, σαλπίζων ὥσπερ πολεμιστήριον μέγα ἀνέκραγεν εὐθὺς καὶ ὁ δρυμὼν ἐπήχησεν ἀντιδιδοὺς ἕκαστον ἐπιφώνημα : ἔπειτα θάρσους ἐκ τῆς βοῆς
ἔτι καθεύδειν θέλοντας . Καὶ ὁ τέττιξ ἐκ τῶν κόλπων ἐπήχησεν ὅμοιον ἱκέτῃ χάριν ὁμολογοῦντι τῆς σωτηρίας . Πάλιν οὖν
6329806 κατακτειναντες
Μηδείης ὑπ ' ἔρωτος , ἐρικλυτοῦ Ἀψύρτοιο , ὅν ῥα κατακτείναντες , ἐπὶ προχοὰς μεθέηκαν ὀρνυμένου ποταμοῖο : φέρεν δ
μυθοπλαστοῦσι : τοὺς γὰρ ἡγεμόνας τῆς ἀπονοίας ἅπαντας ἡβηδὸν αὐτοκέλευστοι κατακτείναντες εὐαγὲς ἔδοξαν ἔργον εἰργάσθαι , τοὺς ὑπὲρ εὐσεβείας ἀγῶνας
6298520 πυκνωσεως
ἀπὸ τοῦ πρὸς ταῖς ἄρκτοις ἀέρος * * * τῆς πυκνώσεως ἰσχυρότερον ποιεῖ . Ἐμπεδοκλῆς ὑπὸ τῆς περιεχούσης αὐτὸν σφαίρας
ἢ βαρύτητα γίνεσθαι , συνεργούσης καὶ τῆς ἐκ τοῦ ὕπνου πυκνώσεως . Διὰ τί ἠρέμα μὲν τῇ κινήσει χρώμενοι ,
6215742 ἐρεττειν
δὲ ἦν τι τοιοῦτον , οἴει ἡμᾶς δυοῖν ὀβολοῖν ἕνεκα ἐρέττειν ἂν ἢ ἕλκειν τὰ πλοῖα πρὸς ἐναντίον τὸ ὕδωρ
. Ἄνεμος μὲν οὐκ ἦν , γαλήνη δὲ ἦν καὶ ἐρέττειν ἐδόκει . Καὶ ἤρεττον ἐρρωμένως : ἠπείγοντο γὰρ νεαλεῖς
6161964 κρισιμοισιν
πλανώδεες , ἐς ἀρτίας μεταπεσόντες , δύσκολοι . Οἱ ἐν κρισίμοισιν ἀλυσμοὶ ἀνιδρωτὶ περιψυχόμενοι , καὶ ἅπαντες δὲ οἱ ἄνευ
τῶν ῥινῶν ῥυῇ , πονηρόν . Ἱδρῶτες ἐπικίνδυνοι ἐν τῇσι κρισίμοισιν ἡμέρῃσι μὴ γινόμενοι , σφοδροί τε καὶ ταχέως ὠθούμενοι
6140398 βαλαντιου
γὰρ πᾶν φυτὸν γενικῷ ὀνόματι καλεῖται . Γενναῖος εἶ ἐκ βαλαντίου : ἐπὶ τῶν διὰ πλοῦτον εὐγενῶν εἶναι δοκούντων .
τῶν κινδυνευόντων . ὅμοιον τῷ Ἐπὶ ξυροῦ . Εὐγενὴς ἐκ βαλαντίου : ἐπὶ τῶν διὰ πλούτου τιμωμένων . Ἔγχος ἐπὶ
6116169 ἀνθεστωτα
καθ ' ὑπεροψίαν ἄλλως εἰργασάμεθά σοι κακοπραγίαν ; ἴδε τὸν ἀνθεστῶτα ἐξεναντίας θεοῦ λόγον ἐνωπλισμένον ἄγγελον , παρ ' ὃν
. , Ἐ . ἔμπτωσιν φωτὸς εἰς νέφος ἐξείργοντος τὸν ἀνθεστῶτα ἀέρα , οὗ τὴν μὲν σβέσιν καὶ τὴν θραῦσιν
6109292 Νωρβανος
. Καὶ περὶ τὰς αὐτὰς ἡμέρας ἐν Φαυεντίᾳ Κάρβων καὶ Νωρβανὸς ἐξ ὁδοῦ βραχὺ πρὸ ἑσπέρας ἐπὶ τὸ Μετέλλου στρατόπεδον
πλέοσι καὶ στρατῷ πολλῷ διαπλέοντες ἠνώχλουν , Δεκίδιος δὲ καὶ Νωρβανὸς οὓς ὁ Καῖσαρ καὶ Ἀντώνιος μετὰ ὀκτὼ τελῶν ἐς
6064250 παταγου
. ἵνα δὲ μὴ πάμπαν τὰ ποιούμενα ἐπιγνοῖεν μηδὲ τοῦ πατάγου τῆς λατομίας ἐπαΐοιεν , τότε δὴ ἐς ὅ τι
αὐτοῦ Δῖνος νυνὶ βασιλεύων . ἀτὰρ οὐδέν πω περὶ τοῦ πατάγου καὶ τῆς βροντῆς μ ' ἐδίδαξας . οὐκ ἤκουσάς
6044713 ἐκπηδησαντες
τέχνην τινὰ αὐτοὶ μαθόντες , ἢ τοῦ δεσπότου διδαξαμένου , ἐκπηδήσαντες τῆς δουλείας διὰ τὴν τέχνην , οὐκ ἀγαπήσωσι ταύτην
ξίφεσι διαχρησάμενοι τὸν Ὑρίατθον πληγαῖς εὐκαίροις , ἐκ τῆς παρεμβολῆς ἐκπηδήσαντες παραχρῆμα διὰ τῆς ὀρεινῆς ἀνοδίαις χρησάμενοι διεσώθησαν πρὸς Καιπίωνα
6032951 πλευριτικου
ὥσπερ ἐπὶ τούτοισι , τοῦτο οὐκ εἰκός . Ὡς ἐπὶ πλευριτικοῦ νοσήματος ὁ λόγος , οὗ ἐν τῷ μεταξὺ ἐγένετο
καὶ διασώζονται . Τοῖσιν ἐμπύοις γινομένοισι , μάλιστα δὲ ἐκ πλευριτικοῦ καὶ περιπλευμονικοῦ , θέρμαι παρακολουθοῦσι , τὴν μὲν ἡμέρην
6015002 Παλλαντιοι
τότε τῶν Παλλαντίων μέχρι Δορίου ποταμοῦ , ὅθεν οἱ μὲν Παλλάντιοι νυκτὸς ἀνεχώρουν , ὃ δ ' ἐς τὴν Τυρδιτανῶν
καὶ θορυβώδους τῆς ἀναχωρήσεως γιγνομένης καὶ φυγῇ μάλιστα ὁμοίας οἱ Παλλάντιοι πανταχόθεν ἐπικείμενοι πολλὰ ἔβλαπτον ἐξ ἠοῦς ἐπὶ ἑσπέραν .
