οἱ μύκητες ἀποπνίξαιμί σε . Ἐπαρχίδης Εὐριπίδην φησὶ τὸν ποιητὴν ἐπιδημῆσαι τῇ Ἰκάρῳ καὶ γυναικός τινος μετὰ τέκνων κατὰ τοὺς
δὲ ἔφη τῇ κυρήνῃ τὸν ἀπόλλωνα διὰ τὸ νῦν πρώτως ἐπιδημῆσαι ἐπ ' αὐτήν . ἄγουσι δὲ τὸν θεὸν ἐκεῖ
6245270 κιβωτῳ
πρὸς τὴν ὑλακήν . τὸ μέντοι σανδάλιον εὑρέθη ὑπὸ τῇ κιβωτῷ καὶ κατεκαύθη ὕστερον . “ Ἔτι ἀπιστεῖν τούτοις ,
δόξαν αὐτοῖς , οὕτω ποιοῦσιν : τὸν μὲν ἐμὸν δεσπότην κιβωτῷ ἐνέκρυψαν , ἐμὲ δὲ ἀράμενοι ἐκ τῶν ποδῶν κομίζουσιν
6123043 Πορνης
ἐγκρατεῖς , τῆς ἐλευθερίας χαριστήρια τῇ πόρνῃ ἀποδιδόντας , Ἀφροδίτης Πόρνης ναὸν ἱδρύσασθαι . . . . . . :
Εὐάνθης δὲ ἐν τοῖς Μυθικοῖς συμφωνεῖ τῷ Ἀπολλωνίῳ . : Πόρνης δὲ Ἀφροδίτης ἱερόν ἐστι παρὰ Ἀβυδηνοῖς , ὥς φησι
5866879 Ἐπαρχιδης
, ἰσχάδες Κιμώλιαι . γίνεται δὲ ἐν Ἰκάρῳ , φησὶν Ἐπαρχίδης , ὁ πράμνιος . ἐστὶ δὲ οὗτος γένος τι
αὐτὴν σηπιῶν , . . . Προσαγορεύεται δὲ , φησὶν Ἐπαρχίδης , ἡ ἄμπελος ἡ τὸν Ἰκάριον Πράμνιον φέρουσα ὑπὸ
5768876 Καρανον
τοῦ δὲ Ἀκοόν , τοῦ δὲ Ἀριστοδαμίδαν , τοῦ δὲ Καρανόν , τοῦ δὲ Κοινόν , τοῦ δὲ Τυρίμμαν ,
τοῦ δὲ Ἀκοόν , τοῦ δὲ Ἀριστοδαμίδαν , τοῦ δὲ Καρανόν , τοῦ δὲ Κοινόν , τοῦ δὲ Τυρίμμαν ,
5699755 σφαγιασθηναι
λέγον : ποῦ πορεύεσθε ἀγέραστον ἐμὲ καταλιπόντες . καὶ ᾐτήσατο σφαγιασθῆναι αὐτῷ μίαν τῶν Τρῳάδων αἰχμαλωτίδων . ἡ δὲ σύνταξις
ὑποστρέψασιν , ὡς ἀνεῖλεν ὁ θεὸς , Ἕλλην καὶ Φρίξον σφαγιασθῆναι , εἰ θέλοιεν ἀπαλλαγὴν τῆς ἀφορίας ἔσεσθαι . Πεισθεὶς
5672031 Ἀργοι
ἐκείνῳ , φίλος αὐτὸς ὢν διὰ τὸ σύμπλους ἐν τῇ Ἀργοῖ γεγονέναι : καὶ τήν τε Ἰωλκὸν αἱρεῖ καὶ τὴν
τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ , ναῒ σώτειραν Ἀργοῖ καὶ προπόλοις : τὰ δὲ καί ποτ ' ἐν
5663903 Ὀλυμπιαδι
. ἐδιδάχθη ἐπὶ ἄρχοντος Ἀμεινίου διὰ Φιλωνίδου ἐν τῇ πόλει Ὀλυμπιάδι † † : βʹ ἦν , εἰς Λήναια :
. ] ! ! ! ! μεθα ἴσως παρ ' Ὀλυμπιάδι αἰσθομένῃ [ . . ] τὸν κόμπον τῆς ῥήσεως
5663201 Περσεφονῃ
τελευτήσαντι συμπάρεστι . δοκεῖ δὲ ὁ Ἄδωνις ἓξ μῆνας παρὰ Περσεφόνῃ ποιεῖν , ὁμοίως δὲ καὶ παρὰ Ἀφροδίτῃ . ἄτερ
Ἅιδου ἀνιερῶσαι κίονα τῷ Ἅιδῃ καὶ τῇ Κόρῃ ἤτοι τῇ Περσεφόνῃ ἐφ ' ᾧ καὶ τὴν περικεφαλαίαν αὐτῇ ἀνέθηκε .
5657111 Πειριθου
ὅδ ' ὁ πρεσβύτατος ἡμῶν ἁπάντων καὶ αὐτὸς ἐν τοῖς Πειρίθου γάμοις μετὰ Λαπιθῶν ἐμαχέσατο Κενταύροις ἐν φάλαγγι καὶ τάξει
, ὥσπερ Ὅμηρός φησι τὸν Κένταυρον μεθυσθέντα ἐν τῇ τοῦ Πειρίθου οἰκίᾳ κακὰ ἐργάσασθαι . [ καὶ ] ἄλλοι δὲ
5655125 ἀδελφῃ
μνᾶς καὶ Δημοφῶντι τὰ δύο τάλαντα , οὔπω μέλλοντι τῇ ἀδελφῇ τῇ ἐμῇ συνοικήσειν , καρποῦσθαι δοῦναι . ταῦτα δὴ
. Καὶ ὡς ἔλαβεν εἴκοσι μνᾶς ὁ Μενεκλῆς ἐπὶ τῇ ἀδελφῇ προῖκα , τὴν μαρτυρίαν ταύτην πρῶτον βούλομαι παρασχέσθαι .
