ἄωτον ἄκˈρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν : κώμαζ ' ἔπειτεν ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ καὶ Στρεψιάδᾳ : φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ
ἔνθεν ἢ ὅσον ἂν τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου κατάσχῃ : ἔπειτεν ἀντία τὸν ἄνθρωπον ὕπτιον κατακλῖναι ἐπὶ τὴν κλίμακα χρή
7163197 παλαμην
ταύτῃ συλλέξας τοὺς στρατηγοὺς ἔλεγέ σφι ὡς δοκέοι ἔχειν τινὰ παλάμην τῇ ἐλπίζοι τῶν βασιλέος συμμάχων ἀποστήσειν τοὺς ἀρίστους .
ῥήματος τῶν εἰς τὰς σὰς ἀκοὰς ἐμπιπτόντων εἰς τὴν ἐκείνου παλάμην ἐγγραφομένων . διὰ ταῦτα τοίνυν , ὦ θεοφιλέστατε αὐτοκράτορ
7129245 Οὐροι
Δαφνοκόμην : ἐκ δάφνης στεμμένον . Πεπτηυῖαι : πτοούμεναι . Οὖροι : φύλακες . Λοκροί : οἱ φαλακροί . Μολοσσοί
. τοῖς καθεζομένοις καὶ φυλάττουσι τὴν τῶν μελισσῶν ἔξοδον . Οὖροι γὰρ οἱ φυλάσσοντες : καὶ οἱ θυρωροὶ οἱ τὰς
7087994 προθυροισιν
τε βοὴν ἔχον : αἳ δὲ γυναῖκες ἱστάμεναι θαύμαζον ἐπὶ προθύροισιν ἑκάστη . λαοὶ δ ' εἰν ἀγορῇ ἔσαν ἀθρόοι
ὁ τὰ πάντα φιλαίτατος καὶ πάλιν : μηκέτι φρουρέωμες ἐνὶ προθύροισιν , Ἄρατε . δύναται δὲ οὗτος εἶναι ὁ τὰ
7075599 Μηκος
, χωρὶς δὲ τοῦ κατακολπίσαι ὁ περίπλους στάδια ͵δ . Μῆκος δὲ ἀπὸ Μαλέας ἕως Αἰγίου στάδια ͵αυʹ . Ἔχει
χώρας τό τ ' ἐλάχιστον , καὶ τὸ μέγιστον . Μῆκος δὲ τὸ ἀπὸ τῆς ἑσπέρας ἐπὶ τὴν ἕω :
7050862 λοχω
τῶν ἐχόντων τὸ Ε ἢ τὸ Α πρὸ τέλους : λοχῶ τροχῶ ὀρχῶ κιχῶ . τὸ δὲ ἴσχω ἔχει Σ
φονῶ τὸ φονεύω : κορῶ : φθονῶ : τονῶ : λοχῶ , ἀφ ' οὗ τὸ λοχεύω : μοτῶ :
7041553 Συγχωρω
Ὁ δ ' ἕν τι δοξάζων οὐκ ὄν τι ; Συγχωρῶ . Ὁ ἄρα μὴ ὂν δοξάζων οὐδὲν δοξάζει .
γὰρ ἀπ ' αὐτῶν ὀνησόμεθα . συγχωρεῖς οὕτως ἔχειν ; Συγχωρῶ . Ἆρ ' οὖν τῳ φίλοι ἐσόμεθα καί τις
7018061 κεων
, τὸ κοιμῶμαι , κέων ἡ μετοχή : † ὦρσο κέων , ὦ ξεῖνε , πλεονασμῷ τοῦ α . .
ὀξύτης . ἢ παρὰ τὸ κέω , τὸ κοιμῶμαι , κέων ἡ μετοχή : † ὦρσο κέων , ὦ ξεῖνε
7000975 κορμος
τοξεύσας ἀνεῖλεν αὐτὸν γνωρίσας τὸν Ἀλέξανδρον . φιτρὸς οὖν ὁ κορμός , λέγει δὲ τὸν Ἀλέξανδρον : καὶ ἄνω γὰρ
δίκαια , τῆς κεφαλῆς ἀφαιρεθείην . ἐπίξηνος καλεῖται ὁ μαγειρικὸς κορμός , ἐφ ' οὗ τὰ κρέα συγκόπτουσιν . Γ
6987533 μυρτον
δέ οἱ κόμη ὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα . διὲξ τὸ μύρτον , ἀμισθὶ γάρ σε πάμπαν οὐ διάξομεν . βοῦς
. ἀλλὰ σὺ τῷ μύστῃ ῥοιὴν ἢ μῆλον ἄπαρξαι ἢ μύρτον : καὶ γὰρ ζωὸς ἐὼν ἐφίλει . Οὕτω δὴ
6983997 Ἀλωρος
, τῆς Ἀλώρου δὲ ἑβδομήκοντα . ἔστι δ ' ἡ Ἄλωρος τὸ μυχαίτατον τοῦ Θερμαίου κόλπου : * λέγεται δὲ
