φανῇ , εὐθὺϲ οὐρέουϲι . τῇδέ μοι δοκέει καλέεϲθαι διαβήτηϲ ἐπίκληϲιν , ὁκοῖόν τι διαβήτηϲ ἐών , οὕνεκεν ἐν τῷ | ||
τοῖϲι θηριώδεϲι [ θανατώδεα ὄντα ἕλκεα ] , ἀτὰρ καὶ ἐπίκληϲιν ἴϲχει καρκίνων . ἄλλοϲ καρκίνοϲ : ἕλκοϲ μὲν οὐδαμῇ |
ἄποροϲ μὲν ᾖ ἡ τῶνδε ἰητρείη , θνῄϲκῃ δὲ ὀδύνῃϲι ὥνθρωποϲ , τάμνειν τὴν πλιχάδα καὶ τὸν τῆϲ κύϲτιοϲ τράχηλον | ||
νεφρῶν καὶ κύϲτιοϲ ἐϲ ἡμέραϲ πλεῦναϲ ἐρρύη , καὶ περιεγένετο ὥνθρωποϲ . αἰτίαι δὲ ξυναὶ μὲν ἁπάντων , πληγή , |
ὑποχόνδριον , ἔνθα ἡ διάϲφυξιϲ τῆϲ ἀρτηρίηϲ , ἀτὰρ ἠδὲ μεϲηγὺ τῶν ὠμοπλατέων : καὶ γὰρ καὶ τῇδε ϲφύξιεϲ ἔαϲι | ||
τριώβολον . ἢν δὲ πρὸϲ τόδε ἀπαυδήϲῃ ὁ ϲτόμαχοϲ , μεϲηγὺ ϲιλφίου ῥίζηϲ διδόναι τῆϲ ὁλκῆϲ τὸ ἴϲον τῷ καϲτορίῳ |
θυγατέρα , ἐπειδή τε ἀφανὴς ἐγεγόνεεν , οἱ Φοίνικες τῷ νηῷ ἐτιμήσαντο καὶ λόγον ἱρὸν ἐπ ' αὐτῇ ἔλεξαν , | ||
γὰρ ἧμιν ἐπισχερὼ ἦεν ἀοιδῆς . Ἦμος ὅτ ' Ἀρτέμιδος νηῷ ἔνι τήν γε λίποντο συνθεσίῃ , τοὶ μέν ῥα |
, ὅκωϲ ἐν ὕδρωψι , αἰτίη . ὁδὸϲ δὲ ἡ ξυνήθηϲ , νεφροί τε καὶ κύϲτιϲ . οὐ γὰρ διαλείπουϲι | ||
ἡλικίηϲ ἐϲ μέγα ἀμείβει τὸν ἄνθρωπον . ἢν γὰρ ἡ ξυνήθηϲ τῷ κακῷ δίαιτα , ἐν ᾗ ἐμβιοτεύει ἡ νοῦϲοϲ |
ἀνάγουϲι : ἢν δέ τι τοῦ πνεύμονοϲ ἀπορραγείη βίῃ , ϲμικρόν , λευκόν , ϲτρογγύλον , χαλαζῶδεϲ . θώρηξ εὐρύτεροϲ | ||
καὶ τῶν ὀϲτρέων ὄϲτρακα . Κορυδαλλὸϲ πτηνὸν ζῷον . Τὸ ϲμικρόν , ὃ κατὰ τὰϲ ὁδοὺϲ πολλάκιϲ ὁρῶμεν , ἑψόμενον |
ῥωχμὸϲ ἡ ἀναπνοή : προπετέεϲ κοιλίην καὶ θώρηκα . οὖρον τουτέοιϲι μᾶλλον ἀκρατέϲ . ἐπιγάϲτριον ἐντεταμένον καί , εἰ ἐπικρούοιϲ | ||
φύϲιν : φιλέει δὲ καὶ ἡ γαϲτὴρ ὑπο - χωρέειν τουτέοιϲι χολώδεα ἄκρητα , ὀλίγα , καὶ ἢν ἐμέωϲιν , |
αὐτὸν ὑμένων ἐπιφλεγμήνῃ , οἷϲι πρὸϲ τὸν θώρηκα προϲέρχεται , ξύνεϲτι καὶ πόνοϲ : ἀναπνοὴ κακή , θερμή : ἀνακαθίνυϲθαι | ||
, φλεγμονὴ τοῦ πνεύμονοϲ , ξὺν ὀξέϊ πυρετῷ , εὖτε ξύνεϲτι αὐτέοιϲι βάροϲ τοῦ θώρηκοϲ : ἀπονίη , ἢν μοῦνοϲ |
ἐθάρσησεν , ἐκαυχήσατο . Ἦ που : ὄντως δή . ἴκελον : ὅμοιον . Δουροπαγές : ξυλοκατάσκευον , τὸ κατασκευασθὲν | ||
Ἡ κεφαλὴ καὶ αὕτη τὰς ἀδένας ἔχει , τὸν ἐγκέφαλον ἴκελον ἀδένι : ἐγκέφαλος γὰρ καὶ λευκὸς καὶ ψαφαρὸς , |
, ἄτακτοι , ἐκλείποντεϲ : πνὶξ καρτερή , ἀφωνίη , ἀναιϲθηϲίη : ἡ ἀναπνοὴ ἄϲημοϲ , ἀϲαφήϲ . ὤκιϲτοϲ καὶ | ||
μελέων , ἱδρὼϲ ἄϲχετοϲ , πουλύϲ , ψῦξιϲ ὅλου , ἀναιϲθηϲίη , ἀφωνίη . ποῦ δὴ τὸν ϲτόμαχον πάϲχειν τάδε |
πυρίῃϲι καυτήρων , ἐπιπολῆϲ μὲν ἐϲ μύαϲ : ἢν δὲ μέϲφι ὀϲτέου ἐθέλῃϲ , ἀπάνευθεν καὶ τῶν μυῶν : μύεϲ | ||
φοινίκων ἢ ὁμοῦ πάντων . ἐγχρίειν δὲ τὸ ϲτόμα πᾶν μέϲφι τῆϲ εἴϲω φάρυγγοϲ , ἁπλοῖϲι μὲν χυλῷ μόρων , |
] ? ? ? . } καὶ τοῦτό μου τὸ χρέοϲ καταψευ [ [ ! ] ! ! τετ ? | ||
, μεταβάλλειν χρὴ τὴν θεραπείην τοῖϲι θερμαί - νουϲι : χρέοϲ μὲν γλευκίνου ἢ ϲικυωνίου ἀντὶ ῥοδίνου : εἰρίοιϲι δὲ |
δὲ καὶ ἀνήθου ἡ κόμη καὶ λιβανωτὶϲ ἢ ϲάμψυχον . τοιϲίδε χρὴ ὅκωϲ ὕδωρ καταιονεῖν : ϲμικρὸν γὰρ αἱ χρίϲιεϲ | ||
χρέεϲθαι , ἢν ξυνεπείγῃ τὸ ἄλγοϲ . ἤδη δὲ ἐπὶ τοιϲίδε κἂν ϲικύηϲ καιρὸϲ γένοιτο . ἄριϲτοϲ δὲ ὁ μετὰ |
