καὶ κέλευε συμμῦσαι τὸ στόμα ἐπ ' ὀλίγον . εἶτα ἐπιλαμβανόμενος τοῖς δακτύλοις ἕλκε τὸν ὀδόντα , ἀπόνως ἀκολουθεῖ .
δὲ λεγόμενος λύκος , ἐν τοῖς ἀραχνίοις διατρίβων εὑρίσκεται , ἐπιλαμβανόμενος τῶν μυῶν καὶ ἐσθίων αὐτάς . στόμα δὲ ἔχει
7768142 ἀνελαβετο
καὶ οὐ Λαίς . Ἰσοκράτης δὲ καὶ Λαγίσκαν τὴν ἑταίραν ἀνελάβετο εἰς τὴν οἰκίαν . Δημοσθένη δὲ τὸν ῥήτορα καὶ
καὶ ἡμᾶς παίζει . ὁ δὲ θεωρήσας τὸν παῖδα αὐτοῦ ἀνελάβετο καὶ εὐθὺς ἔλαβον αὐτόν . Παλαμήδης * δὲ *
7556857 προσορων
. ἐδόκουν δὲ βαδίζειν ὁδόν τινα δι ' ἐμαυτοῦ χωρίου προσορῶν τῷ ἀστέρι ἄρτι ἥκοντι , καὶ γὰρ εἶναι πορείαν
λόγον . ἰδοὺ ] ? γελᾶι ? μου ? [ προσορῶν ? ] ? × × ] ! ὁ ?
7485313 ἀνελκυσας
συμπίπτειν καὶ κρατεῖν τὸ ἐμπεσόν . ὁ δὲ νοῦς , ἀνελκύσας ἐπὶ τοῦ βήματος συνηγόρους ἑαυτῷ καὶ θηρευτὰς λόγων ἐρωτᾷ
τὰς ναῦς , ὅσαι μάλιστα ἐπόνησαν ὑπὸ τοῦ χειμῶνος , ἀνελκύσας ἐπεσκεύαζεν . ὁ δὲ Νικίας πυθόμενος αὐτὸν προσπλέοντα ὑπερεῖδε
7479464 συντριψεις
βουλευτηρίου . κλαστάσεις ] κλονήσεις , διασείσεις ἢ κλάσεις καὶ συντρίψεις ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν περιτεμνομένων κλημάτων . ἐν πρυτανείῳ :
τὰς μὲν πλαγίας λαμβάνων καταδύσεις , τὰς δὲ ἀντιπρώρους κινδυνευούσας συντρίψεις καὶ ἐμπρήσεις , καθάπερ εἴρηται : ἐὰν δὲ λάβῃς
7477103 Σαφης
ὁ ἀλεκτρυών : τῶν εἰς ων ὀξυτόνων καὶ ἑξῆς . Σαφὴς ὁ κανών : ἰστέον δὲ ὅτι κυρίως περιεκτικά ἐστιν
πολλῆς ἀκριβείας καὶ σχολῆς τὰ καθ ' ἑαυτὸν διηγούμενον . Σαφὴς δὲ ἡ διήγησις γίνεται διχόθεν , ἐξ αὐτῶν τῶν
7398785 Μεταγενης
ὁδῶν κυλινδείτω κρέα , πλακοῦς ἑαυτὸν ἐσθίειν κελευέτω . καὶ Μεταγένης ἐν Θουριοπέρσαις ἀδιδάκτῳ καὶ αὐτῷ : ὁ μὲν ποταμὸς
τρίτος , εἶθ ' ὁ τέταρτος , εἶθ ' ὁ Μεταγένης . Καρκίνος δ ' ὁ τραγικὸς ἐν Σεμέλῃ ,
7388529 φηνας
τὰ προσήκοντα ἡμῶν ἑκάστῳ . Ἡγείσθω μὲν αὐτὸς Ἀσκληπιὸς ὁ φήνας τὸ ὄναρ , ἡγείσθω δὲ Διόνυσος αὐτὸς , ᾧ
ἀλλ ' εἰς τοῦτον μὲν τὸν ἀριθμὸν τὴν βασιλείαν ὁ φήνας θεὸς ὡς τάχιστα καὶ αὐξήσειεν . ἃ δὴ νῦν
7388223 ἀπεκομισθη
: τῶν δὲ ἄλλων τὸ πλῆθος ἐς τὰς ναῦς ἐσβὰν ἀπεκομίσθη ἐπ ' οἴκου . τοῦ δὲ Δηλίου ἑπτακαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ
ὀρθῶς . εἰ γὰρ ἐμέμνητο τοῦ χρησμοῦ , οὐκ ἂν ἀπεκομίσθη ὁ Ὀδυσσεύς . . θ . Ποσειδάων ' ἀγάσασθαι
7365589 θυλακιον
, βαλάντια καὶ βαλαντίδια ὡς ἐν Αἰξὶν Εὔπολις . καὶ θυλάκιον δὲ καὶ θυλακίσκον : Ἀριστοφάνης γοῦν ἐν Τριφάλητι τοῦτο
' ἐστὶ λευκή , λεπτόκαρπος , πικρά , ἄφυλλος , θυλάκιον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔχουσα , περιεκτικὸν σπέρματος . Ἀνδρόσαιμον
7356862 ἐμιχθη
, ὁ δὲ Ἀμφιτρύων τῇ ἑξῆς τὸν Ἰφικλέα , καὶ ἐμίχθη τὰ γένη ἀμφοτέρων . οὐχὶ δὲ ὁ Ζεὺς παρεγένετο
ἴσχειν εἰσορόωντα ἵππους : αὐτὸς δ ' αὖτις ἰὼν προμάχοισιν ἐμίχθη . Τεῦκρος δ ' ἄλλον ὀϊστὸν ἐφ ' Ἕκτορι
7346371 ἱστοδοκῃ
: ἔστι γὰρ περὶ γυναικός . . . . . ἱστοδόκῃ πέλασαν προτόνοισιν ὑφέντες : Ἀρίσταρχος ἀφέντες , Ζηνόδοτος ὑφέντες
θέσαν δ ' ἐν νηῒ μελαίνῃ , ἱστὸν δ ' ἱστοδόκῃ πέλασαν προτόνοισιν ὑφέντες καρπαλίμως , τὴν δ ' εἰς
7340790 δεσμευσας
Ἥρᾳ παρακοιμίζει αὐτῷ , καὶ ὕστερον ποιήσας τετράκνημον τροχὸν καὶ δεσμεύσας αὐτὸν τιμωρεῖται . εὐνομία ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ καλοπραγία
τήνδε τὴν δωρεὰν , ἤτοι τὸ ἀναδιδάξαι με τίς ὁ δεσμεύσας σε ἐν τῷ Καυκάσῳ ; τὸ δὲ δωρεὰν ἐπὶ
7310685 περδεται
σὺ μέμνησό μοι . Πρὸς τῇ κεφαλῇ μου λάσανα καταθεὶς πέρδεται . Μάχαιραν ἆρ ' ἐνέθηκας ; οὔ . τί
ἢ τοῦτο λέγει , ὅτι πορνευόμενος τοῦτο ἐποίει . . πέρδεται : Κλάνει . . Φιλέψιος : Οὗτος πένης .