5642602 Ἀθηνᾳ
τις τῶν συννεναυαγηκότων παρανηχόμενος ἔφη πρὸς αὐτόν : „ σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει . „ ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς
Ἀνάῤῥυσιν ἀπὸ τοῦ θύειν : ἔθυον δὲ Δϊὶ Φατρίῳ καὶ Ἀθηνᾷ . τὴν δὲ τρίτην Κουρεῶτιν ἀπὸ τοῦ τοὺς κούρους
5629045 Εὐρυδικῃ
δὲ αὐτὸν , τὴν μὲν Δανάην καταλείπει παρὰ τῇ μητρὶ Εὐρυδίκῃ , καὶ τὴν Ἀνδρομέδαν , καὶ τοὺς Κύκλωπας :
δὲ αὐτόν , τὴν μὲν Δανάην καταλείπει παρὰ τῇ μητρὶ Εὐρυδίκῃ καὶ τὴν Ἀνδρομέδαν καὶ τοὺς Κύκλωπας , αὐτὸς δὲ
5625646 Δαμαγητον
ἁδόντα δίκᾳ : ἀντὶ τοῦ δίκαιον ὄντα . πατέρα τε Δαμάγητον ἁδόντα δίκᾳ : ἀρέσαντα τῇ δικαιοσύνῃ , ἀντὶ τοῦ
δʹ πηχῶν καὶ εʹ δακτύλων ἦν . ἔσχε δὲ καὶ Δαμάγητον υἱὸν πρεσβύτατον τῶν παίδων τετράπηχυν τὸ μέγεθος , τοῦ
5597259 Ἀκαρνανιᾳ
καὶ ἕτερον ὁ Χελωνάτας : τελευταῖον δὲ ἄκρον Ἄραξος ἀντιπρόσωπον Ἀκαρνανίᾳ : μεθ ' ὃν ὁ Κορινθιακὸς ἀναχεῖται κόλπος ,
, Ἀλυζέα καὶ Λευκάδιον , δυναστεῦσαι δ ' ἐν τῇ Ἀκαρνανίᾳ τούτους μετὰ τοῦ πατρός : τούτων οὖν ἐπωνύμους τὰς
5579774 Λερνῃ
ὁμώνυμος τῇ Ἀμυμώνῃ : ἦν δὲ καὶ ἑτέρα κρήνη ἐν Λέρνῃ . ἀμφότεραι δὲ τοῦ Ἄργους εἰσίν : τῇ Ἀργολικῇ
ἔφερε παράδοξα αὐχήματα λυμαινόμενα καὶ ἐναρπάζοντα τὰς Θήβας . ἐν Λέρνῃ γὰρ τῇ Ἀργείᾳ κρήνῃ ἀνεφύη ἡ ὕδρα , ἥτις
5575485 Φιλυρᾳ
φησίν , ὅτι Κρόνος μετα - μορφωθεὶς εἰς ἵππον ἐμίγη Φιλύρᾳ τῇ Ὠκεανοῦ , διόπερ καὶ ἱπποκένταυρος ἐγεννήθη Χείρων .
Φιλύρης νυμφήϊον : ἐν τῷ Πηλίῳ γὰρ ὁ Κρόνος τῇ Φιλύρᾳ μιγεὶς ποιεῖ τὸν Χείρωνα . Ἀναγκαίη : τὸ τοῦ
5574545 ἀφικομενον
, τὸν θεὸν προστάξαι ἐλθεῖν ἐπὶ τὸν ἔσχατον Μυσῶν . ἀφικόμενον δὲ εἰς τὴν Τευθρανίαν ἐπιτυχεῖν τῇ μητρί : ὃς
ταφείη ὑπ ' αὐτοῦ . Μετὰ ταῦτα παρὰ βασιλέα Κῦρον ἀφικόμενον ὁ Οἰβάρας ἀνεδίδασκε καὶ ἐξώτρυνε τὰ βεβουλευμένα σφίσι δρᾶν
5563231 δωρεᾳ
: καὶ φησίν : Ὠ ΜΟΥΣΑΙ , αἱ δοξάζουσαι τῇ δωρεᾷ τῶν ὑμετέρων ᾠδῶν οὓς ἂν ἐθέλητε δηλονότι , αἱ
ἐκείνους , ὦ Ζεῦ , πέμπε με τοὺς ἡσθησομένους τῇ δωρεᾷ , τοὺς περιέψοντας , οἷς τίμιος ἐγὼ καὶ περιπόθητος
5560206 ἑταιρικῃ
φιλία : συμβαίνει γὰρ αὐτῇ πάντα , ἃ καὶ τῇ ἑταιρικῇ καὶ μᾶλλον αὐτῇ ἢ ἐκείνῃ : καὶ διὰ τοῦτο
καὶ δίκαιον ἀριστοκρατικόν , ἡ δὲ τῶν ἀδελφῶν φιλία τῇ ἑταιρικῇ ἔοικεν . ] ἑταιρικὴ δέ ἐστιν ἡ τῶν ἴσων
5535896 Δημητρι
ἐν δὲ θεοῖσιν ἐπὶ φλογὶ καιέμεν ὄμπας . τούτους γὰρ Δήμητρι ἔθυον . Νίκανδρος δὲ ἰδίως εἴρηκε τὰ κηρία ὄμπας
. . οἷς μέτεστιν , οἷς ὅσιον . . τῇ Δήμητρι καὶ τῇ Κόρῃ τὸ φέγγος οἴσων . . .
5531332 παραταξει
γὰρ κτώμεθα ἄνακτα ὥσπερ αὕται , οὐδὲ στρατηγοὺς ἐπὶ τῇ παρατάξει , καὶ διὰ τοῦτο ταλαιπωροῦμεν πάντες καὶ φυγάδες γινόμεθα
ἐπὶ Νέμεα . ” Γυνὴ Λάκαινα τοῦ υἱοῦ αὐτῆς ἐν παρατάξει χωλωθέντος καὶ δυσφοροῦντος ἐπὶ τούτῳ „ τέκνον „ ,
5525353 Ἐπιστολῃ
τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐγίνετο Λυγκεὺς δ ' ἐν τῇ πρὸς Διαγόραν Ἐπιστολῇ ἐπαινῶν τὸν κατὰ τὴν Ἀττικὴν γινόμενον Νικοστράτειον βότρυν καὶ
δ ' αὐτὸν Πολέμων ὁ περιηγητὴς ἐν τῇ πρὸς Ἀράνθιον Ἐπιστολῇ . καὶ ὁ εἰς Πτολεμαῖον δὲ τὸν πρῶτον Αἰγύπτου
5515309 πορνῃ
τῆς τέχνης , τοσούτῳ μᾶλλον ἀποβάλλω τὸ δημιούργημα πάντα τῇ πόρνῃ προσεοικὸς καὶ ψέγω τὴν μίμησιν . εἰ μὲν γὰρ
, παραφρονῶν ὡς οὐδεὶς πώποτε παρεφρόνησεν ἀνθρώπων , γυναικὶ πειθόμενος πόρνῃ . καὶ ἄκυρά γε ταῦτα πάντα ἐνομοθέτησεν εἶναι ὁ
5496167 Ἀμφιδαμαντος
ἢ Εὐρυνόμης Ἀγκαῖος καὶ Ἔποχος καὶ Ἀμφιδάμας καὶ Ἴασος . Ἀμφιδάμαντος δὲ Μελανίων καὶ θυγάτηρ Ἀντιμάχη , ἣν Εὐρυσθεὺς ἔγημεν
ὁπλίζεται : ἐξ Εὐρυθεμίστης τῆς Ξάνθου : ἢ Κλυτίας τῆς Ἀμφιδάμαντος , ὡς ἱστορεῖ Φερεκύδης [ . ] ἐν ι
5491233 Λακωνικῃ
, ἰδὲ κρήνην Ὑπέρειαν . εἶναι δέ φασι καὶ ἐν Λακωνικῇ Ὑπέρειαν κρήνην . ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυθάν : ἐκ
ἐν τοῖς ψυχροτάτοις τόποις . γίνεται δὲ καὶ ἐν τῇ Λακωνικῇ τὰ πολλὰ τούτων : καὶ γὰρ αὕτη πολυφάρμακος .
