τὸ ἐπιθυμῶ : ὁ μέλλων ἐράσω : καὶ ἐξ αὐτοῦ ἔρανος : τὸ δὲ ἐρῶ , σημαίνει δ τὸ ἐπιθυμῶ
καὶ συμφέρειν ἕκαστον . καλεῖται δ ' ὁ αὐτὸς καὶ ἔρανος καὶ θίασος καὶ οἱ συνιόντες ἐρανισταὶ καὶ θιασῶται .
7141401 εὐωχουμαι
τέσσαρα : δαίω , τὸ κόπτω : δαίω , τὸ εὐωχοῦμαι : δαίω , τὸ καίω : δαίω , τὸ
καὶ ὁ μισθός . ἔνθου ἀπὸ τοῦ θῶ , τὸ εὐωχοῦμαι . ὁ μέλλων θώσω . τὸ ἔνθω ἀφ '
7109910 Ἀριφραδης
ἐν τῇ περὶ τοῦ Λάχης διδασκαλίᾳ , ἡνίκα περὶ τοῦ Ἀριφράδης διελαμβάνομεν : ὥσπερ γὰρ ἀπὸ τοῦ φαίνω γίνεται Ἀριστοφάνης
α καὶ ὅμως εἰς ους ἔχει τὴν γενικήν , οἷον Ἀριφράδης Ἀριφράδους : εἰς ους δὲ ἔχει τὴν γενικήν ,
7028243 ἀσπαζω
, . . . + . ἀσπασίως : ἀπὸ τοῦ ἀσπάζω ἀσπάσω ἀσπάσιος καὶ ἀσπασίως . ἀσπαστόν : τοῦ ἀσπάζω
. . Ἀσπασίως : προσηνῶς , φιλοφρόνως : ἀπὸ τοῦ ἀσπάζω , ἀφ ' οὗ ῥηματικὸν ὄνομα ἀσπαστός καὶ τὸ
7003779 κεχρεωστημενον
. . δίδωμι τὸ ἁπλῶς δίδωμι , ἀποδίδωμι δὲ τὸ κεχρεωστημένον . ὀβολὸν ] τουρέσιον . . οὐδενί ] ἀνθρώπῳ
κριτής παραλόγως ὀξύνεται , τούτου χάριν ἐν τῇ συνθέσει τὸ κεχρεωστημένον ἀναδέχεται , λέγω δὴ τὴν βαρεῖαν τάσιν , οἷον
6997794 συμπλεκω
, οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ εἴρω , ὃ σημαίνει τὸ συμπλέκω καὶ συνάπτω , γίνεται ὅρος : καὶ γὰρ ὁ
γίνεται σπόρος , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ εἴρω , τὸ συμπλέκω καὶ συνάπτω , γίνεται ὅρος : καὶ γὰρ ὁ
6946713 συμβουλια
, κατήγορος , πανηγυρικός , ἐγκωμιαστικός , ψεκτικός . συμβουλή συμβουλία , νομοθεσία , δημαγωγία , πρεσβεία πρέσβευσις , δίκη
καὶ μαθεῖν ὃ μὴ νοεῖς . Σοφία σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία . Στρέφει δὲ πάντα τἀν βίῳ μικρὰ τύχη .
6868175 διαπορησις
Ἔστι δὲ ταῦτα : εἰρωνεία , ἐπιτίμησις , παράλειψις , διαπόρησις , ἀποστροφή , προδιόρθωσις , ἐπιδιόρθωσις , ἀποσιώπησις ,
ὀδυρόμενος πάθη . Ἔτι ἐνδιάθετον ἔχει σχῆμα καὶ ἡ τοιαύτη διαπόρησις , οἷον εἶτα , ὦ τί ἂν εἰπών σέ
6846399 εἰρω
ἀπὸ τοῦ σπείρω γίνεται σπόρος , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ εἴρω , ὃ σημαίνει τὸ συμπλέκω καὶ συνάπτω , γίνεται
ἀπὸ τοῦ σπείρω γίνεται σπόρος , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ εἴρω , τὸ συμπλέκω καὶ συνάπτω , γίνεται ὅρος :
6825132 κατελυον
τεχνῶν εἶχον ἀναμεμιγμένα , καὶ μετὰ ταῦτα κἀμὲ ἵστασαν ἔνθα κατέλυον . καὶ οὗτοι μετὰ τὸ δεῖπνον τοῦ δεσπότου πολλὰ
καὶ τοῦ Φιλιστίδου τότε πρέσβεις δεῦρ ' ἀφικνούμενοι παρὰ σοὶ κατέλυον , Αἰσχίνη , καὶ σὺ προὐξένεις αὐτῶν : οὓς
6807286 εὐχυμοτατων
μετὰ ταύτην ἴντυβοι . οἱ εὐώδειϲ οἶνοι εὔχυμοι : τῶν εὐχυμοτάτων δέ ἐϲτιν ὁ Φαλερῖνοϲ ὁ γλυκὺϲ καὶ ὁ Τμωλίτηϲ
δείπνῳ διάβροχον ἄρτον οἴνῳ κεκραμένῳ λαμβάνειν ἤ τι ἄλλο τῶν εὐχυμοτάτων καὶ δυσφθάρτων . οὔτε δ ' οἴνου παχυχύμου προσφέρεσθαι
6805498 ΓΓΘ
ἢ ἀντὶ τοῦ εἰς ἔργον αὐτῷ καὶ τέχνην προκεχώρηκεν . ΓΓΘ τέχνην ] μηχανήν . ἄντικρυς ] φανερῶς . Γ
παραμένειν , τουτέστιν ἐμμένειν καὶ μὴ ἀφεστάναι τὸν πίνοντα . ΓΓΘ δέον εἰπεῖν τοῦ ἀγαθοῦ δαίμονος εἶπε Πραμνίου , ἐπειδὴ
6798479 τελουμενη
Ἕστι δὲ χῆτις χήτεως . Ἀμφιδρόμια : ἑορτὴ ἦν Ἀθήνῃσι τελουμένη Διονύσῳ μετὰ τὴν γέννησιν τῶν παίδων . Κουρεότης Ἀπατουρίων
