ἢ εἰ ἐπὶ τοῦ κληρικοῦ ζῳδίου ὁμοίως τύχῃ τῆς Σελήνης ἐπιμαρτυρούσης γάμον καὶ συνέλευσιν σημαίνει . Ἐπιφυλακτέον οὖν τὴν Ἀφροδίτην
μυρί ' Ἀχαιοῖς ἄλγε ' ἔθηκε , τῆς ἐγγινομένης στιγμῆς ἐπιμαρτυρούσης τῇ ἀρκτικῇ συντάξει τῶν ἄρθρων . . Ὀρθοτονοῦνται καὶ
8276457 κληρικου
ἐπ ' αὐτοῦ σὺν τῷ κληρικῷ ἀστέρι ἢ ἐπὶ τοῦ κληρικοῦ ἀστέρος ἢ ἐπὶ τοῦ κληρικοῦ ζῳδίου τῆς Σελήνης ἐπιμαρτυρούσης
' αὐτοῦ τυχὼν σὺν τῷ κληρικῷ ἀστέρι ἢ ἐπὶ τοῦ κληρικοῦ ἀστέρος ἢ ἐπὶ τοῦ κληρικοῦ ζῳδίου ὁμοίως τυχών τῆς
7396058 Τιμοκρατη
φύσεως [ κἀν τῶι ] πρώτωι [ τῶν πρὸς ] Τιμοκράτη [ ] . π . ῥητ . . :
ἀπόλυτον εἰσήνεγκε μερισμὸν ἀξιοπίστως τὴν αἰτίαν τῆς ἔχθρας ἀπολυόμενος καὶ Τιμοκράτη παραίτιον ἑαυτῷ τῆς κατηγορίας ἀποφαίνων : καὶ διὰ τοῦτο
6900053 ἀντωθεειν
κατατείνειν αὐτὴν , τὴν δὲ πτέρνην ἐς τὴν μασχάλην ἐμβάλλοντα ἀντωθέειν , τῇ μὲν δεξιῇ ἐς τὴν δεξιὴν , τῇ
καὶ τὸ μὲν ἐξέχον ἀπωθέειν , τὸ δ ' ἕτερον ἀντωθέειν , δύο εἴδεα ἅμα , καὶ ἐς τοὐπίσω καὶ
6899426 ἰλλυρικης
δʹ , κενταυρείου τοῦ μικροῦ χυλοῦ ⋖ δʹ , ἴρεως ἰλλυρικῆς , πηγάνου ἀγρίου σπέρματος , πεπέρεως μακροῦ , ἀνήθου
. Ἐλαίου ὀμφακίνου ξστκ ἤτοι ξέστ . κ . ἴρεως ἰλλυρικῆς λίτ . α . ἀμώμου γοστ ἤτοι οὐγ .
6826603 ὑποκοριζεσθαι
: διὸ . . . ἐπήγαγεν . Φειδιππίδιον : τὸ ὑποκορίζεσθαι φιλούντων ἔθος . κολακεύει δὲ νῦν τὸν υἱὸν καὶ
τὸ παιδίον τῆς τίτθης ἀφελόμενος , μασώμενος σιτίζειν αὐτὸς καὶ ὑποκορίζεσθαι ποππύζων καὶ πανουργημάτιον τοῦ πάππου καλῶν . καὶ ἐσθίων
6826114 φθειριασεως
σῶμα , τὰ δ ' ἐπὶ πιτυριάσεως καὶ ψώρας καὶ φθειριάσεως ἢ κονίδων ἐνοχλουσῶν . ῥυπτικὰ μὲν οὖν ἐστι νίτρον
ιαʹ περὶ κριθῆς . ιβʹ περὶ λιθιάσεως . ιγʹ περὶ φθειριάσεως . ιδʹ περὶ τριχιάσεως . ιεʹ περὶ φαλαγγώσεως .
6813684 ποικιλομητην
μὲν ἀποστρέψαντες ἔβαν νέας ἀμφιελίσσας ἀμφ ' Ὀδυσῆα ἄνακτα δαΐφρονα ποικιλομήτην , αὖτις ἐπ ' Ἀτρεΐδῃ Ἀγαμέμνονι ἦρα φέροντες :
δύντε , θύρην ἐπιθέντε φαεινήν , βήτην εἰς Ὀδυσῆα δαΐφρονα ποικιλομήτην . ἔνθα μένος πνείοντες ἐφέστασαν , οἱ μὲν ἐπ
6803509 Λυρας
κρύπτεται . ὡρῶν ιδ ∠ ʹ : ὁ λαμπρὸς τῆς Λύρας ἑσπέριος ἀνατέλλει . Αἰγυπτίοις λὶψ ἢ νότος , ὑετία
καὶ Κρόνου . πάλιν παρανατέλλει λαμπρὸς ἀστὴρ ὁ ἐπὶ τῆς Λύρας ὁ καλούμενος Λυρικὸς μοίρας καʹ , βόρειος , μεγέθους
6773737 ρπδʹ
σημεῖα ὡς ἐπὶ τραύματι κινδυνεύειν τὸν τρωθέντα ἐπὶ γερόντων . ρπδʹ . Ἐπιγεγονότα δὲ τῶν ἐπιγεγονότων ὡς ὁ ἐπὶ τραύματι
: Τεσσαρεσκαιδεκάτη δυναστεία Ξοϊτῶν βασιλέων οϚʹ , οἳ ἐβασίλευσαν ἔτη ρπδʹ . : Τεσσαρεσκαιδεκάτη δυναστεία Ξοϊτῶν βασιλέων οϚʹ , οἳ
6763922 Παισος
. , . * . . * ? Ἀπαισοῦ : Παισός , ὡς ὁ ποιητής φησιν : ὅς ρ '
. τὸ ἐθνικὸν Ἀπαισηνός . ἔστι καὶ τῆς Δαυνίας πόλις Παισός , τὸ ἐθνικὸν Παίσιος , ὡς † τοῦ Ῥώσου
6745952 Κηκιδα
ὀδοῦσιν , ἢ πτελέας φλοιὸν ἐν οἴνῳ ἑψήσας διακράτει . Κηκῖδα ὀμφακῖτιν λείαν ἀναλάμβανε τερμινθίνῃ ἢ ὑσσώπῳ ἢ μέλιτι καὶ
διαμασῶνται δέ τινες ἴριν , ἄνησον ἤ τι τοιοῦτον . Κηκῖδα , ὀμφακῖτιν λείαν ἀναλάμβανε τερεβινθίνῃ ἢ ὑσσώπῳ ἢ μέλιτι
6744898 Ἐκεινου
τοῦ ἐρωμένου , ὁ δὲ ἐπ ' ὀλέθρῳ ἀμφοῖν . Ἐκείνου τοῦ ἔρωτος ἀρετὴ ἔργον , τοῦδε τοῦ ἔρωτος ἔργον
τε παίδων Διονυσίου καὶ τῶν πολιτῶν οὐ παρέργως προνοουμένου . Ἐκείνου δὲ πρὸς ἕτερα τὰς φροντίδας τρεψαμένου , Λυσίμαχος πάλιν
6742461 στοιχαδος