6013592 ᾐονος
, ταῖς εἴκοσι κώπας ἐχούσαις . Πλαγχθέντα : πλανηθέντα . ᾐόνος : συνίζησις . Ἀγχιβαθεῖς : πολυβαθεῖς . ἐπί σφισιν
ἔδοσαν ἔτι μείζονας οἱ μετὰ βασιλέως αὐτοῦ πάντες ἐπὶ τῆς ᾐόνος κατακοπέντες καὶ τέλος ἂν τοῖς βαρβάροις ἔσχε χερσαῖα ναυάγια
5989181 κατοιδ
δ ' ἔκρυφθεν καὶ τὸ δύστηνον τέρας ταύρου λεπαίας οὐ κάτοιδ ' ὅποι χθονός . δοῦλος μὲν οὖν ἔγωγε σῶν
' ὅποι γνώμης φέρῃ . Πῶς δ ' οὐκ ἐγὼ κάτοιδ ' ἅ γ ' εἶδον ἐμφανῶς ; Τέθνηκεν ,
5976319 κεκοπται
πάσχει ἡ πόλις καὶ στενάζει καὶ οἷον ἐκ τῶν ὀδυρμῶν κέκοπται καὶ χαράσσεται ἡ γῆ κάτωθεν . τοῦτο δὲ εἴρηκεν
† ἔχει , πάσχει . πόνον ] † θλίψιν . κέκοπται ] † ἤγουν θρηνεῖ : ἐξ οὗ καὶ κοπετός
5935472 ᾑρεον
ἐπ ' αὐτῆς , κὰδ δ ' ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον ἡμιόνειον πύξινον ὀμφαλόεν εὖ οἰήκεσσιν ἀρηρός : ἐκ δ
ἐκ μεγάροιο . αἱ δ ' ἀπὸ μὲν σῖτον πολὺν ᾕρεον ἠδὲ τραπέζας καὶ δέπα , ἔνθεν ἄρ ' ἄνδρες
5915568 Μαντινειας
Τεγέαν . τῇ δ ' ὑστεραίᾳ ὁ μὲν Ἀγησίλαος ἀπέχων Μαντινείας ὅσον εἴκοσι σταδίους ἐστρατοπεδεύσατο : οἱ δ ' ἐκ
Μαντινικήν , καὶ ἐστρατοπεδεύσατο ὑπὸ τοῖς πρὸς ἑσπέραν ὅρεσι τῆς Μαντινείας : καὶ ἐκεῖ ἅμα ἐδῄου τὴν χώραν καὶ ἐπόρθει
5909417 μηχανης
ἀνέσπασας ἐπιστάς , τὸ τῶν τραγῳδῶν τοῦτο , θεὸς ἐκ μηχανῆς ἐπιφανείς . δοκῶ δέ μοι οὐκ ἀλόγως ἂν καὶ
ἐμὰς δῆσαι χέρας ; ἐς ἄπορον ἥκεις : δεῖ δὲ μηχανῆς τινος . δρῶντας γὰρ ἢ μὴ δρῶντας ἥδιον θανεῖν
5898508 καταβαντες
ἅπασι καὶ τοῖς καθ ' ἡμέραν πεμπομένοις . καὶ ὅτε καταβάντες ἐκ τῆς πόλεως δυσωνοῖντό τι τῶν πωλουμένων , ἔθος
Ἀριαῖον ἀποτραπόμενοι ἄλλην ὁδὸν ᾤχοντο . οἱ δὲ ἀμφὶ Χειρίσοφον καταβάντες ἐστρατοπεδεύοντο ἐν κώμῃ μεστῇ πολλῶν ἀγαθῶν . ἦσαν δὲ
5897587 ἐκρυπτετο
καθεζόμενα τὰ ὄρνεα κράζειν . [ ἐνταῦθα δὲ ἀντὶ τοῦ ἐκρύπτετο . ] χαραδριὸς δέ ἐστιν εἶδος ὀρνέου μεταβαλλομένου εἰς
δὲ ὑπέδειξεν αὐτῇ τὴν ἑαυτοῦ καλύβην . ἡ δὲ εἰσελθοῦσα ἐκρύπτετο ἐν τῇ γωνίᾳ . τῶν δὲ κυνηγῶν ἐλθόντων καὶ
5893384 πελλιδος
κατὰ πέλλας . παρ ' Ἱππώνακτι δὲ πελλίς : ἐκ πελλίδος πίνοντες . οὐ γὰρ ἦν αὐτοῖς κύλιξ , ὁ
κατὰ πέλλας . τοῦτο δὲ Ἱππῶναξ λέγει πελλίδα : ἐκ πελλίδος πίνοντες : οὐ γὰρ ἦν αὐτῇ κύλιξ , ὁ
5875832 ἐπιβαται
ἀντιτέχνησις τῶν κυβερνητῶν καὶ ἀγωνισμὸς πρὸς ἀλλήλους , οἵ τε ἐπιβάται ἐθεράπευον , ὅτε προσπέσοι ναῦς νηί , μὴ λείπεσθαι
. Ἄλλως . οἱ ἐν τῇ Παράλῳ πλέοντες ναῦται καὶ ἐπιβάται : αὕτη δ ' ἐστὶν ἱερὰ τριήρης ταχυναυτοῦσα ἐπὶ
5864227 Ἑρμαιας
. Ἀπὸ Ἑρμαίας ἄκρας πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα 〚 μικρὸν ἀπὸ Ἑρμαίας 〛 εἰσὶ νῆσοι τρεῖς μικραὶ κατὰ τοῦτο , ὑπὸ
καὶ Ἑρμαίας ἄκρας ἐν τῷ μεταξύ . Ἀπὸ δὲ τῆς Ἑρμαίας ἄκρας ἕρματα τέταται μεγάλα , ἀπὸ δὴ τῆς Λιβύης
5855283 ἐξορμησαντες
τοῦτον τῆς ἐκκλησίας προπέμψομεν : ἵνα δοῦλον ἀπὸ τοῦ βήματος ἐξορμήσαντες νικῶντα ἀριστέα μετὰ τὴν ἀγωνίαν δεξώμεθα . ΔΕΥτέρῳ δὲ
ἐπεχείρησε τῆς πατρίδος , στρατιὰν συναγαγών . Καὶ οἱ Κυζικηνοὶ ἐξορμήσαντες ἐπ ' αὐτὸν ἐβοηδρόμουν , πρόκροσσοι φερόμενοι ἐπὶ τὸν
5850996 λαμπομεναων
τοῦ ἀπὸ τῶν [ πρεσβυτάτων ] , ὡς δαΐδων ὕπο λαμπομενάων [ ] οἱ πολέμιοι ἐσβάλοιεν : ἀντὶ τοῦ ἐσέβαλλον
ταμεσίχροας : ὄσσε δ ' ἄμερδεν αὐγὴ χαλκείη κορύθων ἄπο λαμπομενάων θωρήκων τε νεοσμήκτων σακέων τε φαεινῶν ἐρχομένων ἄμυδις :
5849461 ἑλκομενας
, σύν τε νυοὺς θύγατράς τε μετὰ Τρῳῇσι καὶ ἄλλαις ἑλκομένας ἅμα παισὶ δορυκτήτῳ ὑπ ' ἀνάγκῃ . Ὣς φάτο
τοὺς τόπους ἐν οἷς ἐνεώλκηνται αἱ νῆες , παρὰ τὸ ἑλκομένας τὰς ναῦς ὀρούειν εἰς τὴν θάλασσαν . ὄφελες ὤφειλες
5846090 κατεβαινον
ἵππων ἀνέβαινον διὰ τοῦ τροχοῦ ἐπὶ τὸν δίφρον καὶ πάλιν κατέβαινον ἀπταίστως . καὶ ἦν τὸ ἀγώνισμα πεζοῦ ἅμα καὶ