5479519 διδυμους
δὲ Τηλεγόνην . τοὺς δὲ ἐφεξῆς ἐγενεαλόγησεν Ὅμηρος ἐν Ἰλιάδι διδύμους Κρήθωνα καὶ Ὀρτίλοχον εἶναι Διοκλεῖ , Διοκλέα δὲ αὐτὸν
ὦ σκύμνε τερπνὸν ἤτοι φίλτατε τῶν ἀδελφῶν : φασὶ γὰρ διδύμους εἶναι Τρωίλον καὶ Κασάνδραν . ἴυγξ δὲ λέγεται ὁ
5478466 ποιμνῃ
σαφῶς ἐπίσταμαι , ὅτι οὐκ ἐπιτήδειον τοῦτο τὸ ζῷον προβάτων ποίμνῃ συνιέναι . „ οὕτω τῶν πονηρῶν ἡ διάθεσις πολλάκις
, περαιτέρω δὲ οὐδὲν τοὺς φίλους ὠφελοῦσιν . ἔν τινι ποίμνῃ προβάτων δέλφαξ εἰσελθὼν ἐνέμετο . καὶ δή ποτε τοῦ
5468586 ἱδρυσασθαι
] φησὶ δὲ Ἑλλάνικος Κόλαινον Ἑρμοῦ ἀπόγονον ἐκ μαντείου ἱερὸν ἱδρύσασθαι Κολαινίδος Ἀρτέμιδος : καὶ Φανόδημος ἐν τῆι δ .
Αἰγοφάγον καὶ αἶγας τῇ θεῷ θύειν . Ἡρακλέα δὲ λέγουσιν ἱδρύσασθαι τὸ ἱερὸν καὶ αἶγας θῦσαι πρῶτον , ὅτι μαχομένῳ
5465357 Συναγωγῃ
. . . . : Ἀλέξανδρος δ ' ἐν τῇ Συναγωγῇ τῶν Περὶ Φρυγίας , κρούματα Ὄλυμπον ἔφη πρῶτον εἰς
τισι μὲν “ διαλυκώνισον ” : ἐν δὲ τῇ Ἀρτεμιδώρου Συναγωγῇ “ διαλακώνισον ” . αἰτία δὲ τοῦ λεξειδίου ἀσυνήθεια
5462952 ἐνατῃ
εἰς ὀξίνην μεταβαλλομένου τοῦ οἴνου . ἐν δὲ τῇ τρίτῃ ἐνάτῃ κελεύει τοῦτο ποιεῖν , ὡς ἤδη καὶ τῆς θέρμης
Μεδεών , Βοιωτικὴ πόλις . καὶ Φωκικὴ ἑτέρα . Στράβων ἐνάτῃ . ἐκλήθη δὲ ἀπὸ Μεδεῶνος τοῦ Πυλάδου καὶ Ἠλέκτρας
5453186 ἀριστῃ
ὁ Δελφὸς ἐν Ὑπομνήμασιν , ὧν ἀρχὴ „ ἐν τῇ ἀρίστῃ πολιτείᾳ „ , φησίν : ὁ καλούμενος κότταβος παρῆλθεν
πρὸς ἀλλήλας , ὡς ἐλέγομεν . καὶ ὁ μὲν τῇ ἀρίστῃ μίξει χρησάμενος τούτων τὸν ἄριστον δηλαδὴ τῶν πολιτικῶν λόγων
5445000 συνοδῳ
διαμονῆς ἐπιμελοῦς τε ὑγείας καὶ τὰ ζῶα καὶ τὰ φυτὰ συνόδῳ τε καὶ ἐπιγονῇ καὶ καλλονῆς καὶ ἀρετῆς καὶ τῶν
ἐκδημοῦσιν . μὴ ἔστω καὶ ἡ Σελήνη λείψηφος μηδὲ ἐν συνόδῳ μετὰ Κρόνου ἢ ἐν πανσελήνῳ μετὰ Ἄρεως . Τὰς
5441458 ἁλωσει
εἰρεσίαις , οἱ μὲν Φοίνικες νομίζοντες ἅμα τῇ τῶν νεῶν ἁλώσει Συρακούσσας μὲν ὑποχειρίους ἕξειν , τὴν δὲ πατρίδα μεγάλων
δὲ διὰ πορνείαν , ἤτοι αὐτῶν μοιχευομένων καὶ ἐπὶ τῇ ἁλώσει ἀπορουσῶν , ἢ τῶν ἀνδρῶν ἄλλας περιπτυσσομένων , καὶ
5408252 θυγατρι
ἀναίθεται τῇ Ξανθίππῃ ὀδυρομένῃ ὅτι ἀπέθνησκεν , ἡ δὲ τῇ θυγατρί : οὐ γὰρ θέμις ἐν μουσοπόλων οἰκίᾳ θρῆνον εἶναι
στίν , οὐκ ἐμοὶ μόνῳ , υἱῷ πολὺ μᾶλλον , θυγατρί . πρᾶγμ ' ἄμαχον λέγεις . } εὖ οἶδα
5389916 προσαγορευομενῃ
μεταθεῖναι τὴν προαίρεσιν τἀνδρός , τὸν Δία τεκοῦσαν ἐν τῇ προσαγορευομένῃ Ἴδῃ κλέψαι καὶ δοῦναι λάθρᾳ τοῖς Κούρησιν ἐκθρέψαι τοῖς
αὐτῷ τὸ μεῖζον , ὅπερ ὑποτέταται θατέρῳ , τῇ κερκίδι προσαγορευομένῃ . αὕτη μὲν οὖν κατὰ τὸ πέρας αὐτῆς τὸ
5378058 Ἰουδαιᾳ
. . . : Ἀσκάλων , πόλις Συρίας πρὸς τῇ Ἰουδαίᾳ . Ξάνθος ἐν τετάρτῃ Λυδιακῶν φησὶν , ὅτι Τάνταλος
τοῦ περιβόλου χώρα ἔρημος ἡ πλείστη καὶ μάλιστα ἡ πρὸς Ἰουδαίᾳ : ταύτῃ δὲ καὶ ἐγγυτάτω ἐστὶ τριῶν ἢ τεττάρων