7310391 Πειριθωι
ἀκίνητον νοεῖσθαι . [ , . ] ἐν δὲ τῶι Πειρίθωι δράματι ὁ αὐτὸς καὶ τάδε τραγωιδεῖ : σὲ .
καὶ δεδεμένωι αἰδοῦς ἀχαλκεύτοισιν ἔζευκται πέδαις . . , Εὐριπίδου Πειρίθωι : ὁ πρῶτος εἰπὼν οὐκ ἀγυμνάστωι φρενί ἔρριψεν ,
7309936 στασσω
, : σταλαγμός : στῶ ἐστι ῥῆμα , οὗ παράγωγον στάσσω , οὗ ὁ μέλλων στάξω * * * καὶ
, καὶ ἐπεισελθόντος τοῦ αλ , σταλαγμός . τὸ δὲ στάσσω καὶ αὐτὸ προσλαβὸν τὸ αλ , ἐποίησε τὸ σταλάσσω
7305854 αὐτοσιτον
. αὐτόσιτον δ ' εἴρηκε Κρώβυλος ἐν Ἀπαγχομένῳ : παράσιτον αὐτόσιτον . αὑτὸν γοῦν τρέφων τὰ πλεῖστα συνερανιστὸς εἶ τῷ
σιτόκουρον , ἄθλιον , ἄχρηστον εἰς τὴν οἰκίαν εἰλήφαμεν . αὐτόσιτον δ ' εἴρηκε Κρώβυλος ἐν Ἀπαγχομένῳ : παράσιτον αὐτόσιτον
7293140 δεινοπαθησας
μοι ἔξωθεν στηθέων ἐκθρώσκει . ” ἀλυσκάζων ἐκκλίνων . ἀλαστήσας δεινοπαθήσας , χαλεπήνας , στενάξας . ἄλαστα γὰρ τὰ χαλεπά
ἀρσενικοῦ , ἀλεκτορὶς δὲ θηλυκόν . ἀλαστήσας : σχετλιάσας , δεινοπαθήσας : ἀπὸ τοῦ ἀλαστῶ ἀλαστήσω . . . .
7286495 ἐπαιαζουσιν
χιόνεοι τὸ πάροιθεν Ἀδώνιδι πορφύροντο . αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν , ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες . ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα , σὺν ὤλεσεν
Ἄδωνιν , ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις : ὤλετο καλὸς Ἄδωνις , ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες . μηκέτι πορφυρέοις ἐνὶ φάρεσι Κύπρι κάθευδε :
7281734 ἐφθασας
γὰρ ὁ γύψ . βέλτιον δὲ τὸ πρῶτον . τόσον ἔφθασας : τοσοῦτον προέφθασας , φησί , μεταπεμψαμένη με πρινὴ
: οὐ γὰρ δὴ φρονιμώτερος γέγονας οὐδὲ μικρὸν , ὅτι ἔφθασας τοὺς συντρέχοντας , οὐδὲ σωφρονέστερος νῦν ἢ πρότερον οὐδὲ
7274032 ἀργυροηλον
ἡδεῖαν ἀοιδήν . τῷ δ ' ἄρα Ποντόνοος θῆκε θρόνον ἀργυρόηλον μέσσῳ δαιτυμόνων , πρὸς κίονα μακρὸν ἐρείσας : κὰδ
αὐτῷ . ἀμφὶ δ ' ἄρ ' ὤμοισιν βάλετο ξίφος ἀργυρόηλον χάλκεον , αὐτὰρ ἔπειτα σάκος μέγα τε στιβαρόν τε
7265567 Δικαιοπολι
ὠνούμενοι . Γ πημανεῖται ] βλάψει , λυπήσει , ὦ Δικαιόπολι . Γ ἐξομόρξεται : ἐναποψήσεται , ἐναπομάξει . ὡς
. Κλάων μεγαριεῖς . Οὐκ ἀφήσεις τὸν σάκον ; Δικαιόπολι Δικαιόπολι , φαντάδδομαι . Ὑπὸ τοῦ ; Τίς ὁ φαίνων
7263631 καταξας
ἀγροῦ κατιόντων εἰς πόλιν . ἀγκυρίσας : ὑποσκελίσας , 〚 κατάξας , μετακαλεσάμενος 〛 , οἷον τῇ ἀγκύλῃ καταβαλών .
Λυρνησσῷ . οὐκ ἔλαβε δὲ αὐτὴν ἐν Λυρνησσῷ ἀλλὰ πρότερον κατάξας τῷ Ἀγαμέμνονι ἐξαίρετον ἔλαβεν αὐτὴν γέρας . . :
7262862 κακωδεσι
οὐ γὰρ πᾶσιν αἱ αὐταὶ προσφιλεῖς ἀλλὰ μᾶλλον ἐν ταῖς κακώδεσι καὶ βαρείαις ὧν ἔνιαί γε κοιναὶ πᾶσιν οἷον αἱ
μὴ λουέσθω , σιτίοισιν ὀλίγοισι χρήσθω , τὰ αἰδοῖα τοῖσι κακώδεσι θυμιήσθω , καὶ ἐπὴν ἄρχηται περιχωρέειν , τὴν σφενδόνην
7261448 βομβησε
ἄρ ' οἰνοχόον βάλε χεῖρα δεξιτερήν : πρόχοος δὲ χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα , αὐτὰρ ὅ γ ' οἰμώξας πέσεν ὕπτιος
ἤχων μέν , οἷον λίγξε βιός . αὐλῶπις τρυφάλεια χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα . φωνῆς δὲ τὸ τοιοῦτον , οἷον ἡ
7254293 οἰσεμεναι
ἔσται . Ἦ ῥα , καὶ Αὐτομέδοντι φίλῳ ἐκέλευσεν ἑταίρῳ οἰσέμεναι κλισίηθεν : ὃ δ ' ᾤχετο καί οἱ ἔνεικεν
, δὴ τότ ' ἐγὼν ἑτάρους προΐην ἐς δώματα Κίρκης οἰσέμεναι νεκρὸν Ἐλπήνορα τεθνηῶτα . φιτροὺς δ ' αἶψα ταμόντες
7248248 Θυρσις
τουτέστιν ὁ βουλόμενος Θύρσιν ὑπογραφέτω , ὁ θέλων Ὠιδήν : Θύρσις γάρ ἐστιν ὁ ποιμὴν ὁ αὐλῶν , ᾠδὴ δὲ
τρὶς καὶ κισσύβιον ἥδιστον , ὃ καί . Θεοκρίτου Θεοκρίτου Θύρσις ἢ Ὠιδή : τουτέστιν ὁ βουλόμενος Θύρσιν ὑπογραφέτω ,
7245644 ὑπομονητον
θ οὐχ ὁμιλητὸν ] ἀπρόσψαυστον . ὁμιλητὸν ] φορητὸν καὶ ὑπομονητόν . ὁμιλητὸν ] ὁμιλίαν παραδεχόμενον . δείσασα ] φοβηθεῖσα
. εὐεστοῖ ] εὐτυχίᾳ . . ὁμιλητὸν ] φορητὸν , ὑπομονητόν . . κρατοῦσα ] εὐτυχής . . νικῶσα .
