ποίης ἐλδομένη θυμηδέος εἴαρι πόρτις , ἀνέρος οὐ παρεόντος , ἐπέσσυται ἄλλοθεν ἄλλῃ σινομένη φυτὰ πάντα νέον μάλα τηλεθόωντα , | ||
περ : οὐδέ με πείσεις : ἤδη γάρ μοι θυμὸς ἐπέσσυται ὄφρ ' ἐπαμύνω Τρώεσς ' , οἳ μέγ ' |
οἱ ἀσπὶς ἐπιθρέξαντος ἄϋσεν ἔγχεος : οὐδ ' ἅλιόν ῥα βαρείης χειρὸς ἀφῆκεν , ἀλλ ' ἔβαλ ' Ἱππασίδην Ὑψήνορα | ||
τὴν διάνοιαν καὶ οὕτω τὸν λογισμόν . μέμνηται οὖν ὀδύνης βαρείης . Τὸ τοῦ βαρέος ὄνομα ὁμώνυμόν ἐστι . λέγεται |
Πρὸς δὲ ῥόον Σιμόεντος ἔχεν πόνον ἀλγινόεντα Τεῦκρος ἐυμμελίης . Ἄλλῃ δ ' ἔχεν ἄλλος ὀιζύν . Καὶ τότ ' | ||
ποιοῦσι ταὐτὰ τῇ ἐμβολῇ . Ὦμος δὲ ἐκπίπτει κάτω . Ἄλλῃ δὲ οὔπω ἤκουσα . Δοκέει μὲν γὰρ ἐς τοὔμπροσθεν |
τὸν ἄριστον ἐπιχθονίων πόσιν εἶναι δῶκά τοι , ὄφρα γάμου θυμηδέος ἀντιάσειας τέκνα τε φιτύσαιο : θεοὺς δ ' εἰς | ||
ὁ τήνγε παραβλήδην προσέειπεν : “ Ὑψιπύλη , μάλα κεν θυμηδέος ἀντιάσαιμεν χρησμοσύνης ἣν ἄμμι σέθεν χατέουσιν ὀπάζεις . εἶμι |
. Φέρω τὸ ἄγω , καὶ φέρω τὸ ὑπομένω . Γράφεται ἡ αὔξη καὶ ἡ αὔξησις . Τὸ ἐνοχλῶ καὶ | ||
Ὥσπερ εἰς κῦμα κωφὸν λέγων . * : γνώμην ] Γράφεται γνώμη , καὶ συντάσσεται οὕτως : μὴ εἰσελθέτω σε |
γενικῇ , οἷον Τρώς Τρωός , δμώς δμωός , κίς κιός , λίς λιός . Πρόσκειται μονοσύλλαβον διὰ τὸ Ἀχιλλεύς | ||
Ῥίνθωνι ἐγένετο ἡ Διός γενική , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ κίς κιός καὶ ἀπὸ τοῦ λίς λιός : ἐκεῖνος γὰρ ἐπλάσατο |
. . . + * . Ἀμπλάκημα : ἁμάρτημα . δώομεν ἀμπλακίην ὡς καὶ πάρος εὐμενέοντες . Ἀπολλώνιος , . | ||
ἔχουσιν : ἀλλ ' ἵληθ ' , ἵνα τοι κεχαρισμένα δώομεν ἱρὰ ἠδὲ χρύσεα δῶρα , τετυγμένα : φείδεο δ |
κακοὺς ἀπελύετο δεσμούς . Ἄλλα δ ' ἄρ ' Ἀλκείδαο θρασύφρονος ἄσπετα ἔργα ἄμπεχεν Εὐρυπύλοιο διοτρεφέος σάκος εὐρύ . Φαίνετο | ||
υἱὸς Ἀχιλλῆος θεοειδέος ὦσεν ὀπίσσω τυτθόν , ἐπεὶ μένος ἠὺ θρασύφρονος Αἰνείαο φευγέμεν οὐκ εἴασκε , μένειν δ ' ἀνὰ |
καὶ ἄγκυρα ἱερά , ᾗ χωρὶς ἀνάγκης οὐ χρῶνται . ἀποβάθρα καὶ διαβάθρα , ἣν σκάλαν καλοῦσιν . οἱ δὲ | ||
οὗ καὶ φενάκη . . . . , . : ἀποβάθρα : ἡ τῆς νεὼς ἔκβασις , δι ' ἧς |
- εντ ' ὀλολυγμὸν ἀνδρὸς θεινομένου , γυναικός τ ' ὀλλυμένας : τί γὰρ κεύθω † φρενὸς θεῖον ἔμπας † | ||
λαοῦ . λαΐδος ὀλλυμένας ] ἤτοι τῆς λείας . λαΐδος ὀλλυμένας ] τῶν πολιτῶν . λαΐδος ] τῆς λαφυραγωγίας . |
μὲν γὰρ καὶ αὗται τοῦ τοιούτου χυμοῦ διὰ τε τὴν ἐγγύ - τητα καὶ τὴν τοῦ χολώδους χυμοῦ πληθώραν , | ||
μὲν γὰρ καὶ αὗται τοῦ τοιούτου χυμοῦ διὰ τε τὴν ἐγγύ - τητα καὶ τὴν τοῦ χολώδους χυμοῦ πληθώραν , |
Κρόνου καὶ Τιθωνοῦ παππεπίπαππος νενόμισται . ἀρρησία κάναστρα κορδακισμός κωδωνοφορῶν σιγηλός σταφυλήν ὦ ' τάν Ἅπερ ἐσθίει ταυτὶ τὰ πόνηρ | ||
Τὰ διὰ τοῦ ΗΛΟΣ ὑπερδισύλλαβα ἁπλᾶ ἔχοντα θηλυκὰ ὀξύνεται : σιγηλός μιμηλός ἀπατηλός ὑψηλός ὑδρηλός . Τὰ διὰ τοῦ ΙΛΟΣ |
ὅθεν καὶ ἁβροδίαιτος . Ἀεὶ γεωμόρος εἰς νέωτα πλούσιος . Ἀδεὲς δέος : ἐπὶ τῶν μάτην δεδοικότων . Ἀγαμεμνόνεια φρέατα | ||
