χεῖλοϲ ἀμειδέϲ , ἀκίνητον , ἢν λαλῇ : βλέφαρον οὐκ ἐπίτροχον : ὀφθαλμὸϲ ἀτενήϲ : ἀναίϲθητοϲ ἡ ἁφή . τὰ | ||
καταμανθάνειν . ὡς δὲ ἐν τύποις περιλαβεῖν , θυμουμένῳ μὲν ἐπίτροχον ποιεῖσθαι τὸν λόγον συμφέρει καὶ πρέπει , καὶ τὴν |
αἰσθήσει . εἰ τοίνυν πάντα τὰ φυσικὰ πράγματα ὁμοίως τῷ σιμῷ λέγεται , οἷον ῥίς , ὀφθαλμός , πρόσωπον , | ||
μέσῳ δακτύλῳ παίειν τινὸς τὸν μυκτῆρα : ῥαθαπυγίζειν δὲ τὸ σιμῷ τῷ ποδὶ τὸν γλουτὸν παίειν , ὡς εὕρηται ἐν |
ὁ περὶ διάμετρον ἐκείνην γραφόμενος κύκλος ἴσος ἔσται τῷ ζητουμένῳ τυμπάνῳ ] . Ὀργανικῶς δὲ οὕτως : ἐκκείσθω τις εὐθεῖα | ||
μετὰ τοῦτ ' ἐκορυβάντιζ ' : ὁ δ ' αὐτῷ τυμπάνῳ ᾄξας ἐδίκαζεν εἰς τὸ Καινὸν ἐμπεσών . ὅτε δῆτα |
εἰς ἅλα δίναις . κεῖθεν δὲ προτέρωσε μέγας καὶ ὑπείροχος ἀγκών ἐξανέχει γαίης : ἔπι δὲ στόμα Θερμώδοντος κόλπῳ ἐν | ||
ὑπόκειται ἐρῶν αὐλητρίδος : ὦ χρυσοῦν ἀνάδημα , ὦ γλυκὺς ἀγκών . ὡς εἴ τις εἶποι : ὦ γλυκὺς πῆχυς |
τὸ ὅρμος : ⌊ τὸ δὲ ὅρμος ⌋ ἀπὸ τοῦ εἵρω εἵρμος ⌊ ἕρμος ⌋ καὶ ὅρμος , τροπῇ τοῦ | ||
ἕζω τὸ καθέζομαι . ἐνέρσει : συμπλοκῆ : παρὰ τὸ εἵρω , τὸ συμπλέκω : ἐξ οὗ καὶ σειρὰ , |
Στράτων δὲ ὁ Ἐρασιστράτειος εἰς χύτραν ἀργυρᾶν ἢ χαλκῆν κασσιτέρῳ περικεχυμένην ἀρώματα βάλλει νάρδον , κασίαν , ἔτι δὲ πράσιον | ||
τῶν ἄρθρων ὀλισθηρὸν τὴν πολυσαρκίαν τοῦ ζῴου , πολλὴν αὐτῷ περικεχυμένην καὶ περιτρέμουσαν . ὅθεν χρεία γέγονε τοῦ μυκτῆρος ἐκείνου |
πλανωμένου κύκλῳ περιάγηται μᾶλλον εὐκόλως . Εἶτα ἧπαρ ἢ καὶ ὦμον ταύρου τοσούτῳ χά - σματι πρέποντα περιτιθέασι τῷ ἀγκίστρῳ | ||
φωτός . τὸν δ ' Ὀδυσεὺς οὔτησε τυχὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον , ἀντικρὺ δὲ διῆλθε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκή : κὰδ |
ἔνθα ἐχρῆν φίλησόν με ἤδη , ὅπως εἰδῇς οὐκέτι ῥάμφος ἀγκύλον ἔχοντα οὐδ ' ὄνυχας ὀξεῖς οὐδὲ πτερά , οἷος | ||
ἐξουσίαν . μισῶ δὲ . . . . . . ἀγκύλον τόξον κρανείας , γυμνάσια δ ' οἰχοίατο . φίλος |
στῆθος ἐπερονῶντο , οὐχ ὡς ἡμεῖς κατὰ τὴν κατάκλειδα τοῦ ὤμου . . τρίγληνα μορόεντα : ἡ διπλῆ ὅτι τρίγληνα | ||
. Κεφ . πβʹ . Ἡ μεσότης κατὰ τοῦ πεπονθότος ὤμου , αἱ δ ' ἀρχαὶ ἐπ ' εὐθείας ἐπὶ |
. διπλῆ καὶ ἔκθεσις εἰς ἰάμβους δύο . Γ τὰν τύλαν : τὸν τύλον τὸν ἀπὸ τοῦ ἀχθοφορεῖν γεγενημένον . | ||
ἀχθοφόροις ἐκ τοῦ βαστάζειν τι συνεχῶς . καὶ Τηλεκλείδης τραχήλου τύλαν εἶπεν . Γ ἴττω Ἡρακλεῖς ] συνίζησις . τὰν |
ἐπιδεῖν χρὴ ἕλκος ἐν κεφαλῇ , ἢν μὴ ἐν τῷ μετώπῳ ᾖ τὸ ἕλκος , ἐν τῷ ψιλῷ τῶν τριχῶν | ||
Νικόδρομον ἐξερεθίσας τὸν κιθαρῳδὸν ὑπωπιάσθη : προσθεὶς οὖν πιττάκιον τῷ μετώπῳ ἐπέγραψε , “ Νικόδρομος ἐποίει . ” τὰς πόρνας |
ὧς Μενέλαος ἔχ ' ἐγγύθεν ὠκέας ἵππους . ὅσσον δὲ τροχοῦ ἵππος ἀφίσταται , ὅς ῥα ἄνακτα ἕλκῃσιν πεδίοιο τιταινόμενος | ||
: πονηρὸν υἱὸν καὶ πατέρα καὶ μητέρα ἐστὶν μαγαδίζειν ἐπὶ τροχοῦ καθημένους : οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν ταὐτὸν ᾄσεται μέλος . |
. . . ἄκρην : σκολιὸν καὶ περιεστραμμένον ἐπισύρεται τὸ οὐραῖον τεινόμενον * ὁμῶς : πάντοτε ὁμοίως ἔμπης * ἐπιτείνεται | ||