7243104 Φεραυλας
ἐμπεπτωκέναι τοῖς κτήνεσιν : ὥστε μοι δοκῶ , ἔφη ὁ Φεραύλας , νῦν διὰ τὸ πολλὰ ἔχειν πλείω λυπεῖσθαι ἢ
δὲ μή , ἐν τάξει . Καλέσας δὲ καὶ ὁ Φεραύλας τὸν Σάκαν τὸν δόντα τὸν ἵππον ἐξένιζε , καὶ
7237515 ἐκοριζετο
κοινῇ ξυνέβημεν κἀθέμεθα Φειδιππίδην . τοῦτον τὸν υἱὸν λαμβάνους ' ἐκορίζετο : “ ὅταν σὺ μέγας ὢν ἅρμ ' ἐλαύνῃς
. τοῦτον ] ἐπανάληψις . λαμβάνους ' ] κρατοῦσα . ἐκορίζετο ] ἐκολάκευε λέγουσα , ἐκαλλώπιζε ἡ μήτηρ λέγουσα ,
7235774 ναυαγησας
Πλάτων διάλογον . πλέοντος δ ' αὐτοῦ εἰς Σικελίαν ἐτελεύτησεν ναυαγήσας ἐτῶν Ϛʹ , σοφιστεύσας ἔτη μʹ . Πρόδικος .
γὰρ ὁ Ἀσωπόδωρος Θήβηθεν ἐν Ὀρχομενῷ ἐπολιτογραφήθη . ἄλλως . ναυαγήσας ὁ Ἀσωπόδωρος ἐν Ὀρχομενῷ ἐξερρίφη . ἅ νιν ἐρειδόμενον
7233278 πορνοτριψ
Πορνοκόπος : οὕτω Μένανδρος , οἱ δ ' ἀρχαῖοι Ἀθηναῖοι πορνότριψ λέγουσιν . Λήθαργος : οὕτω Μένανδρος , οἱ δ
παραινεῖσθαι λέγουσιν : δέον οὖν ἄσχολος λέγειν . Πορνοκόπος καὶ πορνότριψ . Λίθαργος καὶ ἐπιλήσμων . Οἰκοδόμημα , οὐχὶ οἰκοδομή
7218690 ἀντιλογησαι
καὶ ὁλοσχερῶς . , . ἀντιλογιῶν : Θουκυδίδης τετάρτῳ καὶ ἀντιλογῆσαι Νεφέλαις Ἀριστοφάνης . , . . , . .
] ἡμετέραν . νύξας ' ] συγκρούσασα καὶ συνάψασα . ἀντιλογῆσαι ] ἀντειπεῖν . νυν ] δή . δευρὶ ]
7218084 ἀμφιταπον
ὀφείλει , ἀφίημι αὐτῷ . καὶ Ἱλαρᾷ πέντε μνᾶς καὶ ἀμφίταπον καὶ περίστρωμα καὶ δύο προσκεφάλαια καὶ κλίνην ἣν ἂν
ὀφείλει , ἀφίημι αὐτῷ . καὶ Ἱλαρᾷ πέντε μνᾶς καὶ ἀμφίταπον καὶ δύο προσκεφάλαια καὶ περίστρωμα καὶ κλίνην ἣν ἂν
7212574 βαλανευσω
: ἐπὶ τῶν τὰ μικρὰ ἐπαιρόντων τῷ λόγῳ . Ἐμαυτῷ βαλανεύσω : ἀντὶ τοῦ , ἐμαυτῷ διακονήσω . Εἰς ἀσθενοῦντας
. Ἀλλ ' εἰ ταῦτα δοκεῖ , κἀγὼ ' μαυτῷ βαλανεύσω . Σπονδὴ σπονδή . Ἔγχει δὴ κἀμοὶ καὶ σπλάγχνων
7203809 κναφευς
τοῦτο ἐργαστήριον χαλκεὺς εἰσοικίσηται , χαλκεῖον ἐκλήθη , ἐὰν δὲ κναφεύς , κναφεῖον , ἐὰν δὲ τέκτων , τεκτονεῖον :
δὲ νεώτεροι διὰ τοῦ γ παρὰ τὴν γνάψιν . “ κναφεύς ” δὲ παρὰ τὸ κνῶ , ὃ σημαίνει τὸ
7201916 ἠρατ
ἔχουσαι ὅς τις δὴ πρῶτος βροτόεντ ' ἀνδράγρι ' Ἀχαιῶν ἤρατ ' , ἐπεί ῥ ' ἔκλινε μάχην κλυτὸς ἐννοσίγαιος
ἐποίησαν Παναχαιοί , ἠδέ κε καὶ ᾧ παιδὶ μέγα κλέος ἤρατ ' ὀπίσσω . ] νῦν δέ μιν ἀκλειῶς Ἅρπυιαι
7197237 Κορυδαλος
: παρακειμένου τοῦ κεκραγμὸς εἰπεῖν ἐρεῖ τις ἀμαθῶς κραυγασμός . Κορυδαλός : Εὐβούλου τοῦ κωμῳδοποιοῦ δρᾶμα ἐπιγράφεται οὕτως : σὺ
: παρακειμένου τοῦ κεκραγμὸς εἰπεῖν ἐρεῖ τις ἀμαθῶς κραυγασμός . Κορυδαλός : Εὐβούλου τοῦ κωμῳδοποιοῦ δρᾶμα ἐπιγράφεται οὕτως : σὺ
7194140 οἰνοβαρειων
ἱεροῖς ' ἐν δώμασι Κίρκης , ψύχεος ἱμείρων , κατελέξατο οἰνοβαρείων : κινυμένων δ ' ἑτάρων ὅμαδον καὶ δοῦπον ἀκούσας
. θ . . Ξ . ὁ δ ' ἐρεύγετο οἰνοβαρείων . , ὡς περὶ ἑτέρου . . . Π
7191300 σατυρισκος
δὲ ἐπὶ τοῦ μεσεμβολήματος γεννώμενος ἔσται τερατώδης , ἐκβολιμαῖος οἷον σατυρίσκος ἢ ἑρμαφρόδιτος , ὁλόλευκος , δίδυμος ἢ δικέφαλος .
