] ἀποτελεῖν πεφυκυίας , οἷς δὴ τὰ στοιχεῖα τὰ φωνήεντα ἐπωνόμασται , ἄρρητα μὲν αὐτὰ καθ ' αὑτὰ καὶ πᾶν
τὸ δὲ τοῖν δυοῖν ἕνεκα τῆς δέσεως ἐς τὴν ἀγωγὴν ἐπωνόμασται ” δυογὸν “ δικαίως : νῦν δὲ ” ζυγόν
7298369 ἐπανιμεν
δὲ αὐτῷ πάντα τὸν περὶ τῶν κατὰ φύσιν λόγον ἀναγκαίως ἐπάνιμεν ἐπὶ τὸ πλειστοδυναμοῦν τῶν λεγομένων περὶ τῶν παρὰ φύσιν
Εὐρώπην περιεποιήσατο . ἡμεῖς δὲ ἀρκούντως διεληλυθότες τὸν ἱερὸν πόλεμον ἐπάνιμεν ἐπὶ τὰς ἑτερογενεῖς πράξεις . Κατὰ γὰρ τὴν Σικελίαν
6863250 Μακροκεφαλοι
τούτῳ τῷ μηνὶ ὁ ἀὴρ ταράττεται καὶ μεταβολὴν ἴσχει . Μακροκέφαλοι : Ἀντιφῶν ἐν τῷ περὶ ὁμονοίας . ἔθνος ἐστὶν
. ἐν τῶι Περὶ ὁμονοίας . ἔθνος ἐστὶ Λιβυκόν . Μακροκέφαλοι : Ἀ . ἐν τῶι Περὶ ὁμονοίας . ἔθνος
6857600 θρανιον
δὲ ὑποκορισάμενος ἂν εἴποις . καίτοι με οὐ λέληθεν ὅτι θρανίον καὶ ἄλλως ξυλήφιόν τι ἐστίν : Ἀριστοφάνης γοῦν τῷ
ἀντὶ τοῦ ἐκάθητο Πλάτων . καὶ καθέδρα , ἕδρα , θρανίον , θρᾶνος , θρόνος , θᾶκος , ἕδρανον ,
6838548 τριπλοος
ἔφαμεν παροξύνεσθαι , λέγω δὲ τὸ ἁπλόος , διπλόος , τριπλόος καὶ ὅσα ἐστὶ τοιαῦτα . ὅτι γὰρ οὐκ ἐστὶ
Ὀλυμπίᾳ διὰ μέσου : τὸ δὲ μέλος ἑρμηνεύει διὰ τοῦ τριπλόος ὁ καλλίνικος κεχλαδὼς οὕτω : τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος
6795133 καταληγον
εἰς ΣΣΟΣ ὑπερδισύλλαβα ἔχοντα πρὸ τοῦ τέλους Ι εἰς Σ καταλῆγον μονογενῆ ὄντα προπαροξύνεται : κυπάρισσος νάρκισσος Μέλισσος . τὸ
, χωρὶς εἰ μὴ ὀφθείη πρὸ τοῦ Δ τὸ Ρ καταλῆγον , οἷον : ἡδανός οὐτιδανός ἐλλεδανός ῥιγεδανός Ἀπιδανός .
6794562 Ἡγου
τὰ ἐπιτήδεια ἀπεχούσας ἡμῶν ὅσον διελθόντες ἂν ἡδέως ἀριστῴητε . Ἡγοῦ τοίνυν , ἔφη ὁ Ξενοφῶν . ἐπεὶ δ '
ὦ Ἡράκλεις , ἀναπέπταται ὥσπερ ὑπὸ κλειδὶ ἡ θύρα . Ἡγοῦ ἐς τὸ πρόσθεν . ὁρᾷς αὐτὸν ἀγρυπνοῦντα καὶ λογιζόμενον
6793213 Μελιβοιας
, Ἡσίοδος δὲ αὐτόχθονα . τούτου καὶ τῆς Ὠκεανοῦ θυγατρὸς Μελιβοίας , ἢ καθάπερ ἄλλοι λέγουσι νύμφης Κυλλήνης , παῖς
. Ὁ μὲν ἐπὶ τῷ στρατηγεῖν ἔτι καὶ τοὺς ἐκ Μελιβοίας ἐπὶ Τροίαν ἀνάγων τιμωροὺς Μενελάῳ κατὰ τοῦ Φρυγὸς Φιλοκτήτης
6752568 Ἀγορα
μέσα τοῦ Σκάφους καὶ τῆς Ἀχερουσίας λίμνης καὶ Κρήνη καὶ Ἀγορὰ καὶ τὰ μέσα τοῦ Τράγου τῆς δωδεκαώρου . τῷ
τῶν παρανομούντων . Ἐπίχαρμος : Ἀγρὸν τὴν πόλιν ποιεῖς . Ἀγορὰ λύκιος : ἐπὶ τῶν ταχέως πιπρασκομένων : ἐκ μεταφορᾶς
6747537 δηλωτεον
μαρτυρουμένης ἐν τῇ καταρχῇ , ἄρχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀνδρὸς δηλωτέον , ἔμπαλιν δὲ τυχόντων ἔμπαλιν ἔσται . τῆς δὲ
: ὡς δ ' οὐ καθ ' ἕκαστον μῆνα , δηλωτέον . ἐπεὶ τοίνυν ἐπ ' εὐθείας τῶν φωτιζόντων αἱ
6736316 ἀρεστηρ
ἀρέσκω : παρὰ , καὶ ἀρεστόν . . . . ἀρεστήρ : εἶδος πλακοῦντος τοῖς θεοῖς ἀφιερωμένου ἀρέσκων . ἀρέσω
Ἀρτέμιδι καὶ Ἑκάτῃ καὶ Σελήνῃ . μελιτοῦττα μὲν Τροφωνίῳ ὡς ἀρεστήρ , καὶ ὑγίεια ὁμοίως : καὶ γὰρ ὑγίεια μάζης
6720136 προτακτεον
ἀληθεύειν . ἀλλ ' ὡς ἐν λογικῇ πραγματείᾳ τὰ καθόλου προτακτέον : διὸ τὸ θεωρητικὸν δεῖ πρότερον ὑποδιελεῖν . διαιρεῖται
δεξιᾷ τὸ πῦρ ἔχων : Τιτὰν Προμηθεύς : τὸ ὡς προτακτέον τοῦ Τιτάν : ὡς ὁ Προμηθεὺς ὁ ἀπὸ τῶν
6637245 συναναφαινεσθαι
τὰ πλείω ἢ ἐλάττω , ἀλλ ' ὡς ἐνδεχόμενα ἀεὶ συναναφαίνεσθαι τοιούτοις ἀρρωστημάτων εἴδεσιν , ἢ πάντα ἢ τὰ πλείω
συνεκλείπει καὶ τὸ ὁποῖόν τί ἐστι διὰ τὸ τοῖς ὅροις συναναφαίνεσθαι καὶ τὰς ἐν τῷ ὁποῖόν τί ἐστι λεγομένας διαφοράς
6637139 κατεπινετο
εἴ τις ἐμπέσοι λόγος , τὸ τεχνίον ἀεὶ τοῦτό μοι κατεπίνετο , καὶ παιδομαθὴς πρὸς αὐτὸ τὴν διάνοιαν ἦν .