5377789 ἀρᾳ
ἀμυνέτω πᾶς τὸν ἀνόσιον ἐπονομάζων : ὁ δὲ μὴ ἀμύνων ἀρᾷ ἐνεχέσθω Διὸς ὁμογνίου καὶ πατρῴου κατὰ νόμον . ἐὰν
ἀναθεῖναι Ἀπόλλωνι . εἰς Κυνόσαργες : εἴρηται ἐπὶ ὕβρει καὶ ἀρᾷ . ἔστι δὲ τόπος ἐν τῇ Ἀττικῇ , ἐν
5357596 Κιρρᾳ
ἔστι καὶ Αἰολίδος Κρῖσα . τινὲς δὲ τὴν αὐτὴν τῇ Κίρρᾳ φασί . λέγεται τὸ θηλυκὸν Κρισηιάς , ὡς ἀπὸ
στεφάνους ἀριστεύων τῷ τάχει ἔλαβεν ὁ Φερένικός ποτε ἐν τῇ Κίρρᾳ : εἶτα ἡ ἀνταπόδοσις πρὸς τὸ πρῶτον : εἰ
5349945 Λητοι
ἂν αὐτὸς ὁ ξυλληφθησόμενος εἶναι . Καλὰ μέν , ὦ Λητοῖ , καὶ τὰ τέκνα ἔτεκες τῷ Διί . Οὐ
θυσίᾳ τῶν Θεοξενίων , ὃς ἂν κομίσῃ γηθυλλίδα μεγίστην τῇ Λητοῖ , λαμβάνειν μοῖραν ἀπὸ τῆς τραπέζης . ἑώρακα δὲ
5347977 Ἑστιᾳ
Τιτάνων ἀρχήν φασι τὸν Δία τὴν βασιλείαν διαδεξάμενον ἐπιτρέψαι τῇ Ἑστίᾳ λαβεῖν ὅτι ἂν βούλοιτο : τὴν δὲ τὴν παρθενίαν
καὶ πρώτους ἀδικούντων τοὺς οἰκείους , ἐπεὶ ἔθος ἦν τῇ Ἑστίᾳ πρώτῃ τῶν ἄλλων θεῶν θύειν . φέρεται δέ τις
5342958 ἑορτῃ
βασιλείοις , ἀλλ ' ἡσυχῆ καὶ λανθάνουσα ὑπέστενε καὶ τῇ ἑορτῇ κατηρᾶτο : Διονύσιος δ ' ἑαυτῷ , διότι Μίλητον
, ἐφίημι δὲ παίζειν τὰ εἰκότα καὶ τὰ συνήθη τῇ ἑορτῇ ; οἶδα γὰρ ὡς οὐκ ἄν τι ὑπὸ σκώμματος
5341530 Μελεαγρον
: σὺ δὲ , Διοδότου παῖ , ἐν ἐπαίνῳ τιθέμενος Μελέαγρόν τε καὶ Ἕκτορα καὶ τὰς τούτων ζηλῶν ἀρετὰς κατὰ
σπέρμα τοῦ τότε πένθους ἐντακῆναι , καὶ ἐς νῦν ἔτι Μελέαγρόν τε ἀναμέλπειν , καὶ ὡς αὐτῷ προσήκουσιν ᾄδειν καὶ
5334514 καθιερωθηναι
τοὺς περὶ τὴν Ἔνναν λειμῶνας , πηγὴν δὲ μεγάλην αὐτῆι καθιερωθῆναι ἐν τῆι Συρακοσίαι τὴν ὀνομαζομένην Κυάνην . τὸν γὰρ
ἱεροὺς τόν τε ὀνομαζόμενον Ἆπιν καὶ τὸν Μνεῦιν , Ὀσίριδι καθιερωθῆναι , καὶ τούτους σέβεσθαι καθάπερ θεοὺς κοινῆι καταδειχθῆναι πᾶσιν
5332160 παραμυθιᾳ
. ἔνθα ἀπορεῖ τῆς ὄντως θεραπείας , καὶ χρῆται τῇ παραμυθίᾳ τῇ διὰ τῶν ναρκούντων , ὥσπερ ἐπὶ τοῦ πάσχοντος
γὰρ παρωξύνετο . διὰ γοῦν τὸ κατεπεῖγον τῆς ὀδύνης τῇ παραμυθίᾳ ἐχρησάμεθα τῇ διὰ τοῦ ὀπίου ναρκοῦντες καὶ ἀπατῶντες τὸ
5327733 δειματουμενος
ποτε πτυρείης τὸν θάνατον . νῦν δὲ περιτρέπεις σεαυτόν , δειματούμενος στερήσεσθαι τῆς ψυχῆς , τῇ δὲ στερήσει περιτιθεῖς ψυχήν
ὃ καλεῖται Πάχυνος , ἔνθα κενοτάφιον Ὀδυσσεὺς ἱδρύσατο τῇ Ἑκάβῃ δειματούμενος ὑπ ' αὐτῆς ἐν ταῖς νυξὶ διὰ τὸ πρῶτον
5325403 φονευσασῃ
ὑπ ' ἐμοῦ πεφονευμένος , ἀλλὰ τὴν ψυχὴν ἀφῆκε τῇ φονευσάσῃ μου περιπλεκόμενος δεξιᾷ . ἄγουσιν οὖν με ἐπὶ τὸ
πατέρα φονευσάσῃ χειρί . πατροφόνῳ ] τῇ τὸν πατέρα Λάιον φονευσάσῃ . θ κρεισσοτέκνων ] τῶν κρειττόνων . + οἱ
5314463 Τηλεβοας
Μέντῃ τετάχθαι φησὶ λῃστὰς καλῶν αὐτούς , καθάπερ καὶ τοὺς Τηλεβόας ἅπαντάς φασι . τὰ μὲν περὶ τὰς νήσους τὰς
αὐτοῖς οἱ Ἠλεκτρυωνίδαι ἀνῃρέθησαν ὑπ ' αὐτῶν , Πτερέλα παῖδες Τηλεβόας καὶ Τάφος : ἀφ ' ὧν ἡ νῆσος .