. Τὰ εἰς ΣΚΟΣ Ι ἢ Υ παραληγόμενα παροξύνεται : σατυρίσκος νεανίσκος παιδίσκος . τὸ μέντοι Δαμασκός καὶ Ἀρδησκός ὀξύνεται
7188345 διαμαρτιαν
, ἃ δὴ κατὰ τὸ μᾶλλόν τε καὶ ἧττον τὴν διαμαρτίαν ἐπισημαίνει τῆς πέψεως : ὠχρὰ μὲν γὰρ ἧττον διαπεφευγέναι
: καὶ εὐστοχίαν ἐπιτυχίαν εὐτυχίανοὐ γὰρ καὶ ἐπισκοπίανκαὶ ἀστοχίαν δυστυχίαν διαμαρτίαν ἀτυχίαν : καὶ εὐστόχως καὶ ἐπισκόπως , εὐτυχῶς ἐπιτυχῶς
7188039 θηρευτικος
κάπηλος καπηλικός , μεταβολεύς μεταβλητικός , ἔμμισθος θηρευτὴς νέων , θηρευτικός , μίσθαρνος μισθοφόρος , κόλαξ κολακευτικός , θώψ ,
ἀφ ' οὗ καὶ τὸ πρᾶγμα φιλοθηρία , φιλοκυνηγέτης , θηρευτικός ἀγρευτικός κυνηγετικός , θηρευτικῶς ἀγρευτικῶς κυνηγετικῶς . θηρᾶν θηρεύειν
7187829 κοθορνου
. Ἔξω βελῶν καθῆσθαι : παραινετικὴ ἡ παροιμία . Εὐμεταβολώτερος κοθόρνου : ἐπὶ τῶν πᾶσιν ἐφαρμοζόντων . Ἔστι δὲ εἶδος
σπάνιν γενείων . Ἐλάφειος ἀνήρ : ὁ δειλός . Εὐμεταβολώτερος κοθόρνου : ὑποδήματος εἶδος ὁ κόθορνος , ἐφαρμόζων τοῖς δυσὶ
7187047 ἀναρρηγνυς
ἱέμην : ὁ δ ' ἄρ ' ἔνδον ἐλασίβροντ ' ἀναρρηγνὺς ἔπη τερατευόμενος ἤρειδε κατὰ τῶν ἱππέων , κρημνοὺς ἐρείδων
ἄρ ' ἔνδον ] ὁ Κλέων καταλαβὼν τὸ βουλευτήριον . ἀναρρηγνὺς ἔπη ] ἀνασπῶν καὶ μετὰ σφοδρότητος λέγων . τερατευόμενος
7187009 βουβωνιῳη
καὶ ἰσχυροῦ τάττεται . καὶ βριμούμενος , καὶ βριμήσαιο . βουβωνιῴη : Ἀριστοφάνης . τὸ εὐκτικὸν βουβωνιῴην , βουβωνιῴης ,
. τὸν βουβῶνα πάθοι . βουβωνιῴη ] βουβῶνας σχοίη . βουβωνιῴη ] τὸν βουβῶνα ⌈ ἀλγεῖ [ ἀλγοίη ] .
7180619 χασκεις
” Μέλλων ὁδεύειν τῆς κυνός τις ἑστώσης εἶπεν “ τί χάσκεις ; πάνθ ' ἕτοιμά σοι ποίει : μετ '
μεμνῆσθ ' ἃ λέγω , πρόσεχ ' οἷς φράζω , χάσκεις αὐτός . βλέψον δεῦρ ' εἴ πως αὐτὰ φράσεις
7180384 νωτοπληγα
ὡς τοὺς ὑπὸ ζυγῷ ζυγίους . τὸν δὲ μαστιγίαν Ἀριστοφάνης νωτοπλῆγα ἐκάλεσεν . περὶ δὲ τοῖς νώτοις ἑπτὰ τραχύτητες ἀνεστᾶσιν
βόεια νοστήσω κρέα , ἀνὴρ γέρων , ἀνόδοντος ; Καὶ νωτοπλῆγα μὴ ταχέως διακονεῖν . Τοῖς δὲ κριταῖς τοῖς νυνὶ
7173423 Ἐμοιγ
πρὸς Διὸς οὐκ ἄτοπος ἄν σοι δοκεῖ εἶναι παιδευτής ; Ἔμοιγ ' , ἔφη . Ἦ οὖν τι τούτου δοκεῖ
. οἶμαι δὲ καὶ σύ : οὐδὲν γὰρ χαλεπόν . Ἔμοιγ ' , ἔφη : σοῦ δ ' ἂν ἡδέως
7172129 προθυροιο
ὃ γεραιὸς ἑοῦ ἐπεβήσετο δίφρου , ἐκ δ ' ἔλασε προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου . πρόσθε μὲν ἡμίονοι ἕλκον τετράκυκλον
ἅρματα ποικίλ ' ἔβαινον , [ ἐκ δ ' ἔλασαν προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου : ] μάστιξεν δ ' ἐλάαν
7171485 τετυπε
. τετύφαμεν τετύφατε τετύφαϲι Μέϲου παρακειμένου Ἑν . τέτυπα τέτυπαϲ τέτυπε Δυ . τετύπατον τετύπατον Πληθ . τετύπαμεν τετύπατε τετύπαϲι
η , χαίνω κέχηνα , φαίνω πέφηνα . τέτυπας , τέτυπε : εἴρηται . Δυϊκά . Τετύπατον , τετύπατον .
