διαφέρων τὤνυμα ὥσπερ καὶ τὸ πρᾶγμα : αἰ γάρ τις ἐρωτάσαι τὼς λέγοντας , ὡς ὁ αὐτὸς λόγος εἴη ψεύστας
τὤνυμα , οὕτω καὶ τὸ πρᾶγμα . ἐπεὶ αἴ τις ἐρωτάσαι τὼς λέγοντας , ὡς τὸ αὐτό ἐστιν ἄδικον καὶ
7586141 τὠνυμα
λόγον λέγοντι , ἀγενήτω δὲ ψεύσταν . οὔκων διαφέρει αὐτῶν τὤνυμα , ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα . ἐρωτάσαι δὲ κά τις
τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄδικόν ἐστιν , διαφέρον ὥσπερ καὶ τὤνυμα , οὕτω καὶ τὸ πρᾶγμα . ἐπεὶ αἴ τις
7287818 κακολογια
τὸ εἶναι δύο τὰς ἑταίρας . Κύδος : λοιδορία , κακολογία . Καὶ Κυδάζειν τὸ λοιδορεῖν καὶ κακολογεῖν . Ἡ
. . . κακηγορῆϲαι ὡς Ὑπ . . , . κακολογία ὡς Ὑπ . . , . κακοπράγμων ὡς Ὑπ
7242402 ἀλαθης
: ἀντὶ τοῦ ἐν ὀλίγῳ τὰ πολλὰ φανερὰ ποιήσω . ἀλαθής τέ μοι : ἀληθὴς δὲ περὶ τούτων καὶ ἐξαίρετος
. ταῦτά μοι ἁ ξείνα μυθήσατο , ἔστι δ ' ἀλαθής . ἦ γάρ μοι καὶ τρὶς καὶ τετράκις ἄλλοκ
7110439 Ἀνδανιος
δὲ τοῖς τόποις τούτοις νῆσος Ὀοράχθα . Ἀπὸ δὲ τοῦ Ἀνδάνιος ποταμοῦ ἐπὶ Σαγάνου ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι υʹ . Ἀπὸ
ἐπιφανέστατος στρατηγός . . . . . λέγεται δὲ καὶ Ἀνδάνιος ὡς Ῥιανός . . . . . Ἀρσινόη :
7101630 Οἰμ
κἀπιτρέψαι Λαμάχῳ , πότερον ἀκρίδες ἥδιόν ἐστιν ἢ κίχλαι ; Οἴμ ' ὡς ὑβρίζεις . Τὰς ἀκρίδας κρίνει πολύ .
. Τί ὑποτεκμαίρει καὶ κακῶς ἄνδρας λέγεις καλοκαγαθεῖν ἀσκοῦντας ; Οἴμ ' , ὦ Θρασύμαχε , τίς τοῦτο τῶν ξυνηγόρων
7080104 ἐπακουσαις
: Ὁπποῖόν κ ' εἴπῃσθα ἔπος , τοῖόν κ ' ἐπακούσαις . ἐὰν δ ' ὀλίγον δῷς διαφορὰν , συνίσταται
: ὁπποῖόν κ ' εἴπῃσθα ἔπος , τοῖόν κ ' ἐπακούσαις . ὧν ἀντικατηγόρησάν τινες , ἐμφρόνως εἰδότες : ἄνδρ
7074949 δοκιμως
' ἔμπης καὶ ταῦτα μαθήσεαι , ὡς τὰ δοκοῦντα χρῆν δοκίμως εἶναι διὰ παντὸς πάντα περῶντα . . . ,
τῶν οἰχομένων ] τῶν φθαρέντων . αἴρω ] φέρω . δοκίμως ] λαμπρῶς . στροφὴ κώλων ιʹ . πρόπασα ]
7026525 εὐδαιμονικον
. . . . [ . ] Ἀνάξαρχόν φησι τὸν εὐδαιμονικὸν φιλόσοφον ἕνα τῶν Ἀλεξάνδρου γενέσθαι κολάκων καὶ συνοδεύοντα τῶι
. Σάτυρος δ ' ἐν τοῖς βίοις Ἀνάξαρχόν φησι τὸν εὐδαιμονικὸν φιλόσοφον ἕνα τῶν Ἀλεξάνδρου γενέσθαι κολάκων καὶ συνοδεύοντα τῷ
7021916 νικον
„ ὕδατα δινήεντος ἀμευσάμενος Ἀθύραο „ . τὸ ἐθ - νικὸν διὰ τῆς αι διφθόγγου Ἀθυραῖος , ὡς Ῥήβας Ῥηβαῖος
, ὅτι τὸ παλαιὸν βασιλεῖς πολυθρέμμονες , καὶ ποιμε - νικὸν ἔζων βίον : μῆλον δὲ λέγεται τὸ πρόβατον Αἰολικῶς
7017052 καπηλικον
ἄγρια θηρία . τέταρτον δέ ἐστι τὸ δημιουργικόν τε καὶ καπηλικὸν γένος . καὶ οὗτοι λειτουργοί εἰσι καὶ φόρον ἀποφέρουσιν
μέλλω ; Καὶ τὸ κτητικῆς ἄρα μεταβλητικόν , ἀγοραστικόν , καπηλικὸν εἴτε αὐτοπωλικόν , ἀμφοτέρως , ὅτιπερ ἂν ᾖ περὶ
7010621 Ὑμετερον
, τῷ δὲ ἀπόντι διὰ τῶν εἰς τὸν παρόντα . Ὑμέτερον μὲν τῶν τὰς δυνάμεις ἐχόντων τὸ εὖ ποιεῖν ,
ἐγγύῃ παραγενέσθαι , καὶ ταῦτα θεῖοι ὄντες τῷ ἐγγυωμένῳ . Ὑμέτερον οὖν ἔργον σκέψασθαι νῦν εἰ δοκεῖ πιστὸν εἶναι τὸ
6990275 εἰπατω
τὸν νόμον καὶ τὴν ἐκείνου φωνὴν ἐπὶ τοῦ παρόντος ὑποκρινάμενος εἰπάτω , δουλείαν ὀνομάζει τὰ γράμματα . δεχέσθω , φησὶν
νῦν , οὐ λέγει τις τὰ βέλτιστα : ἀναστὰς ἄλλος εἰπάτω , μὴ τοῦτον αἰτιάσθω . ἕτερος λέγει τις βελτίω
6972616 Ἀφροσυνη
γε ὑπεναντία ἑνὶ πράγματι πῶς ἂν εἴη ; Οὐδαμῶς . Ἀφροσύνη ἄρα καὶ μανία κινδυνεύει ταὐτὸν εἶναι . Φαίνεται .