μελίκρητον πιπίϲκειν , ὅϲον κυάθουϲ δύο . ἢν δὲ καὶ ναυτίη μὲν ἕλῃ ἐπὶ τῇϲι καθάρϲεϲι , μὴ ἀποτρέπειν : | ||
κοτε πρόϲθεν ἔβηξε ὥνθρωποϲ , ἢ δύϲπνουϲ γέγονε , ἢ ναυτίη ἢ ἔμετοϲ ἦγχε πάροϲ : ἐκ γὰρ τοιῶνδε πολυχρονίων |
θανάτῳ ἴκελοι : ἰδέην δέ , κάρηνα μὲν κατέχων καὶ πρόϲωπα ἄϲημα , ἀΐδηλα τὴν μορφήν , ἐπ ' αὐχένι | ||
τὸ ϲτόμα , ὡϲ τῷδε μέζονι χρεόμενοι : ὠχροὶ τὰ πρόϲωπα πλὴν τῶν μήλων : τάδε γὰρ ἐρευθῆ . ἱδρὼϲ |
ὦν χρὴ ὠκέωϲ ἀρήγειν : ὤκιϲτοϲ γὰρ ὁ ἀπὸ πνιγὸϲ ὄλεθροϲ . ἢν μὲν ὦν νεηνίαι οἱ πεπονθότεϲ ἔωϲι , | ||
[ ] έϲτερον ? [ ] ν ? ! [ ὄλεθροϲ ] ? ? ? ? η ? [ ] |
ὤκιϲτα μὲν ἑλκοῦται τὰ μέρεα , κἢν ἀϲινέα ᾖ : ὤκιϲτα δὲ ἐϲ τὸ εἴϲω νέμεται καὶ κτείνει . πυρὶ | ||
ἔοι ἐπὶ τοῖϲι ἀφροδιϲίοιϲι καὶ λούοιτο ψυχρῷ , ἐλπὶϲ ὡϲ ὤκιϲτα ἀνδρωθῆναι τὸν ἄνθρωπον . Θεραπεία ϲτομαχικῶν . Ἡ ἐν |
ἐϲτι , ὅκωϲ ἐλέφαϲ τὸ ζῶον . ἢν δὲ καὶ ἄλγοϲ ἀρτίωϲ ἔῃ τῶν μελέων , πολλόν τι ἐπικόπτει βαρύτερον | ||
ἡ δὲ χολὴ καὶ τὸ πνεῦμα ὑπηλάθη καὶ διέπνευϲε τὸ ἄλγοϲ καὶ ἡ θέρμη . ἐπὶ δὲ φλεγμαϲίῃ πλευροῦ καὶ |
πάθοϲ περὶ τὴν κεφαλὴν ἐπὶ πλεῖον ϲυνίϲταϲθαι , προϲημαίνειν εἴωθεν ϲκοτόδινοϲ καὶ ἀλγηδὼν κεφαλῆϲ καὶ βάροϲ ἐν ταῖϲ ὀφρύϲιν , | ||
ἔργων πρήξιοϲ , ἔκλυϲιϲ , ἀτονίη , γουνάτων ἀκραϲίη , ϲκοτόδινοϲ , καὶ τὰ γυῖα λύονται : κεφαλῆϲ πόνοϲ , |
νέκρωϲιϲ , καὶ γαγγραινώϲιεϲ , καὶ τὰ ἐπὶ τῇδε κακὰ ῥηϊδίωϲ κτείνει . φέρει δὲ τὰϲ νούϲουϲ χεῖμα καὶ μετόπωρον | ||
πρὸϲ τὴν ἄνω , ὡϲ μηδὲ μοχλοῖϲι ἢ ϲφηνὶ διὰ ῥηϊδίωϲ ϲτῆϲαι δύναϲθαι . ἢν δὲ καὶ βίῃ διαγαγὼν τοὺϲ |
ἀτρέμαϲ εἴϲω θέει , ἡϲυχῇ πιεζευμένη καὶ χριομένη πρόϲθεν τοῖϲι ὑϲτέρηϲ μειλίγμαϲι . Περὶ ἀρθρίτιδοϲ καὶ ἰϲχιάδοϲ . Ξυνὸϲ μὲν | ||
τοῖϲι μηρίοιϲι ἡ γυνή . προπίπτει κοτὲ τὸ ϲτόμιον τῆϲ ὑϲτέρηϲ μοῦνον μέϲφι τοῦ αὐχένοϲ , ἀλλ ' αὖθιϲ εἴϲω |
] ἴϲχουϲι οἱ λίθοι , ἀλλὰ τὰ ψαμμία ξὺν τοῖϲι οὔροιϲι κάτω διαπλέει , τάπερ καὶ ϲημήϊα καὶ ὕλη τοῦ | ||
οὐρηθέν , ἄλλοτε μὲν καθαρόν , ἀμιγέϲ , ἄλλοτε δὲ οὔροιϲι ξυμμεμειγμένον . τοῖϲδε χρὴ καὶ ἀποϲτάϲιαϲ διαγιγνώϲκειν : ἢν |
[ οὐκ ? ? ? ἔϲτιν ὅϲτιϲ ? ? ? πᾶϲ ἀνήρ ? ? ? Ϲθενεβοίαϲ ? [ ἡ ἀρχή | ||
αὐϲτηρὸϲ καὶ μέλαϲ ἄνευ γλυκύτητοϲ καὶ ὁ παχὺϲ καὶ νέοϲ πᾶϲ . τὸ δὲ ὕδωρ βραδυπορώτερον . Ὅϲα εὔφθαρτα . |
τέρπομαι : ἀλλ ' ἤδη μοι ἀνιάζουσιν ἑταῖροι ἐν Πύλῳ ἠγαθέῃ : σὺ δέ με χρόνον ἐνθάδ ' ἐρύκεις . | ||
. ὣς γάρ οἱ χρείων μυθήσατο Φοῖβος Ἀπόλλων Πυθοῖ ἐν ἠγαθέῃ , ὅθ ' ὑπέρβη λάϊνον οὐδὸν χρησόμενος . τότε |
γὰρ καὶ βὴξ καὶ ἀγρυπνίη καὶ θέρμη ξυνά , καὶ ἀποϲιτίη καὶ ἰϲχνότηϲ ὅλου . καὶ γὰρ ἐϲ χρόνον τὸ | ||
ξύνεϲτι δὲ τοῦ θώρηκοϲ βάροϲ , ἄϲη , δυϲφορίη , ἀποϲιτίη : ἑϲπέρῃ περίψυξιϲ , καὶ θέρμη ἐϲ τὴν ἕω |
πάθοϲ : νέοι δὲ τουτέων ἧϲϲον πάϲχουϲι , μᾶλλον δὲ θνῄϲκουϲι : ἀκμάζοντεϲ ἥκιϲτα : γέροντεϲ δὲ πάντων μᾶλλον καὶ | ||
, εὖτε , πρὶν ἢ καθεθὲν ἐκφανῆναι τὸ αἷμα , θνῄϲκουϲι οἵδε : ἦν δὲ ἡ κοιλίη πληρευμένη αἵματοϲ . |
. Ὑπὸ τῇϲι πλευρῇϲι καὶ τῇ ῥάχει καὶ τῷ ἔνδον θώρηκι ἄχρι κλειδῶν ὑμὴν λεπτὸϲ κραταιὸϲ ὑπέϲτρωται , τοῖϲι ὀϲτέοιϲι | ||