ποντικοῦ ⋖ δʹ , καλαμίνθης ὀρεινῆς , ἐλελισφάκου κόμης , στοιχάδος κορύμβων , θλάσπεως σπέρματος , ἐπιθύμου , μεγάλου κενταυρείου
, πενταφύλλου ῥίζης , καλαμίνθης , πρασίου , πετροσελίνου , στοιχάδος , κόστου , πεπέρεως λευκοῦ , ἀνὰ ⋖ στʹ
6729840 ἐξοχωτατοι
καὶ οἱ Πελασγοὶ οἱ τοῦ Ἄργους ἄκροι , τουτέστιν οἱ ἐξοχώτατοι . ἵλαθι : ἀντὶ τοῦ ἱλάσθητι κατὰ ἀποκοπήν ,
, Στερόπης , Ἄργης . λέγονται δὲ οὗτοι αὐτοὶ καὶ ἐξοχώτατοι χαλκεῖς τὴν τέχνην , οἵτινες διὰ τῆς οἰκείας τέχνης
6726960 σφυραιναν
. καὶ οἱ Ἀττικοὶ δὲ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ τὴν σφύραιναν καλοῦσι κέστραν , σπανίως δὲ τῷ τῆς σφυραίνης ὀνόματι
. καὶ οἱ Ἀττικοὶ δὲ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ τὴν σφύραιναν καλοῦσι κέστραν , σπανίως δὲ τῷ τῆς σφυραίνης ὀνόματι
6725966 συνεψηθεντα
δ , νίτρου # β , κάχρυος # α . συνεψηθέντα ἀναλαμβάνεται οἰσυπηροῖς ἐρίοις καὶ ἐπιτίθεται : ποιεῖ δὲ καὶ
τοὺς ἐν τῷ θώρακι χυμούς . ] Κνίδης τὰ φύλλα συνεψηθέντα πτισάνῃ δίδου , λύει δὲ καὶ ἐμπνευματώσεις καὶ ἀνάγει
6723204 πενθηρη
ὑπὸ τῆς τρυφῆς , ἤτοι τὸ λαμπρὸν περιβόλαιον ῥίψασα καὶ πενθήρη περιβαλομένη χιτῶνα : οὐ περικαλυπτομένη ὡς πρόσθεν : τὰ
† μετὰ δακρύων αὐτὴν ἀποβαλοῦσα ἐπὶ τῷ σῷ πένθει : πενθήρη κόμαν : ἀπενθέα , ἀντὶ τοῦ πολυπενθῆ κόμην .
6718263 ἠξιωκαμεν
, ἡμεῖς δὲ καὶ ἧς παρὰ πολὺ τῆς αὐτοῦ δόξης ἠξιώκαμεν ἀτελείας ἀποστερήσομεν ; καὶ πῶς οὐ δόξει καὶ νῦν
δὲ παρ ' ὧν εὖ πεπόνθαμεν , τούτους καὶ ὧν ἠξιώκαμεν χαρίτων ἀποστερήσομεν : ἃς τῷ μὲν δοκεῖν παρ '
6717558 ἐδανεισαμεν
ἀνέπαφα ἡμῖν , ἕως ἂν ἡμεῖς ἀπολάβωμεν τὰ χρήματα ὅσα ἐδανείσαμεν . καί μοι ἀναγίγνωσκε τὴν συγγραφὴν πάλιν . Πότερον
, τῆς συγγραφῆς ἀκοῦσαι ὑμᾶς πρῶτον , καθ ' ἣν ἐδανείσαμεν τὰ χρήματα , καὶ τῶν μαρτύρων τῶν παραγενομένων τῷ
6716152 ἐμπνευσε
τῷ τοῦ πνεύματος ὀνόματι κέχρηται ἐπ ' αὐτῆς ὣς εἰπὼν ἔμπνευσε μένος μέγα ποιμένι λαῶν καὶ θυμὸν ἀποπνείων καὶ ἡ
λειανέω , τρέψω δ ' ἥρωας Ἀχαιούς . Ὣς εἰπὼν ἔμπνευσε μένος μέγα ποιμένι λαῶν . ὡς δ ' ὅτε
6711183 ἀνατετραμμενα
κέλης κέλητα παρακελητιεῖ , ἅρματα δ ' ἐπ ' ἀλλήλοισιν ἀνατετραμμένα φυσῶντα καὶ πνέοντα προσκινήσεται : ἕτεροι δὲ κείσονταί γ
εἰπεῖν “ σώματα ” “ ἅρματα ” εἶπεν . Γ ἀνατετραμμένα : ἀντὶ τοῦ “ περικείμενα ἀλλήλοις τὰ σώματα ”
6710357 βραχε
ψολόεντι κεραυνῷ : ὣς ἔριπ ' , ἀμφὶ δέ οἱ βράχε τεύχεα ποικίλα χαλκῷ . Τὸν μὲν ἔπειτ ' εἴασε
ἐπὶ βρεχμόν τε καὶ ὤμους . ” βρίσαντες βαρύναντες . βράχε ἰδίωμα φωνῆς . βυκτάων φυσητῶν . βυσσοδόμευον ἐκ βυθοῦ
6708081 Εὐεργου
Πρὸς τῆι πυλίδι Ἑρμῆς : Δημοσθένης ἐν τῷ κατ ' Εὐέργου . Φιλόχορος ἐν τῇ εʹ “ Ἀθηναίων ” φησὶν
Ἠιτημένην : ἀντὶ τοῦ κεχρημένην Δημοσθένης ἐν τῷ κατ ' Εὐέργου , εἰ γνήσιος . ὅτι γὰρ αἰτεῖσθαι ἔλεγον τὸ
6693742 κακουχιᾳ
κακουχίᾳ ] κακώσει , καποποιήσει . κακουχίᾳ ] κακώσει . κακουχίᾳ ] τῇ πορθήσει . κακουχίᾳ ] ὀλέθρῳ . θ
προσεῖδε καὶ κατηξιώσατο : οὐδ ' ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳ οἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας . ἦ δῆτ
6690867 συρραψαι
βαρβάρων νήματα καὶ λίνα . ἀπὸ τῶν Φρυγίων σκύλων βουλομένη συρράψαι ἐνδύματα πορφυρᾶ , ὅπως ἐπὶ τὸν τάφον ἀναθῇ τῆς
ἐκ πτερῶν ῥιπίς : ἀπὸ τῶν φρυγίων σκύλων βουλομένη - συρράψαι ἐνδύματα πορφυρᾶ ὅπως ἐπὶ τὸν τάφον ἀναθῇ τῆς κλυταιμνήστρας
6690182 κλαζουσι