. Ἢ ὅτι κῆπον λιθώδη κτησάμενος οὐκ ἀπέλαυσε τούτου . Ἀδεὲς δέος : ἐπὶ τῶν μάτην φοβουμένων . Αἰγιαλῷ λαλεῖς |
αἰνὸν ἱκάνει : δύντα δ ' ἐς ἠέλιον μενέω καὶ τλήσομαι ἔμπης . Ὣς εἰπὼν ἄλλους μὲν ἀπεσκέδασεν βασιλῆας , | ||
' ἀπαμειβόμενος προσέφη κρατερὸς Διομήδης : ἤτοι ἐγὼ μενέω καὶ τλήσομαι : ἀλλὰ μίνυνθα ἡμέων ἔσσεται ἦδος , ἐπεὶ νεφεληγερέτα |
. . καὶ μάχην ] γρ . μή . . ἀψυχίᾳ ] δειλίᾳ . . τοιαῦτ ' ἀϋτῶν ] τοιαῦτα | ||
ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόν , σαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ . τοιαῦτ ' ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους σείει , |
Ἀλεύας , πατὴρ Ἀργοῦς τοῦ Παντόπτου . . . . ἀλεωρή : ἡ φυλακὴ καὶ ἡ φυγή . ἡ μὲν | ||
τῶν κακῶν . ἢ ἀντὶ τοῦ δεσπόζουσα καὶ συμφέρουσα . ἀλεωρή : ἡ φυγὴ τοῦ κακοῦ ἤτοι τῆς ἀτεκνίας . |
ὁμο σύνθετα . ὁμόσπονδος ὁμόσιτος , ὁμοήθης , ὁμότροπος , ὁμόδουλος , ὁμόνους , ὁμόφωνος , ὁμόγλωττος , ὁμοτράπεζος , | ||
ἰδίαν βαδίζειν , εἰς οἶκον δὲ ἐφ ' ἕτερον . ὁμόδουλος συνδούλου διαφέρει . ὁμόδουλοι γάρ εἰσιν οἱ μετέχοντες ὁμοίας |
ἡ ὑπὸ τῶν ἴσων πλευρῶν ἡ ὑπὸ ΒΗΖ τῇ ὑπὸ ΔΗΖ ἴση : καὶ βάσις μὲν ἄρα ἡ ΒΖ βάσει | ||
ΕΗΔ , δυσὶν ὀρθαῖς ἴσαι οὖσαι , ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ ἴσαι [ ὥστε καὶ ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ δυσὶν |
ἀγὼν γὰρ οὐ μέλλοντος ἀθλητοῦ μένει ἀλκήν . ἔνεισιν ἐν δειλοῖσιν ἀνδρεῖοι λόγοι . ἐν τοῖς ἐμαυτοῦ δικτύοις ἁλώσομαι . | ||
' ἑταίρους ποιοῦνται θῶπας πλούτου καὶ τύχης κόλακας . Νόσος δειλοῖσιν ἑορτή : οὐ γὰρ ἐκπορεύονται ἐπὶ πρᾶξιν . Κακὸς |
σκόπει γ ' αὐτὴν σφόδρα : μόνην γὰρ αὐτήν , ὦνερ , οὐ γιγνώσκομεν . Πολύν γε χρόνον οὐρεῖς σύ | ||
εἶτ ' ἠρόμεθ ' ἄν : Πῶς ταῦτ ' , ὦνερ , διαπράττεσθ ' ὧδ ' ἀνοήτως ; Ὁ δέ |
τοῦδ ' ἔτι θνητοῖς πάθος ἐξεύροις ἢ τέκνα θανόντ ' ἐσιδέσθαι ; φέρω φέρω , τάλαινα μᾶτερ , ἐκ πυρᾶς | ||
Ὠκεανοῖο , ὃς δή τοι καλὸς μὲν ἀρίζηλός τ ' ἐσιδέσθαι ἀντέλλει , μήλοισι δ ' ἐν ἄσπετον ἧκεν ὀιζύν |
ἀπὸ ἐπιθέτου κύρια μονογενῆ ἀποστρέφονται τὴν ει δίφθογγον πλὴν τοῦ πείνη , οἷον Αἰητίνη δίνη . πρόσκειται μονογενῆ διὰ τὸ | ||
τῶν μέσων οὐδέποτε τῇ ει διφθόγγῳ παραλήγουσι , πλὴν τοῦ πείνη ὠτειλή ὀφειλή καὶ ἀπειλή . . . α . |
! ! ! ! ] λαρως ? ! ? ! ἐπεφράσσαντο νε [ τεν ! ! ! ! βοτάνηισιν Ἀχαιίδος | ||
ὅτ ' εἰαρινὸς θύννων στρατὸς ὁρμήσωνται . χῶρον μὲν πάμπρωτον ἐπεφράσσαντο θαλάσσης οὔτε λίην στεινωπὸν ἐπηρεφέεσσιν ὑπ ' ὄχθαις οὔτε |
ἀλευόμενος , ὑβρίζηι πλούτωι κεκορημένος , οἱ δὲ δίκαιοι τρύχονται χαλεπῆι τειρόμενοι πενίηι ; Ταῦτα μαθών , φίλ ' ἑταῖρε | ||
Μήποτ ' ἐπὶ σμικρᾶι προφάσει φίλον ἄνδρ ' ἀπολέσσαι πειθόμενος χαλεπῆι , Κύρνε , διαβολίηι . εἴ τις ἁμαρτωλῆισι φίλων |
ζημίας μεγάλας φέρει . Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν . Τέθνηκεν ἀνθρώποισιν ἅπασα χάρις . Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν | ||