τῆϲ κεφαλῆϲ , ἀτὰρ ἠδὲ ἐϲ διαπνοὴν τῶν ἐν τῷ θώρηκι ἀτμῶν καὶ ἔκκριϲιν τῶν ἐν τῇ κοιλίῃ . ἢν |
μέχρι τοῦδε ξυνῆλθεν : ὤφθη δὲ μάλιστα ἕως ἔτι ἦν ἁθρόον ἐν Νεμέᾳ , ἐν ᾧ Λακεδαιμόνιοί τε πανστρατιᾷ ἦσαν | ||
δεῖ διανοεῖσθαι : τὸ μὲν παρὰ φύσιν καὶ βίαιον γιγνόμενον ἁθρόον παρ ' ἡμῖν πάθος ἀλγεινόν , τὸ δ ' |
. τοιαύτη μὲν δή τίϲ ἐϲτιν ἡ τῆϲ προϲφάτου καὶ ὀξείαϲ ἐπιληψίαϲ θεραπεία , ἐφεξῆϲ δὲ ὅϲα πρὸϲ ἀναϲκευὴν τῆϲ | ||
, εἰ προϲλάβοι καὶ ϲκαμμωνίαν ὀλίγην . Ἄλλο . ῥοιᾶϲ ὀξείαϲ ῥιζῶν φλοιοῦ εἰϲ τὸ ἄνω λεπιϲθέντοϲ ⋖ δ , |
ἀναθλίβεται ξυμπαθείῃ τῶν παριϲθμίων . γηραιοῖϲι ὁ κίων ξυνήθηϲ , ϲταφυλὴ δὲ νέοιϲι καὶ ἀκμάζουϲι : πολύαιμοι γὰρ καὶ ἐπιφλεγμαίνει | ||
ϲῶμα ϲτερρὸν μεϲηγὺ τῶν παριϲθμίων κίων καὶ γαργαρεὼν καλέεται : ϲταφυλὴ γὰρ πάθεόϲ ἐϲτι οὔνομα . νεῦρον δέ ἐϲτι ἡ |
στράπτε δ ' ἀπειρέσιον δαΐδων σέλας : ἀμφὶ δὲ τήνγε ὀξείῃ ὑλακῇ χθόνιοι κύνες ἐφθέγγοντο . πίσεα δ ' ἔτρεμε | ||
. οἱ δὲ δύω σκόπελοι ὁ μὲν οὐρανὸν εὐρὺν ἱκάνει ὀξείῃ κορυφῇ , νεφέλη δέ μιν ἀμφιβέβηκεν κυανέη : τὸ |
, καὶ ἀγρυπνίη , καὶ δύϲπνοια ἐπὶ μᾶλλον : ϲφυγμοὶ ϲμικροί , νωθροί , ἀδρανέεϲ : τὴν γνώμην παράληροι : | ||
ἔμμεναι θέρμην , ὁ δὲ ἄνθρωποϲ καίεϲθαι δοκέει : ϲφυγμοὶ ϲμικροί , πυκνότατοι , ὁκοῖόν τι πεπιεϲμένοι καὶ δεδιωγμένοι : |
ὡϲ τὸ μηδὲν οὐκ ἐπιϲτρέφειν . βάροϲ τοῦ ϲκήνεοϲ : ὦχροϲ ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε : γαϲτὴρ φυϲώδηϲ : ὀφθαλμοὶ κοῖλοι | ||
ἀμφοῖν ἴϲχει τὰ ϲημήϊα . ξύμπαϲι δὲ ὁμοῦ ξύνεϲτι , ὦχροϲ , δύϲπνοια , βὴξ ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε : νωθέεϲ |
ἀπιέναι ἐθέλῃ , μεγάλου κακοῦ ἐϲτι ξύμβολα . ἑϲταότεϲ μὲν οἰδαλέοι πόδαϲ τε καὶ κνήμαϲ , κατακλινόμενοι δὲ τὰ κεκλιμένα | ||
μίμνῃ δὲ ἐϲ πολλὸν χρόνον , ἀπόϲιτοι , καχέκται , οἰδαλέοι , ἰδεῖν ἀπρεπέεϲ , πολυελκέεϲ πάντῃ , μάλιϲτα δὲ |
' ἐσχάρῃ ἧστο σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξίν , ἠλάκατα στρωφῶς ' ἁλιπόρφυρα : τῷ δὲ θύραζε ἐρχομένῳ ξύμβλητο μετὰ κλειτοὺς βασιλῆας | ||
ἱστοὶ λίθεοι περιμήκεες , ἔνθα τε Νύμφαι φάρε ' ὑφαίνουσιν ἁλιπόρφυρα , θαῦμα ἰδέσθαι : ἐν δ ' ὕδατ ' |
τὸν ἐμὸν καὶ τυραννίδα τὴν ἐμήν : σοὶ γὰρ ἐγὼ μούνῳ ἐκ πάντων σκῆπτρα τὰ ἐμὰ ἐπιτρέπω . Ταῦτα εἴπας | ||
ἔπι πολλήν ἀγλαΐην καὶ κῦδος ἔχον πάρος , ᾧ ἔπι μούνῳ μίτρην πρῶτον ἔλυσα καὶ ὕστατον , ἔξοχα γάρ μοι |
, ῥιγώδεεϲ , ἀδρανέεϲ , ὄκνῳ εἴκοντεϲ , ἄθυμοι : βρωμώδεεϲ δὲ τὴν ὀϲμήν , πικροὶ δὲ τὴν γεῦϲιν : | ||
καὶ ἡ τροφὴ καὶ τὸ αἷμα : ἐξερεύξιεϲ πολλαί , βρωμώδεεϲ : κἢν μὲν πολὺ ξυλλεγῇ , ἀπορίη , ϲκοτόδινοϲ |
μισθὸν ἐκ τοῦ κοινοῦ προσλαμβάνουσιν . Ἐν δὲ τούτῳ τῷ γένεϊ οἵ τε ναυπηγοὶ καὶ οἱ ναῦταί εἰσιν , ὅσοι | ||
κατάδηλος τρόπῳ τοιῷδε . Ὀτάνης ἦν Φαρνάσπεω μὲν παῖς , γένεϊ δὲ καὶ χρήμασι ὅμοιος τῷ πρώτῳ Περσέων . Οὗτος |
. ὕπνοϲ πουλὺϲ κακόν , κακὸν δὲ καὶ ἀϋπνίη : πουλὺϲ μὲν γὰρ ναρκᾷ τὰϲ αἰϲθήϲιαϲ τῆϲ κεφαλῆϲ ἀτμῶν πλημύρᾳ | ||
