τὸ ἐπὶ τοῦ Ἄρεος „ ὦρτο δ ' Ἄρης ἑτέρωθεν ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσος , ” ὀξὺ κατ ' ἀκροτάτης πόλιος
' ἵκοντο , οἳ δ ' ἐπ ' ἐπάλξεις βαῖνον ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσοι ἴφθιμοι Λυκίων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες : σὺν
6557878 οὐτησε
, ἀλλὰ καὶ δόρατι ἐκ χειρός , ὥς φησιν „ οὔτησε ξυστῷ ” χαλκήρεϊ , λῦσε δὲ γυῖα . ”
ἠέρα δ ' ἑσσάμενος στυγερὸν προέηκε βέλεμνον καί ἑ θοῶς οὔτησε κατὰ σφυρόν . Αἶψα δ ' ἀνῖαι δῦσαν ὑπὸ
6328165 κεκλιμενος
οὐχ ὑπὸ Ἡρακλέους πεποιημένην , καὶ ἐπὶ τῷδε εἴρηκε λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι : ἔχει δὲ οὐδὲ εἰκότα λόγον τοὺς Ὀρχομενίους
οἱ αὐτὸς ἔστη , ὅπως θανάτοιο βαρείας χεῖρας ἀλάλκοι φηγῷ κεκλιμένος : κεκάλυπτο δ ' ἄρ ' ἠέρι πολλῇ .
6290163 στη
ἠράσσατο πεσσομενάων . αὐτὸς δὲ Ξενοκλῆς ἐπεπωλεῖτο στίχας ἀνδρῶν , στῆ δ ' ἄρ ' ἐπ ' οὐδὸν ἰών ,
κλόνον οὐκ ἐνόησεν , ἠέρι γὰρ πολλῇ κεκαλυμμένος ἀντεβόλησε : στῆ δ ' ὄπιθεν , πλῆξεν δὲ μετάφρενον εὐρέε τ
6276050 ἀκροτατης
. σὺ δὲ οὐδ ' ἂν ἐκπλαγείης Δεινὸν ἀπ ' ἀκροτάτης κορυφῆς νεύοντα νοήσας οὐδὲ μορμολύττεταί σε ἀνὴρ σιδηροῦς φανταζόμενος
' ἐπὶ γῆρας ἐλέγχει οὐλόμενον , κεφαλῆς δ ' ἅπτεται ἀκροτάτης . Ἆ μάκαρ εὐδαίμων τε καὶ ὄλβιος , ὅστις
6261715 Σιμοεντι
ὀξὺ κατ ' ἀκροτάτης πόλιος Τρώεσσι κελεύων , ἄλλοτε πὰρ Σιμόεντι θέων ἐπὶ Καλλικολώνῃ . Ὣς τοὺς ἀμφοτέρους μάκαρες θεοὶ
[ ] [ ] αι τλευτάν : [ ἀενάῳ ] Σιμόεντι [ ] πε [ ] [ ] ! !
6257970 μεσσον
θυμὸν ἀλυίων , [ οἱ ] δ ' ἄλλοι κατὰ μέσσον ἐελμένοι ἠύτε κάπροι [ ! ! ] θόμενοι ?
ἀποπροέηκε χαμᾶζε κτεινόμενος : τῷ τόν γε κατ ' αὐχένα μέσσον ἔλασσε : φθεγγομένου δ ' ἄρα τοῦ γε κάρη
6170601 ἐγχος
Καλῶς ἔλεξας : ἀλλ ' ἐκεῖνό μοι φράσον , ἔβαψας ἔγχος εὖ πρὸς Ἀργείων στρατῷ ; Κόμπος πάρεστι κοὐκ ἀπαρνοῦμαι
[ [ ] φιλειπόλε - [ μο - ] καλὸν ἔγχος ? [ [ ] άων διά τ ' ὀγ
6157715 κονιῃσι
' ὤμου χάλκεον ἔγχος ἦλθεν : ὃ δ ' ἐν κονίῃσι χαμαὶ πέσεν αἴγειρος ὣς ἥ ῥά τ ' ἐν
μετόπισθε δ ' ἐπισπόμενος κεράιζε . Πολλοὶ δ ' ἐν κονίῃσι καὶ αἵματι θυμὸν ἔλειπον Αἰθιόπων ὑπὸ χερσί , λύθρῳ
6142796 τετρατος
ἕλε παμφανόωντα . Μηριόνης δ ' ἀνάειρε δύω χρυσοῖο τάλαντα τέτρατος , ὡς ἔλασεν . πέμπτον δ ' ὑπελείπετ '
, τῷ δ ' ἔπι Φωσφόρος ἐστὶ φαεινότατος Κυθερείης , τέτρατος αὐτὸς ὕπερθεν ἐπ ' Ἠέλιος φέρεθ ' ἵπποις ,
6123960 ἀντικρυ
τὸ δέπας καταλαμβάνει . καὶ περαιωθεὶς ἐπὶ τὴν ἤπειρον τὴν ἀντικρὺ κατετόξευσεν ἐπὶ τοῦ Καυκάσου τὸν ἐσθίοντα τὸ τοῦ Προμηθέως
ἐνθάδ ' ἵκηται μή τι σύ γ ' ἀθανάτοισι θεοῖς ἀντικρὺ μάχεσθαι τοῖς ἄλλοις : ἀτὰρ εἴ κε Διὸς θυγάτηρ
6117951 ἑζετο
ῥα , καὶ ἐς κλισίην πάλιν ἤϊε δῖος Ἀχιλλεύς , ἕζετο δ ' ἐν κλισμῷ πολυδαιδάλῳ ἔνθεν ἀνέστη τοίχου τοῦ
Ἤτοι ὅ γ ' ὣς εἰπὼν κατ ' ἄρ ' ἕζετο , τοῖσι δ ' ἀνέστη Νέστωρ , ὅς ῥα
6093327 βη
Ἠέλιος γάρ οἱ σκοπιὴν ἔχεν εἶπέ τε μῦθον . [ βῆ δ ' ἴμεναι πρὸς δῶμα , φίλον τετιημένος ἦτορ
ἐπὶ θαλάττῃ ποιεῖ τὸ ἱερόν ” ἐκ δὲ Χρυσηὶς νηὸς βῆ ποντοπόροιο „ : τὴν μὲν ἔπειτ ' ἐπὶ βωμὸν
6091867 πρηνης
. αὐτίκα δὲ κρήδεμνον ὑπὸ στέρνοιο τάνυσσεν , αὐτὸς δὲ πρηνὴς ἁλὶ κάππεσε , χεῖρε πετάσσας , νηχέμεναι μεμαώς .