7166428 ἱππευ
' ὀστέα θυμός . τὸν δ ' ἐπικερτομέων προσέφης Πατρόκλεες ἱππεῦ : ὢ πόποι ἦ μάλ ' ἐλαφρὸς ἀνήρ ,
γάμους , ἱππεῦ καὶ νυμφίε ; νυμφίε μὲν ἀτελές , ἱππεῦ δὲ δυστυχές . τάφος μέν σοι , τέκνον ,
7166058 δεσμησας
περίκυκλον . ἀμφιπεδήσας : περιγράψας , δεσμεύσας , περιδεσμήσας , δεσμήσας καὶ στήσας αὐτήν φησι διὰ τὸ μὴ ἐπηρεάζειν τῇ
Εὐμάρας ἐκάθηρεν : ὅτε δὲ ὁ Εὐμάρας ὁ σὸς δεσπότης δεσμήσας σε ἐμαστίγωσεν , ἀκριβῶς ἐπίσταμαι . γράφεται ὅκα μάν
7164953 κειρεις
πράσσῃ . Ὄϊς τις εἶπε πρὸς νομῆα τοιαῦτα : “ κείρεις μὲν ἡμᾶς καὶ πόκους ἔχεις κέρσας , τὸ γάλα
πέξαι τὶς δύναται οὔτε κεῖραι . Λέγεται δὲ καὶ Ὄνον κείρεις , ἐπὶ τῶν ἀνηνύτοις ἐπιχειρούντων . Ὄνου παρακύψεως :
7163436 ἀμβλωσις
ἄτην . ἠοῖ δὲ πρώτῃ χαλεπὴ πέλει , εὖτε γυναικὶ ἄμβλωσις γίνηται ὀιζυροῖο τόκοιο : εἰ δ ' ἄρα δεύτερον
τοσουτονί . ἀμβλῶναι , ἀμβλωθρίδιον καὶ ἀμβλωθρίδιον φάρμακον , καὶ ἄμβλωσις , ὡς Λυσίας , καὶ ἄμβλωμα , ὡς Ἀντιφῶν
7163282 ἡμικακον
δὲ τὰ κατὰ τὴν οἰκίαν λεκτέον καὶ ἔπιπλα . Οὐχ ἡμίκακον , ἀλλ ' ἡμιμόχθηρον φαθί . Ἔμελλον ποιῆσαι ,
ἐνδαές ἐνεκότουν ἔλυτρα ἐνόλμιος ἕξπηχυς ἔπηλις ἐπιστατεῖν ἐπίφατος εὐορνιθίαν εὐτύχεια ἡμίκακον θαλαμιός θήλεια θήλυδος ἐθράχθη ἴδριδα κέκονα καῦρος Κερβέριοι κινάκης
7161997 ἀγωγευς
! ! [ ἄβρωτος ἀγάζεις ἀγαί ἀγάμετος ἀγάσματα ἀγήρατον ἄγχαζε ἀγωγεύς ἀγωνοθήκη ἀδηφαγοῦσα ἀδικόχειρας ἀδρέπανον ἁδρῦναι ἄζειν Ἀζησία ἀθαυμάστως αἰγίζει
, ἡνία , φορβειά , κεκρύφαλος , ῥυτήρ ῥυταγωγεύς , ἀγωγεύς : ὁ γοῦν Στράττις ἐν Χρυσίππῳ λέγει πρόσαγε τὸν
7160583 κἀπογυμναζων
. Ξ κἀπογυμνάζων ] ἀνοίγων . κἀπογυμνάζων ] ἀπολύων . κἀπογυμνάζων ] μὴ κατέχων . κἀπογυμνάζων ] μὴ δεσμεύων .
κἀπογυμνάζων ] μὴ κατέχων . κἀπογυμνάζων ] μὴ δεσμεύων . κἀπογυμνάζων ] ἀναιδῶς ἀποκαλύπτων καὶ διανοίγων . θ ματαίᾳ ]
7160213 εὐκολωϲ
τῶν ᾠῶν τὰϲ λεκίθουϲ . ὅπωϲ δ ' ἄν τιϲ εὐκόλωϲ ἐμοίη , κατὰ τὸ πρῶτον εἴρηται βιβλίον . εἰ
ὑϲτέραϲ ἔχον ἐξημμένην κροκύδα ἐπιμήκη πρὸϲ τὸ ἐπιϲπᾶϲθαι τὸν πεϲϲὸν εὐκόλωϲ , ὁπότε δοκοίη . Κηροῦ τρακτοῦ , μυελοῦ μοϲχείου
7159069 ἀναφορον
παρεικάζων ἔφη κεράτινον εἶχε σκευοφόριον καμπύλον . ἀλλὰ μὴν καὶ ἀνάφορον κατὰ τὴν τῶν πολλῶν χρῆσιν εἴη ἂν ταὐτὸ τοῦτο
εἶναι . : ἀπόστρεπτος ἄπιθι : ἀντὶ τοῦ ἀποστραφείς . ἀνάφορον : τὸ ξύλον , ᾧ χρῶνται πρὸς τὴν κομιδὴν
7154971 τυπτησειν
: τούς τε προσερχομένους εἰς τὸ τεῖχος εἰς τὰ ψιλὰ τυπτήσειν καὶ αὐτοὺς εὐχερῶς ὑπεξελεύσεσθαι καὶ πάλιν τὰς ἀποχωρήσεις ἀσφαλῶς
Ἕλληνες . τῖφυν Ἀττικοί , ἐφιάλτην ἢ ἐπιάλτην Ἕλληνες . τυπτήσειν Ἀττικοί , παίσειν Ἕλληνες . τροπίαν καὶ ἐντροπίαν Ἕλληνες
7150059 κονταριον
τὸ τόξον τεταμένον ἐν τῷ θηκίῳ , κρατεῖν δὲ τὸ κοντάριον καὶ συντόμως ἀποτίθεσθαι αὐτὸ ἐν τῷ νώτῳ , ἐπιλαμβάνεσθαι
εἶδος ἱματίου . ξυστίδ ' ] ἱμάτιον ἢ ἀκόντιον , κοντάριον , ἅρμα . , τὸ λαμπρὸν ἱμάτιον . ἔχων
7147933 Ἀκουσατε
Λεωκράτους ἐν Μεγάροις τὰ ἀνδράποδα Ἀμύντας καὶ τὴν οἰκίαν . Ἀκούσατε δὲ καὶ ὡς ἀπέλαβε τετταράκοντα μνᾶς παρ ' Ἀμύντου
, εἰ δοκεῖ , ἐκεῖνοι δὲ μὴ κληρονομείτωσαν μόνον . Ἀκούσατε ὡς ἔχει ὑμῖν τὰ πράγματα . μικρὸν μὲν ὑμῖν
7146891 ἁδινα
δὲ θάλασσαν ἀθέσφατον , οὐδέ τι κῦμα εἴα ἐπὶ σχεδίης ἁδινὰ στενάχοντα φέρεσθαι . τὴν μὲν ἔπειτα θύελλα διεσκέδας '
. τὼ δὲ μνησαμένω ὃ μὲν Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο κλαῖ ' ἁδινὰ προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλυσθείς , αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς κλαῖεν ἑὸν
7146277 τρωκτης
ἦλθε , δὴ τότε Φοῖνιξ ἦλθεν ἀνὴρ ἀπατήλια εἰδώς , τρώκτης , ὃς δὴ πολλὰ κάκ ' ἀνθρώπους ἐεόργει :