τόδ ' : ἦ τέθνηχ ' ὁ Πηλέως γόνος ; Τέθνηκεν , ἀνδρὸς οὐδενός , θεοῦ δ ' ὕπο , |
γέγραφεν , ἵν ' ᾖ τὸ πλῆρες Αἴαντ ' ὃς βελέεσσιν , οὐκ ἔστι τῆς καθ ' Ὅμηρον Ἰάδος τὰ | ||
Ζηνόδοτος γράφει ἐνθάδε κοῦροι ὄλοντο δυώδεκα πάντες ἄριστοι οἷσιν ἐν βελέεσσιν . εἰσὶ δὲ οὔτε τῇ συνθέσει Ὁμηρικοί , οὔτε |
οὑν νεκροῖς , γέρον ; ἐμὸς ἐμὸς ὅδε γόνος ὁ πολύπονος , ὃς ἐπὶ δόρυ γιγαντοφόνον ἦλθεν σὺν θεοῖσι Φλεγραῖον | ||
χαλᾷς , αὔδασον , τίς ἔφυς βροτῶν ; τίς ὁ πολύπονος ἄγῃ ; τίν ' ἂν σοῦ πατρίδ ' ἐκπυθοίμαν |
' οὐδὲ θεοὶ μάχονται . [ [ [ οὐκ εἰμὶ φιλόψογος , ἐπεὶ ἔμοιγε ἐξαρκεῖ ὃς ἂν μὴ κακὸς ἦι | ||
φιλεγκλήμων , μεμψίμοιρος , φιλαίτιος , ὀνειδιστικός : καὶ πάλιν φιλόψογος , φιλολοίδορος , κακήγορος . τὰ δ ' ἐπιρρήματα |
θοὰ κύμαθ ' ὑπειρεσίῃσι χάρασσον : αὐτὰρ ἐγὼ μολπῇσι παρήπαφον ἡμετέρῃσι πέτρας ἠλιβάτους : αἱ δ ' ἀλλήλων ἀπόρουσαν . | ||
ὡς τὸ πάρος περ , ἦ ἤδη χείρεσσιν ὑφ ' ἡμετέρῃσι δαμέντες φύξιν βουλεύουσι μετὰ σφίσιν , οὐδ ' ἐθέλουσι |
ὑπέρβιος Αἴας δασσάμενοι προέηκαν ἐυπρώρους ἐπὶ νῆας . Ἀμφὶ δὲ πυγμαχίης ὦρτο σθένος Ἰδομενῆος , ὤρνυτ ' , ἐπεί οἱ | ||
δ ' αὐτίκ ' ἀνὴρ ἠΰς τε μέγας τε εἰδὼς πυγμαχίης υἱὸς Πανοπῆος Ἐπειός , ἅψατο δ ' ἡμιόνου ταλαεργοῦ |
εἰς ΕΙΟΣ ὑπερτρισύλλαβα μὴ πλεοναζούσης τῆς ΕΙ διφθόγγου προπαροξύνεται : Αἰάντειος Ὁμήρειος γαλήνειος Ἱππάρχειος . τὸ δὲ ἀδελφειός ἀπὸ τοῦ | ||
ἐλπισάντων νικᾶν , εἶθ ' ὑπ ' ἐκείνων ἁλόντων . Αἰάντειος γέλως : ἐπὶ τῶν παραφρόνως γελώντων . Ἀνίπτοις χερσίν |
Ἔνθα καὶ ὁ τῶν Βισαλτέων βασιλεὺς γῆς τε τῆς Κρηστωνικῆς Θρῆιξ ἔργον ὑπερφυὲς ἐργάσατο : ὃς οὔτε αὐτὸς ἔφη τῷ | ||
τε Γοργόνος τρίαιναν ὀρθὴν στᾶσαν ἐν πόλεως βάθροις Εὔμολπος οὐδὲ Θρῆιξ ἀναστέψει λεὼς στεφάνοισι , Παλλὰς δ ' οὐδαμοῦ τιμήσεται |
Ἡλιόδωρος θέλει δηλοῦν ἀπὸ μέρους τροφῆς , οὐκ ἀπιθάνως . χραισμεῖν βοηθεῖν , ἀπὸ τοῦ χρείαν τινὰ ἔχοντά τινος βοηθείας | ||
μηνιόωσιν ; ἄμμι γε μὴν νόος ἔνδον ἀτύζεται , ἱεμένοισιν χραισμεῖν εἰ δὴ πρόχνυ γέρας τόδε πάρθετο δαίμων νῶιν : |
ὀίσατο γὰρ μέγα ἔργον ἐκτελέειν αὐτῆμαρ ἀνὰ μόθον ὀκρυόεντα , νηπίη , ἥ ῥ ' ἐπίθησεν ὀιζυρῷ περ Ὀνείρῳ ἑσπερίῳ | ||
λαὸν ὀλέσσειν Ἀργείων , νῆας δὲ πυρὸς καθύπερθε βαλέσθαι , νηπίη : οὐδέ τι ᾔδη ἐυμμελίην Ἀχιλῆα , ὅσσον ὑπέρτατος |
εἱλεῖται σφαιρηδόν , ὑφ ' ἕρκεϊ γυῖα φυλάσσων , ἔνδοθεν ἑρπύζων : ὁ δέ οἱ σχεδὸν αὐτίκα θύνων πρῶτα μὲν | ||
εἰσίν . φυλάσσων : περικαλύπτων . Ἔνδοθεν : κατά . ἑρπύζων : βαδίζων , συρόμενος . σχεδόν : τοῦ ἐχίνου |
' ἂν εἴποις δικαστὴς ἄδικος , ἔκνομος παράνομος , ῥᾴδιος ῥᾳδιουργός , προπετής , εὐχερής δωροδόκος , εὐεξαπάτητος , εὔτρεπτος | ||
Κρατῖνος Χείρωσιν . τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ Σωκράτους ὅρκοι . ῥᾳδιουργός : ὁ κακοῦργος : καὶ ῥᾳδιουργία : ἡ περὶ |
φόρτοι ἀπώλεσαν , οἷς κέρδος ἦν συγκαταδῦναι τοῖς κύμασιν . ἐκβολὰν φέρει ] ἔκπτωσιν ὑπομένει . . ἀλφηστῶν ] ἐφευρετῶν | ||
