμον καὶ τὸ κάκοσμον . Οὐδ ' ἐν ἁπτοῖς :
γεῦσιν καὶ τὴν πρόσφοραν ἡ δὲ γλυκύτης σπανίως καὶ ἥκιστα εὔοσμον ὡς οὐ μιγνυμένων ἅμα τοῦ γλυκέος καὶ εὐόσμου :
6535203 μεμονωμενη
χελιδόνα , εἰς ἃς μετεβλήθησαν Πρόκνη καὶ Φιλομήλα : ἡ μεμονωμένη καὶ ἐστερημένη τῆς μητρὸς ὄρνις : τοῖς ἐμοῖς κακοῖς
. Αὐτὸ δὲ τοῦτό μοι τοὺς στεφάνους βάλε , οἷς μεμονωμένη χρωτισθήσομαι . Κύριε , μή μ ' ἀφῇς ἀποκεκλειμένην
6531528 πεπωκας
τρὶς ἐξέπιον μεστόν γ ' . Ἀλεξάνδρου πλέον τοῦ βασιλέως πέπωκας . οὐκ ἔλαττον , οὐ μὰ τὴν Ἀθηνᾶν .
τὸν νεώτερον . Σίκων ἐγὼ βεβρεγμένος ἥκω καὶ κεκωθωνισμένος . πέπωκας οὗτος ; ναὶ μὰ Δία , πέπωκ ' ἐγὼ
6530283 ἐπεξῃεσαν
ἰητρεύειν , ἐν τουτέοισι πολλὰ ἑτεροίως γιγνώσκω ἢ ὡς ἐκεῖνοι ἐπεξῄεσαν : καὶ οὐ μοῦνον διὰ τοῦτο οὐκ ἐπαινέω ,
διὰ τὴν δίψαν ἐνοχλοῦσαν , οὐδένα ἔτι τῶν βαλλόντων αὐτοὺς ἐπεξῄεσαν , ἀλλ ' ἐτιτρώσκοντο ἀφυλάκτως . ἐπεὶ δὲ καὶ
6525656 ἐπαιδοποιησεν
ἐκ γὰρ τῆς Ἀναξιλάου θυγατρὸς καὶ τῆς Θήρωνος ἀνεψιᾶς οὐκ ἐπαιδοποίησεν ὁ Ἱέρων προγαμήσας ταύτην : ὅθεν ἐστὶ καὶ ὁ
τινὸς γέγονε θυγάτηρ . Αὕτη συνευνασθεῖσα τῷ ἰδίῳ πατρί , ἐπαιδοποίησεν ἐξ αὐτοῦ . Ἐγκαλυπτομένη δὲ καὶ τὸ ἄγος οὐ
6525193 παραμυθησομαι
γῆρας ἱκάνει , λύπης ἔργον μᾶλλον ἢ πλήθους ἐτῶν . παραμυθήσομαι δ ' οὖν ἐμαυτὸν οἷς τε ἐπιστέλλω πρὸς σὲ
, οὐκ ἔτι βοηθήσω τοῖς κάμνουσιν , οὐ νόσῳ φαρμάκῳ παραμυθήσομαι : ἰατρὸς οὐκ ἔτι διὰ τοὺς συκοφάντας ῥηθήσομαι .
6524973 εὐχυλοι
τῶν οἴνων ὀσμὴν μὲν ἔχουσιν ἔνιοι σκληροὶ δὲ καὶ οὐκ εὔχυλοι . Ἐξ ἁπάντων οὖν τούτων δῆλον ὡς ἕτερον τὸ
πλατὺ ὄστρακον ἔχουσαι καὶ διαυγές , εὔπεπτοι , εὔτροφοι , εὔχυλοι , γλυκεῖαι , οὐκ ἀπηνεῖς στομάχῳ . ὀπῷ δὲ
6524746 ἀντεπεξῃεσαν
Τυρρηνοὶ κατιόντας αὐτοὺς ἐκ τῶν ἐρυμάτων ἰδόντες ἐθαύμασάν τε καὶ ἀντεπεξῄεσαν ἁπάσῃ τῇ δυνάμει . Ὡς δ ' εἰς τὸ
κατέσχεν ἐν τάξει τὴν φάλαγγα . ὡς δ ' οὐκ ἀντεπεξῄεσαν οἱ πολέμιοι , σκυλεύσας αὐτῶν τοὺς νεκροὺς καὶ τοὺς
6523675 ἀπεβαινεν
πεπεραιωμένων ἐπεξῆλθον τὰ πολλὰ τέμνοντες . ὡς δ ' οὐδὲν ἀπέβαινεν αὐτοῖς ὧν προσεδέχοντο καὶ ἐπελελοίπει ὁ σῖτος , ἀνεχώρησαν
δὲ καὶ διὰ χειρὸς ἔσπευδε τὴν πρᾶσιν . δυσδιάθετον δὲ ἀπέβαινεν : οὐ γὰρ ἦν τὸ κτῆμα πολλῶν οὐδὲ ἑνὸς
6521448 καυθεισης
ἀμφότεραι , ἄσπληνος , ἀσφοδέλου ἡ ῥίζα , καὶ μᾶλλον καυθείσης ἡ τέφρα , βάλσαμον , βάτου ἡ ῥίζα ,
ἄρκευθος , ἀσάρου ῥίζα , ἀσφοδέλου ἡ ῥίζα καὶ μᾶλλον καυθείσης ἡ τέφρα , ἀψίνθιον , βράθυ , βαλαύστιον ,
6519997 ἐσπασεν
τότ ' ἔπειτα δόλου πετάσασα θύρετρα , ἐξαπίνης συνέμαρψε καὶ ἔσπασεν εὐρὺ χανοῦσα ἄγρην κερδαλέην , ὅσσην ἕλεν οἰμήσασα .
καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι μοχθίζοντα πυκναῖς τ ' εἰρεσίῃσι βιώμενος ἔσπασεν ἀνήρ : εἰ δ ' ἄρα οἱ καὶ τυτθὸν
6519006 τἀρα
' ἂν καὶ κοκκίσαι ῥόαν κατ ' Ἀριστοφάνην : ὀξυγλύκειάν τἆρα κοκκιεῖς ῥόαν . τουτὶ δὲ τὸ ἰαμβεῖον Ἀριστοφάνης οὐκ
' ἂν καὶ κοκκίσαι ῥόαν κατ ' Ἀριστοφάνην : ὀξυγλύκειάν τἆρα κοκκιεῖς ῥόαν . τουτὶ δὲ τὸ ἰαμβεῖον Ἀριστοφάνης οὐκ
6516309 ἐπεσταλκας
σὺ τὴν μὲν χεῖρα ἔχρησας , τῇ γνώμῃ δὲ οὐκ ἐπέσταλκας , ἀλλ ' ἐκεῖνος μὲν καὶ διὰ σοῦ νῦν
τοῦ τὰ μέγιστα ἐκεῖνα πεποιηκότος Μίδου . ἀλλ ' οἷς ἐπέσταλκας αὐτοῦ δεόμενος μένειν , οὗτοι δεηθέντες ἐμοῦ καὶ καλοῦντες
6516115 τροφιμοι
. ὧν λεπτότεραι αἱ βασιλικαὶ καὶ διαχωρητικαὶ καὶ κοῦφαι καὶ τρόφιμοι , αἱ δὲ ποτάμιαι γλυκύτεραι . οἱ δὲ μύες
οὐ διαχωρέει , ἀλλ ' ἵστησιν : ἐπὶ δὲ γάλακτι τρόφιμοι μὲν πάντες , πλὴν ἀλλὰ τὸ μὲν ὄϊον ἵστησι
6515660 κορυθα
τεύχε ' ἐπ ' αὐτῷ . Ἕκτωρ δ ' ὁρμήθη κόρυθα κροτάφοις ἀραρυῖαν κρατὸς ἀφαρπάξαι μεγαλήτορος Ἀμφιμάχοιο : Αἴας δ
βάλεν , οὐδ ' ἀφάμαρτε τιτυσκόμενος κεφαλῆφιν , ἄκρην κὰκ κόρυθα : πλάγχθη δ ' ἀπὸ χαλκόφι χαλκός , οὐδ
6515260 ὀλιγωροι
μοι παρ ' ὑμῶν πρότερον : οἵτινες , ὦ λίαν ὀλίγωροι , οὔτε τοὺς ἄλλους οὔθ ' ὑμᾶς αὐτοὺς αἰσχύνεσθε
χρήματα ὡς ἐκ τῶν χρημάτων ναῦς . Αἱ βουλαὶ ὑμῶν ὀλίγωροι , αἱ ὑπουργίαι βραδεῖαι . τί τούτων τέλος ἐννοεῖσθε
6514549 πανθηρ
κλίνεται τὸ ἁπλοῦν θήρ θηρός , οὕτω καὶ τὸ σύνθετον πάνθηρ πάνθηρος . Καν . λδʹ . Ὁ Νέστωρ λήγει
. κεφ . ιδʹ . περὶ πάνθηρος . ὅτι ὁ πάνθηρ ὡς ἐκ πολλῶν τῶν θηρίων τῆς μητρὸς συλλαβούσης τίκτεται
6499451 πτιλοις
σῶμα ἅπαν ποικίλον , μέλανος ὄντος τοῦ χρώματος ὅλου , πτίλοις λευκοῖς καὶ πυκνοῖς διειλημμένου οὐ μείζοσιν φακῶν . οὗτοι
σῶμα ἅπαν ποικίλον , μέλανος ὄντος τοῦ χρώματος ὅλου , πτίλοις λευκοῖς καὶ πυκνοῖς διειλημμένου [ οὐ ? ] μείζοσι
6498030 κεφαλαλγικοι
φέρονται . Ἦρά γε οἷσι τὰ παρ ' ὦτα , κεφαλαλγικοί ; ἦρά τι ἐφιδροῦσι τὰ ἄνω ; ἦρά τι
φέρονται . Ἦρά γε οἷσι τὰ παρ ' ὦτα , κεφαλαλγικοί ; ἦρά τι ἐφιδροῦσι τὰ ἄνω ; ἦρά τι
6496171 εὐφθαρτοι
τὸν χυλὸν τῆς πτισάνης ἐπιδιδόναι τούτοις δεῖ οὐδὲ ἄλικος . εὔφθαρτοι γάρ εἰσι καὶ ἐπιπολάζουσι καὶ μετεωρίζονται περὶ τὸν στόμαχον