τῇ θεραπείῃ καὶ τῆϲ ἐϲ αὖθιϲ τάδε γιγνώϲκω . ὕπνοϲ πουλὺϲ κακόν , κακὸν δὲ καὶ ἀϋπνίη : πουλὺϲ μὲν |
ξυνήθεα : ναυτίλῳ μὲν ἡ ἐν ἀκάτῳ κατάκλιϲιϲ καὶ ἐν θαλάϲϲῃ περιφορὴ καὶ αἰγιαλῶν ἦχοϲ καὶ κυμάτων κτύποϲ ἀνέμων τε | ||
τῶν μὲν πρηϋνομένων , ἄλλων δὲ κορυφουμένων , ὅκωϲ ἐν θαλάϲϲῃ κύματα : τοιόνδε τὸ τῶν ἑλκέων χύμα . ἢν |
ἄνθρωπον , ὑποκλύζειν ἐϲ κένωϲιν τοῦ πλήθεοϲ τῶν ἐν τοῖϲι ἐντέροιϲι καὶ ἐϲ τὴν ἀντίϲπαϲιν τῶν τὴν κεφαλὴν ἀμφεχόντων χυμῶν | ||
ϲιτίων πίνεται , τάπερ καὶ φλέγμα καὶ χολὴν ἐν τοῖϲι ἐντέροιϲι καὶ ϲτομάχῳ ἄγει , ὕϲϲωπον ἐν μελικρήτῳ ἑψηθέν , |
ὑπάρχων δυνάμεωϲ : ἔχει δέ τι καὶ καθαιρετικόν . Ϲίνων θερμὸϲ οὐρητικόϲ τε καὶ πεπτικόϲ ἐϲτιν ἔμμηνά τε ἄγει καὶ | ||
Ἀθηναίου . Ἐν μὲν οὖν τῇ ἐαρινῇ ὥρᾳ ὑγρὸϲ καὶ θερμὸϲ ὁ ἀήρ , ἐν δὲ τῇ θερινῇ θερμὸϲ καὶ |
οὔρων ἀπὸ νεφρῶν ἡ ὁδὸϲ ἐϲ κύϲτιν . ἀμφὶ δὲ τούϲδε τοὺϲ νεφροὺϲ καὶ τοὺϲ πόρουϲ τούϲδε πολλὰ καὶ ποικίλα | ||
: ἀπὸ ϲπλάγχνων γὰρ ἡ ῥοή . ἀτὰρ καὶ καθαίρειν τούϲδε μᾶλλον τῶν ἄλλων καὶ τῇ ἱερῇ καὶ κνεώρῳ καὶ |
περῆϲαι θέλῃ , τὰ μὲν ἄνω μέρεα , ἔνθα ἡ ἀπόϲταϲιϲ , ὀξὺϲ πόνοϲ : κοιλίη ὑγρή , τὰ πρῶτα | ||
δὲ τρυγῶδεϲ ἢ πελιδνόν . ἢν δὲ καὶ βαθυτέρη ἡ ἀπόϲταϲιϲ γένηται , καὶ μέλαν τὸ ὑγρόν : εὖτε καὶ |
καθαιρομένῃϲι , τὰ ἐπιμήνια γίγνεται , καὶ ἐν τῇϲι αὐτῇϲι περιόδοιϲι τῆϲ καθάρϲιοϲ ἐπιφαίνεται , καὶ ἐπὶ τῇϲι προθεϲμίῃϲι τῆϲ | ||
προϲέθηκε δὲ τὰ τεχνικώτερα : “ καὶ τοῖϲιν ἐν τῇϲι περιόδοιϲι παροξυϲμοῖϲιν ” ϲκεπτέον , “ εἰ πρωϊαίτερον ἢ οὔ |
ἀπολελυμένη : γαργαλιϲμοὶ αὐτόματοι πλευρέων καὶ μαϲχαλῶν : ϲπαϲμώδεεϲ , ἀπόϲιτοι , εἰ δὲ προϲφέροιντο , ἁρπάγδην , ταραχώδεεϲ . | ||
οὐδὲ ἡλικίῃϲι μειλίχιοι , ἄγρυπνοι , δυϲόνειροι πολλοῖϲι ἀλλοκότοιϲι , ἀπόϲιτοι , πέψαι κακοί : ἄχροοι , μολυβδώδεεϲ : δυϲμαθέεϲ |
καταντίον ἀίσσοντα Νέστορος ὄβριμος υἱὸς ὑπὲρ γόνυ δούρατι τύψεν , ἕλκεϊ δ ' οὐλομένῳ στυγερὰς ὑπεδύσετ ' ἀνίας : χάσσατο | ||
τοῦ ἄλγεοϲ θι - γεῖν , ἢ φάρμακον αὐτῷ τῷ ἕλκεϊ προϲβάλλειν . καίτοι καὶ εἰ ἐπίϲχοιτο ἡ αἱμορραγίη φαρμάκῳ |
' ἑτάροισιν ἔθηκεν , ἄνδρα βαλὼν ὃς ἄριστος ἐνὶ Θρῄκεσσι τέτυκτο υἱὸν Ἐϋσσώρου Ἀκάμαντ ' ἠΰν τε μέγαν τε . | ||
καὶ ἑβδόμη ἐστὶ τελείη . καί : ἑπτὰ δὲ πάντα τέτυκτο ἐν οὐρανῷ ἀστερόεντι , ἐν κύκλοισι φανέντα ἐπιτελλομένοις ἐνιαυτοῖς |
? ! ! ! ! ! [ καὶ τίϲ ὁ βίοϲ ϲοι ; ποῦ τοτηεε ? [ ! ! ] | ||
ἡ τηκεδών , ταχὺϲ δὲ ὁ θάνατοϲ , ποτὶ καὶ βίοϲ αἰϲχρὸϲ καὶ ϲπίπονοϲ . δίψοϲ ἀκρατέϲ , πολυποϲίη ἀνιϲόμετροϲ |
δὲ τὸ ἑρπετὸν θηρίον , ἢν δάκῃ τινά , ἄϲχετον δίψοϲ ἐξάπτει , πίνουϲί τε ἄδην οὐκ ἐϲ δίψεοϲ ἄκοϲ | ||
αὐτίκα παύονται καὶ τὸ ψυχρὸν ποτὸν ἵϲτηϲιν αὐτῶν μᾶλλον τὸ δίψοϲ ἤπερ τὸ πολὺ θερμόν . ἀναψύχει δὲ αὐτοὺϲ καὶ |
ἔντερον τῶν ὑγρῶν μετοχετεύϲιοϲ : ἀφωνίη : ϲφυγμοὶ ϲμικρότατοι καὶ πυκνότατοι , ὁκόϲοι ἐπὶ ξυγκοπῇ : ἐντάϲιεϲ ἐμέτου ξυνεχέεϲ , | ||
λειπόμενος . ἐπὶ μὲν γὰρ τῶν νηπίων οἱ ταχύτατοι καὶ πυκνότατοι , ἐπὶ δὲ τῶν γηραιῶν βραδύτατοι καὶ ἀραιότατοι . |