ὄχθης [ ἀκροτάτης ] κεφαλῆς κατὰ ἰνίον οὔτασε χαλκῷ : πρηνὴς δ ' ἐς ποταμὸν προκυλίνδετο , [ μίσγετο ]
6085417 βαλεν
μὲν ἁμαρτῇ δούρατα μακρὰ ἐκ χειρῶν ἤϊξαν : ὃ μὲν βάλεν αὐχένα μέσσον Σαρπηδών , αἰχμὴ δὲ διαμπερὲς ἦλθ '
. ἐν δὲ Ζεὺς τερπικέραυνος φύζαν ἐμοῖς ' ἑτάροισι κακὴν βάλεν , οὐδέ τις ἔτλη μεῖναι ἐναντίβιον : περὶ γὰρ
6057417 πυριλαμπεος
δ ' ἀκάμαντος ἐπὴν πυριμάρμαρος ἀστὴρ εἰς μέσον οὐρανίης προφανῇ πυριλαμπέος αἴθρης , ἢ γονίμῃ ὥρῃ πανεπίσκοπα φέγγεα βάλλῃ ,
, κέγχροις ὅτ ' ἐοικότα πάντη κύκλῳ σήματ ' ἔχει πυριλαμπέος ἐγγύθι μύξης : ἄνθρακι δὲ ζώοντι χαλάζης , ὁππότε
6010577 Ἀβυδοθεν
' ” υἱὸν Πριάμοιο νόθον βάλε Δημοκόωντα , ὅς οἱ Ἀβυδόθεν „ ἦλθε παρ ' ἵππων ὠκειάων . ” ἐν
ἀλλ ' υἱὸν Πριάμοιο νόθον βάλε Δημοκόωντα , ὅς οἱ Ἀβυδόθεν ἦλθε , παρ ' ἵππων ὠκειάων : ἡ διπλῆ
5999200 λαιλαπι
] τὸ ἑξῆς οὕτως : πέμψατε πόντονδε , ἔνθα ἀντήσαντες λαίλαπι χειμωνοτύπωι , βροντῆι , στεροπῆι τε , ὀμβροφόροισί τε
ἡ διπλῆ ὅτι ] ἐλλείπει ἡ σύν πρόθεσις , σὺν λαίλαπι . . . . . Μ . ὀρώρει δ
5997642 δορυ
καὶ ἐπιτηδείως ἦγε τὸ δόρυ : τὴν γὰρ ναῦν λέγει δόρυ . . Ἑλληνικὴ ] ἡ τοῦ Θεμιστοκλέους . .
] ἤτοι τῆς δεξιᾶς , δι ' ἧς πάλλουσι τὸ δόρυ . παμπρέπτεσιν ] εὐπρεπέσιν . ἡ εὐθεῖα ἡ παμπρέπτις
5952808 αὐε
τὴν αὐτὴν ὁδόν . αὐτάγρετα αὐτόληπτα . αὐσταλέος αὐχμηρός . αὖε ἐφώνει . αὐτόδιον ἐξ αὐτῆς τῆς ὁδοῦ : “
, ἄλλοτ ' ἐπ ' ἀκτάων ἐριδούπων μακρὸν ἀΰτει . αὖε δ ' Ἄρης ἑτέρωθεν ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσος ὀξὺ κατ
5937446 οὐρην
' ἐπὶ γοῦνα ἀμφότερ ' Ὑδροχόου , καὶ Κήτεος εἰναλίοιο οὐρήν , ἠδὲ Λαγωοῦ ἀπὸ στέρνων ἐπὶ μέσσα νισσόμενον ,
: στεινή τ ' ἐκτάδιός τε πέλει καὶ νῶτα καὶ οὐρήν : ῥινὸν δ ' ἀμφοτέροισιν ἐπικλείουσιν ἀοιδοὶ ῥιγεδανόν :
5934225 οὐρῃ
οὐρὰ διὰ τὸ εἰς ἀλκὴν αὐτὸν προτρέπειν : Ὅμηρος : οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν μαστίεται , ἑὲ
πεφυλαγμέναι ὠκεανοῖο . Αὐτὰρ ὅγ ' ἄλλης μὲν νεάτῃ ἐπιτείνεται οὐρῇ , ἄλλην δὲ σπείρῃ περιτέμνεται : ἡ μέν οἱ
5911166 δεξιτερον
μετώπῳ Ταύρου βεβλέαται . Λαιοῦ δὲ κεράατος ἄκρον καὶ πόδα δεξιτερὸν παρακειμένου Ἡνιόχοιο εἷς ἀστὴρ ἐπέχει , συνεληλάμενοι δὲ φέρονται
ἐν χερσὶν ἑταίρων . Ἰδομενεὺς δὲ Βρέμουσαν ἐνήρατο δούρατι μακρῷ δεξιτερὸν παρὰ μαζόν , ἄφαρ δέ οἱ ἦτορ ἔλυσεν .
