δὴ καὶ τὴν δευτέραν εἰκόνα . Ὅτε μὲν ὁ λοιμὸς ἐπέπαυτο , καὶ τὸ πλῆθος ἔρρωτο , καὶ ἡ δύναμις
Λεωδάμαντος παῖδες κτείνουσι , καὶ ὁ πόλεμος καὶ ἡ τυραννὶς ἐπέπαυτο Μιλησίοις . Ὅτι Ἐπιμένης μετὰ ταῦτα αἰσυμνήτης ὑπὸ τοῦ
5919618 ἀφορητος
πάντα τῷ αὐτῷ παρεῖναι κἂν καθ ' ὑπόθεσιν παρῇ , ἀφόρητος ἔσται ἡ κακία . καλεῖται μὲν οὖν ἡ κακία
οὐ δυνάμενα κατασχεθῆναι . Αἰσχύλος Σεμέληι . ‖ ἄστεκτος : ἀφόρητος , ἀβάστακτος . ‖ ἀστέκτως : ἀνυπομονήτως , ἀνυποστάτως
5902637 ἠρεμησει
φερομένου περὶ αὐτὸν τοῦ ἡλίου . ἀλλ ' εἰ μὲν ἠρεμήσει , δῆλον ὡς ὁ ἥλιος οὔτε δύνων οὔτε ἀνατέλλων
εἰς ἐκεῖνον γὰρ φύσει κινήσεται καὶ γενομένη ἐν ἐκείνῳ φύσει ἠρεμήσει . τῷ δὲ ταῦτα συγχωροῦντι λόγῳ καὶ βιαίους συγχωρητέον
5881838 κακομαντις
' ἀπηγόρευσε τοῦ ποιῆσαι τὰ δεινά . . δύσορνις ] κακόμαντις ὑπῆρχε . ξυναυλία δορὸς ] τίς γὰρ ὁρῶν αὐτοὺς
. ἀμφὶ δὲ νόστῳ τῷ βασιλείῳ καὶ πολυχρύσου στρατιᾶς ἤδη κακόμαντις ἄγαν ὀρσολοπεῖται θυμὸς ἔσωθεν . πᾶσα γὰρ ἰσχὺς Ἀσιατογενὴς
5742587 Λαις
ἥκουσιν Μεγα - ρόθεν , εἰσὶ δέ / Κορίνθιαι : Λαὶς μὲν ἡδὶ Μεγακλέους . Τίμαιος δ ' ἐν τῆι
; νυνὶ μὲν ἥκουσιν Μεγαρόθεν , εἰσὶ δὲ Κορίνθιαι : Λαὶς μὲν ἡδὶ Μεγακλέους . Τίμαιος δ ' ἐν τῇ
5724021 ἀνῃρητο
δεύτερον ψευδῶς διεβέβλητο ὑπὸ ἄννωνος καὶ τότε πρὸς Καρχηδονίων οὕτως ἀνῄρητο καὶ οὕτως ἀποθανὼν ὑβρίζετο : Καρχηδόνιοι δὲ ἐπέστελλον Ἀννίβᾳ
αὐτῷ σκυτοτόμου μαχαίριον ἐμπεπηγμένον . Οὕτω μὲν δὴ καὶ Δροῦσος ἀνῄρητο δημαρχῶν . καὶ οἱ ἱππεῖς ἐπίβασιν ἐς συκοφαντίαν τῶν
5681223 καταφθινει
σφαίρη , καὶ ἁπτομένη πονέει ὡς ἀπὸ ἕλκεος , καὶ καταφθίνει , καὶ δοκέει οἷον περιπλευμονίη εἶναι , καὶ εἰρύεται
μάλιστα τῷ κεκτημένῳ . ἔστι δὲ ἐφ ' ὧν ἔμπαλιν καταφθίνει καὶ ἀπομαραίνεται εἴσω τῆς ἀκμῆς . καὶ δέονται οὗτοι
5668103 διωξις
ἐπελαύνειν , καὶ ὅλως ἐστὶν αὐτοῖς ἡ μάχη φυγὴ καὶ δίωξις . ἴσασιν δὲ καὶ λιμὸν φέρειν οἱ Νομάδες οἵδε
τῶν Περσῶν ἀπέθανον εἰς χιλίους . οὐ γὰρ πολλὴ ἡ δίωξις ἐγένετο , ὅτι ἐξετράπη Ἀλέξανδρος ἐπὶ τοὺς ξένους τοὺς
5625211 δυσελπις
βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς παρακεκομμένος ἀδιατύπωτος κακομήχανος αἰσχροκερδὴς φίλαυτος ἐθελόδουλος
μετιὼν ἀθρόα δυσελπιστίαν καὶ ἀπιστίαν μετὰ πολλῆς ἀνοίας κτᾶται : δύσελπις μὲν γίνεται , εἰ νῦν μόνον ἀλλὰ μὴ καὶ
5608823 ἐπιπεσουσα
νόσος δ ' ἐξήγαγεν αὐτὸν ὀξεῖα , εἴτ ' ἄλλως ἐπιπεσοῦσα ἐκ τῆς ἅδην πλησμονῆς εἴθ ' , ὡς ἔφασαν
οὐκ ἄρχοντος δήσαντος , ἀλλὰ ποδάγρα τότε πρῶτον πολλή τις ἐπιπεσοῦσα καὶ χαλεπὴ πυνθάνεσθαι τῶν εἰσιόντων ἠνάγκαζε ῥώμης τε πέρι
5607129 πλημμελης
ἀερόμυθος κόλαξ νωθὴς ἀπερίσκεπτος ἀπροόρατος ἀπρονόητος ὀλίγωρος ἀπαράσκευος ἀπειρόκαλος | πλημμελὴς σφαλλόμενος διαπίπτων ἀδιοίκητος ἀπροστασίαστος λίχνος ἀγόμενος διαρρέων εὐένδοτος δολιώτατος
, φησίν , ἐν χρόνῳ , δῆλον ὅτι καὶ ἡ πλημμελὴς καὶ ἄτακτος κίνησις ἐν χρόνῳ . εἰ οὖν ἡ
5603010 χαμαιτυπη
τυπὴ ὀξυτόνως : Ἀρυπὴ ἡ πόλις : λατυπὴ ὀξυτόνως : χαμαιτυπή : τὸ λύπη βαρυτόνως : πρόσκειται μονογενῆ , διὰ
τυπὴ ὀξυτόνως : Ἀρυπὴ ἡ πόλις : λατυπὴ ὀξυτόνως : χαμαιτυπή : τὸ λύπη βαρυτόνως : πρόσκειται μονογενῆ , διὰ
5602328 ἐμενεν
γε οὐκ ἐλάττους ἦσαν αὐτὸν οἱ θεραπεύοντες , ἀλλ ' ἔμενεν ὅμως ἀκίνητος , οὐχ ὑπὸ τῆς βασιλείας ἐπαιρόμενος ,