. θΞ ἐκβολὰν ] ῥῖψιν . ἐκβολὰν ] ἐκφόρευσιν . ἐκβολὰν ] ἔκπτωσιν . θ φέρει ] πάσχει . φέρει |
, ὀρεινῆς . τάτ ' : ἅτινα , ἰωνικῶς . Τερπωλή : χαρὰ , εὐφροσύνη . ἠέ : ἰωνικόν . | ||
Εἰσδῦναι : εἰσελθεῖν . εἰσορόωντας : εἰς αὐτὸν βλέποντας . Τερπωλή : τέρψις . ἀπειρήτοισιν : ἀπείροις , ἀνοήτοις . |
: ὁ ἀσθενής , τοῦ δ καὶ καταβιβασμῷ τοῦ τόνου ἀκιδνός , ὁ μὴ κινούμενος . οὕτω Μεθόδιος . . | ||
ἀκιδνὸς ὁ ἀσθενὴς , περὶ τὸ αἰκίζω . αἰκιδνὸς καὶ ἀκιδνός : ἀκτάζω , ἀντὶ τοῦ ἐξανιστάμενος : ἀπὸ τοῦ |
μᾶλλον ἀλγῇς : δεχόμενος τὰς τῶν πληγῶν καταγωγὰς διὰ τὸ γυμνῆς καθικνεῖσθαι τῆς κεφαλῆς . λῆρος : χαριέντως καὶ σκο | ||
φευγόντων διελεγχούσης καὶ τῆς φαμιλίας αὐτῶν ταπεινῆς οὔσης , οἷα γυμνῆς , λοιπὸν δὲ καὶ τῷ κρύει οἱ ποταμοὶ εὐδιάβατοι |
. Ἐσπεσέειν : εἰσελθεῖν . κευθμῶνα : τὸ βάθος . ἤντησαν : ἔτυχον , ἀπέλαυσαν . ἔρωτος : ἐπιθυμίας . | ||
ἐτάνυσσαν : ἥπλωσαν , ἐξήπλωσαν . Χαλεπῆς : κακῆς . ἤντησαν : ἀπέλαυσαν , ἐπέτυχον . Οἰδάνεται : ὀγκοῦται : |
δὲ ἀσκάντης παρὰ τὴν κάννηνοὕτως δὲ ἐκάλουν τὴν ψίαθον . ἀσκάντης οὖν ἡ εὐτελὴς κλίνη , μηδὲ κάννην ἔχουσα , | ||
ῥῆμα ἀκαλαβώτης , πλεονασμῷ τοῦ σ . . . . ἀσκάντης : κλινίδιον εὐτελές , ὃ ὑπὸ τῶν Ἀττικῶν σκίμπους |
ὀλίγον ἰσχύει χρόνον . τίνι δεδούλωνταί ποτε ; ὄψει ; φλύαρος : τῆς γὰρ αὐτῆς πάντες ἂν ἤρων : κρίσιν | ||
λῆρος καθ ' ἑαυτὸν , οὕτως εἴποις : λῆρος καὶ φλύαρος εἶ ταῦτα λέγων . 〛 τινὲς δέ φασιν ἐσχηματισμένως |
ῥεῖα φέροι κλυτὰ τεύχεα Πανθοίδαο Ἀτρείδης , εἰ μή οἱ ἀγάσσατο Φοῖβος Ἀπόλλων . ἡ διπλῆ ὅτι τοὺς χρόνους ἐνήλλαχε | ||
' ἂν ῥᾳδίως ἔφερεν . . . . . τὸ ἀγάσσατο νῦν ἀντὶ τοῦ ἐφθόνησεν , οὐκ ἀντὶ τοῦ ἐθαύμασεν |
καὶ κληδόνος αὐτομάτως βοηθῶν : παρὰ τὴν ὄσσαν ὀσσητήρ καὶ ἀοσσητήρ , . , , . . α , . | ||
Κόλχοις ἦρα φέροιεν ὑπὲρ σέο , νόσφιν ἄνακτος ὅς τοι ἀοσσητήρ τε κασίγνητός τε τέτυκται , οὐδ ' ἂν ἐγὼ |
τε : πολὺς δ ' ἐνὶ μῦθος ὀρώρει δαινυμένων . Πάντῃ δὲ πυρὸς μένος αἰθαλόεντος δαίετο πὰρ κλισίῃσιν : ἐπίαχε | ||
λυγρῆς λῆγεν ἀτασθαλίης , ἐπεὶ ἦ φρένας ἄασε Κύπρις . Πάντῃ δ ' ἄλλοθεν ἄλλα κατηρείποντο μέλαθρα ὑψόθεν : ἀζαλέη |
οἶδας ὅσον σέο φέρτερος Ἕκτωρ ἔπλετ ' ἐνὶ πτολέμοισι ; Μένος δ ' ἀλέεινε καὶ ἔγχος ἡμέτερον : πινυτὸν γὰρ | ||
τειρόμενον : περὶ γὰρ κακὰ μυρία Κῆρες ἀνδρὶ περιστήσαντο . Μένος δ ' ἐνέπνευσεν ἀνάγκη : φῆ δέ , καὶ |
φιλαίτιος , ὀνειδιστικός : καὶ πάλιν φιλόψογος , φιλολοίδορος , κακήγορος . τὰ δ ' ἐπιρρήματα φιλεγκλημόνως , μεμψιμοίρως , | ||
ἐκ τοῦ κακο σύνθετα . κακοδαίμων , κακοῦργος , κακολόγος κακήγορος , κακοπράγμων ὡς Ὑπερείδης , κακόβιος , κακόβουλος , |
ὕψος , ἄθας δὲ ὁ θεός . Οὕτω Φίλων . Γέρασα , πόλις τῆς Κοίλης Συρίας , τῆς τεσσαρεσκαιδεκαπόλεως . | ||
. . . . . ξε γοʹ κθ ∠ ʹδ Γέρασα . . . . . . . . . |
οὐκ ἔστι δὲ Αἰνείως ὡς Πετεώς . . . . Αἰνείωο Αἰνείως , Αἰνειῶο Αἰνειώς . Αἰνειώς Αἰνειῶο . ως | ||
. . . Αἰνείαο : ἡ διπλῆ ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Αἰνείωο . οὐκ ἔστι δὲ Αἰνείως ὡς Πετεώς . . |