5905640 χαλκηρεϊ
ὅσα τρέφει εὐρεῖα χθών . τὸν μὲν ἐγὼ προσιόντα βάλον χαλκήρεϊ δουρί , ἤριπε δ ' ἐν κονίῃσιν : ἐγὼ
: καὶ γὰρ τὸν ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ οὖτα Κόων Ἀντηνορίδης χαλκήρεϊ δουρί . αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντες ἀολλίσθησαν Ἀχαιοί ,
5833785 ἀποεργει
ὥς φησι καὶ Ὅμηρος μικρὸς δὲ λίθος μέγα κῦμ ' ἀποέργει . Λᾶ πόλις Λακωνική . × . περάσεις δὲ
ὥς φησι καὶ Ὅμηρος μικρὸς δὲ λίθος μέγα κῦμ ' ἀποέργει . * ἀλλὰ ἀντὶ Ὀστρίμων , ἅ εἰσιν ὄρη
5827934 σακος
ὁμοίως δὲ καὶ τὸν Αἴαντα , κἂν ἐκ βύρσης φέρῃ σάκος : ἀμφότερα δὲ ἀριστευτικὰ καὶ ἐκπληκτικὰ ὁμοίως ἡ ἀρετὴ
δὲ ῥινὸν δηλήσατο χαλκός . Κτήσιππος δ ' Εὔμαιον ὑπὲρ σάκος ἔγχεϊ μακρῷ ὦμον ἐπέγραψεν : τὸ δ ' ὑπέρπτατο
5805779 ἐξοπιθεν
Κρητῆρα . Φθάμενος δὲ Κύων πόδας αἴνυται ἄλλους , ἕλκων ἐξόπιθεν πρύμναν πολυτειρέος Ἀργοῦς . Ἡ δὲ θέει γαίης ἱστὸν
' ὀλίγον φησί : δὲ Κύων πόδας αἴνυται ἄλλους ἕλκων ἐξόπιθεν πρύμναν πολυτειρέος Ἀργοῦς . ἡ δὲ θέει γαίης ἱστὸν
5801600 ἀμφοτεροισι
τήνδε δικάσσαι , Κύρνε , δίκην , ἶσόν τ ' ἀμφοτέροισι δόμεν , μάντεσί τοι οἰωνοῖς τε καὶ αἰθομένοις '
ἐθέλητε μάχεσθαι ἀνὰ κλόνον , οὕνεκα Μοῖραι μακρὸν ἐπ ' ἀμφοτέροισι βίου τέλος ἐκλώσαντο . Ὣς εἰπὼν ἀνέμοισι μίγη καὶ
5797160 ἀσπιδ
τίς οὗτος ὁ λευκολόφας , πρόπαρ ὃς ἁγεῖται στρατοῦ πάγχαλκον ἀσπίδ ' ἀμφὶ βραχίονι κουφίζων ; [ λοχαγός , ὦ
τὴν νομάδα τράπεζαν ἡμέροις ἀμείψῃ πυροῖς . ἀλλὰ βέλος δῶρον ἀσπίδ [ . . . . . . | αὐτῷ
5785642 ὀχεσφιν
γ ' ἐπὶ νὼ τῷδ ' ἀνδρὶ σὺν ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν ἀντιβίην ἐλθόντε σὺν ἔντεσι πειρηθῆναι . ἀλλ ' ἄγ
, ἔμοιγε . Ο : οἱ μὲν δὴ παρ ' ὄχεσφιν ἐρητύοντο μένοντες , χλωροὶ ὑπαὶ δείους , πεφοβημένοι :
5780026 ἀκροτατῃ
καὶ [ πάλιν ἐν οἷς ] πόντοιο καὶ ἐν τῷ ἀκροτάτῃ κορυφῇ πολυδειράδος Οὐλύμποιο : ὅπου γάρ ἐστιν ἀκρότης ,
μεγάλοιο πεφύκει λείη , ἀτάρ τέ οἱ ὄζοι ἐπ ' ἀκροτάτῃ πεφύασι : τὴν μέν θ ' ἁρματοπηγὸς ἀνὴρ αἴθωνι
5777775 αἰγιλιπος
χέων ὥς τε κρήνη μελάνυδρος , ἥ τε κατ ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ . τὸν δὲ ἰδὼν ᾤκτιρε
: δύσβατος καὶ ὑψηλὸς τόπος : ἥ τε κατ ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ . γέγονε παρὰ τὸν λείψω
5775896 ἐοικως
ὁ δὲ Ποσειδῶν τοῖς Ἀχαιοῖς ἐν Τροίᾳ συναγωνίζεται παλαιῷ φωτὶ ἐοικώς , ἀλλὰ καὶ Ἄρης ἀνδρὸς ἔχων ἰδέαν Ἕκτορι λοιγὸν
γυῖα † φέρεσκον . Πάντῃ δ ' ἀμφιθέεσκεν ἀναιδέι θηρὶ ἐοικώς , ὅς τε βαθυσκοπέλοιο διέσσυται ἄγκεα βήσσης ἀφριόων γενύεσσι
5774059 ἐναριθμιος
ἄνακτας ἐκ βάθρων ἔσεισεν Ἐπειός , ὃς οὐκ ἦν προμάχοις ἐναρίθμιος , ἀλλ ' ἀπὸ κρηνῶν καθαρῶν πόμα ἔφερε τοῖς
δ ' ἀπτόλεμος καὶ ἄναλκις οὔτέ ποτ ' ἐν πολέμῳ ἐναρίθμιος οὔτ ' ἐνὶ βουλῇ : οὐ μέν πως πάντες
5767145 εὐρει
ὁρμή : ὣς ὃ θοῶς ἐπόρουσεν , ὃ δ ' εὐρέι μιν βάλε πέτρῳ Ἀντίλοχος . Τοῦ δ ' οὔ
, ἄζῃ γε μὲν εἴϲατο μορφήν , πάντοθεν ἀϲτερόεντι περιϲτιγὲϲ εὐρέι νώτῳ . τὸ ϲκληροκέφαλον δὲ τέταρτον ὂν κεφαλὴν ἔχει
5759982 πελεθρα
αὐχένα , λῦσε δὲ γυῖα . ἑπτὰ δ ' ἐπέσχε πέλεθρα πεσών , ἐκόνισε δὲ χαίτας , τεύχεά τ '
ἐν δαπέδῳ : ὃ δ ' ἐπ ' ἐννέα κεῖτο πέλεθρα . † ) καταγέλαστα καὶ ταῦτα , εἰ κατεστρωμένος
5757545 κειτο
ζυγόν , ἡνία δέ σφι σύγχυτ ' , ἐπεὶ δὴ κεῖτο παρήορος ἐν κονίῃσι . τοῖο μὲν Αὐτομέδων δουρικλυτὸς εὕρετο
γ ' ἔτι βόσκοι : τόσσα οἱ ἐν μεγάροις κειμήλια κεῖτο ἄνακτος . τὸν δ ' ἐς Δωδώνην φάτο βήμεναι
5738643 Ἀρηϊ
δὲ στρεφθέντε μετὰ πρώτοισι μαχέσθην . Ἔνθα Πυλαιμένεα ἑλέτην ἀτάλαντον Ἄρηϊ ἀρχὸν Παφλαγόνων μεγαθύμων ἀσπιστάων . τὸν μὲν ἄρ '