αἰπόλων αἶγες καὶ τὰ πρόβατα καὶ τὰ βουκόλια κατὰ χώραν ἔμενεν ἐν κοίλῃ νηΐ , καθάπερ αὐτὰ τοῦ μέλους μὴ
5600932 ἐνεκλινεν
. διαφθαρέντων δὲ τῶν προμάχων καὶ ἡ λοιπὴ δύναμις ἀποτραπεῖσα ἐνέκλινεν εἰς φυγήν , οἵ τε φυλάττοντες τὰς ἀποσκευὰς μεθέμενοι
στρατεύματος , εἶξεν , ἐνέδωκεν , ἐπὶ πόδα ἀνεχώρει , ἐνέκλινεν , ἐξέκλινεν , ὑπεχώρησεν , ὑπετράπη , τὰ νῶτα
5580394 χαλεπωτερη
βουλόμενος . . ἡ τῶν συγγενῶν ἔχθρη τῆς τῶν ὀθνείων χαλεπωτέρη μάλα . . μὴ ὕποπτος πρὸς ἅπαντας , ἀλλ
ἐστιν , ἕως ἂν ἄρξωνται βήσσειν : πολυχρονιωτέρη δὲ καὶ χαλεπωτέρη κείνης . Τὸ δὲ σίαλον λεπτὸν καὶ ἀφρῶδες πτύει
5573659 πεπαυται
αὐτὸν ἀπέχεσθαι εἶπε τοῦ παίειν ἢ λοιδορεῖσθαί οἱ , ” πέπαυται γὰρ τῶν ἀνοήτων . „ τοῦτο μὲν δὴ τοιοῦτον
ὑπεναντίου τῇ διαθέϲει : διαφορῆϲαι γὰρ χρὴ τὰ περιττώματα καὶ πέπαυται τὸ πάθημα . διαφορηθήϲεται δὲ τρίψει τε πολλῇ καὶ
5568715 ἡγεμονια
ἐβασίλευσαν μέχρι Σαρδαναπάλλου : ἐπὶ τούτου γὰρ ἡ τῶν Ἀσσυρίων ἡγεμονία μετέπεσεν εἰς Μήδους , ἔτη διαμείνασα πλείω τῶν χιλίων
τοῦτ ' ἔστι πρὸς σὲ τὸν μάγειρον ; τῆς τέχνης ἡγεμονία τίς ἐστιν αὐτῆς , ὦ πάτερ , τὸ τῶν
5555854 κουφοτερος
πλέονι Καρρίναν ἐκπολεμήσοντα Πομπήιον . ὁ δὲ καὶ τούτῳ , κουφότερος ὤν , ἐπεφαίνετο ἄφνω καὶ ἀφιπτάμενος ἠνώχλει καὶ πόλεις
τε κοιλίη ἐφίσταται ἐνίοτε : ὁκόταν δὲ ἀφροδισιάσῃ , δοκέει κουφότερος εἶναι ἐς τὸ παραυτίκα , ἐξ ὑστέρου δὲ μᾶλλον
5555196 σαλευων
πορθμός , εὔριπος , ἀπαγής , ἀβέβαιος , ἀνερμάτιστος , σαλεύων , τοῦ φέροντος ἀεὶ πνεύματος , ὀξύτερος πτεροῦ τὴν
κατεπόνει τοὺς πολιορκουμένους : ὁμοίως δὲ καὶ διὰ τῶν κριῶν σαλεύων τὰ τείχη καὶ διὰ τῆς μεταλλείας ὑπορύττων ἐπὶ πολὺ
5544978 λοιμος
ἀκούσας κατελθὼν ἐν τῇ πόλει ἀπέσφαξεν ἑαυτόν : ἐπαύετο ὁ λοιμός : καὶ κρίνεται ὁ πλούσιος ἐξαπάτης δικαστηρίου : διαφέρει
, καίει καὶ φθείρει καὶ ἀφανίζει , οὕτω καὶ ὁ λοιμός . . Ἡρόδοτος ζʹ φησι Δαρείῳ εἶναι παῖδας ,
5544462 περιρρυτος
ἐξ ὧν ἥ τε στρατιὰ πᾶσα ὑδρεύσατο καὶ ὁ τόπος περίρρυτος γέγονε μέχρι θαλάττης καταβάντος ἀπὸ τῶν πηγῶν τοῦ ῥεύματος
τῶν Περσῶν καὶ αἵματος ἐντεῦθεν ῥυέντος . . περικλύστα ] περίρρυτος . . τὰ Περσῶν ] σώματα . . φίλοι
5535444 ἀπογνωσις
. τὸ δὲ ὄνομα τοῦ πράγματος κρίσις , γνῶσις κατάγνωσις ἀπόγνωσις , καταδίκη ἄφεσις . καὶ ἐπαινῶν μὲν ἂν δικαστὴν
δάκρυα , στεναγμοί , παραμυθία , φόβος , θάρσος , ἀπόγνωσις , ἐλπίς . Ἀρίστων δέ , ὁ Χαιρέου πατήρ
5528396 Ἠλεια
τῶν Μηδικῶν τυραννουμένη , οὐκ Ἀρκαδία δουλεύουσα , οὐ τὰ Ἠλεῖα ἀτυχήματα : ἀλλὰ καὶ Χερρόνησον πειραζομένην ἐπείδομεν , καὶ
τῶν Μηδικῶν τυραννουμένη , οὐκ Ἀρκαδία δουλεύουσα , οὐ τὰ Ἠλεῖα ἀτυχήματα : ἀλλὰ καὶ Χερρόνησον πειραζομένην ἐπείδομεν , καὶ
5519359 δυστυχει
λόγος οὕτως : τί τὸ αὐτὸ θηρίον ἐν παντὶ τόπῳ δυστυχεῖ περὶ τὰ πολεμικὰ καὶ ἐν γῇ καὶ ἐν ναυμαχίᾳ
οὐκ ἀντιθεραπεύεται , ἐλέγχει τὸ ἄνισον . Ὁ φίλος λανθάνων δυστυχεῖ , ὁ κόλαξ μὴ λανθάνων . Φιλία βασανιζομένη κρατύνεται
5481484 κακοτεχνος
ἀνάρμοστος ἄμικτος δύσχρηστος ἔκθεσμος ἀργαλέος ἀκρόχολος ἀνεπίσχετος φορτικὸς ἀνουθέτητος εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος
ὑπόδρα ἰδὼν Ἥρην πρὸς μῦθον ἔειπεν : ἦ μάλα δὴ κακότεχνος ἀμήχανε σὸς δόλος Ἥρη Ἕκτορα δῖον ἔπαυσε μάχης ,