κρᾶτα συνηλοίησαν , ὁ δ ' ὄλλυται ἄφρονι πότμῳ . Ἀφροσύνη καὶ σκόμβρον ἕλεν καὶ πίονα θύννον καὶ ῥαφίδας καὶ
6923546 Κειων
ποτε νόμος . οὗ μέμνηται καὶ Μένανδρος : καλὸν τὸ Κείων νόμιμόν ἐστι . Φανία : ὁ μὴ δυνάμενος ζῆν
τῶν αἰγῶν . Αἰσχυλίδης ἐν τοῖς περὶ γεωργίας κατὰ τὴν Κείων γῆν πρόβατα γίνεσθαι ὀλίγα ἑκάστῳ τῶν γεωργῶν φησι .
6915892 Ὠγαθε
μέντοι οὐδὲν λέγω . Τί δή , ὦ Σώκρατες ; Ὠγαθέ , ἐννενόηκά τι σμῆνος σοφίας . Ποῖον δὴ τοῦτο
τίνος σοι φῶμεν μάλιστ ' εἰρῆσθαι τοῦτον τὸν λόγον ; Ὠγαθέ , καὶ αὐτὸς ἐμαυτοῦ νυνδὴ κατεγέλασα . ἀποβλέψας γὰρ
6910301 Ἀληθες
ἀπειργόμενον ἀπὸ τῶν καθαρείων καὶ τῶν ἀλλοτρίων μολυσμοῦ παντός . Ἀληθὲς δὲ καὶ τὸ Ἡροδότου καὶ ἔστιν Αἰγυπτιακὸν τὸ τὸν
αὐτὸ λέγει , εἰ γὰρ ἄνθρωπος πάντως καὶ ζῷον . Ἀληθὲς δέ ἐστιν εἰπεῖν κατὰ τοῦ τινὸς καὶ ἁπλῶς .
6910084 σταθμουχος
εἴρηται τοίνυν ἐν Αἰσχύλου Σισύφωι : σὺ δ ' ὁ σταθμοῦχος εὖ κατιλλώψας ἄθρει . Ἐκλογ . διαφ . λέξ
Ἀντιφάνης δὲ ἐν Ὀβρίμῳ φησὶν ἂν κελεύῃ με σταθμοῦχοςἡ . σταθμοῦχος δ ' ἔστι τίς ; ἀποπνίξεις γάρ με καινὴν
6889318 Αἰσχρον
καὶ διανοητικῆς διεξόδου καὶ τῆς πρὸς τὴν σάρκα λειτουργίας . Αἰσχρόν ἐστιν , ἐν ᾧ βίῳ τὸ σῶμά σοι μὴ
ἀγορεύειν καὶ σιγᾶν αἰεί : τοῦτο γὰρ οὐ δυνατόν . Αἰσχρόν τοι μεθύοντα παρ ' ἀνδράσι νήφοσιν εἶναι , αἰσχρὸν
6885983 ἀληθευτικαι
αὐταῖς ἀναγκαῖα τὰ ὑποκείμενα . τέχνη δὲ καὶ φρόνησις πῶς ἀληθευτικαὶ περὶ τὰ ἐνδεχόμενα καὶ ἄλλως ἔχειν καταγινόμενα , καίτοι
δὲ μόναι περὶ αὐτὴν ὅσαι λογικαί , καὶ ἐκεῖναι μόναι ἀληθευτικαὶ ὅσαι γνωστικαί . αἱ γὰρ ὀρεκτικαὶ ὀρέγεσθαι μόνον ,
6883016 οἰμ
ἀναιδείας ἔτι . ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ ' ἂν οὑτοσί . οἴμ ' ὡς καταγελᾷς . ἓξ χοᾶς χωρήσεται . οὔτοι
. τί ὑποτεκμαίρει καὶ κακῶς ἄνδρας λέγεις καλοκαγαθεῖν ἀσκοῦντας ; οἴμ ' , ὦ Θρασύμαχε : τίς τοῦτο τῶν ξυνηγόρων
6881633 συναγωγιμον
δοτέον ἔτι , πλακοῦντος ἁπτέον . Κατάκεισο κἀκείνας κάλει . συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ οἶδ ' ὅτι κυμινοπρίστης
ἐστί σου πάλαι . καὶ Ἔφιππος ἐν Γηρυόνῃ : καὶ συναγώγιμον συμπόσιον ἐπιπληροῦσιν . ἔλεγον δὲ συνάγειν καὶ τὸ μετ
6876396 ἐγκωμιαστικος
ἐγκωμιάζοντες καὶ τῶν προγόνων εἰς μνείαν ἔρχονται , ὡς ὁ ἐγκωμιαστικὸς ἀναγκάζει νόμος . οὐ κωλύει καὶ μὴ πρὸς ἐκείνους
τὸ πᾶν τέμενος εὐφημιῶν καὶ ὕμνων λεγομένων . οὗτος γὰρ ἐγκωμιαστικὸς τρόπος . ἢ οὕτως : ἐνεκωμιάζετο ἐκ τῶν νικώντων
6867899 μαρτυρησον
, ζώνης ; ἀπεύχῃ μητρὸς αἷμα φίλτατον ; ἤδη σὺ μαρτύρησον , ἐξηγοῦ δέ μοι , Ἄπολλον , εἴ σφε
ὅτι περιφανῶς ἐτόλμησάν μου καταψεύσασθαι . Ἀνάβηθι δέ μοι καὶ μαρτύρησον . Περὶ μὲν τοίνυν αὐτῆς τῆς αἰτίας οὐκ οἶδ
6864912 Κρειττον
ἔδει , καὶ μὴ δύναμιν οὖσαν τοσαύτην ἄγονον εἶναι . Κρεῖττον δὲ οὐχ οἷόν τε ἦν εἶναι οὐδ ' ἐνταῦθα
ἥτις καὶ Καλαμίνθη , πόλις Λιβύης . Ἑκαταῖος Περιηγήσει . Κρεῖττον οὖν ὡς Ἡρόδοτος [ Ἡρόδωρος ? ] διὰ τοῦ
6861592 Αἰγηϊδος
Ἐρχιᾶθεν : Δείναρχος κατὰ Στεφάνου . Ἐρχιὰ δῆμός ἐστι τῆς Αἰγηΐδος , ὥς φησι Διόδωρος . Ἐσπαθᾶτο : Δημοσθένης ἐν
καὶ ἰχθὺς ποιός - - . Πιτθεύς : Πιτθὶς δῆμος Αἰγηΐδος Ἀθήνῃσιν , ἐξ οὗ οὗτος . ἀτεχνῶς : ἀτεχνῶς
6854188 καταδουλουσθαι
, κατακρατεῖν ἐπικρατεῖν , καθαιρεῖν : τὸ γὰρ καταπολεμεῖν καὶ καταδουλοῦσθαι ἑτέρας ἐστὶ χρείας , ὥσπερ καὶ τὸ χειρώσασθαι καὶ
, διαλεχθῆναι ἐπὶ πλέοσι . καταδουλοῦσθαι τοῦ καταδουλοῦν διαφέρει . καταδουλοῦσθαι ἑαυτῷ , καταδουλοῦν ἑτέρῳ . τὸ μνηστεύειν [ ?