, σκόμβρος , θυννίς , κωβιός , ἠλακατῆνες , κυνὸς οὐραῖον τῶν καρχαριῶν , νάρκη , βάτραχος , πέρκη , |
καὶ Θεσπρωτούς . Πόλις δέ ἐστιν Ἠπείρου . Εἰδομένη πλατάνοιο μυουρίζοντι πετήλῳ ] Τῆς γὰρ κατὰ τὴν Πελοπόννησον ἠπείρου ἡ | ||
τῷ κλάδῳ τοῦ φύλλου , τῷ προσπεφυκότι τῷ φύλλῳ : μυουρίζοντι δὲ λεπτοτάτῳ κατὰ τὸ ἄκρον : μυούρους γὰρ ἔλεγον |
οὔτε ἔμμηνα ὁρᾷ . εἰ δὲ ἐν δέρματι μελανῷ αὐτὴν ἐνδήσῃς καὶ περιάψῃς ἀγκῶνι , τριταῖον , τεταρταῖον καὶ πάντα | ||
τὰ ὠά , ἐὰν λάβῃς εἰς ὄνομα τοῦ πάσχοντος καὶ ἐνδήσῃς ῥάκει μελανῷ , καὶ περιάψῃς εὐωνύμῳ βραχίονι , τριταῖον |
στεῤῥότητος , ὡς καὶ χαλκοῦ περιγίνεσθαι καὶ πέτρας καθικνεῖσθαι καὶ θραύειν τὸ ταύτης ἀντίτυπον . Οὗτος καὶ αὐτὸς πρὸς μάχην | ||
καὶ κατὰ τὴν πληγὴν μὴ μόνον τέμνειν , ἀλλὰ καὶ θραύειν τὰς σάρκας καὶ κατὰ τὴν ἀνακομιδὴν τοῦ δόρατος σπαράττειν |
ἐν τοῖς σκιεροῖς ἄγκεσι γινομένης στερεᾶς τε τὴν φύσιν καὶ καυλὸν ἐκτρεφούσης παρόμοιον ταῖς καλουμέναις βουνιάσιν : οἱ δὲ τῆς | ||
καὶ πρὸς στραγγουρίαν τὸ τριχομανὲς ποιεῖ : ἔχει δὲ τὸν καυλὸν ὅμοιον τῷ ἀδιάντῳ τῷ μέλανι , φύλλα δὲ μικρὰ |
τοῦ λάμβδα ϲτοιχείου τὸ ϲχῆμα ἐχούϲαϲ , ἵνα τὸ μὲν ϲτενὸν μέροϲ τοῦ λάμβδα κάτω γένηται , ὡϲ πρὸϲ τῷ | ||
ἐναντίουϲ αὐτοῖϲ καὶ τοῦ κατὰ φύϲιν ἐλάττουϲ κατὰ λόγον ὀνομάζειν ϲτενὸν καὶ βραχὺν καὶ ταπεινόν : τῶν δὲ ἐν πάϲαιϲ |
λύρας καὶ ? [ ] Φρύγιος ? ? [ ] κάλαμος , τὰ δὲ ταύρεα ? ? ? ? τύμπανα | ||
περὶ τὸν Στρυμόνα : σχεδὸν δὲ ἐν τοσούτῳ καὶ ὁ κάλαμος καὶ τὰ ἄλλα . ὑπερέχει δὲ οὐθὲν αὐτοῦ πλὴν |
Ὑδροχόου ζ βο γ Ϛʹ εʹ ὁ ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ γλουτοῦ . . . . . . . . . | ||
η ∠ ʹ εʹ ὁ ἔτι τούτου βορειότερος ἐπὶ τοῦ γλουτοῦ . . . . . . . . . |
ἀπέθανεν , ὡς Ποδαλειρίου υἱὸς διασαπεὶς τὸν πόδα μέχρι τοῦ βουβῶνος καὶ σκωλήκων ζέσας : ὅτεπερ καὶ ἐφωράθη φαλακρὸς ὤν | ||
σκόλοψ δὲ τῷ δακτύλῳ αὐτοῦ ἐμπαρεὶς ὄγκωμα καὶ φλεγμονὴν μέχρι βουβῶνος εἰργάσατο , πυρετὸς δὲ ἐπιγενόμενος αὐτῷ θᾶττον τοῦ βίου |
. Ἀλλὰ μὴν σχῆμά γε οὐδὲν μᾶλλον φῂς εἶναι τὸ στρογγύλον τοῦ εὐθέος , οὐδὲ τὸ ἕτερον τοῦ ἑτέρου . | ||
καὶ κάτω ὑποχώρησις : ἄγρυπνος : καὶ κατὰ σπλῆνα ἔπαρμα στρογγύλον . Ἐνάτῃ , πρωῒ ἐξανέστη , ψόφου περὶ τὴν |
δισύλλαβος ὀξύνεσθαι θέλει , φωτί , θητί , παντί . μεταπλασμὸς δέ ἐστιν ἀπὸ τοῦ τὸ λιτὸν τοῦ λιτοῦ τῷ | ||
, καὶ παρὰ Σοφοκλεῖ ἐν Ποιμέσιν . ἔστι δὲ ἢ μεταπλασμὸς ἢ τῆς Γραίξ εὐθείας κλίσις ἐστίν . εἰσὶ δὲ |
τὸ ὅπου κατὰ τάσιντῇδε . ἔχει καὶ τὸ οὐδαμοῦ , παρακείμενον τῷ οὐδαμός . ] Ἔστι καὶ συνύπαρξις τῶν εἰς | ||
μὲν γὰρ ά συζυγία διὰ τοῦ Φ προάγει τὸν ἐνεργητικὸν παρακείμενον τέτυφα λέλειφα , ἡ δὲ βʹ διὰ τοῦ Χ |
παιπάλην , κόνιν . , στάκτην . . κάμψας ] καμπύλον ποιήσας , καμπτὸν ποιήσας , κλίνας . . . | ||
γνῶσις ἑτέρου πρὸς ἕτερον . ὥσπερ τὸ εὐθὺ πρὸς τὸ καμπύλον ἐφαρμόσαι ἀδύνατον διὰ τὸ τῶν σχημάτων ἀνόμοιον , οὕτως |
γίγαρτα , ἄπιοι , μῆλα , κρόκος , ἀλθαία , ἀστραγάλου ῥίζα , φλόμου , ἕλικες ἀμπέλου , μύρτα , | ||
