” ζῇ Διοκλῆς “ : ἀδύνατον δὲ ὃ μή ἐστιν ἐπιδεκτικὸν τοῦ ἀληθὲς εἶναι , οἷον ” ἡ γῆ ἵπταται
ἀθάνατον διὰ τὴν εὐτεχνίαν τοῦ πεποιηκότος . Στωικοὶ δὲ φθορᾶς ἐπιδεκτικὸν εἶναι καὶ διὰ πυρὸς γίνεσθαι τούτου τὴν μεταβολὴν εἰς
5779011 πλεη
τὸ δὲ πλῆ εἰρημένον παρὰ Διογένει τῶι Ἀπολλωνιάτηι ἀντὶ τοῦ πλέη θηλυκοῦ ἐπιθετικῶς ἄγνωστον τοῖς ἄλλοις . . . .
τρόπῳ τοιῷδε : ἡ κοιλίη τῷ σώματι πάντων πηγή ἐστι πλέη ἐοῦσα : κενεὴ δὲ γενομένη ἐπαυρίσκεται ἀπὸ τοῦ σώματος
5683287 περιττωματος
κατὰ τὸν αὐ - τὸν χρόνον πεφύκασι γίνεσθαι : τοῦ περιττώματος δηλονότι τούτου ἕνα γεννήσαντος τρισσουμένου κατά τε τὸ ποιὸν
καὶ αὐτομάτως καὶ ὡς ἂν τύχῃ καὶ τὸ ὅλον ἀεὶ περιττώματος ἔχοντες πλῆθος . Δοκοῦσι δέ τινες καὶ ἐν τῷ
5638655 μετουσιας
μὴ ἐθνικὸν ἀλλὰ κύριον . Τὰ διὰ τοῦ ινος ἐπὶ μετουσίας λαμβανόμενα , ἢ τοιαύτης ὕλης ἐχόμενα , προπαροξύτονα διὰ
ἀδιαίρετος , ἔστι δὲ καὶ κατὰ τὰς τῶν εἰδῶν κοινὰς μετουσίας , ἐπεὶ οὐδὲν διείργει ταύτας , οὐδ ' ἔστι
5578937 γεννητικη
, ὅπερ οὐκ ἐδόκει εὖ ἔχειν . Εἰ δὲ καὶ γεννητικὴ ἡ οὐσία δυνάμεως καὶ μετ ' αὐτὴν ἐνεργείας ,
ἡ δυὰς ὥσπερ τι ἐκμαγεῖον οὖσα τῶν μετ ' αὐτὴν γεννητικὴ ἀριθμῶν γίνεται , ᾧ ἂν προσαχθῆ , δύο τε
5576858 ἐσοδος
μάλιστα τόδε . τέμενός ἐστιν ἐν αὐτῷ Λυκαίου Διός , ἔσοδος δὲ οὐκ ἔστιν ἐς αὐτὸ ἀνθρώποις : ὑπεριδόντα δὲ
. Χρόνῳ δ ' ἐκ τῶν ἀπόρων ἐφάνη δή τις ἔσοδος τοῖσι βαρβάροισι : ἔδεε γὰρ κατὰ τὸ θεοπρόπιον πᾶσαν
5573866 περιεκτικος
ὑπάρχει , ὃς οὔτε μεγέθους ἐστὶ λόγος οὔτε χρόνου , περιεκτικὸς δὲ τούτων ἁπάντων καὶ τῶν ἄλλων , ὅσοις ὑπάρχειν
, ὑπ ' οὐδενὸς περιεχόμενος . Ὡς γὰρ ὁ τόπος περιεκτικὸς σωμάτων ἐστὶ καὶ καταφυγή , οὕτω καὶ ὁ θεῖος
5539845 συγχωρουσα
τοιοῦδε . Ἔστω δὲ συνεργὸς καὶ ἡ τοῦ παντὸς φορὰ συγχωροῦσα τὸ πολὺ τοῖς γινομένοις , ἔστωσαν δὲ πρὸς τὰ
οὕτω βλάπτει τοὺς ὑδεριῶντας ὡς ἡ τῶν πόρων πύκνωσις οὐ συγχωροῦσα διαφορεῖσθαι τὰ συναγόμενα πνεύματα καὶ ὑγρὰ , ἀλλὰ παλινδρομεῖν
5512300 κινασις
, βαρύ - τερον : ὥστε δῆλον ὅτι ἁ ταχεῖα κίνασις ὀξὺν ποιεῖ , ἁ δὲ βραδεῖα βαρὺν τὸν ἆχον
χωρέοντες . ἐν δ ' αὐτοῖς πνεῦμα , οὗ ἁ κίνασις ἀκοά ἐστι . φωνᾶς δὲ καὶ ἀκουᾶς ἁ μὲν
5399017 φθαρησεται
δὲ χρόνω τὰ μὲν γενόμενα ἔφθαρται , τὰ δὲ γενησόμενα φθαρήσεται . διόπερ ὁ χρόνος ἤτοι τὸ παράπαν οὐκ ἔστιν
ἢ ὅτι ὑπ ' ἀνδρὸς ἢ ὑφ ' ἑτέρου ἰχθύος φθαρήσεται : διὸ ἁμαρτάνει τοῦ σκοποῦ . λίχνη : ἐπιθυμητὴ
5378870 οὐλοφυες
ἔην , οὐκ ἔσται ὁμοῦ πᾶν , ἔστι δὲ μοῦνον οὐλοφυές . ” λέγων οὖν πῦρ καὶ γῆν τὸ μὲν
ἔην , οὐκ ἔσται ὁμοῦ πᾶν , ἔστι δὲ μοῦνον οὐλοφυές . ” λέγων οὖν πῦρ καὶ γῆν τὸ μὲν
5358359 διακοπη
τὸ σύνολον διοκωχή : διάλειψις , ἀναβολή ʃ γράφεται καὶ διακοπή . παρέμεινε δὲ τὸ μὲν ὕστερον . . .
, ᾧ σκέψασθε τίνων ὑπαρχόντων : „ οὐ γάρ ἐστι διακοπή . ἢ πλαγιασμὸς ἐπάγεται , ὃς ποιεῖ εὐτονίαν ,
5350694 θερμαντικος
θερμαντικὸς ὁ οἶνος , τοῦδε δέ τινος ὁ τοσοῦτος εἶναι θερμαντικὸς ἂν ῥηθείη . . . . : καὶ πάλιν
ἐπὶ τῶν μηδὲν ἀνυόντων : ὁ γὰρ κνίδιος κόκκος φύσει θερμαντικὸς ὢν ἐκ τοῦ ψύχεσθαι οὐδὲν τῆς θερμότητος μεταβάλλεται .