οἱ κώδωνες οἱ χαλκήλατοι καὶ οἱ ἀπὸ τοῦ χαλκοῦ κατεσκευασμένοι κλάζουσι φόβον , ἤγουν ἐν τῷ οἰκείῳ κωδωνισμῷ ποιοῦσι φόβον
Τυδεῖ . Ξ χαλκήλατοι ] ἐκ χαλκοῦ κατεσκευασμένοι . Ξ κλάζουσι ] ἠχοῦσιν . κλάζουσι ] ἀποτελοῦσι διὰ τοῦ ἤχου
6688420 ἀσκητοιο
δάμαρ . τόν ῥά οἱ ἀμφίπολος Φυλὼ παρέθηκε φέρουσα νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον : αὐτὰρ ἐν αὐτῷ ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς εἶρος
κεκράαντο . τόν ῥά οἱ ἀμφίπολος Φυλὼ παρέθηκε φέρουσα νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον : αὐτὰρ ἐπ ' αὐτῷ ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς
6686649 βευδεα
ἁψαμένη δειρὴν ἐνεθήκατο . ταὶ δ ' ἐπ ' ἐκείνῃ βεύδεα παρθενικαὶ Μιλησίδες ἐρρήξαντο . Γλαύκῳ καὶ Νηρῆι καὶ εἰναλίῳ
, δειρὴν ἐνεθήκατο : ταὶ δ ' ἐπ ' ἐκείνῃ βεύδεα παρθενικαὶ Μιλησίδες ἐρρήξαντο . Φασὶ δέ τινες καὶ ἀπὸ
6676274 ληιης
τούτους φυλάκους τῆς οἰκίης πάσης ὑπεραιωρέεσθαι . Ζώουσι δὲ ἀπὸ ληίης τε καὶ πολέμου . Ἀγάθυρσοι δὲ ἁβρότατοι ἄνδρες εἰσὶ
κὠ τάπης ἦμιν , τὸ τοῦ λόγου δὴ τοῦτο , ληίης κύρσηι . ἐπὴν δ ' ἐλεύθερός τις αἰκίσηι δούλην
6675706 διαμετρουντος
ἡ ἀκριβὴς σελήνη ὡς ἐπὶ τὰ ἑπόμενα τοῦ σημείου τοῦ διαμετροῦντος τὸν ἀκριβῆ ἥλιον μοίρας ιδ μ . καὶ ἡ
παραβεβλημένος ] ἐκδεδυμένος . ἐκδεδομένος ἀκαρεῖ ] βραχυτάτῳ μετρίου ] διαμετροῦντος ἑαυτοῦ τὸ ζῆν . συμμέτρου οὐκ ἐπέτυχες ] γράφε
6670759 Τεμπεα
, τὰς νέας αὐτοῦ καταλιπών , καὶ ἀπίκετο ἐς τὰ Τέμπεα ἐς τὴν ἐσβολὴν ἥ περ ἀπὸ Μακεδονίης τῆς κάτω
ἡβηδόν . Καλλιερεῖσθαι . ἐπὶ τοῦ θύειν ἔντομα λέγεται . Τέμπεα . τὰ στενὰ τῶν ὀρῶν καὶ οἱ σύνδενδροι τόποι
6669671 Καρδιαν
ἐπ ' αὐτοὺς μέλλοντα ναυσὶν ἑξήκοντα , νυκτὸς ἀπέδρασαν εἰς Καρδίαν . ἐνταῦθα δὲ καὶ Ἀλκιβιάδης ἧκεν ἐκ τῶν Κλαζομενῶν
εἰπεῖν πολλὰ Φίλιππος εἶχε τῆς πόλεως , καὶ νῦν εἰς Καρδίαν πέπομφε βοήθειαν , ἐνδεικνύμενος κἀνταῦθα ὁμοίως τὴν αἰτίαν τῆς
6666009 ἀπορουσης
πλούτῳ προέχει , καὶ σύ μοι δοκεῖς οὐχ οὕτω τῆς ἀπορούσης θαυμάσαι τὸ κάλλος ὅσον αὐτῆς ἐλεῆσαι τὴν ἔνδειαν .
ἄν τις οἰκειότερον κατασκαφῆς νομίσῃ τῇ πόλει , πάσης ἤδη ἀπορούσης δυνάμεως . Ταῦτ ' ἄρα καὶ θείη ἄν τις
6664793 περιστερεωνι
μηδὲν ὠφελεῖν καὶ τὰ προσόντα ἀφαιρεῖται . κολοιὸς ἔν τινι περιστερεῶνι περιστερὰς ἰδὼν καλῶς τρεφομένας λευκάνας ἑαυτὸν ἦλθεν ὡς καὶ
πράγμασιν ἐγχειροῦντες ἐμβάλλουσιν ἑαυτοὺς εἰς ὄλεθρον . περιστερὰ ἔν τινι περιστερεῶνι τρεφομένη ἐπὶ πολυτεκνίᾳ ἐφρυάττετο . κορώνη δὲ ἀκούσασα αὐτῆς
6663124 ἐπαυσθη
καδδέκεται ] ? μέλαινα ? [ [ ] ων ἀχέων ἐπαύσθη [ [ ] ! ! ! ϊδαιλεεοι ? ?
καὶ Κόβων τε ἔφυγε ἐκ Δελφῶν καὶ Περίαλλα ἡ πρόμαντις ἐπαύσθη τῆς τιμῆς . Κατὰ μὲν δὴ Δημαρήτου τὴν κατάπαυσιν
6660723 δαμνησι
, λάζετο δ ' ἔγχος βριθὺ μέγα στιβαρόν , τῷ δάμνησι στίχας ἀνδρῶν ἡρώων , τοῖσίν τε κοτέσσεται ὀβριμοπάτρη .
οὔτησε κατ ' αἰγίδα θυσσανόεσσαν σμερδαλέην , ἣν οὐδὲ Διὸς δάμνησι κεραυνός : τῇ μιν Ἄρης οὔτησε μιαιφόνος ἔγχεϊ μακρῷ
6656342 Ξυπετη
ἄλλαι Τροῖαι . ἐν Ἀττικῇ κώμη , ἥ τις νῦν Ξυπετή δῆμος καλεῖται . ἔστι καὶ πόλις ἐν Κεστρίᾳ τῆς
Ἰλιεύς . καὶ Ξυνιὰς λίμνη , ἣν Βοιβιάδα φασίν . Ξυπετή , δῆμος Κεκροπίδος φυλῆς . ὁ δημότης Ξυπετεών ὡς
6651319 Γερασα
ὕψος , ἄθας δὲ ὁ θεός . Οὕτω Φίλων . Γέρασα , πόλις τῆς Κοίλης Συρίας , τῆς τεσσαρεσκαιδεκαπόλεως .
