τελέως ἡμεῖς τε καὶ ἅπασα ἡ πόλις , ἡτισοῦν ὑμῖν ἐπιτρέποι δρᾶν τὰ νῦν λεγόμενα , πρὶν κρῖναι τὰς ἀρχὰς
τῷ δὲ πένητι , εἰ καὶ κυβερνητικώτερος εἴη , μὴ ἐπιτρέποι Πονηράν , ἦ δ ' ὅς , τὴν ναυτιλίαν
6132690 μεταδοτεον
οἷον νενεκρωμένον καὶ ϲεϲηπόϲ , ὥϲτε οὐδέποτε παρόντοϲ ὕδατοϲ ἑτέρου μεταδοτέον τούτου τοῖϲ ἀϲθενοῦϲι . καὶ περὶ δὲ τὴν γῆν
τὰ τῆς πόλεως πράξειν ὀρθῶς καὶ καλῶς , ἀρετῆς σοι μεταδοτέον τοῖς πολίταις . Πῶς γὰρ οὔ ; Δύναιτο δ
5963229 ἀνασταιη
αὐτῶν . πέσοι τοιοῦτόν μου πτῶμα ἡ ψυχὴ καὶ μηδέποτε ἀνασταίη ἐπὶ τὸ ἵππειον καὶ σκιρτητικὸν πάθος , ἵνα θεοῦ
τὰ πράγματα ῥᾴστην τε καὶ ἀκινδυνοτάτην , εἴ τις αὐτοῖς ἀνασταίη πόλεμος ἐκ τῶν πλησιοχώρων πόλεων . εἰς γὰρ τοῦτον
5936212 ἠρεσκοντο
διοίδαινον τὰς ψυχάς , καὶ οὔτε ταῖς εὐφημίαις τοῦ δήμου ἠρέσκοντο , ἐβαροῦντό τε αὐτῶν αὐτὴν τὴν εὐγένειαν , καὶ
ἀκροάματα σπουδὴ φιλονείκως ἑκάστοτε ἐμερίζετο : καὶ οὐδενὶ ἀμφότεροι ὁμοίως ἠρέσκοντο , ἀλλὰ πᾶν τὸ τῷ ἑτέρῳ φίλον τῷ ἄλλῳ
5935560 ἐγκαθημενα
ὡϲ ἀποϲτῆναι τὸ πεπονθὸϲ ὀϲτοῦν . ῥᾳδίωϲ οὖν ἀναπλεύϲει τὰ ἐγκαθήμενα τῶν ὀϲτῶν , εἰ μήκωνοϲ ἀγρίαϲ καὶ ϲυκῆϲ φύλλα
καὶ τὰ ἐμπνευματοῦντα , καὶ τὰ παρεμπλαστικὰ , ἢ ἄλλως ἐγκαθήμενα τοῖς σώμασιν ἐπιμόνως : πονήσασα γὰρ ἡ γαστὴρ ἐπὶ
5896717 συνδεσις
τοῦ ἓν μόνον ἐπαγγελλομένου . καὶ ἡ γινομένη ἐν αὐτοῖς σύνδεσις οὐκ ἂν δύναιτό ποτε ἀπὸ τῶν μαχομένων παραληφθῆναι ,
, ἀνάκρασις , σύνδεσμος . ταῦτα μόνα : ἡ γὰρ σύνδεσις σκληρόν , κἂν Πλάτωνος ᾖ . τὰ δ '
5865460 Σικυος
ἀχίλλειον σιδηρῖτιν : πλεονεκτεῖ δὲ τῇ στύψει τῆς προειρημένης . Σίκυος ὁ ἐδώδιμος ὁ μὲν ἤδη πέπων λεπτομερεστέρας οὐσίας ἐστίν
ἐπίλεγε ὡς γνωρίζων ἕκαστα τῶν ἐν τῷ κόσμῳ συμβαινόντων . Σίκυος πικρός ; ἄφες . βάτοι ἐν τῇ ὁδῷ ;
5863762 ἀδιαλυτος
γὰρ σώματος διαμονὴ μεταβολή , καὶ τοῦ μὲν ἀθανάτου , ἀδιάλυτος , τοῦ δὲ θνητοῦ μετὰ διαλύσεως . καὶ αὕτη
ἐπίβουλα , πρὸς τίνα δὲ αὐτοῖς ἀνοχαὶ καὶ οἷον σύμβασις ἀδιάλυτος . λέων μὲν γοῦν , εἰ μὲν ταύρωι μάχοιτο
5845532 παρυδρα
καὶ ὁ βάτος καὶ ὁ παλίουρος ἔνυδρά πώς ἐστιν ἢ πάρυδρα , καθάπερ ἐνιαχοῦ , φανεραὶ σχεδὸν καὶ αἱ τούτων
μὲν εὐαυξῆ τὰ δὲ δυσαυξῆ . εὐαυξῆ μὲν τά τε πάρυδρα , οἷον πτελέα πλάτανος λεύκη αἴγειρος ἰτέα : καί
5806300 ποιητεα
τὴν ἀνδρείαν περὶ τὰ ὑπομενητέα , τὴν φρόνησιν περὶ τὰ ποιητέα καὶ μὴ καὶ οὐδέτερα : ὁμοίως τε καὶ τὰς
ἐὼν τυράννῳ συγκατεργάζεται : ὑμῖν δέ [ γε ] οὐ ποιητέα , εἴ περ εὖ τυγχάνετε φρονέοντες , ἐπισταμένοισι ὡς
5800825 στυγεις
τὸν Ἥφαιστον εἰς θυμόν . ἔχθιστον ] ἐχθρότατον . οὐ στυγεῖς ] οὐ μισεῖς . . ἔχθιστον ] ἀπὸ τοῦ
σύμβουλον δέχῃ , ἐάν τε νουθετῇ τις εὐνοίᾳ λέγων , στυγεῖς πολέμιον δυσμενῆ θ ' ἡγούμενος . Ὅμως δὲ λέξω
5787923 πιλιδιον
χωρὶς πίλου εἰσάγουσι τὸν Τήλεφον . τὸ δὲ τοῦ Τηλέφου πιλίδιον , τὸ νῦν λεγόμενον καμαλαύκιον . Γ πρὸς τοὺς
ἐν Τιμαίῳ Πλάτων . πιλῆσαι συμπιλῆσαι , συμπίλησις , πιλίον πιλίδιον . οὐ μόνον δὲ ὁ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἐπιτιθέμενος
5779204 πεμπταια
ὥρας βʹ γʹ ιεʹ , τεταρταία ὥρας γʹ εʹ , πεμπταία ὥρας δʹ , ἑκταία ὥρας δʹ ∠ ʹ δʹ
ὁμοίαν ἀναπληροῖ ἡ τοῦ μηνός . οἷον ἐὰν τριταία ἢ πεμπταία ἤτοι ἀπὸ τῆς συνόδου ἢ πανσελήνου , ἔκτοτε ἔσται
5771887 ἐσθιοι