5480532 ἡμερη
ἀλλοίην αἰνεῖ , παῦροι δὲ ἴσασιν . ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη , ἄλλοτε μήτηρ . τάων εὐδαίμων τε καὶ ὄλβιος
ἐχάρη γε κατὰ τὸ εἰκὸς τῇ ἀγγελίῃ : ὡς δὲ ἡμέρη τε ἄλλη ἐξ ἄλλης ἐγίνετο , καὶ ξυντιθέντι αὐτῷ
5469691 κατακορης
ὡσαύτως σφοδροτέρας ; ἢ πάμπαν ἀπολείπει ταῦτα αὐτόν , ἂν κατακορής τις τῇ μέθῃ γίγνηται ; Ναί , πάμπαν ἀπολείπει
ἔχουσα μὲν ἐκ καταῤῥόου καὶ πρότερον , τότε δὲ ἦν κατακορής : καὶ ἄγρυπνος , καὶ δυσφόρως φέρων τὸν πυρετὸν
5467473 ἀφρακτος
καὶ βραχυτάτου καιροῦ μεταξὺ διελθόντος . Ἀλλ ' εἰ καὶ ἄφρακτος , φησίν , ἡ πόλις ἐτύγχανεν οὖσα , μεγάλη
ἱππικῆς ὁπλίσεως ἣ μὲν κατάφρακτος τυγχάνει οὖσα , ἣ δὲ ἄφρακτος . καὶ κατάφρακτος μὲν ἡ τούς τε ἵππους καὶ
5464921 καθαιρομενη
αὐτά . ἀπόλλυνται δὲ αὗται , γυνὴ τὴν ἐπιμήνιον κάθαρσιν καθαιρομένη εἰ διέλθοι μέση τῶν λαχάνων . Εἶεν δ '
πουλὺν χρόνον , καὶ οὐδεὶς οὐδὲν ἠδύνατο ὠφελῆσαι , οὔτε καθαιρομένη τὴν κεφαλήν : ῥηΐστη δὲ ἐγένετο , ὁκότε τὰ
5450556 πλεονασασα
θερμότης δὲ καὶ ψυχρότης τὰ μάλιστα , καὶ ὑγρότης μὲν πλεονάσασα ἀμβλύνειεν ἂν τὴν κατὰ φύσιν χροιὰν τοῦ οὔρου ,
θέσιν : οἶσθα γὰρ ἀνθρώπων παρακοπῆς ὡς αἰτίη ἐπιτοπολὺ αὕτη πλεονάσασα , ἐπεὶ πᾶσι μὲν φύσει ἐνυπάρχει , ἀλλὰ παρ
5442163 γειτνιωσα
. μέση δ ' ἐστὶν ἡ Ἀρκαδία πᾶσιν ἐπικειμένη καὶ γειτνιῶσα τοῖς ἄλλοις ἔθνεσιν . Ὁ δὲ Κορινθιακὸς κόλπος ἄρχεται
περιστάσεως . τῷ δὲ τόπῳ παρακολουθεῖ μέγεθος , διάστημα , γειτνιῶσα πόλις ἢ χώρα , ἱερὸς ἦν ὁ τόπος ἢ
5429234 θρασεια
γόμφοισιν ἐμπρίων † μιμούμενος † λυμεῶνι σώματος θαλάσσαι : ἤδη θρασεῖα καὶ πάρος λάβρον αὐχέν ' ἔσχες ἐμ πέδαι καταζευχθεῖσα
. ἡ δὲ ἑρμηνεία καὶ πάνυ πως ἁρμόζει , εἰ θρασεῖα εἴη καὶ τετολμημένη , καὶ ἥ τε λέξις πολλὴν
5428870 τοσοσδε
[ τε ] ἑτέρων πεντακισμυρίων πεζῶν καὶ ἱππέων ἑξακισχιλίων . τοσόσδε μὲν αὐτοῖς ἀθρόως στρατὸς ἀγήγερτο . Μιθριδάτῃ δὲ τὸ
ἦν . καὶ τὸ σύμπαν αὐτοῦ σῶμα εὐλῶν ἐξέζεσεν . τοσόσδε διὰ τῆς νυκτὸς ἐνέπεσε σεισμός , ὥστε ἐξέθορον ἐκ
5426705 ἀλφανει
ἡμέρας , ὅτε εἶπέν μ ' ὁ κῆρυξ οὑτοσὶ τί ἀλφάνει ; ὡς διά γε τοῦτο τοὔπος οὐ δύναμαι φέρειν
χρηστὸς εἶναί μοι δοκεῖ . ἣν δῆλον οὔτι νυμφίος τε ἀλφάνει † καίτοι νέος ποτ ' ἐγενόμην κἀγώ , γύναι
5411304 ὑδατωδεστερα
: τὰ μὲν γὰρ μελαγχολικώτερα φύσει , τὰ δ ' ὑδατωδέστερα , τὰ δὲ πικρόχολα ταῖς οὐσίαις ἐστίν . καὶ
καὶ ὄγκος ἐν γαστρὶ ἔνεστι καὶ φῦσα , καὶ οὐρεῖ ὑδατωδέστερα , οἷς χρὴ τεκμαιρομένην μηδὲν διδόναι , ἔστ '
5411268 ἁλωσις
, ταῖς δὲ παρθένοις γυναιξὶν συμφορά τε καὶ λῦπαι καὶ ἅλωσις γενήσεται ἐξ ἀνδρῶν δυσμενέων . Σελήνης δ ' οὔσης
περὶ Ἀκυληΐαν γενόμενα καὶ ἡ παρὰ μικρὸν τῆς πόλεως ἐκείνης ἅλωσις . ὁ δὲ πρὸς τὸ ἀποβεβηκὸς τὴν Δελφικὴν ἐκείνην
5400419 ἐγγιζοντες
τὰ ἐξώτερα διαστήματα τοῦ κυνηγίου . Καὶ τούτου κινουμένου οἱ ἐγγίζοντες αὐτῷ ἐν τοῖς ἰδίοις τόποις ἀπελαύνοντες , ὡς δύνανται
ἐπιφανείας . ἄκρον : ταύτην τὴν ἐπιφάνειαν . ἐπιψαύοντες : ἐγγίζοντες . ὅσσον : εἰς . Ἄμφω : ὁμοῦ ,
5396826 ἀμεριμνος
πόδας ἐπιθυμίας , ἡδίστην ἂν σχοίη τὴν μέριμναν , οἱονεὶ ἀμέριμνος λοιπόν ἐστιν . τὰ δ ' εἰς ἐνιαυτόν :