ᾠδῆς . ξυναὶ θηροσύναι τε λίνων ξυναί τε ποδάγραι : ξυνὰ δέ τ ' ἀνθρώποισι ποδωκέα πάντα γένεθλα ἵπποις ἠδὲ | ||
τῶν ἐναντίων . ἀλκὴ ] δύναμις καὶ βοήθεια . θ ξυνὰ ] κοινωφελῆ καὶ ὑμῖν καὶ ἡμῖν νομίζω λέγειν . |
. γίγνεται ὦν ἐν αὐτέῳ μεγάλη μὲν φλεγμονὴ οὐ κάρτα ξυνεχέωϲ , οὐδὲ ἔν τιϲιν ἐϲ τὰ ἐπίκαιρα χωρία : | ||
τοῦ καϲτορίου ξὺν κροκίνω λίπαϊ , ἀλλὰ καὶ πιπίϲκειν τοῦδε ξυνεχέωϲ ὁκόϲον ὁλκῆϲ τριώβολον . ἢν δὲ πρὸϲ τόδε ἀπαυδήϲῃ |
γίγνεται πάθεα , τὰ μὲν ὀξέα , ἐν αἱμορραγίῃ καὶ πυρετοῖϲι καὶ φλεγμονῇ κτείνοντα , ὁκόϲα μοι λέλεκται : τὰ | ||
ἢν δὲ μὴ τάμῃϲ , οὔρων ϲχέϲει καὶ πόνοιϲι καὶ πυρετοῖϲι ἢ τηκεδόνι ϲμύχεται ὥνθρωποϲ . ἢν δὲ μὴ κάρτα |
κατὰ γόνυ κάμπτει , ὅκωϲ ἄνθρωποϲ , καὶ μαζὸν πρὸϲ τῇϲι μαϲχάλῃϲι ἴϲχει ὅκωϲ γυναῖκεϲ . ἀλλ ' οὔτοι μοι | ||
ἡ τοιαύτη ἐπικουρίη : ἐπὶ γὰρ τῇϲι ἁθρόῃϲι κενώϲεϲι ἠδὲ τῇϲι ἐϲχάτῃϲι ξυμπτώϲεϲι ἐξέθανόν κοτε ὑπ ' ἀδυναμίηϲ οἱ κάμνοντεϲ |
ἡμῖν πολλάκιϲ ἐδήλωϲε κρίϲιν . καὶ ταῦτα μὲν ἱκανά : προϲέρχεται δὲ αὐτοῖϲ ἥ τε τοῦ νοϲοῦντοϲ ἡλικία τε καὶ | ||
. Τὰ μὲν ϲημεῖα παραπλήϲια τοῖϲ ἐπ ' ἐγκαύϲει , προϲέρχεται δὲ αὐτοῖϲ δῆξίϲ τε πλείων καὶ ὠχρότηϲ προϲώπου καί |
ϲκληρὸν ἷζον ἐϲ ϲκίρρον ἱδρύεται . εὖτε πόνοϲ μὲν οὐ ξυνεχήϲ , νωθὴϲ δέ , κἢν παρῇ : ἀραιὴ δὲ | ||
ἀδελφαὶ τῆϲ ξυντήξιοϲ ἔαϲι . ἡ δὲ νοῦϲοϲ μικρὴ δυϲεντερίη ξυνεχήϲ : νούϲων ὑποϲτροφαὶ ἐνίοιϲι . εὐϲιτίη μὲν γάρκαίτοι καὶ |
: ἀγαθὸν δὲ ὁμοῦ τὰ πάντα : ἢν δὲ καὶ φῦϲα ἐνῇ , κυμίνου καὶ ϲελίνου τῶν καρπῶν ἠδὲ ὁκόϲα | ||
, ἢ πρὸϲ ὁδὸν ὀρθίην : βραγχώδεεϲ καὶ βηχώδεεϲ : φῦϲα ἐν τοῖϲι ὑποχονδρίοιϲι καὶ ἐρυγαὶ παράλογοι : ἀγρυπνίη , |
ὑπομένουϲι μανίαν , ὃ καλεῖται λύϲϲα . μάλιϲτα δὲ τοῦτο πάϲχουϲι κατὰ τὰϲ χώραϲ ἐκείναϲ , ἐν αἷϲ μέγιϲται καὶ | ||
ἐντέρων : ὀλιϲθηρὰ γάρ . γέροντεϲ δὲ οὐ μάλα μὲν πάϲχουϲι , περιγίγνονται δὲ ἥκιϲτα . ὥρη θέρεοϲ τίκτει μᾶλλον |
ἐπὶ μῆνα κάθαρϲιϲ , ἀλλ ' οὐκ ἐϲ τὴν ἀρχαίην ξυνίϲταται προθεϲμίην . οὐ πολλὸν μὲν τὸ αἷμα , ἐν | ||
τὸ πάθοϲ , ἀλλ ' αὐτὸϲ οὐ ῥηϊδίωϲ λύεται . ξυνίϲταται δὲ οὐκ ἐπ ' αἰτίῃ μοῦνον ἥπατοϲ , ὅκωϲ |
: οὐχ ἑτέρη γὰρ ὁδὸϲ τῆϲ τροφῆϲ ἐϲ τὸ πᾶν ϲκῆνοϲ ἀπὸ τῆϲ κοιλίηϲ καὶ τῶν ἐντέρων . εὐπόρωϲ ὦν | ||
ἴϲχει γὰρ πάνθ ' ὁμοῦ . ῥύπτειν δὲ καὶ τὸ ϲκῆνοϲ καὶ τοὺϲ ὄχθουϲ λεαίνειν . φάρμακα δὲ ἄλλα μυρία |
καὶ ἐν τῷ σύ γε , μὴ σύ γ ' ἄνευθεν ἐμεῖο λιλαίεσθαι , καὶ μέν τοί γε : οὐ | ||
ἐν μέσσῃ γὰρ ἔκειτο πυρῇ , τοὶ δ ' ἄλλοι ἄνευθεν ἐσχατιῇ καίοντ ' ἐπιμὶξ ἵπποι τε καὶ ἄνδρες . |
φλεβὸϲ μήτε νεύρου διατείνοντοϲ εἰϲ αὐτήν . καὶ ποτὲ μὲν ξηρὸϲ ὁ κόλποϲ , ποτὲ δὲ καθυγραινόμενοϲ : τὸ δ | ||
ἄμυλον μετρίωϲ ῥόδινον μετρίωϲ πάτοϲ ἀπὸ παλαίϲτραϲ ϲόγχοϲ ὁ μὴ ξηρὸϲ τρίβολοι ἀμφότεροι φοίνικοϲ τῶν κλάδων ὁ χυλὸϲ Ϲαμία γῆ |
αὖ περὶ χῶρον ἴδοις περιηγέα τύμβον , τύμβον , ὃν Ἁρμονίης Κάδμοιό τε φῆμις ἐνίσπει : κεῖθι γὰρ εἰς ὀφίων | ||
μὲν οὐδ ' αἴης λάσιον μένος οὐδὲ θάλασσα : οὕτως Ἁρμονίης πυκινῶι κρύφωι ἐστήρικται Σφαῖρος κυκλοτερὴς μονίηι περιηγέι γαίων . |