ἑκάστην πλευρὰν τοῦ ἀστραγάλου : ἔστω δὲ τὰ τρυπήματα τοῦ ἀστραγάλου στοιχεῖα . Διαμνημόνευε δ ' ἀφ ' ἧς ἂν |
φρενῶν : διακναιομένων : τῶν ἀγαθῶν φθειρομένων δεῖ πενθεῖν . κνῆστις γὰρ ἡ μάχαιρα : ἀλλ ' οὐδὲ ναυκληρίαν : | ||
: εἰ γάρ οἱ τις ἐπιψαύσειε πελάσσας , αὐτίκα οἱ κνῆστις μὲν ἐπὶ χροῒ θερμὸν ἔρευθος φοινίσσει , σμώδιξ δὲ |
. Γναθμοῖσι : στάσεσι , σιαγόσιν , τοῖς καταμαγούλοις . γναθμόν : τὸ μάγουλον . Ὀψέ : μόλις . ἀμφαγέρονται | ||
. Γναθμοῖσι : στάσεσι , σιαγόσιν , τοῖς καταμαγούλοις . γναθμόν : τὸ μάγουλον . Ὀψέ : μόλις . ἀμφαγέρονται |
καὶ συριγμοῖς προσέχει . δράκων ] ὄφις . θείνει ] τύπτει . θ Ξ ὀνείδει ] ἐν ὕβρει . ὀνείδει | ||
αὑτὸν ὀνειδίσας τὴν ἀναίδειαν εἰσπηδᾷ , κέκραγεν , ἀπειλεῖ , τύπτει , πάντας ἡγεῖται καθάρματα , μισθὸν ἀξιοῖ νομίζεσθαι τὴν |
Αἴπυτον ἐξελθόντα ἐς ἄγραν θηρίων μὲν τῶν ἀλκιμωτέρων οὐδέν , σὴψ δὲ οὐ προϊδόμενον ἀποκτίννυσι . τὸν δὲ ὄφιν τοῦτον | ||
διὰ τοῦ η γραφόμενα δύο μόνα ἐστίν : θὴψ καὶ σὴψ , εἶδος ὄφεως σῆψιν ἐμποιοῦν : τὰ δὲ λοιπὰ |
εὐστομίᾳ λειπόμενον , εὐδιοίκητον , πεπτικόν . σάρδα ἡ πηλαμὺς ἐπιμήκης , ὠκεάνιος , εὔστομος , δριμύτητι κυβίου προφέρουσα , | ||
πρόσεστιν ἀκανθώδης , ἐχίνῳ θαλασσίῳ ἐμφερής , πλὴν ἐλάττων , ἐπιμήκης : ἄνθη πορφυρᾶ , ἐν οἷς τὸ σπέρμα ὡς |
θαυμαϲτὸν φάρμακον καὶ πίτυοϲ ἢ πεύκηϲ φλοιὸϲ ἢ ἀδίαντον ξηρὸν λεῖον ἢ μυρϲίνηϲ φύλλα κατακεκαυμένα : λεῖα ἐμπάϲϲεται : ποιεῖ | ||
, τὸ μὲν φακοειδὲς ἐπὶ τῷ πέρατι προὖχον ἀμβλὺ καὶ λεῖον [ φακὸν ] ἔχοντα , τὸ δ ' ὀξὺ |
τοῦ ἀπευθυσμένου φλεγμονῆς τῷ μὴ εὐθὺς ἅμα τῷ ἐπερεῖσαι τὸν δάκτυλον ἄλγημα παρακολουθεῖν , ἐξ ἐπιμονῆς δὲ τοῦ θλίβοντος , | ||
δὲ τὸ θηρίον , τῷ δρεπάνῳ τὸν δεδηγμένον εὐθὺϲ ἀποτεμεῖν δάκτυλον καὶ τοῦ κινδύνου τὸ παράπαν ἀπαλλαγῆναι . εἰ δὲ |
πλημνόδετον ἢ θώραξ . τὸ δ ' ἐντὸς τῆς πλήμνης σιδήριον , ὃ τρίβει τὸν ἄξονα , γάρνον ἢ δέστρον | ||
. Λακεδαίμων : Ἔστι καὶ . . . τὸ Λακωνικὸν σιδήριον : στομωμάτων γὰρ τὸ μὲν Χαλυβδικὸν , τὸ δὲ |
τὸ ἐσθίειν γῆν , ἤτοι πηλόν , ὅσοις ὀξώδης χυμὸς ἔγκειται . ἀπό τινος οὖν συμπτώματος ἢ μελαγχολικοῦ χυμοῦ ἢ | ||
, ὡς ὑπ ' εὐφορίας ἀεὶ κακῶν βρίθειν . „ ἔγκειται „ γάρ φησι Μωυσῆς ” ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου |
ὁ δέ πάλιν περισσός : οὐ γάρ ἐστι λέγειν ὅτι ἐδέσμευεν ἀλλὰ χωρὶς ὁ δέ , εἶτα ἔασκεν ἀντὶ τοῦ | ||
σκαλμὸν τὸν εὐήρετμον ἐτροποῦτο καὶ διὰ τοῦ τροπωτῆρος τὴν κώπην ἐδέσμευεν . ἐπεὶ δὲ φέγγος : ἐπεὶ δὲ κατέφθιτο καὶ |
ἅψηταί του τῶν ἐμῶν , εὐθὺς ὁ γενναῖος κριτὴς λευκὴ στάθμη γίνεται . τοῦτο δὲ ὁπόθεν αὐτῷ τὸ πάθος , | ||
φύσεως εὕρηται τὰ βέλτιστα τῶν ὀργάνων , οἷον ἐν τεκτονικῇ στάθμη καὶ κανὼν καὶ τόρνος † τὰ μὲν ὕδατι καὶ |
τῆι ἐν τοῖς ὠιοῖς : ὃν γὰρ ἔχει λόγον τὸ λέπυρον ἐν τῶι ὠιῶι , τοῦτον ἐν τῶι παντὶ ὁ | ||
ἐπὶ παίδων δὲ ποιεῖ καλὰϲ καὶ πυκνὰϲ τὰϲ τρίχαϲ καρύου λέπυρον καυθὲν καὶ τριβὲν καὶ ἐν οἴνῳ καταχριόμενον . Ἄλλο |
ἐς τοῦτο γὰρ ἐπιφορώτερον αὐτὸ ἅμα τῷ ὤμῳ καὶ τῷ βραχίονι κάτω ῥέψαι μᾶλλον , ἢ ἐς τὸ ἄνω . | ||