σάλην , ἣ σημαίνει τὴν φροντίδα . ἀσαλής : ὁ ἀμέριμνος . οὕτως Ἡρωδιανὸς καὶ Ἀπολλόδωρος . καὶ γὰρ ἀσαλέαν
5388822 ἐξηφθη
Κορωνίδος εἰς ἀφανισμόν . τότε εἶπεν Ἀπόλλων : ἐπεὶ δὲ ἐξήφθη ἡ πυρὰ , εἶπεν Ἀπόλλων : οὐκέτι ὑπομενῶ τὸ
Λάβρον Ἁφαίστου ] * Τουτέστιν ἡ τοῦ πυρὸς φλὸξ ἀθρόως ἐξήφθη : σέλας γὰρ κυρίως τὴν ἐν τῷ ἀέρι ἀθρόως
5386958 πρωτοτοκος
κέκληνται . καὶ ὁ μὲν ἔχων τὸν αʹ ὡροσκοποῦντα ἔσται πρωτότοκος ἢ πρωτότροφος , φρόνιμος , βαθύς , πεπαιδευμένος ,
αὐτοὺς ⌈ ἀπὸ τοῦ τείχους ⌉ ὁ υἱὸς Φαραὼ ὁ πρωτότοκος . Καὶ ἰδὼν τὴν Ἀσενὲθ ἐμμανὴς ἐγένετο ἐπ '
5382731 Ἱδρως
τὸ πτερὸν ἄρδεσθαι : πάντα δὲ ταῦτα μεταφορικῶς λέγει . Ἱδρώς , τουτέστι θεῖος ἱδρώς : ἐνταῦθα γὰρ οὖσα ἡ
ὥστε κουφίζεσθαι τὸ ἡγούμενον τῆς ψυχῆς μέρος . οβʹ . Ἱδρώς ἐστι περιήθημα τῆς ἐν τῷ αἵματι λεπτῆς καὶ ὀῤῥώδους
5381175 μελανσις
δὲ αὔξησις καὶ μείωσις , κατὰ ποιὸν δὲ ἀλλοίωσις λεύκανσις μέλανσις καὶ θέρμανσις καὶ αἱ κατὰ τὰς λοιπὰς ποιότητας κινήσεις
. Ἐξ ἀρχῆς γὰρ αὐτὰ ἴσασιν εἶναι . Διὰ τοῦτο μέλανσις : καὶ ἐν τῇ ἐργασίᾳ , ἀπομέλανσις , ἤτοι
5380806 ἠλγει
ὑποφαίνει [ καὶ ] κνισμὸν ὀνομάζων . ἢ λυπουμένη : ἤλγει μὲν γὰρ ὡς μήτηρ , στέργουσα τὸ τέκνον :
. ἐν ἀκμῇ δὲ ὢν τῆς τότε ὀδύνης καὶ ὧν ἤλγει , οὐκ ᾔδει τὴν ὁδὸν τὴν πορεύουσαν ἐς αὐτοῦ
5371026 ἀλυει
γὰρ εἴ τις ἄχθεται , πλανᾶται ἢ ἀδυνατεῖ πάντως καὶ ἀλύει . οἱ γοῦν ἀλύοντες ἄχθονται μὲν ἐν τῷ ὀδυνᾶσθαι
, καὶ πνεύματος ἐμπίπλαται , καὶ ἀκούει οὐδὲν , καὶ ἀλύει , καὶ ῥιπτάζει αὐτὸς ἑωυτὸν ὑπὸ τῆς ὀδύνης :
5368881 ἐλειπετ
λόγους : ἔρρουσι δὲ τότε οὔτε λόγος οὔτ ' ἐλπὶς ἐλείπετ ' ἂν οὐδαμῆ οὐδαμῶς . ” ἡμῶν δέ γε
ἡμῶν , ἔρρουσι δὲ τότε οὔτε λόγος οὔτ ' ἐλπὶς ἐλείπετ ' ἂν οὐδαμῆ οὐδαμῶς . „ Νῦν οὖν „
5367219 ἀμειλικτος
ζῆλος ἀρετῆς εἰσέρχεται , τραχύς ἐστι τὴν ὀργὴν καὶ παντελῶς ἀμείλικτος κατὰ ἀνδραποδιστῶν , οἳ δουλείαν ἕνεκα κέρδους ἀδικωτάτου τοῖς
Τιμαγόρας , ὥς φασιν . ἦν δὲ ἄτεγκτός τε καὶ ἀμείλικτος ὅδε ὁ παῖς , καί οἱ πολλὰ προσέταττε καὶ
5353202 Πολλῳ
τοῦ προστάγματος δὲ τὸ ἀντίγραφον οὐκ ἄχρηστον οἴομαι κατακεχωρίσθαι . Πολλῷ γὰρ ἡ μεγαλομέρεια φανερωτέρα καὶ εὔδηλος ἔσται τοῦ βασιλέως
' εἰς τόδ ' ἥξεις μὴ λέγων γε τοὔνδικον . Πολλῷ γε μᾶλλον , ἢν φράσω , διόλλυμαι . Ἁνὴρ
5348769 ἀπροφασιστος
ἔχουσα καὶ ἐρύθημα καὶ ἀλγηδόνα σύντονον . τερηδὼν ὀστῶν φθορὰ ἀπροφάσιστος , μάλιστα περὶ τὴν κεφαλήν . ἀχὼρ ἕλκος περὶ
ἀνὴρ παράσιτος τοῦτο ποιεῖ διὰ τέλους . ἐρᾷς , συνεραστὴς ἀπροφάσιστος γίγνεται . πράσσεις τι , πράξει συμπαρὼν ὅ τι
5344183 ἀπελθῃ
Καὶ πότε Ἀθηναίοις ἀθανασίαν ὁ Ζεὺς ὑπέσχετο ; ἐὰν γὰρ ἀπέλθῃ ὁ λοιμός , Ἀλκιβιάδης ἐπὶ Σικελίαν οὐκ ἄγει ;
μετ ' αὐτῆς γε ἡ ἀφροσύνη , καὶ οὐ μὴ ἀπέλθῃ ἀπ ' αὐτῶν οὔθ ' ἡ δόξα οὔθ '
5340332 ἐκπληξις
κνέφας . ἀλλ ' ἀμφὶ δεῖπνον οὖσι προσβάλω δόρυ ; ἔκπληξις ἂν γένοιτο : νικῆσαι δὲ δεῖ . βαθύς γέ
, οὐδ ' ὅτι τῆς μὲν ἐν ποιήσει τέλος ἐστὶν ἔκπληξις , τῆς δ ' ἐν λόγοις ἐνάργεια , ἀμφότεραι
5327302 προϊῃ
ἧσσον : ὁκόσῳ δ ' ἂν ὁ χρόνος τῇ νούσῳ προΐῃ , ὅ τε πόνος πλείων ἐν τῷ σώματι ,
κατ ' ἀρχάς : ὁκόσῳ δ ' ἂν πλείων χρόνος προΐῃ καὶ ἀπομηκύνηται , ἥ τε ὀδύνη ὀξυτέρη καὶ κατέρχεται
5313876 ἀστατος
πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος βέβηλος ἐναγὴς βωμολόχος ἀλάστωρ παλαμναῖος ἀνελεύθερος ἀπότομος θηριώδης