τιμῆσαι αὐτόν , ἐὰν κρηήνῃ . Κάρνεα : Κάρνεια ἑορτὴ τελουμένη τῷ Καρνείῳ Ἀπόλλωνι κατὰ τὴν Πελοπόννησον , ἀπὸ Κάρνου
6797179 θυσε
δύναται γὰρ ἅπαντα . ” ἦ ῥα , καὶ ἄργματα θῦσε θεοῖς ' αἰειγενέτῃσι , σπείσας δ ' αἴθοπα οἶνον
τὰς ἀπαρχὰς τῶν μερίδων ἢ τὰ ἀπομερισθέντα τοῖς θεοῖς . θῦσε δὲ ἐθυμίασεν : οὐδέποτε γὰρ θῦσαι ἐπὶ τοῦ σφάξαι
6794767 Ἱστιαιαν
τῇ Εἰρήνῃ . Ὠρεὸς δὲ Εὐβοίας πόλις , ἣν Ὅμηρος Ἱστιαίαν φησίν . Γ δῆλός ἐσθ ' οὗτός γ '
τῇ Εἰρήνῃ . Ὠρεὸς δὲ Εὐβοίας πόλις , ἣν Ὅμηρος Ἱστιαίαν φησίν . Γ δῆλός ἐσθ ' οὗτός γ '
6791777 μηδω
' οὗ καὶ ἡ μήνη . Μῆτις . παρὰ τὸ μήδω , μήσω μέλλων . ῥηματικὸν ὄνομα μῆσις . καὶ
εἰ μὴ χαρακτὴρ κωλύσῃ , οἷον δεύκω Πολυδεύκης Πολυδεύκους , μήδω Διομήδης Διομήδους , πείθω Διοπείθης Διοπείθους , φαίνω Ἀριστοφάνης
6775802 ὑπομνηματισαμενοι
γεννωμένων . εἰς Ἀΐδαο δόμον ἐν θαλάμῳ : σημειοῦνται οἱ ὑπομνηματισάμενοι τὰ δύο κῶλα τὸ χʹ παρατιθέντες , ὅτι ἀσυνάρτητά
ὅτι ἐξ Ἑρμιόνης , παραδεδήλωται : κεκρυμμένοις : οἱ φαύλως ὑπομνηματισάμενοι ἐγκαλοῦσι τῷ Εὐριπίδῃ φάσκοντες ἐπὶ τραγικοῖς προσώποις κωμῳδίαν αὐτὸν
6761783 καπτω
. . κάψα , , : κάψα : παρὰ τὸ κάπτω ῥῆμα τὸ δηλοῦν τὸ χωρῶ κάψω κάψα γέγονε ,
, ἐν ᾗ οἱ βοῦς κάπτουσιν : ἀπὸ γὰρ τοῦ κάπτω , τοῦ σημαίνοντος τὸ ἐσθίω , ἡ κάπη γίνεται
6749999 ἡρῳος
προιέναι : τὸ γὰρ ἄτοπον οὐχ ἡδύ . Ὅτι ὁ ἡρῷος μετὰ τοῦ λαμπροῦ καὶ τὸ ἡδὺ πρὸς τὴν ἀκοὴν
ι γράφονται καὶ προπερισπῶνται , οἷον Μίνως Μινῷος , ἥρως ἡρῷος , πάτρως πατρῷος : οὕτως οὖν καὶ ἠώς ἠῷος
6749033 τειρω
τάρβος : οἱ γὰρ εὐλαβούμενοι φεύγουσι . τρίτον ἐκ τοῦ τείρω τὸ καταπονῶ , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔταρον , τάρος
τρῶ τρᾷς ἐστι ῥῆμα , ὅπερ ἐστὶ κατὰ συγκοπὴν τοῦ τείρω . παρὰ δὲ τὸ τείρω τέρετρον , ὡς παρὰ
6742492 λυδια
οὖν εὑρεθήσεται καὶ ὁ νικητής . βάσανος δέ ἐστι λίθος λυδία , ἐν ᾗ ὁ χρυσὸς ἀκονώμενος δείκνυται , πότερον
οὖν εὑρεθήσεται καὶ ὁ νικητής . βάσανος δέ ἐστι λίθος λυδία , ἐν ᾗ ὁ χρυσὸς ἀκονώμενος δείκνυται , πότερον
6718600 βοσω
. . . βώτορες : νομεῖς : πραὰ τὸ βῶ βόσω βέβοται βότης καὶ βοτήρ , ὡς † ἐλάστης ἐλαστήρ
: παρὰ τὸ βῶ , τὸ τρέφω , ὁ μέλλων βόσω βέβοκα βέβομαι βέβοται βοτήρ , καὶ ἀπὸ καὶ βότης
6715224 κρω
; , : λακέρυζα κορώνη : Ἡσίοδος : ἐκ τοῦ κρῶ κρύζω , ὄνομα κρύζα , πλεονασμῷ τοῦ ε κέρυζα
ἐπιχέω : τοῦτο δὲ γέγονε παρὰ τὸ κερῶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ , οἷον „ κέρασσε δὲ νέκταρ „ , ἀντὶ
6713655 δεικω
. . ἀριδείκετος : ὁ ἄγαν ἐμφανής : παρὰ τὸ δείκω , τὸ σημαῖνον τὸ δηλῶ , δείκετος καὶ ἀριδείκετος
οὖν ἀπὸ τοῦ ἔχω ἔχετος , ἐμῶ ἔμετος , οὕτως δείκω δείκετος , καὶ ἐν συνθέσει ἀριδείκετος , ὁ πάνυ
6711880 Ἐλευσινιος
Σωκράτους , ψευδόμενοι . ἦν δὲ καὶ ἕτερος ῥήτωρ Αἰσχίνης Ἐλευσίνιος , ὃς καὶ τέχνας λέγεται ῥητορικὰς γεγραφέναι . λέγεται
προπέμψω . Αἰσχύλος ὁ τραγικὸς γένει μὲν ἦν Ἀθηναῖος , Ἐλευσίνιος τὸν δῆμον , υἱὸς Εὐφορίωνος , Κυναιγείρου ἀδελφὸς καὶ
6710082 ἐκφυλλοφορηθεντος
. . . . , . , . Κατὰ Πολυεύκτου ἐκφυλλοφορηθέντος ὑπὸ τῆς βουλῆς ἔνδειξις : πάλαι θαυμάζω ὑμῶν .