. . . . . ξε γοʹ κθ ∠ ʹδ Γέρασα . . . . . . . . .
6650308 πολυσυλλαβα
καὶ μῦς καὶ σῦς περισπῶνται . ] Τὰ εἰς ΑΙΣ πολυσύλλαβα αἰολικῶς ὀξύνεται : Ἀτρείδαις ἀντὶ τοῦ Ἀτρείδης Ὀρέσταις ,
εἰς ΗΣ Περσικὰ πάντα : Ἰνταφέρνης . Τὰ εἰς ΣΤΗΣ πολυσύλλαβα ὀξύνεται : τευχηστής ὀρχηστής ἀλφηστής Ἔτι τὰ εἰς ΑΡΗΣ
6636572 Κινησις
, ἐπὶ δὲ τῶν κατὰ τοὺς ἄλλους τρόπους μεταβαλλόντων . Κίνησις δὲ διχῶς διαιρετή , ἕνα μὲν τρόπον τῷ χρόνῳ
ἡ δὲ εἰς τὸ μὴ ὂν ἐκ τοῦ ὄντος . Κίνησις μὲν οὖν κινήσει ἐστὶν ἐναντία , κινήσει δὲ στάσις
6633362 ἐγχριομενη
πρὸς ὑπόχυσιν ποιεῖ . ὡσαύτως καὶ ἡ τέφρα σὺν μέλιτι ἐγχριομένη ὀξυωπίαν παρέχει . διαχριομένη δὲ ὡσαύτως ἕλκη τὰ ἐν
μέλιτι ἄκρως ἰᾶται . Ἡ δὲ χολὴ σὺν ἀκάπνῳ μέλιτι ἐγχριομένη θεραπεύει ἀχλύν , ἄργεμα καὶ πτερύγια . ὁ δὲ
6630192 Αἰαιος
πόλις Θρᾴκης προσεχὴς τῇ Παλλήνῃ . Αἰσαῖος , ὡς Αἶα Αἰαῖος . Αἰσύμη , πόλις Θρᾴκης . Ὅμηρος ” τόν
πόλις Ἰβηρίας πλησιόχωροι Καρχηδόνος . τὸ ἐθνικὸν Ἀλθαῖος , ὡς Αἰαῖος , ἢ Ἀλθαιάτης , ἢ Ἀλθαιανός . . .
6626403 διακεχωρισμενως
Ἀποτροπάδην : εἰς τοὐπίσω τρεπόμενοι , φεύγοντες , φευκτικῶς , διακεχωρισμένως . λοξόν : πλάγιον , στρεβλόν . φάος :
ταῖς ὀρειναῖς κοίταις , ὄρεσιν . ἀποσταδόν : μακρόθεν , διακεχωρισμένως . Ἀθλέων : πειρῶν ἑαυτόν . βριαρόν : δυνατόν
6621905 πεντεκαιδεκατης
γαμεῖν . τῶν δὲ Διδύμων ἀπὸ μιᾶς μοίρας ἕως τῆς πεντεκαιδεκάτης οὐ πεποίηνται , αἱ δὲ λοιπαὶ εὔθετοι . ὁ
λεπροῦ σῖτος πατούμενος καρπὸν οὐκ ἀναφύει . Συκῆ εὔκαρπος μένει πεντεκαιδεκάτης οὔσης τῆς θεοῦ ὀλύνθων αὐτῇ περιαφθέντων ἢ καὶ φυκίων
6617481 φλοιδουμενος
γνάθοις Τρίτωνος ἠμάλαψε κάρχαρος κύων . ἔμπνους δὲ δαιτρὸς ἡπάτων φλοιδούμενος τινθῷ λέβητος ἀφλόγοις ἐπ ' ἐσχάραις σμήριγγας ἐστάλαξε κωδείας
ἠμάλαψεκατέπιεν . × τὸ δὲ κάρχαρος σημαίνει τὸν τραχύν . φλοιδούμενος φλογιζόμενος ἠμάλαψεν ἔκρυψεν , κυρίως δὲ τὸ ἐθέρισεν .
6615410 ἀνυμνησω
σὺν δὲ τῷ τεχνικῷ Ὀρσέᾳ τὸν νικηφόρον ὑμνῶν καὶ χορεύων ἀνυμνήσω , τερπνὴν τοῖς ἐγκωμίοις ἐπιστάζων τὴν παρὰ τῶν Μουσῶν
αὐτὸν ἐγὼ ταῖς Μούσαις , ἀντὶ τοῦ ὑμνήσω νενικηκότα : ἀνυμνήσω δὲ καὶ τὸ χρυσοῦν δέρας . ζητεῖται δὲ ,
6612928 ἀποδεδειχεν
, κουροπαλάτην τὸν ἀδελφὸν τιμήσας ἄρχοντα τῶν τῆς δύσεως στρατευμάτων ἀποδέδειχεν , ὃν πάλαι δομέστικον τῶν Σχολῶν ἐκάλουν , νυνὶ
ὃ καὶ αὐτὸς ἐπέκρινε , καὶ ἡ πεῖρα τῆς ἐκβάσεως ἀποδέδειχεν . ἀντὶ γὰρ φιλοσοφίας καὶ ἀπραγμοσύνης εὐδαίμονος εἰς τὴν
6603401 ἑξουσα
δ ' ἁδελφὴ ' ποιήσει τοῦτό σοι ἀντάλλαγόν γ ' ἕξουσα τούτῳ διδομένη . Μάγειρ ' , ἀηδής μοι δοκεῖς
τὸν ὅρμον ἔσχε Λάβδακος . [ ἐδέξατ ] ' οὖν ἕξουσα δύσφημον [ κλέος ; [ ἐδέξαθ ] ' ,
6602895 ἐμβαπτομενος
πῶς ἐγὼ Σθενέλου φάγοιμ ' ἂν ῥήματα ; εἰς ὄξος ἐμβαπτόμενος ἢ λευκοὺς ἅλας ; ἡμεῖς μὲν οὖν σοι ταῦτα
πῶς ἐγὼ Σθενέλου φάγοιμ ' ἂν ῥήματα ; εἰς ὄξος ἐμβαπτόμενος ἢ ξηροὺς ἅλας . τότε μέν γε , Μανῆ
6598452 κεκληρωμενος
ταύτῃ δὲ συμπαρῇ ὁ Ἥλιος τὸν γαμοστόλον καὶ πατρικὸν κλῆρον κεκληρωμένος Κρόνου μαρτυροῦντος , πατράσι συνελεύσεται . ἐὰν δὲ κυριεύσῃ
, ὁ τοῖς ἰατροῖς ἀνακείμενος καὶ ἀπ ' αὐτῶν τοὔνομα κεκληρωμένος . ὁ δὲ ἐπὶ πᾶσι μικρὸς , καθ '
6590767 Χηλης
Κάνωβος κρύπτεται . ὡρῶν ιε : ὁ λαμπρὸς τῆς νοτίου Χηλῆς ἑῷος δύνει . Αἰγυπτίοις ἐπισημαίνει . Εὐκτήμονι καὶ Φιλίππῳ
. δʹ . ὡρῶν ιε : ὁ λαμπρὸς τῆς βορείου Χηλῆς κρύπτεται . Αἰγυπτίοις καὶ Καλλίππῳ χειμάζει , δυσαερία .