5306774 Ἀρτεμιδι
δεῖ ὡς πᾶσι μὲν παρεπομένῃ θεοῖς , μάλιστα δὲ τῇ Ἀρτέμιδι : δῆλον δὲ ἐκ τοῦ καὶ αὐτὴν Ἑκάτην ὀνομάζεσθαι
πέμμα γάρ ἐστι κέρατα ἔχον μεμιμημένα , προσφερόμενον Ἀπόλλωνι καὶ Ἀρτέμιδι καὶ Ἑκάτῃ καὶ Σελήνῃ . μελιτοῦττα μὲν Τροφωνίῳ ὡς
5299018 Ἀργειᾳ
κλῃδοῦχον Ἥρας φασὶ δωμάτων ποτὲ Ἰὼ γενέσθαι τῇδ ' ἐν Ἀργείᾳ χθονί . ἦν ὡς μάλιστα , καὶ φάτις πολλὴ
παίδων ὁ πρεσβύτερος τὴν βασιλείαν διεδέχετο τοῦ πατρὸς τελευτήσαντος . Ἀργείᾳ οὖν τῇ Ἀριστοδήμου γυναικὶ γεγόνασι δίδυμοι καὶ τοῦ ἀνδρὸς
5298692 συμπραξαντας
ἀποδεδωκέναι χάριν αὐτάρκη , Λύσανδρον ἀποκτείναντας καὶ τἄλλα ὅσα σύνιστε συμπράξαντας : Λακεδαιμονίοις δ ' ἀντὶ τῆς ψήφου νῦν ἀποδοῦναι
τῶν ὅπλων ἐκπλῆξαι τὴν Ἥραν ζηλοτύπως ἐφεδρεύουσαν , καὶ λαθεῖν συμπράξαντας τὴν λοχείαν τῇ Λητοῖ . ὄντων δ ' ἐν
5293623 Γανυκτορος
τελευτήν ἐστιν εἰρημένα . ὅτι μὲν γὰρ οἱ παῖδες τοῦ Γανύκτορος Κτίμενος καὶ Ἄντιφος ἔφυγον ἐς Μολυκρίαν ἐκ Ναυπάκτου διὰ
Ἡσιόδου , ἐκ τῆς Κλυμένης αὐτῷ γεννηθέντα τῆς Ἀμφιφάνους καὶ Γανύκτορος ἀδελφῆς , θυγατρὸς δὲ Φηγέως . Ὁ δὲ Στησίχορος
5290564 θυσιᾳ
κϚʹ . Ἀσχέτῳ γέλωτι μὴ ἔχεσθαι . κζʹ . Παρὰ θυσίᾳ μὴ ὀνυχίζου . κηʹ . Δεξιὰν μὴ παντὶ ῥᾳδίως
πολεμάρχῳ . τί δὲ καὶ θήσει πρὸς θεῶν ὄνομα τῇ θυσίᾳ , ἣν αὔριον θύσειν φῄς ; πότερον χαριστήρια ,
5273850 βακτηριᾳ
κόρδαχ ' εἵλκυσεν : οὐδὲ πρεσβύτης ὁ λέγων τἄπη τῇ βακτηρίᾳ τύπτει τὸν παρόντ ' , ἀφανίζων πονηρὰ σκώμματα :
ἀμέλει σε , ἢν μόνον ἡμέρα γένηται , συντρίβων τῇ βακτηρίᾳ : νῦν δέ μοι πράγματα παρέξεις μεταπηδῶν ἐν τῷ
5269766 ὑστεραιᾳ
, τότε μὲν διεκρίθη μέχρι νυκτὸς ἀγωνισάμενος . Τῇ δὲ ὑστεραίᾳ στρατηγῶν δι ' ὁμαλοῦ τὴν μάχην θέσθαι καὶ τοὺς
, ἀπορούμενοι πῶς χρηστέον τοῖς πράγμασι : τῇ δ ' ὑστεραίᾳ παραστησάμενοι τὰ κοντωτὰ πλοῖα , περὶ τριακόσια τὸν ἀριθμὸν
5254872 κωμῃ
ὡς ἐπὶ χώραν ἀπῆλθεν ἐπὶ τὸ Κιθαιρώνιον ὄρος ἐν τῇ κώμῃ ὅπου οἱ αὐτῆς υἱεῖς ἦσαν ἀνατραφέντες . Τοῦτο δὲ
ταύτης τῆς ἀρχῆς ἀναληφθῆναι ὑπ ' αὐτοῦ καὶ διδάσκειν ἐν κώμῃ τινὶ γράμματα , ἀφ ' ὧν ἐπὶ τὸ σοφιστεύειν
5252373 σιτοδειᾳ
ἵν ' ἐν πολέμῳ μὴ λάβῃ , ἵν ' ἐν σιτοδείᾳ μὴ σχῇ πόρον , δι ' οὗ λύσῃ τὴν
διαβάλλεται . ἡ ξυμμαχία : ἐπὶ Ἀμάσιδος Αἰγυπτίων βασιλέως ἐν σιτοδείᾳ ὄντες οἱ Ἀθηναῖοι ἔπεμψαν πρὸς αὐτὸν αἰτοῦντες σῖτον :
5248337 φους
τιτθόν ] τινα γλωσσοτομήσας ἀπέκλεισεν ἐν οἴκῳ μετὰ βρέ - φους . ἤδη δὲ ⌈ τοῦ παιδὸς . αὐξηθέντος καὶ
. . . ἹΠΠΟΤΑ ΠΕΡΣΕΥΣ . Κατὰ τοὺς γλωσσογρά - φους , ἱππότην ἀκούειν τὸν φυγάδα . Ἐπεὶ ὁ πάππος
5244746 Τεννην
πατέρα Ἡμιθέας καὶ Τέννου , ἐπιγῆμαι τούτοις καὶ κατηγορηθῆναι τὸν Τέννην ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς ὡς πειρῶντα αὐτήν : πεισθέντα δὲ
ἔχοντος δὲ θυγατέρα ὄνομα Ἡμιθέαν τοῦ Κύκνου καὶ υἱὸν καλούμενον Τέννην ἐκ Προκλείαςἣ Κλυτίου μὲν ἦν θυγάτηρ , ἀδελφὴ δὲ
5244146 ἐξωσαι
, τὰ δὲ μή . Χυμοὺς , τοὺς μὲν , ἐξῶσαι , τοὺς δὲ ξηρᾶναι , τοὺς δὲ ἐνθεῖναι ,
ἀναβαλεῖν πῦρ , καὶ τὸ μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῆς θαλάττης ἐξῶσαι [ πάλιν ] ἐπὶ τὸ πέλαγος , τὸ δ
5238464 ἀγουσῃ
νομίζοντες ὅσον τὸν στρατὸν αὐτῶν . ἡ δὲ πόλις πομπὴν ἀγούσῃ προσεῴκει μᾶλλον ἢ πρὸς ἀγῶνα κοσμουμένῃ . ἱερά τε
τῇ ὀρθούσῃ τὰς γυναῖκας καὶ εἰς σωτηρίαν ἐκ τῶν τοκετῶν ἀγούσῃ . τῇ Ἀρτέμιδι . τὰν μεθέπων : ἥντινα διώκων
5233908 νικησαντος
ὁμωνύμως ἐκαλεῖτο Ἄργος , ἐπὶ δὲ Πέλοπος τοῦ τὸν Οἰνόμαον νικήσαντος Πελοπόννησος ἔσχε τοῦτο τὸ κύριον ὄνομα . . .