ξυναυξάνεται . Ἐς δὲ τὸ εὔσαρκον τῇ χειρὶ καὶ τῷ βραχίονι ἡ ταλαιπωρίη τῆς χειρὸς μέγα προσωφελέει : ὅσα γὰρ |
ἔβαλεν . Ἐλήλαται : κρέμαται , ἐκκρέμαται . Δινωτός : στρογγύλος , συστρεπτικός . κύβος : σφαῖρα . ἅμματος : | ||
ἐπιγινομένῳ : ὁ δὲ καρπὸς μέγεθος μὲν ἡλίκον σήσαμον , στρογγύλος δὲ καὶ τῷ χρώματι χλωρός , ἀγαθὸς δὲ διαφερόντως |
ὀστρακοδέρμων ζώων ἔνια : καὶ κάτω δὲ πρὸς αὐτῷ τῷ καυλῷ περιπεφυκότων τινῶν γ ' ὅλῳ , ἐν τούτοις δεδυκότες | ||
δὲ τὴν πόσθην ἀνεπίδετον καταλείποντας , ἵνα μὴ συμφυῇ τῷ καυλῷ , καὶ μετέπειτα σπόγγους ὕδατι ψυχρῷ ἢ ὀξυκράτῳ διαβρόχους |
, ὧν ἐστι κηρύλος , τροχίλος καὶ ὁ τῇ κρεκὶ προσεμφερὴς ἑλώριος . οὗτοι γὰρ ἐν ταῖς εὐδίαις παρὰ τὸ | ||
ἡ κόμη , καὶ διὰ πλῆθος πολιῶν τριχῶν ἀφριζούσῃ θαλάσσῃ προσεμφερὴς καὶ ὑπαργυρίζουσα . ἤκμαζε δὲ οὕτω τὰ εἰς λόγους |
τοῦ λυροφοίνικος καὶ τοῦ ἐπιγονείου , ὃ νῦν εἰς ψαλτήριον ὄρθιον μετασχηματισθὲν διασῴζει τὴν τοῦ χρησαμένου προσηγορίαν . ἦν δ | ||
. . . ! ! ! ! ] πολε [ ὄρθιον ] ⌋ ἰάλεμον ⌊ [ κελαδήσατ ⌋ ⌊ ! |
καὶ ξυνὼν Βρασίδᾳ καὶ φορῶν κράσπεδα στεμμάτων τήν θ ' ὑπήνην ἄκουρον τρέφων ; νὴ Δί ' ἦ μοι κρεῖττον | ||
ἰούλῳ νέον ὑπανθῶν παρὰ τὰ ὦτα καθέρποντι ἢ περὶ τὴν ὑπήνην ἀνέρποντι , ὑπηνήτης , ἐν ἦρι τῆς ὥρας , |
. φαίνεσθαι δὲ συμβέβηκεν πρὸς αὐτὸν τὸν Φωσφόρον ὥσπερ τόξον ὑπόκιρρον τὸ σχῆμα τόδε φέρον . Λέγεται δ ' ἀντιδίσκωσις | ||
, ἐκ τριῶν μάλιστα συγκείμενα μερῶν , ἐν οἷς σπέρμα ὑπόκιρρον , τρίγωνον , πικρὸν ἱκανῶς πρὸς γεῦσιν , οὗ |
κόρακα εἰς τὸ κατάλληλον τρῆμα . ἡ κοινὴ τοῦ τονίου πλινθίου κατασκευή ἐστιν αὕτη , ἐγὼ δὲ καὶ ἄλλως τὸ | ||
τοῦ τρίτου . οἱ δ ' ἐκ τῆς τρίτης τοῦ πλινθίου ἀριθμοὶ οἱ Ϛʹ δʹ αʹ τὴν μεσότητα περιέχουσιν αὐτήν |
: ἔπειτα ἐς ἕνα τῶν ποδῶν , τὸν λελυμένον , ἐνθέντα αὐλὸν ἐκ χαλκείου , φῦσαν ἐσαναγκάζειν ἐς τὸν ἀσκόν | ||
αὐτίκα τις παρατύχῃ , εὐέμβολον . Χρὴ δὲ ὀθόνιον σκληρὸν ἐνθέντα πλάγιον ἐς τὴν καμπὴν τοῦ ἀγκῶνος , ἐξαπίνης ξυγκάμψαι |
πνέει , Ἀφροδίτην προξενεῖ , εὐώδεσι φύλλοις κομᾷ , εὐκινήτοις πετάλοις τρυφᾷ , τὸ πέταλον τῷ Ζεφύρῳ γελᾷ . ” | ||
πρότερος ὁ λύκος αὐτὸς ἀσθενέστερος γίνεται . Λέων ἐπιβὰς πρίνου πετάλοις ναρκᾷ : φοβεῖται καὶ τὸν ἀλεκτρυόνα , καὶ τὸν |
ἐπίχειρα τῆς φιλανθρωπίας ταῦτά σοι ἐγένετο . ἀνθ ' ὧν ἀτερπῆ : Τοῦτό φησιν , ὅτι ἀνθ ' ὧν ἔπραξας | ||
ἔπραξας τολμηρῶς , φρουρήσεις καὶ φυλάξεις καὶ τηρήσεις ταύτην τὴν ἀτερπῆ πέτραν , ὀρθὸς ἱστάμενος ἄϋπνος , οὐδέποτε καθήμενος : |
Κνῆμος ὄνομα κύριον : Φῆμος : Ῥῆμος ὄνομα ποταμοῦ : κημὸς τὸ ἐπιτιθέμενον τοῖς ἵπποις ἐν στόματι : δηλοῖ δὲ | ||
τὸ μὲν ὅλῳ τῷ στόματι τοῦ ἵππου περιτιθέμενον χαλκοῦν ἠθμῶδες κημὸς καλεῖται , τὸ δὲ περὶ τὸ γένειον διειρόμενον ψάλιον |
κάτω γένηται , ὡϲ πρὸϲ τῷ μήλῳ , τὸ δὲ πλατὺ ἄνω πρὸϲ τὰϲ βλεφαρίδαϲ . εἶτα ἐκκοπτέον τὸ λαμβδοειδὲϲ | ||
εἶναι ⋮ Λέγεται καὶ τοῦτο περὶ αὐτοῦ , ὅτι κάρφος πλατὺ καὶ στερεὸν ἐνδακὼν ἑαυτὸν ἐπιστρέφει , καὶ ἀντιπρόσωπος ὁμόσε |