εἴ τις ἐμπέσοι λόγος , τὸ τεχνίον ἀεὶ τοῦτό μοι κατεπίνετο , καὶ παιδομαθὴς πρὸς αὐτὸ τὴν διάνοιαν ἦν .
6631452 κατακορες
αὐτὸ χρῶμα τοῖς μὲν πρεσβυτέροις ἀμαυρὸν φαίνεται τοῖς δὲ ἀκμάζουσι κατακορές , καὶ φωνὴ ὁμοίως ἡ αὐτὴ τοῖς μὲν ἀμαυρὰ
ποτὸν χυλὸς ῥαφανῖδος ἢ νίτρον μεθ ' ὕδατος ἢ ἀψίνθιον κατακορές , εἶτ ' ἔμετος ἐκ διαλείμματος καὶ πάλιν τῶν
6620468 εἰλω
τὸ ἐλεύσθω ἐλεύσθη καὶ ἐλύσθη : οἱ δὲ παρὰ τὸ εἰλῶ εἰλύω εἰλύσθη , καὶ ἀποβολῇ τοῦ ι , ἐλύσθη
, ἵν ' ᾖ τὸ ἐν τῷ αὐτῷ εἰλεῖσθαι : εἰλῶ εἰλίνω καὶ ἐλίνω καὶ ἐλινύω . εἰς δὲ τὸ
6596723 Ἐπιγραφεται
ἀντὶ τοῦ εἶχε δοῦναι τῇ Γαλατείᾳ εἰς τὸ πεῖσαι . Ἐπιγράφεται μὲν τὸ εἰδύλλιον Ἀΐτης , γέγραπται δὲ Ἰάδι διαλέκτῳ
τὸ στόμα , ᾗτινι οἱ ἀργυραμοιβοὶ τὸν χρυσὸν δοκιμάζουσιν . Ἐπιγράφεται τὸ εἰδύλλιον Ὕλας . πάλιν δὲ τῷ Νικίᾳ προσδιαλέγεται
6590610 ἐπιγιγνομενον
] Σίδηρον πεπυρακτωμένον ἐπίβαλε ξύλῳ καλουμένῳ παλιούρῳ , καὶ τὸ ἐπιγιγνόμενον ὑγρὸν λαβὼν κατάχριε . ἄλλο . μύρτα λειώσας σὺν
ἀνθρώπου γενέσεως ἀρχή . τὸ ἀπογιγνόμενον καὶ ἐπιγίγνεται , τὸ ἐπιγιγνόμενον καὶ ἀπογίγνεται . τῶν ὄντων τὰ μὲν ἐν σώμασίν
6572400 ᾀσον
, ὧν ἐπὶ τῷ τέλει παράγραφος . 〛 ἀντὶ τοῦ ᾆσον . . πολύδακρυν Ἴτυν : Τὸν Ἴτυλον , ὡς
ὕμνησον . Ξ παιάνισον ] κρότησον . Ξ παιάνισον ] ᾆσον . θ ἡμέτερον + ὅτι καὶ παιὼν παιῶνος γράφεται
6537359 Δαρδανια
ξεστῶν περγάμων τῶν Ἀπολλωνίων Ἐρινύν . ὀτοτοτοῖ ἰαλέμων ἰαλέμων : Δαρδανία τλάμων , Γανυμήδεος ἱπποσύνα , Διὸς εὐνέτα . σαφῶς
. . . , . , . Ἐλέγετο δέ ποτε Δαρδανία , διὰ τὸν Δάρδανον , ὃς ἐν τῷ κατακλυσμῷ
6525764 Οἰταιοι
περὶ Τραχῖνα . ἔστι καὶ πόλις Μηλιέων . οἱ οἰκοῦντες Οἰταῖοι . Σοφοκλῆς ” ἐγὼ μέν , ὦ γένεθλον Οἰταίου
ἃς αὐτοὶ ἔχειν δίκαιοί ἐστε ὑπὲρ ὧν ἡμεῖς ἠναγκάσθημεν ; Οἰταῖοι , μὴ σπεύδετ ' ἀτασθαλίῃσι νόοιο . Ἀλλ '
6525484 συνῃρηται
τῆς πάντων τῶν τοιούτων διακρίσεως , ἐν δὲ τῷ ἄκρῳ συνῄρηται πάντα εἰς ἕν , τὸ πάντων ἕνωμα . Οὔκουν
. Φυλάσσει δὲ τὸ Ω καὶ ἐπὶ τῆς γενικῆς , συνῄρηται γάρ . Κοινῶς γὰρ πάντα τὰ εἰς ων περισπώμενα
6525474 Βοιωτιδιον
οὗ ἡ παροιμία Βοιωτία ὗς , καὶ Βοιωτίς . καὶ Βοιωτίδιον ἐκ Βοιώτιος . Ἀριστοφάνης Ἀχαρνεῦσιν ” ὦ χαῖρε κολλικοφάγε
. Ἀριστοφάνης δ ' ἐν Ἀχαρνεῦσιν : ὦ χαῖρε κολλικοφάγε Βοιωτίδιον . τούτων οὕτω λεχθέντων ἔφη τις τῶν παρόντων γραμματικῶν
6504064 ἀναπτυουσιν
Οἱ ἐκ πλευριτικοῦ ἔμπυοι γενόμενοι , ἐν τῇσι τεσσαράκοντα ἡμέρῃσιν ἀναπτύουσιν ἀπὸ τῆς ῥήξιος . Πτύαλον δὲ χρὴ πᾶσι τοῖσι
: σπάνιον γὰρ μὴ καὶ θερμασίαν ἐπιγενέσθαι τοῖς κατὰ διάβρωσιν ἀναπτύουσιν αἷμα , καὶ μάλιστα τοῖς διὰ λύπην ἢ φροντίδας
6491861 κρεμω
ὁμοτονεῖ τοῖς ἰδίοις ὁριστικοῖς : νικῶ ἐγώ νικῶ σύ , κρεμῶ ἐγώ κρεμῶ σύ . τὰ μέντοι τρίτα εἴτε εἰς
ἐπ ' ἄκρων τοῦ δένδρου ὤν , ἢ παρὰ τὸ κρεμῶ ἀκρέμων , ὁ κρεμώμενος , . , , .