ἀλλ ' ἡ φύσις ἡ ἔνυλος καὶ διὰ τὸ ἔνυλον ἄστατος , καὶ δῆλον ὅτι τοῖς ὀρθῶς κρίνουσιν οὐχ ὁ
5313811 προπεσῃ
ὁ ἔσωθεν τοῦ κερατοειδοῦς χιτών , ὁ μέλας λεγόμενος , προπέσῃ , ὡσεὶ κεφαλὴ μυίας . λέγεται δὲ τὸ πάθος
ἐνδιπλουμένην . ὅταν μὲν οὖν κατὰ ῥῆξιν , φασίν , προπέσῃ , | φανήσεται παντελῶς ἔναιμος , κατὰ προήγησίν τινος
5303467 θερεϊ
γάρ θ ' ὕδατι λιαρῷ ῥέει ἡ δ ' ἑτέρη θέρεϊ προρέει ἐικυῖα χαλάζῃ : ἡ διπλῆ ὅτι ἐκ τῆς
γίγνεται ἐξ αὐτῆς ὡσεὶ πυρός . ἡ δ ' ἑτέρη θέρεϊ προρέει ” εἰκυῖα χαλάζῃ ἢ χιόνι ψυχρῇ . ”
5302502 γζʹ
τὴν γζʹ περιφέρειαν διαπορεύεται : λέγω ὅτι τοῦ ἡλίου τὴν γζʹ περιφέρειαν διαπορευομένου ἐν τῷ ὑπὸ γῆν τὸ βʹ ἄστρον
ἐνιαυτοῦ , ὁ χρόνος ἐστὶν ἐν ᾧ ὁ ἥλιος τὴν γζʹ περιφέρειαν διαπορεύεται : λέγω ὅτι τοῦ ἡλίου τὴν γζʹ
5301661 ἁλκυων
ἀνύσω : ἀγασάμενοι , παρὰ τὸ ἀγάζω τὸ θαυμάζω : ἁλκυὼν παρὰ τὸ ἐν ἁλὶ κύειν : ἄγχειν παρὰ τὸ
ὑποθερμαῖνον τὸ μάραθον καθαίρει , καὶ ὀξυωπέστερον ἀποφαίνει . Ἡ ἁλκυὼν ὅταν αἴσθηται ἑαυτῆς κυούσης , τηνικαῦτά τοι ἐς τὴν
5299120 εὐμεταβολος
παλιμβολία : ἡ εὐμετάβλητος γνώμη . παλίμβολος : ἀδόκιμος . εὐμετάβολος . ἀνελεύθερος . Κλήμης . δύναται καὶ ἀντὶ τοῦ
, μάστιξ , μεμαλαγμένος ⌈ , ἔμπειρος εἰς ἀντιλογίαν , εὐμετάβολος . εἴρων ] φιλόκακος , εἰρωνευτής . , παίζων
5296858 ὀλωλεν
† , ὅτ ' οὐκ ἄφρων ὢν μάντεων πεισθεὶς λόγοις ὄλωλεν ὡς ὄλωλε τοῖσιν εἰδόσιν . φεῦ φεῦ . τί
τῷ τί δέ : εἶτα : οὐχὶ τὰ μεγάλα Περσῶν ὄλωλεν ; ἵνα λείπῃ πράγματα τὸ τί δέ : ὅπερ
5295167 δυσπνοια
εὐθέως σωθήσεται : εἰ δ ' ἀμελήσῃ , γίνεται αὐτῷ δύσπνοια καὶ πλευροῦ πόνοι καὶ πυρετοὶ ὀξεῖς καὶ πάντοτε ἄϋπνος
δοκοίη αὐτοῖς ὥσπερ τι βάρος ἐξηρτῆσθαι τοῦ διαφράγματος , καὶ δύσπνοια καὶ κακόχροια καὶ ἀνορεξία παρακολουθοῖ , ἐσκιρρωμένου ἥπατος σημεῖα
5294919 ἀκινδυνος
καὶ αὖθις ὥσπερ ἐξ ἀρχῆς χειρίζοντας διελεῖν : οὗτος γὰρ ἀκίνδυνος ὁ τῆς χειρουργίας εὑρήσεται τρόπος . Γλῶττα δ '
ἐπιλαχοῦσαν ἔφθασαν ἀναλώσαντες μοῖραν , τοῖς δὲ λοιποῖς στρατηγοῖς οὐκ ἀκίνδυνος ἡ μάχη ἐγένετο , τῶν βαρβάρων καρτερῶς ἀγωνισαμένων ,
5293443 βασιμος
ὅτι μέγα ἐστίν . Ἰσθμός . θάλασσαν ἔχων ἑκατέρωθεν , βάσιμος . ἴσθμια δὲ τὰ βήματα . Ἴφια μῆλα .
πέτρα δὲ κατὰ μέσην ἀνατείνει τοῖς πτηνοῖς [ μόνοις ] βάσιμος : ἐν κύκλῳ δὲ ὕλη δασεῖα καὶ πυκνὴ τοὺς
5289428 μωλος
Ἀμβλύς : ὁ σίδηρος ὁ μὴ ὀξύς : παρὰ τὸ μῶλος , ὅ ἐστιν ἐγχρονισμὸς τῆς μάχης , γέγονε μωλύς
, ὁτὲ δ ' ἀμφὶ μακεδνὸν τεῖχος , ἐπεὶ πέλε μῶλος ἀάσχετος . Ἀλλ ' ἄρα καὶ ὧς ἤματα δοιὰ
5281349 ἀπορος
καὶ στάζων ἱδρῶτα καὶ δεινῇ κρατούμενος ἀφωνίᾳ . ἐνταῦθα μόνον ἄπορος ἦν τῆς αἰσχύνης αὐτῷ τὴν γλῶτταν ἀγχούσης : τοσοῦτον
δὲ καὶ γυναίου χιτὼν ἀνεύθυνον , ὅταν ἡ σωτηρία πανταχόθεν ἄπορος ᾖ , μαρτυρία διαφανὴς οἱ Πέρσας παρὰ τὸ δεῖπνον
5281281 ἐπεγενετο
κρινόμενοι εἰλικρινέως , φιλυποστροφώδεα . Μετὰ δὲ χιόνας , νότια ἐπεγένετο , καὶ ὑέτια : κόρυζαι κατεῤῥάγησαν καὶ ξὺν πυρετοῖσι
εἶναι καὶ προσόντων καὶ ἀπόντων . Πορευομένων δὲ ἐπεὶ νὺξ ἐπεγένετο , λέγεται φῶς τῷ Κύρῳ καὶ τῷ στρατεύματι ἐκ
5280877 ἐφθαρται
ἐστὶ λευκόν , οὐ μεταβάλλει : οὔτε μὴ μένον , ἔφθαρται γὰρ καὶ μεταβέβληται , ἀλλ ' οὐ μεταβάλλει .