. αἷμα δὲ ζῶντος ὄνου μετὰ κροκοδειλίας βοτάνης καὶ ἐλαίου συγχριόμενον τεταρταΐζοντας ἰᾶται . Τὸ δὲ κρίκιον τοῦ χαλινοῦ αὐτοῦ | ||
καὶ ἀποπαύειν πυρετούς . ] Κάχρυος σπέρμα μετ ' ἐλαίου συγχριόμενον , ἢ πύρεθρον μετ ' ἐλαίου θερμανθὲν καὶ ἐπιχρισθὲν |
ἀνθεσίχρως καὶ ὁ δημοτικὸς μελάνουρος , ὃς καὶ θνητὸς ἐὼν ἕπετ ' ἰχθύσιν ἀθανάτοισιν . οἴη δ ' αὖ θύννου | ||
ἀνθεσίχρως καὶ ὁ δημοτικὸς μελάνουρος , ὃς καὶ θνητὸς ἐὼν ἕπετ ' ἰχθύσιν ἀθανάτοισιν . οἴη δ ' αὖ θύννου |
τοιάδε τόλμα : θῆλυς ἄρσενος φονεύς : ἔστιντί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμ ' ἄν ; ἀμφίσβαιναν , ἢ Σκύλλαν | ||
Κλυταιμνήστρας . λαθραίου ] κεκρυμμένης . νιν ] αὐτήν . δυσφιλὲς ] ἤγουν μισητόν . δάκος ] θηρίον . σημείωσαι |
συνεσταλμένος , κατεπτηχώς , ἀγεννής , εὐλαβής , περίφοβος , φιλόψυχος φιλοσώματος , ἄτολμος , καταπλήξ : ὁ γὰρ ἄψυχος | ||
οὕτως ἀωρὶ τοῦ παντὸς χρόνου μελῳδῶν . εἶτα φῂς εἶναι φιλόψυχος καὶ καταψεύδει σαυτοῦ . καὶ τίς ὦ πρὸς θεῶν |
. τὰ δὲ καίπερ ἐναντίον ἀΐξαντα ἂψ ὀπίσω παλίνορσα μεθερπύζειν μενεαίνει : καί σφισιν ἐξαπίνης ῥόθος ἵσταται : οὐδέ τι | ||
δὲ καί περ ἐναντίον ἀΐξαντα , ἂψ ὀπίσω παλίνορσα μεθερπύζειν μενεαίνει : καί σφισιν ἐξαπίνης ῥόθος ἵσταται , οὐδέ τι |
μάχην οὐκ ἄλλου τινὸς εἶναι καιροῦ σημεῖον ἢ θέρους . Ἅπας γὰρ ἀναπαύεται πόλεμος ἐν χειμῶνι , καὶ τὴν πρὸς | ||
' ἐντέχνως τε καὶ ἀπταίστως καὶ τάχιστα ἐφόδῳ τοιαύτῃ . Ἅπας πολλαπλάσιος τοσούτων ἐπιμορίων ἡγήσεται λόγων ἀντιπαρωνύμων αὐτῷ ; ὁπόστος |
καὶ μάλιϲτα τῶν ὀδοντοφυούντων παιδίων , καὶ τὰ κατὰ θώρακα ἐκλειχόμενον ϲυμπέττει . Βούφθαλμον ὅμοιον μὲν ἔχει τῷ χαμαιμήλῳ τὸ | ||
, μετὰ τοῦ καὶ πέττειν . αὐτὸ μὲν οὖν μόνον ἐκλειχόμενον πέττει μὲν μᾶλλον , ἀνάγει δὲ ἧττον , ἅμα |
ἰδίαι . πριστοῖσι λόγχης θέλγεται ῥινήμασιν . λοχαῖον σῖτον ψυκτήρ ἀπέπτυς ' ἐχθροῦ φωτὸς ἔχθιστον τέκος . πρὸς ταῦθ ' | ||
ἡμεῖς ἰδίᾳ . πριστοῖσι λόγχης θέλγεται ῥινήμασιν λοχαῖον σῖτον ψυκτήρ ἀπέπτυς ' ἐχθροῦ φωτὸς ἔχθιστον τέκος . . . φιλεῖ |
! ] μάλα ? ? ? ? δ ? ' εὔαδεν ? ? ? ? ἀθανάτοισιν ? [ “ ] | ||
πλήθους ὀλοοὺς ἐνέπουσιν ὀδόντας πλαζόμενοι , νῶϊν δὲ κεράατα μυθήσασθαι εὔαδεν : ὧδε γὰρ ἄμμι φύσις κεράων ἀγορεύει . σήματα |
αἰδοῦς καὶ κοσμιότητος ἀναστήσεις . ἀναπλήσειν : ἀντὶ τοῦ ” ἀφανίσειν “ . ἀναπλήσειν ] ἀναπληρώσειν . εἰσιέναι ] ἀντὶ | ||
πορθήσεις καὶ ἀφανισμούς . . λαπάξειν ] ἐκπορθήσειν . . ἀφανίσειν , πορθήσειν . . τήνδε ] τὴν τῶν Θηβαίων |
μέγεθος ἐγγὺς ἂν ἔλθῃ . ματίῃ ματαιότητι : “ ἡμετέρῃ ματίῃ . ” μαχλοσύνη ἀκολασία , καταφέρεια . μεγαλίζομαι μεγαλύνομαι | ||
τείρετο δ ' ἀνδρῶν θυμὸς ὑπ ' εἰρεσίης ἀλεγεινῆς ἡμετέρῃ ματίῃ , ἐπεὶ οὐκέτι φαίνετο πομπή . ἑξῆμαρ μὲν ὁμῶς |
: ἐμέμφθης , φησὶ , τιμῆς χάριν τῆς ἐμῆς , ἀπεχθὴς δέ σοι ἡ Ἀφροδίτη ἐγένετο : τί δ ' | ||
