καὶ τῶν Ἑλλήνων κατεστρέφετο , καὶ δυνάμεις πολλὰς καὶ μεγάλας ἐποιεῖθ ' ὑφ ' ἑαυτῷ , καί τινες τῶν ἐκ
ἐτέθη σοι . ἀλλὰ πολλάκις μέν , ὅτ ' οὐκ ἐποιεῖθ ' ὁ πατὴρ τούτους , ἔλεγον οὗτοι ὡς οὐδὲν
6142332 μαχωμεθ
κρυβείς , καταχωσθείς . θ χθονός ] τῆς γῆς . μαχώμεθ ' , οὐκ ἄτιμον : ὁ Ἀμφιάραος οἷα μάντις
: ἀλλ ' ἄλλους ὄτρυνε κάρη κομόωντας Ἀχαιοὺς ὄφρα τάχιστα μαχώμεθ ' , ἐπεὶ σύν γ ' ὅρκι ' ἔχευαν
5899275 προεωρα
συνεχεῖς καὶ ἀλόγους καὶ βιαίους ὁρμὰς , ἔπραττεν αὐτῷ καὶ προεώρα τὰ συμφέροντα . τοιοῦτος μὲν δὴ πρὸ τοῦ βασιλεῦσαι
Πλάτων καὶ πρῶτον εἰπεῖν τὸν Ἀριστείδην καὶ μόνον , καὶ προεώρα τὸν ἄνδρα ἐξ ἀρχῆς , καὶ οὐδεὶς αὐτὸν Καλλικλῆς
5848590 λαθετ
. φησὶ δὲ περὶ αὐτῶν Ὅμηρος ὧδέ πως : ἢ λάθετ ' ἢ οὐκ ἐνόησεν , ἀάσατο δὲ μέγα θυμῷ
οἴῃ δ ' οὐκ ἔρρεξε Διὸς κούρῃ μεγάλοιο . ἢ λάθετ ' ἢ οὐκ ἐνόησεν : ἀάσατο δὲ μέγα θυμῷ
5799896 αἰσχροποιος
καί σύνδεσμος . . οὗτοι αἰσχροί . . Ἀρίστυλλος : αἰσχροποιὸς οὗτος . . καλαμίνθης : Δυσώδης βοτάνη καὶ ὄφεις
εἶδος ἀθάρας ἀπὸ φασηλίων . Σμοιός : Κύριον ὄνομα . αἰσχροποιὸς εἰς γυναῖκας , καὶ ἱππεύσας πρότερον , καὶ τοῖς
5758291 Ἐπειτ
τὸ μηχάνημα , καὶ ἐπιμένειν τὸ πῦρ ἐμπαγέντος αὐτοῦ . Ἔπειτ ' ἄν τινες ὦσι τῆς πόλεως ξύλινοι μόσυνες ἢ
τὰς γυναῖκας ἀργυρίδιον . Ἀλαβαστροθήκας τρεῖς ἔχουσαν ἐκ μιᾶς . Ἔπειτ ' ἐπὶ τοὔψον ἧκε τὴν σπυρίδα λαβὼν καὶ θυλακίσκον
5705739 ἐγρηγορεσαν
πῶς δοκεῖς τὸν Πλοῦτον ἠσπάζοντο καὶ τὴν νύχθ ' ὅλην ἐγρηγόρεσαν , ἕως διέλαμψεν ἡμέρα . Ἐγὼ δ ' ἐπῄνουν
λέγειν , οὐ γρηγορῶ , καὶ τὰ παρεληλυθότα ἐγρηγόρει καὶ ἐγρηγόρεσαν . φησὶν ὁ κωμικός : ” ἕως διέλαμψεν ἡμέρα
5657920 Βαρκας
ἀπέστειλε . καὶ θαῦμα Ῥωμαῖοι ἔσχον . Ὅτι Ἀμίλκας ὁ Βάρκας καλούμενος ὁ Καρχηδόνιος καὶ Ἀννίβας ὁ υἱὸς αὐτοῦ μέγιστοι
δὲ καὶ νῦν ὅσον εἰς ἀνάμνησιν . Ἀμίλχαρ , ᾧ Βάρκας ἐπίκλησις ἦν , Ἀννίβου τοῦδε πατήρ , ἐστρατήγει Καρχηδονίων
5560247 μετεβαλλετο
ὁ Ἐμπεδοκλῆς οὐ λέγει . οὐκ ἂν οὖν τὸ πῦρ μετεβάλλετο εἰς ὕδωρ ἢ τὸ ὕδωρ εἰς πῦρ , εἰ
στρεπταὶ μέν τε φρένες ἐσθλῶν . ταῦτα γὰρ ἀκούσας Ἀντίγονος μετεβάλλετο . Πολλῶν δὴ τοιούτων λεγομένων εἰς τὸ χρησιμώτατον εἶναι
5555980 ἀνηλωται
τὸ δεινὸν τὸ σεῖον τὴν κεφαλὴν καὶ φάρμακα πολλὰ μὲν ἀνήλωται πίνοντος ἐμοῦ , τῆς δὲ πόσεως τὸ ἔργον οὐ
τὰ δὲ σωθέντα τῶν χρημάτων αὐτὸς ἕξει , ὅποι μὲν ἀνήλωται τὰ χρήματα οὐ χαλεπῶς εἰς τὸν λόγον ἐγγράψει ,
5527018 προρεειν
φλέγετο , ζέε δ ' ὕδωρ : οὐδ ' ἔθελε προρέειν , ἀλλ ' ἴσχετο : τεῖρε δ ' ἀϋτμὴ
: [ καὶ ἐν Ἰλιάδι ] „ οὐδ ' ἔθελε προρέειν „ . . . Φ , . . .
5521305 ΦΣ
, ἔτι ἐλάσσονα περιφέρειαν τῆς ΦΡ διελεύσεται . Διεληλυθέτω τὴν ΦΣ : πρὸς τῷ Σ ἄρα ὢν ὁ ἥλιος φανήσεται
ἡμέρας ἄρα χρόνος ἐστίν , ἐν ᾧ ὁ ἥλιος τὴν ΦΣ περιφέρειαν διαπορεύεται : ἐν δὲ τούτῳ τῷ χρόνῳ ἡ
5512226 ἐπικευσω
νημερτής , τῶν οὐδέν τοι ἐγὼ κρύψω ἔπος οὐδ ' ἐπικεύσω . φῆ μιν ὅ γ ' ἐν νήσῳ ἰδέειν
νημερτής , τῶν οὐδέν τοι ἐγὼ κρύψω ἔπος οὐδ ' ἐπικεύσω . Αἰγύπτῳ μ ' ἔτι δεῦρο θεοὶ μεμαῶτα νέεσθαι
5491572 παρατεθειμενος
ἐπιτετηδευκὼς δὲ τὰς τῶν Περσῶν ἐσθῆτας φορεῖν καὶ Περσικὰς τραπέζας παρατεθειμένος πολυτελεῖς , ὡς ἔθος ἐκείνοις . κατὰ δὲ τοῦτον
ἀφεψήματι τοῦ μαράθρου καὶ σαγαπηνοῦ καὶ ἑλλέβορος λευκὸς σὺν μέλιτι παρατεθειμένος , ἢ τὸ μέλι σὺν χυλῷ τοῦ μαράθρου .