Μήδειαν ὀνομασθείς . τὸ ἐθνικὸν Διζήριος καὶ Διζηρίτης , ὡς Ἄλωρος Ἀλωρίτης . Δίκαια , πόλις Θρᾴκης , ἀπὸ Δικαίου
6978971 ἡμενη
: αὐτὴ δ ' ἄλουτος ἀπλύτοις ἐν εἵμασιν ἐν κοπρίηισιν ἡμένη πιαίνεται . τὴν δ ' ἐξ ἀλιτρῆς θεὸς ἔθηκ
” ἡ μὲν ἄρ ' ὣς ἀγόρευε μετὰ δμῳῇσι γυναιξὶν ἡμένη ἐν θαλάμῳ : ὁ δ ' ἐδείπνει δῖος Ὀδυσσεύς
6962929 γναφευς
θεραπαινίδα τὸ μισθάριον ἔχουσαν ἐκέλευ ' ἀποφέρειν θοἰμάτιον . ὁ γναφεὺς δ ' : ἄν γ ' ἐλᾳδίου τεταρτημόριά μοι
θαλάσσῃ κατακείμενον , καὶ οὐρέειν ἐν τῇ θαλάσσῃ . Ὁ γναφεὺς ὁ ἐν Σύρῳ , ὁ φρενιτικός : μετὰ δὲ
6961916 Τιν
ἀκριβέστερον ἔχει ; Καὶ μάλα δοκεῖ μοι τοῦτο διερωτᾶν . Τίν ' οὖν , ὦ Πρώταρχε , αὐτῷ δίδομεν ἀπόκρισιν
Εἰς τὸ σοφίαν δὲ τὸ δρέπων λάμβανε κατὰ συνεκδοχήν . Τίν τ ' , Ἐλέλιχθον ] * Καὶ σοί ,
6948408 μεταβολικον
στίχος ἐκ Τηλέφου Εὐριπίδου . ἀτταταῖ : διπλῆ καὶ μέλος μεταβολικόν . Γ ἀτταταῖ ] θρηνῶν παρατραγῳδεῖ . παρατηρητέον ὅτι
[ κτλ . . . ] Α φωνῆεν δίχρονον , μεταβολικόν , προτακτικὸν τοῦ Ι καὶ Υ . Β σύμφωνον
6946998 Λοβων
παρ ' Ἀθηναίοις τὸ ἱερὸν τῶν Σεμνῶν , ὥς φησι Λόβων ὁ Ἀργεῖος ἐν τῶι Περὶ ποιητῶν [ . ̈
σοφὸν ἀστρονόμημα . τὰ δὲ γεγραμμένα ὑπ ' αὐτοῦ φησι Λόβων ὁ Ἀργεῖος [ . ̈ . ] εἰς ἔπη
6945454 ξηραινω
καθαυανεῖ ξηρανεῖ ἢ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ . αὔω γὰρ τὸ ξηραίνω ψιλοῦται , αὕω δὲ τὸ λάμπω δασύνεται , ὅθεν
, κυλίω . ἐξυπνίζομαι , ἐξυπνίζω , , ξηραίνομαι , ξηραίνω , ἐθίζομαι , ἐθίζω , ἡμεροῦμαι , ἡμερῶ ,
6945393 ζωμα
οἶον ἔχων καὶ ζῶμα φαεινόν . † ) νῦν προφανῶς ζῶμα τὸν χιτῶνά φησιν , ὡς διὰ τῶν ἑξῆς δῆλον
ζωή βʹ : τὸ σύνηθες . καὶ ἡ περιουσία . ζῶμα βʹ : τὸ περίζωμα . καὶ ὅλος ὁ θώραξ
6944783 διασφαξ
. ἡ τοκὰς κόνις : τὴν Τρωικὴν λέγει χώραν . διασφὰξ δὲ καλεῖται πᾶν χάσμα γῆς . καὶ ἁπλοῦν δὲ
Τοῦ δὲ ὄρεος τὸ περικληίει τὴν γῆν τὴν Τρηχινίην ἐστὶ διασφὰξ πρὸς μεσαμβρίην Τρηχῖνος : διὰ δὲ τῆς διασφάγος Ἀσωπὸς
6937461 ἐμφατικωτερον
: καὶ Ἥρη ἁπτοεπής , ὡς καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν . ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν
. τινὲς δασύνουσι τὸ ἀπτοεπές : καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν : ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν
6935537 διπλασιαζε
γένεσιν αὐτοῦ . ἐκτίθει τοὺς ἀπὸ μονάδος περιττοὺς καὶ τούτους διπλασίαζε , καὶ οἱ διπλασιαζόμενοι ἀρτιοπέριττοί εἰσιν . ἐκτιθέσθωσαν οὖν
δόρυ κλῖνον , πρόαγε , ἔχου οὕτως . τὸ βάθος διπλασίαζε , ἀποκατάστησον . τὸ βάθος ἡμισίαζε , ἀποκατάστησον .