6847013 Ἰσχυρον
φύγε . Ἰδών ποτ ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς . Ἰσχυρὸν ὁ νόμος ἐστίν , ἂν ἄρχοντ ' ἔχῃ .
πνεύματος . Ὥσθ ' ὅταν ἐκραγῇ καθάπερ πληγὴν ἐποίησεν . Ἰσχυρὸν γὰρ τὸ ἀθρόον καὶ συνεχὲς ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν
6845243 ἀπατηλων
δὲ κατάϲταϲιϲ καὶ ἐν γλυκέϲι καὶ ἐν πικροῖϲι γεύμαϲι . ἀπατηλῶν ἄρα γευμάτων προκάλυμμα ἡ χολή . ἢν μὲν ὦν
' ὄμματ ' εἶ . Τυφλὸν ὄνειρον : ἐπὶ τῶν ἀπατηλῶν . Τυφογέρων : ἐπὶ τῶν τυφομανῶν γερόντων . Τῶν
6839360 κακολογει
εὐλογεῖν , εὐλογήσασθαι , εὐλογία , κακολογία ὡς Ὑπερείδης , κακολογεῖ ὡς Δημοσθένης , καὶ ἀλογία , αἰσχρολογία ὡς Ξενοφῶν
τῶν ἐν τῷ Ἴωνι ἐπιγραφομένῳ , ἐν ᾧ πρῶτον μὲν κακολογεῖ πάντας τοὺς ποιητάς , ἔπειτα καὶ τοὺς ὑπὸ τοῦ
6838084 παιδειον
. τὸ δὲ παίδειον ἢ μὴ κρίναντες οἱ νομοφύλακες . παίδειον : τοῦ πατριάρχου τὸ βιβλίον : τὸ δὲ παιδίειον
ὡς οὐ καθαρὸς ὢν θύων θανάτῳ ζημιούσθω . τὸ δὲ παίδειον ἢ μὴ κρίναντες οἱ νομοφύλακες , εἰς τὸ δικαστήριον
6835605 ἐχῃσιν
κλαίῃ , πυκινῶς ἀκαχήμενος ἦτορ , νύκτας δ ' ὕπνος ἔχῃσιν , ὁ γάρ τ ' ἐπέλησεν ἁπάντων , ἐσθλῶν
, [ ἠδ ' ἵνα μιν κλέος ἐσθλὸν ἐν ἀνθρώποισιν ἔχῃσιν : ] “ ὦ Νέστορ Νηληϊάδη , μέγα κῦδος
6835138 ἀναλογισμος
, λογιστικός λογιστικῶς λογιστικώτατος , συλλογίζεσθαι συλλογισμός , ἐπιλογίζεσθαι , ἀναλογισμός ἀναλογίζεσθαι . πλῆθος , παμπληθές πολυπληθές , ἰσοπληθία ,
κατατήκεται . Μετάνοια , μεταμέλεια , μετάγνωσις , μετάμελος , ἀναλογισμός , ἔννοια , ἐπανόρθωσις , ἀνάδυσις , ἀναχώρησις .
6817803 σεσηρως
μιαρὸς οὗτος . ὡς δὲ καὶ κλέπτον βλέπει . οἷον σεσηρὼς ἐξαπατήσειν μ ' οἴεται . ποῦ δ ' ὅ
εἰμι μουσικώτερος τρύχνου . τρώκτης σφόδρ ' ἐστίν , ἅμα σεσηρὼς καὶ γελῶν . ἀσπαζόμεσθ ' ἐρετμία καὶ σκαλμίδια .
6817505 ἀπεχθομενος
κατασκευάζων ταῖς πολιτικαῖς δυνάμεσιν . ἀεὶ δὲ μᾶλλον τοῖς πολίταις ἀπεχθόμενος , καὶ πολλοὺς μὲν ὑβρίζων , τοὺς δὲ ἀναιρῶν
θεοῖσιν ἀπέχθηται μακάρεσσιν . [ ἔρρ ' , ἐπεὶ ἀθανάτοισιν ἀπεχθόμενος τόδ ' ἱκάνεις . ] ὣς εἰπὼν ἀπέπεμπε δόμων
6816421 πεπεισται
προσθήκας ἑτέρας ἑτοιμάζων ἐπορεύετο . νῦν δὲ μισεῖ καὶ μισεῖσθαι πέπεισται ὁ Ἀπόλλωνος φίλος ὑπὸ τῶν Ἀπόλλωνος τροφίμων καί φησιν
ἃ οὗτοί φασιν , εἰ μή τις ἄρα ὑπὸ τούτων πέπεισται ὁμολογεῖν παρεῖναι . Αὐτὸς δ ' ὑμῖν πάντας τούτους
6798819 πραῳ
ἐξ ἀρχῆς : συμβαλὼν γὰρ ἐν παισὶ Θεοφράστῳ , ἀνδρὶ πράῳ καὶ οὐκ ἀφυεῖ τὰ ἐρωτικά , διὰ τὸ καλὸς
δεῖ δ ' ἴσον μέτρον ὕδατος τῷ γλεύκει μίξαντας ἑψῆσαι πράῳ πυρὶ μαλακῷ , ἄχρις ἂν οὗ ἐξαναλωθῇ τὸ ὕδωρ
6794460 διζημαι
τῆς στρατιῆς τῆς ἐμῆς ἀντάξιός ἐστι , σὲ δέ γε δίζημαι εἴκοσι εἶναι ἀντάξιον : καὶ οὕτω μὲν ὀρθοῖτ '
ἀνθρώπων φιλότητα πολλῶν ἡμιόνων τε καὶ ἵππων πρόσθεν ἑλοίμαν . δίζημαι δ ' ὅτινι θνατῶν κεχαρισμένος ἔλθω σὺν Μοίσαις :
6789545 ὑηνια
Σκίρα , Σκίρον σκιτών σόφισμα στομοδόκον στρατηγίς στρόφιγγες συηνία καὶ ὑηνία σφῆκες καὶ σφηκίαι ταχεωστί τραπέμπαλιν τραύξανα ὑφόλμιον ὕφος φῖτυ