6580110 γεγωνεμεν
μεγακήτεϊ νηῒ μελαίνῃ , ἥ ῥ ' ἐν μεσσάτῳ ἔσκε γεγωνέμεν ἀμφοτέρωσε , ἠμὲν ἐπ ' Αἴαντος κλισίας Τελαμωνιάδαο ἠδ
τὴν τάξιν τῆς νεωλκίας ἡ παρατήρησις , καὶ πρὸς τὸ γεγωνέμεν , ὅτι οὐ ψιλῶς ἐστὶ φωνεῖν ἀλλ ' ἀκουστὸν
6576241 συστησω
' ἦν φρονηματίας ὥστ ' ἐρομένου τινός , ” τίνι συστήσω τὸν υἱόν ; “ , εἰπεῖν , ” ἐμοί
ἦ αὐτοὶ ταύτας ἐπαίδευσαν ; Οὐδὲν οἷον τὸ ἐπισκοπεῖσθαι . συστήσω δέ σοι ἐγὼ καὶ Ἀσπασίαν , ἣ ἐπιστημονέστερον ἐμοῦ
6575089 συναρχειν
τὴν Ἀσίαν ἐξέπεμψεν , ἀποθανόντος δὲ καὶ Φλάκκου Κάρβωνα εἵλετο συνάρχειν ἑαυτῷ . Σύλλας δ ' ἐπείξει τῆς ἐπὶ τοὺς
ἡ βουλὴ Λεύκιον Βύβλον ἐς ἐναντίωσιν τοῦ Καίσαρος ἐχειροτόνησεν αὐτῷ συνάρχειν : καὶ εὐθὺς αὐτῶν ἦσαν ἔριδές τε καὶ ὅπλων
6569237 ΕΛΝΗ
κοινὴ τομὴ ἡ ΕΗ , τοῦ δὲ ΖΛΘ καὶ τοῦ ΕΛΝΗ κοινὴ τομὴ ἡ ΛΟ . καὶ ἐπεὶ ἐν σφαίρᾳ
μείζων ἐστίν . ἐπεὶ οὖν ὅλη ἡ ΑΚΜΓ ὅλῃ τῇ ΕΛΝΗ ἴση ἐστίν , ὧν ἡ ΚΜΓ τῆς ΛΝΗ μείζων
6567404 Κυκλῳ
καὶ ἐφιδρυμένης παντὶ ὅσον αὐτῆς εἰς τὰς σφαίρας ἀνέδραμε . Κύκλῳ οὖν ἐκείνης περιεχούσης συννεύουσα ἐπιστρέφεται πρὸς αὐτήν , ἡ
ἐπ ' εὐθείας ἐστὶν ἔγγιστα τῷ μέσῳ τῶν ἐν τῷ Κύκλῳ τριῶν ἐκφανῶν τῶν πρὸς ἀνατολὰς ἐν τῷ αὐτῷ μάλιστα
6567327 προσαγεσθωσαν
ὕδωρ χαλάσθωσαν καὶ πόδες καὶ χεῖρες , ὀσφραντὰ δὲ αὐτοῖς προσαγέσθωσαν εὐώδη , ῥόδα , κυδώνια , γλήχων , ἡδύοσμον
κοιλία διά τε τροφῆς ἢ δι ' ἀλόης καὶ κηρωταὶ προσαγέσθωσαν σκευασθεῖσαι δι ' ἐλαίου , ἐν ᾧ σικύου ἀγρίου
6560702 Σκιωναιος
, κἂν ἐλεύθερος μόλῃ : Σοφοκλέους καὶ αὕτη . Ὁ Σκιωναῖος κολυμβᾷ : ἐπὶ τῶν ἐμπειρίαν εἰς πράγματα ἐχόντων .
ἐξ ἀνάγκης κατέμειναν αὐτοῦ πόλιν Σκιώνην οἰκίσαντες . ὁ πολίτης Σκιωναῖος καὶ Σκιωνεύς . ἔστι δὲ ὡς τοῦ Σινώπη Σινωπεύς
6560702 αὐξανοντα
θ τὸν ἔξηβον ] τὸν γεγηρακότα . Ξ βλάστημον ] αὐξάνοντα ἀνδρῶν νῦν . βλάστιμον ] ἀντὶ τοῦ βλάστην ἢ
ἐν καιρῷ ] δέοντι . . σφριγῶντα ] νεάζοντα καὶ αὐξάνοντα . . σφριγῶντα ] αὐξόμενον καὶ ζέοντα . ἰσχναίνῃ
6558981 βεττονικης
τῶν αὐτῶν τόπων ποιεῖ καλῶς . σαρξιφάγου ⋖ β , βεττονικῆς ⋖ α , πετροσελίνου Μακεδονικοῦ γρ Ϛ , ναρδοστάχυος
αʹ σαξιφράγου . . . . . οὐγ . αʹ βεττονικῆς . . . . . οὐγ . αʹ ἀσάρου
6558128 ἀδιναων
Τ ῥαψῳδίας Ὀδυσσείας , “ ἡ δ ' ὡς Σειρήνων ἀδινάων φθόγγον ἤκουσεν , ” συνεχῶς ᾀδουσῶν . ἐπὶ δὲ
μειρακίων . . . . ἀληθινός : ζήτει εἰς τὸ ἀδινάων τὸν κανόνα . ἀλήθω : τὸ ἐπὶ τῆς μύλης
6556922 τετραβραχυν
ὅμοιος . τὸ εʹ ἀναπαιστικὸν πενθημιμερὲς τὸν δεύτερον ἔχον πόδα τετράβραχυν . τὸ Ϛʹ τροχαϊκὸν δίμετρον ἀκατάληκτον τὸν πρῶτον ἔχον
τὸ εʹ ὅμοιον , τὸν αʹ καὶ βʹ ἔχον πόδα τετράβραχυν . τὸ ἕκτον ὅμοιον , τὸν τρίτον ἔχον πόδα
6553620 προσφιλει
γινομένοις ἀληθείας μαθηταῖς . Τίς γὰρ ὀρθῶς διδαχθεὶς καὶ λόγῳ προσφιλεῖ γεννηθεὶς οὐκ ἐπιζητεῖ σαφῶς μαθεῖν τὰ διὰ λόγου δειχθέντα
ἀνθρώπους ποιεῖν . εὐεστοῖ ] εὐτυχίᾳ . θΞ φίλῃ ] προσφιλεῖ . δογματίζει Αἰσχύλος ὡς δεῖ ἀπέχεσθαι τῆς πρὸς γυναῖκα