ΤΟΝ ΔΕ ΓΑΡ ΑΝΘΡΩΠΟΙΣΙ ΝΟΜΟΝ . Καὶ τοῦτο ἄξιον ποιητοῦ νικήσαντος Ὅμηρον . Ὅμως οὐδὲν ἀπεικὸς εἰ συμμορίαν μεθύσων καὶ
5231224 ἐγκαταστησας
, ἐπισκευάσας τέ τινα τῶν αὐτοῦ φρουρίων καλῶς καὶ φυλακὰς ἐγκαταστήσας αὐτοῖς αὐτὸς ἐς Μαντίνειαν ἀπελθών , πολίχνην παράλιον ,
, εἰς τρία δὲ μερίσας τοὺς ἀποστάτας καὶ ἴσους ἡγεμόνας ἐγκαταστήσας ταῖς μερίσι προσέταξεν ἐπιέναι τὴν χώραν καὶ πρὸς ἕνα
5221211 τεσσαρακοστῃ
ἦν γὰρ τοῖς Ποτειδεάταις αἰεί ποτε ἐπιτήδειος . καὶ ἀφικνοῦνται τεσσαρακοστῇ ἡμέρᾳ ὕστερον ἐπὶ Θρᾴκης ἢ Ποτείδαια ἀπέστη . Ἦλθε
Ῥωμαίοις μνημονεύεται , ὥς φησι Ποσειδώνιος ἐν τῇ ἐνάτῃ καὶ τεσσαρακοστῇ τῶν ἱστοριῶν , Ἀπίκιόν τινα ἐπὶ ἀσωτίᾳ πάντας ἀνθρώπους
5211204 Χλοῃ
καὶ τέλος οὕτω διελύθη . Γίνεται δὲ χειμὼν Δάφνιδι καὶ Χλόῃ τοῦ πολέμου πικρότερος : ἐξαίφνης γὰρ περιπεσοῦσα πολλὴ χιὼν
Νύμφαι καὶ Πὰν κατέδραμεν εἰς τὸ πεδίον καὶ περιπλακεὶς τῇ Χλόῃ [ καὶ ] λιποθυμήσας κατέπεσε . Μόλις δὲ ἔμβιος
5209854 θανασιμους
: τῇ σπουδῇ . σπεύδει γὰρ καταλαβεῖν ἔτι ἐμπνέοντας : θανασίμους ἐπικαιρίους ἐπικινδύνους : βοηδρόμος : βοηθὸς καθ ' ὃν
δύο μὲν ἀρρένων τελείων , μιᾶς δὲ παρθένου , φαγούσης θανασίμους μύκητας καὶ ἀποπνιγείσης μετὰ τῶν τέκνων ποιῆσαι τουτὶ τὸ
5207513 ἑκκαιδεκατῃ
ἐν τῇ πανσελήνῳ ὁ Ὀλυμπιακὸς ἀγὼν ἄγεται , καὶ τῇ ἑκκαιδεκάτῃ γίνεται ἡ κρίσις . καὶ αὐτὴ εἰς δύο καταμερίζεται
Φοινίκων φωνῇ λίθοι συγκείμενοι , συμφορητοί „ . Στράβων δὲ ἑκκαιδεκάτῃ διὰ τοῦ ι . τὸ ἐθνικὸν Νισιβηνός . ἔδει
5205876 νησῳ
ἑξῆς διηγησάμην , τόν τε χειμῶνα καὶ τὰ ἐν τῇ νήσῳ καὶ τὸν ἐν τῷ ἀέρι πλοῦν καὶ τὸν πόλεμον
πόλιν περὶ τὸ Σκανδάριον , καὶ μετωνόμασαν Κῶν ὁμωνύμως τῇ νήσῳ . ἡ μὲν οὖν πόλις οὐ μεγάλη , κάλλιστα
5202299 πυρᾳ
δηλαδὴ πνέοντος , ἐκ τούτων λαβὼν τῶν ἰχθύων ἐπίθες τῇ πυρᾷ , τόν τε ἰχῶρα καὶ ἄρνεια κρέα λεπτὰ μίξας
καὶ σήπει καὶ πίμπρασθαι ποιεῖ , καὶ βοῶσιν ὥσπερ ἐν πυρᾷ κείμενοι . τὸ δὲ μάλιστα κατα - πονοῦν καὶ
5196897 παροδῳ
, φασὶ τοὺς θορυβώδεις πάντας καὶ προυνίκους ὑποστέλλειν αὐτοῦ τῇ παρόδῳ . καί ποτε καὶ Φρύνην τὴν ἑταίραν ἐθελῆσαι πειρᾶσαι
καὶ Οὐννικῷ ἐς Πίσαυρον τὴν πόλιν ξυνειλεγμένοι καὶ ἐφεδρεύοντες τῇ παρόδῳ , οὗτοι δὴ οὖν , ἐπειδὴ ἐκείνους τοὺς προπορευτὰς
5190844 ἐξορμησαι
δώρων ὑποδοχὴν καὶ πολλὰ τὴν Ἐριφύλην αἰτιασάμενον , αὐτὸν μὲν ἐξορμῆσαι πρὸς τὴν στρατείαν , Ἀλκμαίωνι δὲ προστάξαι μὴ πρότερον
μέλαιναν : τὴν δὲ Μήδειαν τὴν ποδοψοφίαν ἀκούσασαν , ἀναστᾶσαν ἐξορμῆσαι . Λέγει δὲ καὶ Ἡρόδωρος ταῦτα . , :
5186046 Τυχῃ
καὶ ἴσως ἐξ οὐρανοῦ . χρὴ γὰρ οἴεσθαι καὶ τῇ Τύχῃ κεῖσθαι ἐν οὐρανῷ θρόνον , εἰ καὶ μὴ ἐν
τῇ πόλει ὑπεράνω τοῦ ποταμοῦ , εὐθέως ποιήσας αὐτῇ τῇ Τύχῃ θυσίαν . Καὶ ἀπελθὼν κατέστρεψε τὴν Ἀντιγονίαν πόλιν πᾶσαν
5172653 φερουσῃ
τό τε ἄστολον καὶ τὸ μελάγκροκον οἰκεῖα τῇ εἰς Ἅιδην φερούσῃ νηῒ ὡς τῶν ἐν βίῳ ἐναντίως ἐχουσῶν . θεωρίδα
τὴν ἔχουσαν ἀθέρας , ἢ ψυχράν . καχρυφόρῳ ἤτοι τῇ φερούσῃ ὡς κάχρυας λιβανωτίδι . * ἄμμιγα : ἀμμίγδην ὁμοῦ
5168187 Κορῃ
εὔφορον πάνυ καὶ καλόν , ἔνθα καὶ τὸ πάθος τῇ Κόρῃ φασὶν ἀνθιζομένῃ γενέσθαι , καὶ ποταμὸς ἔστι Ζυγάκτης ,
ἀκριβοῦντες δόκιμοι . εὔξαντο δὲ καὶ τῇ Βουλαίᾳ καὶ τῇ Κόρῃ διά τε τῶν ἱεροφαντῶν καὶ τοῦ δᾳδούχου σωτηρίαν αὑτοῖς
5166622 Διρκῃ
: ἔνθα φόνιος ἦν δράκων : ἔνθα , παρὰ τῇ Δίρκῃ , δεινὸς ὑπῆρχε δράκων , ὠμὸς τὴν φύσιν ,
καὶ δι ' αὐτὸ ὑπὸ τῶν Ἀντιόπης καίδων συμβῆναι τῇ Δίρκῃ τὴν τελευτήν , διαβᾶσιν οὖν τὴν Δίρκην οἰκίας τε
5166366 Γελῳους
Ἀκραγαντίνους , ἔτι δ ' Ἱμεραίους , πρὸς δὲ τούτοις Γελῴους καὶ Καμαριναίους οἰκεῖν μὲν ἐν ἀτειχίστοις ταῖς πόλεσι ,
. κτίζει δὲ Φιντίας πόλιν , ὀνομάσας αὐτὴν Φιντιάδα , Γελῴους ἀναστάτους ὄντας οἰκίσας ἐν αὐτῇ : ἐστὶ δὲ αὕτη
5165370 ὁμιλιᾳ
περὶ Οἰνοπίδην καὶ Ἀναξαγόραν ἕτερος , ἐν τῇ πρὸς Σωκράτην ὁμιλίᾳ διαλεγόμενος περὶ φιλοσοφίας , ᾧ , φησὶν , ὁ
ἀκούειν , ὅθεν δῆλον ὅτι ἔστι καὶ ἐν ταύτῃ τῇ ὁμιλίᾳ καὶ ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις καὶ μεσότης . ἡ μὲν
5163510 τριβολον
καὶ ὑπνώσει . τρίβολον βοτάνην λειώσας ὕδατι , καὶ τὴν τρίβολον αὐτὴν τῇ ὀπῇ ἐνθείς , διώξεις τοὺς ὄφεις .