τῷ εἶναι οἷον ἦν , οὔτε τὸ μὴ μένον : ἔφθαρται γὰρ καὶ μεταβέβληται , ἀλλ ' οὐ μεταβάλλει .
5279112 εὐριπος
ἐν Κορίνθῳ τῆς γῆς Ἰσθμός , οὕτω πᾶσα θάλαττα εὐρεῖα εὔριπος , ὀνομαστικῶς δὲ ἡ παρὰ τῇ Εὐβοίᾳ αὐτὴ θάλαττα
ἀκατάστατος , ῥᾴων τῶν κωμάτων τὴν τροπήν , πορθμός , εὔριπος , ἀπαγής , ἀβέβαιος , ἀνερμάτιστος , σαλεύων ,
5275128 λιγνυωδης
ἡ ὑλικὴ ἀρχὴ τῆς γενέσεως , ἐκ γὰρ ταύτης ἡ λιγνυώδης ἀναθυμίασις ἀναφύεται , ἐκ δὲ τοῦ οὐρανοῦ ἡ εἰδική
τὸ τριχοῦσθαι τὸ γένειον πέφυκε γίνεσθαι , πλείων καὶ ἡ λιγνυώδης ἀναθυμίασις γίνεται . τό τε οὖν πρᾶγμα ὡς ἐπὶ
5268459 σμικρη
καὶ σιμὴν , ἐσθλοί . Χαροποὶ , μεγάλοι , κεφαλὴ σμικρὴ , αὐχὴν λεπτὸς , στήθεα στενὰ , εὐάρμοστοι .
εἰ ἔχοι , ἐρυθρὰ ἐπιφαινόμενα ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε : γαστὴρ σμικρὴ , ἄλλοτε μεγάλη , οἷον , βήσσουσα γὰρ ἐτύγχανεν
5264532 εὐρεια
Βυζαντίῳ ταῦτα . . παρὰ τὸ Ὁμηρικὸν τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθών . . λείπει εὖ ἂν ἔχοι . εἰ
ὁκόϲαι πρὸ ἑβδόμηϲ ἀπαιτέουϲι ϲικύην . ἔϲτω δὲ μεγάλη , εὐρεῖα πάντῃ , ἀμφιϲχεῖν τὸ ἀλγέον χωρίον ἱκανή . οὐ
5263638 Μενηνιος
ἔτυχε δ ' οὐ μακρὰν κατεστρατοπεδευκὼς ὁ ἕτερος τῶν ὑπάτων Μενήνιος οὐκ ἐν ἀσφαλεῖ χωρίῳ : καὶ ὅτε ἡ Φαβίων
πολλῷ δ ' ὕστερον χρόνῳ τῆς ἑορτῆς τῶν ὑπατικῶν εἷς Μενήνιος Ἀγρίππας ἐτελεύτησε τὸν βίον , ὁ νικήσας Σαβίνους καὶ
5261550 ἀκμαστικη
τῶν παίδων καὶ οἱ ἄνδρες , τουτέστιν ἡ μειρακιώδης καὶ ἀκμαστικὴ ἡλικία , τῷ ἐπὶ ξηρότητι σπασμῷ ὡς ἐπίπαν περιπίπτουσιν
: εἰ δὲ παιδίοις , θεραπεύεται . ἔρχεται οὖν ἡ ἀκμαστικὴ ἡλικία , καὶ τὸ ἀπὸ ταύτης θερμὸν διαλύει τὸ
5260238 τιμον
. . πολλὸν δὲ πίνων καὶ χαλίκρητον μέθυ , οὔτε τῖμον εἰσενέγκας οὔτε . . . . , οὐδὲ μὲν
ἠ χύτρη πρήξει . τί τονθορύζεις κοὐκ ἐλευθέρηι γλάσσηι τὸν τῖμον ὄστις ἐστὶν ἐξεδίφησας ; γύναι ? ? , μιῆς
5259275 Καννας
τοὺς τόπους τῆς πορείας ταύτης ἀπετράπετο . Ὅτι Ἀννίβας περὶ Κάννας διάγων τῶν πεδίων ὑφάμμων ὄντων κατὰ νώτου τὸν ἄνεμον
τε τὸ φρόνημα καὶ οὐ Διομήδους ἄξιος , Ῥωμαίων περὶ Κάννας τὴν μεγάλην ἧτταν ἡττημένων , ἀπέστησε τὴν πατρίδα πρὸς
5254748 Τιρυνθιων
Εὔρυτος Μολιόνης καὶ Ποσειδῶνος υἱοί . ὅτε δὲ Ἡρακλῆς μετὰ Τιρυνθίων κατ ' Αὐγείου ἐστράτευσε , συμμαχοῦντες οὗτοι Αὐγείᾳ ἔν
Τροιζηνίων δὲ ἐχόμενοι Λεπρεητέων διηκόσιοι , τούτων δὲ Μυκηναίων καὶ Τιρυνθίων τετρακόσιοι , τούτων δὲ ἐχόμενοι Φλειάσιοι χίλιοι : παρὰ
5250314 ἐνδικωτερον
τοῦδε τοῦ χωρίου τὸν ἵππον ἐξήνυσεν . πολὺ δὲ τούτου ἐνδικώτερον ἐπαινοῖτο ἂν ὅστις καὶ ἐς τὰ εἴκοσι προύβη .