6927569 ἐπικλεα
ἀλίγκιος : ὅμοιος . Οἰκείῃσιν : τοῖς ἰδίοις ἔργοις . ἐπικλέα : κλῆσιν ἔχοντα , ὀνομαζόμενον , ἐπώνυμον . ναυτιλίῃσι
βιβρώσκειν : τὸ γὰρ λα τῶν ἐπιτατικῶν μορίων ἐστίν . ἐπικλέα : ἐπώνυμον , καλούμενον . λαβροσύνῃσιν : λαιμαργίαις ,
6924412 κοιτῃσι
ἀκούει , τὰ δ ' ἄλλα τυφλά . Τιθωνὸν ἐν κοίτῃσι : κατὰ τὸ μυθικὸν καὶ τὴν ἱστορίαν ὁ Τιθωνὸς
ἀδελφὸν ἱστορίαις καὶ μύθοις μόνοις θέλγειν τοὺς νέους βουλόμενος . κοίτῃσι κοίταις : ἰωνικῶς δὲ ἐτράπη τὸ α εἰς η
6923857 Ὀσφυν
Ἀλλ ' ὦ θύγατερ , ἔλεξ ' Ἰασοῖ πρευμενής . Ὀσφὺν δ ' ἐξ ἄκρων διακίγκλισον ἠΰτε κίγκλος ἀνδρὸς πρεσβύτου
, καὶ , ἐπεὶ ἀνῆκεν , ᾤχετο ἐς ἀγρόν . Ὀσφὺν ἤλγησεν , ἐλούσατο , αἱ γένυες ξυνήγοντο ἐς νύκτα
6915035 σκωλος
, ἃ οὐ πάντως ἐτυμολογοῦμεν , ὡς οὐδὲ τοῦτο . σκῶλος πυρίκαυστος Ν ; Σκῶλον Β . . , :
μεγήρας . καὶ τὸ μὲν αὐτοῦ μεῖν ' ὥς τε σκῶλος πυρίκαυστος ἐν σάκει Ἀντιλόχοιο , τὸ δ ' ἥμισυ
6912313 ἐπινομον
, φησίν , ἤγουν εἰς τὸν ἰσμηνὸν καλεῖ συνέρχεσθαι τὸν ἐπίνομον ὑμῶν τῶν ἡρωΐδων στρατὸν ὁμηγυρέα καὶ συνηθροισμένον , ἵνα
τὸ Ἰσμήνιον καλεῖ συνέρχεσθαι τὸν ἐπίνομον τῶν ἡρωΐδων στρατόν . ἐπίνομον δὲ στρατὸν εἶπε τὰς ἐπινεμομένας καὶ ἐποπτευούσας τὰς Θήβας
6907888 ἀγχιγυοι
ἣν καλέουσι Πηγάς : ὄνομα κρήνης Πηγαὶ οὕτω κυρίως . ἀγχίγυοι δὲ οἱ πλησιόχωροι , οἱ γείτονες . ἀμφίγυοι :
αὐτὰρ Ἐρυθραίης πλευρὸν ναίουσι θαλάσσης Μινναῖοί τε Σάβαι τε καὶ ἀγχίγυοι Κλεταβηνοί . τόσσα μὲν Ἀραβίην περιώσια φῦλα νέμονται ,
6905702 Δημοκριτωι
Ἀπὸ ἰσημερίας μεθοπωρινῆς ἐπὶ χειμερινὰς τροπὰς Εὐδόξωι ἡμέραι Ϙβʹ , Δημοκρίτωι ἡμέραι Ϙαʹ , Εὐκτήμονι Ϙʹ , Καλλίππωι πθʹ .
, , . . . . , . ταὐτὸ πεισόμεθα Δημοκρίτωι τῶι σοφῶι διὰ φιλολογίαν . καὶ γὰρ ἐκεῖνος ὡς
6899555 εἰσειμ
καλῶ . Ἐγὼ δ ' ἐμαυτῷ τόδε λαβὼν τὸ φορτίον εἴσειμ ' ὑπαὶ πτερύγων κιχλᾶν καὶ κοψίχων . Εἶδες ,
ἀριθμεῖν θεατὰς ψαμμακοσίους εἰ μή τις αὐτὴν κατακλιεῖ ἔπειτ ' εἴσειμ ' , ἐνθάδε μείνας εἰς ὤμιλλαν , κἂν μὴ
6898380 ταινιδιον
μετὰ τὴν ἐπίθεσιν τοῦ φαρμάκου , οἴνῳ δεύσαντα πτυγμάτιον ἢ ταινίδιον ἐπιδεσμεῖν : ἔστι δὲ καὶ ἡ μετ ' αὐτὴν
εἴρηται , ἐκ τῶν ἔϲωθεν μερῶν τοῦ βλεφάρου τὸ λαμβδοειδὲϲ ταινίδιον , μὴ πάνυ βαθεῖαν τὴν διαίρεϲιν ποιουμένουϲ , καὶ
6896455 πλατυτατον
ἐληλάσθαι . τὸν μὲν οὖν πρῶτόν τε καὶ ἐξωτάτω σφόνδυλον πλατύτατον τὸν τοῦ χείλους κύκλον ἔχειν , τὸν δὲ τοῦ
͵δ σταδίων , μιλίων δὲ φλγʹ , πλάτος δὲ ᾗ πλατύτατον ͵β . Μεθ ' ὃν συνάγεται εἰς στενὸν [