Ἀχαιῶν . οἱ δὲ θοοὺς οὐρῆας ὑποζεύξαντες ἀπήναις ἐκ πόλιος κατέβαινον ἅμα Πριάμῳ βασιλῆι ἄλλοι δημογέροντες : ἐλαφρότατοι δ '
5844420 ὑποπεπτωκως
Ὅμηρος σαφῶς μαρτυρεῖ ὅτι οὐ κολακεύων ὁ ῥήτωρ λέγει οὐδὲ ὑποπεπτωκὼς , οὐδὲ τὸν δεῖνα ἢ τὸν δεῖνα θαυμάζων ,
μὲν συνέβαινεν εὐτυχεῖν Ἀριστολόχῳ τῷ τραπεζίτῃ , ἴσα βαίνων ἐβάδιζεν ὑποπεπτωκὼς ἐκείνῳ , καὶ ταῦτ ' ἴσασι πολλοὶ τῶν ἐνθάδ
5831869 ἀναχωρουντες
ταῖς ἐν τῇ Μιλήτῳ , ἐπεὶ δὲ μὴ ἀντανάγοιεν , ἀναχωροῦντες πάλιν ἐς τὴν Σάμον ἡσύχαζον . Ἐκ δὲ τῆς
: πρὸς τῷ ὕδατι ἐξ ὀλίγου : καιροῦ δηλονότι . ἀναχωροῦντες : οἱ Λακεδαιμόνιοι . ἀπέκρυψαν : ἑαυτοὺς δηλονότι .
5825332 Σκιαθου
ἐκ Θέρμης πόλιος παρέβαλε νηυσὶ τῇσι ἄριστα πλεούσῃσι δέκα ἰθὺ Σκιάθου , ἔνθα ἦσαν προφυλάσσουσαι νέες τρεῖς Ἑλληνίδες , Τροιζηνίη
τάδε ἐμηχανέοντο : τῶν νεῶν πασέων ἀποκρίναντες διηκοσίας περιέπεμπον ἔξωθεν Σκιάθου , ὡς ἂν μὴ ὀφθείησαν ὑπὸ τῶν πολεμίων περιπλέουσαι
5823811 ληματος
] λογισμοῦ . λήματος ] τοῦ κατὰ σὲ φρονήματος . λήματος ] θυμοῦ . λήματος ] τοῦ φρονήματος , ἀνδρείας
ἐκ τῆς Νεμέας καὶ ἐξ Ἐπιδαύρου καὶ ἀπὸ Μεγάρων . λήματος : φρονήματος . ἡ δὲ ἀπό κατὰ κοινοῦ :
5817473 Γυθειου
εἰς Πάρον ναυσὶν εἴκοσιν , ἐκεῖθεν δ ' ἀνήχθη εὐθὺ Γυθείου ἐπὶ κατασκοπὴν τῶν τριήρων , ἃς ἐπυνθάνετο Λακεδαιμονίους αὐτόθι
δ ' ἐν Κραναῇ ἐμίγην ” . ἥτις πρόκειται τοῦ Γυθείου . οὕτως ἐκαλεῖτο καὶ ἡ Ἀττικὴ ἀπὸ Κραναοῦ .
5805940 καθορωσιν
κατὰ γῆν στρατιᾷ , ἔπλευσαν ἐς Διὸς ἱερόν : καὶ καθορῶσιν ἑκκαίδεκα ναῦς , ἃς ὕστερον ἔτι Θρασυκλέους Διομέδων ἔχων
τούτου . Τὰς δὲ γεράνους εἰς ὕψος πέτεσθαι , ἵνα καθορῶσιν μακράν , κἂν ἴδωσιν νέφη καὶ συστροφὴν ἡσυχάζειν :
5802498 ἠγειρετο
τῆς ἄγαν πιμελῆς ἀλλότριον , τηνικαῦτα καὶ ἐκεῖνος ᾐσθάνετο καὶ ἠγείρετο ἐκ τοῦ ὕπνου . Τοὺς δὲ χρηματισμοὺς ἐποιεῖτο τοῖς
ἐν ἠπείρῳ μέσῃ τοὺς ἐχθροὺς κατείληφε ναυαγία : κῦμα δεδιδαγμένον ἠγείρετο καὶ ῥοῦς κεκελευσμένος ἐγίνετο καὶ ποταμὸς ἀπὸ συνθήματος ῥεῖν
5797948 βαλλομενοι
ἀνδρῶν σφισιν ἐγκειμένων καὶ ὑπὸ τῶν γυναικῶν κεράμῳ καὶ λίθοις βαλλόμενοι , σὺν οὐδενὶ ἔφευγον κόσμῳ . καὶ τὸ μὲν
, εἰ μὲν τοῖς πρόσθεν ἐπίοιεν , ὑπὸ τῶν κατόπιν βαλλόμενοι , εἰ δὲ τοῖς πλαγίοις , ὑπὸ τῶν ἑκατέρωθεν
5797111 κατεκρημνισαν
, οἱ δὲ τὴν ἀπὸ τῆς ἁλώσεως δεδιότες τιμωρίαν ἑαυτοὺς κατεκρήμνισαν . ἡ μὲν οὖν πρώτη τῶν δραπετῶν στάσις κατελύθη
ἔκτεινάν τε τὸν ἡγεμόνα τῶν ἐπιβάντων καὶ τοὺς λοιποὺς ἔξω κατεκρήμνισαν . οἳ δὲ καί , διὰ τῶν πυλῶν ἐκδραμόντες
5786567 σαλπιζων
ἐν τῷ πολέμῳ ἐχρῶντο . στρόμβῳ τὸν αἱματηρὸν ἐν κογχύλῃ σαλπίζων καὶ κατάρχεσθαι ποιῶν τὴν προσβολὴν τοῦ πολέμου . πρὸ
δεύτερον ἀγῶνα συγκροτηθείς , ὁπόταν ἰσχύος εὖ ἔχων αἴσθηται , σαλπίζων ὥσπερ πολεμιστήριον μέγα ἀνέκραγεν εὐθὺς καὶ ὁ δρυμὼν ἐπήχησεν
5782400 ὠφεληθειη
πεῖσαι δύναιτό τις μηδένα τῶν παρόντων , μήτ ' ἂν ὠφεληθείη μηδὲν ἀπ ' αὐτῶντίς γὰρ ἂν ἀνθρώπων ποτὲ πεισθείη
Μενοικεὺς ὠφεληθῆναι , ὅτ ' ἀπέθνῃσκεν ; Τοιαῦτά τις εἰπὼν ὠφεληθείη [ ἢ ] οἷα ἐκεῖνος ὠφελήθη . Ἔα ,
5781241 πεδιοπλοκτυπος
καὶ πλησιάζει ἡμῖν τι ἢ κατά τι ἡμῖν προσπελάζει βοὴ πεδιοπλόκτυπος , ἤγουν τῶν ἁρμάτων , κτύπον ἐμποιοῦσα τῇ γῇ
ἀπὸ τῶν ὀρῶν κατερχομένου καὶ κτυποῦντος . . . . πεδιοπλόκτυπος ] καὶ τὸ τῆς γῆς δέ μου πέδον κατακτυπούμενον
5780826 Ῥητορικου
δοκιμάζουσα . οὕτως πάντες κέχρηνται οἱ ἀξιόλογοι . ἐκ τοῦ Ῥητορικοῦ , . , . . . Βασκαίνει : ἀντὶ
ἡ φροντίς : οὕτως Αἰσχύλος . ἐκ τοῦ Λεξικοῦ τοῦ Ῥητορικοῦ . . . ; ≌ . . . ,
5779186 λευον
! ! ! ! ! ! ! ] ον . λευον ? ? [ ! ! ! ! ! !