ἐπεσημαίνετο τὴν αὑτοῦ γνώμην . Δείναρχος ἐν τῷ Κατὰ Πολυεύκτου ἐκφυλλοφορηθέντος . . . . παλίμβολον : Αἰσχίνης ἐν τῷ
6702998 εὐπατοριον
δάφνης ῥίζης ὁ φλοιὸς πινόμενος τριώβολον ἐν οἴνῳ εὐώδει , εὐπατόριον μετὰ τοῦ τόνον ἐντιθέναι τῷ μορίῳ , θέρμων πικρῶν
ἡμέρα εʹ , ὥρα αʹ , Διός , σαγχαρώνιον καὶ εὐπατόριον ἡμέρα Ϛʹ , ὥρα αʹ , Ἀφροδίτης , πανάκεια
6700337 Πιστεως
τῶν βασιλέων ἁμάρτημα μέγα δοκεῖ τοῖς ἄλλοις . Πιστοὶ ] Πίστεως ἄξιοι . Ὀργᾷ ] Ἤγουν προθυμίᾳ καὶ γνώμῃ .
καὶ πιστῶν καὶ εὐόρκων : ἱδρύσαντο γὰρ οἱ Ἀττικοὶ ἱερὸν Πίστεως . Ἀττικὸς μάρτυρ : ἐπὶ τοῦ πιστοτάτου καὶ ἀληθεστάτου
6699939 δισσως
λέγουσι δέ τινες : ἀπὸ τότε τὸ πῦρ ἔκρυψε . δισσῶς οὖν ἀπατηθεὶς ὁ Ζεὺς ἀντὶ ἐπιτιμίου τὴν γυναῖκα ἔδωκε
τὸν θεὸν ἐγνωκότες καὶ τὰ μεγαλεῖα αὐτοῦ ἑωρακότες καὶ πονηρευόμενοι δισσῶς κολασθήσονται καὶ ἀποθανοῦνται εἰς τὸν αἰῶνα . οὕτως οὖν
6699616 ἐξιμεν
τῆς νεὼς ἔκβασις , δι ' ἧς εἴσιμέν τε καὶ ἔξιμεν , λέγεται δὲ ἀπὸ τοῦ ἀποβῶ ἀποβάθρα , οὐκ
ἀναμείνατ ' οὖν τὴν ἐνάτην πρυτανείαν : εἶτα τότ ' ἔξιμεν : τοῦτο γὰρ λοιπόν . ἂν δ ' ὑπὲρ
6698831 κρινεσι
: ἢ τοὺς θύοντας , ἵνα αἰτήσαντες λάβωσί τι . κρίνεσι στεφανοῖς : τουτέστιν αἱ λοιδορίαι αἱ παρὰ σοῦ στέφανοί
τινὲς δέ φασι μεταπλασμὸν αὐτὸν εἶναι . μεταπλασμὸς τὸ ” κρίνεσι “ : κρίνοις γὰρ ἔδει . κρίνεσι ] ἡ
6688585 μηκασθαι
Εὖτε γάρ : παρήχησις . Μηκάδας : αἶγας : τὸ μηκᾶσθαι ἐπὶ τῶν αἰγῶν , τὸ δὲ βληχᾶσθαι ἐπὶ τῶν
οὖν καὶ ἐπὶ τῶν λοιπῶν τὸ οἰκεῖον ἑκάστου ὄνομα οἷον μηκᾶσθαι ἐπὶ αἰγῶν , βληχᾶσθαι ἐπὶ προβάτων , μυκᾶσθαι ἐπὶ
6684520 λιλαιω
] , γρ . καὶ λεληϊμμένοι [ ] ἀπὸ τοῦ λιλαίω . λελιμμένοι ] ἐπιθυμοῦντες . θΞ τὸ μὲν λελιμμένοι
Ο : λιλαιόμενα : . . . ἔστι λῶ λαίω λιλαίω , ὡς κερῶ κεραίω : „ ζωρότερον δὲ κέραιε
6681846 διωγμος
Γ ὀξύνεται προσηγορικὰ ὄντα : νυγμός φραγμός τιναγμός ἀλαλαγμός ὑλαγμός διωγμός . σεσημείωται τὸ ὄγμος βαρυνόμενον , καὶ τὸ Ῥίγμος
εἵλησιν καὶ σύνοδον . Ἰωκή . παρὰ τὸ διωκὴ καὶ διωγμός : ἀπὸ τοῦ διώκω , ἀποβολῇ τοῦ δ ,
6680220 προφρασσα
ἑτάρους καὶ ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἰδέσθαι ; ἀλλ ' εἰ δὴ πρόφρασσα πιεῖν φαγέμεν τε κελεύεις , λῦσον , ἵν '
ἐστὶ ἀπὸ τοῦ προϊῶ . φρῶ φρῆσα , φράσσα καὶ πρόφρασσα . παρὰ τὸ προϊέναι καὶ προθυμεῖσθαι . . .