6885666 προσιδεσθαι
ἐσάκουσον ἀκηχεμένου μέγα θυμῷ : οὐ γὰρ τλήσομαι ἄστυ καταιθόμενον προσιδέσθαι οὐδ ' ἄρ ' ἀπολλυμένην γενεὴν ἐν δηιοτῆτι λευγαλέῃ
στροφὴ κώλων γʹ . σέ - βομαι ] ὑποστέλλομαι . προσιδέσθαι ] † πρὸς σὲ ἰδεῖν . σέβομαι ] ὑποστέλλομαι
6885316 ἀϊσθω
* + , . † Αἶσθα : εἴρηται εἰς τὸ ἀΐσθω , . . Αἰσιμία : ἡ μαντεία , ἢ
] γίνεται ῥῆμα ἀϊστῶ καὶ τροπῇ τοῦ τ εἰς θ ἀΐσθω , ἐξ οὗ ἡ μετοχὴ ἀΐσθων καὶ κατὰ συναίρεσιν
6883754 κονταριον
τὸ τόξον τεταμένον ἐν τῷ θηκίῳ , κρατεῖν δὲ τὸ κοντάριον καὶ συντόμως ἀποτίθεσθαι αὐτὸ ἐν τῷ νώτῳ , ἐπιλαμβάνεσθαι
εἶδος ἱματίου . ξυστίδ ' ] ἱμάτιον ἢ ἀκόντιον , κοντάριον , ἅρμα . , τὸ λαμπρὸν ἱμάτιον . ἔχων
6881799 γρηϋς
πρόσθεν ἀεικέα μηχανόωντο . ” ὣς ἄρ ' ἔφη , γρηῢς δὲ διὲκ μεγάροιο βεβήκει ἀγγελέουσα γυναιξὶ καὶ ὀτρυνέουσα νέεσθαι
' ἐς θάλαμον ἑὸν ἤϊε : δαῖε δέ οἱ πῦρ γρηῢς Ἀπειραίη , θαλαμηπόλος Εὐρυμέδουσα , τήν ποτ ' Ἀπείρηθεν
6880976 ἐτελεις
τὸ Δημοσθενικόν , ἐδίδασκες γράμματα , ἐγὼ δὲ ἐφοίτων : ἐτέλεις , ἐγὼ δ ' ἐτελούμην . πεποίηκε δὲ Δημοσθένης
πάλιν ἐπαναφορά : ἐδίδασκες γράμματα , ἐγὼ δὲ ἐφοίτων : ἐτέλεις , ἐγὼ δὲ ἐτελούμην : ἐγραμμάτευες , ἐγὼ δὲ
6875066 ἀφανιζομενον
σπερμάτων γε οὐθὲν προσδεόμενον . καὶ εἰ ἐφθείρετο δὲ τὸ ἀφανιζόμενον εἰς τὸ μὴ ὄν , πάντα ἂν ἀπωλώλει τὰ
σπερμάτων γε οὐθὲν προσδεόμενον . καὶ εἰ ἐφθείρετο δὲ τὸ ἀφανιζόμενον εἰς τὸ μὴ ὄν , πάντα ἂν ἀπωλώλει τὰ
6869379 κευθος
πτερόεντα καταστάσω ἀν ' αἰθέρ ' , ἢ γᾶς ὑπὸ κεῦθος ἄφαντον ἐξαμαυρωθῶ ; ἰώ μοί μοι . κακὰ φανήσεται
καταστάσω ; ἀν ' αἰθέρ ' ; ἢ γᾶς ὑπὸ κεῦθος ἄφαντον ἐξαμαυρωθῶ ; ἰώ μοί μοι , κακὰ φανήσεται
6867116 τιθεντο
καὶ τείχεος ἷζον ἰόντες : ἔνθα δὲ πῦρ κήαντο , τίθεντο δὲ δόρπα ἕκαστος . Ἀτρεΐδης δὲ γέροντας ἀολλέας ἦγεν
πάμπρωτον ἁλὸς βένθοσδε ἔρυσσαν , ἐν δ ' ἱστόν τε τίθεντο καὶ ἱστία νηῒ μελαίνῃ , ἠρτύναντο δ ' ἐρετμὰ
6866344 εὐυφες
λέγεται τὸ εὐυφὲς ἱμάτιον καὶ ἀραιὸν , ὅπερ φαίνεται μὲν εὐυφὲς , τῷ δὲ κατανοοῦντι διεστηκός ἐστι καὶ ἀραιὸν καὶ
Κρατῖνος Ἀρχιλόχοις : εὕδοντι πρωκτὸς αἱρεῖ . εὐήτριον : ἱμάτιον εὐυφὲς ἢ τὸ ὁμαλὸν ὕφασμα . Εὔνοστος : θεὸς ἐπιμύλιος
6861998 φθινω
γὰρ ταχὺ καὶ θερμὸν λέγομεν , ὡς εἴρηται : ὡς φθίνω φθείρω , καὶ θέω θέρω . Θρώσκω . ἀπὸ
τὸ ἠερέθω ὡς τὸ φλέγω φλεγέθω , νέμω νεμέθω , φθίνω φθινύθω . Ἄκρων πόρων , τουτέστι τῆς ἐπιφανείας .