ἑκάστοις . ἐν δὲ τοῖς ἡμιβρόχοις ἐὰν ὑπονεάσῃς φαίνεσθαί φασι τρίβολον . αὗται μὲν οὖν ἐν τῇ μεταβολῇ τῆς χώρας
5155146 Λατινον
ποιήσασθαι δίδωσι : δι ' ἣν αἰτίαν τοὺς πολλοὺς τὸν Λατῖνον τούτου υἱὸν νομίζειν , οὐχ Ἡρακλέους . Πάλλαντα μὲν
Ἀννίων μετωνομάσθη : τῇ δὲ Σαλίᾳ συγγενόμενος Κάθητος , ἐποιήσατο Λατῖνον καὶ Σάλιον , ἀφ ' ὧν οἱ εὐγενέστατοι κατῆγον
5155112 Μυσιᾳ
ἐσθίει . ? οἱ Ἕλληνες τῆς Τροίας παραπλανηθέντες προσέβαλον τῇ Μυσίᾳ ὡς τῇ Τροίᾳ . ὁ δὲ Τήλεφος εἷς ὢν
Ἰωνίῳ πελάγει καὶ Ἀδριατικῷ , ἀπὸ δὲ ἄρκτων Δαλματίᾳ καὶ Μυσίᾳ τῇ ἄνω καὶ Θρᾴκῃ . Τῶν μὲν οὖν ἐν
5153296 τελευταιᾳ
οὗτος εὐχὴν ἀποδιδούς , ἣν ἐποιήσατο τοῖς θεοῖς ἐν τῇ τελευταίᾳ πρὸς Σαβίνους μάχῃ . τὸν μὲν οὖν λόφον ,
δὲ δαμασμοῦ καὶ ὑποταγῆς χρῄζοντα ἔν τε Λέοντι καὶ τῇ τελευταίᾳ πεντεκαιδεκαμοιρίᾳ τοῦ Τοξότου τοῦ ὡροσκόπου καὶ τῆς Σελήνης ὄντων
5149973 ὠμοτητι
Ἐπικύδης . ὅτι Σικελοί , καὶ τέως ἀγανακτοῦντες ἐπὶ τῇ ὠμότητι Μαρκέλλου τοῦ στρατηγοῦ , μᾶλλόν τι καὶ τῷδε τῷ
. ὄντι δ ' αὐτῷ διὰ μίσους τοῖς ὑπηκόοις ἐπὶ ὠμότητι χαλεπῇ Νικομήδης υἱὸς ἦν , πάνυ τοῖς Βιθυνοῖς ἀρέσκων
5147900 ἐλθοντος
Αἰσώπου εἰς ἑτέραν χρείαν ἀσχολουμένου καὶ πάλιν ἐπὶ τῆς τραπέζης ἐλθόντος , εὗρε τὴν κυρίαν αὐτοῦ κοιμωμένην καὶ τὰ ὄπισθεν
λίθον , ὑποκάτω δ ' ἔριφον , ἢ κύνα : ἐλθόντος δὲ τοῦ θηρὸς καὶ ἐπιπηδῶντος τῷ βόθρῳ , ἀναστρέφεται
5142197 κλησει
μέλον ὡς τὴν κυνῶν ἐζηλωκότας ζωὴν καὶ τῇ τούτων ἐγκαλλωπίζεσθαι κλήσει . οὕκουν ἐπανορθῶν τὸν ἀνθρώπινον βίον εἵλετο βασιλεύειν ,
πόλιν ἐπιμελουμένην καὶ πάντα συνυφαίνουσαν ὀρθότατα , τοῦ κοινοῦ τῇ κλήσει περιλαβόντες τὴν δύναμιν αὐτῆς , προσαγορεύοιμεν δικαιότατ ' ἄν
5137839 Ῥεᾳ
: Τάτιος δὲ Ἡλίῳ τε καὶ Σελήνῃ καὶ Κρόνῳ καὶ Ῥέᾳ , πρὸς δὲ τούτοις Ἑστίᾳ καὶ Ἡφαίστῳ καὶ Ἀρτέμιδι
συνάπτει μὲν οὐρανὸν τῇ γῇ , συνάπτει δὲ Κρόνον τῇ Ῥέᾳ , συνεργοῦντος αὐτῷ πρὸς ταῦτα τοῦ ἔρωτος : εἶτα
5131969 πολυτελειᾳ
καὶ ὁ βίος , ὃν ἐν πάσῃ τρυφῇ ἐβίωσε καὶ πολυτελείᾳ μύρων καὶ ἐσθήτων καὶ γυναικῶν . Λαίδα γοῦν ἀναφανδὸν
καὶ ὁ βίος , ὃν ἐβίωσεν ἐν πάσῃ τρυφῇ καὶ πολυτελείᾳ μύρων καὶ ἐσθήτων καὶ γυναικῶν . Λαίδα γοῦν ἀναφανδὸν
5130063 Ὑψιπυλῃ
δυσωδίᾳ : ἣν Μυρσίλος μὲν διὰ τὸν τῆς Μηδείας ἐπὶ Ὑψιπύλῃ ζῆλον κα - τασχεῖν . Καύκασος δὲ φησίν ,
. μετὰ στέφανον : ἐπὶ τὸ στεφθῆναι ἀπιὼν εἶπε τῇ Ὑψιπύλῃ . οὗτος ἐγώ : τὸ οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι δεικτικόν
5122430 λεοντῃ
τρόφιμον τοῦ Ἡρακλέους εἶναι ἔφασαν καὶ βρέφος ὄντα ἐνειληθῆναι τῇ λεοντῇ τοῦ ἥρωος , ὅτε ἀνασχὼν αὐτὸν τῷ Διὶ ἀνάλωτον
κύων τευτλία οὐκ ἐσθίει . “ πρὸς τὸν ἐπὶ τῇ λεοντῇ θρυπτόμενον , ” παῦσαι , “ ἔφη , ”
5121735 Μηδικῃ
Ἴστρου ἀνθρώπους τοῖσι οὔνομα εἶναι Σιγύννας , ἐσθῆτι δὲ χρεωμένους Μηδικῇ . Τοὺς δὲ ἵππους αὐτῶν εἶναι λασίους ἅπαν τὸ
ἐστι , Σάσπειρες , τοῦτο δὲ παραμειβομένοισι εἶναι ἐν τῇ Μηδικῇ . Οὐ μέντοι οἵ γε Σκύθαι ταύτῃ ἐσέβαλον ,
5121596 τεκουσῃ
ἀλλ ' ἄπιθί γε , ὦ γύναι : φράζε τῇ τεκούσῃ ὅτι μικροῦ βασιλέα τέτοκε . ” καὶ τοῦτο δηλώσας