σίδηρον καυστείρης θαλφθεῖσαν ὑπὸ στέρνοισι καμίνου . ἄλλοτε φορβάδος αἰγὸς ἐνίπλειον δέρος οἴνης χραισμήσει τημοῦτος ἐπὴν σφυρὸν ἢ χέρα κόψῃ | ||
εἶθαρ χρυσείηι προχόωι κήρυκ ' ἀθανάτοισι φέρειν μέλανος οἴνοιο ἀσκὸν ἐνίπλειον κελέβειόν θ ' ὅττι φέριστον οἷσιν ἐνὶ μεγάροις κεῖται |
ἐπίκαιρον κακὸν φλεγμαϲίη καὶ πρῆϲιϲ τοῦ πνεύμονοϲ , ἐφ ' οἷϲι πνὶξ ὀλιγοχρονίη . χρὴ ὦν ἀντίξοα ἠδὲ ὠκέα ἔμμεναι | ||
καιροῖϲ μεταβάλλουϲιν εἰϲ τὰ ῥοφήματα ἐκ τῆϲ κενεαγγείηϲ , ἐν οἷϲι πολλάκιϲ ἀρήγει ἐκ τῶν ῥοφημάτων πληϲιάζειν τῇ κενώϲει , |
κίνδυνον τρώματοϲ μεγάλου γίγνεϲθαι , ἢ ἀποτομῆϲ , εἴ κοτε ϲπαϲμῷ ξυνερείϲουϲιν οἱ ὀδόντεϲ : ὀφθαλμοὶ ἐνδεδινημένοι : βλέφαρα τὰ | ||
, ξηραί , ἄχυλοι . θάνατοϲ ἐπώδυνοϲ καὶ οἴκτιϲτοϲ , ϲπαϲμῷ καὶ πνιγὶ καὶ ἐμέτῳ κενῷ . φέρει μὲν τὸ |
ξύνηθεϲ δὲ μειρακίοιϲι καὶ νέοιϲι , καὶ τοιϲίδε ἀϲινέϲτερον : παιδίοιϲι δὲ οὐκ ἄηθεϲ πάγχυ : οὐ πάντῃ δὲ ἀϲφαλέϲ | ||
προϲωτέρω τῶν παριϲθμίων , ὅκωϲ καταπίοιεν . τάδε μὲν ὦν παιδίοιϲι : τοῖϲι δὲ νεηνίῃϲι καὶ τάδε ξύμφορα . ἀτὰρ |
Κρητί ἐστι πεποιημένον πάρ τε τρηχὺν Ἐλαιὸν ὑπὲρ δρυμόν τε Λύκοιο : ὡς δὲ ὁ Πανδίονος οὗτος ἦν Λύκος , | ||
ἐστι πεποιημένον : πάρ τε τρηχὺν Ἐλαιὸν ὑπὲρ δρυμόν τε Λύκοιο . 〚 ὡς δὲ ὁ Πανδίονος οὗτος ἦν Λύκος |
ἐϲ λύπην καὶ ἀθυμίην μοῦνον . ἀτὰρ καὶ μαίνονται μὲν ἐϲ τὰ πλεῖϲτα τοῦ βίου ἀφρονέοντεϲ καὶ δεινὰ καὶ αἰϲχρὰ | ||
. ἀτὰρ εἴτε πίνουϲι ψυχρὸν χανδὸν πουλὺ πλεῖϲτον , καὶ ἐϲ μὲν βραχὺ ἀνεκουφίϲθηϲαν , εἶτ ' αὐτοῖϲ ἐξάπτεται τὸ |
] πάλαι κατὰ τὴν [ Ἰωνίαν ] . κόρην ] νεανίϲκοϲ [ νέαν ] Τροιζηνίαν [ ] , Τροιζηνίαν [ | ||
. ἔϲτω δὲ καὶ τὴν ψυχὴν εὔθυμόϲ τε καὶ ϲφόδρα νεανίϲκοϲ . καὶ πρῶτον ἀνατριβέϲθω τὸ ϲῶμα ϲινδόϲιν ἐπὶ πλέον |
, τὸ χωρῶ . . . . . . : λάζετο : . . . δύναται δὲ καὶ ἀπὸ τοῦ | ||
φίλον ἦτορ , πὰρ δέ οἱ Ἶρις ἔβαινε καὶ ἡνία λάζετο χερσί , μάστιξεν δ ' ἐλάαν , τὼ δ |
οἷϲι δὲ οὐκ ἔνεϲτι ζωοῦϲα ἡ θορή , ῥικνοί , ἀϲθενέεϲ , ὀξύφωνοι , ἄτριχεϲ , ἀγένειοι , γυναικώδεεϲ : | ||
, κεκλιμένῳ δὲ νυϲταγμόϲ : βραδύπνοοι , ϲφυγμοὶ ἀμαυροί , ἀϲθενέεϲ , πυκνοί : πυκνότατοι δὲ ἐπὶ πάϲῃ καὶ ϲμικρῇ |
ὧς τότε κεῖνο πέλωρον ἀπειρεσίας ἐλέλιζε ῥυμβόνας , ἀζαλέῃσιν ἐπηρεφέας φολίδεσσιν . τοῖο δ ' ἑλισσομένοιο κατ ' † ὄμματος | ||
θνητοῖς ὀλοὸν τέρας , οὐ φατὸν εἰπεῖν . Χρυσαῖς γὰρ φολίδεσσιν ἐθείρεται , ἐν δ ' ἄρα πρέμνον ἀπλάτοις ὁλκοῖσι |
μαραϲμοῦ μέντοι καὶ γάλα ἰητήριον καὶ θρέψαι καὶ ἀλεῆναι καὶ ὑγρῆναι γαϲτέρα καὶ κύϲτιν πρηῧναι . ἀτὰρ ἠδὲ κατόχοιϲι τωὐτὰ | ||
ἀφόδοισιν , θάλψει , ψύξει , ὑγροῖσι , ξηροῖσιν , ὑγρῆναι , ξηρῆναι , χρίσμασιν , ἐγχρίσμασιν , ἐπιπλάστοισιν , |
τότ ' ἠμύουσι χαλινοῖς , ἐνθλίβοις , μαλλὸν δὲ βαθὺν κεκορημένον ἕλκοι . αἶψα δὲ τόν γ ' ἑκάτερθε διὰ | ||
χρὴ παρὰ δαιτὶ δεδεγμένον εὔφρονι θυμῷ πίνειν , μηδὲ βορῆς κεκορημένον ἠύτε γῦπα ἧσθαι πλημύροντα , λελασμένον εὐφροσυνάων . πρώτην |
τοῖϲι κροτάφοιϲι ἐπηρμέναι ἀϲαρκίῃ τῶν πέριξ , ἀτὰρ καὶ ἐπὶ τοῖϲι καρποῖϲι πουλὺ μέζονεϲ διοιδέουϲαι : μελάγχλωρον τὸ αἷμα . | ||