ἰδὼν πολέμοιο μεδέσθω , ὥς κε πανημέριοι στυγερῷ κρινώμεθ ' Ἄρηϊ . οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται οὐδ ' ἠβαιὸν
5729580 οὐδει
: δοιοὶ γάρ ⌊ τε ⌋ πίθοι κατακείαται ἐν Διὸς οὔδει . ἐν ἀρρήκτοισι δόμοισιν : κακῶς δὲ εἶπεν ἐν
μέν θ ' ἁπαλοὶ πόδες : οὐ γὰρ ἐπ ' οὔδει πίλναται , ἀλλ ' ἄρα ἥ γε κατ '
5728499 ἐλασσεν
Προῖτος κακὰ μήσατο θυμῷ , ὅς ῥ ' ἐκ δήμου ἔλασσεν , ἐπεὶ πολὺ φέρτερος ἦεν , Ἀργείων : Ζεὺς
, ἕρκος ἔμεν πολέμοιο , κακοὺς δ ' ἐς μέσσον ἔλασσεν . Τοιοῦτον ἡγοῦ καὶ περὶ τὴν ψυχὴν γίγνεσθαι :
5726204 ἱκανε
ταῦτα ἐνταῦθα . . . . . Ἡφαίστου δ ' ἵκανε δόμον Θέτις ἀργυρόπεζα : ὅτι ἐν Ὀλύμπῳ τὸ χαλκεῖον
ἵκωνται : ὣς ἀπ ' Ἀχιλλῆος κεφαλῆς σέλας αἰθέρ ' ἵκανε : στῆ δ ' ἐπὶ τάφρον ἰὼν ἀπὸ τείχεος
5724082 μεσσῳ
ω εἰς τὸ ο , ὥς τινες ὑπενόησαν , ἐν μέσσῳ : ἀλλ ' ὃν τρόπον παρὰ τὸ οἶκος τὸ
' ἐρειδομέναις παλάμῃσι . Θῆκα δ ' ἄρ ' ἐν μέσσῳ τεῦχος κυκεῶνος ἐρείσας ὀστράκεον , τῷ πάντα περιφραδέως ἐμέμικτο
5718806 ἀριστερος
ἡ εὐώνυμος : ὡς δὲ φόβος φοβερὸς , οὕτως ἄριστος ἀριστερός . ἀδελφοὶ , παρὰ ἐκ τῆς αὐτῆς δελφύος :
. * ὅγε : ὅτε . * σκαιός : πλάγιος ἀριστερός κατὰ πλευρὰν κείμενος * οἶμον : ὁδόν * οἶμον
5713478 αἰχμη
? ? μεταμόρφετο ? [ ] ? ? Ἄρεος ? αἰχμή θηοιτετκνιαλ ! ? ? ? ? ? ! !
ἀνδράσι Λωτοφάγοισι λωτὸν ἐρεπτόμενοι μενέμεν νόστου τε λαθέσθαι . Αὐσονὶς αἰχμή ] Οἱ μὲν ὅτι Ῥέντουλον Ῥωμαίων στρατηγὸν ἐδολοφόνησαν :
5712072 χαλκειη
πῶς ἐπιφέρει , τῆλε δ ' ἀπ ' αὐτοῦ αἰχμὴ χαλκείη χαμάδις , ὡς πρότερον μὴ ἀποκεκομμένου , ἀλλ '
κόλον δόρυ , τῆλε δ ' ἀπ ' αὐτοῦ αἰχμὴ χαλκείη χαμάδις βόμβησε πεσοῦσα . ἡ διπλῆ ὅτι δοκεῖ μάχεσθαι
5709227 παγχαλκεον
ἐς μέτρον ἁμέρας ; τίς ἔταξε κύκλῳ δρόμον ἀστέρων , παγχάλκεον εἰκόνα κόσμου , μερίσας κανόνων τύπον εὐδρόμων , ὁρίσας
, ὡς σὺ κελεύεις . δώσω οἱ τόδ ' ἄορ παγχάλκεον , ᾧ ἔπι κώπη ἀργυρέη , κολεὸν δὲ νεοπρίστου
5704101 σμερδαλεον
τὸ φυτὸν καρπὸν γλυκύτατον . * ὑποτρέφεται : ἀναστρέφεται * σμερδαλέον : φοβερόν * ἐσκληκός : κατάξηρον ἀκροτάτῳ κεφαλῇ :
ἰωή : ὣς οἵ γ ' ἀμφοτέρωθεν ἐς Ἄρεα συμφορέοντο σμερδαλέον μεμαῶτες : Ἔρις δ ' ὀρόθυνε καὶ αὐτή .
5698744 δεικηλον
, ἰσηρίθμων θρέπτειραν ἐν τόκοις κάπρων : ἧς καὶ πόλει δείκηλον ἀνθήσει μιᾷ χαλκῷ τυπώσας καὶ τέκνων γλαγοτρόφων . δείμας
φοιβάζοντας . ἀλλήλων δ ' ἐπιβάντες ὅροις Φαίνων Πυρόεις τε δείκηλον κατὰ ταὐτὸν ἢ ἀντιπέρην βεβαῶτες θήκας τεκταίνοντας ἀποφθιμένοισι βροτοῖσιν
5696955 ἠελιῳ
καί οἱ μελέων διακέκριται ἄλλων κινῆσαι χειμῶνας , ὅτ ' ἠελίῳ συνίωσιν . Ἀλλὰ τὰ μὲν , κεφαλήν τε καὶ
: πολλαὶ ἔσονται μεταβολαί . ἤδη νῦν Φοίνικες ὑπ ' ἠελίῳ δύνοντι : τοὺς Καρχηδονίαν οἰκοῦντάς φησι Φοίνικας . οὗτοι
5691726 μελιην
' ἀπειλήσας , ὃ δ ' ἀνέσχετο δῖος Ἀχιλλεὺς Πηλιάδα μελίην : ὃ δ ' ἁμαρτῇ δούρασιν ἀμφὶς ἥρως Ἀστεροπαῖος
ἐριδαίνετον ἀλλήλοιιν οὔρεος ἐν βήσσῃς βαθέην πελεμιζέμεν ὕλην φηγόν τε μελίην τε τανύφλοιόν τε κράνειαν , αἵ τε πρὸς ἀλλήλας
5689302 ἠνορεῃ
ῥοπάλῳ δαπέδοιο τινάξας νειόθεν , ἀμφοτέρῃσι περὶ στύπος ἔλλαβε χερσίν ἠνορέῃ πίσυνος , ἐν δὲ πλατὺν ὦμον ἔρεισεν εὖ διαβάς
ἐνίοτε μὲν ἐπὶ ἐπαίνου ὁ ἀγήνωρ , ὁ ἄγαν τῇ ἠνορέῃ καὶ τῇ ἀνδρείᾳ χρώμενος , νῦν δὲ ἐπὶ ψόγου
5677054 ἑκατερθε
δύ ' ἀμφίπολοι , Χαρίτων ἄπο κάλλος ἔχουσαι , σταθμοῖϊν ἑκάτερθε : θύραι δ ' ἐπέκειντο φαειναί . ἡ δ
καὶ Εὐρυπύλῳ μεγαθύμῳ . Οἳ δ ' Ἀχιλήιον υἷα παρεζόμενοι ἑκάτερθε τέρπεσκον μύθοισιν ἑοῦ πατρὸς ἔργ ' ἐνέποντες , ὅσσά
5667069 δεξιτερῃ