μὲν ὁ πρεσβύτερος , τούτῳ δὲ ἡ τεκοῦσα , τῇ τεκούσῃ δὲ ἐγώ , καὶ τὸ δὴ τούτων ἀφορητότερον ἐμοί
5121587 μητροπολει
ἔφη ὁ Ἁρποκρατίων καὶ ἐπιδεικτικὴν εἴδομεν πρᾶξιν γενομένην ἐν τῇ μητροπόλει τῆς Βαβυλωνίας χώρας . ἐὰν γάρ τις ἐπιούσης τῆς
τῆς Κῶ : καὶ ὡς οὐδὲν ἤνυτον , τοῖς Μιλησίοις μητροπόλει οὔσῃ μηνύουσιν . οἱ δ ' ἐπειδὴ διαπρεσβευόμενοι ἠλογοῦντο
5121040 Ἑλενῃ
εἶτα ἠράσθη αὐτῆς ὁ Θῶνις , βίαν αὐτοῦ προσφέροντος τῇ Ἑλένῃ ἐς ὁμιλίαν ἀφροδίσιόν φησιν ὁ λόγος τὴν Διὸς αὐτὰ
ἀγάλματός ἐστιν εἰργασμένα , τοσόνδε ἐς τὸ σαφὲς προδηλώσας . Ἑλένῃ Νέμεσιν μητέρα εἶναι λέγουσιν Ἕλληνες , Λήδαν δὲ μαστὸν
5120900 νυμφῃ
, ἢ τοὺς ἀλκυόνων παῖδας ἔτ ' ἀπτερύγους , τῇ νύμφῃ ἀθύρματα . δάκρυ δ ' ἐκείνου καὶ Σειρὴν γείτων
γὰρ αὖτε τά τ ' ἄλλα περ ἄγγελός ἐσσι : νύμφῃ ἐϋπλοκάμῳ εἰπεῖν νημερτέα βουλήν , νόστον Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ,
5119928 θαψαι
χρόνον , ἄγουσιν αὐτοὺς ἐπὶ τὸν τόπον ἐν ᾧ μέλλουσι θάψαι , κἀκεῖ λάκκους ὀρύξαντες ἐπ ' ἄκρων χειλῶν τοὺς
τήνδ ' ἐφηῦρες ἄφρονα . ἄπελθε κἀμὲ τόνδ ' ἔα θάψαι νεκρόν . ἄπειμι : θάψεις δ ' αὐτὸς ὢν
5117537 ἱδρυσαμενους
καὶ τὴν πόλιν τῶν Βυζαντίων ὠνομάσθαι . ἐνταῦθα δὲ βωμοὺς ἱδρυσαμένους καὶ τοῖς θεοῖς τὰς εὐχὰς ἀποδόντας καθιερῶσαι τὸν τόπον
Ἀριστογείτονος , στεφανῶσαι δὲ ἀμφοτέρους ἀπὸ ταλάντων διακοσίων καὶ βωμὸν ἱδρυσαμένους προσαγορεῦσαι Σωτήρων , πρὸς δὲ τὰς δέκα φυλὰς προσθεῖναι
5111682 ἀφισταμενης
, ὡς ἐπὶ τοῦ ζητήματος τούτου , οἷον πόλεως συνεχῶς ἀφισταμένης ἔπεισεν ὁ στρατηγὸς τὰ τείχη καθελεῖν , καὶ κρίνεται
τι ἀνθρώπινον : κατὰ δὲ μετάστασιν , οἷον πόλεως συνεχῶς ἀφισταμένης ἔπεισε στρατηγὸς τὸν δῆμον τὰ τείχη καθελεῖν : καὶ
5111422 Ἀλκμηνῃ
χωρὶς συνουσίας . Ὅρκον γὰρ ἐποίησε μὴ πρότερον συγγενέσθαι τῇ Ἀλκμήνῃ , πρὶν ἐκδικῆσαι τὸν φόνον τῶν ἀδελφῶν αὐτῆς ,
. Φασὶν ὅτι ὅτε ἦν ἐννεαμηνιαῖος ὁ Ἡρακλῆς ἐν τῇ Ἀλκμήνῃ , ἔτυχε τὸν Εὐρυσθέα ἑπταμηνιαῖον εἶναι ἐν τῇ Ἀρχίππῃ
5091547 Φυλαρχος
. . . : ἐκ τούτου διέβαινεν , ὡς μὲν Φύλαρχός φησιν , ἡμερῶν τριάκοντ ' ἔχων ἐφόδιον . .
πρὶν ἐπὶ πολεμίους ἐξιέναι ἀνθρωποκτονεῖν ἱστορεῖ . . . : Φύλαρχός φησι Θέτιν πρὸς Ἥφαιστον ἐλθεῖν εἰς τὸν Ὄλυμπον ,
5091199 Τημενον
τοῦ δὲ Κλεοδαῖον , τοῦ δὲ Ἀριστόμαχον , τοῦ δὲ Τήμενον , τοῦ δὲ Κεῖσον , τοῦ δὲ Μάρωνα ,
, Λακεδαίμονος δ ' Εὐρυσθένη καὶ Προκλῆ , Ἄργους δὲ Τήμενον καὶ [ Κισσόν , τῶν δὲ ] περὶ τὴν
5089337 Κυπριους
φησὶ Δοῦρις , τοὺς Μακεδόνας ὑπερβαλών , τῇ δὲ καθαρειότητι Κυπρίους καὶ Φοίνικας ῥάσματά τε μύρων πίπτειν ποιῶν ἐπὶ γῆν
δὲ ἀποβάντες καὶ σφόδρα γε ἀντὶ βαρβάρων Ἕλληνες ἐφάνησαν καὶ Κυπρίους ἐνίκησαν μείζω τὴν ἔκπληξιν τῆς δυνάμεως ἔχοντες . Κίμων
5087210 Ἀσσυριᾳ
κατὰ τὴν ἐπιζευγνυμένην γραμμὴν , ἀπὸ τοῦ εἰρημένου πρὸς τῇ Ἀσσυρίᾳ καὶ τῇ Μηδίᾳ πέρατος μέχρι τῶν εἰς τὸν Περσικὸν
. . οε ∠ ʹ λη ∠ ʹ καὶ τῇ Ἀσσυρίᾳ παρὰ τὴν διὰ τοῦ Νιφάτου ὄρους γραμμὴν ἕως ἐπ

Back