6673779 κεχλαδως
. Ὄχλος : χλῶ ἐστι ῥῆμα , ἔνθεν παρὰ Πινδάρῳ κεχλαδὼς , ὁ πλήθων : παράγωγον χλάζω : καὶ ἀναδιπλασιασμὸς
: τὸ δὲ μέλος ἑρμηνεύει διὰ τοῦ τριπλόος ὁ καλλίνικος κεχλαδὼς οὕτω : τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος ὁ τριπλόος καὶ
6671982 Δωρικων
Ἀθηνᾶ Ἀθηνᾶς , μναία μνᾶ μνᾶς : καὶ πλὴν τῶν Δωρικῶν , Φιλομήλα Φιλομήλας , Αὐγούστα Αὐγούστας , Λήδα Λήδας
τὸ δόκιμον τῆς χρήσεως παρέχεται : οὐ γὰρ Ἰωνικῶν καὶ Δωρικῶν ἐξέτασίς ἐστιν ὀνομάτων , ἀλλ ' Ἀττικῶν . Κεφαλαιωδέστατον
6671240 Νικοφωντι
δὲ τοὔνομα καὶ ἐν τῇ ἀρχαίᾳ κωμῳδίᾳ , ὡς παρὰ Νικοφῶντι . Κοροπλάθος : Ἰσοκράτης ἐν τῷ περὶ τῆς ἀντιδόσεως
καὶ διάρρησις καὶ πρόρρησις , καὶ ἀρρησία ἡ σιωπὴ παρὰ Νικοφῶντι , καὶ ῥῆμα καὶ πρόσρημα , καὶ πρόσρησις ,
6668751 Κλεωναιοι
ἔχει τὰ σέλινα . προέστησαν δὲ τοῦ ἀγῶνος πρῶτοι μὲν Κλεωναῖοι , εἶτα Κορίνθιοι , καὶ ἔστι τριετὴς , τελούμενος
πλῆθος καὶ ὁρμαθὸν στεφάνων : λέγει δὲ τοῦ Νεμεακοῦ , Κλεωναῖοι γὰρ αὐτὸν διέθηκαν : καὶ τὴν ἀπὸ τῶν πλουσίων
6662710 ληκω
ἀληθεῖ . λακάζειν δὲ λέγεται τὸ ἠχεῖν , ἀπὸ τοῦ λήκω ῥήματος κατὰ τροπὴν τοῦ η εἰς α καὶ κατὰ
ἀληθεῖ . λακάζειν δὲ λέγεται τὸ ἠχεῖν , ἀπὸ τοῦ λήκω ῥήματος κατὰ τροπὴν τοῦ η εἰς α καὶ κατὰ
6662659 πλεκω
νεωστὶ κοπεῖσι , τοῖς νεωστὶ πεπλεγμένοις παρὰ τὸ στέφω τὸ πλέκω . κομῶντα : στεφανούμενον , περιφραστικῶς αὐτοῦ στεφανοφοροῦντος κλανεως
τοῦ εκω δισύλλαβα βαρύτονα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφονται : πλέκω : τέκω : κρέκω : δέκω . Τὰ διὰ
6662293 Ὁμοιον
ἐπὶ τῶν ἀποτόμων . Ζάλευκος γὰρ Λοκρῶν νομοθέτης ὠμότατος . Ὁμοῖον τῷ : Τενέδιος πέλεκυς . Ζεὺς ἀετὸν εἵλετο :
ἐπὶ τῶν ἀποτόμων . Ζάλευκος γὰρ Λοκρῶν νομοθέτης ὠμότατος . Ὁμοῖον τῷ : Τενέδιος πέλεκυς . Ζεὺς ἀετὸν εἵλετο :
6662035 μηθω
ἐξ οὗ παράγωγον τὸ δηθύνω : κνήθω : λήθω : μήθω : νήθω : πρήθω : πλήθω : τὸ πήθω
, ὁ κατωφερὴς , καὶ παρωνύμως μάχλας . Μαθεῖν . μήθω ἐστὶ ῥῆμα . ἀφ ' οὗ ἔμαθον δεύτερος ἀόριστος
6659561 ἀντιβολια
κοινά : τὰ κοινά , ἃ ἂν οὐδεὶς μεταχειρίσαιτο . ἀντιβολία : ἡδὺ καὶ σεμνόν . σημαίνει δὲ καὶ ἱκετείαν
' οὐκ ἀνεῖχες αὐτὸν ὥσπερ εἰκὸς ἦν . . . ἀντιβολία : δέησις . . . ἀνακλῖναι : τὸ ἀνοῖξαι
6658612 κιδαρις
ἡ δὲ ἐμμέλεια σπουδαία , καθάπερ καὶ ἡ παρὰ Ἀρκάσι κίδαρις , παρὰ Σικυωνίοις τε ὁ ἀλητήρ . οὕτως δὲ
ἡ δὲ ἐμμέλεια σπουδαία , καθάπερ καὶ ἡ παρὰ Ἀρκάσι κίδαρις , παρὰ Σικυωνίοις τε ὁ ἀλητήρ . οὕτως δὲ
6657152 Γραμματα
. πάντως δὲ οὐκ ἐπὶ μικροῖς ἄθλοις ἡ σπουδή . Γράμματά σου ποθοῦμεν , σὺ δ ' ἡμῖν ἐπιστείλαις ὡς
ἀπὸ τοῦ δαφνίνῃ ῥάβδῳ περιερχομένουϲ ᾄδειν τὰ Ὁμήρου ποιήματα . Γράμματά ἐϲτιν εἰκοϲιτέϲϲαρα ἀπὸ τοῦ α μέχρι τοῦ ω .
6656576 πληθω
καὶ παράγωγον ἀχόω : ὡς ἄνω ἀνέω : καὶ ὡς πλήθω πληθύω πληθύνω , οὕτως ἀχύνω καὶ ὑπερθέσει ἀχνύω .
περισπᾶται , ἀπὸ ὀνόματος γέγονε : ἀλήθω κνήθω λήθω πήθω πλήθω πρήθω . τὸ δὲ βοηθῶ ἀηθῶ παρ ' ὄνομα
6653401 κοω
, ἄστρωτος εὕδω : καὶ τὰ μὲν πρᾶτ ' οὐ κοῶ , ἇς κά μ ' ἔχων ὥκρατος ἀμφέπηι φρένας
Ἱππεῦσιν , οἷον ” κοάλεμον αἱματοπώτην ” . παρὰ τὸ κοῶ ῥῆμα δηλοῦν τὸ νοῶ , οἷον „ ἡ δ
6646217 βαζω
. καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ , φράζω . τὸ δὲ βάζω ὁ μέλλων βάξω , καὶ ὄνομα βάξις . Βάβαξ
ἀνιῶ ἀνιάζω , ἀτιμάζω , πελάζω . ἐκ δὲ τοῦ βάζω καὶ ἡ βάξις Δωρικώτερον . καὶ οὕτω μὲν ἐκ
6646148 ἀργμα
αἱ μεγάλαι ἀπαρχαὶ τῶν θυσιῶν : παρὰ τὸ ἄρχω ἦργμαι ἄργμα καὶ ἄπαργμα : Ὅμηρος : ἄργματα θῦσε θεοῖς αἰειγενέτῃσι
* . Ἄργμα : ἡ ἀπαρχή : ἧ ῥα καὶ ἄργμα θῦσε θεοῖς αἰειγενέτῃσι : παρὰ τὸ ἄρχω ἄργμα ,
6643234 μασταξ
οἱονεὶ μαίνεσθαι . μαρμαρυγάς τὰς συνεχεῖς τῶν ποδῶν κινήσεις . μάσταξ τὸ στόμα : “ μάστακ ' ἐπεί κε λάβῃσι
νάω : ἀφ ' οὗ καὶ ὁ μαστὸς καὶ ἡ μάσταξ . . . . . μαστεύω , . .