5491119 Τευμησσος
ἀνελόντα φησὶν εἶναι . ἐπὶ ταύτῃ τῇ λεωφόρῳ χωρίον ἐστὶ Τευμησσός : Εὐρώπην δὲ ὑπὸ Διὸς κρυφθῆναί φασιν ἐνταῦθα .
λέγεται καὶ Τευκρίς θηλυκῶς ἡ Τροία , καὶ Τεύκριον . Τευμησσός , ὄρος Βοιωτίας . Ὅμηρος ἐν τῷ εἰς Ἀπόλλωνα
5485546 συνεπιληψεσθαι
Ἀχαιοὺς Πυθέας βοιωταρχῶν τηνικαῦτα ἐν Θήβαις , καὶ οἱ Θηβαῖοι συνεπιλήψεσθαι προθύμως ἐπηγγέλλοντο τοῦ πολέμου : ἑαλώκεσαν δὲ οἱ Θηβαῖοι
, οὐ μόνον οὐ κωλυόντων , ἐξέσται τῶν Ἑλλήνων πολλοὺς συνεπιλήψεσθαι , ὥσπερ ἔρανον κοινὸν τῷ γένει πληροῦν - τας
5481556 ἀπενεμε
καὶ πρεσβυτέρου καὶ πατρικοῦ φίλου , τήν τε ἄλλην πᾶσαν ἀπένεμε τιμὴν , καθότι ὑπέσχετο , εἰς ὃ Ἀντώνιος τῆς
ἡμέρας ἑαυτῷ ἐμελέτα , καὶ ὥραν μίαν , φασίν , ἀπένεμε σιωπῇ . Καὶ πλεῖστα ὅσα καταλέλοιπε συγγράμματα καὶ ἔπη
5459475 Καπνιος
, ἔχουσι δέ τι καὶ στυπτικὸν ἐκ ψυχρᾶς γεώδους . Κάπνιος δριμεῖα καὶ πικρὰ καὶ στύφει . Καππάρεως ῥίζης ὁ
ὡς , εἰ πλείων βρωθείη , ξηραίνει τὴν γονήν . Κάπνιος δριμείας ἅμα καὶ πικρᾶς μετέχει ποιότητος : οὐκ ἀπήλλακται
5446498 ►ὁ
; , , , ; , , . ] ►οὐ ►ὁ [ οὕτως ὤφειλε συλλογίσασθαι ὁ εὐήθης Εὐνόμιος ὥστε ἐξ
συμπεράσματι τῶν πρὸς Πολέμαρχον λόγων ἐπὶ παραδειγμάτων τοιούτων : ►δίκαιον ►ὁ Ἐπὶ μὲν τῶν καθόλου συζυγιῶν τοῦ πρώτου σχήματος τῆς
5444841 παρασημος
ἀτυχία καὶ ἀδοξία καὶ θλῖψις . διὰ τοῦτο γὰρ τῇ παράσημος λέξει ἐχρήσατο κατ ' ἐναντίωσιν τοῦ ἀτρεκής , ἤτοι
εἰώθασι λέγειν τοὺς παραχαράκτας παρακόπτοντας : ὅθεν καὶ παρὰ Ἀθηναίοις παράσημος ῥήτωρ . Γ παρακεκομμένα ] μηδὲν ἐντελὲς ἔχοντα .
5441503 ἀποξηραινεσθαι
ἀπὸ τῶν σιτίων ἐν τῷ σώματι , ὥστε τὴν κοιλίην ἀποξηραίνεσθαι καὶ τὴν σάρκα . Καὶ οἱ ὄρθριοι περίπατοι ἰσχναίνουσι
ἐσχάτῳ γήρᾳ συμβαίνει , καὶ τὰς τῶν νεύρων ἐκφύσεις ἀναγκαῖον ἀποξηραίνεσθαι τηνικαῦτα , καὶ διὰ τοῦτο μήτε ὁμοίως ὁρᾶν ἔτι
5406062 φιλοδοξησαι
καὶ πίστεως ἄξιον . ὁ γοῦν Καλλισθένης φησὶ τὸν Ἀλέξανδρον φιλοδοξῆσαι μάλιστα ἀνελθεῖν ἐπὶ τὸ χρηστήριον , ἐπειδὴ καὶ Περσέα
πολιορκίας μεγάλης γενομένης καὶ ἰσχυρᾶς ἐπὶ πολὺν χρόνον , βουλόμενος φιλοδοξῆσαι ὁ βασιλεὺς καὶ πρὸς τὴν Ἡρακλέους τάξιν ἁμιλλώμενος ,
5400873 νεεσσιν
τε : ἄλλοι δ ' ἀμφ ' ἄλλῃσι μάχην ἐμάχοντο νέεσσιν , Ἕκτωρ δ ' ἄντ ' Αἴαντος ἐείσατο κυδαλίμοιο
δ ' αὖτε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ Ἀργείους ὀλέκεσκεν ἐπὶ πρυμνῇσι νέεσσιν , οὐ δυνάμην λελαθέσθ ' Ἄτης ᾗ πρῶτον ἀάσθην
5389095 ὑπερωϊα
Ἀχαιῶν καλὸν ἔνεικεν . ἡ μὲν ἔπειτ ' ἀνέβαιν ' ὑπερώϊα δῖα γυναικῶν , τῇ δ ' ἄρ ' ἅμ
„ . . . Ι . δ . κατέβαιν ' ὑπερώϊα . † ) ὑπερωΐων , ὡς τὸ ” διά
5387956 λυττων
λεγομένου καὶ γραφομένου τοῦ πλούτου τυφλότερος ἐραστής , περὶ πάντα λυττῶν κτήματα καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον ἡγούμενος , οὐχ ὥσπερ τὴν
ὁ δακὼν κύων , ζήϲεται τὸ ὀρνίθιον , εἰ δὲ λυττῶν , τῇ ἐπιούϲῃ τεθνήξεται : καὶ τότε πρὸϲ ἀναϲτόμωϲιν
5379683 βΞ
ΛΞ ἴσαι ἀλλήλαις εἰσίν , αἱ Ηα , αβ , βΞ ἄρα μείζονές εἰσιν ἀλλήλων , ἀρχόμεναι ἀπὸ μεγίστης τῆς
τῇ βΞ ἐστιν ἴση . καὶ ἐπεὶ ἡ ϚΛ τῆς βΞ μείζων ἐστὶν ἢ ὁμοία , ἴση δὲ ἡ μὲν
5376931 Ἰερεμιας
ι καὶ ε ψιλοῦ γράφεται : οἷον , Ἰεχονίας : Ἰερεμίας : Ἰεσσαῖ : τὸ Ἡετίων τὴν ἄρχουσαν ἔχον διὰ