, ὥσπερ ἂν εἴ τις , ἔφη , ἑφθὸν τρίβωνα ἐσθίοι . ἐπαινοῦντος δ ' ἄλλου τὰ τῶν θύννων ὑπογάστρια
ἐφ ' ὑστέραν , καὶ τὸ παιδίον , εἰ τοῦτο ἐσθίοι ἡ τιτθή , κίνδυνος ἐπιληπτικὸν γενέ - σθαι ,
5732733 ῥοφημαϲι
δὲ αὐτοῖϲ καὶ ϲτέαρ ἐλάφου πρόϲφατον τηκόμενον καὶ ϲυνεψόμενον τοῖϲ ῥοφήμαϲι , βηχὸϲ δὲ χαλεπῆϲ ἐνερειδούϲηϲ , καὶ θύμοϲ λεῖοϲ
, ἵνα μὴ πάλιν ἀναρραγῇ τὰ κολληθέντα καὶ τοῖϲ μὲν ῥοφήμαϲι ϲυμπλέκειν τὰ ἠρέμα ϲτύφοντα , οἷον φοίνικαϲ καὶ τὰ
5728677 Ναννακου
τοῦ γραμματιστέωκαὶ τοιηκὰς ἠ πικρή τὸν μισθὸν αἰτεῖ κἢν τὰ Ναννάκου κλαύσω οὐκ ἂν ταχέως λήξειε : τήν γε μὴν
ἱκέτευεν . Ἡρώδης δὲ ὁ ἰαμβοποιὸς φησὶν : Ἵνα τὰ Ναννάκου κλαύσῃ . Τὰ τρία τῶν εἰς τὸν θάνατον :
5725449 θεραπευεται
εἰς τὰ σφαιρώματα : τινὲς δὲ καλοῦσιν αὐτὸ μελανθράκην . θεραπεύεται δὲ διὰ ψιλοῦ καταπλάσματος καὶ φαρμάκου . Βουβών ἐστι
ταῖς ἄλλαις πολυτελείαις , ἃς πλοῦτος χορηγεῖ , σεμνοποιεῖται καὶ θεραπεύεται , οὐ πρὸς ἐλευθέρων μόνον ἀλλὰ καὶ εὐπατριδῶν καὶ
5720253 ἀνημμενα
[ Ἐρεψάμενοι δάφνῃ μέτωπα κτλ . ] Ἐξ ἧς δάφνης ἀνημμένα ἦν τὰ σχοινία τῆς νεώς . Οὐ ποιητικῶς δὲ
πολύβροχ ' ἁμμάτων ἐρείσμαθ ' Ἡράκλειον ἀμφὶ δέμας τάδε λαΐνοις ἀνημμένα κίοσιν οἴκων . ὁ δ ' ὥς τις ὄρνις
5702705 διδοιη
τε ἐβούλετο εἶναι τοῖς μέγιστα δυναμένοις , ἵνα ἀδικῶν μὴ διδοίη δίκην . ἐπὶ δὲ τὸ κατεργάζεσθαι ὧν ἐπιθυμοίη συντομωτάτην
μᾶλλον ἐκεῖνο ἢ αὐτὸ οὐσία : εἰ δὲ μὴ οὐσίαν διδοίη , ἀλλ ' οὖν τῶν ὄντων καὶ ὄν .
5681644 καλλωπισμος
ἔπαινος , σεμνολογία , λαμπρότης , φαιδρότης , κόσμος , καλλωπισμός , σύστασις , γνωρισμός , εὐφημία . τὰ δ
ἐνταῦθα . χρυσεοστόλμους ] χρυσῷ κεκαλλωπισμένους : στολμὸς γὰρ ὁ καλλωπισμός . κἀμὸν ] ἤγουν καὶ ἐμοῦ . εὐνατήριον ]
5672813 συγκεχωρημενα
ποῖα , ὦ Σώκρατες , ἕτερα λέγεις , ἃ μήπω συγκεχωρημένα δεδήμευται περὶ τὸν αὐτὸν τοῦτον λόγον ; Ὁπόταν ,
, τοῦτο γὰρ ἀμφισβητεῖται , τὰ δ ' ἄλλα ὡς συγκεχωρημένα τῇ φύσει τίθεται . Καίτοι τὰ καθόλου καὶ κοινὰ
5670398 μεθησομαι
κομίζετε . οὐ δῆτ ' , ἐπεὶ τοῦδ ' οὐ μεθήσομαι νεκροῦ . ἔκριν ' ὁ δαίμων , παρθέν '
τὸν οὐρανόν γ ' . ὡς τόνδ ' ἐγὼ οὐ μεθήσομαι . ταῦτα δῆτ ' οὐ δεινὰ καὶ τυραννίς ἐστιν
5669452 ἀνεχοιτο
ἰσημερινὴν ὥραν ἐπιμενέτω , ἔπειτα λουέσθω . εἰ δὲ μὴ ἀνέχοιτο δακνομένη , πρὸ τῆς εἰς θερμὸν ἐμβάσεως λιπαινέσθω τὰ
συμβάλλεσθαι , λίαν ἄφιλον φαίνεται . ὥσπερ γὰρ εἰ ἐκεῖνος ἀνέχοιτο μὴ κοινοῦσθαι ἑαυτῷ τὰ τῶν ἀπογόνων καὶ φίλων ,
5664222 διαυθαιρετα
, ὡς εὐγένειαν . Ἔτι τῶν ἀγαθῶν τὰ μὲν εἶναι διαυθαίρετα μόνον , ὡς ἡδονὴν καὶ ἀοχλησίαν : τὰ δὲ
' αὑτὰ φευκτά , καὶ τὰ τῆς ψυχῆς ἀναγκαῖον μέρη διαυθαίρετα ὑπάρχειν , καὶ τὰς ἀρετὰς αὐτῶν καὶ τῆς ὅλης
5657009 σκληροσαρκος
ἐγκεκλεισμένος πολλοῖς ἐγκάτοις εὔστομος , ἐπιπολαστικός , εὔφθαρτος . σινόδους σκληρόσαρκος μέν , οὐκ ἀτρύφερος δέ , εὔχυλος , εὐδιοίκητος
' ἐστίν : λείπονται δὲ τούτων αἱ παραιγιάλιοι . φάγρος σκληρόσαρκος , δύσφθαρτος , οὐκ εὐέκκριτος . χρύσοφρυς λευκόσαρκος ,
5655664 προσγιγνεσθαι
καὶ θεωρία , δι ' ἐκείνην δὲ καὶ τοῖς ζώοις προσγίγνεσθαι ἡδονὴ καὶ λύπη καὶ αἴσθησις καὶ φαντασία . δυοῖν
οὔ ; Μὴ ὄντι δέ τι τῶν ὄντων ἆρά ποτε προσγίγνεσθαι φήσομεν δυνατὸν εἶναι ; Καὶ πῶς ; Ἀριθμὸν δὴ
5648351 ἀλσινη