6638762 ἐπιξηνον
ἐπίτραγοι . τῶν δὲ μαγειρικῶν καὶ ἐλεόν , ξάνιον , ἐπίξηνον , τράπεζα μαγειρική , ἣν οἱ νεώτεροι ἐπικόπανον :
τοιάσδε θανασίμους τύχας . βωμοῦ πατρῴου δ ' ἀντ ' ἐπίξηνον μένει , θερμῷ κοπείσης φοίνιον προσφάγματι . οὐ μὴν
6637750 σιλλαινειν
οἱ δὲ καὶ ἴλλους τοὺς ὀφθαλμοὺς ὠνόμασαν , καὶ τὸ σιλλαίνειν ἐπὶ χλευασμῷ σείειν τοὺς ὀφθαλμούς , ὅθεν καὶ τὸ
τῆς χοίνικος . σιληνοῖς . Διονύσου χορευταί , παρὰ τὸ σιλλαίνειν , ὅ ἐστι σκώπτειν , λεγόμενοι , παρὰ τοὺς
6631970 ἀξιωσατε
καὶ ἐκ τοῦ ἀκινδύνου ἀνδραγαθίζεσθαι . τῇ τε αὐτῇ ζημίᾳ ἀξιώσατε ἀμύνασθαι καὶ μὴ ἀναλγητότεροι οἱ διαφεύγοντες τῶν ἐπιβουλευσάντων φανῆναι
Ἰσμηνίῳ καὶ θεοῖς καὶ ἥρωσι τοῖς κοινοῖς τῶν Ἑλλήνων , ἀξιώσατε ὑμᾶς αὐτοὺς μεθ ' ἡμῶν ὀφθῆναι : καὶ πειραθῶμεν
6630561 κλω
τῇ πραότητι : τὸ κολακεύειν . Κλαίω : παρὰ τὸ κλῶ , οὗ παράγωγον κλαίω . κλᾶται γὰρ ἡ τῶν
. οὕτω Φιλόξενος . . . , : ὁμοκλή : κλῶ ἐστι ῥῆμα δηλοῦν τὸ φωνῶ , ὅπερ γέγονεν ἀπὸ
6627571 Ἀπατουρια
τοῦ ἅρματος ξύλον , περὶ ὃ δινοῦνται οἱ τροχοί . Ἀπατούρια . ἐν Τιμαίῳ : ” ἦν μὲν γὰρ δὴ
Ἀπατούρια , ἐπανῆκες Θαργηλιῶνα : ἐπὶ τῶν ἄγαν βραδυνόντων . Ἀπατούρια δὲ ἦν ἑορτὴ Ἀθήνῃσιν , ἣν ἦγον ἐπὶ τρεῖς
6622981 ἀστεϊσμος
λέγομεν . τὸ δὲ καθαυανεῖ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ χαριεντισμὸς καὶ ἀστεϊσμὸς λέγεται : τὸ γὰρ εἰπεῖν λαμπρυνεῖ τὸν νεκρὸν χάριέν
λέγομεν . τὸ δὲ καθαυανεῖ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ χαριεντισμὸς καὶ ἀστεϊσμὸς λέγεται : τὸ γὰρ εἰπεῖν λαμπρυνεῖ τὸν νεκρὸν χάριέν
6620406 τερπω
τοῦ Ψ , οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ λείβω λείψω καὶ τέρπω τέρψω καὶ γράφω γράψω καὶ κόπτω κόψω διὰ τοῦ
φ ἢ π ἢ πτ , οἷον λείβω † γράφω τέρπω κόπτω : ἡ δὲ δευτέρα διὰ τοῦ γ ἢ
6619103 τρυχω
βλάπτω , τρύω κατὰ παραγωγήν , ἀφ ' οὗ τὸ τρύχω πλεονασμῷ τοῦ χ , τρύσω τέτρυμαι τρυτός καὶ ἄτρυτος
. τοῦ τρῶ ἄλλο παράγωγον τρύω καὶ προσθέσει τοῦ χ τρύχω . . , : τρώγω : παρὰ τὸ τρῶ
6618298 φαυσκω
παράγωγον φαύω , ὁ μέλλων φαύσω καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ φαύσκω καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν πιφαύσκω . . , : πολυκαγκέα
μνήσω , μνήσκω : ἀρέσω , ἀρέσκω : φαύσω , φαύσκω , καὶ πιφαύσκω : βρώσω , βρώσκω , καὶ
6615173 αὐσω
: ἐξαυστήρ : σημαίνει σκεῦός τι . παρὰ τὸ αὔω αὔσω αὐστήρ καὶ ἐξαυστήρ . Αἰσχύλος Ἀθάμαντι : χαλκέοισιν ἐξαυστῆρες
μέλλων ἄσω , ὡς ἀπὸ βαρυτόνου : πλεονασμῷ τοῦ υ αὔσω , ὄνομα ῥηματικὸν αὐλή . . . , :
6614976 Θεοπομπῳ
ἔθνος πρὸς τῇ Σκυθίᾳ , οἳ καὶ Ἀχαρνοί λέγονται παρὰ Θεοπόμπῳ . Ἀχαρναί , δῆμος τῆς Οἰνηίδος φυλῆς . Ἡρωδιανὸς
, τὴν δὲ Κηφισοφῶν ὁ Παιανιεύς : ἡ δὲ τετάρτη Θεοπόμπῳ ἐγήματο τῷ Κηφισοδότου πατρί . Καὶ ὁ μὲν Δικαιογένης
6614637 ἐρεθισματα
καλῶς ⌈ καὶ ἐμμελῶς . κελαδούντων . καὶ ᾀδόντων . ἐρεθίσματα ] παροξύσματα καὶ αἱ τραγῳδίαι , παρακινήσεις , διεγέρσεις
ὅμοιον τῷ ιδʹ : τὸ ιεʹ ” εὐκελάδων τε χορῶν ἐρεθίσματα “ δακτυλικὸν ὅμοιον τῷ ιεʹ : τὸ ιϚʹ ”
6608913 θωσω
καὶ θηλή . Θῶκος . παρὰ τὸ θέσω , καὶ θώσω : ὅ ἐστιν ἀπὸ τοῦ θῶ . οὗ μέλλων
τρίτης συζυγίας τῶν περισπωμένων , τὸ τρέφω , ὁ μέλλων θώσω , ῥηματικὸν ὄνομα θώνη καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς
6607154 σημειωσις
ρξστʹ . Παθογνωμονικόν ἐστιν τῶν τε ἐντὸς καὶ τῶν ἐκτὸς σημείωσις . ἢ παθογνωμονικόν ἐστιν ἐξ οὗ γινώσκεται τὸ πάθος
] : ἰστέον ὅτι ἄλλο ἐστὶ τὸ ξυντεκμαίρεσθαι καὶ ἄλλο σημείωσις . τὸ γὰρ ξυντεκμαίρεσθαι τὸ μετὰ λόγου σημειοῦσθαι .