6482224 Ἁλαι
καταντίον Μάσητος . καὶ τῆς Κιλικίας δὲ πόλις πληθυντικῶς λεγομένη Ἁλαί . ἀπὸ δὲ τούτου Ἁλήιον πεδίον . [ Ἁλαί
παρ ' ἣν ὁ Κηφισσὸς ἐκδίδωσι , καὶ ἔτι ἐπέκεινα Ἁλαί , ὁμώνυμοι τοῖς Ἀττικοῖς δήμοις . κατὰ δὲ τὴν
6477820 συνεξηλθε
μητρὸς πράξεις ἐπὶ τοῦ βήματος ; ἀπεκήρυξεν ὁ πατὴρ , συνεξῆλθέ σοι τῆς οἰκίας , καὶ διὰ σὲ τὴν κοινὴν
μητρὸς πράξεις ἐπὶ τοῦ βήματος ; ἀπεκήρυξεν ὁ πατὴρ , συνεξῆλθέ σοι τῆς οἰκίας , καὶ διὰ σὲ τὴν κοινὴν
6475881 Ὀψει
μὲν ἐκ προχοιδίου , τοὺς δ ' ἐκ καδίσκου . Ὄψει γὰρ αὐτὴν ἐκτὸς οὐ πολλοῦ χρόνου παρὰ τοῖσι δεσμώταισι
: εἰ δὲ ἀγαθὸς , οὐ κέκλοφα . οὐκ : Ὄψει ἐμὲ οὕτως ἔχοντα , δυστυχέστατε . Θ . .
6474390 τινοςποτε
καὶ τινά . τὶς ; τινές ; , . τίςποτε τινόςποτε καὶ ἐπὶ θηλυκοῦ τὸ αὐτό , οὐδετέρου δὲ τίποτε
γενικαὶ διὰ τῆς κλίσεως τῶν προηγουμένων θέσεων , ὡς τὸ τινόςποτε καὶ τινοςδήποτε καὶ τοιοῦδε . Ποιότης ῥημάτων ἐν πόσοις
6462279 ποιητεος
ἂν ξὺν τῷ σωλῆνι οὕτως . Ἢ οὖν διαμπερὲς εἴη ποιητέος ὁ σωλὴν , ἢ οὐ ποιητέος . Πτέρνης δὲ
Ἢ οὖν διαμπερὲς εἴη ποιητέος ὁ σωλὴν , ἢ οὐ ποιητέος . Πτέρνης δὲ ἄκρης κάρτα χρὴ ἐπιμελέεσθαι , ὡς
6453073 ἱστοβοευς
. ὁ μὲν δὴ γύης πρίνινος ἔστω : ὁ δὲ ἱστοβοεὺς ἢ δάφνινος ἢ πτελέϊνος : οὕτω γὰρ ἄσηπτος ἔσταιτὸ
, ἐξ οὗ καὶ ἔλυτρον τὸ περικάλυμμα . ἱστοβοῆι : ἱστοβοεὺς λέγεται παρ ' ἐνίοις καὶ τὸ μετὰ τὴν ἐχέτλην
6451767 ἀρδω
. . . ἀρδμός : ὁ ποτισμός : ἀπὸ τοῦ ἄρδω βαρυτόνου . . . . ἄρδην : τὸ ἐπίρρημα
ἐξένεγκέ μοι ταχέως οἴνου χοᾶ , τὸν νοῦν ἵν ' ἄρδω καὶ λέγω τι δεξιόν . Οἴμοι , τί ποθ
6448098 ἐπικληθεν
ἀνθρώπων ἀπαλλαγῆναι . καὶ αὐτήν φασι γενέσθαι τὸ δένδρον τὸ ἐπικληθὲν ἀπ ' ἐκείνης δάφνην . . : τὴν φιλοχρημοσύνην
διὰ πασῶν καλούμενον ὅπερ ἐξ ἀμφοτέρων ἐκείνων σύνθετόν ἐστιν , ἐπικληθὲν καὶ αὐτὸ οὕτως , ὅτι πάσας ἐμπεριέχει τὰς τὰ
6446915 ἐξυδαρουται
κλῆμα ληφθὲν εἰς φυτείαν οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει δύναμιν . ἐξυδαροῦται γὰρ μεταφυτευόμενον ἢ μετεγκεντριζόμενον , τῆς ἀντιδότου διαπνεομένης τῷ
ὑπόξανθον , ἐπειδὴ καὶ μέρος τι τῆς χολῆς συνεκκρίνεται καὶ ἐξυδαροῦται , καὶ ὑπόξανθον ἐκκρίνεται τὸ οὖρον . Εἶτα καὶ
6432645 κατεστηκεε
ὡς ἐδυνέατο ἄριστα τὸ τεῖχος . Προσελθόντων δὲ τῶν Ἀθηναίων κατεστήκεέ σφι τειχομαχίη ἐρρωμενεστέρη : ἕως μὲν γὰρ ἀπῆσαν οἱ
ὡς ἐδυνέατο ἄριστα τὸ τεῖχος . Προσελθόντων δὲ τῶν Ἀθηναίων κατεστήκεέ σφι τειχομαχίη ἐρρωμενεστέρη : ἕως μὲν γὰρ ἀπῆσαν οἱ
6427379 ὀστρειοισιν
θᾶκοι πεσσοί τε καλοῦνται . ἡ μὲν δὴ πίννῃσι καὶ ὀστρείοισιν ὁμοίη . ὠμολίνοις κόμη βρύους ' , ἀτιμίας πλέως
οὕτως ἔλεγον οἱ ἀρχαῖοι . Κρατῖνος Ἀρχιλόχοις : πίννῃσι καὶ ὀστρείοισιν ὁμοίη . καὶ Ἐπίχαρμος ἐν Ἥβας γάμῳ : ὄστρεια
6420244 Ἐλθωμεν
καὶ τῷ εἴδει , ὥστε οὖν συνυπακούεται τῷ ἀριθμῷ . Ἔλθωμεν δὲ ἐπὶ τὴν ἐξήγησιν τοῦ φιλοσόφου . διὰ δύο
τὴν ἀστρονομίαν . ταῦτα μὲν καὶ τὸ τέταρτον κεφάλαιον . Ἔλθωμεν δὲ ἐπὶ τὸ πέμπτον καὶ εἴπωμεν τί παράκειται τούτοις
6411324 μεσοδμη
ὁ μὲν Ἀπίων βοήσας , ἔστι δὲ ἰδίωμα βοῆς . μεσόδμη β . . . . . , : μεσόδμη