, ὡς οἱ συγγραφεῖς : περὶ ψυχῆς . Συηνία καὶ ὑηνία , ἀμαθία , σκαιότης , παρὰ Φερεκράτει . καὶ
6789531 συνθεσιαι
. . ἀνέραστος ἄρα ὡς ἔοικεν ἦσθα : πῇ δὴ συνθεσίαι τε καὶ ὅρκια βήσεται ἡμῖν ; οἷος γὰρ ἦν
νηπιάχοις οἷς οὔ τι μέλει πολεμήϊα ἔργα . πῇ δὴ συνθεσίαι τε καὶ ὅρκια βήσεται ἥμιν ; ἐν πυρὶ δὴ
6788707 ταρος
: τάλαρος : . . . ἢ ἀπὸ τοῦ τηρὸς ταρός , καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς τάλαρος , ὁ
σημαίνει τὸ ὑπερφρονῶ ἀττικῶς . ἔπειτ ' ] ἆρα . ταρός ἐστιν ὁ μικρὸς καλαθίσκος , ταλαρὸς δὲ ὁ μέγας
6779020 Ἀγνοεις
ὅπερ Ἀττικοὶ φιλοῦσι . παρ ' αὐτοῖς γὰρ οὐ λέγεται Ἀγνόεις ἢ Φηγόεις ἢ Μυρρινόεις . ὅθεν οὐδὲ διὰ τοῦ
ὅπερ Ἀττικοὶ φιλοῦσι . παρ ' αὐτοῖς γὰρ οὐ λέγεται Ἀγνόεις ἢ Φηγόεις ἢ Μυρρινόεις . ὅθεν οὐδὲ διὰ τοῦ
6778756 ὑπωμοσια
: ὑπομοσάμενος γάρ τις τὸ γραφέν , οὗ ἡ κατηγορία ὑπωμοσία ἐκαλεῖτο , διήλεγχεν ὅτι ἔστι παράνομον ἢ ἄδικον ἢ
ὡς πράξαντα διώκει , τοῦ δὲ ὡς οὐκ ἔπραξεν . ὑπωμοσία δὲ ἀπόδοσις αἰτίας , δι ' ἣν οὐκ ἀπήντησέ
6772707 κρουνεια
, κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ ' . ἔστι γὰρ κρουνεῖα ; ναί . ΚΥΑΘΙΣ , κοτυλῶδες ἀγγεῖον . Σώφρων
, κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ ' . ἔστι γὰρ κρουνεῖα ; ναί . λουτήριἀλλὰ ' τί καθ ' ἕκαστα
6771881 Ἑρμοτιμε
μὴ ἐθέλοντας εἴκειν τοῖς κρείττοσιν . Ταυτὶ μέν , ὦ Ἑρμότιμε , πάνυ εὔλογα . ἢ τί γὰρ παθὼν Εὐθύδημος
τοιοῦτον ἄνδρα εὑρεῖν . Τί δὴ οὖν πράξομεν , ὦ Ἑρμότιμε ; οὐ γὰρ ἀπαγορευτέον οἶμαι ἐπεὶ μηδενὸς ἡγεμόνος τοιούτου
6768325 Σον
εἶναί φημι : Πρὸς βραχὺ δὲ πίπτουσα αὖθις ἀνίσταται . Σὸν φίλον εἰ θέλεις δοκιμάσαι , ἢ μέθυσον ἢ ὕβρισον
βωμόν : ὁ δ ' ὡς ματέρι παῖς ἕπεται . Σὸν τόδε , Δάματερ , σὸν τὸ σθένος : ἵλαος
6766574 ἀλαθη
ψευδῆ ἄρα τὰ αὐτὰ ταῦτα . καὶ αἴ τινα ἄνδρα ἀλαθῆ οἶδε , καὶ ψεύσταν τὸν αὐτόν . ἐκ δὲ
καὶ τά γε δικαστήρια τὸν αὐτὸν λόγον καὶ ψεύσταν καὶ ἀλαθῆ κρίνοντι . ἔπειτα τοὶ ἑξῆς καθήμενοι αἰ λέγοιμεν μύστας
6764349 δεδιδακται
δὲ τοὺς τοῦ δράματος χρόνους οὐκ ἔστι λαβεῖν : οὐ δεδίδακται γὰρ Ἀθήνησιν . . . . . : ὅτι
οἷός τε ἐστίν : τεχνίτης δὲ γενόμενος οὐκέτι διδάσκεται ἀλλὰ δεδίδακται . Μετακτέον δὲ τὰς ἀπορίας ἐκ τῶν περὶ μεταβολῆς
6762019 ξυνωμοται
ῥῆμα . Γ ἰοὺ ἰού ] τυπτόμενος βοᾷ . οἱ ξυνωμόται : οἱ ἀντάρται , οἱ προδόται , οἱ τὰ
' ἐξεστάλης . ὡς ἅπανθ ' ὑμῖν τυραννίς ἐστι καὶ ξυνωμόται , ἤν τε μεῖζον ἤν τ ' ἔλαττον πρᾶγμά
6756055 μοθωνα
δηλοῖ δὲ καὶ τὸ λακτίζειν , ὡς τὸ “ ἀπεπυδάρισα μόθωνα , περιεκόκκυσα ” παρὰ τοὺς πόδας . μόθωνα :
] ἀπέπαρδον : δεῖ δὲ καὶ τῇ ἀληθείᾳ αὐτόν . μόθωνα ] φλυαρόν , ὑβριστήν . Γ περιεκόκκυσα ] ὑπερεῖδον
6755593 Κορυδος
. πρῶτον μὲν ἦν σοι Καλλιμέδων ὁ Κάραβος , ἔπειτα Κόρυδος , Κωβίων , Κυρηβίων , ὁ Σκόμβρος , ἡ
Τιθύμαλλος οὐδεπώποτ ' ἠράσθη φαγεῖν . ἦν δὲ καὶ ὁ Κόρυδος τῶν δι ' ὀνόματος παρασίτων . Τιμοκλῆς : ἀγορὰν