6551238 ἀνελαβετο
καὶ οὐ Λαίς . Ἰσοκράτης δὲ καὶ Λαγίσκαν τὴν ἑταίραν ἀνελάβετο εἰς τὴν οἰκίαν . Δημοσθένη δὲ τὸν ῥήτορα καὶ
καὶ ἡμᾶς παίζει . ὁ δὲ θεωρήσας τὸν παῖδα αὐτοῦ ἀνελάβετο καὶ εὐθὺς ἔλαβον αὐτόν . Παλαμήδης * δὲ *
6549632 φοιτῳ
χρυσοῦ κατασκευασθέντα . φλύοντα ] φλυαροῦντα . θ Ξ σὺν φοίτῳ : μανίᾳ . καὶ Σοφοκλῆς : φοιτῶντ ' ἄνδρα
' Εὐριπίδῃ μανικός . γράφεται δὲ καὶ συμφύτῳ φρενί . φοίτῳ ] μανίᾳ . θΞ ἀπὸ τοῦ φοιτᾶν εἰς τὸν
6548311 αὐταγγελος
: ἦσαν γάρ τινες τῷ Νικίᾳ διάγγελοι τῶν ἔνδοθεν . αὐτάγγελος δὲ ὁ αὐτὸς ἀφ ' ἑαυτοῦ διαγγέλλων ὑφ '
ἔτρεφε σύας . οὐ σχήσων : οὐ προσορμιούμενος αὐτάγγελοι : αὐτάγγελος , τὸ αὐτόν τινα δι ' ἑαυτοῦ μὴ προπέμψαντα
6548294 ἀμαυροτερος
Ὑδροχόου Ϛ γʹ βο ια γʹ ὁ ὑπ ' αὐτὸν ἀμαυρότερος . . . . . . . . .
τῶν ἄλλων ἀστέρων ἐν μὲν τῇ ἀρχῇ τῆς Κασσιεπείας ὁ ἀμαυρότερος τῶν ἐν τῷ δίφρῳ , καὶ τῆς Ἀνδρομέδας ὁ
6547303 χειρωναξια
τὴν αἰτίαν τοῦ Διὸς εἰς τὴν τέχνην μετήγαγεν . : χειρωναξία : Ἡ διὰ χειρῶν ἐργασία . : οὐδὲν αἰτία
Προμηθέως , ὡς ἁπλῶς διὰ λόγου ἐστὶν εἰπεῖν . . χειρωναξία ] ἡ διὰ τῶν χειρῶν ἐργασία : καὶ χειρῶναξ
6543006 παιωνικος
τετράμετρος βραχυκατάληκτος , τοῦ ἕκτου ποδὸς τριβράχεος . ὁ δεύτερος παιωνικὸς καθαρὸς τετράμετρος καταληκτικός . τὸ τρίτον ὅμοιον , δίμετρον
βʹ : τὸ θʹ ὅμοιον τῷ ζʹ : ὁ ιʹ παιωνικὸς ὅμοιος τῷ γʹ : τὸ ιαʹ τροχαϊκὸν δίμετρον ἀκατάληκτον
6538771 διαφθαρεισης
ἐν ᾗ ἦν γεγονυῖα ἡ νύμφη , ὑπὸ χειμάρρου ποταμοῦ διαφθαρείσης . μὸν ἀνέτρεψε καὶ τὴν γῆν χώματι ὠχύρωσεν .
. τὸ δὲ ναυαγεῖν τῆς νεὼς ἤτοι ἀνατραπείσης [ ἢ διαφθαρείσης ] ἢ πέτραις περιρραγείσης πάντας βλάπτει πλὴν τῶν βίᾳ
6536750 ἀποκαταστῃ
. ὅτε δέ ἐστιν ὁ Κρόνος κύριος τοῦ ἔτους καὶ ἀποκαταστῇ εἰς τὸν κατὰ πῆξιν αὐτοῦ τόπον καὶ διαμετρήσει τοῦτον
καὶ τῶν μελῳδιῶν . Εἰ δὲ ἐπὶ τὸν οἰκεῖον τόπον ἀποκαταστῇ καὶ ἔχει λόγον εἰς τὸ ἔτος καὶ ὑπάρχει ἐπίκεντρος
6536548 εὐσεβιας
γένος ἔφθιτο , οὐδὲ θέμιστας οὐκέτι γινώσκους ' οὐδὲ μὲν εὐσεβίας . ἀλλ ' ὄφρα τις ζώει καὶ ὁρᾶι φῶς
' ἄκρας ὀλέσας βίοτον , μόχθους δ ' ἄλλως τῆς εὐσεβίας εἰς ἀνθρώπους ἐπόνησα . αἰαῖ αἰαῖ : καὶ νῦν
6535935 ἀπομεμερισμενον
Ἑρμοῦ . κεῖται δὲ ἐν τῷ κλίματι τῷ τῆς Αἰγύπτου ἀπομεμερισμένον ἀνέμῳ Λιβί . κυριεύει δὲ κνημῶν . ἀναβαίνει δὲ
. κεῖται δὲ ἐν τῷ κλίματι τῷ τῆς Περσίδος , ἀπομεμερισμένον ἀνέμῳ Ἀπηλιώτῃ . κυριεύει δὲ κεφαλῆς καὶ ὅλου προσώπου
6535862 ἐπληθυνεν
ἀρχὰς εὐθύς , ὅτ ' οὔπω τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος ἐπλήθυνεν , ἀδελφοκτόνος . οὗτός ἐστιν ὁ πρῶτος ἐναγής ,
ὡς ὄψις οὔπω ἰδοῦσα , ἐξῆλθε δὲ ἔχουσα ὅπερ αὐτὴ ἐπλήθυνεν : ὥστε ἄλλου μὲν ἐπεθύμησεν ἀορίστως ἔχουσα ἐπ '
6532109 Σαβους
Σαβάζιον τὸν Διόνυσον οἱ Θρᾷκες καλοῦσι καὶ ⌈ Σαβοὺς [ Σάβους ] τοὺς ⌈ ἱεροὺς [ ἱερεῖς ] αὐτοῦ .