: Θεόφιλος Ἄβραμος Ἄρσαμος Ἰάσων Ἐνδεμίας Δανίηλος . Δεκάτης : Ἰερεμίας Ἐλεάζαρος Ζαχαρίας Βανέας Ἐλισσαῖος Δαθαῖος . Ἑνδεκάτης : Σαμούηλος
5375459 προθυμηθεις
τῷ παραλαβεῖν τὴν ἀρχὴν τὸν δημοτικὸν ὄχλον οἰκεῖον ἑαυτῷ ποιῆσαι προθυμηθείς , ὥσπερ οἱ πρότεροι βασιλεῖς ἐποίουν , διὰ τοιαύτας
ἐπιχείρημα . ἱέμενος : βουλόμενος , προθυ - μούμενος , προθυμηθείς . Οὐδ ' ἄν τί ποτε τελέσαι τις μετὰ
5362941 ἡρωικην
θεασάμενον τὸν κατάπλουν , καὶ δόξαντα τεθνηκέναι τὸν υἱόν , ἡρωικὴν ἅμα πρᾶξιν καὶ συμφορὰν ἐπιτελέσασθαι : ἀναβάντα γὰρ εἰς
πολλῶν στρατιωτῶν . οὗτος δὲ τῶν ἐπιφανεστάτων στρατιωτῶν ἐπετελέσατο πρᾶξιν ἡρωικὴν καὶ μνήμης ἀξίαν . ὁρῶν γὰρ ὅτι διὰ τὸ
5340115 εὐχομενης
μωράν . πάντοτε οὖν ηὔχετο τὴν θυγατέρα νοῦν ἔχειν . εὐχομένης δὲ αὐτῆς παρρησίᾳ ἡ παρθένος ἤκουσε καὶ τὸν λόγον
ἐκ παντὸς τρόπου θελούσης συγγενέσθαι τῷ νεανίσκῳ , ἀλλ ' εὐχομένης εἰ δύναιτο γυνὴ τοῦ Εὐάθλου γενέσθαι κουριδία , ἢ
5339162 καθεστηκοτα
πρωτεύειν . ἀλλὰ μὴν τά γε νυνὶ πράγματα καὶ τὸν καθεστηκότα ἀγαθῇ τύχῃ θεσμὸν τίς οὕτω παῖς ἐστιν ἢ πρεσβύτης
τὰ δὲ ἐπὶ τοῖς ἀγωνοθετοῦσιν οὐ κατὰ τὰ αὐτὰ ἃ καθεστηκότα ἦν ἐξ ἀρχῆς καὶ ἐφ ' ἡμῶν ἐς αὐτοὺς
5332059 ἁψικορος
ἐν τῷ α , οὐχὶ σινόμωρος , ὁ λίχνος καὶ ἁψίκορος . σκορδινᾶσθαι : τὸ παρὰ φύσιν ἀποτείνειν τὰ μέλη
ἀδιόρθωτος ἐνδεὴς ἀεὶ ἀβέβαιος ἀλήτης ἐπτοημένος φορᾷ χρώμενος εὐεπιχείρητος ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς
5327538 διαπεμπομενος
Αἰτωλῶν συνυπακουσάντων καὶ διδόντων αὐτῷ στρατιώτας ἑπτακισχιλίους ὁ μὲν Λεωσθένης διαπεμπόμενος πρός τε τοὺς Λοκροὺς καὶ Φωκεῖς καὶ τοὺς ἄλλους
αὐτὸς ἀφ ' ἑαυτοῦ διαγγέλλων καὶ μὴ ὑφ ' ἑτέρου διαπεμπόμενος . Ἀγχιστεῖς καὶ συγγενεῖς καὶ οἰκεῖοι διαφέρει . ἀγχιστεῖς
5320004 ὠργισμενος
ἔχει . καὶ γὰρ λῃστὴς ἤδη λῃστὴν ἀπέκτεινεν ὑπὲρ σκύλων ὠργισμένος καὶ τύραννον καθεῖλέ τις μοναρχεῖν ἐθέλων . τοιοῦτόν τι
τί γὰρ οὐκ ἂν ἔδρασε τύραννος ἀσελγής , ἐρωτικός , ὠργισμένος πόλιν δημοκρατίᾳ χρωμένην , γείτονος δυναστείαν ὑπεριδοῦσαν ; ἐπεὶ
5299730 Ταρτησια
ὡς καὶ τὸ νίτρον λίτρον . . . . . Ταρτησία μύραινα : Μύραινα , δαίμων φοβερά : παρὰ τὸ
γέρων : ἐπὶ τῶν δι ' ἀσθένειαν ἡσυχαζόντων . Γαλῆ Ταρτησία : ὡς μεγάλων ἐκεῖ γινομένων . Γλαὺξ ἵπταται :
5295387 πεπιστευκοτα
δὴ καὶ ἔλαθεν τὸν Κόμωνα , πρεσβύτερόν τε ὄντα καὶ πεπιστευκότα αὐτῷ , ὑφαιρούμενος τὸ ἀργύριον οὗτος ὁ οἰκέτης ὁ
αὐτὸς ἔφησε , τοὐναντίον ἐξαπατήσας ἐπεβάλετο τοῖς ὅλοις σφῆλαι τὸν πεπιστευκότα . Ὅτι ὁ Περσεὺς πυθόμενος ἐπιλέκτους Γαλάτας πεπερακέναι τὸν
5294531 βουλευομενα
τοὺς ταξιάρχους , καὶ στὰς ὅπου ἔμελλον πάντες ἀκούσεσθαι τὰ βουλευόμενα λέγει τάδε . Ὅτι μέν , ὦ ἄνδρες φίλοι
ἧτταν ἔδωκεν αὐτοῖς κακοβουλίαν , ἡ δὲ Ἀθηνᾶ τὰ κακῶς βουλευόμενα εἰς εὐτυχίαν μετέβαλεν . † οὐκ ὀρθῶς ἡ βουλή
5289969 Ν͵Δ
ΡΟ ἴση ἐστὶν τῇ Ν͵Γ : ἡ Ν͵Γ ἄρα τῆς Ν͵Δ μείζων ἐστὶν ἡ ἐλάσσων τῆς μείζονος , ὅπερ ἀδύνατον
τῆς ͵ΔΛ , μείζων ἄρα ἢ διπλῆ ἡ ΡΟ τῆς Ν͵Δ , ὅπερ ἀδύνατον : οὐκ ἄρα ἴση ἐστὶν ἡ
5288519 ἀληθουσα
καὶ ἤλει , οὐκ ἤληθεν : ἀλοῦσα , οὐχὶ δὲ ἀλήθουσα . Μέθυσος ἀνὴρ οὐκ ἐρεῖς , ἀλλὰ μεθυστικός .