: καὶ θεμελίους δὲ λίθους αὐτοὺς ὠνόμαζον . κατῆλιψ ἡ μεσόδμη . κάπνην δὲ καὶ καπνοδόκην Εὔπολις τὸ μὲν εἴρηκεν
6403932 νισεται
πέλει βίος ἀνθρώποισι : τοὔνεκ ' ἄρ ' ἀσφαλέως οὐ νίσεται , ἀλλὰ πόδεσσι πυκνὰ ποτιπταίει : τρέπεται δέ οἱ
, γαμβρὸν Ποσειδάωνα πείσαις , ὃς Αἰγᾶθεν ποτὶ κˈλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν : ἔνθα νιν εὔφρονες ἶλαι σὺν καλάμοιο
6403845 καπνοδοχη
γελοίου χάριν εἰσάγει κωμικῷ ἔθει . κάπνη ] ἡ κοινῶς καπνοδόχη . ψοφεῖ ] ψόφον ποιεῖ . συκίνῳ : ὅτι
δι ' οὗ ὁ καπνὸς ἐξέρχεται , ἤγουν ἡ κοινῶς καπνοδόχη . ταῦτα δὲ πάντα γελοίου χάριν εἰσάγει κωμικῷ ἔθει
6399296 Κοινῳ
ἐστιν ὄνομα , κλίνεται δὲ λαμπάδος διὰ τοῦ Δ . Κοινῷ γὰρ λόγῳ πάντα τὰ εἰς ας ὀνόματα θηλυκὰ οὕτω
εἰς Ξ , κλίνεται δὲ διὰ δύο ΓΓ Σφιγγός . Κοινῷ γὰρ λόγῳ τὰ εἰς Ξ θηλυκὰ ὀνόματα εἰ μὲν
6394089 Βοθυνος
γὰρ τὸ βοηθεῖν ὠνομάζετο , τουτέστιν ἐπὶ μάχην δραμεῖν . Βόθυνος : τόπος τις ἰδίως οὕτω καλούμενος ἐν τῇ ἱερᾷ
τῶν εἰς ων , βελτίων , καὶ ὑπερθετικὸν βέλτιστος . Βόθυνος , βάθυνός τις ὤν . Βρόχος , ὁ περιτιθέμενος
6393815 δοκευω
Ἔρωτα νικᾶν Διῒ τὴν μάχην συνάψει . Ὅπερ οὖν πάρος δοκεύω , γελόωσα νῦν δοκεύω : ὅπερ οὐ πόθος προσεῦρεν
, Κυθήρη , φλογεροὺς πόνους προπέμπει . Μέγα θαῦμα νῦν δοκεύω , ὑπὸ τοῦ ῥόδου κρατεῖται Παφίη , κρατοῦσα πάντων
6392643 ΛΖΑ
πρὸς ΖΑ ὁ τοῦ ὑπὸ ΜΛΝ ἐστι πρὸς τὸ ὑπὸ ΛΖΑ . ὡς ἄρα ἡ ΘΖ πρὸς ΖΑ , οὕτως
ὑπὸ ΛΖΑ , οὕτως τὸ ὑπὸ ΘΖΛ πρὸς τὸ ὑπὸ ΛΖΑ . ἴσον ἄρα ἐστὶ τὸ ὑπὸ ΜΛΝ τῷ ὑπὸ
6388000 ὠνομασμενου
καὶ ἐπὶ τὸ μέρος τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ Ζωστηρίου ὠνομασμένου ἢ τὴν ἐξοχήν . ταλαίνῃ μητρὶ τῇ Ἀσίᾳ .
Θεσπρωτοῦ Διός . . Θεσπρωτοῦ Διὸς ] ἀπὸ Θεσπρωτίδος γῆς ὠνομασμένου . . προσήγοροι ] αἱ προσαγορεύουσαι καὶ μαντευόμεναι δρύες
6382281 καυνακης
ὡς ἀγοραῖον Ἀριστοφάνης ἔφη . Βαβυλωνίων δ ' ἐστὶν ὁ καυνάκης . ἡ δὲ μανδύη ὅμοιόν τι τῷ καλουμένῳ φαινόλῃ
, ὕφασμα μαλλοὺς ἔχον ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους . “ καυνάκης ἐστὶ περσικὸν ἱμάτιον ἔχον ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους μαλλούς
6381497 ψωμος
διενέμοντο : ξύλινοι δ ' ἦσαν . μυστίλη μὲν οὖν ψωμὸς κοῖλος εἰς ἔτνος ἢ ζωμὸν βαθυνθείς , ἀφ '
πίθον : κάβος γὰρ σίτου μέτρον . ὁ δὲ μέγας ψωμὸς ἐκαλεῖτο Θετταλικὴ ἔνθεσις . καὶ τὸ μὲν πιεῖν ἐθέλειν
6370245 σπερχομενος
τοῦ χαυνόσομφον . σπερχνόμενος : οἱ δὲ χωρὶς τοῦ ν σπερχόμενος . ἔστι δὲ ἐπειγόμενος . | συριγγῶδες : κατατετρημένον
ἀλλ ' ἄρα οἱ κενεὸς τέταται πόνος : ἔνθεν ἔπειτα σπερχόμενος φλογέῃσιν ἐποχθίζων ὀδύνῃσι δύεται ἐν κόλποισιν ὑποβρυχίοισι θαλάσσης :
6362374 προσεχωρησε
ἔπεσε τοῖς πολέμοις , τὸ δ ' ὑπόλοιπον ἐπικρατήσαντι Σύλλᾳ προσεχώρησε . καὶ οὕτω τέλεον τῇ ἐμφυλίῳ συναπέσβη στάσει μέγιστος
Λίνδου καὶ Ἰηλυσοῦ , Ῥοδίους ἔπεισαν ἀποστῆναι Ἀθηναίων : καὶ προσεχώρησε Ῥόδος Πελοποννησίοις . οἱ δὲ Ἀθηναῖοι κατὰ τὸν καιρὸν
6361214 Ὠστιων