πέπων , φακὸς ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων . Ἀκακία , ἀλσίνη , ἀνδράχνη , ἀρνόγλωσσον , ἀτράφαξυς , βάτου τὰ
ἡ ῥίζα μετρίως , καὶ ἡ πόα καταπλασσομένη μετρίως , ἀλσίνη χωρὶς στύψεως , ἄπιοι καταπλασσόμεναι μετρίως , βουβώνιον ἄνευ
5646130 ἠδικηκε
ἡ γυνὴ μὴ πεινήσει : ὥστ ' εἰ καὶ σφόδρα ἠδίκηκε , κεκόλασται . καὶ μέχρι θέρους γε δώσει ταύτην
, δίκαια δὲ ἔχοντι λέγειν ὁ δοὺς τὴν ἐπιστολὴν οὐκ ἠδίκηκε τὸν δικαστήν . εἰ γὰρ αὐτὸς αὑτὸν παρακαλεῖ τῷ
5644467 βλακεια
γάρ ἐστιν ὁ μαλθακευόμενος ἐν ὑποκρίσει τὸ σῶμα : καὶ βλακεία ἡ μεθ ' ὑπεροψίας ὁμιλία . συντεταγμένως : Σπουδαίως
στοχαζόμενον τῆς σωματικῆς εὐμετρίας . ἐπιτεινομένη γὰρ καθαρειότης θρύψις καὶ βλακεία εὑρίσκεται , ἐπιτεινομένη δὲ λιτότης ἀκαθαρσία καὶ ῥύπος γίνεται
5620546 ὑποσκληρα
μελισσῶν . Σῦκα δὲ ὀνομάζουσι βλαστήματά τινα στρογγύλα ἑλκώδη , ὑπόσκληρα , ἐνερευθῆ , οἷς ἀκολουθεῖ ὀδύνη . φύονται δ
ἐκχυμώματα , καὶ τὰ μελάσματα , καὶ τὰ περὶ ταῦτα ὑπόσκληρα καὶ ὑπέρυθρα ᾖ : ἢν γὰρ ξὺν σκληρύσματι πελιωθῇ
5617544 καθυπερτερα
νομίζοντες ὅπερ ἦν , ἀπό τε τῶν παρόντων πολὺ σφῶν καθυπέρτερα τὰ πράγματα εἶναι καί , εἰ δύναιντο κρατῆσαι Ἀθηναίων
μᾶλλον : ἀπὸ κοινοῦ τὸ ἐν παντὶ δὴ ἀθυμίας ἦσαν καθυπέρτερα : τῶν Ἀθηναίων . φόβου : ἀπὸ φ .
5608573 νομιζεσθω
δὲ ὁ μὲν ἐπὶ θεῷ δημιουργῷ κείμενος τὰ ἐν οὐρανῷ νομιζέσθω καὶ τὰ ἐν θαλάττῃ καὶ γῇ πάντα , ὧν
ἔτη , ἐὰν μὲν σύμμετρα ᾖ καὶ ἐνδεχόμενα , ἔτη νομιζέσθω : ἐὰν δὲ πολλά , μῆνες : ἐὰν δὲ
5608026 ἐκπεττει
τοῦτο παράλογον ὡς μᾶλλον ἐν τῇ γῇ κατακλειομένη ἡ θερμότης ἐκπέττει τὴν τροφὴν τὴν ἐν τῷ σπέρματι καὶ τελεοῖ τῆς
καὶ ἀσθενέστερα γίνονται βορείων δ ' οὐσῶν ἰσχυρά τε καὶ ἐκπέττει μᾶλλον ἅτε τῆς μὲν γῆς διακόρου οὔσης αὐτά τε
5607697 γιγνωσκοι
ἀπορήσειεν ἄν τις εἰ τῷ ὄντι τὸ προπομπεῦον τοῦ ὄντος γιγνώσκοι ὁ νοῦς , ἀλλ ' οὐκ αὐτό : κατὰ
τούτῳ δυσσεβής , ὁ δ ' ὅτι καὶ ἐν τούτῳ γιγνώσκοι τοὺς ἀμείνονας . ὥστ ' εἰκότως θεοφιλὴς βασιλεὺς ὁ
5604772 σιτηρων
Καὶ παραπλήσιαι δὲ ἴσως αἱ τοιαῦται καὶ ἃς ἐπὶ τῶν σιτηρῶν ἐλέγομεν περὶ τῶν σταχύων καὶ αὐτῶν τῶν καρπῶν :
ἱκανόν τισιν ἂν ἔχῃ τὸ διατηρῆσον . Ὑπὲρ δὲ τῶν σιτηρῶν καὶ ὅλως τῶν ἐπετείων αἱ μὲν τοιαῦται διαφοραὶ ῥᾴους
5603118 εὐωχια
εἰδότι ἐπαγωγότατον κατὰ ἀνάμνησιν . Τίς ἂν οὖν γένοιτο ψυχαῖς εὐωχία λόγων ταύτης προσηνεστέρα ; Χαλεπὸν μὲν εἰπεῖν καὶ ἀντιτάξασθαι
ΔΑΙΤΑ ΘΑΛΕΙΑΝ , καὶ ΜΟΥΣΑΝ ΘΑΛΕΙΑΝ . Αὕτη δὲ ἡ εὐωχία , καὶ ἡ Χάρις , καὶ ἡ Νηρηΐς ,
5602456 βροτειος
τριγενῆ μὴ ἐθνικὰ προπαροξύνεται , εἰ ἀπὸ βραχείας ἄρχοιτο : βρότειος τέλειος φλόγειος λύκειος βόειος . τὸ δὲ Ἐπειός κύριον
ἀφεγγής ] ἀθέατος θεόσσυτος ] ἐκ θεοῦ ὁρμηθεῖσα ἤγουν θεία βρότειος ] ἀνθρωπίνη κεκραμένη ] μεμιγμένη ἤγουν ἡρωϊκή ἵκετο ]
5601669 ὀδωδε
ποιούμενοι τὸν λόγον ἀρξόμεθα ἀπὸ λαχάνων . τῶν λαχάνων ὅσα ὄδωδε μετὰ τὸ βρωθῆναι , τὰ κρυπτὰ ἐλέγχει καὶ πρὸς
δόλῳ παρὰ χείλεσι πῶμα οὐλόμενον λήσειεν ὅ τ ' ὠκιμοειδὲς ὄδωδε . τοῦ μὲν ὑπὸ γλώσσης νέατος τρηχύνεται ὁλκός νέρθεν
5598342 τιτθιων
. Οἶμαι . Τί δῆθ ' , ὅταν ξυνὼν τῶν τιτθίων ἔχωμαι ; Εὐδαιμονέστερος φανεῖ τῶν Καρκίνου στροβίλων . Οὔκουν
βδελυρὲ : Μισητὲ , ἀναίσχυντε . . εἰ ἡψάμην τῶν τιτθίων . . τὴν Ἑκάτην οὗτος ὡς σώφρων ὄμνυσιν .