Βάρκα τε καὶ Ἀσρούβα : καὶ τὰς δωρεὰς ἐκέ - λευον αὐτούς , ὅσας μεγάλας Ἀσρούβας τε καὶ Βάρκας αὐτοῖς
5779107 αὐτομολοι
Ἀριστομήδης ὁ Φεραῖος καὶ Βιάνωρ ὁ Ἀκαρνάν , ξυμπάντες οὗτοι αὐτόμολοι , μετὰ τῶν ἀμφ ' αὐτοὺς στρατιωτῶν ὡς ὀκτακισχιλίων
πόσση , πόσσος πόθος ἐστὶ τοκήων , αὐτόδετοι βαίνουσι καὶ αὐτόμολοι περόωσι . Εἰσὶ δ ' ὄϊς ξανθοὶ πυμάτης ἐνὶ
5758810 προσεχεστατον
τὸ σύμβολον τὴν τῶν φρενῶν πηγὴν καὶ τὸ τῷ νοεῖν προσεχέστατον ὄργανον , δι ' οὗ θεωρίαν τε καὶ ἐπιστήμην
τοῖς ἑκατόν . ἡ δὲ Φάρος νησίον ἐστὶ παράμηκες , προσεχέστατον τῇ ἠπείρῳ , λιμένα πρὸς αὐτὴν ποιοῦν ἀμφίστομον .
5742544 στενοχωρουμενον
ἔχον ὅθεν διαφορηθῆναι , πολυπλασιάζεται , πολυπλασιαζόμενον δὲ στενοχωρεῖται , στενοχωρούμενον δὲ τῇ ῥύμῃ ποιεῖ τρῆμα ἐν τῷ σφαιρίῳ :
ἐπὶ πλέον γὰρ ἐν τοῖς τοιούτοις ἀναζεῖ , ἅτε μὴ στενοχωρούμενον , πλεονάζον δὲ αὐτὸ ἑαυτῷ ἐπανίσταται , καὶ οὐ
5736617 πεμπομενον
βραχέων εἰπεῖν . φαίνεται μὲν οὖν ἐξ ὅλου τοῦ σώματος πεμπόμενον τὸ ῥεῦμα τοῖς ποσίν . ῥεῖ δὲ τὰ πεμπόμενα
ἀκινδύνως γεωργούμενον , ὡς πᾶσιν ἐξαρκεῖν ἀνθρώποις , δίκην Τριπτολέμου πεμπόμενον εἰς πᾶσαν γῆν . διόπερ αὐτὸν καὶ ὁ Βυζάντιος
5734829 τειχομαχιας
οἰμῴζοντας ἀπῆγεν ἄκοντας . Τὸ μὲν δὴ τέλος τῆσδε τῆς τειχομαχίας , ἐκθυμοτάτης γενομένης , ἐς τοῦτο ἐτελεύτα : ὁ
παντελῶς . ⌈ ὁ Στρεψιάδης ἐπὶ ⌈ μόνης . τῆς τειχομαχίας ἐκλαμβάνει τὰς μηχανάς . δαὶ ] δὲ . τειχομαχεῖν
5730930 παριουσιν
οὐ μόνον προεδρίας ἐξίστασθαι διείρηται νέους πρεσβύταις , ἀλλὰ καὶ παριοῦσιν ὑπανίστασθαι πολιὰν γήρως αἰδουμένους , εἰς ὅπερ ἐλπὶς ἀφικέσθαι
σφετέρῳ γρυσμῷ περιοιχνεῦσα τὸν κνυζηθμὸν τοῦ βρέφεος , ἀνεπάϊστον τοῖς παριοῦσιν ἐτίθει . Διὸ πάντες τὸ ζῷον τοῦτο περίσεπτον ἡγοῦνται
5729659 Γαλβα
ἔστι φιλοσόφου στάσιν ἔχειν ἢ ἰδιώτου . Ῥούφῳ τις ἔλεγεν Γάλβα σφαγέντος ὅτι Νῦν προ - νοίᾳ ὁ κόσμος διοικεῖται
ὁ δὲ Μὴ παρέργως ποτ ' , ἔφη , ἀπὸ Γάλβα κατεσκεύασα , ὅτι προνοίᾳ ὁ κόσμος διοικεῖται ; Ἀνάγκη
5727679 σταθμοιο
ἀπλανὲς αὔτως οἷα κυνηλατέοντος ἀείδελον ἐστήρικται . Ἀλλὰ σύ γε σταθμοῖο καὶ αὐλίου ἑρπετὰ φύγδην ῥηιδίως ἐκ πάντα διώξεαι ,
ἐλαύνων εἰροπόκους ἀγέλας ἀνάγει πάλιν , ἐν δὲ θυρέτροις ἱστάμενος σταθμοῖο νόῳ πεμπάζεται οἰῶν πληθὺν εὖ διέπων , εἴ οἱ
5725163 ὑδρευσαμενοι
: ἐλπίζω δέ τινας αὐτόθεν εὑρήσειν καὶ γνωρίμους . ” ὑδρευσάμενοι δὴ καὶ λαβόντες ἀπὸ τῶν παρουσῶν ὁλκάδων ἐπισιτισμὸν ἔπλεον
' ἀναγκαίης ἦσαν , ὅτι πονηρὰν γῆν νέμονται . ἐνθένδε ὑδρευσάμενοι καταίρουσιν ἐς Ταρσίην ἄκρην ἀνατείνουσαν ἐς τὸ πέλαγος ,
5724156 πρυμνηθεν
καθάπερ ὑμεῖς ἄνω καὶ κάτω τῆς πόλεως ἰοῦσαι . θ πρύμνηθεν ] ἀπὸ τῆς πρύμνης . θ εὗρε ] ἐπέτυχε
τευχήρεις , ποτὶ δὲ ζυγὸν ἷζον ἕκαστος . Τῖφυς δὲ πρύμνηθεν ἐπήπυεν ἠδ ' ἐκέλευε κλίμακα νηὸς ἔσω ἐρύσαι ,