: „ δὴ τότε Φοῖνιξ ἦλθεν ἀνὴρ ἀπατήλια εἰδώς , τρώκτης „ . ἐκ τοῦ τρῶ σημαίνοντος τὸ βλάπτω παράγωγον
7145622 ἐμπνευσε
τῷ τοῦ πνεύματος ὀνόματι κέχρηται ἐπ ' αὐτῆς ὣς εἰπὼν ἔμπνευσε μένος μέγα ποιμένι λαῶν καὶ θυμὸν ἀποπνείων καὶ ἡ
λειανέω , τρέψω δ ' ἥρωας Ἀχαιούς . Ὣς εἰπὼν ἔμπνευσε μένος μέγα ποιμένι λαῶν . ὡς δ ' ὅτε
7145201 σανδαρακην
ξηρῇ , ἐπαλείφειν τὴν ἕδρην . Τὰ πεπωρωμένα διαχεῖ : σανδαράκην ἐν σταιτί . Θρίδακος τῆς ἐρυθρῆς ὀπὸς ὀδύνην λύει
. Μαλθάσσειν δὲ ἀπὸ τουτέων τὸ στόμα τῆς μήτρης : σανδαράκην , στέαρ αἰγὸς , ὀπὸν συκέης , ὀπὸν σιλφίου
7144852 μετασπων
Μειδίου , οἷον ἀσεβεῖ καὶ ὑβρίζει Μειδίας : χορηγὸν ὄντα μετασπῶν ἐν ἱερομηνίᾳ : ἡ φάσις μὲν αὕτη : ἡ
Μειδίου , οἷον ἀσεβεῖ καὶ ὑβρίζει Μειδίας : χορηγὸν ὄντα μετασπῶν ἐν ἱερομηνίᾳ : ἡ φάσις μὲν αὕτη : ἡ
7142323 Ὡμολογηκαμεν
μὴν ὡμολογήκαμεν μὴ εἶναι αὐτοῦ διδασκάλους ; Ἔστι ταῦτα . Ὡμολογήκαμεν ἄρα μήτε διδακτὸν αὐτὸ μήτε φρόνησιν εἶναι ; Πάνυ
Τὸ δὲ ἐναντίως πραττόμενον ὑπὸ ἐναντίων πράττεσθαι ; Ἔφη . Ὡμολογήκαμεν δὲ ἐναντίως πράττεσθαι ὃ ἂν ἀφρόνως πράττηται τῷ σωφρόνως
7140100 σμινυη
μακέλη , ἀξίνη , λίστρον , πλόκανον , θρῖναξ , σμινύη , πτύον ἢ πτέον : καὶ λικμητηρὶς δὲ καλεῖται
γῆς ἐντέρωι , τὴν ? [ δὲ σκαφείου στελεῶι . σμινύη γὰρ σκαφεῖον [ δαντον σμινύην πέλεκυν με [ .
7138795 οαʹ
τοῦ Πειραιῶς , ἡ θεὸς δὲ οὐδὲ Σούνιον ἔχει . οαʹ . Ἴωσιν . Ἕλληνες οἴεσθε δεῖν ὀνομάζεσθαι διὰ τὰ
ὃν οὐδὲ πατέρες οὐδὲ συγγενεῖς συγκρινόμενοι τὸ τυχόν εἰσιν . οαʹ Ὅταν δὲ χρονίζῃ Τὸ τοῦ ἀντέρωτος λοιπὸν λέγει :
7138016 ξανθιζειν
. : Τίμαιον δὲ τῶν ἐν Ἰταλίαι ποταμῶν ἱστορεῖν Κρᾶθιν ξανθίζειν τὰς τρίχας . . , . : καὶ πολλοὶ
πότιμον . Τίμαιον δὲ τῶν ἐν Ἰταλίᾳ ποταμῶν ἱστορεῖν Κρᾶθιν ξανθίζειν τὰς τρίχας . Πολύκριτον δὲ καταγεγραφέναι τὸν μὲν ἐν
7137998 διεφθορας
ἑτέρων , διέφθορε δὲ ἕτερον . Ἀριστοφάνης ἐν Ὥραις : διέφθορας τὸν ὅρκον ἡμῶν . Μένανδρος ἐν Ἀδελφοῖς : εἰ
τὸ μάταιος , οἷον : μαινόμενε , φρένας ἠλέ , διέφθορας : παρὰ τὸ ἠλός ἠλῶν ἠλῶς ἐπίρρημα σημαῖνον τὸ
7137527 Λαμαχος
” . μισολάμαχος ] μισοπόλεμος . φιλοπόλεμος γὰρ ἦν ὁ Λάμαχος στρατηγὸς ὤν . † ἀκολαμάχου † : ἀλλοτρία τῶν
ἀπὸ Παιήωνος , ἰατροῦ παλαιοῦ . ἕκαστον δὲ ὧν ὁ Λάμαχος λέγει τρέπει οὗτος εἰς παιδιάν . Παιώνια ] ἑορτὴ
7136933 ἀφροντιστων
μωρὸν κάρτα πυραύστου μόρον . Χελώνη μυῶν : ἐπὶ τῶν ἀφροντίστων τινός : τῷ δὲ Ἀγαμέμνονι τῆς Θερσίτου παῤῥησίας ἔλαττον
Ἄιδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέον : ἐπὶ τῶν φιληδόνων καὶ ἀφροντίστων . Ἀδελφὸς ἀνδρὶ παρείη : ὅτι προτιμητέον τοὺς οἰκείους
7133542 σημιαν
' ἢ μίαν , τί σοὶ διαφέρει τοῦτο ; παράθες σημίαν . οὐκ ἔστι κανδύλους ποιεῖν , οὐδ ' οἷα
ἢ μίαν , τί σοι διαφέρει τοῦτο ; παράθες [ σημίαν . ] οὐκ ἔστι κανδύλους ποιεῖν οὐδ ' οἷα
7129682 αὐτοδαικτοι
. αὐτοδάικτοι ] αὐτοφόνευτοι . αὐτοδάικτοι ] αὐτοσφαγεῖς . θ αὐτοδάικτοι ] αὐτοδαΐκτως . Ξ χθονία κόνις ] ἡ γῆ
τῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους . ἐπεὶ δ ' ἂν αὐτοκτόνως αὐτοδάικτοι θάνωσι , καὶ γαΐα κόνις πίῃ μελαμπαγὲς αἷμα φοίνιον
7126682 διακονησω
οὔτε προΐσασιν οὐδὲν οὔτε λέγουσιν . Γ βαλανεύσω Γ : διακονήσω , ὑπουργήσω . Γ βαλανεύσω : ἐγχέω ἐμαυτῷ τῶν
. ≌ . . . , . : ἀοζήσω : διακονήσω , ὑπουργήσω . Αἰσχύλος Ἐλευσινίοις . Κατάλογ . :
7125134 Ἐφεσιῳ
λαβὼν ἄγει πρὸς τὴν Ἀνθίαν , ἡσθήσεσθαι νομίζων ἀνδρὶ ὀφθέντι Ἐφεσίῳ . Ἡ δὲ ἐφιλοφρονεῖτό τε τὸν Εὔδοξον καὶ ἀνεπυνθάνετο
μάντις τῆς πόλεως . ἀρέσκει δὲ ταῦτα καὶ Νικοστράτῳ τῷ Ἐφεσίῳ καὶ Πανυάσιδι τῷ Ἁλικαρνασσεῖ γνωριμωτάτοις ἀνδράσι καὶ ἐλλογίμοις .