κουρίδα . . κιθαρῳδός : Ἡ ἀλετρίς . ἀναστήσασα : ἀλήθουσα . . ἀωρὶ νύκτωρ : ὄρθρου . . τὸν
5285770 εὐχερειᾳ
ἢ ἕτερά τινα τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῖς φορητά , ἵνα τῇ εὐχερείᾳ τῶν προτάσεων καὶ τῇ ἐλπίδι τῆς σωτηρίας εἰς διχόνοιαν
ἀγήρω διαιωνιοῦντα τῇ τοῦ πεποιηκότος γνώμῃ . τοσαύτῃ δέ τινες εὐχερείᾳ καὶ ῥαθυμίᾳ χρῶνται , ὥστε τὰ ἐν γενέσει πάντα
5282470 χλοησαι
ἃς τῶν αἰσθητῶν ἀποτελεσμάτων σφραγῖδας εἶναι συμβέβηκε ; πρὶν γὰρ χλοῆσαι τὴν γῆν , αὐτὸ τοῦτο ἐν τῇ φύσει τῶν
; Ἅπασα γὰρ ποθοῦμεν ἡ κλεινὴ πόλις . Ἀμβλυστονῆσαι καὶ χλοῆσαι τὴν πόλιν . Καὶ μηκέτ ' , ὦναξ Μιλτιάδη
5278697 κεκινηκεν
πάντα . τοῦτο δὲ τὸ θεώρημα , ὅπερ νῦν Ἀριστοτέλης κεκίνηκεν , ἐστὶ καὶ θεολογικόν : αὐτὸ γὰρ τοῦτό ἐστιν
τραύματα , τὸν τρόπον τῆς ἀναιρέσεως . τοῦτον τὸν τόπον κεκίνηκεν Εὐριπίδης οἶκτον ἐπὶ τῷ Πενθεῖ κινῆσαι βουλόμενος . ἕκαστον
5278616 Κληματιος
τὴν μὲν ἐμὴν εἰς αὐτὸν ὀργὴν οὐκ ἦν ἀγνοῆσαι , Κλημάτιος γὰρ οὐκ οἶδε σιγᾶν : ἀπολογεῖ - σθαι δὲ
, ἐν οἷς ἀπὸ τῆς παρ ' ὑμῖν ἀρχῆς ἥκων Κλημάτιος ἐκεῖνος , ὃς ἐπὶ δικαίῳ βίῳ τελευτὴν οὐ δικαίαν
5264265 προσγενομενα
: ἐπεὶ τὸ ὑπερχεόμενον καὶ ῥέον ὕδωρ τοῦ φρέατος τὰ προσγενόμενα ἀγαθὰ καὶ γυναῖκα τε καὶ παῖδας μὴ παραμεῖναι μαντεύεται
ἀναλγησίαν ἀλλὰ διὰ μεγαλοψυχίαν : τοὐναντίον δὲ τὰ μεγάλα εὐτυχήματα προσγενόμενα τῷ ἀγαθῷ μακαριώτερον , φησί , ποιήσει τὸν βίον
5264019 ἀγνοουμενοι
τὸ αἰσχύνεσθαι πᾶσι δοκεῖ μᾶλλον ἐγγίγνεσθαι , οἱ δ ' ἀγνοούμενοι ῥᾳδιουργεῖν πως μᾶλλον δοκοῦσιν , ὥσπερ ἐν σκότει ὄντες
ἔστι δὲ τοῦτο καθόλου καὶ ἐπὶ πάντων ἄπταιστον : οἱ ἀγνοούμενοι ἄνθρωποι εἰκόνες εἰσὶ τῶν ἀποβησομένων ἑκάστῳ πραγμάτων , οἱ
5262955 ψοφοδεης
τελέσας τὸν λόγον ἔθανεν . Ἀκούσας δὲ τούτων ὁ Πῶρος ψοφοδεὴς τοῖς Ἀλεξάνδρου γόνασιν προσέπεσεν εἰρήνην αἰτούμενος : τυχὼν δὲ
τὸν λόγον ἔθανεν . Ἀκούσας δὲ τούτων ὁ Πῶρος , ψοφοδεὴς τοῦ Ἀλεξάνδρου γόνασι προσέπεσεν , εἰρήνην αἰτούμενος : τυχὼν
5262661 Ἰσοκρατη
τὰ νοήματα Λυσίαν μᾶλλον ἡγούμην ἐπιτυγχάνειν . περὶ τὰς αὐξήσεις Ἰσοκράτη κατορθοῦν ἄμεινον ἐδόκουν . ἐν τῷ συστρέφειν τὰ νοήματα
' ἐν τῷ περὶ Ἰσοκράτους προβαίνοντά φησι τῇ ἡλικίᾳ τὸν Ἰσοκράτη ἀναλαβεῖν Λαγίσκαν τὴν ἑταίραν εἰς τὴν οἰκίαν , ἐξ
5262179 ἐντεταλται
μοι . Τί σοι ἐντείλωμαι ; ὁ Ζεύς σοι οὐκ ἐντέταλται ; οὐ δέδωκέν σοι τὰ μὲν σὰ ἀκώλυστα [
ταύτας τηρῶν ἄλλων τινῶν προσδέῃ ; ἀλλ ' ἐκεῖνος οὐκ ἐντέταλται ταῦτα ; φέρε τὰς προλήψεις , φέρε τὰς ἀποδείξεις
5260213 ῥωμαϊκων
Γάϊον . Τήν τε γὰρ ἀρχὴν κατῄσχυνε καὶ πολλὰ τῶν ῥωμαϊκῶν ἐμείωσε δικαίων . Οὕτω δὲ ἐδούλευεν ἡδοναῖς , ὡς
μετὰ τοῦτο εὐθὺς Γαλέριος ἐτελεύτησε . Τέσσαρές τε λοιπὸν τῶν ῥωμαϊκῶν ἐκράτησαν πραγμάτων , Κωνσταντῖνος καὶ Μαξέντιος , ἐξ αὐγούστων
5253266 ἀθυμος