5350492 ἐπιγεννημα
δὲ θερμαίνει τὸ ὅλον σῶμα : ἀρέσκει δὲ αὐτῷ καὶ ἐπιγέννημα εἶναι τὸν πυρετὸν . ἐπὶ τῶν πυρεσσόντων ἔρευθος καὶ
γάρ ἐστι νέφους διὰ ψυχρότητα ὑπερβάλλουσαν ἡ χιών , ὧν ἐπιγέννημα τὸ λευκόν . ὁμοίως δὲ καὶ ἡ ὠχρότης τοῖς
5347747 κωλυτικον
εἶδος καὶ τοῦ εἴδους τὸν λόγον ἀποδίδωσιν , ὅτι σκέπασμα κωλυτικὸν φθορᾶς τῆς ὑπ ' ἀνέμων καὶ ὄμβρων καὶ καυμάτων
. καὶ γὰρ ὅλως τὸ ὑγρόν , ὥσπερ ἐλέχθῃ , κωλυτικὸν τήξεως καὶ ἅμα διὰ τὴν μαλακότητα καὶ μεγαλομέρειαν οὐ
5326676 ζωιου
πέμπτον . . . . , καὶ τέσσαρες ἀρχαὶ τοῦ ζώιου τοῦ λογικοῦ , ὥσπερ καὶ Φ . ἐν τῶι
: τὸ σπέρμα εἶναι θερμόν , κατασκευαστικὸν δὲ τοῦτο τοῦ ζώιου : καὶ ὁ τόπος δέ , εἰς ὃν ἡ
5317884 αὐξητικον
καὶ μεταβάλλον εἰς ἑαυτὸ τὴν τροφήν , τὸ δὲ τεχνικὸν αὐξητικόν τε καὶ τηρητικόν , οἷον ἐν τοῖς φυτοῖς ἐστι
περιφραστικῶς , ἥτις ἀμαυροῖ τοὺς ἔχοντας . . ἐπίρροθον ] αὐξητικόν . . ὅ τοι κατόπτης ] ὁ ἐπιτηρητὴς τοῦ
5307899 ἀναβιβασμον
ἐπίρρημα . ὡς μεταβεβλημένου τοῦ τόνου τῆς ἀπὸ προθέσεως εἰς ἀναβιβασμόν , ἀφ ' ἧς γίνεται τὸ ἐπίρρημα . πρὸς
ἐπίρρημα . ὡς μεταβεβλημένου τοῦ τόνου τῆς ἀπὸ προθέσεως εἰς ἀναβιβασμόν , ἀφ ' ἧς γίνεται τὸ ἐπίρρημα . πρὸς
5267457 Στοιχειον
ἕξις διακριτικὴ σωμάτων . Ὀστοῦν μυελὸς ὑπὸ θερμοῦ παγείς . Στοιχεῖον τὸ συνάγον καὶ διαλύον τὰ σύνθετα . Ἀρετὴ διάθεσις
ποιήματος , πρὸς ἔνδειξιν τοῦ σκοποῦ τῆς μετρικῆς παρατιθέμενος . Στοιχεῖον μὲν οὖν ἐστι φωνῆς ἐνάρθρου μέρος ἐλάχιστον : τῶν
5258201 ἀποτελευτᾳ
πρὸς μήκιστον ἀρθεῖσα ὕψος , στέλλεται κορυφουμένη καὶ πρὸς ὀξεῖαν ἀποτελευτᾷ κορυφὴν τὸ πυρὸς σχῆμα μιμουμένη . γίνεται γὰρ τοῦ
δυσπνοίας ἀπεργάζεται , αἷς ἐπιταθείσαις , εἰς ὀρθόπνοιαν τὸ πάθος ἀποτελευτᾷ , ἀπὸ τοῦ σχήματος τοῦ πάσχοντος τὴν ἐπωνυμίαν τοῦ
5238721 ἀκουστου
ἀκουστοῦ ἐστιν ἡ ἀκοή , οὐ συγχωρήσει τὴν διάνοιαν τοῦ ἀκουστοῦ ἐπιγνώμονα γίνεσθαι , καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων αἰσθήσεων τὸ
φυτὰ ὑπὸ τῶν βροντῶν οὐ πάσχουσιν ὑπὸ τοῦ ψόφου ὡς ἀκουστοῦ , ἀλλ ' ὅτι ἐν ἀέρι ὁ ψόφος ,
5234716 ἐσελθοντι
ὑπατείας ἦσαν παραγγελίαι , καὶ ἔδει τὸν παραγγέλλοντα παρεῖναι , ἐσελθόντι δὲ οὐκ ἦν ἔτι ἐπὶ τὸν θρίαμβον ἐπανελθεῖν .
ἀλλ ' ἐνθάδε πόλλ ' ἀγορεύεις . ἐς τοῦτο οὖν ἐσελθόντι τὸ οἴκημα τὸ μὲν σύμπαν τὸ ἐν δεξιᾷ τῆς
5221718 ἀκινησια
τουτέστιν ὅσον ποτὲ καὶ οὐ κινεῖται , καὶ οὗ ἡ ἀκινησία ἠρεμία ἐστίν . οἷς γὰρ κίνησις ὑπάρχει , ταῦθ
τί ἐστι τοῦ αἰσθητικοῦ μορίου καὶ οἷον δεσμός τις καὶ ἀκινησία , αἰσθητικὸν δὲ τὸ δυνατὸν αἰσθάνεσθαι κατ ' ἐνέργειαν
5219072 μεμερισμενη
Δηὼ λέγεται ἡ Δήμητρα παρὰ τὸ δαίω τὸ μερίζω ἡ μεμερισμένη πᾶσιν , ἀνεῖναι δὲ ἀντὶ τοῦ ἀναδοῦναι , αὐξῆσαι
ὁ καυλὸς ἐντέμνεται καὶ ἑκατέρωθεν ὁ ὀπός : τῶν δὲ μεμερισμένη τῶν μὲν ἐν ταῖς ῥίζαις τῶν δὲ ἐν μὲν
5215750 ἁπτον
. Θ . φησιν : εἰ τὸ ὁρατὸν καὶ τὸ ἁπτὸν ἐκ γῆς καὶ πυρός ἐστι , τὰ ἄστρα καὶ