6606753 Ξενον
αὐτοῦ , καλὸς ἔτι ὤν , ὑπολειφθεὶς καὶ προσδραμών , Ξένον σε , ἔφη , ὦ Ἀγησίλαε , ποιοῦμαι .
πολλοὺς τρόπους . Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε , μὴ καθυστέρει . Ξένον ἀδικήσεις μηδέποτε καιρὸν λαβών . Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν
6606510 ὀρυνω
ὄνυξ . Ὀτρύνω . πλεονασμῷ τοῦ τ , ὄρω , ὀρύνω , καὶ ὀτρύνω . Ὁδεῖνα . ὅδε , ὅδει
, ὁ παθητικὸς ἄχνυμαι καὶ ἀχνύμενος , ὥσπερ ὀρῶ ὀρύω ὀρύνω ὄρνυμι ὄρνυμαι ὀρνύμενος ' . . . . ἄχος
6606287 ὀνυχιον
ἡ καὶ κογχύλη λεγομένη , κηρύκιόν ἐστι μικρόν , ὥσπερ ὀνύχιον . αὕτη ὑποθυμιωμένη ἀναδρομὰς ὑστέρας παύει καὶ πνιγμοὺς ἀποσοβεῖ
] . ἀπὸ τοῦ σφραγὶς τὸ δακτύλιον , ὄνυξ τὸ ὀνύχιον καὶ τοῦ ἀργὸς καὶ τοῦ κομῶ τὸ ἐπιμελοῦμαι .
6605645 φωνουντες
. Ἐφέσια γράμματα : ἐπῳδαί τινες ἦσαν , ἅσπερ οἱ φωνοῦντες ἐνίκων ἐν παντί . Ταὐτὸ τῇ , Δαφνίνην φορῶ
. Ἐφέσια γράμματα : ἐπωδαί τινες ἦσαν , ἅπερ οἱ φωνοῦντες ἐνίκων ἐν παντί . ταυτὸν τῇ , Δαφνίνην φορῶ
6596269 παλαιω
: παλαίω : παρὰ τὸ πάλλω , τὸ σείω , παλαίω . . , : παραβλώψ : παρὰ τὸν βλέψω
ὡς τὸ κυριεύω σοῦ , καὶ δοτική , ὡς τὸ παλαίω σοί , καὶ αἰτιατική , ὡς τὸ τιμῶ σέ
6594754 αἰκιζω
Ζεὺς μετὰ τὴν αἰθρίαν , διεγείρει . . . . αἰκίζω : ἀπὸ τοῦ τὸν σκληρόν , ἀπότομον , ἀεικίζω
, ἀνακαλῶ καὶ ἀνακαλοῦμαί σε , ἀπαριθμῶ καὶ ἀπαριθμοῦμαι , αἰκίζω καὶ αἰκίζομαί σε , ἀσκῶ τὸ μανθάνω καὶ ἀσκοῦμαι
6594717 ψησω
πεινῶ πεινήσω , ἀγαπῶ ἀγαπήσω , μασήσω ἀπατήσω τρυφήσω καυχήσω ψήσω : τὸ ἐλεῶ τῆς πρώτης καὶ δευτέρας , καὶ
μέρη . Ψεδνός . παρὰ τὸ ψῶ , οὗ μέλλων ψήσω , ῥηματικὸν ὄνομα ψεδνὸς , ὁ μαδαρὸς , παρὰ
6588657 χλευασια
δὲ μόνον ὁ κατάγελως : ὁ γὰρ χλευασμὸς καὶ ἡ χλευασία καὶ τὸ διασύρειν δηλοῖ , ὥσπερ καὶ ὁ χλευαστικὸς
, ἄνεσις προσώπου , καγχασμός : καὶ ἑτέρας χρείας χλευασμός χλευασία , κατάγελως . γελᾶν , μειδιᾶν ὑπομειδιᾶν ἐπιμειδιᾶν ,
6584690 Ἀντιστρεφει
λϚ πολλαπλασιάσας πεποίηκε τὸν σιϚ . Ἀντιστρέφει τῷ δʹ . Ἀντιστρέφει τῷ γʹ . καὶ ὡς ἄρα ὁ Α πρὸς
ἐφ ' ἑκάτερα ἐάν εἰσιν ἀσύμπτωτοι , παράλληλοι ἔσονται . Ἀντιστρέφει μέρος πρὸς ὅλον ἕκαστον τῶν πρὸ αὐτοῦ τριῶν .
6583652 συναθροιζω
ἐκβαλὼν τῆς ἁμίλλης , ⌈ ἀπὸ τοῦ ἁλίζω , τὸ συναθροίζω . οὐ κυλισθῆναι ποιήσας , ὥς τινές φασιν .