νυνὶ μὲν οὖν ἡ παραλία μέχρι πόλεως Σινοέσσης ἀπὸ τῶν Ὠστίων Λατίνη καλεῖται , πρότερον δὲ μέχρι τοῦ Κιρκαίου μόνον
Φλέγων δὲ Ὠστίους αὐτοὺς καλεῖ λέγων „ παρέλαβε δὲ τὴν Ὠστίων πόλιν „ . Στράβων δὲ ἐν τῷ εʹ οὕτω
6358908 περαιωθεν
γενεαῖς ὕστερον ἐκ τῆς Ἰταλίας τὸ τῶν Σικελῶν ἔθνος πανδημεὶ περαιωθὲν εἰς τὴν Σικελίαν , τὴν ὑπὸ τῶν Σικανῶν ἐκλειφθεῖσαν
γενεαῖς ὕστερον ἐκ τῆς Ἰταλίας τὸ τῶν Σικελῶν ἔθνος πανδημεὶ περαιωθὲν εἰς τὴν Σικελίαν τὴν ὑπὸ τῶν Σικανῶν ἐκλει -
6352124 ἰωνικη
εἷς τις ἀνεδίδοτο συριγμός : εὐμενίᾳ . ἤγουν εὐμενῶς . ἰωνικὴ συστολή . [ . ] Τότε , φησίν ,
. ἀμηχανίῃσι : ἀπορίαις . Ἀνόρουσε : ὥρμησε , συστολὴ ἰωνικὴ , καὶ ἀνώρμησεν : ἐκ τοῦ ὀρούω ὀρύω ὡς
6350391 κεχλαδως
. Ὄχλος : χλῶ ἐστι ῥῆμα , ἔνθεν παρὰ Πινδάρῳ κεχλαδὼς , ὁ πλήθων : παράγωγον χλάζω : καὶ ἀναδιπλασιασμὸς
: τὸ δὲ μέλος ἑρμηνεύει διὰ τοῦ τριπλόος ὁ καλλίνικος κεχλαδὼς οὕτω : τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος ὁ τριπλόος καὶ
6349371 Ἰατταταιαξ
τῶν προειρημένων δῆθεν οἰκετῶν ἀποδυρόμενος πρὸς τὸν ἕτερον . ΓΘ Ἰατταταιάξ : σχετλιαστικόν ἐστι τὸ ἐπίρρημα . παρεπιγραφὴ δὲ λέγεται
κρείττονα ὀδυνηροῦ βίου τὸν καθ ' ἡδονὴν θάνατον ἡγησάμενος . Ἰατταταιάξ , τίς ἦν ἡ χθὲς ἡμέρα ; ἢ τίς
6349082 ἠρεμιαϲ
ἐπὶ δὲ ϲφυγμοῦ κατά τιναϲ μὲν χρόνου κινήϲεωϲ πρὸϲ χρόνον ἠρεμίαϲ , οἷον τῆϲ διαϲτολῆϲ καὶ τῆϲ ϲυϲτολῆϲ πρόϲ τινα
ἑτέρουϲ δὲ χρόνου κινήϲεωϲ καὶ ἠρεμίαϲ πρὸϲ χρόνον κινήϲεωϲ καὶ ἠρεμίαϲ ἢ κινήϲεωϲ πρὸϲ κίνηϲιν , οἷον διαϲτολῆϲ πρὸϲ ϲυϲτολήν
6348339 Ζοαρα
πόλις τῆς εὐδαίμονος Ἀραβίας . ὁ πολίτης Ταρφαρηνός , ὡς Ζόαρα Ζοαρηνός , Αὔαρα Αὐαρηνός , ὡς Οὐράνιος ἐν Ἀραβικῶν
Βιθυνίας , ἀπὸ Ζιποίτου βασιλέως . τὸ ἐθνικὸν Ζιποίτιος . Ζόαρα , πόλις Περσική . οἱ οἰκοῦντες Ζοαρᾶται . Διονύσιος
6346286 προσελθον
δὴ τὸ ἀπὸ τοῦ πυρετοῦ θερμὸν τὸ ἀπὸ τοῦ φαρμάκου προσελθὸν μανίην ποιέει . Θανάσιμα τρώματα : ἐφ ' ᾧ
ἐστι τὸ μήτε ὑπάρχον μήτε μὴ ὑπάρχον τῷ μὲν ὑπάρχοντι προσελθὸν ἀνυπαρξίαν ποιεῖν , τῷ δὲ ἀνυπάρκτῳ ὕπαρξιν . τὰ
6344754 φωλεια
νόσον , ζητεῖ φωλεόν : ἐντεῦθέν τοι κέκληται τῇ ἄρκτῳ φωλεία τὸ πάθος . εἰσέρχεται δὲ οὐδὲ βαδίζουσα , ἀλλ
διὸ καὶ πλεῖστοι φαίνονται τοῖς μετοπωρινοῖς ὕδασιν . ἡ δὲ φωλεία τοῦ θέρους καὶ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐπὶ τῶν
6344164 περιμηκεας
καὶ ὁκοίων τέων : τοῦτο δὲ κολοσσοὺς μεγάλους καὶ ἀνδρόσφιγγας περιμήκεας ἀνέθηκε , λίθους τε ἄλλους ἐς ἐπισκευὴν ὑπερφυέας τὸ
ἀνακωχεύῃ τὸν τόνον τῶν ὅπλων . Συνθέντες δὲ ἀγκύρας κατῆκαν περιμήκεας , τὰς μὲν πρὸς τοῦ Πόντου τῆς ἑτέρης τῶν
6342172 συντελουμεν
τῆς ὅλης συστάσεως ἐνθυμηθῶμεν , εἰς ἣν ἅπαντες οἱ ταύτῃ συντελοῦμεν ὁμοίως μείζους καὶ ἐλάττους , ὁπόσῳ τινὶ τῶν ἄλλων
καὶ ἐλπίσιν ἡδείαις συνεσχέθημεν . γράψαντες οὖν τὰ λοιπὰ πάντα συντελοῦμεν ἅπερ ἠξίωσας πολλοῖς καὶ ἄλλοις ἐσόμενα χρήσιμα τὰ διαλογίσματα
6341628 δαυλος
τὸ αὔω , τὸ φωνῶ , αὐλός , ὡς δαίω δαυλός , . , . . . + , .
Τὰ εἰς ΑΥΛΟΣ δισύλλαβα μονογενῆ μὴ κύρια ὀξύνεται : αὐλός δαυλός καυλός . τὸ δὲ Βραῦλος Παῦλος Δαῦλος κύρια .