Σαβάζιον τὸν Διόνυσον οἱ Θρᾷκες καλοῦσι καὶ ⌈ Σαβοὺς [ Σάβους ] τοὺς ⌈ ἱεροὺς [ ἱερεῖς ] αὐτοῦ .
6531947 προλειωθεντα
ἄρας ἀπὸ τοῦ πυρὸς καὶ ποσῶς ψύξας ἐπίβαλλε τὰ λοιπὰ προλειωθέντα μετ ' ὄξους : κατὰ σταγόνα δ ' ἐπίβαλλε
, διάλυε τὴν ζύμην τῷ χυλῷ καὶ ἐπίβαλλε αὐτῇ τὰ προλειωθέντα , καὶ ἑνώσας τῆκε πιτυΐνην καὶ ἔλαιον , καὶ
6531233 Τηλου
τῷ ῥήματι . Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ μονοσυλλάβων ῥημάτων . Τηλοῦ . παρὰ τὸ τέλος τελοῦ ἐστὶ , καὶ τροπῇ
. Μόχθος οἱ τηλοῦ φίλοι : παροιμία : καὶ , Τηλοῦ φίλοι ναίοντες οὐκ εἰσὶν φίλοι . Ναὶ ναὶ μὰ
6530964 συντελουμεν
τῆς ὅλης συστάσεως ἐνθυμηθῶμεν , εἰς ἣν ἅπαντες οἱ ταύτῃ συντελοῦμεν ὁμοίως μείζους καὶ ἐλάττους , ὁπόσῳ τινὶ τῶν ἄλλων
καὶ ἐλπίσιν ἡδείαις συνεσχέθημεν . γράψαντες οὖν τὰ λοιπὰ πάντα συντελοῦμεν ἅπερ ἠξίωσας πολλοῖς καὶ ἄλλοις ἐσόμενα χρήσιμα τὰ διαλογίσματα
6529803 ἰκτερικουϲ
χάλκανθον λεάναϲ ἔγχεε : καὶ καθαίρει κάλλιϲτα , μάλιϲτα τοὺϲ ἰκτερικούϲ . Ἄλλο . μελανθίου λείου ⋖ η ἀφρονίτρου ⋖
δὲ αὐτοῦ εἰϲ ὀξυωπίαϲ ἐϲτὶ χρήϲιμοϲ , ἡ δὲ ῥίζα ἰκτερικούϲ τε ϲὺν οἴνῳ ἐκφράττει καὶ ἀνίϲῳ πινομένη , μαϲωμένη
6527234 Ναρδοσταχυος
κέχρησο τῷ διὰ τοῦ κονδίτου . ἔχει δὲ οὕτω : Ναρδοστάχυος . . . . οὐγ . αʹ φοῦ .
εἴη χρονία ἡ βὴξ καὶ πῦον εἴη τὸ περιεχόμενον . Ναρδοστάχυος . . . . οὐγ . αʹ κρόκου .
6525088 θιγε
ἐνδήσας καὶ εἰς ζέον ὕδωρ ἀποβάπτων ἡσυχῇ ἀποπυρία καὶ πελιώματα θίγε . ἄλλο . ἄλευρον ἴριδος μίξας τῷ μέλιτι καὶ
δριμύτερον εἰπεῖν . τότε δὲ πρόσαγε τὴν δευτέραν μηχανήν . θίγε χειρός , θλῖψον δάκτυλον , θλίβων στέναξον . ἢν
6521923 ἀνεσας
θύμου κορύμβων δραχ . ιʹ . ἢ χολῆς ταυρείας ψυγείσης ἀνέσας λεπτοκαρύου μέγεθος , εἰς οἶνον εὐώδη πότιζε : ταῦτα
ἀναλάμβανε τροχίσκους , ἐπὶ δὲ τῆς χρείας τῷ αὐτῷ ὄξει ἀνέσας κατάχριε καὶ ἔα ξηραίνεσθαι καὶ ἀπόπεμπε εἰς τὸ βαλανεῖον
6521917 Σικυου
μυξώδη ἢ αἷμα πρός τε ψώρας κύστεως καὶ ἑλκώσεις . Σικύου σπέρματος λελεπισμένου ⋖ ιβ , σελίνου σπέρματος , ὑοσκυάμου
τὸ διὰ τῶν φρύνων : τῆς ὅλης διαθέσεως ἀπαλλάττει . Σικύου ἀγρίου ῥίζης χλωρᾶς , ἐλαίου γλυκέος ἀνὰ λι Ϛʹ
6520706 κεστραν
” . [ νηχομένας “ . ] ⌈ κεστρῶν [ κεστρᾶν ] ] ⌈ ἰχθύων κεφάλων : ⌈ κεστρεὺς γὰρ
δροσερᾶν νεφελᾶν ” : εἶτ ' ἀντ ' αὐτῶν κατέπινον κεστρᾶν τεμάχη μεγαλᾶν ἀγαθᾶν κρέα τ ' ὀρνίθεια κιχηλᾶν .