συνεμπρῆσαι νεῶν πρύμνας , πονήσας τὸν πάρος πολὺν χρόνον , τάξον μ ' Ἀχιλλέως καὶ στρατοῦ κατὰ στόμα . οὐκ | ||
στρατιῆς , τῆς οὐδεμία ἔσται ὤρη ἀπολλυμένης , ταύτης χιλίους τάξον κατὰ τὰς Σεμιράμιος καλεομένας πύλας . Μετὰ δὲ αὖτις |
ἐστι παραλαμβάνεσθαι : τούτου τὸ σχῆμα τοιόνδε βαρύ μοι κεφαλᾶς ἐπίκρανον ἔχειν . ὁ δὲ ἀπὸ τῆς μακρᾶς ἀρχόμενος , | ||
σίττυβα μὲν χιτὼν ἐκ δέρματος , διφθέρα δὲ στεγαστὸς χιτὼν ἐπίκρανον ἔχων . ἡ δὲ βαίτη ἔστι μὲν προμήκης χιτών |
: τύπος : τύραννος : τυκάνη , ᾧ ἀλῳῶσι : τύλος : τύλη , τὸ τύλιον : τύχη : τυλὸν | ||
πάντα τὰ σεσυριγγωμένα , ὅλα τὰ ἐξειλημμένα . κἂν φανῇ τύλος ὑποκείμενος , ἀπὸ τῶν ὑγιῶν ἐκτεμνέσθω . ἐὰν δ |
καταδεῖ τοῖς σκέλεσιν , ὁ δὲ οὔτε ἀπαγορεύει καὶ ὀρθὸς ὑπανίσταται καὶ διαλύει τὴν χεῖρα , ὑφ ' ἧς ἄγχεται | ||
ἀσκὸν δὲ ὑπόπλεω πνεύματος συγκρύψας εἰς τὴν εὐνὴν ἠρέμα τε ὑπανίσταται , καὶ ἡσύχως ἑαυτὸν ὑπεξάγει , εἶτα μετέωρός που |
μαχαίρᾳ . Ὅτι ὁ αὐτὸς στρατιώτην ἰδὼν μέγα φρονοῦντα ἐπὶ θυρεῷ κεκοσμημένῳ αἰσχρὸν , ἔφη , Ῥωμαῖον ἄνδρα τῇ ἀριστερᾷ | ||
ἡ τομὴ γίγνεται ὀξυγωνίου κώνου τομή , ἥτις ἐστὶν ὁμοία θυρεῷ . δῆλον οὖν , ὅτι τοιούτου σχήματος διὰ τοῦ |
μέλανοϲ καθιεμένη ἐν δύο που ἢ τριϲὶν ἡμέραιϲ ἀφίϲτηϲι τὸν τύλον . κείϲθωϲαν δὲ ἐν τῇ τρίτῃ τάξει τῶν θερμαινόντων | ||
φησιν , ἔκαμον τὸν ὦμον βαστάζων , ἴστω Ἡρακλῆς . τύλον δὲ ἀρσενικῶς καὶ τύλαν θηλυκῶς ἔλεγον τοῦ ὤμου τὸ |
εἰς τὴν ου δίφθογγον ἔχει τὴν γενικήν , οἷον ἀράχνη ἀράχνης ἀράχνου , λέσχη λέσχης λέσχου , δίκη ἑλλανοδίκης ἑλλανοδίκου | ||
. πρῶτον μὲν γὰρ ἐν τῷ τῆς Δήμητρος ἱερῷ λεπτὸν ἀράχνης ὕφασμά τι διαπεπετασμένον ὤφθη , τὸ μὲν μέγεθος ἔχον |
, καὶ τὸ ἐν τοῖϲ ὕπνοιϲ τὰ λευκὰ τῶν ὀφθαλμῶν φαίνεϲθαι μὴ ϲυμβαλλομένων τῶν βλεφάρων , ἐκτὸϲ εἰ μὴ πολλή | ||
Ϲῦκα λιπαρὰ κόπτοντεϲ ἀκριβέϲτατα , ὡϲ μηδὲν ἀναλλοίωτον ἐν αὐτοῖϲ φαίνεϲθαι , ἔπειτα μίξαντεϲ ἴρινον μύρον βραχὺ καταπλάττομεν . ποιεῖ |
χειρὶ δ ' ἔνθες ὀξύην , λαιόν τ ' ἔπαιρε πῆχυν , εὐθύνων πόδα . ἦ παιδαγωγεῖν γὰρ τὸν ὁπλίτην | ||
παλαιστὴν αʹ , ὅ ἐστι πήχεως Ϛʹʹ . Ἐὰν δὲ πῆχυν ἐπὶ δάκτυλον , ποίει χυδαῖον δάκτυλον αʹ , ὅ |
, ἵνα μὴ συναπτόμεναι πρὸς ἀλλήλας αἱ καταλήγουσαί τε εἰς τραχὺ γράμμα καὶ αἱ τὴν ἀρχὴν ἀπό τινος τοιούτου λαμβάνουσαι | ||
βίας , ἐπεὶ τίκτουσιν ἐκτὸς ἀλγηδόνος ἁπαλήν ] τὴν μηδὲν τραχὺ καὶ βίαιον ἔχουσαν : ἀλύπως γὰρ τίκτουσιν ἁπαλήν ] |
ἔσω : τὸ ὁλόκληρον τινὲς τοῦτο φασὶ ἀπόπροθι τοῦτο εἰκὸς ὀξύτερον εἰπεῖν ? ? ? τὸν χορόν : διὸ ? | ||
προσετέθη , καὶ καλεῖται διψὰς τὸ θηρίον , θάνατον δὲ ὀξύτερον ἐπάγει οἷς ἂν ὑπάρξειεν πληγῆναι παρ ' αὐτοῦ , |
δ ' εἶναι σταδίους ὀκτακοσίους τετταράκοντα , λογιζόμενος τριακονταστάδιον τὴν σχοῖνον : ἡμῖν μέντοι πλέουσιν ἄλλοτ ' ἄλλῳ μέτρῳ χρώμενοι | ||
εὖρος μὲν σχοίνων ἑκατὸν μῆκος δὲ διπλάσιον , τιθεὶς τὴν σχοῖνον τετταράκοντα σταδίων : πρὸς ὑπερβολὴν δ ' εἴρηκεν : |
ἀγγεῖον μετεωρίϲαντεϲ ὑποβαλοῦμεν βελόνην διπλοῦν ἔχουϲαν λίνον κόψομέν τε τὴν διπλόην καὶ διελόντεϲ φλεβοτόμῳ κατὰ μέϲου τὴν φλέβα κενώϲομεν , | ||