6857390 λιχμαζουσι
καὶ ἄμοχθον ἐδωδήν . ὄστρεα μὲν κληῗδας ἀναπτύξαντα θυρέτρων ἰλὺν λιχμάζουσι καὶ ὕδατος ἰσχανόωντα πέπταται , ἀγκοίνῃσιν ἐφήμενα πετραίῃσι :
θαλάσσης , γηθόσυνοι , κεραὸν δὲ περισαίνουσιν ὅμιλον ἀμφί τε λιχμάζουσι καὶ ἀθρόοι ἀμφιχέονται , πυκνὰ κατασκαίροντες : ἔχει δ
6855988 Ὑπερφυως
ἕλκειν τε καὶ σπαράττειν τῷ λόγῳ τοὺς πλησίον ἀεί . Ὑπερφυῶς μὲν οὖν , ἔφη . Οὐκοῦν ὅταν δὴ πολλοὺς
ἐμποδὼν εἶναι ἢ τὴν ἀνεπιστημοσύνην ; Σκοπῶμεν νὴ Δία . Ὑπερφυῶς μὲν οὖν , τὸ λεγόμενόν γε , πάντα κάλων
6855131 Δαιμονιως
κρίσεων ἐπιλάθεσθε παντελῶς . . ΟΙ ΑΥΤΩι ΚΑΚΑ ΤΕΥΧΕΙ . Δαιμονίως ἀνεφθέγξατο ταῦτα τὰ ἔπη καὶ σωφρονιστικῶς . Εἰ γὰρ
ἰατρὸν ἐπιθέντες γράμματα πρὸς τὸν τελώνην . , . . Δαιμονίως “ ἐθεραπεύθη δέ ” , ἔφη , “ δαιμονίῳ
6849771 ὀρουων
, ὀρτός : καὶ συνθέτως κονιορτὸς , ὁ τὴν κόνιν ὀρούων καὶ ὁρμῶν , ὡς σπείρω σπαρτός . Κοντὸς ,
αἶψα αὖ ἐρύων , τῷ δ ' αὖτις ἀάσχετος ἰθὺς ὀρούων . ὡς δ ' ὁπότ ' ἐν πολέμοισιν ἀρήϊον
6849055 Ἀνεμουριον
προσεχεστάτου σημείου τῇ ἠπείρῳ . Ἔφαμεν δέ που κατὰ τὸ Ἀνεμούριον ἄκραν τῆς Τραχείας Κιλικίας ἀντικεῖσθαι τὸ τῶν Κυπρίων ἀκρωτήριον
αὐτῇ αἵδε : Σελινοῦς , Χαραδροῦς πόλις καὶ λιμὴν , Ἀνεμούριον ἄκρα καὶ πόλις , Νάγιδος πόλις [ ἣ ]
6840698 Πρωην
Καὶ μὴν οὐ Παντακλέα γε ἐδίδαξεν ὅμως τὸν σκαιότατον . Πρώην γοῦν , ἡνίκ ' ἔπεμπεν , τὸ κράνος πρῶτον
γὰρ εἶναι κρεῖττόν ἐστ ' ἤ γ ' ἁλμάδας . Πρώην ἐρανιστὰς ἑστιῶν ἥψης ' ἔτνος . Ἀλλ ' ἱμάντα
6839955 κοιλαινω
γλωχῖνα , σημαίνει τὴν ἀγωνίαν , παρὰ τὸ γλάπτω τὸ κοιλαίνω : ἢ παρὰ τὸ γλάχω γίνεται γλωχίν . γήπαιδες
γλυκύ . γλαφυρῆς : τὸ βαθὺ ἀπὸ τοῦ γλάφω τὸ κοιλαίνω , κυρίως δὲ τὸ λίαν γλυκύ : γλαφυρῆς :
6833935 οἰχνω
εἰσοιχνεῦσι ] εἰσπορεύονται , κατοικοῦσι . . ἀπὸ τοῦ οἴχω οἰχνῶ , ὥσπερ καὶ ἵκω ἱκνῶ . . σχῆμα τὸ
χεύω , ἀφ ' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . . . , : τὸ
6833350 Νηρῃδες
τὸ ι ἐπὶ τῶν τοιούτων , ἠιόνες ᾐόνες , Νηρηίδες Νηρῇδες . οὕτω καὶ τὸ σφῲ δὲ μάλ ' ἠθέλετον
. , . * ? Βρισῇδες : εἴρηται εἰς τὸ Νηρῇδες , . . Βριτόμαρτις : καὶ Ἄρτεμις καὶ νύμφη
6826532 δνοφερον
τε κρήνη μελάνυδρος , ἥ τε κατ ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ . τὸν δὲ ἰδὼν ᾤκτιρε ποδάρκης δῖος
ὥς τε κρήνη μελάνυδρος ἥ τε κατ ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ : ὣς ὃ βαρὺ στενάχων ἔπε '
6822349 στρωτηρος
καὶ ἔπειτα ὑπερενεγκεῖν τὴν χεῖρα σὺν τῷ ξύλῳ ὑπὲρ τοῦ στρωτῆρος , ὡς ἡ μὲν χεὶρ ἐπὶ θάτερα ἔῃ ,
τὸ στῆθος τοῦ ἀνθρώπου ἱμάτιον ἐπικαθίσαι ἐπὶ τὸ προέχον τοῦ στρωτῆρος , εἶτα προσβάλλειν τὸ στῆθος πρὸς τὸν στύλον πλατέῃ
6819417 γαλοῳ
Ἠετίωνος , ἐπεὶ πόρε μυρία ἕδνα . ἀμφὶ δέ μιν γαλόῳ τε καὶ εἰνατέρες ἅλις ἔσταν , αἵ ἑ μετὰ
Λαέρτιος γεγονός . . . . : Βαρύνειν δεῖ τὸ γαλόῳ : τὰ γὰρ εἰς ως θηλυκὰ ὑπὲρ μίαν συλλαβήν
6818693 ἀρθητε
] ὑψώθητε : σύναπτε ⌈ δὲ / ⌈ τὸ ” ἄρθητε “ πρὸς τὸ ” μετέωροι “ . τῷ φροντιστῇ
αἱ ἐν τῷ βροντᾶν καὶ τοὺς κεραυνοὺς ἡμῖν ἐμφαίνουσαι . ἄρθητε ] μετεωρίσθητε . . φάνητε ὦ ] συνίζησις .