ἐκ δὲ τοῦ ἀολλής γίνεται ἀολλίζω , σημαίνει δὲ τὸ συναθροίζω . . . . ἀοσσητήρ : ὁ ἄνευ ὄσσης
6582491 Ἐπιρρημα
τυχόντος αὔξεται . . : ἆ ἆ ἔα ἔα ] Ἐπίρρημα ἐκπληκτικὸν Ἀττικόν : ἰδιοπεποιημένη ἡ φωνή . . :
. . βοᾷν : Κράζειν . ἰοὺ , ἰοὺ : Ἐπίρρημα θρηνητικόν . . τί δῆτά σοι τίμημα : Ἐπέβαλλον
6581392 μερω
δὲ τὸ μείρω , τὸ μερίζω , γίνεται ὁ μέλλων μερῶ κέρσω καὶ σπείρω σπερῶ σπέρσω . . . +
στεροῦμαι . ὥσπερ ἀπὸ τοῦ σκαίρω καὶ παρὰ τὸ μείρω μερῶ γίνεται μερίζω καὶ κατὰ συγκοπὴν καὶ τροπῇ τοῦ ζ
6579779 ἁρπαζω
: αἱ ἁρπακτικαὶ θεαί : παρὰ τὸ ἁρπῶ , τὸ ἁρπάζω , ὡς αἴθω αἴθυια . . . . ἁρπίδες
. καὶ τοῦ φρίξω ἀποβολῇ τοῦ ω φρίξ , ὡς ἁρπάζω ἁρπάξω ἅρπαξ . . , : φρούριον : οὐκ
6577460 ἀθροιζω
ἀθρῶ . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀθρῶ . . . . ἀθροίζω : ἐκ τοῦ θροῦς ἢ θρόος , ὃ ,
θρόος , ὃ , συναίρεσιν καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀθροίζω . . . . ἄθηλον : τὸ μὴ τεθηλακός
6577354 Ἀρχων
τὰ τούτοις γεγενημέν ' αὐτὰ λαβών . λέγε . [ Ἄρχων Δημόνικος Φλυεύς , βοηδρομιῶνος ἕκτῃ μετ ' εἰκάδα ,
τινὰ ἀπεκτονέναι ποτέ . Δάλοιο ] Δήλου . Ἀνάσσων ] Ἄρχων . Φοῖβε ] ὦ Ἄπολλον . Παρνασσῷ ] Τὴν
6577144 παλιμβολος
ὁ ἐξ ἀναβιώσεως . παλιμβολία : ἡ εὐμετάβλητος γνώμη . παλίμβολος : ἀδόκιμος . εὐμετάβολος . ἀνελεύθερος . Κλήμης .
καὶ Πάνδια . ἐκ δὲ τοῦ πάλιν τάδε σύνθετα . παλίμβολος , παλίμπρατος , παλιγκάπηλος , παλίντροπος , παλίγκοτος :
6575110 χλευασμος
τὸν Τηλαύγη διήγησις ἀπορίαν παράσχοι ἄν , εἴτε θαυμασμὸς εἴτε χλευασμός ἐστι . τὸ δὲ τοιοῦτον εἶδος ἀμφίβολον , καίτοι
: τὸ μὲν οὖν ἐπὶ τῶν πέλας καλεῖται μυκτηρισμὸς καὶ χλευασμός , τὸ δὲ ἐφ ' ἡμῶν ἀστεϊσμός . Σαρκασμός
6561559 Ποσειδιππῳ
Ζελείου ἥρωος . οἱ δὲ Ζέλην αὐτήν φασι . παρὰ Ποσειδίππῳ δ ' εὕρηται διὰ τοῦ ι [ Ζελίη ]
ἄλφιτα οὕτω φέρων ἡμῖν παρέθηκα . ὅτι μάγειρός τις παρὰ Ποσειδίππῳ ἄλλα τε ἀστεῖα ἔφη καὶ δὴ καὶ ταῦτα :
6559247 μυκω
, καὶ μηκῶ ἐπ ' αἰγὸς διὰ τοῦ η , μυκῶ δ ' ἐπὶ βοὸς διὰ τοῦ υ ψιλοῦ ,
, καμύσαι : σημαίνει δὲ τὸ ἠχῆσαι : ἀπὸ τοῦ μυκῶ μυκήσω μεμύκηκα : ὁ μέσος μέμυκα : τὸ τρίτον
6558177 καταχρησις
' εἰς τὸ ἀμυνέμεναι καὶ τιμωρῆσαι δοτικῇ , ὅ τι κατάχρησίς ἐστιν . Ἄλλως : τὸ ἀμύνω ποτὲ μὲν λαμβάνεται
' εἰς τὸ ἀμυνέμεναι καὶ τιμωρῆσαι δοτικῇ , ὅ τι κατάχρησίς ἐστιν . Ἄλλως : τὸ ἀμύνω ποτὲ μὲν λαμβάνεται
6556807 ἐξαυστηρ
: χαλκέοισιν ἐξαυστῆρες ἐγχειρούμενοι . . . , . : ἐξαυστήρ : κρεάγρα . . Ὀνομαστ . ; : τὰ
τῆς ἐν προθέσεως τὸ ἐπίῤῥημα ἔμπλην . Ἐξαυστηρίκυω . αὔσω ἐξαυστήρ . Ἐπυράκτεον . πῦρ πυρὸς πυράζω πυράξω : ὄνομα
6556017 τετυπωται
ΕΤΟΣ τρισύλλαβα προσηγορικὰ ἢ ἐπιθετικὰ ὀξύνεται , εἰ μὴ παρωνύμως τετύπωται : κοπετός πυρετός τοκετός συρφετός ἀφυσγετός . τὸ μέντοι
τουτέστι τὰ κατὰ μέρος ἐνθυμήματα , ἃ καθάπερ ἐν στήλῃ τετύπωται καὶ ἐγκεχάρακται . Ἀρνὼν δ ' εἰσὶν αἱ στῆλαι
6555828 ἡδω
δ ' αἰνῶς ἡδὺ ποτὸν πίνων . ἀπὸ οὖν τοῦ ἥδω ἥσω ἥσασθαι , καὶ τροπῇ τοῦ η εἰς α
Ὦρον καὶ Σωκράτην πτωχὸν ἀδολέσχην ἔφη . ἢ παρὰ τὸ ἥδω , τὸ εὐφραίνομαι , οὗ ὁ βʹ ἀόριστος ἄδον
6549808 προσφιλεια
προσφίλεια ] ἀγάπη . προσφίλεια ] κατ ' εἰρωνείαν . προσφίλεια ] σχέσις , οἰκείωσις . θ προσφίλεια ] ἤγουν