6755088 ἐξωλης
παραδείγματα βλασφημιῶν τῶν ἀπὸ ἀριθμοῦ : οἷον τριςεξώλης ὁ πάνυ ἐξώλης , καὶ τριπέδων ὁ πολλάκις πεδηθεὶς κακοῦργος δοῦλος ,
. καὶ τὰ παρὰ τὸ „ ὀλῶ „ συντεθειμένα : ἐξώλης ἐξῶλες , πανώλης πανῶλες . τὰ δὲ ἄλλα προπαροξύνονται
6755001 περιβοητως
σκληρὸν γὰρ τὸ ἐληλεγμένως , ἐπιρρήτως δὲ καὶ ἐπιβοήτως καὶ περιβοήτως . τὸ δὲ κεκηρυγμένως ἄηθες . ἐκ δὲ τῶν
, ζηλωτῶς , λαμπρῶς , ἐκφανῶς ἐπιφανῶς , περιβλέπτως , περιβοήτως , γνωρίμως . τὰ δὲ ῥήματα εὐδοκιμεῖν , εὐδοξεῖν
6750914 ξυνωμοτης
' οὗτος ἁνὴρ τοῦτ ' ἐτόλμησεν λέγειν , εἰ μὴ ξυνωμότης τις ἦν . ἀλλ ' ἐκ τούτων ὥρα τινά
Γ λύκους ⌈ καλεῖ [ λέγει Γ ] . Γ ξυνωμότης : προδότης . ⌈ τοῦτο δὲ Γ ὡς ἐπὶ
6750366 Τουθ
. “ ἐροῦμεν δὴ οἶμαι ὅπερ ὑπεθέμεθα , ὅτι ” Τοῦθ ' ἡμεῖς γέ φαμεν τὸ μέρος τοῦ ἡδέος ,
, ἀλλὰ Κλέανδρον Εὐβιότῳ , πειθοῦς ἄνθεα καὶ φιλίης . Τοῦθ ' , ὅ τι μοι λοιπὸν ψυχῆς , ὅ
6748103 ἐργασται
πάνυ δὲ τοῦτο ἔχθιστον τοῖς Ἀθηναίοις : καὶ γὰρ ἐλευθερίας ἐργασταὶ καθειστήκεισαν . εἰ δέ τις ὑμῶν , ὦ ἄνδρες
πάνυ δὲ τοῦτο ἔχθιστον τοῖς Ἀθηναίοις : καὶ γὰρ ἐλευθερίας ἐργασταὶ καθειστήκεισαν . εἰ δέ τις ὑμῶν , ὦ ἄνδρες
6743534 τοπασαι
τοῖς Ἕλλησιν . ἄτοπα . ἄτοπα νῦν ἃ μὴ ἔστι τοπάσαι , ὅ ἐστιν ὑπονοῆσαι , σημαίνει δὲ καὶ κακὸν
. ” Κατορώρυκται , κατακέχωσται . Καχυπότοπος , καχύποπτος : τοπάσαι γὰρ τὸ ὑπονοῆσαι . Κεκόμψευται . πεπιθάνευται . Κεραμεικοὶ
6741909 ὁπποιον
καί κεν τά κεν οὐ θέλοις : καὶ Ὅμηρος . ὁπποῖόν κ ' εἴπῃσθα ἔπος , τοῖόν κ ' ἐπακούσαις
οἷς πάλιν ἀντειπόντες ἕτεροι σφόδρα που τὸ Ὁμηρικὸν ἐξεπλήρωσαν : ὁπποῖόν κ ' εἴπῃσθα ἔπος , τοῖόν κ ' ἐπακούσαις
6740623 αἱματοσταγεις
αἵματι βεβρεγμένους . αἱματοσταγεῖς ] ᾑμαγμένους τῷ φόνῳ . θ αἱματοσταγεῖς ] τοῦ ἀπὸ τοῦ φόνου γεγονότος . Ξ κλύουσα
ὡς βάκχη . θ θυὰς ] ἐκστᾶσα ἐμαυτῆς . Ξ αἱματοσταγεῖς ] τοὺς αἵματι βεβρεγμένους . αἱματοσταγεῖς ] ᾑμαγμένους τῷ
6738811 ὡτερος
τάχ ' ὥτερος : Δωρικὴ ἡ συναλοιφή : ὁ ἅτερος ὥτερος . τὸ γὰρ ὁ ἕτερος διὰ τοῦ ου οὕτερος
ὡς παρὰ Ἡροδότῳ . τάχ ' ὥτερος : ἡμαρτημένως ἐξενήνοχεν ὥτερος ἄλλον : ἕτερος γὰρ ἐκ δυοῖν , ἄλλος ἐκ
6735880 Καλλιστ
ἐπὶ τὰς ἀμείκτους πορευοίμεθ ' ἂν ἐν τῷ μέρει . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἐγὼ δὴ πειράσομαι μεταβαλὼν σημαίνειν ἡμῖν
Πῶς λέγεις ; Αὐτὴν τὴν διέξοδον ἀπόκρισίν σοι ποιήσομαι . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἔστι τοίνυν πάντα ἡμῖν ὁπόσα δημιουργοῦμεν
6733530 ἐνδοιασαι
μὲν οἶμαι πολλῷ . καὶ τοῦτο δὲ εἰρωνεία τις τὸ ἐνδοιάσαι περὶ τοῦ ὁμολογουμένου . Παραπλήσιον δὲ τούτῳ καὶ τὸ
κακίστης καὶ δικαίας κολάσεως . ἐγὼ μὲν οὖν καὶ τὸ ἐνδοιάσαι ὑμᾶς ὅλως περὶ τούτου καὶ ἡμῖν προθεῖναι τὴν διάσκεψιν
6727613 Ἀνθραξ
ὀδυνηρὸς ἀπὸ χολώδους αἵματος ἔχων τὴν γένεσιν . τπδʹ . Ἄνθραξ ἐστὶν ὄγκος ἑλκώδης ἐκ τοῦ μελαγχολικωτέρου σαπέντος αἵματος .