6818632 πετευρον
Νωνακριεύς νωτοπλῆγα ξειρης Ὀλυμπίειον ὀνηλατεῖν ὀνυχίζεται οὐδαμᾷ Παμβωτάδαι πέδων περίζυξ πέτευρον πλεισταχόθεν πλυντρίδες προσχίσματα πρόσχορον προσῳδός πυξίον καὶ πυξίδιον πυτίνη
. ἔνιοι τὴν δοκόν , οἱ δὲ πηκτὸν ὀρνιθοτροφεῖον . πέτευρον δὲ σανίδιον λεπτὸν καὶ τεταμένον , ᾧ εἰς τοὺς
6815222 αἱματοεσσα
δ ' ἔπλετο θαῦμα , οὕνεκα δὴ ῥυτῆρος ἀπεκρέμαθ ' αἱματόεσσα , Ἄρεος ἐννεσίῃσι φόβον δηίοισι φέρουσα : φαίης κεν
ἠδ ' ἄρρηκτος , ὑπαὶ δέ οἱ ἔσκε τένοντος σύριγξ αἱματόεσσα κατὰ σφυρόν : ἀμφ ' ἄρα τήνγε λεπτὸς ὑμὴν
6811223 ψυλλα
δύο συλλαβὰς διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται : οἷον , ψύλλα : Σκύλλα : Ἀγύλλα : Ἐρετύλλα : δίφυλλα :
, ἔφη , ἔα : ἀλλ ' εἰπέ μοι πόσους ψύλλα πόδας ἐμοῦ ἀπέχει . ταῦτα γάρ σέ φασι γεωμετρεῖν
6811169 πεπαλη
. . . , πεπάλη : πάσω πάλη καὶ ἀναδιπλασιασμῷ πεπάλη . . . . . . πεπάλη , ,
ἦν νῆσος . Πεπάλη . πέσω πάλη , καὶ ἀναδιπλασιασμὸς πεπάλη . Πτωχός . ὁ ἐκπεπτωκὼς τοῦ ἔχειν . Πίθος
6810941 Ὠφελιων
τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖν . τὰ αὐτὰ δ ' ἰαμβεῖα καὶ Ὠφελίων φησί . τοιαῦτα ὥσπερ οἱ ῥήτορες πρὸς ὕδωρ εἰπὼν
τοῦ πεπέριδος τρίψας ' ὁμοῦ σμύρνῃ διάπαττε τὴν ὁδόν . Ὠφελίων : Λιβυκὸν πέπερι θυμίαμα καὶ βιβλίον Πλάτωνος ἐμβρόντητον .