ἐν ἐκείνῃ ϲτῦψιν ἐμποιέειν ἐϲ πάγον τοῦ διαρρέοντοϲ αἵματοϲ καὶ τοῖϲι δεχομένοιϲι , ὅκωϲ ἀπὸ πολλοῦ τοῦ τρώματοϲ μύωϲιν αἱ |
τῇ δὲ κύϲτει καὶ τῷ ἐπιγαϲτρίῳ καὶ τῇ ὀϲφύι προϲάγειν ψυκτήρια καταπλάϲϲοντα καὶ τοῖϲ χυλοῖϲ ἐπιχρίοντα . Εἰ δὲ καὶ | ||
. . . . . . των ὁρᾶν σαφῆ . ψυκτήρια δένδρεα φίλαισιν ὠλέναισι λέξεται . χρυσέα βῶλος ἐν τοῖσι |
. ἄριϲτον δὲ ὀθόνη παλαιή . πάϲϲειν δὲ αὐχένα καὶ κληῗδαϲ ἀλφίτοιϲι καὶ θώρηκα : τρέφειν μὲν τῷ εὐόϲμῳ , | ||
πελιδνοί : ἀναπνοὴ πυκινή : νοτὶϲ περὶ μέτωπα . καὶ κληῗδαϲ . ἢν δὲ ἐϲ ἄκρον ξηρότητοϲ καὶ θερμαϲίηϲ ἥκῃ |
: ϲφυγμοὶ ϲφοδροὶ καὶ ταχέεϲ , καὶ ϲμικροὶ ἐν τῇϲι ἀρχῇϲι : μεγάλοι δὲ καὶ βραδέεϲ καὶ νωθροὶ ἐπὶ τῷ | ||
τὸ κακὸν ἐϲ τὸ πᾶν : ἅπαντα γὰρ ξυμπαθέα τῇϲι ἀρχῇϲι γίγνεται . ἰδέαι δὲ τῆϲ ξυνολκῆϲ ἔαϲι τρεῖϲ : |
τὸν Ἀγάθωνα καὶ οἱ ἄλλοι κωμῳδοῦσιν . ὡς λεπτὰ καὶ ἀγκύλα ἀνακρουομένου μέλη τοῦ Ἀγάθωνος : τοιαῦται γὰρ αἱ τῶν | ||
Ἰλιάδος χωρὶς τῆς ἀμφί προθέσεως “ ἀσπίδα καὶ θώρηκα καὶ ἀγκύλα τόξ ' ἀφόωντα , ” σὺν δὲ τῇ προθέσει |
ἐκ θρόνων χωρίζεται . ἐγὼ δ ' ἐσεῖδον γῆν ἅπασαν ἔγκυκλον καὶ ἔνερθε γαίας καὶ ἐξύπερθεν οὐρανοῦ , καί μοί | ||
τρύφημα , παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , ἔγκυκλον , κομμώτριον , ἕτερα θ ' ὅς ' οὐδεὶς |
πάλιν ἀλδήσκουσι , καὶ πάλιν εὐπλόκαμοι δολιχὴν πλώουσι θάλασσαν . Ἑξείης ἐνέπωμεν ἐΰσφυρον , ἠερόεντα , κραιπνόν , ἀελλοπόδην , | ||
καῖε σιδήρῳ αἰθομένῳ : κρατερὴ δὲ κατήνυτο θηρὸς ὁμοκλή . Ἑξείης δ ' ἐτέτυκτο βίη συὸς ἀκαμάτοιο ἀφριόων γενύεσσι : |
ἀρήγει δὲ ἡ ψῦξιϲ τῆϲ κύϲτιοϲ , ῥοδίνου καὶ οἴνου τέγξιϲ καὶ εἰρίων κατείληϲιϲ ἀπὸ οἰϲύπου : ἐπίθημα φοίνικεϲ ἐν | ||
δὲ καὶ τὸ ὀμφάκιον ὄξεϊ λυθέν . ἢν δὲ ἡ τέγξιϲ ἀϲηρὸν ᾖ καὶ δύϲφορον , ἐμπλάϲτροιϲι χρέεϲθαι . καὶ |
, ἐϲ ἑβδόμην [ γὰρ ] καθίϲτανται : εὖτε καὶ κοιλίηϲ ἐκταραχθείϲηϲ χολωδέων , ἀναπνοῆϲ κατάϲταϲιϲ , γνώμη εὐϲταθήϲ , | ||
τὸ δέ ἐϲτι τοιόνδε : τῶν ἐντέρων , ὅκωϲ τῆϲ κοιλίηϲ , χιτῶνεϲ ἔαϲι δοιοί , ἀτὰρ καὶ ἀλλήλοιϲι ἐπιβάλλουϲι |
οὐρητικῶν ἠδὲ εὐπνόων ϲπερμάτων . φακόϲ , ἢν μὲν ἡ αἱμορραγίη ἐπείγῃ , ξὺν ἀρνογλώϲϲου χυλῷ : ἢν δὲ μή | ||
χρόνιον : τὰ δὲ ἀνεϲθιόμενα γέρουϲι ἀήθεα : ἀτὰρ καὶ αἱμορραγίη ἀξύμφωνοϲ γήρᾳ . Περὶ λειεντερίηϲ . Ἢν ἐπὶ δυϲεντερίῃ |
ἐπὶ πόντον ἐλεύσεαι ἰχθυόεντα . ὣς εἰποῦς ' ὑπὸ πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα : αὐτὰρ ἐγὼν ἐπὶ νῆας , ὅθ ' | ||
' ἐκ σῖτον ἀείρας . ἀγχίμολον δὲ μετ ' αὐτὸν ἐδύσετο δώματ ' Ὀδυσσεύς , πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιος ἠδὲ γέροντι |
τῆϲ ἑτέρηϲ [ πάϲχει ] μᾶλλον : ἀτὰρ καὶ ἐπὶ τρώματι καὶ διακοπῇ νεύρου ἀναλθήϲ . ἡλικίη , γέροντεϲ , | ||
διίηϲιν . αἰτίαι δὲ παρέϲιοϲ μὲν ἕξ : ἄρχονται δὲ τρώματι , πληγῇ , ψύξει , ἀπεψίῃ , λαγνείῃ , |
πυώδεα , ἔστι δ ' ὅτε καὶ μέλανα , καὶ ῥηΐτερον ἔσται , καὶ μελεδανθεῖσα ὑγιαίνεται . Γίνεται δὲ καὶ | ||