Οἴμοι : φρόνησον , ὦ κασιγνήτη , πατὴρ ὡς νῷν ἀπεχθὴς δυσκλεής τ ' ἀπώλετο , πρὸς αὐτοφώρων ἀμπλακημάτων διπλᾶς |
Οἷς μὲν δίδωσιν , οἷς δ ' ἀφαιρεῖται τύχη . Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά . Ὁ μηδὲν εἰδὼς | ||
αὐτοῦ . καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων , Ὀργὴ μεγάλη καθ ' ὑμῶν , καὶ κατὰ τῶν υἱῶν |
, ἄνεμος : λέγεται δὲ καὶ οὖρος ὁ φύλαξ καὶ ἰθυντήρ . οὖρος δὲ ὁ ἄνεμος , παρὰ τὸ οὐρόειν | ||
: σκοτεινῆς . ἢ διωλυγίης ἀντὶ τοῦ ἐπιπολὺ διηκούσης . ἰθυντήρ : κυβερνήτης . τεναγώδεα : πηλώδη . τέναγος δέ |
ἡλίου , ἢ ὅτι ἡ θεὸς τοιαύτῃ κέχρηται ἐσθῆτι . κρυόεσσα φρικτή : κρύος γὰρ τὸ ῥῖγος . κρῖ ὁ | ||
. αἰδῶ : γράφεται ἀνδρῶν . Πᾶσιν : ὅλοις . κρυόεσσα : φρικτὴ , ἡ φοβερὰ , ἡ ἀλγεινὴ , |
καὶ τὸ , Τέτλαθι . . Ὡι ΕΝΙ ΟΙΚΩι . Ἐνὶ ᾧ , τουτέστιν ἐν τῷ ᾧ , καὶ ἐν | ||
καὶ τὸ , Τέτλαθι . . Ὡι ΕΝΙ ΟΙΚΩι . Ἐνὶ ᾧ , τουτέστιν ἐν τῷ ᾧ , καὶ ἐν |
ὡς ἐπαφητά . δεσμῷ Ἔρωτος ἀγητοῦ , ὃς ἐκ νόου ἔκθορε πρῶτος ἑσσάμενος πυρὶ πῦρ συνδέσμιον , ὄφρα κεράσσῃ πηγαίους | ||
δὲ τῶνδ ' ἑδράνων πάλιν ἔκτοπος αὖθις ἄφορμος ἐμᾶς χθονὸς ἔκθορε , μή τι πέρα χρέος ἐμᾷ πόλει προσάψῃς . |
, αἰκιστικῶς , ἀφειδῶς , προχείρως , προπετῶς . ὕβρισεν ἐξύβρισεν , ἠσέλγησεν , ἐπαρῴνησεν , ᾐκίσατο , ἐτύπτησε , | ||
κατορθώσαντι , οὐδ ' ἐπήρθη τοῖς πεπραγμένοις , οὐδ ' ἐξύβρισεν , οὐδ ' ἐφρόνησε μεῖζον οὐδὲν ἢ πρὸ τῆς |
, ἔχουσι δέ τι καὶ στυπτικὸν ἐκ ψυχρᾶς γεώδους . Κάπνιος δριμεῖα καὶ πικρὰ καὶ στύφει . Καππάρεως ῥίζης ὁ | ||
ὡς , εἰ πλείων βρωθείη , ξηραίνει τὴν γονήν . Κάπνιος δριμείας ἅμα καὶ πικρᾶς μετέχει ποιότητος : οὐκ ἀπήλλακται |
! ! ! ! ] [ ] αγο [ ] ερο [ ] σκα [ ] ικ [ ] ν | ||
. [ ] ! ! ονεκ [ [ ] ! ερο ! [ [ ] νιναι ? ! [ [ |
διαπονουμένους , ὑπερασπίσαι τε τοῦ ἀδελφοῦ καὶ εἰπεῖν τοῦτο . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γηράσκω αἰεὶ | ||
βακχεύει : ἐπὶ τῶν παρ ' ὥραν τι διαπραττομένων . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γραῦς ἀνακροτήσασα |
ἀγνυμένων : αἳ γάρ ῥα συνωχαδὸν ἀλλήλῃσιν αἰὲν ἐνερρήγνυντο . Πόνος δ ' ἄπρηκτος ὀρώρει : καί ῥ ' οἳ | ||
τὸ ὑγρόν : ἡ δ ' εὐθυμίη ἀφίει καρδίην . Πόνος , τοῖσιν ἄρθροισι καὶ σαρκὶ σῖτος , ὕπνος σπλάγχνοισιν |
' ἐπὶ κνηϲμοῖϲι τῶν μορίων καὶ ἡδονῇ προχέεται τῇϲι ἡ θορή , ἀτὰρ καὶ πρὸϲ ἄνδραϲ ὁμιλίῃ ἀναιϲχύντῳ : ἄνδρεϲ | ||
καὶ γόνιμα μέρεα , ὅκωϲ δι ' ἀψύχων ῥέει ἡ θορή , οὐδὲ ἐπιϲχεῖν ἔϲτι αὐτέην οὐδὲ ἐν ὕπνοιϲι : |
θεοπροπίης ἐμπαζόμεθ ' , ἣν σύ , γεραιέ , μυθέαι ἀκράαντον , ἀπεχθάνεαι δ ' ἔτι μᾶλλον . χρήματα δ | ||
' ἐν κονίῃσιν ἐμεῦ ὕπο δῃωθέντες . Ὣς ἔφατ ' ἀκράαντον ἱεὶς ἔπος : οὐδέ τι ᾔδη ὅττι ῥά οἱ |
ἠχητικῇ . Λιλαίετο : ἤθελεν . Μίσγεσθαι : ἑνοῦσθαι . ξυλόχους : ὄρη . Ἀλλ ' οὐδέ : ἀλλ ' | ||
καὶ χλωρᾶς . εἰλυοὺς δὲ τὰς καταδύσεις τῶν θηρῶν . ξυλόχους δὲ τοὺς ἐν τοῖς ὄρεσιν ὑλώδεις τόπους . ἔστι |
ἀλινδήθρας ” , τουτέστιν ἐκκυλίσματα . ἐξαλίσας ] κυλίσας . ἐξήλικας ] ἐξέβαλες , ἐξεκύλισας , ἐξέωσας . ὅτε καὶ | ||