6333040 καπηλικον
ἄγρια θηρία . τέταρτον δέ ἐστι τὸ δημιουργικόν τε καὶ καπηλικὸν γένος . καὶ οὗτοι λειτουργοί εἰσι καὶ φόρον ἀποφέρουσιν
μέλλω ; Καὶ τὸ κτητικῆς ἄρα μεταβλητικόν , ἀγοραστικόν , καπηλικὸν εἴτε αὐτοπωλικόν , ἀμφοτέρως , ὅτιπερ ἂν ᾖ περὶ
6332279 μισθιος
καὶ ἡ Πνύξ , Κολωνός ἐστιν , οὗ ἕτερος ὁ μίσθιος λεγόμενος : οὕτως μέρος τι νῦν σύνηθες γέγονε τὸ
: κύριε , τοὺς δικαίους τί χαρίζεις ; ὥσπερ γὰρ μίσθιος ἐξυπηρετησάμενος τὸν χρόνον αὐτοῦ . . . . ,
6328474 συναγῃ
κατὰ τὸ Ρ παράλλαξις μετὰ τῆς κατὰ τὸ Υ παραλλάξεως συνάγῃ μοίρας α κε , καὶ οὕτως δυνατὸν ἔσται τὸ
' ἰσχναίνοντα , ταῦτα δὲ καθαίρουσιν . Ἢν δέ τις συνάγῃ τὰ μήπω ὡραῖα ἐόντα , τὸ νοσέον τρέφει σῶμα
6327701 ΠΟΣ
φωνήεντι βαρύνεται : ἶπος ῥύπος ῥῶπος κῆπος . Τὰ εἰς ΠΟΣ δισύλλαβα παραλήγοντα διχρόνῳ καταλήγοντι εἰς Μ ἢ Π βαρύνεται
Τὸ δὲ ἕβδομον ἀπὸ τῶν εἰς ΜΟΣ μέχρι τῶν εἰς ΠΟΣ . Τὸ δὲ ὄγδοον ἀπὸ τῶν εἰς ΡΟΣ μέχρι
6327377 συναλοιφης
ἁνύειν : δασύνουσιν οἱ Ἀττικοί . καὶ δῆλον ἐκ τῆς συναλοιφῆς . καθήνυσαν γάρ . ἀσύφηλος ὕβρις : ἡ μετὰ
λέγοντες ὡς χρυσῆν . πῶς ἔδοξεν ὁ Ἡγέλοχος ἐκ τῆς συναλοιφῆς γαλῆν εἰπεῖν ; τὸ μὲν γὰρ περισπωμένως προενέγκασθαι οὐ
6326232 Γαραμαντες
, πότερον ἀπὸ τοῦ Γαράμαντος τούτου οἱ ἐν τῇ Λιβύῃ Γαράμαντες ὠνομάσθησαν ἢ οὗτος ἀπὸ τοῦ ἔθνους . ἔστι δὲ
Δαράδαι , Πέρορσοι , Ὀδραγγῖδαι , Μίμακες , Νοῦβαι , Γαράμαντες , Δερβίκαι , Μελανογαίτουλοι , Γίγγοι , Νιγρῖται ,
6324780 Μιμας
υἱῶν οἱ μὲν ἄλλοι κατῴκησαν ἐν τοῖς προειρημένοις τόποις , Μίμας δὲ μείνας ἐβασίλευσε τῆς Αἰολίδος . Μίμαντος δὲ Ἱππότης
ἰκμάδα καὶ τὸν ὑετόντούτοις ἐπιχορηγεῖν . . . : ὁ Μίμας : καὶ Ὅμηρος : “ παρ ' ἠνεμόεντα Μίμαντα
6318132 φθειριασεως
σῶμα , τὰ δ ' ἐπὶ πιτυριάσεως καὶ ψώρας καὶ φθειριάσεως ἢ κονίδων ἐνοχλουσῶν . ῥυπτικὰ μὲν οὖν ἐστι νίτρον
ιαʹ περὶ κριθῆς . ιβʹ περὶ λιθιάσεως . ιγʹ περὶ φθειριάσεως . ιδʹ περὶ τριχιάσεως . ιεʹ περὶ φαλαγγώσεως .
6312815 ἀσυναρτητος
γʹ . ὁ Ϛʹ ἀναπαιστικὸς δίμετρος βραχυκατάληκτος . ὁ ζʹ ἀσυνάρτητος ἐξ ἀναπαιστικῆς βάσεως καὶ τροχαϊκοῦ ἰθυφαλλικοῦ . ἐν εἰσθέσει
καὶ ιαʹ καὶ ιβʹ ἀναπαιστικοὶ τετράμετροι καταληκτικοί . ὁ τρίτος ἀσυνάρτητος ἐξ ἀναπαιστικῶν πενθημιμερῶν : ἐξ ἀναπαιστικοῦ πενθημιμεροῦς αἰολικοῦ διὰ
6312795 χοριαμβικου
ζʹ ἐξ ἀντισπάστου καὶ τροχαϊκῆς κατακλεῖδος . τὸ ηʹ ἐκ χοριαμβικοῦ εἰς ἀντισπαστικόν . τὸ θʹ ἐξ ἰωνικῆς βάσεως καὶ
, ἢ περίοδος . τὸ δʹ προσοδικὸν ἀπὸ ἰωνικοῦ καὶ χοριαμβικοῦ . τὸ εʹ τὸ αὐτὸ τῷ γʹ . τὸ
6312274 βυσσος
. βυσσός : τὸ βάθος βυσσός . ἔστι δὲ καὶ βύσσος : εἶδος , λέγονται . . . + .
ὀξυτόνως λέγεται καὶ ὁ βυθός . τὸ μέντοι θηλυκὸν τοῦ βύσσος βαρύνεται , ἀφ ' οὗ καὶ βύσσινον . .
6310256 τεταγμενοισι
, σημεῖα αἱμοῤῥώδεα , οἶμαι δὲ καὶ προγενόμενα . Τὰ τεταγμένοισι χρόνοισιν αἱμοῤῥαγεῦντα , διψώδεα , ἐκχλοιούμενα , μὴ αἱμοῤῥαγήσαντα
γινομένῳ φόνῳ ἀγγέλλεται τοῖσι ἄλλοισι Ἕλλησι τοῖσι περὶ τὸ Ἥραιον τεταγμένοισι καὶ ἀπογενομένοισι τῆς μάχης , ὅτι μάχη τε γέγονε
6307740 ἀρχιερωσυνης
ναʹ ἔτει ἐξενίτευσε καὶ ἐπὶ βασιλέως ἐλθὼν δίκην ὑπὲρ φίλου ἀρχιερωσύνης ἐνίκησεν : ἦν γὰρ ἡ παράδοσις ἀπὸ Σελήνης καὶ
Τῶν δὲ τοῦ Καρκίνου τὸ μὲν πρῶτον περὶ ἀρχῆς καὶ ἀρχιερωσύνης ἢ ἱερουργίας , τὸ βʹ περὶ μεγάλου πράγματος καὶ
6307166 ΜΟΣ
ἔτι καὶ τὸ μνάμμος βαρύνεται ἐπιθετικὸν ὄν . Τὰ εἰς ΜΟΣ δισύλλαβα τῷ Η παραληγόμενα κύρια ὄντα βαρύνεται : Κνῆμος
. τὸ μέντοι σχινδαλαμός ὀξύνεται προσηγορικὸν ὄν . Τὰ εἰς ΜΟΣ ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα τῷ Ε προπαροξύνεται : Τήλεμος Ἔχεμος πόλεμος
6304703 Καταντικρυ
χωρίου ἐπὶ Κάραμβιν ἀκρωτήριον ὑψηλὸν καὶ μέγα στάδιοι ρʹ . Καταντικρὺ δὲ τῆς Καράμβιδος ἄκρας ἐν τῇ Εὐρώπῃ κεῖται μέγιστον
, καταφερές . Καταντικρύ , κατ ' ἐναντίον . „ Καταντικρὺ καὶ κατευθὺ τῇ τὰ οἰκεῖα συναγούση ἀποτυπώματα . ”
6301972 γεμισω
. Γ καταπάσω ] καταποικιλῶ . καταπάσω ] πληρώσω , γεμίσω . Γ καταπάσω ] ἐμπρήσω . νοϊδίων : διανοημάτων
διδασκαλίας . . διαλφιτώσω ] ἀλφίτων πληρώσω , μετὰ ἀλεύρου γεμίσω , περικυκλώσω ἀλφίτων , ἀλευρώσω . , ἀλφίτων μεστὴν
6297234 θαρσησα
, χώρει εἰς τὸν ἀγῶνα . καὶ τότ ' ἐγὼ θάρσησα . εἰσῆλθε δέ ποτε εἰς θέατρον διδάσκων κωμῳδίαν λίθων
βδελυρὴ χώρ ' εἰς τὸν ἀγῶνα . Καὶ τότε δὴ θάρσησα καὶ ἤειδον πολὺ μᾶλλον . Πεποίηκε δὲ παρῳδίας καὶ
6295534 Κλαρος
βάκχη ἢ προφῆτις ἡ τὸν Ἀπόλλωνα ταῖς μαντείαις μιμουμένη . Κλάρος δὲ ὄρος καὶ πόλις Ἀσίας περὶ Κολοφῶνα ἀφ '
ὁ γλάρος . Πάρος : πρότερον . ἢ ἔμπροσθεν . Κλάρος : ὄνομα τόπου . Κάρος : ὄνομα νόσου .