ὅσα ἔχει γένεσιν πᾶσιν , αὐτὸ δὲ μετ ' ἀναισθησίας ἁπτὸν λογισμῷ τινι νόθῳ , μόγις πιστόν , πρὸς ὃ
5214917 ἀποκτισις
ὀλίγων ἐρῶ . Πόλις ἦν ἐκ τοῦ Λατίνων γένους Ἀλβανῶν ἀπόκτισις ἀπέχουσα τῆς Ῥώμης σταδίους ἑκατὸν ἐπὶ τῆς εἰς Πραίνεστον
τὴν πόλιν αὐτῶν ἀποικίαν Ῥωμαίων ἐποίησαν . ἦν δὲ Ἀλβανῶν ἀπόκτισις ἡ Καμερία πολλοῖς χρόνοις ἀποσταλεῖσα πρότερον τῆς Ῥώμης :
5206870 δικεφαλος
τερατώδης , ἐκβόλιμος οἷον σατυρίσκος ἢ ἑρμαφρόδιτος , δίδυμος ἢ δικέφαλος . Τὸ δ ' ἐφεξῆς τούτῳ δωδεκατημόριον , ὃ
σφοδρῶς πλήττουσα . * ὀλίγη : λεπτή ἀμφικαρὴς δὲ ἤγουν δικέφαλος : ψευδῶς δέ φησιν : οὐ γάρ ἐστιν ,
5197009 Ταρταρος
: Χάος ἦν καὶ Νὺξ Ἔρεβός τε μέλαν πρῶτον καὶ Τάρταρος εὐρύς : γῆ δ ' οὐδ ' ἀὴρ οὐδ
ὡς Χάος πρῶτον , ἐπὶ δὲ αὐτῷ Γῆ τε καὶ Τάρταρος καὶ Ἔρως γένοιτο : Σαπφὼ δὲ ἡ Λεσβία πολλά
5196267 ἀκοσμητος
: εἶτα πῶς πρὶν τούτους περὶ τὰς προειρημένας τάξεις γενέσθαι ἀκόσμητος ἦν ὁ οὐρανός ; τίνι δὲ οὐ γελοῖον εἶναι
ὁ χυλὸς παρὰ τὸ ἧπαρ ἀκόσμητος ὤν . τί ἐστιν ἀκόσμητος ; ἀνεπιτήδειος εἰς τὸ αἱματοποιηθῆναι . μένει οὖν ἐν
5182290 τριαινα
Νίσα τόπος ἐστὶν ἐν Ἐρυθρᾷ κείμενος ] . ἰχθυόκεντρον : τρίαινα , ᾗ ἐπὶ μεγάλων ἰχθύων χρῶνται . Καδμεία νίκη
οἰκήματα ἐπὶ τῆς γῆς [ καὶ αὐτοῦ δέοντος ] . τρίαινα δ ' αὐτοῦ φόρημά ἐστι πότερον ἐπεὶ χρῶνται αὐτῇ
5182115 χαμαιζηλα
οὐρανίου τὸν ἦχον ἐξάγων . φανερὸν μὴν τὸ καὶ τὰ χαμαίζηλα τῶν ὀνομάτων ἰσχνότητα ἐμποιεῖν τῷ λόγῳ , ὡς ἔχει
, ἀλλὰ καὶ διότι βλάπτεσθαι τὰ νεόφυτα καὶ τρόπον τινὰ χαμαίζηλα ἔμελλε κωλυόμενα ἐρνοῦσθαι . πολλοὶ γοῦν τῶν γεωπόνων ἔαρος
5170082 κυημα
, καθημένη ἦν : ἄπυρος δὲ ἐπιεικῶς : καὶ τὸ κύημα ἐπὶ πλεῖστον χρόνον ἀκίνητον ἦν , ὡς διεφθαρμένον ,
μηνῶν . ἦν δὲ οὗτος ὁ Διόνυσος . ἀτελὲς οὖν κύημα λέγει τὸ ἔμβρυον τοῦτο τὸ βληθὲν εἰς τὸν μηρόν
5169623 προφυλακτικον
ποιεῖται δίωξιν . Πινόμενον δὲ μετ ' οἴνου ἀκράτου μάλιστα προφυλακτικὸν παντοίων φαρμάκων γίνεσθαι . Καὶ σπλῆνα μὲν τήκει σὺν
. Καὶ μετὰ ὕδατος πινόμενον κατὰ τῶν ἰοβόλων πάντων ἀντιφάρμακον προφυλακτικὸν γίνεσθαι , καὶ ἡδὺν καὶ χαρίεντα καὶ πᾶσι φίλον
5160363 εἰσοδος
αἳ λαμβάνονται ἀπὸ τῆς εἰσόδου τοῦ ἰατροῦ . ἡ δὲ εἴσοδος ἢ ἀπὸ τοῦ πλήθους ἢ ἀπὸ τοῦ καιροῦ ἢ
ἔχει : μία γάρ τις ἐν αὐτοῖς ἡ τῆς τροφῆς εἴσοδος , ἔχει δέ τι καὶ ὃ ἀναλογεῖ κοιλίᾳ καὶ
5141948 χειται
κατὰ χῶρον ἀπροφάτως ἀΐδηλον ἀνασταλάει μέλαν ὕδωρ , οὐδὲ πρόσω χεῖται κελαρύσμασιν , ἀλλὰ μάλ ' αἰνῶς βλύζει τε σταδίη
τοῦ πνεύματος ] . τὸ γὰρ πνεῦμα συνιστάμενον εἰς ὕδωρ χεῖται καὶ διὰ τῶν πόρων ἐλθὸν ἔξω περαιοῦται τὸν αὐτὸν
5131212 μεταστῃ
πολλάκις δὲ καὶ ἐς τὴν περιπλευμονίην μεθίσταται , καὶ ἢν μεταστῇ , τάχα ἀποθνήσκει . Τοῦτον δὲ ὧδε χρὴ θεραπεύειν
ἥπατος , ἢ λευκοῦ φλέγματος , ἢ δυσεντερίης ἐς ὕδρωπα μεταστῇ , θεραπεύειν μὲν τοῖσιν αὐτοῖσι ξυμφέρει : διαφεύγουσι δὲ
5126003 ὀδωδεν