ὀνειροπολούμενος ὁ νεανίσκος λέγει . ἀλλ ' ὦ μέλ ' ἐξήλικας : κατὰ ἀποκοπὴν τοῦ ε ἀττικῶς . οὕτως ἐν |
ἔσχον τιμὴν βασιλικὴν , ἤγουν βασιλεῦσι πρέπουσαν . . ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΑΥΤΕ ΓΕΝΟΣ . Ὁ μὲν Ὀρφεὺς τοῦ ἀργυροῦ γένους βασιλεύειν | ||
καὶ καταστεῖλαι τὸ θυμοειδὲς αὐτῶν . . ΠΑΥΡΟΙ Δ ' ΑΥΤΕ ΜΕΤΕΙΚΑΔΑ ΜΗΝΟΣ ΑΡΙΣΤΗΝ . Τὴν καʹ οἱ Ἀθηναῖοι μετεικάδα |
ἀναταράσσουσι τὰ ἄγκιστρα , ταράσσουσιν . Ῥίμφα : εὐκόλως . ἐξείρυσσε : ἔξω εἵλκυσεν , ἐξείλκυσεν . πάρος : πρὸ | ||
πολλάκι δὲ προβαλόντος ἑὴν ἔντοσθεν ἁλόντος οὐρὴν ἄλλος ἔμαρψε καὶ ἐξείρυσσε θύραζε ἑσπόμενον : τοιοῖσδε νοήμασι πότμον ἄλυξαν . ὡς |
, Ζ μέρη , ὁμοία ἐστὶν ἡ ΠΩ περιφέρεια τῇ ΦΖ περιφερείᾳ . ἀλλὰ ἡ ΠΩ τῇ ΨΣ ἐστιν ὁμοία | ||
αἱ ΕΚ , ΜΛ , ἐκβληθεισῶν δὲ τῶν ΥΖ , ΦΖ ἐπὶ τὰ Ψ , Χ , κείσθω ἑκατέρα τῶν |
ἢ τὸν πλαστὸν καὶ φένακα τῦφον ἀντὶ τῆς ἀπλάστου καὶ ἀψευδοῦς ἀτυφίας ἐπαινεῖσθαί τε καὶ θαυμάζεσθαι ; παγκάλως δὲ προσδιέσταλται | ||
πολυχρηματίαν ἢ ὅσα ὁμοιότροπα , νομίσαντα εἶναι ἀγαθά , τῆς ἀψευδοῦς τῶν ἀγαθῶν μερίδος οὐδενὶ φαύλῳ συνταττομένης : ἀκοινώνητον γὰρ |
. πολὺ γὰρ ηὔξηται ἐν αὐτοῖς ἡ ἀδικία τε καὶ αἰσχροκέρδεια . ὁ δὲ Οἰδίπους [ δι ' ἐκπώματα ] | ||
μισθοφορία , μισθοδοσία , πρᾶσις , ἀπόδοσις ἀπεμπόλησις , φιλοκέρδεια αἰσχροκέρδεια . ὁ δ ' ἐναντίος ἄδωρος , ἀδωροδόκητος , |
ἀκμὴ τοῦ πάθους . ὁρμή . : ἄπυρος ] Ἡ πολύπυρος , διὰ τὸ σφοδρὸν πάθος . ἤ , πῦρ | ||
καὶ βλάβας διδοῦν . . βέλος . . ἄπυρος ] πολύπυρος , διὰ τὸ σφοδρὸν καὶ πολὺ τοῦ πάθους : |
εἵματ ' ἔχοντα , πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι , σκηπτόμενον : τὰ δὲ λυγρὰ περὶ χροῒ εἵματα ἕστο : | ||
ἀμελείᾳ καὶ τροφῆς ἀποχῇ τὸ σῶμα . νοσεῖν τινα νόσον σκηπτόμενον . Ἐρασίστρατον δὲ τὸν ἰατρὸν αἰσθέσθαι μὲν οὐ χαλεπῶς |
καπνὸν ἰόντα . Ἀμφὶ δὲ Κασσάνδρην ἐρικυδέα παπταίνουσαι πᾶσαί μιν θηεῦντο θεοπροπίης ἀλεγεινῆς μνωόμεναι : ἣ δέ σφιν ἐπεγγελάασκε γοώσαις | ||
δὲ κλαγγή τε καὶ ἄσπετος ὦρτο κυδοιμὸς θυνόντων ἄμυδις : θηεῦντο δὲ μέρμερα ἔργα ὅσς ' ἄνδρες ῥέξαντες ἔβαν κοίλας |
“ ἀρνῶν πρωτογόνων . ” ἀρτεμέα ὑγιῆ . ἀράβησεν οἷον ἐψόφησεν . ἀργειφόντης ἢ ὁ ἀργὸς φόνου καὶ καθαρός . | ||
μάτην . κλαυσιᾷ : Ἠχεῖ . Θ . . ματαίως ἐψόφησεν . . . σέ τοι λέγω : Τὸ λέγω |
: ἀλλ ' ἅμα παιδὶ ἑλκομένῳ δύστηνος ἀνέλκεται , ὄφρα πελάσσῃ δυσμενέων ὑπὸ χεῖρας : ἀνάρσιοι , ἦ μέγ ' | ||
, οὐ δὲ θαλάσσης κριοῖς μειλιχίοισι συνοίσεται , ὅς κε πελάσσῃ . τίς δὲ τόσον χλούνης φορέει σθένος , ὅσσον |
θρῆνυν ἐφ ' ἑπταπόδην , λίπε δ ' ἴκρια νηὸς ἐΐσης . ἔνθ ' ἄρ ' ὅ γ ' ἑστήκει | ||
καὶ τὸν Ὠκεανὸν λίμνην καλεῖ . ἰδ ' ἱστία νηὸς ἐΐσης στεῖλαν ἀείραντες . . . : οἱ περὶ Ζηνόδοτον |
δεινὴ θεός , ἥ ῥά οἱ ἀχλὺν θεσπεσίην κατέχευε φίλα φρονέους ' ἐνὶ θυμῷ . θαύμαζεν δ ' Ὀδυσεὺς λιμένας | ||
βριαρήν περ ἐοῦσαν , σεύατ ' ἴμεν Πόντονδε , φίλα φρονέους ' ἐρέτῃσιν . ὡς δ ' ὅτε τις πάτρηθεν |