6292128 Δρυοπις
, ἀπὸ Κύθνου κτίσαντος . ἐκαλεῖτο δὲ καὶ Ὀφίουσα καὶ Δρυοπίς . ὁ νησιώτης Κύθνιος . καὶ Κύθνιος τυρὸς καὶ
καὶ τῆς Φωκίδος χώρης , ἥ περ ἦν τὸ παλαιὸν Δρυοπίς : ἡ δὲ χώρη αὕτη ἐστὶ μητρόπολις Δωριέων τῶν
6292099 ἀφετηρ
τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . ἀφετήρ : ἀφετήρ : ἀπὸ τοῦ ἵημι ἑτὴς καὶ ἑτὴρ καὶ ἀφετήρ
εἰς α ἑστᾶσι καὶ ἀφεστᾶσιν ' . . . . ἀφετήρ : ἀπὸ τοῦ ἵημι ἵεμαι ἵεται ἑτήρ καὶ ἀφετήρ
6289729 ψιθυρισμα
ἄρθρον τραπὲν εἰς ἁ οὐ ψιλοῦσιν , ἀλλὰ δασύνουσιν . ψιθύρισμα : τὸ μινύρισμα . ὠνοματοπεποίηται δὲ ἡ λέξις παρὰ
τὸν ποιμένα κρειττόνως τῇ καλάμῃ φθεγγόμενον . ἀδύ τι τὸ ψιθύρισμα : οἱ Δωριεῖς τρέπουσι τὸ η τὸ δασὺ εἰς
6289706 ξηραινω
καθαυανεῖ ξηρανεῖ ἢ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ . αὔω γὰρ τὸ ξηραίνω ψιλοῦται , αὕω δὲ τὸ λάμπω δασύνεται , ὅθεν
, κυλίω . ἐξυπνίζομαι , ἐξυπνίζω , , ξηραίνομαι , ξηραίνω , ἐθίζομαι , ἐθίζω , ἡμεροῦμαι , ἡμερῶ ,
6288614 θεουδεος
Ἶριν ἀνεγρομένην ἐξ εὐρυπόροιο θαλάσσης , ὄμβρου ὅτ ' ἰσχανόωσι θεουδέος , ὁππότ ' ἀλωαὶ ἤδη ἀπαυαίνονται ἐελδόμεναι Διὸς ὕδωρ
, ὥς κεν Ἰήσονι μῦθον ἐναίσιμον ἀγγείλειεν Ἀρήτης βουλάς τε θεουδέος Ἀλκινόοιο . τοὺς δ ' εὗρεν παρὰ νηὶ σὺν
6284867 ἰλλωπτειν
τὸ νέον . ἐνιλλώπτειν : τὸ ὀφθαλμοῖς καταμωκᾶσθαι , καὶ ἰλλώπτειν καὶ ἐπιλλοῦν τὸ μυκτηρίζειν , καὶ κατιλλώπτειν τὸ καταμυκτηρίζειν
κωμῳδίᾳ . ἰλλὸς δὲ ὑπὸ τῶν ποιητῶν καλεῖται , καὶ ἰλλώπτειν ἐν τῇ κωμῳδίᾳ τὸ παραβλέπειν , καὶ κατιλλώπτειν τὸ
6284698 ἀπαγον
τὸ μὴ εἰδέναι , ὅτι ἔδει μανθάνειν , ἢ τὸ ἀπάγον ἀπὸ τοῦ μανθάνειν . Ἀλλ ' ἐκεῖνο ζητητέον :
τι τοι μὴ βέλτερόν ἐστι , τὸ τῆς θείας ὁμοιώσεως ἀπάγον , ἐπειδὴ καὶ βέλτερον ἡμῖν τὸ πρὸς τὴν τοιαύτην
6283592 Σιδηνη
ὧν ἐφεξῆς ἐροῦμεν . Τῇ γὰρ Φαρνακίᾳ συνεχής ἐστιν ἡ Σιδήνη καὶ ἡ Θεμίσκυρα . τούτων δ ' ἡ Φανάροια
ὁ Λυδὸς , καὶ Ἀσκαλωνὶς θηλυκόν . . . : Σιδήνη , πόλις Λυκίας , ὡς Ξάνθος ἐν Λυκιακῶν τετάρτῳ
6282712 θριγκος
ἐλπίζουσιν ἐμὲ ὄψεσθαι οὔτε ἐγὼ ἐκείνας : τὸ λοίσθιον δὲ θριγκός : τὸ ἔσχατον πάντων κακῶν . τὸ δοῦλον εἶναι
κτλ . τίς ὁ διαλεκτικός . ἐπικαταδαρθάνειν . ἐπικατακοιμίζεσθαι . θριγκός . περίφραγμα , στεφάνη , τειχίον , περίβολος .