δολεραῖς καὶ ἀλλοτρίαις ὀσμαῖς , πάσης δὲ γυναικῶν μυραλοιφίας ἥδιον ὄδωδεν ὁ τῶν παίδων ἱδρώς . ἔξεστι δὲ αὐτῷ καὶ
τῶν διαφόρων ὄψων τε καὶ ζωμῶν ὀξίδος σύμμικτόν τινα ὀσμὴν ὄδωδεν , οὐχ ὡς ἡ Θεωρία . ὑποδοχῆς Διονυσίων :
5119126 διακοπηναι
κατὰ τὴν ὁδὸν ἐδάφους εἰς τάφρου γεωργικῆς εὖρος καὶ βάθος διακοπῆναι , κατὰ δέος μή τι πρὸς ἐπιβουλὴν ἀφανῶς ἐπικρύπτηται
ὄρνιθες ἢ τοῖς ἀγκίστροις οἱ ἰχθύες , σιδήρῳ δὲ ὅτι διακοπῆναι οὐ χαλεπὴ ἦν : καὶ ὀπὸν ὅτι ἀνίει πολὺν
5110698 ἀνεπιτηδεια
, ὥστε καὶ κόλυμβος ὁ ἐν τοῖς τοιούτοις καὶ βαπτισμὸς ἀνεπιτήδεια . ὑπέχειν δὲ κρουνοῖς αὐτοφυῶν ὑδάτων ἐκείνοις χρὴ μόνοις
ἐν τῷ πρότερον εἴρηκα , καὶ τὰ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀνεπιτήδεια γίνηται , καὶ θερμαίνηται ὁ ἄνθρωπος , ταράσσεσθαι τὸ
5105767 γαστρα
καλεῖται . καὶ τὸ μὲν ἔδαφος τῆς νεὼς κύτος καὶ γάστρα καὶ ἀμφιμήτριον ὀνομάζεται . καλοῖτο δ ' ἂν καὶ
ὑποκείμενον βάσις , τὸ δ ' ὅλον χώρημα κύτος καὶ γάστρα καὶ κόλπος . τὸ δὲ στόμιον κατὰ μέσον κεῖται
5103136 μεταβαλλοντος
αἰσθητῶν κινουμένην καὶ ἐν μεταβολῇ οὖσαν , κατὰ δὲ τοῦ μεταβάλλοντος μηδὲν εἶναι ἀληθὲς ἔλεγον , εἴ γε ἐν ῥύσει
τὴν νόσον , εἰ μὴ τοῦ θεοῦ σημεῖα φαίνοντος καὶ μεταβάλλοντος ἤδη τὴν δίαιταν αὐτὸς μὲν οὕτως εἶχον ὡς ταύτῃ
5102354 εὐεξιη
τοῦδε τοὔνομα . ἡ γὰρ τοῦ ἀνθρώπου ἐϲ τὰ πάντα εὐεξίη , καὶ ἡ ἐϲ πέψιν ἢ ἐϲ ἀνάδοϲιν αἵματοϲ
τρέπεται ἐφ ' ἑκάτερα , καὶ ἀκμάζει ὀλίγον χρόνον ἡ εὐεξίη ἐν τοῖσι τοιουτοτρόποισι τῶν σωμάτων . Τὰ δὲ ἀραιότερα
5100769 θεοειδεστερον
που τοῦτό γε ; ὃ γὰρ ἄμεινον καὶ παλαιότερον καὶ θεοειδέστερον , πιθανὸν ὅτι τοῦ † νέου καὶ νεωτέρου καὶ
Αἰγυπτίων τε καὶ Αἰθιόπων σοφίας , εἰ σεμνότερον ὑμῶν καὶ θεοειδέστερον κύων δόξει καὶ ἶβις καὶ τράγος , ταῦτα γὰρ
5087618 ἑτερογενες
κόσμον κενὸν περατοῦται , ἀλλὰ μὴ ἄπειρόν ἐστιν , εἰς ἑτερογενὲς καταλήγειν αὐτό . Οὐδὲν δὲ ἔνεστιν ἑτερογενὲς ἐπινοῆσαι τοῦ
ἐλαχιστοτάτῳ γίνεσθαι πλάτει , μετὰ τοῦτο δὲ τὴν εἰς τὸ ἑτερογενὲς μετάβασιν συμβαίνειν , τουτέστι τοῦ συναναιρουμένου τῷ πλάτει μήκους
5076532 χεια
διπλῆ ὅτι τὸ χείσεται σημαίνει ] χωρήσει : ἔνθεν καὶ χειὰ ἡ κατάδυσις τῶν ὄφεων . . Χ . .
κατάδυσιν ὑπεισέρχεται : ἢ ἀπὸ τοῦ χῶ χείω τὸ χωρῶ χειὰ ἡ κατάδυσις ἐν ᾗ ὄφις . ἑρπετόν : ὄφιν
5067430 φθειρομενου
. κατὰ δὴ τοὺς λεχθέντας τρόπους δίχα μυρίων ἄλλων βραχυτέρων φθειρομένου τοῦ πλείστου μέρους ἀνθρώπων , ἐπιλείπειν ἐξ ἀνάγκης καὶ
ἐκεῖνο , τοῦ συναμφοτέρου δηλαδὴ ζώου . διὸ καὶ τούτου φθειρομένου οὔτε φιλεῖ οὔτε μισεῖ οὔτε μνημονεύει : οὐ γὰρ
5067238 ἀνηλωτο
ὁπόσα συλλέξαιτο ἐργαζόμενος , οὐ πολὺ δὴ ὕστερον ὑπὸ ἐκείνης ἀνήλωτο . τὰ οὖν ἐς τοῦ Ὄκνου τὴν γυναῖκα ἐθέλουσιν
, ὅτι σπανιώτερα τὰ ἐπιτήδεια ἦν : τὰ μὲν γὰρ ἀνήλωτο , τὰ δὲ διήρπαστο , τὰ δὲ ἐξεκέχυτο ,
5062653 ἀντανακλασις
τὰς ἡνίας τῆς τοῦ ἅρματος περιφερείας . . . . ἀντανάκλασις : ἡ ἀπό τινος , σφαίρας . . .