6518645 γερανις
λαγόνα : εἶτ ' ἐγκύκλιος ἐπιπλέκεται αὐτῇ , ἤτοι διπλῇ γερανὶς ἢ χιαστὸς τραχηλιστὴρ ἢ ἡ διπλοῦς λεγόμενος . Κεφ
κατὰ τοῦ νώτου καὶ τοῦ στήθους κυκλοτεροῦς περιειλήσεως ἔχει ἡ γερανὶς ἐπίδεσις ἀπὸ τῆς ἀντικειμένης μασχάλης κυκλοτερῆ περιείλησιν ἐπαγομένην κατὰ
6517059 θρυπτομενη
' ὅταν τις ἡμῶν μουσικῇ χαίρῃ νέων . ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη ἐξεπλάγη γὰρ ἰδὼν στίλβοντα τὰ λάβδα . χήτει τοι
ἐξιόντι μοι ἄνθρωπος ἀποφρὰς καὶ βλέπων ἀπιστίαν . Ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη . Καὶ γὰρ αἰσχρὸν ἀλογίου ' στ ' ὀφλεῖν
6511850 Ὑοσκυαμου
ἄνωθεν ἐπιχριόμενον παρατίθεται καὶ ἀναξηραίνει : ἔχει δὲ οὕτως . Ὑοσκυάμου ῥίζης ξηρᾶς , σικύου ἀγρίου ῥίζης ξηρᾶς , κριθίνου
οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ συλλεάνας . Παύλου τοῦ ἡμετέρου χιμέθλαις . Ὑοσκυάμου χυλῷ ἐπίχριε συνεχῶς : αὐθημερὸν ἀφλεγμάντους καὶ ἀπόνους ποιεῖ
6511627 βφʹ
ἡμέρας καὶ νυκτός . Ἔστι δὲ ἡ Κρήτη μακρὰ στάδια βφʹ , στενὴ δὲ , καὶ τέταται ἀπὸ ἡλίου δυσμῶν
. γίνεται δὲ ἀπὸ Σεσογχώσεως ἐπὶ τὴν Νείλου βασιλείαν ἔτη βφʹ , ἀπὸ δὲ τῆς Νείλου βασιλείας ἐπὶ τὴν Ἰλίου
6509947 ἱσταμενης
αἱ συμπλοκαὶ καὶ μὴ καθ ' ἑκάστην πληρουμένης τε καὶ ἱσταμένης τῆς διανοίας τὰ τοιαῦτα χωρία δοκοῦσι μὲν ἔμφασιν ἔχειν
παναοίδιμον Ἀφρογενείην : ῥηιδίως Παφίης πολυήρατος [ ] ἔπλεο κάλλει ἱσταμένης ? ? σὺν Ἔρωτι ? : [ τεὴν ]
6506140 διακονησω
οὔτε προΐσασιν οὐδὲν οὔτε λέγουσιν . Γ βαλανεύσω Γ : διακονήσω , ὑπουργήσω . Γ βαλανεύσω : ἐγχέω ἐμαυτῷ τῶν
. ≌ . . . , . : ἀοζήσω : διακονήσω , ὑπουργήσω . Αἰσχύλος Ἐλευσινίοις . Κατάλογ . :
6502874 ὀμφαλοεσσης
περιφέρεια ἄντυξ , οἷον : ἄντυξ ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης . ἀμφότερα δὲ ἀπὸ τοῦ τεύχω , τὸ κατασκευάζω
Σώκοιο δαΐφρονος ὄβριμον ἔγχος ἔξω τε χροὸς ἕλκε καὶ ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης : αἷμα δέ οἱ σπασθέντος ἀνέσσυτο , κῆδε δὲ
6501500 ταρβοσυνῳ
. πάταγον ] κτύπον . θ κτύπον ] πάταγον . ταρβοσύνῳ ] ταρακτικῷ . ταρβοσύνῳ ] τῷ τείροντι διὰ βοῆς
τάρβοντι διὰ τῆς βοῆς . ταρβοσύνῳ ] μετὰ φόβου . ταρβοσύνῳ ] φοβουμένῳ . ταρβοσύνῳ ] + δειλίαν ποιοῦντι .
6500139 ἐξαινυτο
ἔνθ ' ὅ γε τοὺς ἐνάριζε , φίλον δ ' ἐξαίνυτο θυμὸν ἀμφοτέρω , πατέρι δὲ γόον καὶ κήδεα λυγρὰ
μὲν Περίφαντα πελώριον αὐτόθ ' ἔασε κεῖσθαι ὅθι πρῶτον κτείνων ἐξαίνυτο θυμόν , αὐτὰρ ὃ βῆ ῥ ' ἰθὺς Διομήδεος
6499961 καταναλωσαντος
, ὧν εἰς τοὺς ἀγῶνας ἠνάλωσεν . Ὡς πολλὰ δὲ καταναλώσαντος Ἀρκεσιλάου , ταῦτα εἶπεν . Πυθωνόθεν ] Ἤγουν ἐκ
παρὰ Θεοπόμπου τοῦ Χίου , ἀνδρὸς φιλαλήθους καὶ πολλὰ χρήματα καταναλώσαντος εἰς τὴν περὶ τῆς ἱστορίας ἐξέτασιν ἀκριβῆ . φησὶ
6498901 ἐκτρωσεις
ἔχθρας ἐπιφέρει καὶ ἀπραγίας καὶ ψύξεις πράξεων καὶ κινδύνους καὶ ἐκτρώσεις καὶ αἱμαγμοὺς γυναικῶν ἀπεργάζεται καὶ νόσους . Καὶ ἐὰν
θηλυκοῦ προσώπου , ἀκαταστατήσει δὲ καὶ ἀσθενήσει καὶ αἱμαγμοὺς καὶ ἐκτρώσεις ἕξει καὶ τόπων ἀλλαγὰς εἰ μή πως ἀγαθοποιοῦ τινος
6498827 ἀναγραφεντι
ἐστὶν ἴσα τῷ ἀπὸ τῆς ὅλης καὶ τοῦ ἥττονος τμήματος ἀναγραφέντι τετραγώνῳ . τεσσαρεσκαιδεκάκις γὰρ τὰ ιδ ρϘϚ . ἡ
, τουτέστι τοῦ δ , ὁμοῦ ιϚ ; ἀπὸ μιᾶς ἀναγραφέντι τετραγώνῳ , τουτέστι ιϚ ἐπὶ ιϚ : γίνονται σνϚ
6496728 ῥοφανειν
κρέα σκυλακίου ἢ ὀρνίθεια ἑφθὰ ἐσθίειν , καὶ τοῦ ζωμοῦ ῥοφάνειν : σιτίοισι δὲ ὡς ἐλαχίστοισι χρῆσθαι τὰς πρώτας ἡμέρας
φάρμακον , ἀλλ ' ὑποκλύζειν μαλθακῷ κλύσματι , καὶ διδόναι ῥοφάνειν τὸν χυλὸν τῆς πτισάνης ψυχρὸν δὶς τῆς ἡμέρης ,
6496637 ἀντιστατης
Ἐτεοκλεῖ . . δορὸς ] τοῦ πολέμου . ἀντηρέτας ] ἀντιστάτης . . ἰὼ ἰὼ κακὰ δώμασι ] ἃ δι
' ] τοῦ Ἐτεοκλέους . ἀντηρέτης : ὀρθή ἐστιν : ἀντιστάτης τῷ Ἐτεοκλεῖ . ἀντηρέτας ] ἀντίπαλος . ἀντηρέτας ]
6495497 μυθοποιια
τὰς τῆς μητρὸς ἀδελφάς , ἠνάγκασε Πενθέα διασπάσαι . ἡ μυθοποιία κεῖται παρ ' Αἰσχύλῳ ἐν Πενθεῖ . . .
' εὐφημισμὸν προσηγόρευσεν Εὐμενίδας . παρ ' οὐδετέρωι κεῖται ἡ μυθοποιία . τὰ τοῦ δράματος πρόσωπα : προφῆτις τῆς Πυθίας
6495061 τουτῳϊ
, φάναι , ὦ Κροῖσε , σύμπεμψον ἄνδρα σὺν Ὑστάσπᾳ τουτῳῒ ὅτῳ σὺ πιστεύεις μάλιστα . σὺ δέ , ὦ
προπερισπῶσιν , οἱ δὲ νεώτεροι προπαροξύνουσιν , 〚 ὡς παρὰ τουτῳῒ τῷ ποιητῇ ἐν Θεσμοφοριαζούσαις [ ] γυναῖκες οὐκ ἀρήξετ

Back