6810685 ἡλικιαιϲ
καὶ ὠχρότηϲ προϲώπου καί ποτε καὶ τοῦ ϲτόματοϲ ἐκπίκρωϲιϲ . ἡλικίαιϲ δὲ μᾶλλον ἀκμαϲτικαῖϲ καὶ κράϲεϲι θερμοτέραιϲ καὶ βίῳ φροντιϲτικῷ
ἀϲθένεια ἐργάϲεται . ὁ μὲν οὖν ἐξ ἀρχῆϲ ϲφοδρὸϲ ὑπάρχων ἡλικίαιϲ τε καὶ ὥραιϲ καὶ χώραιϲ καὶ κράϲεϲιν εὐκράτοιϲ ἕπεται
6805275 ἀκαταλληλως
Ξάνθοιο ῥοάων : ἡ διπλῆ ὅτι τῷ ὡς ὁμοιωματικῷ ὄντι ἀκαταλλήλως ἀποδίδοται τὸ τόσσα , ποσότητος ὂν δηλωτικόν : διὸ
ᾀδόμενος . τοῦτο λέγει κεχλαδώς . ἄλλως : τριπλόος : ἀκαταλλήλως τῷ μέλος τὸ τριπλόος ἐπήγαγεν ὁ Πίνδαρος , οὐδετέρῳ
6800935 ὠμιλλαν
μὲν ἀρτιασμὸν ἔλεγον , τὸ δὲ τρόπα , τὸ δὲ ὤμιλλαν . ἀρτιασμὸς μὲν οὖν ἐστὶ τὸ δραξάμενον ἀστραγάλων ἤ
Χρυσῷ γένει : κἄπειτ ' εἴσειμ ' ἐνθάδε μείνας εἰς ὤμιλλαν , κἂν μὴ μεθιῇ . ὠμογέρων : ὁ παρ
6797991 ἰξυς
τὸ Υ ὀξύνεται : πληθύς ἐδητύς ὀϊζύς ἐριννύς [ ] ἰξύς [ ἡ ῥάχις ] . τὸ δὲ νηδύς ποιητικῇ
σφονδύλιον καὶ ὀρροπύγιον ὀνομάζεται . οὗ τὸ ὑπεράνω ὀσφῦς καὶ ἰξύς , ὡς ζώνη τὸ κατ ' αὐτὴν ἐν τοῖς
6796627 μεταγραφων
, τοὺς δὲ ἐχθροὺς μὴ κακῶς ποιεῖν , ἀλλὰ φίλους μεταγράφων , καὶ πρὸς τὸν ἀπειλήσαντα , ἂν μή σε
ποιεῖν . ἐπηνώρθου δὲ τὸ μὲν φυλάττων , τὸ δὲ μεταγράφων : τὸ τοὺς μὲν φίλους εὖ ποιεῖν μεταγράφων ,
6794428 βαλλετο
. . . . . πήληξ βαλλομένη καναχὴν ἔχε , βάλλετο δ ' αἰεί καὶ φάλαρ ' εὐποίηθ ' .
δεινὴν δὲ περὶ κροτάφοισι φαεινὴ πήληξ βαλλομένη καναχὴν ἔχε , βάλλετο δ ' αἰεὶ κὰπ φάλαρ ' εὐποίηθ ' :
6793809 Ἐμοιγ
πρὸς Διὸς οὐκ ἄτοπος ἄν σοι δοκεῖ εἶναι παιδευτής ; Ἔμοιγ ' , ἔφη . Ἦ οὖν τι τούτου δοκεῖ
. οἶμαι δὲ καὶ σύ : οὐδὲν γὰρ χαλεπόν . Ἔμοιγ ' , ἔφη : σοῦ δ ' ἂν ἡδέως
6790331 Νοει
νοῦς , ὅτι μηδὲ νοεῖ : ὁμοιοῦσθαι γὰρ δεῖ . Νοεῖ δὲ οὐδ ' ἐκεῖνο , ὅτι οὐδὲ νοεῖ .
; Ἢ οὐδὲ διάκειται , ψυχῆς δὲ ἡ διάθεσις . Νοεῖ τε ἡ ψυχὴ ἄλλως : τῶν δὲ ἐκεῖ τὸ
6787437 οὐρειον
, χρυσοδέτοις περόναις ἐπίσαμον : μηδὲ τὸ παρθένιον πτερόν , οὔρειον τέρας , ἐλθεῖν πένθεα γαίας Σφίγγ ' ἀπομουσοτάταισι σὺν
παρθένιον , πρὸς δὲ τὸν ἀετὸν τὸ πτερόν : γράφεται οὔρειον : οὔρειον τέρας ἐλθεῖν : ὀρεινὸν ἄγριον . ἢ
6787164 διαφθειρομενοις
ὡς εἰσὶν θεοί : νῦν δὲ ἀνάγκη . νόμοις οὖν διαφθειρομένοις τοῖς μεγίστοις ὑπὸ κακῶν ἀνθρώπων τίνα καὶ μᾶλλον προσήκει
κακωδῶν . Ἡ δὲ καθόλου καὶ ὥσπερ ἐπὶ πᾶσι τοῖς διαφθειρομένοις σαπρότης . Ἅπαν γὰρ τὸ σηπόμενον κακῶδες , εἰ
6786863 ἱκνω
' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . . . , : τὸ δὲ ἐρέων ἐστὶ
εἰς ΝΩ μετ ' ἐπιπλοκῆς συμφώνου περισπᾶται : ὑπνῶ πυκνῶ ἱκνῶ τεχνῶ σκιδνῶ ἰδνῶ . σεσημείωται τὸ δάκνω βαρύτονον ,
6783650 ἀρτιτρεφεις
πρὸς τὸ βληχαὶ αἵτινες τῶν νηπίων ἦσαν . θ Ξ ἀρτιτρεφεῖς ] ἤτοι τῶν ἀρτιτρεφῶν βρεφῶν . βρέμονται ] ἠχοῦσιν
. θΞ ἐπιμαστιδίων ] τῶν ἐπὶ τοῖς μαστοῖς νηπίων . ἀρτιτρεφεῖς ] ἄρτι τρεφόμενοι . ἀρτιβρεφεῖς ] νέαι . ἀρτιτρεφεῖς
6780382 στυλων
καὶ διακοπὴν εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου , πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων καταφερομένων : οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην
εἰς τὸ ἔσω ὀλίσθῃ : στρωτῆρα χρὴ διαδῆσαι μεταξὺ δύο στύλων ὕψος ἔχοντα σύμμετρον . προσεχέτω [ ] δὲ τοῦ
6779543 ἀμαθοιο
ψαμάθοις ἁλίῃσιν : ἄμαθον δὲ τὴν κόνιν : τύχε γὰρ ἀμάθοιο βαθείης . ὥρα δασέως τοῦ ἔτους καὶ τῆς ἡμέρας
. Ἄμαθος : ἡ ψάμμος : τύχε γάρ ῥ ' ἀμάθοιο βαθείης . παρὰ τὸ ψάμαθος καὶ ἀποβολῇ τοῦ ψ
6778572 δοτικηι
πρός , περί , παρά , ὑπό . γενικῆι καὶ δοτικῆι γ , αἵδε , κατά , μετά , ὑπέρ
Π . ΣΥΝΤΑΞ . . , . : ἀπαγορεύω : δοτικῆι : τοῦ αὐτοῦ ἐγὼ μὲν ἀπαγορεύω τῶι πόνωι .