θεραπεύει καὶ σκόλοπας ἐπισπᾶται καὶ θηριοπλήκτους καὶ ἑρπετοδήκτους ἰᾶται . Ἄνθραξ λίθος ἐστὶ πολύτιμος , καθαρός , λυχνίτης , πυραυγίζων
6720650 ἀποφημον
λόγος ὑπὲρ ἀμφοῖν ἀτοπώτερος , ὁ Σωκλῆς οὐκ ἐνεγκὼν τὸ ἀπόφημον , ὡς ἐραστὴν ἀκόλαστον μισήσας ἀπημπόλησε τὸν ἵππον .
σφίσι κακῶν αἰτίους ἢ δράσαντάς τι ἀσεβὲς ἢ εἰπόντας τι ἀπόφημον : ἵππου δὲ ἔλεγε ποία μὲν θεοσυλία , φόνος
6716418 παρατιλλεσθαι
δὲ τὴν ὁρμήν . Δρωπακίζειν ἀδόκιμον , ἀρχαῖον δὲ τὸ παρατίλλεσθαι ἢ πιττοῦσθαι . Στέμφυλα : οἱ μὲν πολλοὶ τὰ
ὁρμὴν ἐρεῖς Ἀττικῶς . Δρωπακίζειν ἀδόκιμον , ἀρχαῖον δὲ τὸ παρατίλλεσθαι ἢ πιττοῦσθαι . Στέμφυλα οἱ πολλοὶ τὰ τῶν βοτρύων
6715532 θανουμεθ
ἢν δ ' ἀνοίγοντες πύλας ληφθῶμεν ἐσβάσεις τε μηχανώμενοι , θανούμεθ ' . ἀλλὰ πρὶν θανεῖν νεὼς ἔπι φεύγωμεν ,
οὗ δὴ τὸ δεινὸν παρακέλευσμ ' ἠκούσαμεν : Πυλάδη , θανούμεθ ' , ἀλλ ' ὅπως θανούμεθα κάλλισθ ' :
6715146 βυζω
. παρὰ τὸ βύω , ἔνθεν βεβυσμένος : οὗ παράγωγον βύζω , ὁ παθητικὸς παρακείμενος βέβυκται , ὡς βάζω βέβακται
, τροπῇ τοῦ α εἰς υ . ἢ παρὰ τὸ βύζω βυστός καὶ βυθός . . . . βύκτης :
6713951 βασκανου
οὐκ ἀνοήτου μόνον , ἀλλὰ καὶ ἀχαρίστου , μᾶλλον δὲ βασκάνου μοι εἶναι ἔδοξεν . ἐγὼ μὲν οὖν εἰς δύναμιν
ἡ φύσις τοῦ ἀγῶνος ἀνδρὸς φθονεροῦ τυγχάνει καὶ πονηροῦ καὶ βασκάνου . ἐπὶ τὸ ἕτερον μεταβαίνει δίκαιον τὸ τῆς πολιτείας
6705673 δεχω
. . . : πόθεν τὸ δέχνυμαι ; ἐκ τοῦ δέχω δεχύω , ὡς ἄνω ἀνύω , δέχυμι καὶ πλεονασμῷ
* . . Ἀδέκαστος : δίκαιος : παρὰ τὸ [ δέχω ] δέδεγμαι δεκαστός καὶ ἀδέκαστος , ὁ μὴ δεχόμενος
6704227 ἐοικ
εἰσὶ γὰρ Φαληρικοί . ἄλλοι δ ' ἐπώλουν , ὡς ἔοικ ' , Ὀτρυνικούς . μὴ μεστὰς ἀεὶ ἕλκωμεν ,
[ δ ' ] οὐθέν [ ] , ὥστ ' ἔοικ [ ] ? ' ἐ - [ πάγειν ]
6700213 λυχνοποιος
οὔτε ὑπὸ τοῦ δεσπότου ἀφεθείς . ἢ οὐκ οἶσθα ὅτι λυχνοποιὸς ἦν Κῦρος Ἀστυάγους , καὶ ὁπότε γ ' ἐνεθυμήθη
πόλει . Εὐβουλότεροι γενησόμεθα . Τρόπῳ τίνι ; Ὅτι τυγχάνει λυχνοποιὸς ὤν . Πρὸ τοῦ μὲν οὖν ἐψηλαφῶμεν ἐν σκότῳ
6700036 πιθηκισμοις
δόξαν ἀπηνέγκατο ὁ Θεμιστοκλῆς , περὶ οὗ ἄνω ἐγράφη . πιθηκισμοῖς : ἀπάταις καὶ κολακεύμασιν . ΓΘ ἄλλως : μιμήμασιν
σὺ οὖν , ὦ Ἱέρων , μὴ πείθου διαβολαῖς μηδὲ πιθηκισμοῖς , ὅ ἐστιν ἀπάταις . ἄλλως : ὁ λόγος
6696904 Πεμπτον
' ἂν ὀρθότερον ἢ πολιτικῆς . Πάνυ μὲν οὖν . Πέμπτον δὲ ἆρ ' ἂν ἐθέλοιμεν τὸ περὶ τὸν κόσμον
λογικὸν τὸ ὡς ἐν ἀνθρώπῳ , ὅπερ ἐστὶν ἀδύνατον . Πέμπτον ἐπιχείρημα : καί φησιν ὅτι τῷ Σωκράτει τὸ καθόλου
6685794 ἀποδιοπομπεισθαι
κακά , βλαβερά . ταλάντατον . ἀτυχέστατον . ἀποδιοπομπησόμεθα . ἀποδιοπομπεῖσθαί φασι ἀποτρέπεσθαι τὸν προστρόπαιον Δία καὶ οἱονεὶ καθαίρεσθαι τὰ
κακά , βλαβερά . ταλάντατον . ἀτυχέστατον . ἀποδιοπομπησόμεθα . ἀποδιοπομπεῖσθαί φασι ἀποτρέπεσθαι τὸν προστρόπαιον Δία καὶ οἱονεὶ καθαίρεσθαι τὰ
6680851 Ἱερος
μυσταγωγίαν κατακρύπτει τῶν θείων δογμάτων . τοιοῦτος γὰρ καὶ ὁ Ἱερὸς σύμπας λόγος καὶ ὁ Φιλόλαος ἐν ταῖς Βάκχαις καὶ
πέρατι πρὸς δυσμαῖς . τὸ ἐθνικὸν Ἰερναῖος ὡς Λερναῖος . Ἱερὸς κόλπος , πλησίον Ἀράδου πόλεως . ὁ οἰκῶν Ἱεροκολπίτης
6678527 ἀαπτον
τόσον ἔσσεται εἶδαρ , ὅσσον ἐνιπλῆσαι γαστρὸς χάος , ὅσσον ἄαπτον ἐς κόρον ἀμπαῦσαι κείνων γένυν ; οἱ δὲ καὶ
ὡς καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν . ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν [ . . ἄαπτος δεινός
6678050 ψιθυρος
: μέλισμα , μέλος , λάλημα , ὅθεν καὶ τὸ ψίθυρος ὁ λάλος . ἡ δὲ φωνὴ τῶν κατὰ μίμησιν
λαμβάνουσιν . ἔστι γὰρ ψίθυρ ψίθυρος ὡς μάρτυρ μάρτυρος καὶ ψίθυρος ψιθύρου ὡς μάρτυρος μαρτύρου : τὸ δὲ ψίθυρ παρὰ
6677989 ἐπιπωρουται
φλεβὸς , ἀρτηρίης . Μυελὸς τροφὴ ὀστέου , διὰ τοῦτο ἐπιπωροῦται . Δύναμις πάντα αὔξει καὶ τρέφει καὶ βλαστάνει .