προσβαλεῖν ] πλησιάσειν . θΞ ἄθυμος ] δειλός . Ξ ἄθυμος ] δειλός , ἄφρων . ἄθυμος ] δειλός ,
] δειλός . Ξ ἄθυμος ] δειλός , ἄφρων . ἄθυμος ] δειλός , ἄψυχος . ἄθυμος ] δειλός ἐστιν
5248387 ἀναλογιζεται
τοῦ λελυπηκότος σφαγῇ πρὸς τὴν ἀθυμίαν ὑποστρέφει τοῦ πένθους καὶ ἀναλογίζεται ἤδη καὶ σκοπεῖ , ὡς οὐ τῷ φόνῳ τοῦ
, οὐδὲν προσήκει τῇ θείᾳ προγνώσει : ἐξ εἰκότων γὰρ ἀναλογίζεται τὸ μέλλον καὶ σημείοις τισὶ τεκμηριοῦται καὶ τούτοις οὐκ
5247583 συναχθεται
Ἕλλησιν . μελετῶμεν τὸν Πάτροκλον . Πόθεν τοῖς Ἕλλησιν ἤδη συνάχθεται Πάτροκλος οὔπω τοῦτο παθόντος τοῦ Θετταλοῦ ; ἄμφω μὲν
πράττουσι μὲν συνήδεται , πεπονθόσι δὲ οἷά περ οὐκ ἔδει συνάχθεται . βουλοίμην δὲ καὶ σὲ πρὸς τῆς ἄλλης φιλοσοφίας
5247344 ἰσχανοων
ὀκριόεντα : τραχέα τραχέα , ἀκρότομα τραχέα ἢ ὑψηλά * ἰσχανόων : ἐπιθυμῶν ἐπὶ κτίλα δὲ μῆλα τὰ ἥμερα καὶ
ἠελίοιο θερειτάτη ἵσταται ἀκτίς , οὔρεα μαιμώσσων ἐπινίσσεται ὀκριόεντα αἵματος ἰσχανόων καὶ ἐπὶ κτίλα μῆλα δοκεύων , ἢ Σάου ἠὲ
5245417 τεθησεσθαι
τι καὶ τῇ ἡττηθείσῃ : καδίσκος γὰρ ἔμελλεν ‖ ἑκατέρᾳ τεθήσεσθαι . Τὸ δ ' ἡμέτερον οὐ τοιοῦτον ἦν ,
οἱ νόμοι μὲν ὑπὲρ τοῦ πάντας τὸ προσῆκον ἔχειν ἔμελλον τεθήσεσθαι , τοῦτο δ ' οἱ τῇ χειρὶ κρείττους οὐκ
5245212 ἐπιπληττων
δὲ Μιλησίῳ Διονυσίῳ ἀκροατῇ ὄντι τὰς μελέτας ξὺν ᾠδῇ ποιουμένῳ ἐπιπλήττων ὁ Ἰσαῖος „ μειράκιον ” ἔφη ” Ἰωνικόν ,
ἐθύσω τὸν παῖδα ; „ καὶ ὁ Ἀπολλώνιος ὥσπερ μειρακίῳ ἐπιπλήττων ” εὐφήμει , ” ἔφη „ εἰ μὲν γὰρ
5240173 ἐκολασθη
δὲ ὢν καὶ τῷ Διὶ ἐξισοῦσθαι θέλων διὰ τὴν ἀσέβειαν ἐκολάσθη : ἔλεγε γὰρ ἑαυτὸν εἶναι Δία , καὶ τὰς
τοῦτον τὸν λόγον ἔρχεται . τό τις ἢ τὸ ποιήσας ἐκολάσθη , λύσις ὡς εἰπεῖν αὕτη γέγονε τοῦ πονηρεύματος :
5233495 ΑΚΔ
τὰ Ε Ζ μὴ διάμετρος καὶ προκείσθω διάμετρον ἀγαγεῖν τοῦ ΑΚΔ κύκλου παράλληλον τῇ ἐπὶ τὰ Ε Ζ . Κείσθω
ΕΔ . μαʹ . Ἔστωσαν ἐν σφαίρᾳ παράλληλοι κύκλοι οἱ ΑΚΔ ΒΕΖΓ , ἡ δὲ διὰ τῶν Β Γ ἀγομένη
5229145 ΓΨΟ
ΥΜΨ , ΜΨΥ , ΨΜΓ , ΜΓΨ , ΓΨΜ , ΓΨΟ , ΨΟΓ ΟΓΨ , ΟΨΥ , ΨΥΟ , ΥΟΨ
βάσεως τῆς ΟΥ μείζων ἐστίν : γωνία ἄρα ἡ ὑπὸ ΓΨΟ γωνίας τῆς ὑπὸ ΟΨΥ μείζων . καὶ ἐπεὶ ἴση
5227558 ἀστρολογησαι
' ἀκατάληπτα εἶναι δοκιμάσας . δοκεῖ δὲ κατά τινας πρῶτος ἀστρολογῆσαι καὶ ἡλιακὰς ἐκλείψεις καὶ τροπὰς προειπεῖν , ὥς φησιν
. , ; , ] δοκεῖ δὲ κατά τινας πρῶτος ἀστρολογῆσαι καὶ ἡλιακὰς ἐκλείψεις καὶ τροπὰς προειπεῖν , ὥς φησιν
5223805 ἐδυσχεραινεν
τοιαῦτ ' ὀνειδιζόμενος οὐχ οὕτως ἐπὶ ταῖς εἰς αὑτὸν κακηγορίαις ἐδυσχέραινεν , ὡς ἐπὶ τῷ τῆς γνώμης αὐτῶν ἀνιδρύτῳ :
καὶ ἔσχε παρ ' ἑαυτῷ . Καὶ ταῦτ ' οὐκ ἐδυσχέραινεν ὁ μιαρὸς οὑτοσί , μέλλων ἑαυτὸν καταισχύνειν πρὸς ἄνθρωπον
5223102 φανταζομενος
ἢ τὸ πέλαγος περιβλεψάμενος καὶ μὴ ἰδὼν γῆν ἐξίσταμαι καὶ φανταζόμενος , ὅτι ὅλον με δεῖ τὸ πέλαγος τοῦτο ἐκπιεῖν
. . . . , : Ἀργειφόντης , ὁ μεγάλως φανταζόμενος τοῖς ὀνείροις , ὡς Δίδυμος καὶ Τρύφων . .