5597782 ἀσκεειν
μήτε ὑπερέχειν , μήτε ἐλλείπειν : δακτύλων κορυφῇσι χρῆσις : ἀσκέειν , δακτύλοισι μὲν ἄκροις , τὰ πλεῖστα λιχανῷ πρὸς
θράσος νόμιζε καὶ ἀποστύγεε . Γάμου ἀρίστη ξυμφωνίη ἀμφοτέρους σωφροσύνην ἀσκέειν . Θεοὶ ὅτι ἔασι , οὐ χρὴ δίζεσθαι ,
5597334 μεταλαβοι
τῆς ῥητορικῆς ὄνομα ἐξελὼν τὸ τῆς φιλοσοφίας ἀντ ' ἐκείνου μεταλάβοι καὶ ἐπὶ τούτῳ πᾶσι τοῖς αὐτοῖς χρήσαιτο . καὶ
ὡς ἐξ αὐτῆς τῆς τροφῆς πλημμυροῦσιν . εἰ δέ τις μεταλάβοι βρώματος βεβαπτισμένου καὶ κεκαθαρμένου καὶ ἐκείνου μεταλάβοι τοῦ ἀβαπτίστου
5596743 αἱρεει
ἄνδρες οὐδ ' οἳ μᾶλλον ἐτετιμέατο : οὕτω οὐδὲ λόγος αἱρέει ἀναδεχθῆναι ἔκ γε ἀνδρῶν τούτων ἀσπίδα ἐπὶ τοιούτῳ λόγῳ
πρῆγμα κατάσκοποι ἐγένοντο . Μετὰ δὲ ταῦτα Σάμον βασιλεὺς Δαρεῖος αἱρέει , πολίων πασέων πρώτην Ἑλληνίδων καὶ βαρβάρων , διὰ
5595022 ἀνανδρια
γενναῖα . ἀγελιδόν : ἠθροισμένως . ἡνωμένως . ἀγεννία : ἀνανδρία , δειλία . ἀγέραστος : ἄτιμος . ἀγέλαιος δὲ
ἢ τελευτῆσαι καλῶς . ἀκολουθεῖ δὲ τῇ δειλίᾳ μαλακία : ἀνανδρία : ἀπόνοια : φιλοψυχία [ : ὕπεστι δέ τις
5593716 φθονησαι
σπέρματα , λέγω δὴ σῖτον καὶ κριθήν , ἐντειλαμένη μὴ φθονῆσαι , ἀλλὰ περιελθεῖν καὶ σκορπίσαι τὰ σπέρματα πᾶσιν ἀνθρώποις
πυργοῦντες αὑτούς . δεινοὶ γὰρ ἀνδρὶ πάντες ἐσμὲν εὐκλεεῖ ζῶντι φθονῆσαι , κατθανόντα δ ' αἰνέσαι . ὦ Ζεῦ πολυτίμητ
5588389 ἀχθεσθειη
, κἂν τύχῃ ἐπίπονος : ὡς ἥκιστα μὲν κυβερνήτης ἂν ἀχθεσθείη τοῖς ἐν θαλάττῃ πόνοις , ἥκιστα δὲ γεωργὸς τοῖς
' αἰσχυνούμεθα ὑπὲρ ῥητορικῆς λέγοντες μή τις δι ' ἐκεῖνον ἀχθεσθείη . χωρὶς δὲ τούτων εἰ μὲν μηδὲν ἀντειπεῖν δεῖ
5587530 συμβουλευετω
εἰ δέ τις ἔχει τούτων τι βέλτιον , λεγέτω καὶ συμβουλευέτω . ὅ τι δ ' ὑμῖν δόξει , τοῦτ
ἡμέτερα καὶ τὰ τῶν ἄλλων ὧν ἡμᾶς δεῖ ἐπιμελεῖσθαι , συμβουλευέτω ὅ τι τις ὁρᾷ συμφορώτατον . Κῦρος μὲν οὕτως
5585944 πρασσεται
ταῦτα τῶν βουλευτῶν . ὅσα γὰρ ἀφωρισμένον ἔχει τὸ πῶς πράσσεται τῶν ὑπὸ τὰς τέχνας , περὶ τούτων οὐ βουλευόμεθα
ἀκαταλήκτων καὶ βραχυκαταλήκτων κθʹ , ὧν τελευταῖος μιάστορ ' ἐκείνου πράσσεται . ἔξω κελεύω ] εἴσθεσις διπλῆς . οἱ δὲ
5583324 ναρκηϲ
ταύταιϲ ἐναντίαι , μάλιϲτα δὲ τευθίδων καὶ ϲηπιῶν καὶ πολυπόδων νάρκηϲ τε καὶ τῶν ϲελαχίων ἐδωδὴ καλῶϲ ἂν ἁρμόϲοι :
λαβοῦϲι παρέπεται γλώϲϲηϲ φλεγμονὴ καὶ λαλιᾶϲ ἐμποδιϲμὸϲ καὶ τρόμοϲ μετὰ νάρκηϲ τινὸϲ καὶ ἐκλύϲεωϲ : πελιοῦται δέ τινα μέρη τοῦ
5579228 ξηρανθειϲα
. ἡ μὲν οὖν τῶν κυνῶν , ὅταν ὀϲτοφαγήϲωϲιν , ξηρανθεῖϲα δυϲεντερικοὺϲ ἰᾶται μετὰ ϲχιϲτοῦ πινομένη γάλακτοϲ ἕλκη τε παλαιὰ
παλαιὰ δὲ καὶ δυϲκατούλωτα τῶν ἑλκῶν κατουλοῖ ὁμοίωϲ προϲαγομένη καὶ ξηρανθεῖϲα δὲ ταῖϲ κολλητικαῖϲ καὶ ξηραντικαῖϲ μίγνυται δυνάμεϲιν , ὅϲαι
5578694 Ἐρωτᾳς
ἐν μέτρῳ ὡς ποιητὴς ἢ ἄνευ μέτρου ὡς ἰδιώτης ; Ἐρωτᾷς εἰ δεόμεθα ; τίνος μὲν οὖν ἕνεκα κἄν τις
προσγενόμενον , ἕως ἔτι ἐν φιλίᾳ ἐσμέν , λέγε . Ἐρωτᾷς , ἔφη , ὦ παῖ , ποῦ ἂν ἀπὸ
5574930 ἀπωσομεθα
ὑπὸ θεῶν ἐσόμεθα , τὰ δ ' ἐξ ἀδικίας κέρδη ἀπωσόμεθα : ἄδικοι δὲ κερδανοῦμέν τε καὶ λισσόμενοι ὑπερβαίνοντες καὶ