5720239 βαρυηχεος
“ πρὸς τὸ ” κορυφὰς ἐπὶ δενδροκόμους “ . ⌈ βαρυηχέος [ βαρυαχέος / ] ] τοῦ μεγάλως ἠχοῦντος τοῖς
' ἐν πρώτοις ἱερεὺς πυρὸς ἔργα κυβερνῶν κύματι ῥαινέσθω παγερῷ βαρυηχέος ἅλμης . Μηδ ' ἐπὶ μισοφαῆ κόσμον σπεύδειν λάβρον
5717114 ἐφθαρησαν
ὑπόκεινται , ἃ ἔθος ἦν αὐτοῖς διδόναι τοῖς ἄρχουσιν . ἐφθάρησαν γάρ . οὔτ ' ἐς γᾶν : οὔτε εἰς
ὃ δὲ λέγει , τοιοῦτόν ἐστιν στασιάσαντες ἀπὸ πολέμου , ἐφθάρησαν , ἵνα ἡ μὲν στάσις ᾖ γεγονυῖα ἐκ τοῦ
5706766 Κλαζομενων
Πελοποννησίων τε τῶν παρόντων καὶ τῶν αὐτόθεν ξυμμάχων παρῄει ἐπὶ Κλαζομενῶν τε καὶ Κύμης : ἦρχε δ ' αὐτοῦ Εὐάλας
εἰς Καρδίαν . ἐνταῦθα δὲ καὶ Ἀλκιβιάδης ἧκεν ἐκ τῶν Κλαζομενῶν σὺν πέντε τριήρεσι καὶ ἐπακτρίδι . πυθόμενος δὲ ὅτι
5704693 ἀκατιου
κατασκευάσας καθεύδοντος ἐν τῷ οἴκῳ κατέθηκε καὶ αὐτὸς μὲν ἐπιβὰς ἀκατίου λαθὼν ἔφυγεν , οἱ δὲ φύλακες τὸ εἴδωλον ἐφύλαττον
περιρισσόμενον , ὥστε καὶ συντρίβεσθαι αὐτό . Καὶ Ἰωσὴφ ἐπὶ ἀκατίου φεύγει : χωριζόμεθα δὲ καὶ ἡμεῖς ἐπὶ σανίδων δέκα
5701715 πιπτων
πυρῶδες . τῆς ξανθῆς χολῆς ὁ σφυγμὸς λεπτὸς , ξηρὸς πίπτων : συμπτώματα δὲ αὐτοῦ γαστρὸς στένωσις καὶ στρόφος περὶ
τὸ ὀστέον καὶ αὐτὸ τὸ ὀστέον , ὁ ἀπὸ ὑψηλοτάτου πίπτων καὶ ἐπὶ σκληρότατον καὶ ἀμβλύτατον , τουτέῳ κίνδυνος τὸ
5693719 ξυνθηματος
εἴσω τῶν πολεμίων ἐτύγχανον προελθόντες , τότε δὴ δοθέντος τοῦ ξυνθήματος ἐκδραμόντες οἱ Φράγγοι ἐσβάλλουσιν ἀθρόον ἐς αὐτοὺς ἀτάκτως τε
. καὶ οὗτοι ἐπὶ τοὺς ἀποχωροῦντας τῶν βαρβάρων τραπόμενοι ἀπὸ ξυνθήματος , πολλοὺς μὲν αὐτῶν ἐν τῇ φυγῇ ἀπέκτειναν ,
5690823 ὁδευσας
ὠμότητα καὶ διὰ τοῦτο ἀποστάντων αὐτὸς διὰ τῆς ἐρήμης Ἀραβίας ὁδεύσας ἧκεν εἰς Μέμφιν . ἔτυχον δὲ Αἰγύπτιοι τὸν Ἆπιν
. τῆς δ ' ἂν ἴδοις προτέρω , νοτιώτερον οἶμον ὁδεύσας , Ἀραβικοῦ κόλπου μύχατον πόρον , ὅστε μεσηγὺς εἱλεῖται
5689066 σκοπιης
ἔχρησε δύνασθαι καὶ τὰς Σειρῆνας παρελθεῖν αὐτοὺς Ὀρφέως συμπλέοντος . σκοπιῆς Πιμπληίδος ἄγχι τεκέσθαι : Πίμπλεια χωρίον κατὰ Πιερίαν :
ἀλλ ' ὅγε χαλκείην πλαταγὴν ἐνὶ χερσὶ τινάσσων δούπει ἐπὶ σκοπιῆς περιμήκεος , αἱ δ ' ἐφέβοντο τηλοῦ ἀτυζηλῷ ὑπὸ
5688155 Περγης
μέρος μέν τι τῆς στρατιᾶς διὰ τῶν ὀρῶν πέμπει ἐπὶ Πέργης , ᾗ ὡδοποιήκεσαν αὐτῷ οἱ Θρᾷκες χαλεπὴν ἄλλως καὶ
ἐξηγοῦντο , εὐμαρῆ καὶ ταχεῖαν τὴν πάροδον παρέσχον . ἐκ Πέργης δὲ ὡς προῄει , ἐντυγχάνουσιν αὐτῷ κατὰ τὴν ὁδὸν
5687442 οἰωνιστικης
Λέγονται τοίνυν Φρύγες εὑρεῖν πᾶσαν τὴν οἰωνιστικήν . τῆς δὲ οἰωνιστικῆς , τὸ μέν ἐστιν ὀρνεοσκοπικόν , τὸ δὲ οἰκοσκοπικόν
τὸ ἐκ τῆς μανίας ἀποτελούμενον τοῦ ἔργου τοῦ ἐκ τῆς οἰωνιστικῆς ἐγγινομένου . Θαυμάσειε δ ' ἄν τις τοῦ φιλοσόφου
5682183 Γαληψου
Γαληψὸς οὐ πολλῶι ὕστερον καὶ Οἰσύμη . ὠνόμασται δὲ ἀπὸ Γαληψοῦ τοῦ ἐκ Θάσου καὶ Τηλέφης . . . .