καὶ ἐν κονίῃσι βάλεν , τοῦ δ ' ἆσσον ἰόντος δεξιτερῇ σκαιῆς ὑπὲρ ὀφρύος ἤλασε χειρί , δρύψε δέ οἱ
τε θέειν σθεναρόν τε μάχεσθαι . καὶ δ ' ἄρα δεξιτερῇ μὲν ἐπικραδάοιεν ἄκοντας ἀμφιδύμους ταναούς , δρεπάνην δ '
5662010 ἐσχεθεν
ζωὴν φαγέειν μενοεικέα πολλήν : ἀλλ ' Ὀδυσεὺς κατέρυκε καὶ ἔσχεθεν ἱεμένους περ . τοῦ νῦν οἶκον ἄτιμον ἔδεις ,
Δάμασον κυνέης διὰ χαλκοπαρῄου : οὐδ ' ἄρα χαλκείη κόρυς ἔσχεθεν , ἀλλὰ διὰ πρὸ αἰχμὴ χαλκείη ῥῆξ ' ὀστέον
5649652 ἰθυς
ἅλυσιν . Φοιταλέας : ὁρμητικάς . ἀποῤῥήξειε : ἐκκόψειεν . ἰθύς : κατ ' εὐθεῖαν , ἢ εὐθύς . Αἱμάσσων
πρόθεσιν συγκείμενα προπαροξύνονται : οἷον , ἐγγύς : εὐθύς : ἰθύς : μεσσηγύς : τὸ ἄντικρυς : σύνεγγυς , παρὰ
5645891 τετραποδι
ἐν ὅλῳ τῷ ζῴῳ ἐστὶν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐν οὐδενὶ τετράποδί ἐστιν : ἐνταῦθα ἀπὸ τοῦ ὑποκειμένου ἐπεχείρησεν : πᾶς
' οὐδενὸς ἀνθρώπου τὸ τετράπουν κατηγορεῖται , καὶ ἐν οὐδενὶ τετράποδί ἐστιν ὁ ἄνθρωπος . Περὶ πάντων ὧν προέθετο ἄνω
5643229 ἀμαρ
εἶπεν ὑπέρ μευ , καὶ ταῦτ ' ἆμαρ ἐπ ' ἆμαρ ὁρεῦσά με λεπτύνοντα . φασῶ τὰν κεφαλὰν καὶ τὼς
ἀλλοδαπαῖς σπέρμ ' ἀρούραις τουτάκις ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες : τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν
5643032 καδ
: τί τὰ λύχν ' ὀμμένομεν ; δάκτυλος ἁμέρα . κὰδ δ ' ἄειρε κυλίχναις μεγάλαις , αιταποικιλλις . οἶνον
Ἀθήνη θρέψε Διὸς θυγάτηρ , τέκε δὲ ζείδωρος ἄρουρα , κὰδ δ ' ἐν Ἀθήνῃς εἷσεν ἑῷ ἐν πίονι νηῷ
5637039 Οὐλυμπῳ
μεγάλοιο καὶ Ἥρης χρυσοπεδίλου , αἰδοίην θέτ ' ἄκοιτιν ἐν Οὐλύμπῳ νιφόεντι : ὄλβιος , ὃς μέγα ἔργον ἐν ἀθανάτοισιν
μὲν ἔργων Ἀκακίῳ χάριν ὀφείλω καὶ κελεύοντος Ὄσσαν ἐπ ' Οὐλύμπῳ δεῖ φαίνεσθαι προθυμούμενον : ἀλλ ' ἐκείνην μὲν ἄλλως
5626013 ἀελλῃ
: αὐτὰρ ὅ γ ' ὡς τὸ πρόσθεν ἐμάρνατο ἶσος ἀέλλῃ : ὡς δ ' ὅτ ' ἂν ἔν τε
: δὴ γάρ σφεας ἐξεσάωσεν αὐτῇσιν νήεσσι , κακῇ χρίμψαντας ἀέλλῃ . τῇ ῥ ' οἵγ ' αὐτίκα νῆα διὲξ
5625910 Ἡνιοχοιο
κεφαλαὶ Διδύμων φορέονται , ἐν δὲ τὰ γούνατα κεῖται ἀρηρότος Ἡνιόχοιο , λαιὴ δὲ κνήμη καὶ ἀριστερὸς ὦμος ἐπ '
καὶ πάλιν : δὲ κεράατος ἄκρον καὶ πόδα δεξιτερὸν παρακειμένου Ἡνιόχοιο εἷς ἀστὴρ ἐπέχει . Ἐπὶ δὲ τοῦ Κηφέως ὁ
5625678 Ἰδομενηος
Ἴλιον ἠνεμόεσσαν : πρόσθεν γάρ μιν μοῖρα δυσώνυμος ἀμφεκάλυψεν ἔγχεϊ Ἰδομενῆος ἀγαυοῦ Δευκαλίδαο . εἴσατο γὰρ νηῶν ἐπ ' ἀριστερά
Ἀγαμέμνων , ἂν δ ' ἄρα Μηριόνης , θεράπων ἐῢς Ἰδομενῆος . τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς :
5622201 δολιχοσκιον
μὲν ἀπὸ ἕο χειρὶ παχείῃ ἔσχετο ταρβήσας : φάτο γὰρ δολιχόσκιον ἔγχος ῥέα διελεύσεσθαι μεγαλήτορος Αἰνείαο νήπιος , οὐδ '
' ἔσχετο μείλινον ἔγχος . Δεύτερος αὖτ ' Ἀχιλεὺς προΐει δολιχόσκιον ἔγχος , καὶ βάλεν Αἰνείαο κατ ' ἀσπίδα πάντος
5622091 καθεζετο
ἐβήσετο ποντοπόροιο . ἐν πρύμνῃ δ ' ἄρ ' ἔπειτα καθέζετο , πὰρ δὲ οἷ αὐτῷ εἷσε Θεοκλύμενον : τοὶ
' ἐλθὼν δεῦρο Περικλείδας ποτέ / ὁ Λάκων Ἀθηναίων ἱκέτης καθέζετο / ἐπὶ τοῖσι βωμοῖς ὠχρὸς ἐν φοινικίδι / στρατιὰν
5618451 ἀγλαος
δι ' ὑμᾶς πᾶσι μόνιμοι διὰ παντός . εἴ τις ἀγλαός : ἀνδρεῖος νῦν : αἱ γὰρ τρεῖς ἀρεταὶ δι
. * ὅγ ' : ὁ δράκων ἄγλαυρος δὲ ἤτοι ἀγλαός , καλός , λαμπρός , εὐτραφής , ὡραῖος φαίνεται
5617478 ἐδυσατο
Ζηνοδότῳ δὲ οὐδὲ ἦσαν . . ἐν δ ' αὐτὸς ἐδύσατο νώροπα χαλκόν . κνημῖδας μὲν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν
ἀπηλεγέως ἐχόλωσας . ” Ἦ , καὶ ἔπειτ ' ἀίδηλος ἐδύσατο βένθεα πόντου : τὸν δ ' ἄχος αἰνὸν ἔτυψεν
5608145 Κριοιο
ἐσθλός μαρτυρέοι καὶ δ ' αὐτὴ ὑπερχθονίη φορέοιτο τῶν πρώτων Κριοῖο παρερχομένη μοιράων εἰς δεκάτην οὕτω κεν ἐΰπλους τεκμαίροιο .