καὶ ἐπὶ τὴν ἡμετέρην ἄρξῃ τε ἀδικέων , καὶ ἡμεῖς ἀπωσόμεθα . Μέχρι δὲ τοῦτο ἴδωμεν , μενέομεν παρ '
5574706 ἐργαζοιτο
μὲν ἄνω , ποτὲ δὲ κάτω , τὸ τῆς χολέρας ἐργάζοιτο πάθος , ἔσται σοι δῆλον ἔκ τε τοῦ δήξεως
ἐμφορεῖσθαι . πυθομένου δὲ τοῦ βασιλέως ὅ τι ἀπὸ τούτων ἐργάζοιτο , εἶπε : Περσῶν ἀναριθμήτους συγκόψειν . καὶ τῇ
5572883 παρασπαδος
. κοινοτάτη μὲν οὖν ἐστὶ πᾶσιν ἥ τε ἀπὸ τῆς παρασπάδος καὶ ἀπὸ σπέρματος . ἅπαντα γὰρ ὅσα ἔχει σπέρματα
ξηροῖς μόνον : φύεται δὲ καὶ ἀπὸ σπέρματος καὶ ἀπὸ παρασπάδος . Κέδρον δὲ οἱ μέν φασιν εἶναι διττήν ,
5572656 διακλυσματι
καὶ ἧτρον περιλαμβάνειν , καὶ προσκλύσματι προσηνεῖ τοῦ προσώπου καὶ διακλύσματι καὶ ἀναγαργαρίσματι καὶ ἀναρροφήσει ὕδατος ψυχροῦ γλυκέος ὀλίγου .
ἐν ὀνίδι κατορύξας ἐφ ' ἡμέρας λʹ . καὶ χρῶ διακλύσματι . ἢ ὀνείῳ γάλακτι διακλύζου , τοῦτο καὶ τοὺς
5570249 θανατηφορος
ἕλκεται , ἔρχεται . Πικρός : ὁ πικροποιὸς , καὶ θανατηφόρος , ὁ ἰοβόλος : ἀλλοπαθὲς τὸ σχῆμα , ἐπειδὴ
ἔχεις . ἢ ἐπὶ βλάβῃ ἔχεις . κήρ γὰρ ἡ θανατηφόρος μοῖρα : τί κυνηγεσίων : ἀντὶ τοῦ ἐπιμελείας .
5565404 λεπτυντικη
δ ' ὁ Σίφνιος ἰατρὸς ἡ γογγυλίς , φησί , λεπτυντική ἐστι καὶ δριμεῖα καὶ δύσπεπτος , ἔτι δὲ πνευματωτική
, οὐρητικὴ δὲ καὶ δύσπεπτος , ταριχευθεῖσα δὲ εὐκοίλιος καὶ λεπτυντική , ἡ δὲ μείζων συνοδοντὶς καλεῖται . ἡ δὲ
5558728 παρακεκομμενα
ἀργυραμοιβικῶς δὲ τῶν λεγομένων ἕκαστα ἐξετάζοντας , ὡς τὰ μὲν παρακεκομμένα εὐθὺς ἀπορρίπτειν , παραδέχεσθαι δὲ τὰ δόκιμα καὶ ἔννομα
οὐχὶ τὴν πόλιν λέγω , ἀλλ ' ἀνδράρια μοχθηρά , παρακεκομμένα , ἄτιμα καὶ παράσημα καὶ παράξενα , ἐσυκοφάντει :
5553864 φυλλωδες
καὶ τὰ μὲν μέγεθος ἔχει , τὸ δὲ τῆς ἐλάας φυλλῶδες ὂν ἀμέγεθες . ὁμοίως δὲ καὶ ἐν τοῖς ἐπετείοις
φύλλα δ ' ἔχων ὅμοια σελίνῳ : σπέρμα πλατύ , φυλλῶδες , ὃ καλεῖται μαγύδαρις : ῥίζα θερμαντική , φυσώδης
5553487 κατατριβεσθαι
ἐφόδου βίᾳ τοῖς ὅπλοις ταύτην ἑλεῖν καὶ μὴ μάτην ἔτι κατατρίβεσθαι καὶ πονεῖν τοσοῦτον ἤδη χρόνον περικαθημένους αὐτῇ καὶ μηδὲν
, ἀλλ ' ὅ τε σίδηρος σκληρὸς ἐὼν τῶι δακτύλωι κατατρίβεσθαι ὁμουρέων , καὶ χρυσὸς καὶ λίθος καὶ ἄλλο ὅ
5545331 ἀπογιγνομενου
: ” Ἄμεινον διοικεῖται σῶμα καὶ σῴζεται τίνος παραγιγνομένου ἢ ἀπογιγνομένου ; “ εἴποιμ ' ἂν ὅτι ὑγιείας μὲν παραγιγνομένης
Ὀρθῶς . Τί δὲ δή ; πόλις τίνος παραγιγνομένου καὶ ἀπογιγνομένου βελτίων τε γίγνεται καὶ ἄμεινον θεραπεύεται καὶ διοικεῖται ;
5545074 εὐτεκνια
' ὀλίγα πιπράσκειν καὶ μικρά . κακοτεκνία : τοὐναντίον τῷ εὐτεκνία . σημαίνει τὸ κακοῖς καὶ πονηροῖς χρῆσθαι τέκνοις .
αἱ ἐνέργειαι . κοινῶς δὲ τῶν ἀγαθῶν μικτὰ μέν ἐστιν εὐτεκνία καὶ εὐγηρία , ἁπλοῦν δ ' ἐστὶν ἀγαθὸν ἐπιστήμη
5544982 μαλακωτερῳ
τοῦ ἐπὶ εʹ καὶ ἐπὶ ιδʹ καὶ ἐπὶ κζʹ τῷ μαλακωτέρῳ τῶν χρωματικῶν , τὸ δὲ συντιθέμενον ἐκ τοῦ ἐπὶ
αὑτοῖς ἁρμόζοντα : εἰ δὲ μή , ἀλλὰ κλυσμῷ κενωτέον μαλακωτέρῳ . τοῖς δέ γε καὶ πᾶν τῆς προτεραίας τὸ
5537884 ξηροφθαλμια
μυωπίασις , γάγγραινα , σηπεδὼν , ἕλκος , σῦριγξ , ξηροφθαλμία , ψωροφθαλμία , σκληροφθαλμία , πρόπτωσις , ἀτροφία .