. ὀλίγῳ δ ' εἰσὶ κινητικοὶ τῶν οὔρων , οὐκ εὔφθαρτοι οἱ πυξίζοντες , καθάπερ τὰ ὄστρεα . κρείττους δ
6493248 εὐτροφοι
' ὑπαλύξει , λέγοντες ὅτι οἱ πίονες τῶν ἰχθύων καὶ εὔτροφοι τὸ ψῦχος ὑπομένουσι καὶ οὐ φθείρονται . ὁ δὲ
αἱ δὲ πίνναι τόπων μὲν ἕνεκεν ἐπιτήδειοι αἱ ἁπαλαί , εὔτροφοι , ἐκ τῶν τεναγωδῶν λαμβανόμεναι καὶ ἐκ τῶν ἐπικιρναμένων
6489677 ἀποπνειν
εὐθὺς ἀπολέσθαι , μόνον ἀκολουθῆσαι μέχρι τῆς κολάσεως , ἰδεῖν ἀποπνεῖν : εἰ γὰρ δύνατον ἦν μισθῶσαι δήμιον ? ?
πῦρ τῷ ὕδατι πλησιάσαν ἔτι μᾶλλον ἐξῆφθαι . Μέλλον δὲ ἀποπνεῖν καὶ ταῖς ὀδύναις νενικημένον ἐκ - δήσαντες ἐπὶ τὴν
6486542 πετετ
καὶ ὁρμήθη ὄρεϊ νιφόεντι ἐοικὼς κεκλήγων , διὰ δὲ Τρώων πέτετ ' ἠδ ' ἐπικούρων . οἳ δ ' ἐς
δῆμον . . . . τοῦ γ ' ἰθὺ βέλος πέτετ ' , οὐδ ' ἀπολήγει . . . εἰς
6484520 σταφυλῃσι
δέ οἱ πολύκαρπος ἀλωή . ” καὶ τὴν ἀμπελόφυτον „ σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν „ ὁμοίως καὶ τὴν σιτοφόρον γῆν
ἀντὶ τοῦ βότρυος τὴν σταφυλὴν κεῖσθαι διὰ τούτων : αὐτῇσι σταφυλῇσι μελαίνῃσιν κομόωντες . ὅτι δὲ καὶ παρ ' Ὁμήρῳ
6476374 φορουσι
ἕως μὲν οὖν ἂν ὦσι παῖδες μικροί , ξύλινα ἱμάτια φοροῦσι , καὶ περιέρχονται οὕτως ἠμφιεσμένοι : ἐπειδὰν δὲ νεανίσκοι
τραχηλοκοπηθῆναι τὸν ἰδόντα σημαίνει : τοῦτο γὰρ καὶ τοῖς κέρατα φοροῦσι ζῴοις συμβαίνει . Ὦμοι παχεῖς καὶ εὔσαρκοι πᾶσιν ἀγαθοὶ
6475358 προεληλυθας
δοκῶ συνιέναι τὴν αἰτίαν δι ' ἣν εἰς τοσοῦτον θράσος προελήλυθας . εὖ κατὰ ξένου : οἱ γὰρ κατὰ ξένου
. Μένανδρος : τί τοῦτο , παῖ ; διακονικῶς γὰρ προελήλυθας . ναί : πλάττομεν γὰρ πλάσματα τὴν νυκτ '
6474597 κυρτοι
εὐφυεῖς ἄνδρας δηλοῦσιν , οἱ δὲ στενοὶ καὶ προμήκεις καὶ κυρτοὶ ἀναισθήτους καὶ θηριώδεις , οἱ δὲ σκολιοὶ [ καὶ
κατόπιν κάμπτεται . ἢν δὲ ἐϲ τὸ ἔμπροϲθεν ἕλκωνται , κυρτοὶ μὲν τὰ νῶτα : ἐπ ' ἶϲον τοῖϲι μεταφρένοιϲι
6474386 συμφραξαντες
ἔσχε τὸ τέλος . Τῶν δὲ πεζῶν οἱ μὲν ἀργυράσπιδες συμφράξαντες καὶ βιαιότερον τοῖς ἀντιτεταγμένοις ἀπιπεσόντες τοὺς μὲν ἐν χειρῶν
οἱ τιθασοὶ τοὺς ἐπήλυδας περιελθόντες καὶ κυκλόσε γενόμενοι καὶ ἑαυτοὺς συμφράξαντες ἀπειλήφασι μέσους πολύ τι πλῆθος , καὶ οὐκ ἐῶσι

Back