: εἷς δ ' ἔστι δόμος φωστῆρος ἑκάστου . Ἠέλιος Κριοῖο κατ ' ἐννέα καὶ δέκα μοίρας ὑψοῦται , Μήνη
5600535 Θρηϊκος
πεπτηυῖαν Ἀνδρομέδην μέγα Κῆτος ἐπερχόμενον κατεπείγει . Ἡ μὲν γὰρ Θρήϊκος ὑπὸ πνοιῇ βορέαο κεκλιμένη φέρεται , τὸ δέ οἱ
φέρεθ ' ἵπποις , πέμπτος δ ' αὖ Πυρόεις φονίου Θρήϊκος Ἄρηος , ἕκτος δ ' αὖ Φαέθων Διὸς ἀγλαὸς
5600501 καρηνων
ἐστι τῷ προϊάλλω . . βῆ δὲ κατ ' Οὐλύμποιο καρήνων ἀίξασα : ἡ διπλῆ ὅτι πάλιν ἐξ Ὀλύμπου λέγει
Τυδείδαο πέσον παλάμῃσι δαμεῖσαι Τρώων ἂμ πεδίον σφετέρων ἀπὸ νόσφι καρήνων . Τῇσι δ ' ἐπὶ Σθένελος κρατερὸν κατέπεφνε Κάβειρον
5593687 ἑκατερθεν
κάμε τέχνῃ , πυκνὰ συναΐσσοντες : ἐπέψαυον δὲ λόφοισιν ἀλλήλαις ἑκάτερθεν ἐρειδόμεναι τρυφάλειαι . Ζεὺς δὲ μέγ ' ἀμφοτέροισι φίλα
θοῆς ἐπεβήσατ ' ἀπήνης , σὺν δέ οἱ ἀμφίπολοι δοιαὶ ἑκάτερθεν ἔβησαν . αὐτὴ δ ' ἡνί ' ἔδεκτο καὶ
5574031 τυψε
. Ὃς δὲ καὶ οὐτάμενός περ ἀταρβέι μάρνατο θυμῷ , τύψε δ ' ἄρ ' Αἰακίδαο βραχίονα δουρὶ κραταιῷ :
ὣς φάτο , τὸν δ ' ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῖαν : αὐτίκα δ ' εἷλ ' Ἄτην κεφαλῆς
5569847 τιτυσκετο
ἐναντίον : ὡς δ ' ἐνόησε Λειχήνωρ δ ' αὐτοῖο τιτύσκετο δουρὶ φαεινῷ καὶ βάλεν , οὐδ ' ἀφάμαρτε καθ
ποσὶ προβιβὰς καὶ ὑπασπίδια προποδίζων . Μηριόνης δ ' αὐτοῖο τιτύσκετο δουρὶ φαεινῷ καὶ βάλεν , οὐδ ' ἀφάμαρτε ,
5567390 μιῃ
. καὶ γὰρ τίκτεται χρόνῳ μακρῷ , καὶ οὐδὲ ἐπὶ μιῇ τοῦ ϲώματοϲ κακίῃ , καὶ οὐδὲ ἐπὶ ϲπλάγχνῳ ἑνί
αὐτοῦ τῷ μνήματι : Σαρδανάπαλλος Ἀνακυνδαράξεω Ἀγχιάλην ἔδειμε καὶ Ταρσὸν μιῇ ἡμέρῃ , ἀλλὰ νῦν τέθνηκεν . Ἀμύντας δὲ ἐν
5567118 ἐϋσταθεος
. αὐτὰρ ἐπὴν δὴ πάντα δόμον διακοσμήσησθε , δμῳὰς ἐξαγαγόντες ἐϋσταθέος μεγάροιο , μεσσηγύς τε θόλου καὶ ἀμύμονος ἕρκεος αὐλῆς
' ἄγε οἱ στόρεσον πυκινὸν λέχος , Εὐρύκλεια , ἐκτὸς ἐϋσταθέος θαλάμου , τόν ῥ ' αὐτὸς ἐποίει : ἔνθα
5563909 λινοιο
καὶ πρόσθεν ἐν ἱππαλέοισιν ἀοιδαῖς . πεζοὶ δ ' ἐκτανύσαντο λίνοιο περίδρομον ἕρκος , ἄρκυας ἀσσυτέροις ἐπιδειμάμενοι σταλίκεσσι : τόσσον
βωμὸν ἀολλέες ἐκπρομολόντες χηραμόθεν ῥώονται ἐφερπύζοντες ἅπαντες . αὐτὰρ ἔπειτα λίνοιο νεόπλυτα φάρεα κοῦροι ἑσσάμενοι τρεῖς , ὀξὺ φέρων ἄμφηκες
5560924 νεκυεσσι
οὐδέ τί πῃ δύναμαι προχέειν ῥόον εἰς ἅλα δῖαν στεινόμενος νεκύεσσι , σὺ δὲ κτείνεις ἀϊδήλως . ἀλλ ' ἄγε
εἰς Ἀΐδαν κενεὰ διανήχεται ἀχώ . σιγὰ δ ' ἐν νεκύεσσι , τὸ δὲ σκότος ὄσσε καταγρεῖ . πομπίλε ,
5555870 κεροεσσα
δακρύοισι πεφυρμένος ἰνδάλλοιτο . ἢν δέ γε Ταῦρον ἔχῃσι παλίμφοιτος κερόεσσα , ἀνέρος ἀφνειοῦ ἐνὶ δώμασιν ἠλασκάζων δμὼς ὀλοὸς κρύπτοιτο