ἡ προσήκουσα , τοῖσιν ὀθονίοισιν ἐπίδεσις . Μὴ ἐμπεσὸν γὰρ ἐπιπωροῦται ἔξωθεν . Ἐκ γενεῆς δὲ ἢ ἐν αὐξήσει ἐξαρθρήσαντα
6676134 ἀνηρετ
φροντιστήριον . λέξω , νομίσαι δὲ ταῦτα χρὴ μυστήρια . ἀνήρετ ' ἄρτι Χαιρεφῶντα Σωκράτης ψύλλαν ὁπόσους ἅλλοιτο τοὺς αὑτῆς
Σωκράτους φρόντισμα ; ποῖον ; ἀντιβολῶ , κάτειπέ μοι . ἀνήρετ ' αὐτὸν Χαιρεφῶν ὁ Σφήττιος ὁπότερα τὴν γνώμην ἔχοι
6675681 Ναπαιος
πόλις Λέσβου . Ἑλλάνικος ἐν δευτέρῳ Λεσβιακῶν . ὁ πολίτης Ναπαῖος , καὶ Ἀπόλλων Ναπαῖος . εἰσὶ καὶ Ναπαῖοι ἠπείρου
ἐν β Λεσβιακῶν . ὁ πολίτης Ναπαῖος : καὶ Ἀπόλλων Ναπαῖος . εἰσὶ καὶ Ναπαῖοι ἠπείρου . , : ταύτην
6674979 ἀθεμιστια
τε καὶ ἀλλήλους ἀπατεύειν . ὡς πλεῖστ ' ἐφθέγξαντο θεῶν ἀθεμίστια ἔργα , κλέπτειν μοιχεύειν τε καὶ ἀλλήλους ἀπατεύειν .
κραδίην Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος . ἦν δέ τις ἐν μνηστῆρσιν ἀνὴρ ἀθεμίστια εἰδώς , Κτήσιππος δ ' ὄνομ ' ἔσκε ,
6673733 Ἀκεγχηρης
δὲ Ἀκεγχήρης δώδεκα καὶ μῆνας πέντε . Τοῦ δ ' Ἀκεγχήρης ἕτερος δώδεκα καὶ μῆνας τρεῖς . Τοῦ δὲ Ἄρμαϊς
μετὰ δὲ ταύτην Ῥαθῶτις ἔτη θʹ . μετὰ δὲ τοῦτον Ἀκεγχήρης ἔτη ιβʹ , μῆνας εʹ . μετὰ δὲ τοῦτον
6668511 Ψευδος
τοῦτο γένοιτ ' ἄν , ὡς μὴ ἐπικρατῇ σου τὸ Ψεῦδος μηδὲ ὑπὸ τῇ Ἀγνοίᾳ λανθάνωσιν οἱ φαῦλοι τῶν ἀνδρῶν
αὐτῶν καλοῦνται Λύπη , Πονηρία , Ἀσέλγεια , Ὀξυχολία , Ψεῦδος , Ἀφροσύνη , Καταλαλιά , Μῖσος . ταῦτα τὰ
6666947 νεωτερικως
παράπαν ] παντελῶς ἡμαρτήκαμεν ] ἠστοχήσαμεν ὡρικῶς ] τρυφηλῶς : νεωτερικῶς εἶπε διότι ἦν τεθρυμμένη ἀλλ ' ὅ τι ]
νεωτερικῶς . παίζουσι γὰρ τῇ γραῒ οἱ γέροντες . . νεωτερικῶς , ἤγουν ὡς πυνθάνονται αἱ ἐν ὥρᾳ οὖσαι γυναῖκες
6666199 Φερ
. Συνεπόμνυθ ' ὑμεῖς ταῦτα πᾶσαι ; Νὴ Δία . Φέρ ' ἐγὼ καθαγίσω τήνδε . Τὸ μέρος γ '
' αὖ γυνὴ ὡραιοτάτη τις . Ποῦ ' στι ; Φέρ ' ἐπ ' αὐτὴν ἴω . Ἀλλ ' οὐκέτ
6665605 Σωκρατιδιον
Μίδας ” . πέμπτον κατὰ ὑποκορισμόν , ὡς τὸ “ Σωκρατίδιον ” , “ Εὐριπίδιον ” . ἕκτον κατὰ ἐναλλαγήν
. ἀντὶ τοῦ μεγάλως . ἀττικὴ ἡ φράσις . ὦ Σωκρατίδιον : ἀπὸ τοῦ ὑποκοριστικοῦ διαβάλλει τοῦτον . ὦ '
6664855 φιλοδικος
πεποιημένον δὲ τοῦτο παρὰ τὸ φιλεῖν τὰς Κλέωνος πράξεις : φιλόδικος δὲ οὗτος καὶ συκοφάντης . φίλο ] φιλόδικος .