5222376 ὁσσας
θνητὸς ἐὼν πάσας κε δύναιτο πρήξιας ἢ τέχνας εἰπεῖν , ὅσσας μερόπεσσιν ἀστέρες ἐν σφετέροισιν ἐμοιρήσαντο δρόμοισιν . ἑξείης δ
ἐπὶ Νηρικίης Ἰθάκης ἕδος ἐστήρικται νήσων τ ' ἀλλάων , ὅσσας τ ' ἀπὸ Χαλκίδος ἕρπων δίνῃς ἀργυρέῃς Ἀχελώϊος ἀμφὶς
5222207 περισκελες
ὑπὸ τοῦ ὀχλώδους τῆς παρασκευῆς : ὀχλῶδες μὲν ἤτοι τὸ περισκελὲς καὶ ὀχληρὸν ἢ τὸ πολύ . λέγει δὲ ὅτι
διακεχυμένων καὶ συμπαθῶν . Μέλαν ἦθος , θῆλυ ἦθος , περισκελὲς ἦθος , θηριῶδες , βοσκηματῶδες , παιδαριῶδες , βλακικόν
5222073 νοστησω
οὔ . τί μ ' εἴργασαι ; ἀμάχαιρος ἐπὶ βόεια νοστήσω κρέα , ἀνὴρ γέρων , ἀνόδοντος ; Καὶ νωτοπλῆγα
ἡγεόμην Τρώεσσι φέρων χάριν Ἕκτορι δίῳ . εἰ δέ κε νοστήσω καὶ ἐσόψομαι ὀφθαλμοῖσι πατρίδ ' ἐμὴν ἄλοχόν τε καὶ
5221872 ἀπωνητο
πόλιν Ἄβδηρα , τὴν πρότερος τούτων Κλαζομένιος Τιμήσιος κτίσας οὐκ ἀπώνητο , ἀλλ ' ὑπὸ Θρηίκων ἐξελασθεὶς τιμὰς νῦν ὑπὸ
ἐκ τούτων δεσπότης κάτω τοῦ χρόνου γενόμενος , ὅμως οὐκ ἀπώνητο . ἤλασαν γοῦν οἱ Κεκροπίδαι αὐτόν . ὃ δὲ
5217481 φιλολογῳ
μοι προσθεῖναι θέμις , πᾶσαν γῆν ἐν ᾗ Θεμίστιος παντὶ φιλολόγῳ φαίην ἂν εἶναι πατρίδα . τῶν δ ' αὖ
ἀλγηδόνας περὶ σῶμα λυσιτελεῖ πρὸς φυλακὴν τῶν ὁμοειδῶν . Ἐν φιλολόγῳ συζητήσει πλεῖον ἤνυσεν ὁ ἡττηθεὶς καθ ' ὃ προσέμαθεν
5216178 σοφιστευσας
, καθά φησιν Αἰσχίνης , κατὰ κλέος Σωκράτους . οὗτος σοφιστεύσας , ὥς φησι Φαινίας ὁ περιπατητικὸς ὁ Ἐρέσιος ,
ἐστι μάθοις παρὰ τῶν εἰδότων . „ . : οὗτος σοφιστεύσας , ὥς φησι Φανίας ὁ Περιπατητικὸς ὁ Ἐρέσιος ,
5215835 φλυαρους
ἄξιον μεμνῆσθαι : οὐδ ' ἐκεῖνον ἐχρῆν ἐν ὑποθέσει τοιαύτῃ φλυάρους ἐπισκοπεῖν . Ἡ μὲν οὖν πρώτη διέξοδος αὐτῷ τῶν
μὴ κατασχών ὑμεῖς μὲν ὅ τι βούλεσθε πίλους λέγετε καὶ φλυάρους , ἐγὼ δ ' ὑμῖν λέγω διαρρήδην ὑπὸ ταύτης
5215722 παιδαγωγος
δοκεῖ . ἀλλὰ θεραπείᾳ τοὺς πόνους αὐτῷ συγκαλύψωμεν . Χθὲς παιδαγωγὸς ἦν ὁ σήμερον ὑπὸ παιδὸς ἀγόμενος , καὶ σεμνὸς
, τῷ οὔνομα μὲν ἦν Σίκιννος , οἰκέτης δὲ καὶ παιδαγωγὸς ἦν τῶν Θεμιστοκλέος παίδων : τὸν δὴ ὕστερον τούτων
5213637 ἐπρυτανευε
Ἀγαθῇ τύχῃ . Ἐκκλησίας ἐννόμου ἀγομένης ἑβδόμῃ ἱσταμένου ὁ Ζεὺς ἐπρυτάνευε καὶ προήδρευε Ποσειδῶν , ἐπεστάτει Ἀπόλλων , ἐγραμμάτευε Μῶμος
. τείνει δὲ πρὸς Ἀρισταγόραν , ἐπειδὴ τότε ἦρχε καὶ ἐπρυτάνευε , παραινῶν αὐτῷ μὴ ὑπερηφανεύεσθαι , ἀλλὰ μετρίως βιοῦν
5212966 ἐταραττεν
οὐδὲν ἀδικήσεται . παρεφρόνει τις χειροτέχνης καὶ τοὺς μὲν πόρρωθεν ἐτάραττεν , ἔστι δ ' ὧν καὶ ἥπτετο , χαλεπώτατος
, ὅσας δύναιντο προσαγαγέσθαι : ὃ καὶ μάλιστα τοὺς Ἕλληνας ἐτάραττεν , ἡδομένους μὲν τῷ Περσεῖ , φιλέλληνι ὄντι ,
5211338 ἀπερουσιν
οἱ μὲν ἐκείνων ξύμμαχοι ἐπὶ δουλείᾳ τῇ αὑτῶν φέροντες οὐκ ἀπεροῦσιν , ἡμεῖς δ ' ἐπὶ τῷ τιμωρούμενοι τοὺς ἐχθροὺς
ἀεὶ τὸ ταχὺ ἐλαυνόμενον θεάσεται , οἱ δὲ ἵπποι οὐκ ἀπεροῦσιν ἐν μέρει ἀναπαυόμενοι . ὅταν γε μὴν ἐν τῷ
5204236 ἐμελετα
σώματος , ἀκολούθει παντὶ τῷ ἰσχυροτέρῳ . λέγειν δὲ Σωκράτης ἐμελέτα ὁ πρὸς τοὺς τυράννους οὕτως διαλεγόμενος , ὁ πρὸς
ἀσπάζεται μὲν αὐτὸν ὁ ἀδελφός , οὐδὲν δὲ ἧττον ἀνελεῖν ἐμελέτα , κρύφα δὲ Ἀμύτιος εἰς πρᾶξιν ἀγαγεῖν τὴν μελέτην
5203811 συνταραττων
μόνον λέγειν ἀνέξομαι . Γ ἐμισεῖτο γὰρ ὁ Κλέων ὡς συνταράττων τὰ κοινά . κατατεμῶ τοῖσιν ἱππεῦσι ποτ ' ἐς
τὸ τυφόμενον ἐκ μακρῶν χρόνων μῖσος ἀνέφηνε πάντα κυκῶν καὶ συνταράττων . ὡς γὰρ ἐκδοθέντας εἰς ὁμολογουμένας καὶ τὰς ἀνωτάτω
5203542 φιλοσο
τελέως φιλοσοφῆσαι ταύτῃ κατορθοῦται μόνῃ . τριττῆς γὰρ οὔσης τῆς φιλοσο - φίας , θεολογικῆς , ἠθικῆς καὶ φυσικῆς ,
αὑτόν . πεπόνθασι γὰρ δὴ οἱ πολλοὶ πρὸς τοὺς ἐκ φιλοσο - φίας λόγους ὅπερ οἶμαι πρὸς τὰ τῶν ἰατρῶν
5203534 μαστροπος
ἄγουσι ; Πάνυ μὲν οὖν . Οὐκοῦν τούτων ὁ ἀγαθὸς μαστροπὸς τὰ συμφέροντα εἰς τὸ ἀρέσκειν διδάσκοι ἄν ; Πάνυ
φησί : Τελείως δ ' εὖ με ὑπῆλθεν ἡ κατάρατος μαστροπὸς ἐπομνύουσα τὰν Κόραν , τὰν Ἄρτεμιν , τὰν Φαραφάτταν
5202235 πληθυι
αὕτη δὲ πᾶσα ἡ πληθὺς ἄλογος οὖσα κτήνεσιν ἀπεικάζεται , πληθύι δὲ νόμῳ φύσεως ἡγεμόνος ἐξ ἀνάγκης δεῖ . ἐπειδὰν
τῷ μονοειδεῖ θεωρητέον . Οὐδὲ γὰρ ἕνωσις ἡ ἀντίθετος τῇ πληθύι λέγοιτο ἂν ἐκεῖ , συνέσται γὰρ αὐτῇ καὶ ἡ
5196913 τεθνηκ
τί φήις ; τέθνηκεν ἢ φάος βλέπει [ τόδε ; τέθνηκ ' : ἐγὼ δὲ του ! [ τ !