ἐς χέρας εἶσιν ἄνακτος . Ταύρῳ δ ' ἐμβεβαυῖα παλίμφοιτος κερόεσσα πέμπει πρὸς σθεναρὸν κτῆμα βροτόν , οὐδέ κε ῥεῖα
5555286 ἀκρης
μετ ' ἀντολίηνδε Χελιδόνιαι γεγάασι τρεῖς νῆσοι μεγάλης Παταρηΐδος ἔνδοθεν ἄκρης . Κύπρος δ ' εἰς αὐγὰς Παμφυλίου ἔνδοθι κόλπου
νήιος ἐκ κοτίνοιο φάλαγξ , θαλέθει δέ τε φύλλοις , ἄκρης τυτθὸν ἔνερθ ' Ἀχερουσίδος . εἰ δέ με καὶ
5553453 ὁπλιτης
τὸ δὲ ἀντὶ τοῦ γάρ . ὁπλίτης ] ἱστάμενος . ὁπλίτης ] ὁπλοφόρος . ὁπλίτης ] ἤγουν ὡπλισμένος . προσαμβάσεις
τὸν ἐφ ' ἵππων ὁπλίτην : κορυστὴς γὰρ ἀπὸ μέρους ὁπλίτης καὶ μαχητής . κήξ ο . . , :
5553071 ὠρτο
πλέονας παρὰ ναῦφιν ἐποτρύνειε νέεσθαι . ὣς ἔφατ ' , ὦρτο δ ' ἔπειτα Θόας , Ἀνδραίμονος υἱός , καρπαλίμως
. * τὸν δὲ μέτ ' ὀρθογόη Παν - διονὶς ὦρτο χελιδών , ἕως τοῦ οἴνας περιταμνέμεν : ὣς γὰρ
5550263 κορυς
Φιλόξενος . θηλὴ καὶ θῆλυς , ὡς κάρη κάρυς καὶ κόρυς . εἴρηται δὲ καὶ κάρη , φησὶν ὁ Καλλίμαχος
δέδεντο δὲ δαίδαλα πάντα . Τῇ δ ' ἄρα παρκατέκειτο κόρυς μέγα βεβριθυῖα : Ζεὺς δέ οἱ ἀμφετέτυκτο μέγ '
5547870 νειῳ
δὲ λοξάϲ , βαθείαϲ κάρτα , ἴκελον τὸ ξύμπαν τριπόλῳ νειῷ . τρίχεϲ δὲ ἄλλοιϲι μὲν ζώοιϲι φύϲει τοιαίδε αἱ
Δημήτηρ , ᾧ θυμῷ εἴξασα , μίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ νειῷ ἔνι τριπόλῳ : οὐδὲ δὴν ἦεν ἄπυστος Ζεύς ,
5539830 θοον
δ ' ἠύτε πόντος ἀπείριτος ἠὲ θύελλα ἢ πυρὸς ἀκαμάτοιο θοὸν μένος , εὖτ ' ἀλίαστον μαίνηται κατ ' ὄρεσφι
λέγεται καὶ ὁ Βοῤῥᾶς ὁ φέρων ζωὴν καὶ ἄνεμος . θοὸν μένος : ἡ ταχεῖα δύναμις . θοόν : ὀξὺ
5536065 Νοτος
δὲ ὁ Βορέας πνεῦσον ἐν Λυδίᾳ , σὺ δὲ ὁ Νότος ἡσυχίαν ἄγε , ὁ δὲ Ζέφυρος τὸν Ἀδρίαν διακυμαινέτω
λίνον πνοιῇσι πετάσσας οὔριον , ἐς Βορέην μέν , ἐπὴν Νότος ὑγρὸς ἄῃσιν : ἐς Νοτίην δὲ θάλασσαν ἐπειγομένου Βορέαο
5532687 περιτροχον
ἄειρεν : ἔχει δέ τι θάμβος ἑκάστη εἰς πόλον ἑδριόωσα περίτροχον . ἀλλ ' ἐνὶ θώκωι πρωτοφανὴς Σοφίη περιδέξιος οἷα
κεν νώτοισιν ἐπ ' ἀμφοτέροισιν ἔχῃσι λευκὸν σῆμ ' ἑκάτερθε περίτροχον ἠύτε μήνης : τήνδε συ ἡγεμόνα σχὲ περιτρέπτοιο κελεύθου
5526871 ἐξεφαανθη
ἤτοι ἄνθος μὲν ὅσον πήχυιον ὕπερθεν χροιῇ Κωρυκίῳ ἴκελον κρόκῳ ἐξεφαάνθη , καυλοῖσιν διδύμοισιν ἐπήορον : ἡ δ ' ἐνὶ
πολλὰ δικαζομένων αἰζηῶν , τῆμος δὴ τά γε δοῦρα Χαρύβδιος ἐξεφαάνθη . † ) ἐν πολλοῖς ἐδιστάχθησαν οἱ στίχοι διὰ
5526308 ἐρυσθαι
αἲ γὰρ ὄφελλεν ἔμπεδον εἶναι ἐπ ' ἄμμι τεοὺς υἱῆας ἔρυσθαι . ἴστω Κόλχων ὅρκος ὑπέρβιος , ὅντιν ' ὀμόσσαι
πολλή , ὅσσον τ ' ἠὲ δύω ἠὲ τρεῖς ἄνδρας ἔρυσθαι ὥρῃ χειμερίῃ , εἰ καὶ μάλα περ χαλεπαίνοι .