τὰ δικαστήριά ἐστι διατριβόντων δικαστῶν ἢ καὶ συκοφαντῶν , ἤγουν φιλόδικος καὶ γράφων ψηφίσματα . πανδελετίους : Πανδέλετος συκοφάντης καὶ
6664637 ψαγδαν
Φέρ ' ἴδω , τί σοι δῶ τῶν μύρων ; ψάγδαν φιλεῖς ; Τῆς μυρηρᾶς ληκύθου πρὶν κατελάσαι τὴν σπαθίδα
φέρ ' ἴδω , τί σοι δῶ τῶν μύρων ; ψάγδαν φιλεῖς ; οὐδ ' ἐστὶν αὐτῷ στλεγγὶς οὐδὲ λήκυθος
6663391 προειληπται
. ὅτι ὁ τρόπος τοῦ συμπεράσματος πάντως ἐν ταῖς προτάσεσι προείληπται , ὡς καὶ τὸ καταφατικὸν ἢ ἀποφατικόν , οὐ
τὸ τὸν εὐεργέτην ἀφεῖναι : παρὰ δὲ ἑτέροις δικασταῖς οὐ προείληπται : πάντες γὰρ οἱ δικασταὶ , ὅταν αὐτοὶ μὴ
6661555 σωφροσυνα
καὶ ὑποστατικὰ τῶν δεινῶν : τῶ δ ' ἐπιθυματικῶ ἁ σωφροσύνα : μετριότας γάρ ἐντι καὶ κατοχὰ ποθ ' ἁδονὰν
ἀφείης ἱμέρωι χρίσας ' ἄφυκτον οἰστόν . στέργοι δέ με σωφροσύνα , δώρημα κάλλιστον θεῶν : μηδέ ποτ ' ἀμφιλόγους
6660144 λαχη
] μετερχόμεναι λάχη ὑπὲρ ὧν οὐ τιμώμεθα ὑπὸ θεῶν . λάχη ] ἀφωρισμένα τῶν θεῶν τῶι προσόντι αὐτοῖς σκότει .
δὲ τρίμετρα , ὧν τελευταῖον μικτος αὔων βροτούς . γιγνομέναισι λάχη ] ὁ παρὼν χορὸς συνέστηκεν ἐκ κώλων χοριαμβικῶν νβʹ
6657695 ἀποθετικον
παθητικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῦ καὶ . . . μὲν ] σχῆμα ἀποθετικόν ταῦτα ] ἀντὶ τοῦ “ οὕτως ” τῷ δὲ
χεῖρ ' ἐπιβάλλεις ; “ ἵν ' εἴη ἑφθημιμερὲς ὡς ἀποθετικόν , καὶ στίζειν εἰς τὸ ” κλαύσει “ τὸ
6657303 μελῳδουμενον
τὰ τέσσαρα πρὸς τὰ τρία . τὸ διὰ πέντε φθόγγων μελῳδούμενον φθόγγων ἐστὶ πέντε , διαστημάτων τεσσάρων , τόνων τριῶν
τὰ τρία πρὸς τὰ δύο . τὸ διὰ πασῶν φθόγγων μελῳδούμενον φθόγγων ἐστὶν ὀκτώ , διαστημάτων ἑπτά , τόνων ἕξ
6656700 ναρον
. νῶ τὸ ῥέω , ὁ μέλλων νάσω : καὶ νάρον τὸ ὑγρὸν , ὡς φησὶ Σοφοκλῆς ἐν Τρωίλω :
. νῶ τὸ ῥέω , ὁ μέλλων νάσω : καὶ νάρον τὸ ὑγρὸν , ὡς φησὶ Σοφοκλῆς ἐν Τρωίλω :
6655425 ἐνστατικως
Δευτέρα ἀντίθεσις : ἀλλὰ δι ' ἐμὲ ἐσώθητε . ΛΥσεις ἐνστατικῶς , ὅτι οὐ διὰ σὲ , ἀλλὰ διὰ τὴν
τόδε ποιῆσαι , κεφάλαιον : ἀλλ ' οὐ δύσκολον , ἐνστατικῶς : εἰ δὲ καὶ δύσκολον , ποιητέον , ἀντιπαραστατικῶς
6654866 ἐγκαλουμενον
ἀναγκάζω . . κλητεύσοντα ] ἐγκαλέσοντα . , ἐγκληθησόμενον , ἐγκαλούμενον , κλῆσιν : καλέσοντα πρὸς τὸ δικαστήριον . κλητεύω
περὶ τῆς οὐσίας ἔστιν ἡ ζήτησις , εἰ ἔστι τὸ ἐγκαλούμενον καὶ εἰ γέγονεν οὕτως , ὡς ὁ κατήγορός φησι
6654147 φρασατω
, πῶς τὸ μὴ ὂν ὡς ὑπάρχον σοφίζεται ; ἐπεὶ φρασάτω τις ἐμοὶ παρελθών . πόθεν ἄλλοθεν ἄνθρωπος τοὺς πολεμίους
Ὁ μὲν οὖν σός , ἐμὸς δ ' οὗτος ἀδελφὸς φρασάτω , τί καλοῦσιν ἰδυίους ; Τί καλοῦσιν ἀποινᾶν ;
6651317 σκευωρια
ὁ εὐτελής . τάχα δ ' ἀπὸ τούτων καὶ ἡ σκευωρία καὶ ἡ σκευοποιία καὶ τὸ ἐσκευοποιημένον πρᾶγμα , ὡς
στρέμφυλα Ἕλληνες . στύρακα θηλυκῶς Ἀττικοί , ἀρσενικῶς Ἕλληνες . σκευωρία καὶ σκευωρήματα Ἀττικοί , συσκευή Ἕλληνες . συνέριθοι Ἀττικοί
6650784 ξενιζε
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι , καὶ πράξεις καλῶς . Ξένους ξένιζε , καὶ σὺ γὰρ ξένος γ ' ἔσῃ .
πράξεις καλῶς . Ξένον προτιμᾶν μᾶλλον ἀνθρώποις ἔθος . Ξένους ξένιζε , μήποτε ξένος γένῃ . Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον
6649612 ὑποϲτυφον
δὲ μέτρια διδόϲθω . οἶνον δὲ πίνειν λευκὸν καὶ λεπτὸν ὑπόϲτυφον , ϲύμμετρον καὶ αὐτόν . ταριχηρῶν δὲ πάντων καὶ
δὲ μέτρια διδόϲθω . οἶνον δὲ πίνειν λευκὸν καὶ λεπτὸν ὑπόϲτυφον , ϲύμμετρον καὶ αὐτόν . ταριχηρῶν δὲ πάντων καὶ
6648955 δρηστηρες
κατὰ δώματ ' ἐπισταμένως πονέοντο . ἐς δ ' ἦλθον δρηστῆρες ἀγήνορες : οἱ μὲν ἔπειτα εὖ καὶ ἐπισταμένως κέασαν
. ἀποδρᾶν : δρῶ , τὸ ὑπηρετῶ , ὅθεν καὶ δρηστῆρες . τὸ οὖν ἀποδρᾶν ἐστι τὸ ἔξω γενέσθαι τῆς

Back