ὡς οἱ τὰς περιόδους γεγραφότες φασίν . ὠνομάσθη δὲ ἀπὸ Γαληψοῦ τοῦ ἐκ Θάσου καὶ Τηλέφης , ὡς Μαρσύας ὁ
5680200 Σελευκειας
τοῦ ἀγάλματος φεύγουσι . χειμασθέντες δὲ ἐξώκειλαν περὶ τὰ τῆς Σελευκείας νῦν λεγομένης μέρη καὶ περὶ Ἀντιόχειαν καὶ τὸ Μελάντιον
μερῶν ἥ τε Αἴγυπτός ἐστι καὶ ἡ ἐφεξῆς παραλία μέχρι Σελευκείας τε καὶ Ἰσσοῦ , πρὸς ἄρκτον δ ' ἥ
5680118 Γερανειας
, Ἀθηναῖοι ναυσὶ περιπλεύσαντες ἔμελλον κωλύσειν : διὰ δὲ τῆς Γερανείας οὐκ ἀσφαλὲς αὐτοῖς ἐφαίνετο Ἀθηναίων ἐχόντων Μέγαρα καὶ Πηγὰς
μετέωρα ἐφρόνουν καὶ ἄρας ἀπὸ Πάρνηθος ἢ ἀπὸ Ὑμηττοῦ μέχρι Γερανείας ἐπετόμην , εἶτ ' ἐκεῖθεν ἐπὶ τὸν Ἀκροκόρινθον ἄνω
5678850 ὀρθριον
δουλεύειν . Ἐχρᾶτο δὲ καταστάσι πρηγμάτων τοιῇδε : τὸ μὲν ὄρθριον μέχρι ὅτεο πληθώρης ἀγορῆς προθύμως ἔπρησσε τὰ προσφερόμενα πρήγματα
ομένων [ ζείδωρον ] [ ] ? ἐς ? ? ὄρθριον ? ? ? [ ἔργον ˘˘ – , ]
5677999 συνῃει
φύσις δίχα ἐτμήθη , ποθοῦν ἕκαστον τὸ ἥμισυ τὸ αὑτοῦ συνῄει , καὶ περιβάλλοντες τὰς χεῖρας καὶ συμπλεκόμενοι ἀλλήλοις ,
ᾔσθετο , γενέσθαι . περὶ δὲ τὴν ἕω μόλις αὐτῷ συνῄει τὸ πλῆθος , καὶ ὁ φρούραρχος ὁ τῆς Ὠρίκου
5674379 νενικημενον
, τότε ἦλθεν αὐτοῖς ἀγὼν κύριος . Στρατιωτικὸν ἐν Πασαργάδαις νενικημένον , γῇ τραχείᾳ ὑπ ' αὐτουργίᾳ στρατιώτας διαπεπονημένους :
ἐπὶ δὲ τῇ τελευτῇ αὐτῶν αἱ ἀραὶ ἐπηλάλαξαν . οἷον νενικημένον τῇ ἀρᾷ οὐ φέρει τὰς ἄτας τὸ γένος ,
5665802 Καρδιας
ἐπὶ Αἴνου καὶ Μαρωνείας , ὅθεν ἐπὶ Λυσιμαχείας τε καὶ Καρδίας , αἳ τὸν ἰσθμὸν τῆς Θρᾳκίου χερρονήσου διαλαμβάνουσιν ὥσπερ
, ἔνθα ἔτι καὶ νῦν ἐστίν οἱ φανερὸς ὁ τάφος Καρδίας τε μεταξὺ κώμης καὶ Πακτύης . τὰ μὲν οὖν
5661474 δυσεντεριης
δέονται . Προσδέχεσθαι δὲ χρὴ τοὺς τοιούτους ἀνὰ χρόνον ὑπὸ δυσεντερίης πιέζεσθαι : καὶ γὰρ ἐπὶ τοῖσι μελαινομένοισι τοῖσι πλείστοισιν
Δυσεντερικοῖσιν ἔμετος χολώδης ἐν ἀρχῇ , κακόν . Οἷσιν ἐκ δυσεντερίης ὀξείης ἐς πυώδεα ἥκει τὸ ὑγρὸν , τὸ ἐφιστάμενον
5652351 ηὐλιζοντο
κάππεσε δούπῳ . Κεῖνο μὲν οὖν Κρήτῃ ἐνὶ δὴ κνέφας ηὐλίζοντο ἥρωες : μετὰ δ ' οἵγε νέον φαέθουσαν ἐς
τὰς ἁμάξας , αἳ ἔτι ἐγγὺς ἐλθοῦσαι πρὸς τὰς πύλας ηὐλίζοντο , ὡς φοβούμεναι πολεμίους . Ἃς ἔδει ἐν καιρῷ
5648140 μαχησομενος
καταστήσας προὐκαλεῖτο τοὺς ἔνδον . ὡς δ ' οὐδεὶς ἐξῄει μαχησόμενος ἄπορον ὁρῶν χρῆμα ἐκ τειχομαχίας αὐτοὺς ἑλεῖν ἐχυρὰν σφόδρα
τῶν συμμάχων ἐπικουρίαι συνήχθησαν , κατέβαινεν εἰς τὸ πεδίον ὡς μαχησόμενος . Ἰδόντες δὲ τοὺς Ῥωμαίους οἱ Σαβῖνοι προθύμως ἐπὶ
5645051 ἐβοησεν
χάριν ὁμολογοῦντι τῆς σωτηρίας . Πάλιν οὖν ἡ Χλόη μέγα ἐβόησεν , ὁ δὲ Δάφνις ἐγέλασε : καὶ προφάσεως λαβόμενος
χαλεπῶς , φοβερά . . κέκραγεν ] βοᾷ . , ἐβόησεν , ἠχεῖ , ἤχησεν . . ἀτρέμας ] ἡσύχως
5643464 δυσθυμια
κεφαλῆς , ἐν ᾧ καὶ δυσκινησία τῶν μελῶν πάντων καὶ δυσθυμία καὶ πρὸς τροφὴν ὑπτίωσις καὶ δίψος μὴ παρηγορούμενον ποτῷ
ἐπαίρεσθαι . Ἔλεος : φθόνος : ζῆλος : ζηλοτυπία : δυσθυμία : συμφορά : ἄχθος : ἄχος : σφακελισμός :
5641233 πρωρης
μάχην . πανυπείροχοι : πολυμεγάλαι . Ἀντίβολον : ἔμπροσθεν . πρώρης : τῆς . μετωπαδόν : ἐξ ἐναντίας . ἐγχρίμπτονται
σφιν ἄρ ' ἐρήτυεν μεμαῶτας , δὴ τόθ ' ὑπὲρ πρώρης ὀλοὸν περιέζεεν ὕδωρ νειόθεν , ἐκ μυχάτου δὲ βυθοῦ
5638209 Ταιναρου
] πέλαγος . Ἑξῆς δὲ μετὰ Μαλέαν Λακωνικὸς κόλπος ἕως Ταινάρου ἐκ δεξιῶν , ὅπερ ὁρίζει ἐξ εὐωνύμων τὸν Μεσσηνιακὸν
Ἔγημε θαυμαστὴν γυναῖχ ' ὡς σώφρονα . Πύλη τίς ἐστι Ταινάρου πρὸς ἐσχάτοις . Οἱ τηλικοῦτοι καὶ τοιοῦτοι τῷ γένει