ἥλιος τὴν φύσιν οὐκ ἔστι πῦρ , ἀλλὰ τοῦ πυρὸς ἀντανάκλασις ὁμοία τῆι ἀφ ' ὕδατος γινομένηι . σελήνην δέ
5059011 ἐναιωρημα
πλεονασμῷ τοῦ ω αἰώρα , ἐξ οὗ καὶ αἰώρημα καὶ ἐναιώρημα , ὡς † περισπώμενον , . , . ,
Ὀκτωκαιδεκάτῃ , ἐθερμαίνετο σμικρά : ἐπεδίψη : οὖρα λεπτά : ἐναιώρημα ἐπινέφελον : σμικρὰ παρέκρουσεν . Περὶ ἐννεακαιδεκάτην , ἄπυρος
5055297 ἀμετοχα
τριγώνου καὶ τοῦ τετραγώνου καὶ τοῦ ἑξαγώνου κατὰ τὸ παντελὲς ἀμέτοχα καταλαμβανόμενα καὶ ἤτοι δι ' ἑνὸς ἢ διὰ πέντε
: τὰ μὲν γὰρ φυτὰ ἀόρμητα , ἀφάνταστα , αἰσθήσεως ἀμέτοχα , τῶν δὲ ζῴων ἕκαστον ἀθρόων μετέχει τῶν εἰρημένων
5054580 ἰατα
ἰατὰ δ ' ἐστὶ βροτοῖς : τὰ προσπίπτοντα μετὰ ἐλευθερίας ἰατά ἐστι καὶ ἐὰν ἀτυχία ὑπάρχῃ . ἠλευθερωμένοι οὖν καὶ
ἐάν τις ἀδικῶν τινα κερδαίνειν ποιῇ , τούτων ὁπόσα μὲν ἰατά , ὡς οὐσῶν ἐν ψυχῇ νόσων , ἰᾶσθαι :
5048714 ἀμνιον
Διονυσίων . τοῦτο αἱματοδεκτικὸν ἀγγεῖον , ὃ εἶπεν ὁ ποιητὴς ἄμνιον . τοῦτο ἅμα εἰπὼν ἐκχέει τὸν οἶνον ὁ κηδεστὴς
χρεία δ ' οὐ σμικρὰ καὶ ἥδε τοῦ κατὰ τὸν ἄμνιον ὑγροῦ : κουφίζει γὰρ καὶ ἀνέχει καθάπερ ἐννῆχον ἑαυτῷ
5043442 ἐπιφυσις
αἰδοίου . παρουλὶς οὔλων ἀπόστασις , ἐπουλὶς ὑπὸ τὸν σωφρονιστῆρα ἐπίφυσις . ὑπογλωττὶς ἀπόστασις ὑπὸ γλώττῃ . αὖον ἀπόστασις περὶ
: ἡ μέντοι τῷ στελέχει τε καὶ τοῖς κλάδοις αὐτοῖς ἐπίφυσις ὀχθώδης , ἣν ἔνιοι μυρτίδα καλοῦσιν , εἰς ὅσον
5041514 ἐκλευκον
ἀφρῶδες περίχολον διαχώρημα , κακόν : κακὸν δὲ καὶ τὸ ἔκλευκον : ἔτι δὲ κάκιον τὸ ἀλητοειδὲς κοπριῶδες : κάρος
δὲ σφόδρα : φύλλον δὲ ἔχειν ὅμοιον πηγάνῳ , πλὴν ἔκλευκον , ἀείφυλλον δὲ εἶναι : καρπὸν δὲ παρόμοιον τῇ
5033047 στεγνη
ἡ ἐν βάθει θερμασία μᾶλλον ἢ τῇ ἐπιφανείᾳ καὶ κοιλία στεγνή . τούτοις οὖν ἁρμόσει πάντα τὰ ἀναθερμαίνοντα καὶ ἀναχαλῶντα
ἐπιδέσμους , ἵνα οὕτω φυλάξωμεν τὴν διάπλασιν . ἐπειδὴ δὲ στεγνή ἐστιν ἡ πτέρνα καὶ διαφορήσεως μὴ γενομένης δέος ἐστίν
5029647 προσεικασται
, τὰ δὲ ὑπὸ τὴν γαστέρα κόκκῳ γνησιωτάτῳ καὶ καλλίστῳ προσείκασται , κεφαλὴ δὲ καὶ δέρη λευκὰ ἄμφω . φθέγγεται
αὐτῆς θαλάττης θρέμμα . ἔχει δὲ πτερύγια , καὶ χρυσῷ προσείκασται ὅσα γε ἰδεῖν τὰ παρ ' ἑκάτερα , καὶ
5028928 δεικτικη
καὶ ὁρίζει τὰ πρόσωπα , ῥητέον . Πᾶσα ἀντωνυμία ἢ δεικτική ἐστιν ἢ ἀναφορική , αἱ κατὰ πρῶτον καὶ δεύτερον
δεικτικὴ τούτου . Λαβὼν ὅτι ἀπόδειξίς ἐστι τοῦ ὅτι ἔστι δεικτική , ἔχων δὲ ὅτι καὶ ὁ ὁρισμὸς καὶ ἡ
5028501 βδολος
ἀναρροιβδῶ , τροπῇ τοῦ ζ εἰς βδ . διαφέρει δὲ βδόλος λιγνύς κνίσσα αἰθάλη καπνός καὶ ἀτμός : καὶ βδόλος
καὶ πανταχόθεν ἕλκειν καὶ ἁρπάζειν βουλόμενον . . . . βδόλος : ἡ δυσωδία τοῦ λύχνου καὶ ἡ πορδή :
5028353 ἡφθη
ὅτι ἐπηκολούθησεν αὐτῷ . καὶ δῆλον ὅτι παρὰ τὸ ἕπω ἥφθη ἢ εἵφθη ὤφειλεν εἶναι ὁ ἀόριστος , καὶ κατὰ
ἀπὸ τοῦ ἅπτω , οὗ γίνεται ἀόριστος , φησίν , ἥφθη καὶ ποιητικῶς ἅφθη , προσόδῳ δὲ τοῦ ε ἑάφθη
5027600 παραιρουμενης
ἐπ ' αὐτούς . τῆς δ ' ἐκπλήξεως τὸ βουλεύεσθαι παραιρουμένης ἐνέπεσε φόβος εἰς τὸ στρατόπεδον καὶ πάντες πρὸς φυγὴν
ὁ γὰρ ὑπὸ τοῦ τέλματος καταπινόμενος οὔτε νήχεσθαι δύναται , παραιρουμένης τῆς ἰλύος τὴν τοῦ σώματος κίνησιν , οὔτ '
5025877 κυνηγου
διακονεῖ , ὁ ἵππος τοῦ ἱππέως ἢ ὁ κύων τοῦ κυνηγοῦ ἢ τὸ ὄργανον τοῦ κιθαριστοῦ ἢ οἱ ὑπηρέται τοῦ
εἶναι φασκόντων . τινὲς Δίκτυνναν τὴν Ἄρτεμιν , ἀπὸ τῆς κυνηγοῦ νύμφης Βριτομάρτιδος τῆς ἐμπεσούσης εἰς δίκτυα φευγούσης τὸν Μίνωα
5025054 ἐκβεβηκεν
φησὶν , ὁ κατὰ τὴν πόλιν πῆ μὲν εἰς καλὸν ἐκβέβηκεν αὐτῇ : ἐσώθη γὰρ καὶ οὐκ ἀνηρπάσθη ὑπὸ τῶν
Δίδαξον , εἰ διδακτόν , ἐξ ὅτου φοβῇ . Τοιοῦτον ἐκβέβηκεν οἷον , ἢν φράσω , γυναῖκες , ὑμῖν ,
5019579 ἀερωδες
τὸ εἶναι ἐγκόσμιος ἐφέλκοιτό τι σῶμα αἰθερῶδες ἢ πνευματῶδες ἢ ἀερῶδες ἢ καὶ ἐκ τούτων σύμμικτον εἴτε καὶ τούτων οἵα
ἤδη τοῦ ἐμφύτου θερμοῦ τῆι πρὸς τὸ ἐκτὸς ὁρμῆι τὸ ἀερῶδες ὑπαναθλίβοντος τὴν ἐκπνοήν , τῆι δ ' εἰς τὸ
5017608 ἀμοιρουσι
καλεῖται Νίβας : οὐκοῦν οἱ ἐνταῦθα ἀλεκτρυόνες ᾠδῆς τῆς συμφυοῦς ἀμοιροῦσι καὶ σιωπῶσι πάντῃ πάντως . καὶ διαῤῥεῖ λόγος παροιμιώδης
αὐτῶν ἐνταυθοῖ τὴν μνήμην ἐποιησάμην . φωνῆς δ ' οὖν ἀμοιροῦσι , τρίζουσι δὲ ὀξύ : κάτεισι δὲ ὑπὸ τὴν
5013049 ἀποσοβησις
τῶν πολεμίων τείνει καὶ τείνεται ἀλκὴ καὶ βοήθεια ἡμῶν καὶ ἀποσόβησις τῶν πολεμίων δι ' ὀλίγου : τίς δέ ἐστιν
φθόνου , καταλειφθήσονται τοῖς θνητοῖς ἀνθρώποις : τοῦ κακοῦ δὲ ἀποσόβησις οὐκ ἔσται . ΙΤΟΝ , ἀντὶ τοῦ ἐλεύσονται .