πάρα νυμφοκομήσει . τοῖον εἰς ἕρκος πεσεῖται καὶ μοῖραν θανάτου δύστανος : ἄταν δ ' οὐχ ὑπεκφεύξεται . σὺ δ | ||
οὐ γὰρ ἔχω χεροῖν τὰν πρόσθεν βελέων ἀλκάν , ὦ δύστανος ἐγὼ τανῦν , ἀλλ ' ἀνέδην ὅδε χῶρος ἐρύκεται |
δ ' ἐγὼ τήν μοι θεὸς ὤπασε γεινομένῳ περ τλήσομαι ἀκράαντα φέρων τετληότι θυμῷ . οὐδέ τι μοι φίλα γυῖα | ||
: “ τύμβῳ ἐπ ' ἀκροτάτῳ Αἰσυήταο γέροντος . ” ἀκράαντα ἀτελείωτα : “ αὕτως ἀκράαντον . ” ἀκριτόμυθε ἄκριτα |
ὅπερ εὐχερῶς σχίζεται , καὶ ἔρειξις ἡ ἐσχισμένη γῆ . ἐρεικόμενος : διασχιζόμενος , ἐξ οὗ καὶ ἐρειγμὸς δίκην κεκοσμημένος | ||
χροὸς ἤρκει ὄλεθρον : δὴ τότε γ ' αὖον ἄϋσεν ἐρεικόμενος περὶ δουρί . δούπησεν δὲ πεσών , δόρυ δ |
Σκίρα , Σκίρον σκιτών σόφισμα στομοδόκον στρατηγίς στρόφιγγες συηνία καὶ ὑηνία σφῆκες καὶ σφηκίαι ταχεωστί τραπέμπαλιν τραύξανα ὑφόλμιον ὕφος φῖτυ | ||
, ὡς οἱ συγγραφεῖς : περὶ ψυχῆς . Συηνία καὶ ὑηνία , ἀμαθία , σκαιότης , παρὰ Φερεκράτει . καὶ |
τὴν Παφίην . Οὔτε σε Πραξιτέλης τεχνάσατο οὔθ ' ὁ σίδαρος : ἀλλ ' οὕτως ἔστης ὥς ποτε κρινομένη . | ||
Πραξιτέλης ; Οὔτε σε Πραξιτέλης τεχνάσατο , οὔθ ' ὁ σίδαρος : ἀλλ ' οὕτως ἔστης , ὥς ποτε κρινομένη |
κατείχετο δὲ νεφέεσσιν . ἔνθ ' οὔ τις τὴν νῆσον ἐσέδρακεν ὀφθαλμοῖσιν , οὔτ ' οὖν κύματα μακρὰ κυλινδόμενα προτὶ | ||
. ” Ὧς φάτ ' ἀπηλεγέως . ὁ δ ' ἐσέδρακεν ὄμμαθ ' ἑλίξας , ὥστε λέων ὑπ ' ἄκοντι |
οἰκείους . ὁ γὰρ Λυκάων φησὶν ἀδελφὸς ὢν Ἕκτορος „ μινυνθάδιον δέ με ” μήτηρ γείνατο Λαοθόη , θυγάτηρ Ἄλταο | ||
ἀπεχθέσθαι Διὶ πατρί , ὅς με σοὶ αὖτις δῶκε : μινυνθάδιον δέ με μήτηρ γείνατο Λαοθόη θυγάτηρ Ἄλταο γέροντος Ἄλτεω |
ὅτι ἰδίως φίλε τέκνον ἀντὶ τοῦ φίλον τέκνον . καὶ ἄμυνε ἀντὶ τοῦ ἀμύνου . . μηδὲ πρόμος ἵστασο τούτω | ||
τελαμῶνα περὶ στήθεσσι φαεινὸν ἀσπίδος ἀμφιβρότης : ἀλλὰ Ζεὺς κῆρας ἄμυνε παιδὸς ἑοῦ , μὴ νηυσὶν ἔπι πρύμνῃσι δαμείη : |
ἴθι ] ἐλθέ . στροφὴ ἑτέρα κώλων ηʹ . δύα δύα ] η η . † συμφορὰ χαλεπὴ δηλονότι . | ||
τοῖς δάκρυσι δηλονότι . πῆμα ] διὰ τὸ . δύα δύα ] * η . τλημοσύνη . καὶ ἰσόγοα . |
: Ἀντίλοχ ' εἰ δ ' ἄγε δεῦρο διοτρεφὲς ὄφρα πύθηαι λυγρῆς ἀγγελίης , ἣ μὴ ὤφελλε γενέσθαι . ἤδη | ||
' ὀΐω ῥιγήσειν πόλεμόν γε καὶ εἴ χ ' ἑτέρωθι πύθηαι . Ὣς ἔφαθ ' , ἣ δ ' ἀλύους |
ἀπὸ τῆς γῆς μετὰ φόβου καὶ σπουδῆς ἐς τὴν θάλασσαν ἀφεώρων , ὡς ἐν τῇδε καὶ αὐτοὶ περὶ τῆς σφῶν | ||
τειχῶν ἐς τοὺς πρέ - σβεις , ὁπότε ἥξουσιν , ἀφεώρων καὶ βραδύνουσιν αὐτοῖς ἤχθοντο καὶ τὰς κόμας ἐτίλλοντο : |
τὰ σχήματα εὔθραυστά ἐστιν , αἱ δ ' ἄτομοι ἀπαθεῖς ἄθραυστοι : ἴδια δ ' ἔχειν σχήματα λόγῳ θεωρητά . | ||
οὖν γῆς ὄρθ ' ἔκειθ ' ὁρίσματα πύργοι τ ' ἄθραυστοι Τρωϊκῆς ἦσαν χθονὸς Ἕκτωρ τ ' ἀδελφὸς οὑμὸς εὐτύχει |
. σημαίνει δὲ τὸ ἀμοιβήδην τὸ ἐνηλλαγμένως , τὸ δὲ ἐπαμοιβός τὸ ἀλλεπαλλήλως , . , . . . . | ||
καὶ ἀμοιβηδίς . σημαίνει δὲ τὸ ἐνηλλαγμένως , τὸ δὲ ἐπαμοιβός τὸ ἀλλεπαλλήλους . . . . ἀμοιβοί : σημαίνει |