πιστὸν οὐδὲν μᾶλλον ἢ καπνοῦ σκιά γῆρας γὰρ ἥβης ἐστὶν ἐνδικώτερον × – ἀφ ' οὗ δὴ Ῥήγιον κικλήσκεται Κύπρου
5245911 πολυποτης
γένος καὶ ἀδελφοί , ἐρώμενοι δὲ ἀμφότεροι τοῦ Ἀντιόχου . πολυπότης δὲ ἦν καὶ Ἀντίοχος ὁ βασιλεὺς ὁ κληθεὶς Ἐπιφανής
τῶν κινδύνων , τὰ δὲ διὰ μέθην : ἦν γὰρ πολυπότης καὶ πολλάκις μεθύων ἐξεβοήθει . ἐν δὲ τῷ τρίτῃ
5245239 συνελθουσης
οὐ ποταμῶν ἀπεράτων , οὐ δυσχωριῶν ἀδιοδεύτων , ἀλλὰ καὶ συνελθούσης ἐπὶ τοὺς βαρβάρους τὰ τελευταῖα σχεδὸν ἁπάσης γῆς καὶ
τοῖς περὶ αὐτὸν φυγάσι χωρήσων ὁμόσε : πλῆθος δὲ τῆς συνελθούσης δυνάμεως εἰς τὴν παράταξιν ἀφ ' ἑκατέρου στρατεύματος ἦν
5244712 ἀκουσιος
. καὶ ὁ λιμὸς οὖν , εἴτε ἑκούσιός ἐστιν εἴτε ἀκούσιος , τῷ λόγῳ τῆς ἐνδείας καὶ τῆς ἀσιτίας δύναται
τούτων , εἴη ἂν οὐχ ἑκούσιος , οὐκέτι μέντοι καὶ ἀκούσιος . ἐπιζητήσειε δ ' ἄν τις , πῶς ὄντος
5241265 ἀβεβαιος
στρατευμάτων : ἐφάνη δὲ καὶ ἄλλοτε , ὅτε Νέρων ἐκεῖνος ἀβέβαιος καὶ δόλιος ἤρχετο τῆς μανίας . Πρὸς τούτου ἀνατέλλουσιν
ἀδελφιδοῦς αὐτῷ , τῆς πατρίδος ὅτε μετανίστατο , συνεξεληλυθώς , ἀβέβαιος , ὑπαμφίβολος , ἀντιρρέπων ὧδε κἀκεῖσε , τοτὲ μὲν
5240688 ἰσχυρη
καὶ ἢν μὲν ἄνω αἱ ὀδύναι ἔωσιν , ἢν μὲν ἰσχυρὴ ἡ γυνὴ ᾖ , πυριήσασθαι ὅλην καὶ φάρμακον δοῦναι
διόρθωσις τὰ πᾶσι κοινὰ ποιέουσα . μηροῦ δὲ κατάτασις μὲν ἰσχυρὴ καὶ διόρθωσις κοινὴ ἢ χερσὶν ἢ μοχλῷ , τὰ
5238231 δεδυκεν
κέλομαι Τρώεσσι μάχεσθαι : ἀλλά σευ ἢ κάματος πολυᾶϊξ γυῖα δέδυκεν ἤ νύ σέ που δέος ἴσχει ἀκήριον : οὐ
πλεῖοι μέλανος θανάτοιο . μέσση μέν τε κατὰ σπείους κοίλοιο δέδυκεν , ἔξω δ ' ἐξίσχει κεφαλὰς δεινοῖο βερέθρου :
5237729 ἀρτιφρων
τὰν ἁρπαξάνδραν κῆρ ' ἀφελόντα χώρας ; ἐπεὶ δ ' ἀρτίφρων ἐγένετο μέλεος ἀθλίων γάμων , ἐπ ' ἄλγει δυσφορῶν
ἑτέρα κώλων ζʹ . ἡμέτερα : + ἐπεὶ δ ' ἀρτίφρων : τῆς εʹ ταύτης στροφῆς τὰ κῶλα ζʹ καὶ
5235990 ἐνιαυσιος
καὶ οἱ ἐμβόλιμοι συμφώνως τοῖς φαινομένοις διατετάχθαι , ὁ δὲ ἐνιαύσιος χρόνος οὐ σύμφωνος εἴληπται τοῖς φαινομένοις . Ὁ γὰρ
ἱστὸν ὑφαίνοι ἐπ ' ἠλέκτρῳ βεβαυῖα . νεῦμαί τοι νεῦμαι ἐνιαύσιος ὥστε χελιδὼν ἕστηκ ' ἐν προθύροις : καὶ εἰ
5235957 ὑπῃει
τὸν ἀρχαῖον θεώμενοι περίβολον ἑπτὰ εἶναι σταδίων μάλιστα εἰκάζομεν : ὑπῄει τε ἐπῶν ἡμᾶς τῶν Ὁμήρου μνήμη ὧν ἐποίησεν ἐς
, μὴ τῶν ἡμετέρων τινὰ πολιτῶν . ἔτι δὲ ἐλπὶς ὑπῄει καὶ ἔθελγεν αὐτοὺς ὡς οὐδέποτε ἂν γενομένων . καίτοι
5235248 ἀμφιλυκη
νυκτὸς ἔχουσα μεμιγμένα φέγγεσιν ἠοῦς , λεπταλέον λεύσσουσα , καὶ ἀμφιλύκη τις ἐτύχθη ὑγρὸν ἐπιστείχουσα φερέσταχυν ὁλκὸν ἐέρσης . τοίη
παρώνυμα ὁμοίως : ἀμφίρυτος ἀμφιρύτη , δορύκτητος δορυκτήτη , ἀμφίλυκος ἀμφιλύκη . Τὰ εἰς Η σύνθετα καὶ παρασύνθετα βαρύνεται :
5234246 δυστυχια
' ] ἐν ἄλλῳ καιρῷ ἄλλον ] ἄνθρωπον πημονὴ ] δυστυχία προσιζάνει ] προσέρχεται , προσκάθηται [ ] . σύστημα
ἀντὶ τοῦ οὐκ ὀδύρομαι : ἀλλὰ ἡ τοῦ ἀποθανεῖν μοι δυστυχία βελτίων ἐφάνη τοῦ ζῆν ἀτίμως . τοῦτο δὲ λέγει
5229247 πεδοστιβης
διαρρήξωσι τὰ ἱμάτια αὑτῶν . πᾶς γὰρ ἱππικὸς λαὸς καὶ πεδοστιβής , ἤτοι ἐν τῷ πέδῳ καὶ τῇ γῇ περιπατῶν
διαρρήξωσι τὰ ἱμάτια αὑτῶν . πᾶς γὰρ ἱππικὸς λαὸς καὶ πεδοστιβής , ἤτοι ἐν τῷ πέδῳ καὶ τῇ γῇ περιπατῶν
5227974 ἀνυπευθυνος
ἰδιωτικὴν δίκην πικρότερον κριθεῖσαν . ἆρά σοι δοκεῖ πρὸς θεῶν ἀνυπεύθυνος ἄρχειν ὁ Ἀγαμέμνων τῶν Ἑλλήνων , ἀλλ ' οὐ
κοινὸν μιαίνεται , ὅ ἐστιν ἡ πόλις . ἄκριτος ] ἀνυπεύθυνος . παλιγκότοις ] ἐχθροῖς . καὶ τύχην ἑλεῖν ]
5225564 τοσηδε