5637972 ἀπηλλαττον
οἱ στρατιῶται τὸν χειμῶνα κατατετριφότες ἐν ἀνέσει καὶ τρυφῇ κακῶς ἀπήλλαττον ἐν ταῖς ἀπορίαις , οὔτε δίψαν οὔτε ἄλλην κακοπάθειαν
τραυμάτων ἀπέθνησκον , οἱ δ ' ἐκ τῆς σιτοδείας κακῶς ἀπήλλαττον , ὑπόσπονδοι τὸν τόπον ἐξέλιπον . Λακεδαιμόνιοι μὲν οὖν
5633417 δρυτομος
βέλε ' ἥπτετο , πῖπτε δὲ λαός : ἦμος δὲ δρυτόμος περ ἀνὴρ ὁπλίσσατο δεῖπνον οὔρεος ἐν βήσσῃσιν , ἐπεί
ἀκούσας αἰπόλος ἢ βαθύμαλλον ἐν ἄγκεσι πῶϋ κομίζων , ἢ δρυτόμος πεύκης ὀλετὴρ ἢ θῆρας ἐναίρων θαμβήσας πόντου τε καὶ
5627194 ἀναθορων
θηρατὰς καὶ κύνας καὶ ἵππους , ἐπί τινα λόφον ὑψηλὸν ἀναθορὼν καὶ ἑαυτὸν ἀναστήσας ἐπὶ τῶν κατόπιν ποδῶν , οἷον
πληθὺς αἰδουμένη παλίωξίν τε εἰργάσαντο . καὶ τῆς νίκης ἀρχομένης ἀναθορὼν αὖθις ἐπὶ τὸν ἵππον ἐπῄνει τὸν στρατὸν περιιὼν καὶ
5626954 μετεβαινεν
ὀξὺ καὶ εὐπειθὲς αὐτῷ καὶ φερέπονον γεγονέναι τὸ στράτευμα , μετέβαινεν ἀγχοῦ τῶν Νομαντίνων . προφυλακὰς δέ , ὥσπερ τινές
ἐπειδὴ ἐκ τῆς ἄγαν νεότητος ἤδη τὴν εἰκοσαετῆ ἡλικίαν ὑπερκύπτων μετέβαινεν εἰς τὸν ἄνδρα καί τις αὐτὸν ὑπέδραμε τῶν γιγνομένων
5621378 ἐστρωτο
, πρεπούσης στρατιώτῃ σκληρῷ καὶ γενναίῳ . ὑπὸ δ ' ἔστρωτο ῥινὸν βοὸς ἀγραύλοιο . Πεισίστρατος ὅτε τῆς ἀρχῆς ἐγκρατὴς
βάρβαροι , ὡς ἐπαύσατό τε ὁ ἄνεμος καὶ τὸ κῦμα ἔστρωτο , κατασπάσαντες τὰς νέας ἔπλεον παρὰ τὴν ἤπειρον ,
5621107 ἀναβαινουσης
διὰ τῶν ἄλλων ὑποφαίνω θεῶν τῆς τοιαύτης διαβολῆς εἰς αὐτὸν ἀναβαινούσης τὸν Δία ; θέασαι γάρ : τίνι φαμὲν ἀνακεῖσθαι
εἶδος σπευδόντων . Ταῦτα μὲν οὕτω . Τῆς δὲ θεωρίας ἀναβαινούσης ἐκ τῆς φύσεως ἐπὶ ψυχὴν καὶ ἀπὸ ταύτης εἰς
5618082 ῥηξιοϲ
. οἱ δὲ τρόποι τρεῖϲ ἔαϲι : ἢ γὰρ ἀπὸ ῥήξιοϲ ἀγγείου , ἢ διαβρώϲιοϲ , ἢ ἀραιώϲιοϲ ἀνάγεται .
πάϲῃ ἰδέῃ ἀναγωγῆϲ τάμνειν φλέβα : ἤν τε γὰρ ἐκ ῥήξιοϲ ἢ διαβρώϲιοϲ , εὐάρμοϲτοϲ φλεβοτομίη , ἤν τε ἐπ
5614707 ἐπιπεμφθεντα
δ ' ἐν τρίτῳ Ἀτάκτων , ὅτι τὸν ὑπὸ Ποσειδῶνος ἐπιπεμφθέντα Ἱππολύτῳ ταῦρον ἐξῴστρησεν ἐπὶ πᾶσαν γῆν . . .
οὕτως Ἀπολλόδωρος . Ἴστρος δέ , ὅτι τὸν ὑπὸ Ποσειδῶνος ἐπιπεμφθέντα Ἱππολύτῳ ταῦρον ἔκτεινε : καὶ ἡ Ἀθηνᾶ δὲ ταυροπόλος
5609959 ὁλκαδος
ὑπ ' Ἀλεξάνδρου ἐπὶ τὴν ἐκεῖ θάλασσαν . καὶ ἐπιτυχὼν ὁλκάδος εἰς Ἰωνίαν πλεούσης ἐμβὰς ἐκομιζόμην : ταύτῃ γάρ τοι
ἀπὸ τῶν νεωσοίκων ἔβαλλον : οἱ δ ' ἐκ τῆς ὁλκάδος ἀντέβαλλον , καὶ τέλος τοὺς πολλοὺς τῶν σταυρῶν ἀνεῖλον
5608564 ἐπισιτισαμενος
ὀλίγα τῶν ψηγμάτων ἥκειν ἐς τόνδε τὸν βίον ἐξ ἐκείνου ἐπισιτισάμενος ; ἀλλὰ καὶ τί μετὰ τοῦτο ἔσομαι , εἰπέ
ἄλλους , καὶ τούτους πολλούς . ἄγε δὴ μηκέτι μέλλων ἐπισιτισάμενος ὀλίγων ἡμερῶν εἰς τοὺς Ἐπικουρείους κόσμους ἀποδημήσω . τὰ
5603688 καθιενται
συντρίβονται . τὸ δὲ πρώραθεν , ὅτι ἐκ τῆς πρώρας καθίενται αἱ ἄγκυραι εἰς τὴν θάλασσαν : τῆς ὑφάλου :
δ ' ἐκ μολύβδου : δι ' οὗ αἱ ψῆφοι καθίενται , ἵνα μὴ καθιέμεναι βλέπωνται : πάνυ γὰρ ὁ
5600491 προγραφης
τε ἕκαστοι καὶ τὸ κοινὸν ἐπὶ τοῖς πλείστοις , ἐκ προγραφῆς εἶναι τῶν δημευθέντων ἢ φυγόντων ἢ ἀναιρεθέντων . ἦγόν
παραγγέλσεως γίγνοιντο μᾶλλον ἢ εἰ ὑπὸ κήρυκος ἢ εἰ ἀπὸ προγραφῆς . ἀγαθὸν οὖν καὶ [ τὸ ] πρὸς τὸ
5597797 κεραιων
καὶ αὖθις : πέτραι τε οὐ σταθμηταὶ τὸ μέγεθος ἀπὸ κεραιῶν μετέωροι αἰωρούμεναι πρὸς τοὺς ὑπιέναι ὁρμῶντας τὸ τεῖχος ἐβάλλοντο
πληγῶν οὐσῶν διηγωνίζοντο : πλεῖστοι δ ' ὑπὸ τῶν λιθοφόρων κεραιῶν ἔπιπτον , ὡς ἂν ἐξ ὑπερδεξίων τόπων βαλλόντων λίθους