τόκου . Κυέουσα ἡ γυνὴ , ἢν μὴ λαγνεύηται , ῥηΐτερον ἀπολυθήσεται τοῦ τόκου . Ἡ τὰ δίδυμα κυέουσα τίκτει |
τέκνα τέκωνται . κεῖνος γὰρ πάσης γλυκερώτερος Ἀμφιτρίτης κόλπος , ἀπειρεσίοισι καὶ εὐΰδροις ποταμοῖσιν ἀρδόμενος , μαλακαὶ δὲ πολυψάμαθοί τ | ||
τ ' ἐξελάσει σταχύων γλάγος ἐκπίνοντας ἀτηρήν τε χάλαζαν , ἀπειρεσίοισι βελέμνοις ἀγρῷ τραῦμα φέρουσαν ἀμήχανον ἐξακέσασθαι . Βρωτήρων τ |
καὶ τὸ διὰ μελιλώτου ϲκευαζόμενον καὶ τὸ Φιλαγριανὸν καὶ τὸ εὐῶδεϲ . τοῦ χλωροῦ ἰάϲπιδοϲ ὁρμαθὸϲ ἐξαρτώμενοϲ τοῦ τραχήλου , | ||
ϲυνήθη μύρα . ἐπιθέματα δὲ τό τε βαΐον καὶ τὸ εὐῶδεϲ καὶ τὰ παραπλήϲια : γυμνάϲιά τε καὶ τρῖψιϲ μάλιϲτα |
που : λιθάργυρος δ ' ὄλπη παρῃωρεῖτο χρίσματος πλεκτὸν Σπαρτιάτην γραπτὸν κύρβιν . τὸν γὰρ λευκὸν ἱμάντα ἐξ οὗ ἡ | ||
' ὃν ἐφονεύθη ὁ Αἴας , ἀνεδόθη βοτάνη καὶ εἶχε γραπτὸν τὸ αἲ αἴ . τὸν ὑάκινθον τὸ αἷμα τοῦ |
διαφοραὶ παρὰ τὴν καυθεῖϲαν ὕλην γίγνονται , ἢ θερμοτέραϲ ἢ ψυχροτέραϲ ἢ ἀδηκτοτέραϲ . αὐτίκα γέ τοι λιβάνου λιγνύϊ χρῶνται | ||
μαλακοὶ καὶ ταχεῖϲ καὶ πυκνοί . ὑγροτέραϲ δὲ οὔϲηϲ καὶ ψυχροτέραϲ οἱ μὲν ϲφυγμοὶ μαλακοί , τὸ δὲ ἦθοϲ ἄτολμόν |
, ἐν ᾧ τοῦ θεοῦ περῶντος τὸ ἅρμα τὸν ζυγὸν ἄξαι λέγουσι καὶ τῷ ποταμῷ γενέσθαι τὸ ὄνομα . κατωφερὲς | ||
μαγειρείῳ ⌈ τυγχάνει Γ ἐργαλεῖα Γ , τοῦ γελοίου χάριν ἄξαι φησὶ ταῦτα εἰς μαρτυρίαν αὐτοῦ , καὶ ὅτι ἐν |
ἢ πολλῶν ἐτέων ἔϲχε διαλείψιαϲ . τὰ πολλὰ γὰρ τοῦδε ἀπότοκοι μελαγχολίαι . ἢν δὲ ἔμπεδοϲ ἥδε , μὴ ἤδη | ||
ὁμοῦ παθέων καχεξίη τροπή : ἅπαϲαι γὰρ αἱ νοῦϲοι τῆϲδε ἀπότοκοι . ἀτὰρ καὶ ἥδε μούνη ἄνευθεν τῶν ἄλλων [ |
καὶ ὕπνῳ καὶ ἀφροδισίοις ἐλάχιστα προσεκτέον , [ ἢ τῷ φιλουμένῳ μὲν ὑπὸ πάντων , μηδένα δὲ ἔχοντι ἐπιβουλεύοντα . | ||
γάρ ἐστιν , ὅταν τις φιλῶν ἀντιφιλῆται καὶ βούληται τῷ φιλουμένῳ τὰ ἀγαθὰ καὶ αὐτῷ βουλομένῳ τῷ φιλοῦντι τὰ ἀγαθά |
, οὐδὲ ἐπὶ ϲμικρῷ τῷ πλήθεϊ . ἢν μὲν ὦν ἡλικίηϲ νέηϲ λάβηται καὶ ὥρηϲ ἐαρινῆϲ , τάμνειν φλέβα τὴν | ||
δὲ φωλεύϲῃ τὸ κακὸν ἐϲ ῥίζαν , οὔτε ἰητρῷ οὔτε ἡλικίηϲ μεταβολῇ ἐϲ ἔξοδον πείθεται , ἀλλὰ ξυμβιοῖ μέϲφι θανάτου |
ἐλπίδα καὶ προϲέτι τοῦ ἔτουϲ ὁ καιρὸϲ ἥ τε παροῦϲα κατάϲταϲιϲ : εἰ γὰρ μειράκιον εἴη τὸ νοϲοῦν ἢ ἄλλωϲ | ||
ξύνηθεϲ τῆϲ νούϲου φανταϲίη γλυκάζοντοϲ γίγνεται . ἡ ωὐτὴ δὲ κατάϲταϲιϲ καὶ ἐν γλυκέϲι καὶ ἐν πικροῖϲι γεύμαϲι . ἀπατηλῶν |
τευ ἐξ ἐπιβουλῆϲ παταχθέντεϲ . ἥδε μέντοι ἡ ἀπάτη γίγνεται ὁκόϲοιϲι τότε πρῶτον τὸ κακὸν ξυνέπεϲε : οἷϲ δὲ ξύνηθεϲ | ||
θέρεοϲ : ἡλικίῃϲι δὲ μειρακίοιϲι καὶ νέοιϲι , μάλιϲτα δὲ ὁκόϲοιϲι ἡ φύϲιϲ ἐϲ ξυνουϲίην ἑτοίμη . ὀξύτατον ἠδὲ ἀτερπὲϲ |
σῶμα διαφέρει ἑκά - στου . Ψυχὴ μὲν οὖν αἰεὶ ὁμοίη καὶ ἐν μέζονι καὶ ἐν ἐλάσσονι : οὐ γὰρ | ||
λυομένης , πάντα λύεται , ἡ γὰρ λύσις τῇ φθέγξει ὁμοίη , λύεται δὲ ἐν γονίμῃ . Ἢν αἱ φλέβες |
μέροϲ χρέεϲθαι καλόν . ὁκόϲοιϲι δὲ ἐκ τῶνδε ἄφυκτοϲ ἡ νοῦϲοϲ , ἐλλεβόρῳ χρέεϲθαι , τῇ ἐϲχάτῃ καὶ δυνατωτάτῃ πάντων | ||
, αἱμορραγίη διὰ ῥινῶν λάβρωϲ , εὖτε ἁθρόον λύεται ἡ νοῦϲοϲ : ἕπεται καὶ ὕπνοϲ καὶ ἀναγωγὴ φλεγμάτων , ἔπειτα |