. προσφίλεια ] οἰκείωσις : ἀπὸ τοῦ προσφιλὴς προσφίλεια . προσφίλεια ] ἡ φιλία , ἡ οἰκείωσις . προσφίλεια ]
6547920 καχλαζω
κεχλαδὼς , ὁ πλήθων : παράγωγον χλάζω : καὶ ἀναδιπλασιασμὸς καχλάζω . τὸ οὖν χλῶ ῥηματικὸν χλώσα : ἐπεκτάσει τοῦ
τοῦ ο ὄχλος . ἐκ δὲ τοῦ χλῶ καὶ τὸ καχλάζω κατὰ ἀναδιπλασιασμόν . . . , : ἀκωκή :
6542815 λιπτω
χαρακτῆρος : πρόσκειται ἓν ἄφωνον , διὰ τὸ ἵπτω : λίπτω : νίπτω : πίπτω . Τὰ εἰς δω δισύλλαβα
Ξ μάχης ] πολέμου . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν . θ Ξ λελιμμένος ]
6541017 συνηγορια
ἁπλοῦν ἢ ἐν παραθέσει τοῦ ὅ . καὶ εἴη ἂν συνηγορία τῆς τοῦ συνδέσμου συνθέσεως ἥδε . τὸ αὐτὸ δηλοῖ
πρεσβεία πρέσβευσις , δίκη , διαδικασία ἐπιδικασία , ἀντιδικία , συνηγορία , συναγόρευσις , κατηγορία , δημηγορία , βουληγορία ,
6540567 δολιευεσθαι
δόλιος καὶ οὐ φανερὸς ὀργήν . σισυφίζειν : πανουργεύεσθαι καὶ δολιεύεσθαι καὶ δολίως τι πράττειν . σύγκλυδες : σύλλεκτοι καὶ
εἶπε τἀπόφθεγμα . Κερκωπίζειν : ἀντὶ τοῦ , ἀπατᾷν καὶ δολιεύεσθαι : μετήνεκται δὲ ἀπὸ τῶν Κερκώπων οὕτω λεγομένων ἀνδρῶν
6537768 ἐνδοιαστως
ἐπεβούλευσεν ἀνόσιον . διαπρεσβευσάμενος γὰρ κρύφα πρὸς τοὺς Ῥωμαίων πολεμίους ἐνδοιαστῶς ἔτι πρὸς τὴν ἀπόστασιν ἔχοντας ἐπῆρεν αὐτοὺς μὴ κατοκνεῖν
δημόσια , ὁπόσα πρός τε ὑπηκόους καὶ συμμάχους καὶ τοὺς ἐνδοιαστῶς ἀκροωμένους τῆς πόλεως ἐγκλήματα τυγχάνοι γινόμενα , μετὰ πάσης
6537704 ὀρυω
πλανῶ , γίνεται ἀλύω , ὡς πλήθω πληθύω καὶ ὀρῶ ὀρύω καὶ ὀρούω : οἱ γὰρ λυπούμενοι ἐν πλάνῃ εἰσίν
. Ὀρνυμένας : διεγειρομένας : ἐκ τοῦ ὄρω τὸ διεγείρω ὀρύω , καὶ πλεονασμῷ δωρικῷ τοῦ ν ὀρύνω , καὶ
6535795 ὀνοματοποιϊα
ἑλκόμενοι ἦχον ἀποτελοῦσιν , ὡς δοκεῖν καχλάζειν . ὁ τρόπος ὀνοματοποιΐα . καχλάζοντα : ἀντὶ τοῦ ἠχοῦντα . ὁ δὲ
ἐστὶ λέξις κατὰ παραγωγὴν τοῦ καθωμιλημένου ἐξενηνεγμένη , λέγεται δὲ ὀνοματοποιΐα ἑπταχῶς : κατὰ ἐτυμολογίαν , κατὰ ἀναλογίαν , κατὰ
6533651 Ποια
. Οὐκοῦν τὰ δημόσιά που καὶ περιφανῆ ῥᾷστον συννοεῖν ; Ποῖα ; Πείνη μέν που λύσις καὶ λύπη ; Ναί
, φράζοις ἄν ; Λάβωμεν ἄττα τῶν νυνδὴ λόγων . Ποῖα ; Τὸν θεὸν ἐλέγομέν που τὸ μὲν ἄπειρον δεῖξαι
6533235 φαρμακεια
τοῦ πραχθῆναι διελέγχεται , ὅσα δ ' ἐστὶ τέχνης καθάπερ φαρμακεία , ταῦτα καὶ πρὸ τῆς πράξεως ἀπὸ τῆς γνώμης
αὐτὴν , ἐφ ' ὅσον ἐνδέχεται . οἶδε γὰρ ἡ φαρμακεία δηλητηριώδη τινὰ τοῖς σπλάγχνοις ἐντιθέναι ποιότητα καὶ κακίαν ,
6532665 βαρβαροισι
γὰρ τοῖσι Λυδοῖσι , σχεδὸν δὲ καὶ παρὰ τοῖσι ἄλλοισι βαρβάροισι , καὶ ἄνδρα ὀφθῆναι γυμνὸν ἐς αἰσχύνην μεγάλην φέρει
διοσημίας τὰς κατὰ τὸν πόλεμον τὸν πελοποννησιακὸν Γ γενομένας . βαρβάροισι : εὐφυῶς πάλιν εἰς ὁμόνοιαν αὐτοὺς προτρεπόμενος Γ δείκνυσιν
6530880 πηδω
ἀνώρμησεν : ἐκ τοῦ ὀρούω ὀρύω ὡς πλήθω πληθύω , πηδῶ πηδύω , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο βοιωτικῶς γίνεται ὀρούω
Σπεκίωσος ὄνομα κύριον : πλὴν τοῦ σπαίρω τοῦ δηλοῦντος τὸ πηδῶ . Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς στε συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ
6526750 ἀλαστος
καὶ τόξον ἀπέθηκεν . οὕτως Ὦρος . . . . ἀλαστός : ἀπὸ τοῦ ἀλαστῶ ἀλαστεῖς , παρὰ δὲ τοῦτο
” λάε νεβρὸν ἀπάγχων ” . . . . . ἀλαστός , , : ἀλαστός : . . . ὁ

Back