6281002 ἀποτμοτατος
τραχεῖα . ἀποτμότατος κακοδαιμονέστατος : “ νῦν δ ' ὃς ἀποτμότατος . ” ἀπορραίσει ἀπολεῖ καὶ διαφθερεῖ : “ κτήματ
ἑοῖς ' ἔπι γῆρας ἔτετμε . νῦν δ ' ὃς ἀποτμότατος γένετο θνητῶν ἀνθρώπων , τοῦ μ ' ἔκ φασι
6278810 Λινου
Ἀχελώου , Σειρῆνες : Τερψιχόρης δὲ , ἢ Μελπομένης καὶ Λίνου τοῦ Ἀπόλλωνος , ἢ κατά τινας Λάρου , Μέλπος
Ἀπόλλωνος καὶ Ψαμάθης τῆς Κροτώπου , τὸν δὲ λέγουσιν εἶναι Λίνου τοῦ ποιήσαντος τὰ ἔπη . τὰ μὲν οὖν ἐς
6278086 Ὀγδοον
τῶν Πλάτωνος εἰσαγωγὴν ποιούμενος . ἐν οἷς ἡ πρᾶξις . Ὄγδοον κεφάλαιον τῶν προτεθέντων τὸ ζητῆσαι τί τὸ εἶδος τῆς
οὐκ ἔστιν ἄδοξον καθ ' ὑπερβολὴν , ὥσπερ ἐνταῦθα . Ὄγδοον κατὰ τὸ ἀπερίστατον : οἷον ἀποκηρύττει τις τὸν ἑαυτοῦ
6276972 Ῥιγος
: οἷον , φοιτητὴς οὖν ὁ φοίτης : ἀεροφοίτης . Ῥίγος τὸ ρι υ : ἀπὸ γὰρ τοῦ φρίσσω φρίγος
: οἷον , φοιτητὴς οὖν ὁ φοίτης : ἀεροφοίτης . Ῥίγος τὸ ρι υ : ἀπὸ γὰρ τοῦ φρίσσω φρίγος
6274880 ἐχετλη
καὶ τὴν γῆν σχίζει . ὃ δὲ κρατεῖ ὁ ἀρῶν ἐχέτλη καλεῖται . τὸ δὲ διὰ τοῦ ἐλύματος διαβεβλημένον ξυλάριον
δὲ διὰ τοῦ ἐλύματος διαβεβλημένον ξυλάριον , εἰς ὃ ἡ ἐχέτλη καθίεται , ἀλύη : τὸ δὲ ξύλον τὸ ἀπὸ
6272154 λυχνιδιου
ἀλλ ' ὥσπερ ὁ λύχνος ὁμοιότατα καθεῦδ ' ἐπὶ τοῦ λυχνιδίου . οὐδὲν μὰ Δί ' ἐρῶ λοπάδος ἑψητῶν .
; ἀλλ ' ὥσπερ λύχνος ὁμοιότατα καθεῦδ ' ἐπὶ τοῦ λυχνιδίου . οὐδὲν μὰ Δί ' ἐρῶ λοπάδος ἑψητῶν .
6269698 Ἀγαθῳ
ἐστὸν : Ἐστέ . . οὐκοῦν τῷ γε σῷ : Ἀγαθῷ δηλονότι . τῷ γε σῷ : Ἐπὶ τῷ σῷ
ὅ τι ἂν διδῶσιν οἱ θεοί , χαίρων ἐπάνιθι . Ἀγαθῷ οὐ κακῶς συνεβούλευσας , ὅθεν σὺ μὲν εὗρες τὸ
6267412 ἐσυριττον
ἐτριταγωνίστεις , ἐγὼ δὲ ἐθεώμην : ἐξέπιπτες , ἐγὼ δὲ ἐσύριττον : κακοτεχνοῦντι γὰρ ἔοικεν διὰ τὴν ἀνταπόδοσιν , μᾶλλον
τὸν Πᾶνα προσαγορεύσαντες , τὸ ἐντεῦθεν ὑπὸ τῇ δρυῒ καθεσθέντες ἐσύριττον : εἶτα ἀλλήλους ἐφίλουν , περιέ - βαλλον ,
6266726 Γελως
. Γυναικὶ μὴ πίστευε , μηδ ' ὅταν θάνῃ . Γέλως Ἰωνικός : ἐπὶ τῶν ἐκλελυμένων : εἰς τοῦτο γὰρ
χρόνον δ ' ἁλίσκεται : ἐπὶ τῶν ἅπαξ δυστυχησάντων . Γέλως Ἰωνικός : ἐπὶ τῶν ἐκλελυμένων : εἰς τοῦτο γὰρ
6266346 Κινδυνευει
γελοίαν τινά , ὡς ἔοικε , καὶ ἄτεχνον παρέξεται . Κινδυνεύει . Βούλει οὖν ἐν τῷ Λυσίου λόγῳ ὃν φέρεις
ὥστε καὶ πρὸς ἀλλήλους τοιαῦτα ἄττα λέγειν , ὅτι “ Κινδυνεύει τοι ὥσπερ ἀτραπός τις ἐκφέρειν ἡμᾶς [ μετὰ τοῦ
6262479 Διδωμι
παῖς ἐστεφάνου τὸν Κῦρον , ὁ δὲ Κυαξάρης εἶπε : Δίδωμι δέ σοι , ἔφη , ὦ Κῦρε , καὶ
πρὸς ἡμᾶς ὕστερον ἐχρῆτο , τὰ πρῶτα δὲ συνῆμεν . Δίδωμι δὴ τοῖς ἐπὶ τὴν πρεσβείαν καταστᾶσι τὸ βιβλίον ,
6261609 εἰσιουσιν
οἶνος αὐτοῖς ᾠνοχοεῖτο καὶ τραγήματα παρεφέρετο , καὶ τοῖς χοροῖς εἰσιοῦσιν ἐνέχεον πίνειν καὶ διηγωνισμένοις ὅτ ' ἐξεπορεύοντο ἐνέχεον πάλιν
ὁ δὲ Χάρων τὸ ξύμβολον : Περὶ τοῦ παραδιδομένου τοῖς εἰσιοῦσιν εἰς τὸ δικαστήριον συμβόλου Ἀριστοτέλης ἐν τῇ Ἀθηναίων πολιτείᾳ
6260402 παρερρηγνυτο
καὶ τὸ συνεστὸς αἰεὶ τῷ Δαρείῳ σύνταγμα κατ ' ὀλίγον παρερρήγνυτο . διὸ καὶ τῆς ἑτέρας πλευρᾶς παραγυμνωθείσης τῶν συναγωνιζομένων
φάλαγξ ἀπὸ τῶν ἀριστερῶν ἐπὶ πολὺ καὶ μέχρι τῶν μέσων παρερρήγνυτο . ἔπειτα μαθὼν ὁ δικτάτωρ τὴν τροπὴν τῶν σφετέρων

Back