5596854 εὐρειαις
ταῖς στεναῖς ἀρτηρίαις ὀξυτέραν τὴν φωνήν , ἐπὶ δὲ ταῖς εὐρείαις βαρυτέραν γίνεσθαι συμβαίνει : κατὰ δὲ τὸν αὐτὸν τρόπον
τῷ τρήματι κοιλίαν ἔνδον οὐ σμικράν . ἐπειδὰν μὲν οὖν εὐρείαις ὁδοῖς ὁ ἀὴρ χρώμενος εἰσίῃ τε εἰς ζῷον ἐξίῃ
5596566 μακελλαν
κρήνης μελανύδρου † ἀμφυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ χερσὶ μάκελλαν ἔχων , ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων : τοῦ μέν
. ἔχματα κωλύματα , ἀπὸ τοῦ ἐπέχειν : “ χερσὶ μάκελλαν ἔχων , ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων . ” ἐχόμην
5590576 ῥυμης
αἰχμὴν τὴν συμφυῆ , ἀποσπάσαι δὲ αὑτὸν πειρωμένου ὑπὸ τῆς ῥύμης τῆς πολλῆς σχισθῆναι μὲν ἀπὸ τοῦ τένοντος τὸ πᾶν
τῷ ῥοίζῳ φερόμενος ἐπειδὴ καταλαμβάνεσθαι ἔμελλεν , ἔλαθεν ὑπὸ σφοδρᾶς ῥύμης ἐκπεσὼν εἴς τινα νῆσον . ὑπὸ δὲ τῆς ὁμοίας
5590366 Βενιαμην
ἡμέρᾳ ἀπέθανεν ὁ υἱὸς Φαραὼ ἐκ τοῦ τραύματος τοῦ λίθου Βενιαμήν . Καὶ ἐπένθησε Φαραὼ τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν πρωτότοκον
ἡμέρᾳ ἀπέθανεν ὁ υἱὸς Φαραὼ ἐκ τοῦ τραύματος τοῦ λίθου Βενιαμήν . Καὶ ἐπένθησε Φαραὼ τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν πρωτότοκον
5589759 χερσου
ἡμᾶς παρίδηι ἀπολλυμένας . ναυκλήρωι ] ἐξάρχωι . καὶ τἀπὶ χέρσου ] ὡς τὰ ἐν θαλάσσηι . δελτουμένας ] ἀπογραφομένας
τοὺς παρὰ τὴν γῆν ναυμαχοῦντας συμμάχους ἔχειν τοὺς ἐπὶ τῆς χέρσου στρατοπεδεύοντας . οἱ δ ' ἐπὶ τῶν τειχῶν ὅτε
5583230 πληττεται
τοῦτο ἀδολεσχία : πᾶσα γὰρ νῆσος ὑπὸ θαλάσσης πλησιάζεται ἢ πλήττεται : λέγει δὲ τὴν Σαλαμῖνα : τὸ δὲ πολεῖ
δὲ γενναίως ἠμύνετο . Ἐξορμήσας οὖν κατὰ τῶν ἔμπροσθεν ἐπιόντων πλήττεται δόρατι : ἀσχοληθέντος δ ' αὐτοῦ διακόψαι τὸ δόρυ
5580355 λοχμης
. ἔγωγε . πρῶτον μέν γ ' ἔχω τὰς μασχάλας λόχμης δασυτέρας , καθάπερ ἦν ξυγκείμενον . ἔπειθ ' ὁπόθ
καὶ ἀλώπηξ . καί που καὶ σῦν ἐγείρουσιν ἐκ τῆς λόχμης αἱ αὐταὶ τῇ ὑλακῇ , καὶ λέοντα ἐπιστρέφουσι ,
5578737 Φελλεως
“ ἀπὸ κοινοῦ , ὅταν σὺ μέγας ὢν ἐξελαύνῃς . Φελλέως ] ὄρος . . . Ἀττικῇ ⌈ τραχὺ [
μὴ συστρέφῃ τὰ πράγματα . Ἐπέδωκε βαλάνων ἄβακα τῶν ἐκ Φελλέως . Ἔστιν ἄκμων καὶ σφῦρα νεανίᾳ εὔτριχι πώλῳ .
5578281 πυρφορει
ἤγουν ἄλλα τῆς πόλεως μέρη . πυρφορεῖ ] καυθήσεται . πυρφορεῖ ] πυρὶ καίεται . πυρφορεῖ ] καίει . πυρφορεῖ
ἀνάπτεται . πυρφορεῖ ] καίει ἢ πῦρ φέρουσι . θ πυρφορεῖ ] + πῦρ φέρει ἤγουν καίεται πυρὸς ἐμβληθέντος αὐτοῖς
5576048 τοξευουσι
καὶ ἔνθα τρωτός ἐστιν ἕκαστος ἐπιστάμενοι , ἐπ ' ἐκεῖνο τοξεύουσι καὶ ἀκοντίζουσιν ἐς αὐτό , ὥστε τῇ παραυτίκα ὀργῇ
τὸν τόπον , ὅποι βούλονται τὸ βέλος πέμπειν , εἶτα τοξεύουσι , κατὰ τὸν ὅμοιον τρόπον τοῦτον καὶ οἱ συγγραφεῖς
5574758 ἀποσταδον
ἐκ τοῦ ἵστημι , τὸ παθητικὸν ἵσταμαι , σταδόν καὶ ἀποσταδόν τὸ ἐπίρρημα , . . . . ἀποθύμια :
. ὀρειαύλοισι : ἐν ταῖς ὀρειναῖς κοίταις , ὄρεσιν . ἀποσταδόν : μακρόθεν , διακεχωρισμένως . Ἀθλέων : πειρῶν ἑαυτόν
5572705 ἀϊσσει
λαιὰ κέκλιται ἀργήεσσα χιών ὥς . ἐκ δέ οἱ ὕδωρ ἀΐσσει μάλα πικρὸν ἀναπνεῦσαι πιέειν τε . Κεῖνο πολυστάφυλοι περιναιέται
παρ ' ὀσφὺν κάτωθεν τῆς ἀρτηρίης , καὶ ἀπὸ ταύτης ἀΐσσει ἐς τὸ ἧπαρ ἡ μὲν ἐπὶ πύλας καὶ λοβὸν
5569474 παρεμβολης
: ” τὸ πρωὶ ἐγένετο καταπαυομένης τῆς δρόσου κύκλῳ τῆς παρεμβολῆς , καὶ ἰδοὺ ἐπὶ πρόσωπον τῆς ἐρήμου λεπτὸν ὡσεὶ
. πρῶτον μέν φησι „ τόπος ἔστω σοι ἔξω τῆς παρεμβολῆς „ , παρεμβολὴν καλῶν τὴν ἀρετήν , ἐν ᾗ

Back