, κλαίουσα . τοὔναρ δ ' ὧδε συμβάλλω τόδε : τέθνηκ ' Ὀρέστης , οὗ κατηρξάμην ἐγώ . στῦλοι γὰρ
5193724 κρισιμα
τὸ θεμέλιον , “ ἔφη , ” τά [ τε κρίσιμα - ] τῶν ἐμῶν ἐλπίδων [ τάδε ἐστίν -
, αὖθις ὑποστρέφει . κἂν μὴ ἐν ταῖς κρινούσαις τὰ κρίσιμα γένωνται , οὐδὲν ἧττον ὑποστρέφουσι τἀρρωστήματα . ταῦτά τοι
5189569 Εὐξιθεος
τοῦ βίου τοιαῦτα σιτουμένους . καὶ ὁ Καρνεῖος ἔφη : Εὐξίθεος ὁ Πυθαγορικός , ὦ Νίκιον , ἔλεγεν ἐνδεδέσθαι τῷ
ἔτι καὶ τήμερον ταῖς ἐντιμοτάταις ἀρχαῖς συγκαταλέγουσι παρασίτους . : Εὐξίθεος ὁ Πυθαγορικός , ὦ Νίκιον , ὥς φησι Κλέαρχος
5189337 ἐξιτω
ὁ πάσχων , τῆς κοιλίας ἀποπειράσθω : εἶτα ἐπὶ περίπατον ἐξίτω , βαδιζέτω δὲ καὶ χειμῶνος , εἰ μὴ παγετώδης
οὕτω γράψατε τὸν νόμον . Εἴ τις μισεῖ κακίαν , ἐξίτω τῆς πόλεως , καὶ πρῶτος ἔξειμι . φυγαδευθήσομαι οὐ
5187734 φαρμακειῃσι
δὲ νήπια καὶ τὰ πρεσβύτερα εὐλαβέεσθαι χρή . Ἐν τῇσι φαρμακείῃσι τοιαῦτα ἄγειν ἐκ τοῦ σώματος , ὁκοῖα καὶ αὐτόματα
τεκμαιρόμενος πειρῶ , ὅλου τοῦ σώματος , κεφαλῆς καθάρσεσι , φαρμακείῃσι , καὶ πυρίῃσι τῆς ὑστέρης καὶ προσθέτοισι χρῆσθαι :
5185867 αἰτιωτατοι
τῆς ἐν τῇ Ἑλλάδι ταραχῆς πάσης ἐκεῖνός τε καὶ Ἀνδροκλείδας αἰτιώτατοι εἶεν . ὁ δὲ ἀπελογεῖτο μὲν πρὸς πάντα ταῦτα
ἐπιφανεῖς : καὶ τοῦ μὴ κυρωθῆναι τὸν νόμον οὗτοι ὡμολογοῦντο αἰτιώτατοι γενέσθαι . Τῇ δ ' ἑξῆς ἡμέρᾳ παραλαβόντες οἱ
5182317 φιλογεωργος
, οἷον εἰ πορνοβοσκὸς ὤν τις πάσας ἔχοι θηλείας ἢ φιλογέωργος ὢν πάντας ἄρρενας : ἐπὶ γὰρ τούτων οἱ μὲν
Ἀριστοτέλης φησὶ τιθεὶς ἐπὶ Ἀγκαίου τὴν παροιμίαν , ὅτι γέγονε φιλογέωργος Ἀγκαῖος καὶ πολλὰς ἐφύτευσεν ἀμπέλους . εἰπόντος δὲ αὐτῷ
5181755 πταιει
μὴ ἔχων , ὅτι τόδε κακόν ἐστι , παρασφάλλει καὶ πταίει ὁ ἀκρατής . ἐπεὶ γὰρ ἡ ἐπιστήμη τῶν καθόλου
καὶ τοσοῦτον ἑκάστη , ὅσον ἡ κατ ' αὐτὴν ὕλη πταίει καὶ ἀστατεῖ : πλὴν αἱ στοχαστικαὶ μάλιστα διὰ τὸ
5178238 κατεμεινε
τρόπαιόν τε ἐστήσατο μεταξὺ Πραντὸς καὶ Ναρθακίου : καὶ αὐτοῦ κατέμεινε , μάλα ἡδόμενος τῷ ἔργῳ , ὅτι τοὺς μέγιστον
ὁ τῶν Ἀθηναίων στρατηγὸς καταπλεύσας εἰς Μεθώνην αὐτὸς μὲν ἐνταῦθα κατέμεινε , τὸν Ἀργαῖον δὲ μετὰ τῶν μισθοφόρων ἐπὶ τὰς
5176760 κοβαλος
κοβαλεία ἐλέγετο ἡ προσποιητὴ μετ ' ἀπάτης παιδιὰ , καὶ κόβαλος ὁ ταύτῃ χρώμενος . ἔοικε δὲ συνώνυμον τῷ βωμολόχῳ
κόβαλος δὲ ὁ λάλος , ὁ ῥήτωρ . . 〚 κόβαλος : Κόβαλοι δαίμονές εἰσί τινες σκληροὶ περὶ τὸν Διόνυσον
5174800 θαυματοποιος
Πολύφημος ἤρα Γαλατείας . : Ἐθαυμάζετο δὲ καὶ Ξενοφῶν ὁ θαυματοποιὸς , ὃς μαθητὴν κατέλιπε Κρατισθένη τὸν Φλιάσιον : ὃς
, δυσωπεῖσθαι ἐξειπεῖν , πηνίκα παύσεται ; καὶ πότε εἴσεισι θαυματοποιὸς ἢ λῆρος ἢ τοιοῦτος ἕτερος ; ἐκεῖνο μὲν γάρ
5174763 ἐπαρατος
ὁ μὲν ζηλωτός , ὁ δὲ ἐλεεινός : ὁ μὲν ἐπάρατος , ὁ δὲ ἐπαινετός : ὁ μὲν μοιχικός ,
τοῦτο . παρ ' αὐτῷ δὲ καὶ λιμὴν ὁ καλούμενος ἐπάρατος καὶ ἐξάγιστος . . . ἐξάγιστος ] ὁ ἄγαν
5173134 ὁραασθαι