5009453 ϲκληροτερον
ϲώματοϲ , διαφοραὶ δὲ καὶ τούτου τρεῖϲ : ἢ γὰρ ϲκληρότερόν ἐϲτι τοῦ κατὰ φύϲιν τὸ ὄργανον , καὶ καλεῖται
ὅταν ϲυμβῇ τὰ βλέφαρα ϲκληρὰ εἶναι καὶ αὐτὸν τὸν ὀφθαλμὸν ϲκληρότερόν τε καὶ δυϲκινητότερον ὑπάρχειν , ἔμπονόν τε καὶ ἐνερευθῆ
5008621 μακροτατος
διάρθρωσιν : πρῶτος μὲν ὁ ἐπιπολῆς , στενότατός τε καὶ μακρότατος , τὴν μὲν ἄνωθεν ἔκφυσιν ἐκ μέσης τῆς ὀρθίας
Λακεδαιμονίοις ἡγεμόσι χρῆσθαι . ὁ μὲν οὖν Πελοποννησιακὸς πόλεμος , μακρότατος γενόμενος ὧν ἴσμεν , τοιοῦτον ἔσχε τὸ τέλος ,
5008468 πεπηγε
ξένων ἐμοὶ μάλιστα μισηθέντος , ἐχθίστου θ ' ὁρᾶν : πέπηγε δ ' ἐν γῇ πολεμίᾳ τῇ Τρῳάδι , σιδηροβρῶτι
μὲν περιέψυκται τὰ κῶλα καὶ ῥυϲὰ καὶ ὠχρά ἐϲτι καὶ πέπηγε ϲχεδὸν ἡ ϲύγκριϲιϲ , οἷϲ δὲ διακέχυται καὶ οἷον
5007699 ἐρειπια
σταδίοις καὶ δέκα Σκιάς τε καλούμενον χωρίον καὶ Ἀρτέμιδος Σκιάτιδος ἐρείπιά ἐστιν ἱεροῦ : ποιῆσαι δὲ αὐτὸ ἐλέγετο Ἀριστόδημος ὁ
Κιθαιρῶνι ὀλίγον τῆς εὐθείας ἐκτραπεῖσιν ἐς δεξιὰ Ὑσιῶν καὶ Ἐρυθρῶν ἐρείπιά ἐστι . πόλεις δέ ποτε τῶν Βοιωτῶν ἦσαν ,
5005201 καταβαινων
φόνον ἀδίκως καὶ τοῦτον οἰκείας παιδός , τοῖς δὲ θεοῖς καταβαίνων ἤδη προσεύχομαι εὐτυχεστέραν μὲν τῆς ἀπελθούσης εἶναί μοι γονὴν
ἐγὼ δὲ οὐ φαίνομαί σοι ἀξιοπιστότερος εἶναι ; Δύσκολος σκάλαν καταβαίνων σφαλεὶς κατέπεσε . τοῦ δὲ οἰκοκυροῦ εἰπόντος : Τίς
4997774 κτεν
ἐπειδὴ οὐδετέρου παρασχηματισμὸν οὐκ ἔχουσιν : οὐδὲ γὰρ λέγομεν τὸ κτέν ὥσπερ τὸ ἕν : τὸ γὰρ κτένιον μονογενές ἐστιν
, ἐπεὶ ἀπὸ τοῦ κτείς εἰ ἦν κατὰ παρασχηματισμόν , κτέν ὤφειλεν εἶναι , ὥσπερ εἷς ἕν . Καὶ ἔστιν
4997097 λεπτομερεστερα
ὑπάρχειν μήτε ἀθρόον μήτε ἐγκεκραμένον τοῖς σώμασιν , ὥσπερ τὰ λεπτομερέστερα σώματα παχυτέροις , καθάπερ τὸν ἀέρα ἐπιδεικνύουσιν οἱ κενὸν
ὁμοῦ τξʹ . Διεῖλον δέ τινες καὶ εἰς ἔτι τούτων λεπτομερέστερα τμήματα τὰς οἰκοδεσποτείας , τόπους καὶ μοίρας ὀνομάσαντες :
4993670 οὐρει
. γαμψώνυμον δὲ ἄρα οὐδὲ ἓν οὔτε πίνει , οὔτε οὐρεῖ , οὔτε μὴν συναγελάζεται ἑτέροις ⋮ Νικίας τις τῶν
ὀπισθουρητικὸν καθάπερ κάμηλος , καὶ γενόμενος ἑξαμηνιαῖος αἴρων τὸ σκέλος οὐρεῖ καθάπερ καὶ οἱ κύνες . ἡ δὲ θήλεια ὑπὸ
4989486 ἐξεφαινετο
τῆς μάχης οἱ μὲν ἄνδρες διέστησαν , τὰ δὲ θηρία ἐξεφαίνετο : καὶ οἱ Κελτίβηρες αὐτοί τε καὶ οἱ ἵπποι
οὔτε θηρὸς οὔτε του κυνῶν ἐλθόντος , οὐ σπάσαντος , ἐξεφαίνετο . Λόγοι δ ' ἐν ἀλλήλοισιν ἐρρόθουν κακοί ,
4979153 νοερος
καὶ φύσις λογική , οὐ μόνον ἔμψυχος ὢν ἀλλὰ καὶ νοερός , πρὸς δὲ καὶ φρόνιμος , ἐκ τούτων τοὐναντίον
παραλήγουσαν : οἷον , σφαλερός : δολερός : χλοερός : νοερός : φοβερός : νοσερός : σταθερός : ἥμερος καὶ
4976639 ἀποκαταστασις
καλεῖται δὲ ἡ κατ ' ἐπιστροφὴν εἰς τὸ ἐξ ἀρχῆς ἀποκατάστασις ἐπικατάστασις . Ἡ μὲν οὖν πρώτη ἐπιστροφὴ καὶ ἡ
τῆς τοῦ ὤμου κεφαλῆς ποιησαμένης εὐχερὴς εἰς τὸ κατὰ φύσιν ἀποκατάστασις ἔσται . καταρτίζεται δὲ ὦμος ὑπὲρ τῆς δικλίδος θύρας
4976222 ἀναλυθεντος
ἀπὸ τῆς εὑρημένης τῶν περιόδων ἐπουσίας συνεστάσθαι τοῦ μὲν χρόνου ἀναλυθέντος εἰς ἡμέρας , τῶν δὲ ἀποκαταστάσεων μετὰ τῆς ἐπουσίας
καὶ ὁ τέταρτός ἐστι μο ιη ↑ Ϟ Ϛ , ἀναλυθέντος καὶ τούτου εἰς κγʹ , λείπεται ριδ κγʹ .