μόλις ἐκόλασεν , αὐτίκα πᾶσιν αὐτοῦ πρὸς τὴν μετριοπάθειαν ὁρμὴ τοσήδε ἐνέπιπτεν , ὡς εὐθὺς αὐτὸν ἄγειν ἀξιοῦν ἐπὶ τοὺς
διὰ πολλοῦ γὰρ χρόνου οὐδαμοῦ τοσοῦτος στόλος νεῶν καὶ παρασκευὴ τοσήδε κατὰ θάλατταν ἐγεγόνει : ὃ δὴ καὶ μᾶλλον τοὺς
5225542 ὁλοκληρος
. ἀρτίκολλον : ὁλόκληρον . κόλλος γὰρ ὁ συντετελεσμένος καὶ ὁλόκληρος λόγος . ἢ ἀρτίκολλον τὸ ἄρτι κολληθὲν καὶ συντεθέν
, ὅτε καὶ εἰς τὸ ξύννομον ἄστρον ἀνάγεται ὑγιὴς καὶ ὁλόκληρος γενόμενος : ὑγιὴς μὲν τῇ τῶν παθῶν ὡς νοσημάτων
5224535 ἐπανισταται
μέρους φλεγμαίνοντος τὸ κατ ' εὐθὺ συμπάσχει σκέλος καὶ βουβὼν ἐπανίσταται , τοῦ ἀριστεροῦ δὲ τὸ ἐναντίον : τοῦ δὲ
ἀνθέει , καὶ δῆλος ἡ νοῦσος , καὶ τὰ κοῖλα ἐπανίσταται , καὶ οἱ πόδες οἰδέουσιν . Ἡ δὲ νοῦσος
5223524 μεζω
πρήγματα μεγάλα ἐλέγετο εἶναι , οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζω . Ὡς δὲ ταῦτά σφι ἔδοξε , καταλυσάμενοι τὰς
ἅμα δὲ εὐχόμενος αἰτέει τὴν μὲν παρεοῦσαν θυσίην δέκεσθαι , μέζω δὲ ἐσαῦτις ὑπισχνέεται . τελέσας δὲ ταῦτα , τὴν
5218958 ἐπισφαλης
ἐχθρῶν ἢ διὰ τῶν πλαγίων ἐγχειρεῖν . Ἐπικίνδυνος γὰρ καὶ ἐπισφαλής ἐστιν ἀεὶ ἡ δι ' ὄψεως μόνον μάχη πρὸς
νέων θεῶν διδασκόμεθα . ἡ δὲ διαλεκτικὴ τοῖς τοιούτοις ἀνδράσιν ἐπισφαλής . καὶ ὁ Πλωτῖνος τοιοῦτο λέγει τὸ παραδοτέον τοῖς
5218782 βραδιων
οἷον ταχὺς ταχίων τάχιστος , κακὸς κακίων κάκιστος , βραδὺς βραδίων βράδιστος , ἐλαχὺς ἐλαχίων ἐλάχιστος , τερπνὸς τερπνίων τέρπνιστος
τῆς κινήσεως , ὅταν ποτὲ μὲν ᾖ ταχυτέρα ποτὲ δὲ βραδίων : κἂν γὰρ τὰ ἄλλα πάντα συνδράμῃ , οἷον
5218707 ἠρεμει
Ἕστηκεν , ἡσυχάζει , μένει , ἀτρεμεῖ , καθησυχάζει , ἠρεμεῖ , ἐφ ' ἡσυχίας ἐστίν , ἀναμένει , περιμένει
καὶ τοῦτο γίνεται ἔκδηλον διὰ τῶν ξυσμάτων , οὐδεπώποτε γὰρ ἠρεμεῖ . διὰ τοῦτο δὲ κἂν προσθῶμεν κέρας τοῖς ὠσίν
5213274 ἐπηρμενος
τὸν Ἡρακλέα νομίζουσι . καὶ αὐτοῖς ἕστηκεν Ἡρακλῆς ἐκ θεοπροπίου ἐπηρμένος τῷ νώτῳ τὸ ῥόπαλον ὡς κύριος ὢν καὶ τὸν
οὖν ὅτι ὄντως δὴ ὁ Ζεὺς , καίπερ αὐθάδης καὶ ἐπηρμένος ὢν καὶ ὑπέρογκος , ἔσται ταπεινός . ἑτοιμάζεται γὰρ
5213174 Πελλαιος
, ὁμώνυμος τῷ μεγάλῳ „ . τὰ ἐθνικὰ Χερρονησίτης καὶ Πελλαῖος καὶ Ἀπαμεύς . ἔστι καὶ τῆς μικρᾶς Φρυγίας ,
καὶ τοὺς Κρατίνου υἱεῖς . Ἀφίκετο Ἀθήναζε πρὸς ἡμᾶς ὁ Πελλαῖος γέρων ἅμα τοῖς ἑαυτοῦ νεανίσκοις , καὶ ἐγένετο ἡ
5212914 ἀπροσοιστος
τοὺς ἄλλους νικᾶν : αὕτη δὲ ἡ κατασκευὴ πρὸς τὸ ἀπρόσοιστος γὰρ ὁ Περσῶν στρατός ἐστιν . ἡμέτερον . †
μεγάλῳ ῥεύματι φωτῶν ἐχυροῖς ἕρκεσιν εἴργειν ἄμαχον κῦμα θαλάσσας : ἀπρόσοιστος γὰρ ὁ Περσῶν στρατὸς ἀλκίφρων τε λαός . θεόθεν
5212369 ἀντειχεν
κατήγορον . εἰ γάρ , ὅτε μηδεμίαν ἐκέκτητο δύναμιν , ἀντεῖχεν πρὸς τὴν τοσαύτην δύναμιν φιλανθρωπίας ἕνεκεν , πῶς ,
δὲ τῶν Ῥωμαίων ἱππέων τοὺς ἐπιόντας ὑπομεινάντων μέχρι μέν τινος ἀντεῖχεν ὑποστρέφων τε καὶ αὖθις ἐπάγων : ἐπεὶ δ '
5207826 βιαιοτερος
πεντεκαίδεκα γεφυρῶν εἵνεκα πεφυλαγμέναι , μηδὲ ταύτας ἀρκέσαι σῶσαι . βιαιότερος γὰρ ὢν καὶ ναυτῶν τέχνης καὶ τῆς ἄλλης πολυχειρίας
, λῃστεύων ληιζόμενος , παρεκλέγων , θαλάττης ἀγριώτερος , χειμῶνος βιαιότερος , καταδύων τοὺς καταχθέντας , ἀπάνθρωπος , ἐπαχθής ,
5206966 ἐπεβημεν
λάσιον δένδρεσι , συνήλθομεν . Ἔνθα Ποσειδῶνος ἱερὸν ἱδρυσάμενοι πάλιν ἐπέβημεν πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα ἡμέρας ἥμισυ , ἄχρι ἐκομίσθημεν εἰς
. Τῶν Ἰουδαίων καὶ παραυτίκα μέν , ἡνίκα τῆς χώρας ἐπέβημεν αὐτῶν , ἐπιδειξαμένων τὸ πρὸς ἡμᾶς φιλότιμον , καὶ

Back