. καὶ ταύτην οὖν ἔστιν εὑρεῖν ἐπὶ τῆς ψυχῆς τὴν διπλόην : ὁ μὲν γὰρ ὕπνος οἷον ἕξις τις τῆς |
γὰρ τὸ πάθος , βαρυτόνως δὲ τὸ σχοινίον καὶ ὁ βρόχος . Γ ἀγχονὴ τὸ πάθος , ἀγχόνη τὸ σχοινίον | ||
τοῖς τῆς τάσεως αἰτίοις . εὐθετεῖ δ ' οὗτος ὁ βρόχος πρὸς ἀπότασιν σφυροῦ καταρτιζομένου . Ὁ βρόχος ὁ καλούμενος |
εἶτα κούφωϲ ἀμυχαῖϲ χρηϲάμενοϲ καὶ κρομύῳ ἢ ϲκίλλῃ ἢ ϲυκῆϲ φύλλῳ ἀναξύϲαϲ ἐπίχριε ἀνατρίβων τὸ φάρμακον , καὶ λουϲαμένῳ , | ||
πετήλῳ ] Τῆς γὰρ κατὰ τὴν Πελοπόννησον ἠπείρου ἡ περίμετρος φύλλῳ πλατάνου ἔοικεν , ὁ δὲ ἰσθμὸς τῷ κλάδῳ τοῦ |
. χηλῆς : ὁπλὴ , χηλὴ καὶ ὄνυξ διαφέρει : ὁπλὴ μὲν λέγεται ἡ στρογγύλη καὶ ἄσχιστος ὄνυξ , οἷον | ||
: σχηλή τις οὖσα . παρὰ τὸ διεσχίσθαι , ὥσπερ ὁπλὴ , ἀντὶ τοῦ ἁπλῇ . Χαραδριός . ὁ ἡδόμενος |
παραληγόμενα σπάνιά ἐστι μονογενῆ ὄντα : οἷον , λύκος : κρίκος : Μύκος , ὄνομα ἔθνους . Εἰς κος λῆγον | ||
, τὸ δὲ ῥάμμα κεχαλασμένον ἁμματιζέσθω , ἵνα φανῇ ὡς κρίκος . ταῖς δ ' ἑξῆς ἡμέραις παράγεται τὸ ῥάμμα |
, καὶ στρόφιον καὶ ὀπισθοσφενδόνην παρ ' Ἀριστοφάνους . καὶ σφενδόνη δέ τι ἐκαλεῖτο καὶ ἀναδήματα καὶ κάλαμος καὶ καλαμὶς | ||
ὅτε δὲ ἀντέστρεφε πάλιν , ἐγίνετο ἐμφανὴς τοῖς οὖσιν . σφενδόνη δέ ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ δακτυλίου . ἦν δὲ |
τοῦ λόγου πίστις : ἔνθα τραχύς ἐστι τῆς μήτρας ὁ χιτών , ἐκείνοις μόνοις συνδεῖται . ἔχει δ ' ὕλας | ||
τοὐντεῦθεν ἐπεκάλυπτε χλαῖνα τὰ κάτω τοῦ σώματος . λευκὸς ὁ χιτών : ἡ χλαῖνα πορφυρᾶ : τὸ δὲ σῶμα διὰ |
τὴν ἡμέραν τε καὶ τὴν ὁδόν . μία τε οἷον ζώνη διὰ παντὸς τοῦ ἀέρος ἦγεν εἰς τὸ ἱερὸν κατ | ||
ἐπεζεύχθωσαν αἱ ΚΞ ΞΜ . Ἐν μὲν ἄρα κόσμῳ μέση ζώνη ἐστὶν ἡ ΚΑΜ , ἐν δὲ γῇ ἡ ΟΕΠ |
ὅσσα ἠέρι συννήχονται . . . . . . καὶ πλατὺς ἀὴρ μηναῖός τε δρόμος καὶ ἀείπολος ἠελίοιο . τῶν | ||
ἐκπίπτων παντελῆ ποτε . Ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάττῃ γίνεται ἰχθὺς πλατὺς τὸ σχῆμα κατὰ τὴν βούγλωττον , ὥς φασι . |
ἰᾶται . μετὰ δὲ οἴνου πωθεῖσα ἴκτερον παύει . * ὑδρηλήν : χλωράν , ὑγράν χλωράν * καλάμινθον : ὄνομα | ||
ῥαγδαῖον . * πολυρραγέους : ῥευματώδους * δίνας : συστροφάς ὑδρηλήν : χλωρὰν ἢ ὑγράν : ἢ ὑδρηλὴν δὲ εἶπεν |
' ἐκ πολλοῦ δεδοικότα Μακεδόνας περὶ τῶι βραχίονι κρίκον περικεῖσθαι πεφαρμαγμένον . εἰσὶ δ ' οἵ φασι συσχόντα αὐτὸν τὸ | ||
λαβὼν ἡδέως πίνει : τὸ δὲ ποτὸν ἄρα ἦν μελίκρατον πεφαρμαγμένον . ἡ δὲ πεπωκότα ὡς εἶδεν , λαμπρὸν ἀνωλόλυξε |
ἀριστεροῦ δὲ τὸ ἐναντίον : τοῦ δὲ κάτωθεν , ὅπερ ἐπίκειται τῇ ἀρχῇ τοῦ ἀπευθυσμένου , σκυβάλων δυσοδία καὶ ἐποχὴ | ||
: Ἐν μέντοι , φησί , τοῖς ἀκριβεστέροις ἀντιγράφοις ὀξεῖα ἐπίκειται τῇ πρώτῃ συλλαβῇ κατὰ τὸ λόχμη , λόγχη , |
' ὧν μὲν διὰ βάθους μὴ ἔφθαρται τὸ ὀστέον , ἀνθεμίδος φύλλα μασηθέντα καὶ ἐπιτεθέντα ἢ αἰγίλωπος τοῦ ἐν τοῖς | ||
ῥαβδίον ξυλῶδες , ἐπ ' ἄκρου ἔχον ἄνθος μήλινον ὥσπερ ἀνθεμίδος : κεφάλιον περισχιδές : ἔχει δὲ φυλλάρια ἀστέρι ὅμοια |