4974824 συντονωτερα
καὶ τοῦτο εἰκότως . ἐπὶ γὰρ τοῦ θυμοῦ ἡ δύναμις συντονωτέρα ἑαυτῆς μᾶλλον γίνεται , ὥσπερ ἔφαμεν , τὸν λυπήσαντα
. ἡ δὲ συντονωτάτη διάτονος τῆς βαρυτάτης διατόνου διέσει ἐστὶ συντονωτέρα . ἐκ τούτων δὴ φανεροὶ γίγνονται οἱ τόποι τῶν
4973037 ἀναδρομη
οἱ μαλακτικοὶ δὲ τῶν πεϲϲῶν ἐπιτήδειοι . Ἡ ὑϲτερικὴ πνὶξ ἀναδρομὴ τῆϲ ὑϲτέραϲ ἐϲτὶν εἰϲ ϲυμπάθειαν ἀγούϲηϲ τὰ κυριώτατα τῶν
* ? Βλωθρή : μακρά , μεγάλη . ἢ ἡ ἀναδρομὴ καὶ αὔξησις . εἴρηται δὲ παρὰ τὸν αἰθέρα καὶ
4972516 συμπεπτωκος
καὶ ἀθλία , κατὰ τὸ χρῶμα κιτρίνη , κατάξηρος , συμπεπτωκὸς ἔχουσα τὸ πρόσωπον ὑπὸ τοῦ λιμοῦ : παχύπους ,
γὰρ εἶναι τό τε βέλτιστον καὶ τὸ κατ ' ἐξουσίαν συμπεπτωκὸς ἐνταυθοῖ , καὶ τὴν μὲν δίαιταν κοινοτάτην ἅπασι ,
4971509 εὐφρονη
κως ἰδόντες οἱ Ἕλληνες προσπλέοντας ἐς φυγὴν ὁρμήσειαν φεύγοντάς τε εὐφρόνη καταλαμβάνῃ : καὶ ἔμελλον δῆθεν φεύξεσθαι , ἔδει δὲ
βρύειν καὶ αὔξεσθαι , ἢ ἔνδον ἔχειν τὴν βοράν : εὐφρόνη ἡ νύξ : καθ ' ἣν εὖ φρονοῦμεν :
4968656 ἀνελθοντι
ἑαυτὸν τὸ ὡρολόγιον ἐκέλευσε κομισθῆναι . Σχολαστικῷ εἰς τὸ Σαραπεῖον ἀνελθόντι θαλλὸν ὁ ἱερεὺς διδούς : Ἵλεώς σοι , εἶπεν
καὶ ὅσον ἐπὶ τούτῳ ἐκρότησαν καὶ ἄλλως θαυμαστικοὶ ὄντες . ἀνελθόντι δὲ αὐτῷ ἐς τὸ ἱερὸν ὁ μὲν κόσμος ὁ
4968632 ἀναλυομενου
οὖν περὶ ἀναλύσεως καὶ συνθέσεως . Τῶν δὲ προειρημένων τοῦ ἀναλυομένου βιβλίων ἡ τάξις ἐστὶν τοιαύτη : Εὐκλείδου δεδομένων βιβλίον
, οὗ ἡ πρώτη συζυγία ἰαμβική ἐστι τοῦ δευτέρου ποδὸς ἀναλυομένου : εἶτα χορίαμβος : εἶτα ποὺς ἁπλοῦς . τὸ
4968366 βοθρος
διαστᾶσα , ἔνθα ἐστὶν ἐν τῷ ἄλσει τῷ ἐν Λεβαδείᾳ βόθρος τε Ἀγαμήδους καλούμενος καὶ πρὸς αὐτῷ στήλη : τὴν
λύρας ποίησιν χελώνην ᾑρηκώς . ἔστι δὲ ἔμπροσθεν τοῦ ναοῦ βόθρος πεποιημένα ἐν τύπῳ ταύρου μάχην ἔχων καὶ λύκου ,
4965232 ταμειον
κἀκεῖνος ἔφη ” δέσποτα , Αἴσωπος εὐκαιρήσας καὶ εὑρὼν τὸ ταμεῖον ἀνεῳγμένον εἰσελθὼν ἔφαγε τὰ σῦκα . “ ὁ δὲ
τῆς δὲ φυλακῆς περὶ τὸν νοῦν ἐξεταζομένης , ὃς μέγα ταμεῖον ὑπὸ φύσεως δημιουργηθεὶς τὰς ἁπάντων καὶ σωμάτων καὶ πραγμάτων
4959166 εὐδιεινον
μικρότης , ψυχρότης , θερμότης , ἁπλῶς τὸ χειμερινὸν ἢ εὐδιεινὸν καὶ ὑέτιον ἢ αἴθριον : ἔτι δὲ τὸ πολλάκις
, εἰ μὲν γὰρ μία πέφυκε καθαρά τε ἠρέμα , εὐδιεινὸν κατάστημα καὶ αὕτη προμηνύει : εἰ δὲ δύο καὶ
4957575 πεσσεται
βαροῖ , καὶ φθαρεῖται μὲν ῥᾳδίως τε καὶ ἀλλοκότως , πέσσεται δ ' οὐδαμῶς οὔθ ' ἕν . αἱ μὲν
] ⌋ , ἡ δὲ στερεὰ καὶ τραχεῖα [ ] πέσσεται [ ] ἐν κοιλίαι : πέψις γάρ μεταβολὴ κις
4955553 ῥαγοειδους
ἐπὶ πληγαῖς ταῖς σφοδραῖς καὶ ὀξυπαθίαις καὶ ἐπὶ φλεγμοναῖς τοῦ ῥαγοειδοῦς : ἡ δὲ μυδρίασις ἐπιγινομένη χρονίοις ῥεύμασι πολλάκις .
, τὰ δ ' ὑποχύματα ὑγρῶν παρέμπτωσιν πηγνυμένων μεταξὺ τοῦ ῥαγοειδοῦς καὶ τοῦ κρυσταλλοειδοῦς . ἔστι δὲ πάντα τὰ γλαυκώματα
4955473 ἀναπεμπουσα
τὴν τροφήν , ἤτοι κνισώδεις ἢ βρωμώδεις ἢ ὀξώδεις ἐρυγὰς ἀναπέμπουσα ἤ τινος ἑτέρας ἀρρήτου τε καὶ ῥητῆς ποιότητος .