εἴη τεθνάμεν ἢ τάδε γ ' αἰὲν ἀεικέα ἔργ ' ὁράασθαι , ξείνους τε στυφελιζομένους δμῳάς τε γυναῖκας ῥυστάζοντας ἀεικελίως
ἦν ἲς οὐδὲ βίη , εἶδος δὲ μάλα μέγας ἦν ὁράασθαι . Ἀρναῖος δ ' ὄνομ ' ἔσκε : τὸ
5173107 ἐκτανες
' ἀθρόα πάντ ' ἀποτίσεις κήδε ' ἐμῶν ἑτάρων οὓς ἔκτανες ἔγχεϊ θύων . Ἦ ῥα , καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει
οὐ κακὴν δάμαρτ ' ἔχοις ; ἑλὼν δὲ Τροίαν οὐκ ἔκτανες γυναῖκα χειρίαν λαβών , ἀλλ ' , ὡς ἐσεῖδες
5173072 προμηθια
αἰσχρῶς τοῖς καλῶς πεφυκόσιν . Ἐν τοῖς τοιούτοις ἐστὶν ἡ προμηθία καὶ τῷ λέγοντι καὶ κλύοντι σύμμαχος . Καὶ πρίν
καιρῶι , σοφός . καὶ τοῦτό τοι τἀνδρεῖον , ἡ προμηθία . ἐξαρκέσας ἦν Ζεὺς ὁ τιμωρούμενος , ὑμᾶς δ
5172719 ἀπιστουσα
βασιλείας τῶν θεῶν συμφορὰν λέγει , τὴν σύμβασιν , ὡς ἀπιστοῦσα τῷ μέλλειν πεσεῖν τὸν Δία ἐκ τῆς βασιλείας .
. χρώματα δὲ παντοδαπὰ ἠφίει , φοβουμένη καὶ ἀγωνιῶσα καὶ ἀπιστοῦσα καὶ ὀργιζομένη , καὶ ποτὲ μὲν ὑπὸ λύπης ταπεινή
5171865 Κυρτος
ἰατρός , ἀπὸ τῆς πατρίδος , οὐκ ἀπὸ τοῦ σώματος Κυρτός ὀνομαζόμενος , οὗ μέμνηται Ἑρέννιος Φίλων ἐν τῷ περὶ
ἰατρός , ἀπὸ τῆς πατρίδος , οὐκ ἀπὸ τοῦ σώματος Κυρτός ὀνομαζόμενος , οὗ μέμνηται Ἑρέννιος Φίλων ἐν τῷ περὶ
5171239 Γομορρα
Χὰμ υἱοῦ Νῶε : πρώτη ἡ καλουμένη Σόδομα , ἔπειτα Γόμορρα , Ἀδαμὰ καὶ Σεβωεὶν καὶ Βαλάκ , ἡ καὶ
πιστεύσαντες τὸ βιβλίον τοῦτο , κατακαυθήσονται ὡς τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα . καὶ ἦλθεν αὐτῷ φωνὴ λέγουσα : Ἐσδράμ ,
5166129 ἀνειληφεναι
μολύβδινον πῖλον ἀθρόως , ὥστε τοῦ βάρους αἰσθόμενον οἰηθῆναι πάλιν ἀνειληφέναι τὴν κεφαλὴν ὑπερχαρέντα τε καὶ διὰ τοῦτο ἀπαλλαγῆναι τῆς
αἰτήσουσαν τῆς ἁρπαγῆς , ἵνα δὴ δι ' ἀνάγκην δοκῶσιν ἀνειληφέναι τὸν πόλεμον οὐ τυγχάνοντες τῶν δικαίων , καὶ τοὺς
5163963 ἐπυργουτο
' ὑπ ' αὐχένων τίθησι . χἠ μὲν τῇδ ' ἐπυργοῦτο στολῇ ἐν ἡνίαισί τ ' εἶχεν εὔαρκτον στόμα ,
χἡ μὲν ] καὶ ἡ μὲν , ἤγουν Ἀσία , ἐπυργοῦτο καὶ ἐκοσμεῖτο καὶ ᾔρετο τῇ στολῇ τῇδε . δεικτικῶς
5162662 χαιρησειν
καὶ οὔπω παρῆν τὰ δεινά : οὐ γὰρ ἐς μακρὰν χαιρήσειν ἔμελλον ἁλόντες καὶ πᾶσι κακοῖς ἐκδοθέντες , αἰχμαλωσίᾳ καὶ
μάλα στιχὸς εἶμι διαμπερές , οὐδέ τιν ' οἴω Τρώων χαιρήσειν , ὅς τις σχεδὸν ἔγχεος ἔλθῃ . Ὣς φάτ
5162409 ἑνοτητι
τὰ μέρη , τῶν μερῶν δὲ εἰς τὸ ὅλον τρεπομένων ἑνότητι τοῦ παντός . εἰ δὲ ἐρήσεταί τις : τί
ἀντιπαραλλάσῃ πᾶς τις ἁρ - μὸς καὶ τῇ τῶν παρακειμένων ἑνότητι ἰσχὺν λαμβάνῃ . Κλίμακες δὲ ταῖς ἐπιζυγίσιν ἐπικείμεναι διαιρήσουσι
5161821 ἁβροτητος
, ὡς καὶ ἄνθρωποί τινες δι ' ἔφεσιν τροφῆς καὶ ἁβρότητος περὶ τὸ ζῆν πολλάκις ὡς μοχθηροὶ κινδυνεύουσιν . κάμηλος
Ἴωνας μηδὲ ἐγγὺς ἐφικνεῖσθαι τῆς παρ ' Ὁμήρῳ χορηγίας καὶ ἁβρότητος . Τί δέ , εἶπεν ὁ Φίλιππος , οὐ
5160794 ἀνεκτα
βροτῶν κάκιον ὅστις ἐκτριβήσεταί ποτε . Ἦ ταῦτα δῆτ ' ἀνεκτὰ πρὸς τούτου κλύειν ; Οὐκ εἰς ὄλεθρον ; οὐχὶ
τε ὄντι καὶ ἄλλως γενναίῳ καὶ ὡπλισμένης γῆς ἄρχοντι οὐκ ἀνεκτὰ ταῦτα ἐφαίνετο , ὅθεν πολλὴν μὲν ἀσπίδα παρέταττε ,

Back