ἐρυθρὸς ᾖ , ἀλλὰ καὶ ὅταν πολὺ δάκρυον ἐκκρίνῃ . ξηροφθαλμία δέ ἐστιν , ὅταν οἱ κανθοὶ ἑλκώδεις καὶ τραχύτεροι
5532283 φεροι
ἔφη : γέροντα τύραννον . πῶς ἄν τις ἀτυχίαν ῥᾶιστα φέροι , εἰ τοὺς ἐχθροὺς χεῖρον πράσσοντας βλέποι . πῶς
ἔνθα ἢ ἔνθα μέγα τῇ πόλει κέρδος ἢ ζημίαν ἂν φέροι : ἃ δὲ μὴ σμικρὸν διαφέρει , πείθειν τε
5531328 μακρορριζα
καὶ ὅσα μὴ μόνον σύνεγγυς , ἀλλὰ διὰ πολλοῦ , μακρόρριζα ὄντα , ᾗ ἂν ἡ ῥίζα μετέωρος ᾖ ,
γῆς ἀλλ ' αὐτὰς τὰς ῥίζας ἀπολαύειν , καὶ γὰρ μακρόρριζα ταῦτα εἶναι καὶ παχύρριζα , δόξειεν ἂν οὐ καλῶς
5526766 ἐπιπλασσομενος
βατραχίου ἡ ῥίζα καὶ ἡ σύμπασα πόα σφοδρῶς , βολβὸς ἐπιπλασσόμενος , γάλιον , γλυκυσίδης τῆς καὶ πεντορόβου καὶ παιωνίας
, οἶνος γλευκίνης , ἀσπάραγος μυακάνθινος , ἀσπάλαθος , βολβὸς ἐπιπλασσόμενος , ἔλυμος καὶ μελίνη καταπλασσόμενα , ἰσάτις , κόμμι
5519117 χρηζει
δακτύλοις καὶ αἰδοίοις ἕλκη καὶ τὰ ἄλλα , ὅσα ἀνιεμένων χρήζει φαρμάκων . Αὕτη ποιεῖ καὶ τὰς ἰάσεις ταχυτέρας .
ἑτέρου ἢ ἀμφοτέρων γίνεσθαι , ἔπειτα πότερον ξηρασίης ἢ ὑγρασίης χρήζει , ἢ τὰ μὲν τοῦ σώματος ξηρασίης , τὰ
5517552 κεκολληται
κόλπου περιβεβλημένον φάρμακον . ἔσται δέ σοι διάγνωσις , εἰ κεκόλληται τὸ βάθος τοῦ κόλπου καλῶς , ἐκ τοῦ ῥέοντος
ἥτις ἐστὶν ὁ ἀήρ . συνῆπται γὰρ εὐθὺς αὐτῷ καὶ κεκόλληται αἰρομένη ἀπὸ τῆς γῆς ἐκείνου αὐτῇ ἐπιβεβηκότος : καὶ
5516973 ῥωσις
τοῦ σώματος ἰσχὺς ὑποφθίνει , τοσοῦτον ἡ τῆς διανοίας αὔξεται ῥῶσις . Τίνα τοίνυν παρεισελθὼν ὁ νοῦς ἐξεπαίδευσε τὸν Τηλέμαχον
γὰρ πόνῳ πραΰνεται πόνος , καὶ ὑγεία , ἔτι δὲ ῥῶσις καὶ θρέψις γίνεται σωμάτων διὰ πόνων , τέχνας τε
5516128 τρωξιμα
καὶ οἱ καυλοὶ τῶν θριδάκων καὶ τὰ ἴντυβα καὶ τὰ τρώξιμα . οὕτω μὲν οὖν χρὴ διαιτᾶν ἐκείνους , ἐφ
ἰᾶσθαι , διὰ τῶν ὤτων εἰσχεόμενον . Σέρις , τουτέστι τρώξιμα , ἐν ὄξει βαπτόμενα καὶ ἐσθιόμενα στομάχῳ κατάλληλα .
5513961 μεμιγμενως
ἐκθέσει ἕκαστος μὲν αὐτῶν , εἰ κατὰ τὰ τρία γένη μεμιγμένως γράφοιτο , τὸν τῶν εἰκοσιοκτὼ πληρώσειεν ἂν ἀριθμὸν ἴσον
μὴ ἀφύλακτος ὢν ἐπηρεάζηται . Τὰς δὲ ὁδοιπορίας μὴ ποιεῖσθαι μεμιγμένως ἢ συγκεχυμένως μετὰ τοῦ τούλδου , ἀλλὰ διακεκριμένως ,
5513608 ἀειφυλλων
ἀνόμοια ὡς καὶ ἐπὶ τῆς λεύκης . Τῶν δ ' ἀειφύλλων οἷς μὴ συμβαίνει τοῦτο διὰ τὸ κατ ' ἐκεῖνον
: ἔοικε δὲ παραπλήσιον πλὴν χαλεπώτερον καὶ τίς ἡ τῶν ἀειφύλλων : προσεπειπεῖν γὰρ δεῖ καὶ διὰ τί τοσαύτην λαμβάνει
5511318 προσπλεξεις
ἢ ἀνδράχνης ἢ τὰ λευκὰ τῶν ὠῶν καὶ πτισάνης χυλὸν προσπλέξεις . πρὸς δὲ τὰς μὴ πάνυ πυρώδεις δυσκρασίας ἄριστα
χειμῶνος ὄντος : τότε γὰρ εἰ καὶ θερμότερόν τι αὐτοῖς προσπλέξεις , οὐδὲν ἂν βλάψεις , ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ὠφελήσεις
5505798 Ἀνδρασι
τὰ τῶν Κιμμερίων καὶ τῶν Ἀλανῶν καὶ τῶν Κυκλώπων . Ἀνδράσι δὲ ἀντὶ τοῦ ὑπὸ ἀνδρῶν , ἷν ' ᾖ
. Ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν ] Τόθι παῖδα τέξεται ] Ἀνδράσι χάρμα φίλοις ] Ὠκεῖα δ ' ἐπειγομένων ] Εὐθαλεῖ
5505510 περαινοντων
γὰρ αὐτῶν ἐκ περαινόντων περαίνοντι , τὰ δ ' ἐκ περαινόντων τε καὶ ἀπείρων περαίνοντί τε καὶ οὐ περαίνοντι ,
Ὑπέρου περιτροπή . ἐπὶ τῶν τὰ αὐτὰ ποιούντων καὶ μηδὲν περαινόντων . Ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα , ὑπὲρ τὰ μέτρα .