συνάγουσα τοὺς νέους , καὶ ἀπὸ τούτου ἐπὶ τὸ νοητὸν ἀναπέμπουσα , ὥσπερ δὴ καὶ ἔνδον τὸ ἓν τῆς ψυχῆς
4951887 ἀχρονως
γὰρ ἡ σὰρξ πρῶτον αἰσθητήριον , † ἥττονος ἔδει ἢ ἀχρόνως τὴν ἅψιν γίνεσθαι . οὐ γὰρ ἐπ ' ἀκοῆς
τρόπον νέφους ἐπιπροσθοῦντος ἡμῖν , εἶτα δὲ παραλλάξαντος αὐτίκα καὶ ἀχρόνως ἡμῖν δοκεῖ τὸ ἡλιακὸν φῶς ἐπιβάλλειν , οὕτως ἡμεῖς
4951118 εὐηλιος
ἂν ᾖ , καὶ εὔυδρος ἐοῦσα καὶ ἄνυδρος , καὶ εὐήλιος καὶ πολύσκιος , καὶ ἀγαθὴ καὶ φλαύρη , ὥστε
γερανίας : τὸν ἔχοντα μακρὸν καὶ γερανώδη τράχηλον . γῆ εὐήλιος : ἡ ἀεὶ ἡλιουμένη . γλωττοδέψην : τὸν γνώμαις
4951051 συσχηματισμος
δὲ γυναῖκες αὐτοῦ ἀλλοτρίοις ἀνδράσι . καὶ εἰ ἔστιν ὁ συσχηματισμὸς ἐν τῷ ἑνὶ καιρῷ , ἀσθενέστερα ἔσται τὰ ἀποτελέσματα
ἅπερ ὡς ἐπίπαν ὁ τοῦ Κρόνου καὶ τοῦ Διὸς ἀνατολικὸς συσχηματισμὸς ἀπεργάζεται . καὶ τούτων δὲ πάλιν τῶν ἐθνῶν τὰ
4949750 συμπληρωτικη
, ἢ καθ ' αὑτὸ ὑπάρχει , τοῦτ ' ἔστι συμπληρωτική ἐστι τῆς τοῦ ὑποκειμένου οὐσίας , ἢ κατὰ συμβεβηκός
σημαίνει , ἥπερ ἐν τῇ πρὸς πᾶν ἀποστάσει βάθους γίνεται συμπληρωτική . τῶν δὲ δύο κύκλων τὴν πρὸς τὸ ἡγεμονικὸν
4948413 νεφρου
ἡ χρεία τῆς ἐνεργείας αὐτῶν . ζητεῖται δὲ οὐ μόνον νεφροῦ , ἀλλ ' ἑκάστου μορίου ἐνέργεια : ὁπηνίκα γὰρ
καθαίρεται διὰ τῶν ἀδήλων πόρων : τὸ δὲ οὖρον διὰ νεφροῦ καὶ οὐρητήρων . ἔντερα δὲ λέγεται ἀπὸ τοῦ εἱλεῖσθαι
4948284 προσαντης
εἰσὶν ἀμφότεροι κακοί . χαλεπή , λέγω σοι , καὶ προσάντης , ὦ τέκνον , ὁδός ἐστιν , ὡς τὸν
ὁδὸν ἄνω καὶ κάτω συνεχῶς ἀμείβοντα . ἡ μὲν οὖν προσάντης ὁδὸς ἀπὸ γῆς ἄρχεται : τηκομένη γὰρ εἰς ὕδωρ
4947653 βασιμος
ὅτι μέγα ἐστίν . Ἰσθμός . θάλασσαν ἔχων ἑκατέρωθεν , βάσιμος . ἴσθμια δὲ τὰ βήματα . Ἴφια μῆλα .
πέτρα δὲ κατὰ μέσην ἀνατείνει τοῖς πτηνοῖς [ μόνοις ] βάσιμος : ἐν κύκλῳ δὲ ὕλη δασεῖα καὶ πυκνὴ τοὺς
4944148 παρεγκλισιν
δὲ τὰ ἄτομα ποτὲ μὲν κατὰ στάθμην ποτὲ δὲ κατὰ παρέγκλισιν , τὰ δ ' ἄνω κινούμενα κατὰ πληγήν ,
εἴδη τῆς κινήσεως , τὸ κατὰ στάθμην καὶ τὸ κατὰ παρέγκλισιν . Ἡρόφιλος κινήσεως τὴν μὲν λόγῳ θεωρητὴν τὴν δ
4941797 φθαρτικα
, κατὰ μέρος δὲ τὰ μὲν προηγούμενα αὐτοῦ καυσώδη καὶ φθαρτικά , τὰ δὲ μέσα εὔκρατα , τὰ δὲ ἑπόμενα
καταφορὰν ὑδάτων καὶ συνεχεῖς ὄμβρους : τὰ δεξιὰ εὐτελῆ καὶ φθαρτικά . νοτόθεν συνανατέλλει Λαγωὸς καὶ τοῦ Κυνὸς τὰ ἐμπρόσθια
4935766 ἀρδεται
διεπεράσαμεν , [ καὶ ] ἡμῶν δὲ πᾶσα δύναμις ὑδάτων ἄρδεται . Καὶ γὰρ πάλαι πέττει τὰ νικητήρια . *
ἰδοῦσα καὶ ἐποχετευσαμένη ἀντὶ τοῦ : ἐπελθόντος δὲ τοῦ ἐποχετεύοντος ἄρδεται ὡς ἐπὶ τῶν φυτῶν , ὅταν κατίδῃ τὸ ἐφετόν
4932918 μερισαντα
φυλακὰς καθιστάναι καὶ τὰ τείχη , τὸ δὲ περιὸν πλῆθος μερίσαντα πρὸς τὸ μῆκος τῶν νυκτῶν καὶ τῶν φυλάκων τὸ
; Ἢ δυνατὸν τρόπον μὲν ἄλλον τὸν νοῦν εἶναι τὸν μερίσαντα , τρόπον δὲ ἕτερον τὸν μερίσαντα μὴ τὸν νοῦν
4930653 φαρυγξ
τύψεν [ ἀλοιητῆρος ] ὑπὸ ῥιπῇσι σιδήρου : ἐτμήθη δὲ φάρυγξ [ ] , κεφαλὴ δ ' ὑπὲρ ἔδραμεν ὤμων
, δέρη δὲ τὸ ἔμπροσθεν καθ ' ὅ ἐστιν ὁ φάρυγξ . αὖθις καὶ αὖθι διαφέρει . τὸ μὲν γὰρ

Back