7124371 θωρακ
τι τοῦθ ' ἡγούμενον . ξεναγὸς οὗτος , ὅστις ἂν θώρακ ' ἔχῃ φολιδωτὸν ἢ δράκοντα σεσιδηρωμένον , ἐφάνη Βριάρεως
πάντα τοῦθ ' ἡγούμενον . ξεναγὸς οὗτος , ὅστις ἂν θώρακ ' ἔχῃ φολιδωτὸν ἢ δράκοντα σεσιδηρωμένον , ἐφάνη Βριάρεως
7123045 ἀργυραμοιβος
ἀλλ ' ὀργῆς ἄξια . καὶ ὁ δικάζειν εἰσιὼν καθάπερ ἀργυραμοιβὸς ἀγαθὸς διαιρείτω καὶ διακρινέτω τὰς φύσεις τῶν πραγμάτων ,
ἠξίωσε προσρήσεως : οὓς μὲν γὰρ ἂν οὗτος ἀποδοκιμάσῃ καθάπερ ἀργυραμοιβὸς ἀγαθὸς ἐκ τοῦ τῆς ἀρετῆς νομίσματος , κεκιβδηλευμένοι νεωτεροποιοὶ
7121833 Κυκλῳ
καὶ ἐφιδρυμένης παντὶ ὅσον αὐτῆς εἰς τὰς σφαίρας ἀνέδραμε . Κύκλῳ οὖν ἐκείνης περιεχούσης συννεύουσα ἐπιστρέφεται πρὸς αὐτήν , ἡ
ἐπ ' εὐθείας ἐστὶν ἔγγιστα τῷ μέσῳ τῶν ἐν τῷ Κύκλῳ τριῶν ἐκφανῶν τῶν πρὸς ἀνατολὰς ἐν τῷ αὐτῷ μάλιστα
7121431 ἐπακτηρ
Γράσος πεδία εἰσὶ Τροίας . * σκοπέλοισι : ὄρεσι * ἐπακτήρ : κυνηγός * Ἀμυκλαίῃσι : Λακωνικαῖς * κελεύων :
διά , ἤτοι διὰ κνυζηθμὸν κυνὸς εὗρε τὴν βοτάνην ὁ ἐπακτήρ . θυμολέοντος δέ , τοῦ κυνὸς ἐπίθετον , καὶ
7119263 ἐξαγγειλας
τὴν κεφαλὴν αὐτῆς ἀφαιρεῖ τῷ τε Ξάνθῳ παρεκελεύετο μὴ δυσφορεῖν ἐξαγγείλας τὴν ἐπιβουλὴν αὐτῆς ἐπέτρεπέ τε τὸ χρυσίον ἅπαν κομίζειν
αὐτῆς ἀφαιρεῖ , τῷ τε Ξάνθῳ παρεκελεύετο μὴ δυσφορεῖν , ἐξαγγείλας τὴν ἐπιβουλὴν αὐτῆς , ἐπέτρεπέ τε τὸ χρυσίον ἅπαν
7114766 πειθῃς
“ ἔφην ἐγώ , ” ἂν αὐτῷ διδῷς ἀργύριον καὶ πείθῃς ἐκεῖνον , ποιήσει καὶ σὲ σοφόν . “ ”
τι ἐθέλεις αἴτει καὶ λάμβανε . ὅ τι γὰρ ἂν πείθῃς ἐμὲ ἔσται σοι . καὶ τοῦ λοιποῦ ὅταν πέμπῃς
7114380 Κλεισοφος
φρονεῖ , ὅτι ῥινῶν ἀνθρώπους φάτνην αὐτοὺς ἐκείνους εἶχε : Κλείσοφος δὲ καὶ τὸν ὀφθαλμὸν τὸν ἕτερον δεσμῷ κατελάμβανε ,
διότι γράμματα αὐτῷ ἐκομίσθη παρὰ Κότυος τοῦ Θρᾳκῶν βασιλέως , Κλείσοφος παρὼν ἔφη : εὖ γε νὴ τοὺς θεούς :
7110477 ἐσαινε
κεφαλὰς ἔχων , καὶ τοὺς μὲν κατιόντας περὶ τὸν Ἅιδην ἔσαινε , τοὺς δὲ ἀνιόντας κατήσθιεν , ὃν ἐφόνευσεν ὁ
τῶν κυνῶν ἄσημος ὑλακή . φησὶν οὖν , ὅτι παραγενομένην ἔσαινε τὴν Γαλάτειαν . ἐκνυζεῖτο : ἐκαναχίζετο ἡ κύων .