5526245 καρη
καὶ ἀμείβετο μειδιόωσα : “ Ἴστω νῦν τόδε σεῖο φίλον κάρη ἠδ ' ἐμὸν αὐτῆς : ἦ μέν τοι δῶρόν
ἄμφω κέρσε τένοντε : φθεγγομένου δ ' ἄρα τοῦ γε κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη . τοῦ δ ' ἀπὸ μὲν κτιδέην
5524993 ἠϊξεν
δέ τε πολλοὶ ἀπὸ σπινθῆρες ἵενται : τῷ ἐϊκυῖ ' ἤϊξεν ἐπὶ χθόνα Παλλὰς Ἀθήνη , κὰδ δ ' ἔθορ
ἑκηβολίην ἀναφαίνει λαμπάδα κουφίζουσα , καὶ εἵματα φαιδρὰ βαλοῦσα λευκοχίτων ἤϊξεν ἐπὶ δρόμον Ἠριγενείης . Νὺξ δὲ μελαγκρήδεμνος ἀφεγγέα κῶνον
5524920 στιβαρῳ
, ἅς τ ' αἰζηὸς ἄφαρ ψυχῆς ἀπαμέρσῃ κόψας αὐχενίους στιβαρῷ βουπλῆγι τένοντας : ὣς αἳ Τυδείδαο πέσον παλάμῃσι δαμεῖσαι
Ὄλυμπον κῆρ ἀχέων ὀδύνῃσι πεπαρμένος : αὐτὰρ ὀϊστὸς ὤμῳ ἔνι στιβαρῷ ἠλήλατο , κῆδε δὲ θυμόν . τῷ δ '
5523527 Ἠελιῳ
ἄγχι Ἠελίοιο θύγατρες ἐθάμβεον ἑστηυῖαι θεσπέσιον περὶ κύκλον , ὃν Ἠελίῳ ἀκάμαντι Ζεὺς πόρεν εἰς ἐνιαυτὸν ἐὺν δρόμον , ᾧ
γὰρ ἅδεν κύπρις στομάτεσσιν . εὖτ ' ἂν δ ' Ἠελίῳ συνίῃ κερόεσσα Σελήνη ἀμφοτέρων μέσσοιο φαεινομένου Πυρόεντος , τοῖσι
5517297 οὐτα
ὤσατο χειρὶ ἥρω ' Ἄδρηστον : τὸν δὲ κρείων Ἀγαμέμνων οὖτα κατὰ λαπάρην : ὃ δ ' ἀνετράπετ ' ,
ὄχθας Σατνιόεντος . τὸν μὲν Ὀϊλιάδης δουρὶ κλυτὸς ἐγγύθεν ἐλθὼν οὖτα κατὰ λαπάρην : ὃ δ ' ἀνετράπετ ' ,
5513263 πελασας
] ἔπεμψεν ὁ Ζεύς δεσμοῖς ] ἐν ἀγρίως ] ἀπηνῶς πελάσας ] ἀγαγὼν ἐκεῖσε καὶ δεσμώσας ὡς ] ἵνα τις
. ἰδὼν δὲ αὐτὸν ἀπὸ τοῦ Ἑλληνικοῦ Ξενοφῶν Ἀθηναῖος , πελάσας ὡς συναντῆσαι ἤρετο εἴ τι παραγγέλλοι : ὁ δ
5510732 ὁδιτης
, ὅσον ἕβδομον ἦμαρ ὁδεύσας ἴφθιμος καὶ κραιπνὸς ἀνὴρ ἀνύσειεν ὁδίτης . ἔστι δέ τις κατὰ μέσσα περίτροχος ὕδασι λίμνη
[ , ] [ ἄστατος ] ἱππήεσσι καὶ αὐτοκέλευστος ? ὁδίτης ? [ ] φεύγων ? ? [ ἐγγὺς ]
5506006 λαγονεσσιν
οἰκτείραι θήρης τε δυσαγρέος ἠδὲ μόροιο : τῆς μὲν γὰρ λαγόνεσσιν ἐλήλατο δουρὸς ἀκωκή , τῆς δὲ κάρη ξυνέπειρε θοὸν
, θηλυτέρης ἐνοπῇσι παραπλαγχθέντες ἰωῆς : τοῖς κεῖνοι κύρτοιο πέσον λαγόνεσσιν ὁμοῖοι . Τοίην δ ' αὖ κεφάλοισιν ἔρως περιβάλλεται
5504546 ἱππουριν
. κρατὶ δ ' ἐπ ' ἀμφίφαλον κυνέην θέτο τετραφάληρον ἵππουριν : δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν . εἵλετο δ
κρατὶ δ ' ἐπ ' ἰφθίμῳ κυνέην εὔτυκτον ἔθηκεν , ἵππουριν , δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν : εἵλετο δ
5496042 μαιμωων
τῶν ὀρῶν : Εὐριπίδης καὶ Κιθαιρῶνος λέπας . ὧς ὅγε μαιμώων : διόλου ὑγιὴς ἡ παραβολή . ταύρῳ γὰρ βεβλημένῳ
: ὣς ἐπ ' ἐμοὶ λὶς αἰνὸς ἀπόπροθεν ἀθρόος ἆλτο μαιμώων χροὸς ἆσαι : ἐγὼ δ ' ἑτέρηφι βέλεμνα χειρὶ
5492647 ἡνια
ὅτι πᾶν ξύλον δρῦς καλεῖται : μέσαβα δὲ καὶ τὰ ἡνία τὰ μεταξὺ τῶν βοῶν προσδεδεμένα τῷ ἀρότρῳ ἢ τὸν
Τρωϊκὸν ἂμ πεδίον παπταίνετον εἰσορόωντι : ἦε τὸν ἡνίοχον φύγον ἡνία , οὐδὲ δυνάσθη εὖ σχεθέειν περὶ τέρμα καὶ οὐκ
5490076 ἀρηροτος
μέσσοισι παρίστατο ἰσόθεος φώς , αὐτίκα δ ' ἐκ ζωστῆρος ἀρηρότος ἕλκεν ὀϊστόν : τοῦ δ ' ἐξελκομένοιο πάλιν ἄγεν
ἀμφότεραι κεφαλαὶ Διδύμων φορέονται , ἐν δὲ τὰ γούνατα κεῖται ἀρηρότος Ἡνιόχοιο , λαιὴ δὲ κνήμη καὶ ἀριστερὸς ὦμος ἐπ
5488102 Μηριονης
αὐγαί : ὣς τοῦ χαλκὸς ἔλαμπε περὶ στήθεσσι θέοντος . Μηριόνης δ ' ἄρα οἱ θεράπων ἐῢς ἀντεβόλησεν ἐγγὺς ἔτι
Ἀργείων βασιλῆες ὅσοι κεκλήατο βουλήν . τοῖς δ ' ἅμα Μηριόνης καὶ Νέστορος ἀγλαὸς υἱὸς ἤϊσαν : αὐτοὶ γὰρ κάλεον
5479193 ἀορ
ἐπ ' οὐδενὸς γένους ἐστὶν εὑρεῖν ὅτι μὴ μόνον τὸ ἄορ καὶ ἦτορ οὐδετέροις : τὰ γὰρ λοιπὰ πάντα διὰ
παρὰ τὸ συνηρμόσθαι . ἐστὶ δὲ ὄαρ , καὶ ὑπέρθεσις ἄορ , συναλοιφὴ ὦρ . Ὤπυεν . ὡμίλει ἐν τῇ

Back