Ἀττικῶς . παγετῶδες καὶ ψυχρόν . προσβολὴ σιδήρου : τὸ στόμωμα τὸ προστιθέμενον ἐπ ' ἄκρῳ τῷ σιδήρῳ ἐν ἐργαλείοις | ||
βίαν ὑποστῆναι . διὸ καὶ τότε τρισχίλιοι μὲν ὄντες οἱονεὶ στόμωμα καθειστήκεισαν πάσης τῆς δυνάμεως . Ἀντίγονος δ ' ὁρῶν |
καὶ αἰξὶ καὶ προβάτοις . τούτῳ δὴ ἕπεται τὸ ἔχειν ἐχῖνον ἢ τὸ μὴ ἀμφόδουν εἶναι . εἰ οὖν τις | ||
εἰς τὸ στόμα σὺν τῷ κελύφει βρύκειν τοῖς ὀδοῦσι τὸν ἐχῖνον . δυσχρηστούμενον οὖν τῇ βρώσει καὶ οὐ συνιέντα τὴν |
ἔχουσι τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον , λευκὸν καὶ λευκότερον , σιμὸν καὶ σιμώτερον , ἡ δὲ οὔ . κακῶς δὲ | ||
, ὥστε τὰς πάντοθεν ὀσμὰς προσδέχεσθαι . Τὸ δὲ δὴ σιμὸν τῆς ῥινὸς πῶς τοῦ ὀρθοῦ κάλλιον ; Ὅτι , |
δεξιᾷ χειρὶ κατέχειν , τὴν καμπὴν δὲ αὐτοῦ τοῖς δακτύλοις κρύψαντα τῇ εὐωνύμῳ χειρὶ πρᾴως συνεισφέρειν καὶ καταπείρειν εἴς τινα | ||
οὐδὲ ἀνερωτώμενος , τὴν μὲν ἤλεγχε ψευδομένην , τὸν δὲ κρύψαντα . καὶ ὁ Βροῦτος τὸν μὲν νεανίαν ἀπεδέξατο τῆς |
πρὸς κράτημα τῆς εὐθείας , ἅμα δὲ συναπευθύνουσαν τὸν διαστραφέντα μυκτῆρα , μετὰ δὲ ταύτην ἄλλην συντελέσας περιείλησιν , τὸ | ||
ἐστι : μαζοὶ δὲ αὐτῷ πρὸς ταῖς μασχάλαις εἰσί : μυκτῆρα δὲ κέκτηται χειρὸς παγχρηστότερον καὶ γλῶτταν βραχεῖαν : χολὴν |
τέλος ] ἔχει πλήρωμα . . ἄτολμος ] δειλὸς , ἀπρόθυμος . . δειλὸς οὐ τολμῶ . . εἰμι ] | ||
[ ? δριμεῖα ] ἡ λέξις . κατασκευή ἄτολμος ] ἀπρόθυμος βίᾳ ] βιαίως ἐπιρρηματικῶς φάραγγι ] ἤτοι τῷ ὄρει |
τέσσαρας . πίσυνοι πεποιθότες . πιθήσας πιστεύσας . πίνακας τὰ θραύματα τῆς νεώς . πινυτήν φρόνησιν . πιτνάς ἐκτείνων : | ||
: πινδηρα , ἄροτρον : Πίνδος ὄρος Θεσσαλίας : πίνδακας θραύματα σανίδων : σκινδαλαγμός : σκίνδιον τὸ λευκόν : φυγίνδα |
, νῆστίν τινα , μήτραν , χόρια , πῦον , λάβρακος κρανίον εὐμέγεθες . ὁ δὲ Γαίσων , οὗ Ἀρχέστρατος | ||
. Ἀνδρῶν ἐπακτῶν πᾶσα γάργαρ ' ἑστία . Οὐ κρανίον λάβρακος , οὐχὶ κάραβον πρίασθαι , οὐκ ἔγχελυν Βοιωτίαν , |
, δυσχερές , δύσπρακτον , δύσπορον ἄπορον , δυσαγώνιστον , δυσκατέργαστον , ἐργῶδες , ἐπαχθές , βαρύ , φορτικόν , | ||
τούτων τὴν μὲν ἐδωδὴν ἡδεῖαν ἔχει , βαρεῖαν δὲ καὶ δυσκατέργαστον . διὸ καὶ ταριχεύεσθαι δύναται μάλιστα καί ἐστι τῶν |
, τοῦ υ ψιλοῦ ἐπιφερομένου ἢ τοῦ α , οἷον βρύτηρ λέγοντες ἀντὶ τοῦ ῥυτήρ , καὶ βράκος ἀντὶ τοῦ | ||
, τοῦ υ ψιλοῦ ἐπιφερομένου ἢ τοῦ α , οἷον βρύτηρ λέγοντες ἀντὶ τοῦ ῥυτήρ , καὶ βράκος ἀντὶ τοῦ |
οὐσία , ἐνέργεια καὶ χρεία . Ὁ τράχηλος λέγεται καὶ τένων καὶ αὐχήν : καὶ τὸ μὲν ἔμπροσθεν αὐτοῦ κατακλεῖδες | ||
καὶ γέρων γέροντος , καὶ ὡς σθένων σθένοντος οὕτω καὶ τένων τένοντος . Τὰ εἰς ων βαρύτονα προηγουμένου ἀμεταβόλου παρώνυμα |
. Ἄφρονος ἀνδρὸς ὁμῶς καὶ σώφρονος οἶνος , ὅταν δή πίνηι ὑπὲρ μέτρον , κοῦφον ἔθηκε νόον . Ἐμ πυρὶ | ||
σίγα μόνον . χαλεπὸν τόδ ' εἶπας , ὅστις ἂν πίνηι πολύν . ἰδού , λαβὼν ἔκπιθι καὶ μηδὲν λίπηις |
ἢ μολύβδινον διϲκάριον , φηϲί , παχύτερον , ὡϲ οἱ ϲπόνδυλοι , μεῖζον τοῦ γαγγλίου ἐπιτίθει καὶ δέϲμει : τῷ | ||