7109859 Ἀσκαλαφον
τε Νεστορίδην Θρασυμήδεα ποιμένα λαῶν , ἠδ ' ἀμφ ' Ἀσκάλαφον καὶ Ἰάλμενον υἷας Ἄρηος ἀμφί τε Μηριόνην Ἀφαρῆά τε
διαφθεροῦσι . λέγει δὲ τοὺς περὶ Πάτροκλον καὶ Πηνέλεων καὶ Ἀσκάλαφον καὶ Ἀρκεσίλαον καὶ τοὺς παραπλησίους . πολλοὺς δὲ ἀριστεῖς
7107866 ἀγρευθεις
ὃ λέγει σημεῖον τῆς ἀβυθήτου λαιμαργίας αὐτοῦ , ὅτι καὶ ἀγρευθεὶς καὶ ἀποθνήσκων ἤδη ἐπὶ ξηρᾶς , ἄν τις αὐτῷ
: λιναγρέτης δὲ ὁ ὑπὸ τῶν ἁλιέων ὥσπερ ἐν λίνοις ἀγρευθεὶς ὁ Κύκνος νηρίταις δὲ φίλος παρόσον διέτριβε μετὰ τῶν
7106686 συνῳδος
Βοιωτοὺς τοὺς ἀγροίκους αὐλὸς ἐπιτηδευόμενος ἡμέρωσεν , καὶ ποιητὴς Πίνδαρος συνῳδὸς τῷ αὐλῷ : καὶ Σπαρτιάτας ἤγειρεν τὰ Τυρταίου ἔπη
λεπτοτάτης πίτυος ὁρμὴ ἀεροπετὴς ἀπεδίδου μίμημα κοσσύφου : καὶ μιγνυμένη συνῳδὸς ἡ φωνόμιμος ἅμα πᾶσι κατέκραζεν ἠχώ . αὐτὸ δὲ
7104862 σπωντα
θηλὰς ἔρχεται γεννηθέντα παραχρῆμα , καὶ μέντοι καὶ τῶν οὐθάτων σπῶντα ἐμπίπλαται : πολυπραγμονεῖ δὲ τὸ τεκὸν οὐδὲ ἕν ,
ὀξέα μηδὲ ἄφυκτα μηδὲ ἀνιαρὰ ἐν τοῖς τραύμασι φαίνηται βιαίως σπῶντα καὶ ἀμάχως ἀντιλαμβανόμενα , ἡμᾶς μὲν ἐν τοῖς δειλοῖς
7104810 κραδαων
βλοσυροῖσι προσώπασι : νέρθε δὲ ποσσὶν ἤϊε μακρὰ βιβάς , κραδάων δολιχόσκιον ἔγχος . τὸν δὲ καὶ Ἀργεῖοι μὲν ἐγήθεον
χρειὴ τοῦ φθιμένου ] πότμον ἀειδέμεναι . [ δεξιτερῇ ] κραδάων δολιχόσκιον ? [ ἔγχος ἔτυψεν ] γαστέρα [ ]
7102860 Ποιμην
τῶν προβάτων ἀγέλην κράτιστος νέμειν ; τί ὄνομα αὐτῷ ; Ποιμήν . Οἱ τοῦ ποιμένος ἄρα νόμοι ἄριστοι τοῖς προβάτοις
ἔστι δὲ καὶ χωρίον Κυζίκου . τὸ ἐθνικὸν ὁμοίως . Ποιμήν , ὄρος τῆς Ποντικῆς , ἀφ ' οὗ καταρρεῖ
7102832 ὀγδοηντα
τριτάτῳ , ἑξήντα τριὰ , ἑβδομήντα τριὰ , ἕκτον τῶν ὀγδοήντα . Ὁ δεύτερος δὲ δεκανὸς πένητας καὶ ἀρρώστους ,
τὸ τρίτον , σὺν τούτοις καὶ τὸ ἕβδομον πάλι τῶν ὀγδοήντα . Εἰς δὲ τὸ μεσεμβόλημα γεννώμενος ὁ τάλας συντόμως
7098805 Ὡμολογει
σὺ γράμματα ; Ναί , ἔφη . Οὐκοῦν ἅπαντα ; Ὡμολόγει . Ὅταν οὖν τις ἀποστοματίζῃ ὁτιοῦν , οὐ γράμματα
; ἢ οὐκ ἔστι κρεῖττον αἰδήμονα εἶναι ἢ πλούσιον ; Ὡμολόγει . Τί οὖν ἀγανακτεῖς , ἄνθρωπε , ἔχων τὸ
7096502 κατηγορησω
λεγόμενον ἐτήτυμον : τὸ ἀληθές ἄχθομαι : λυποῦμαι γράψομαι : κατηγορήσω κατωκάρα : κατακέφαλα ὦ γλίσχρων : ὦ γουλάριε ,
[ ἐπιτάξαντος ] . καὶ σὺ λέγε τίνος θέλεις [ κατηγορήσω ] . Κλαύδιος Καῖσαρ : ἀσφαλῶς [ ἐκ ]
7096102 Πειρασομαι
. Ἄτοπά γε , ὦ Σώκρατες , ἐπιχειρεῖς λέγειν . Πειράσομαι δέ γε καὶ σὲ ποιῆσαι , ὦ ἑταῖρε ,
κέρδος νομίζοντες εἶναι τοὺς ἀδίκως ἐν ταῖς διαβολαῖς καθεστηκότας . Πειράσομαι δ ' ὑμᾶς διδάξαι , οὓς ἡγοῦμαι τῶν πολιτῶν
7094678 ἐδειπνουμεν
τοσούτου ἐδέησεν αὐτῷ μεταμελῆσαι τῶν ὑβρισμένων , ὥστε ἐξευρὼν οὗ ἐδειπνοῦμεν ἀτοπώτατον πρᾶγμα καὶ ἀπιστότατον ἐποίησεν , εἰ μή τις
εἱστιώμεθ ' ] εὐωχούμεθα , ἐτρώγομεν . , ἐσιτούμεθα , ἐδειπνοῦμεν , ἐγευόμεθα . λύραν ] μουσικήν , κιθάραν .
7094095 φρουρουντι
ὡδοιπόρει , καὶ περιτυγχάνει νεκρῷ πεφονευμένῳ καὶ κυνὶ παρεστῶτι καὶ φρουροῦντι τὸν δεσπότην , ἵνα μὴ πρὸς τῷ φόνῳ καὶ
, εἶτα μέντοι περιτυγχάνει νεκρῷ πεφονευμένῳ καὶ κυνὶ παρεστῶτι καὶ φρουροῦντι τὸν δεσπότην , ἵνα μὴ πρὸς τῷ φόνῳ καὶ
7091362 ἑψητος
καὶ μιχθέντες , μόνιμον καὶ διουρητικὸν ποιοῦσι τὸν οἶνον . ἑψητὸς μιγνύμενος οἴνῳ μόνιμον αὐτὸν ποιεῖ . κηρὸς ἐν τῇ
δύσπεπτος : ὧν ἡ λευκὴ καλεῖται κωβῖτις . καὶ ὁ ἑψητὸς δέ , τὸ μικρὸν ἰχθύδιον , τοῦ αὐτοῦ γένους
7090819 ἡσε
μου ἴδια ποιήματα θέλεις ἀκροάσασθαι ; κελευσθεὶς οὖν λέγειν οὕτως ἧσε τὸν βασιλέα ὥστ ' ἐράνου τε ἀξιωθῆναι καὶ τῶν
ὥσπερ πολέμιον , ἀλλὰ τοῖσι στρουθίοις χανοῦς ' ὁμοίως , ἧσε , παρεμυθήσατο , ἐποίησέ θ ' ἱλαρὸν εὐθέως τ
7088005 νεμ
[ ] ! ας [ ] [ ] [ ] νεμ [ [ ] νικ [ . . . .
! β ! [ [ ] εο [ [ ] νεμ [ [ ] `νδά̆ ? [ [ ] !

Back