5503848 πηδητικον
. θοῦρος : ὁρμητικὸς , πολεμιστής : καὶ θοῦρον τὸν πηδητικὸν καὶ ταχὺν , οἱονεὶ θοῶς δρούων : παρὰ τὸ
δὲ πλεονάσειεν ὁ ἀήρ , τὸ τηνικαῦτα καὶ κοῦφον καὶ πηδητικὸν καὶ ἀνέδραστον γίνεται τὸ ζῷον καὶ ψυχῇ καὶ σώματι
5503796 ἐπετειος
σπερμάτων χείρω διὰ ταύτας τὰς αἰτίας . Ἡ δ ' ἐπέτειος βλάστησις , αὕτη γὰρ οἷον δευτέρα γένεσίς ἐστιν ,
γίνεται μετὰ τὴν βλάστησιν : τὸ δ ' ὅλον οὐκ ἐπέτειος ἡ τούτων , ἀλλ ' εἰς πλείω χρόνον ἡ
5497789 ἱκανομαι
' ἐθέλῃσθα . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ἱκάνομαι ] ἀντὶ τοῦ ἱκάνω : ἡ δὲ λέξις ἀντὶ
ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες . τοὔνεκα νῦν τὰ σὰ γούναθ ' ἱκάνομαι , αἴ κ ' ἐθέλῃσθα κείνου λυγρὸν ὄλεθρον ἐνισπεῖν
5493429 ἐπιφεροι
εἰ ἃ μάλιστα δεδιότας αὐτοὺς αἰσθάνοιτο , ταῦτα σαφῶς πυνθανόμενος ἐπιφέροι : εἰκὸς γὰρ αὐτοὺς ἀκριβέστατα ἑκάστους τὰ σφέτερα αὐτῶν
ἢ πάλιν εἴ τις λαβὼν πᾶν τὸ αἱρετὸν ἀγαθὸν εἶναι ἐπιφέροι τὸ ἡ ἡδονὴ ἄρα ἀγαθόν παραλιπὼν ὡς γνώριμον τὸ
5482871 κρατεῃ
Αὐτίκα τὸ λοῦσθαι θερμῷ , ἕως μὲν ἂν τὸ σῶμα κρατέῃ τοῦ προσοίσματος , θάλλει : ἐπὴν δὲ κρατηθῇ ,
γένηται φύντα ἐν τῷ σώματι , τίνα ἐργάζεται καὶ ὁκόταν κρατέῃ ἐν τῷ σώματι τοῦ ὑγροῦ . Φημὶ δὲ τὸ
5482234 φιλοκερδεια
. τὸ δὲ ἑξῆς : ἐπὶ δὲ τοῦ παρόντος ἡ φιλοκέρδεια ἐφίησι καὶ ἐνδίδωσι λέγειν τὸ τοῦ Ἀριστοδήμου ῥῆμα ἐγγὺς
τοιοῦτοι , θυμός , ἔρως , ὕβρις , ἀμαθία , φιλοκέρδεια , δειλία , καὶ ἔτι τοιάδε , πλοῦτος ,
5481143 πρασσεις
παρὸν τυραννεῖν αὐτὸς οὐκ ἀξιώσας νῦν ἐπανελθὼν ἀρεσκοίμην οἷς σὺ πράσσεις . Ἄγαμαί σε τῆς περὶ ἡμᾶς φιλοφροσύνης , καὶ
: ἐπειδὴ εἶπεν : ἔα τὰ λοιπὰ , ἀεὶ καλῶς πράσσεις , εἶπεν ὅτι εἰς ὑποψίαν εἶπας : εἰς ὑποψίαν
5480817 δοκιμα
κατ ' Ὀλυμπιάδας [ ? ] ὁρίσαι του . οὐ δοκιμα . τὸ προστα . ἔτι δύο μῆνας : ὅρα
κατ ' Ὀλυμπιάδας [ ? ] ὁρίσαι του . οὐ δοκιμα . τὸ προστα . ἔτι δύο μῆνας : ὅρα
5479945 πεποιηκει
καὶ δεήσεσιν αὐτός τε καὶ ὁ υἱὸς αὐτοῦ , ὃν πεποιήκει Καίσαρα , περιθέοντες ἵπποις ἐποχούμενοι , τὸν στρατὸν ἀνέπειθον
καὶ κήυξιν εἶπεν ἀγρώσταις : “ κἀμὲ πτερωτὴν εἴθε τις πεποιήκει . ” τῇ δ ' ἐντυχὼν ἔλεξεν αἰετὸς σκώπτων
5478673 νομισθειη
λέγειν , ὡς εἴη ποτὲ γεγονὼς Αἰθαλίδης καὶ Ἑρμοῦ υἱὸς νομισθείη : τὸν δὲ Ἑρμῆν εἰπεῖν αὐτῶι ἑλέσθαι ὅ τι
πέφυκεν , οὕτω γὰρ διὰ πάντων ἰὼν ὁ λόγος τέλειος νομισθείη καὶ ὁ περὶ αἰτίας οὔρων δεόντως νῦν ἀποδοθείη τῇ
5474072 προσθειη
ἢ κρήνης ἢ θεῶν ἐπωνυμία τῶν ἐν τῷ τόπῳ , προσθείη τὴν αὑτῶν φήμην καινῇ γενομένῃ τῇ πόλει τόδε δὲ
ἐνεκεράσατο τῷ ἀνθρώπῳ , ὅπως λώβην τε καὶ αἶσχος αὐτῷ προσθείη , ἀλλὰ καὶ ταῦτα πρὸς διαμονὴν καὶ σωτηρίαν τοῦ
5470082 λυσιτελησει
καὶ διὰ παντὸς θρήνοις ἐκδοίης σαυτὴν , οὐδέν σοι τοῦτο λυσιτελήσει πρὸς τὸ μὴ παθεῖν σε τὰ πεπρωμένα . μόρσιμον
ὡς ] πῶς ἢ καθὰ ἢ ὅτι . ξυνοίσει ] λυσιτελήσει . λάρον ] ἀνόητον . ἑλόντες καὶ κλοπῆς ]
5467710 Μεθες
, μηδαμῶς , μὴ πρὸς θεῶν , μεθῇς βέλος . Μέθες με , πρὸς θεῶν , χεῖρα , φίλτατον τέκνον
Τί παραφρονεῖς αὖ ; τί τὸν ἄνω λεύσσεις κύκλον ; Μέθες , μέθες με . Ποῖ μεθῶ ; Μέθες ποτέ
5467569 πασχοι
νῦν λεγόμενα τοῖς ἐν τῇ Φυσικῇ : οὐκ ἂν γὰρ πάσχοι ὁ Ἀριστοτέλης ἐν τῇ Φυσικῇ γενέσθαι αὔξησιν χωρὶς ἀλλοιώσεως