ἄρθροιϲ ἀρθρῖτιν αὐτὸ καλεῖν εἰώθαϲιν , ἐφ ' οὗ καὶ ϲπόνδυλοι καὶ ϲπάθαι καὶ ϲιαγόνεϲ καὶ πᾶν ὁτιοῦν ἄρθρον τῇ |
βοὸς ἐπιτείνονται , μηκίστης ἐν τῷ μέσῳ ῥάβδου κειμένης : ἀπαρτῶσι δ ' αὐτῆς μήρινθόν τε καὶ ὕσπληγα , καί | ||
ὑπὲρ τὴν κεραίαν ἄτρακτος , οὗ καὶ αὐτὸν τὸν ἐπισείοντα ἀπαρτῶσι . καὶ ὁ μὲν μέγας καὶ γνήσιος ἱστὸς ἀκάτειος |
ἐπίμικτόν τε καὶ δυϲερμήνευτον οὐχ ἁπλῶϲ ψυχρὸν ἀποφήναϲθαι τὸ ὄξοϲ ϲυγχωρεῖ : αἰϲθανόμεθα γάρ τινοϲ ἐν αὐτῷ πυρώδουϲ δριμύτητοϲ θάλψιν | ||
ϲφοδρῶϲ ἐμψύχει . καὶ προϲεναλειφόμενον τὸ ἐλαιῶδεϲ τοῖϲ ϲώμαϲιν οὐ ϲυγχωρεῖ αὐτὰ βλαβῆναι ὑπὸ τοῦ ψυχροῦ . ἅμα τε καὶ |
Τεύκριος : πόα ῥαβδοειδὴς παρέοικε χαμαίδρυϊ , λεπτόφυλλος , ἔχουσα ἐρεβίνθῳ τὸ πέταλον ὅμοιον . φύεται δὲ πλείστη ἐν Λυκίᾳ | ||
: θάμνος μικρὸς ἐπὶ γῆς , φύλλοις καὶ κλωνίοις ὅμοιος ἐρεβίνθῳ : ἄνθη πορφυρᾶ , μικρά : ῥίζα δ ' |
ἐν τῇ θυμιάϲει προϲεοικὸϲ τῷ ὄνυχι . Ἐλλέβορον μέλανα μὲν ἐκλέγου εὔτροφον λεπτὴν ἔχοντα τὴν ἐντεριώνην , δριμὺν ἐν τῇ | ||
συνεστός . δολοῦται δὲ καὶ σαρκοκόλλῃ καὶ κόμμει μιγνυμένοις : ἐκλέγου δὲ τὸν διαυγῆ καὶ δριμύν . δυσδοκίμαστος δ ' |
τοῦ ὅρμου Ἀττικῶς . ὡς πρός τινα ἀπό τινος . βάλανος : Ἡ περόνη . ταῦτα δὲ πάντα εἰς τὸ | ||
εἰς τὴν βαλανοδόκην τῶν πυλῶν ἄμμον προενέβαλεν , ὅπως ἡ βάλανος ἔξω μένῃ καὶ μὴ ἐμβάλληται εἰς τὸ τρύπημα . |
καὶ μολυβδίδας χειροπληθεῖς ἐν ταῖν χεροῖν ἔχοντες . εἶτα περὶ ἀκοντίου βολῆς εἰς μῆκος ἁμιλλῶνται . εἶδες δὲ καὶ ἄλλο | ||
τοῖς συνθεωμένοις δρῶν , ἀλλ ' εἰς τὴν ὁδὸν τοῦ ἀκοντίου ὑπελθών , σαφῶς δηλοῦται παρὰ τὴν αὑτοῦ ἁμαρτίαν περισσοτέροις |
τὴν τοιαύτην παροιμίαν . Κάθαμμα λύεις : παροιμία ἐπὶ τῶν δύσλυτόν τι λύειν ἐπιχειρούντων . Λόγιον γὰρ τοῖς Φρυξὶν ἐκπεπτώκει | ||
τοὺς Εὐριπίδους χρόνους ] . παροιμιῶδες οὖν ἐστιν ἐπὶ τῶν δύσλυτόν τι ἐπιχειρούντων λῦσαι . * * Μαρσύας δὲ ὁ |
μόνον οὕτως ἐσχημάτισε , νεοίη ἀντὶ τοῦ νεότης . . ἀμφίθετος φιάλη : ἡ διπλῆ πρὸς τὴν ἀμφίθετον , ὅτι | ||
παρέχουσα : μείζων γὰρ τοῦ ποτηρίου . ἡ δὲ [ ἀμφίθετος καὶ ] ἀπύρωτος ἢ ψυχρήλατος ἢ ἐπὶ πῦρ οὐκ |
ἐκεῖνο ἔνεστιν εἰπεῖν , ὅτι τοῦ ἡλίου ἐπὶ τοσοῦτον διάστημα ἐκτεταμένου , ἔνια μὲν αὐτοῦ τῶν ποδιαίων μερῶν τηλικαῦτα φανήσεται | ||
ἀναγινώσκεσθαι ἡ ἀνοία ἀντὶ τοῦ ἄνοια , διὰ τὸ μέτρον ἐκτεταμένου Ἀττικῶς τοῦ α : ἔστι δὲ τὸ σχῆμα καινοπρεπές |
μου θερμαίνω ἐκ τοῦ κρύους . ” μετὰ μικρὸν δὲ ἐδέσματος θερμοῦ προσενεχθέντος ὁ ἄνθρωπος πάλιν ἐπιφέρων τῷ στόματι τὸ | ||
ἔχοντος δύναμιν , τῆς δ ' οὐσίας αὐτῆς στασίμου τυγχανούσης ἐδέσματος . μελαγχολικὸν δὲ τὸ πλέον ἥδε γεννᾷ χυμόν , |
περιθλασθὲν καὶ ἀποπτηθὲν μετὰ τοῦ τηρεῖν τὴν ποιότητα προσλαμβάνει τὸ εὐκατέργαστον . εἰ δὲ ἑφθὸν αὐτό τις βούλοιτο λαβεῖν , | ||
εὐχερές , εὔκολον , εὐπετές , εὔπρακτον , ἄπονον , εὐκατέργαστον , ἁπλοῦν τε καὶ ἀπάνουργον , καὶ εὔτροπον καὶ |
, καὶ ἐσθίει καὶ ἐξελκοῖ τὰ αἰδοῖα , καὶ ἡ ὑστέρη ἀνελκοῦται , καὶ τὰ πέριξ καὶ τοὺς μηροὺς καὶ | ||
, μάλιστα δὲ τῆς ὑστέρης . Καὶ ἢν τεκούσῃ ἡ ὑστέρη ἐξανεμωθῇ , ἧπαρ ὄϊος ἢ αἰγὸς ἐς τέφρην κρύψαι |