καὶ ἀληθῆ οἴοιτο ; Πῶς γὰρ οὔ ; Οὐκοῦν ταῦτα πάσχοι ἂν πάντα διὰ τὸ μὴ ἔμπειρος εἶναι τοῦ ἀληθινῶς
5466153 Παφια
τῆς νήσου διείληφεν ἡ Σαλαμινία , τὰ δὲ δυσμικὰ ἡ Παφία , τῶν δὲ μεταξὺ τὰ μὲν μεσημβρινὰ ἡ Ἀμαθουσία
Κύπρου , πόλις τις τῆς Κύπρου , ἐξ οὗ καὶ Παφία ἡ Ἀφροδίτη . μεδέουσα : βασιλεύουσα . πολυφράδμων :
5465520 καθαρωτατα
αὐτῶν τεχνικὸν εἶναι περὶ τῶν πρώτων ὀνομάτων μάλιστά τε καὶ καθαρώτατα δεῖ ἔχειν ἀποδεῖξαι , ἢ εὖ εἰδέναι ὅτι τά
ἄλλοις σμικροῦ ἀξίοις πᾶν ποιεῖν συντεινομένους ὅπως ὅτι ἀκριβέστατα καὶ καθαρώτατα ἕξει , τῶν δὲ μεγίστων μὴ μεγίστας ἀξιοῦν εἶναι
5464016 ἐπειη
αὐτὸν ὁδεύειν : ἐπὶ δὲ τῆς κοινῶς νοουμένης ὁδοῦ “ ἐπειὴ φάς ' ἀρισφαλέ ' ἔμμεναι ὁδόν . ” οὖλον
χρωμένους . . . : Ὅμηρος [ Α ] : ἐπειὴ μάλα πολλὰ μεταξὺ οὔρεά τε σκιόεντα ταῦτα : τὸ
5460496 εἰλαπινη
τάττεται , καὶ τὰ διαρπαζόμενα παρὰ τὴν λάφυξιν λάφυρα . εἰλαπίνη γοῦν ἀπὸ τοῦ λελαπάχθαι . λάπτειν δὲ τὸ τὴν
συλλαβὰς ἐκτείνει τὸ Ι : Αἰητίνη θριδακίνη ἡρωΐνη . τὸ εἰλαπίνη Μολυβδίνη ὄνομα πόλεως συνέσταλται . Τὰ διὰ τοῦ ΙΝΟΣ
5455224 φυλαξῃς
, ὡρισμένον . ὅταν οὖν τὸ μὲν ποσὸν τὸ αὐτὸ φυλάξῃς , οἷον εἰ μὲν μερική , μερικὴν ποιῶν ,
. ἀλλ ' ἐξερχομένου σου ἐκ τοῦ παραδείσου , ἐὰν φυλάξῃς ἑαυτὸν ἀπὸ παντὸς κακοῦ ὡς βουλόμενος ἀποθανεῖν , ἀναστάσεως
5452742 γιγγιδια
τῶν ὀρνέων τὰ ἄγρια καὶ ξηρὰ καὶ λαχάνων ἀϲπάραγον , γιγγίδια , πράϲα , ϲινήπια , καυκαλίδαϲ καὶ τὰ λοιπὰ
τὰ δὲ κίχορα οἱ Ἀττικοὶ κιχόριά φασιν , ἡμεῖς δὲ γιγγίδια Περσεῖον ] βοτάνης εἶδος ἔπουσιν ] λέγουσιν ἔπουσιν ]
5451918 δεηθειης
ὧν δὲ ἡ ποιότης ἐστὶν ἄνευ πλήθους , οὐκ ἂν δεηθείης τῶν τοιούτων βοηθημάτων : ὥστε δέ σε δύνασθαι τὰς
δὲ στίχοι ἰαμβικοὶ τρίμετροι ἀκατάληκτοι οδʹ . ὧν τελευταῖος ἐμοῦ δεηθείης ἂν , εἰ θεὸς θέλει . ἐπὶ τῷ τέλει
5450928 καρποφορειν
ὁ πρῶτος καρπὸς καλὸς γένηται , τὸν πρῶτον σπόρον καλῶς καρποφορεῖν σημαίνει : ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων .
τοῦ νῦν ἐν πολλοῖς τόποις ἀγρίας ἀμπέλους φύεσθαι , καὶ καρποφορεῖν αὐτὰς παραπλησίως ταῖς ὑπὸ τῆς ἀνθρωπίνης ἐμπειρίας χειρουργουμέναις .
5450024 συνεβουλευες
οὖν πρὸ τῆς τυραννίδος τὰ περὶ αὐτῆς μοι διηγησάμενος κακὰ συνεβούλευες , πάντως ἂν ἐπείσθην μὴ τυραννῆσαι , τύραννος δ
ἐντεῦθεν ταμιεύεσθαι πρὸς τὸ γῆρας . Ὀψὲ ἔμαθον ὅτι μοι συνεβούλευες καλῶς , παιδεύων με ἀποδιδράσκειν τὰς ἑταίρας : λαβεῖν
5447025 ἐρυσιμου
, γεντιανῆς ἡ ῥίζα πάνυ , ἑλενίου ἡ ῥίζα , ἐρυσίμου σπέρμα , ἐρέβινθοι , ἐρέβινθος ἄγριος , εὐπατόριος ἡ
, νάρδου στάχυος Γρʹ γʹ , φύλλου Γρʹ γʹ , ἐρυσίμου Γρʹ Ϛʹ , πεπέρεως Γρʹ ιβʹ , μέλιτος #
5446818 κλαυματα
ἀνειπεῖν ” Μύσκελλε βραχύνωτε , παρὲκ θεὸν „ ἄλλο ματεύων κλαύματα θηρεύεις : δῶρον δ ' ὅ τι δῷ ”
τὸν χρησμόν : Μύσκελλε βραχύνωτε , παρὲκ θεὸν ἄλλα ματεύων κλαύματα θηρεύσεις : δῶρον δ ' ὅτι δῷ τις ἐπαίνει
5444919 ὑποπτευεις
τάρρωμα : τὴν κωπηλασίαν . οὕτως Ἀριστοφάνης . τὰ Σαμίων ὑποπτεύεις : παροιμία αὕτη λέγεται ἐπὶ τῶν δεδιότων τινὰς ἀνηκέστους
κρατοῦν τοιαύτῃ γυναικὶ προσεικάζεις . Ἀλλὰ μάτην , φησίν , ὑποπτεύεις τὴν Ἀφροδίτην ἀγανακτεῖν ἐν εἴδει Φρύνης εἰργασμένην . ἐρωτικὴ

Back