6776903 περιστενεται
, πλῆσεν δὲ τιταινόμενον στόμα δειλῆς ἐγχέλυος : πνοιῇ δὲ περιστένεται μογέουσα ἀνδρομέῃ , δέδεται δὲ καὶ ἱεμένη περ ἀλύξαι
αἵματος : ἐν δέ τε θυμὸς στήθεσιν ἄτρομός ἐστι , περιστένεται δέ τε γαστήρ : τοῖοι Μυρμιδόνων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες
6774416 δδ
, ὃ δηλοῖ τὸ δαψιλῶς , τινὲς μὲν διὰ δύο δδ ἐκφέρουσιν , ἄλλοι δὲ δι ' ἑνός . ἀδηφάγος
” . οἱ Μεγαρεῖς δὲ τρέπουσι τὸ ζ εἰς δύο δδ . Γ ἀκούετον δή , ποτέχετ ' ἐμὶν τὴν
6773910 Ἐπανω
Τάξομεν , κατασκευάσομεν . . στήσομεν . . ἐπὶ : Ἐπάνω . τῆς κεφαλῆς : Τῆς σῆς . φέρε :
ἀφρὸς διὰ τὸ λευκόν . . ἔπεστ ' ἀνωτάτω : Ἐπάνω . Θ . ἐπάνω ὑπάρχει . . ἡ γραῦς
6773812 ἀγκοινη
ἀγκὼν ἀγκώνη ἔδει λέγεσθαι καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς οι ἀγκοίνη . τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ θοίνη . ἀπὸ τοῦ
ἔδει λέγεσθαι , καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς οι , ἀγκοίνη . τοιοῦτον ἐστὶ καὶ τὸ θοίνη . θῶ τὸ
6773087 Γεραιστον
ὑπὸ πάντων Γεραιστίων ἄγεται Ποσειδῶνι διὰ τὸν συμβάντα χειμῶνα περὶ Γεραιστόν : καὶ ἐν Ἀμαρύνθῳ τῆς Εὐβοίας Ἀμαρύσια νενικήκασιν .
κέρδος γενέσθαι τὴν ἀδυναμίαν τοῦ ξένου . καταπλεύσας οὖν εἰς Γεραιστόν , ἔπειτα εἰς λιμένα τινὰ Ἀθηναίων , οὗ δὴ
6772587 ποτοσδον
λασίοιο δασύτριχος εἶχε τράγοιο κνακὸν δέρμ ' ὤμοισι νέας ταμίσοιο ποτόσδον , ἀμφὶ δέ οἱ στήθεσσι γέρων ἐσφίγγετο πέπλος ζωστῆρι
κεκλυσμένον ἁδέι κηρῷ , ἀμφῶες , νεοτευχές , ἔτι γλυφάνοιο ποτόσδον . τῶ ποτὶ μὲν χείλη μαρύεται ὑψόθι κισσός ,
6772488 μετασπων
Μειδίου , οἷον ἀσεβεῖ καὶ ὑβρίζει Μειδίας : χορηγὸν ὄντα μετασπῶν ἐν ἱερομηνίᾳ : ἡ φάσις μὲν αὕτη : ἡ
Μειδίου , οἷον ἀσεβεῖ καὶ ὑβρίζει Μειδίας : χορηγὸν ὄντα μετασπῶν ἐν ἱερομηνίᾳ : ἡ φάσις μὲν αὕτη : ἡ
6772366 σκελλω
. παρὰ τὸ σκλῶ μονοσύλλαβον , ὅ ἐστι ἀπὸ τοῦ σκέλλω . Στεῖρα . παρὰ τὸ στῶ , οὗ παράγωγον
. . . ἀσκελές : τὸ σκληρόν : παρὰ τὸ σκέλλω ξηραίνεσθαι . . . . ἀσκωλιάζειν : ἐφ '
6771764 Διηκει
κατοικημένων καταλέξαι , τὸ δ ' ἀπὸ τούτων οὐκέτι . Διήκει δ ' ὦν ἡ ὀφρύη μέχρι Ἡρακλέων στηλέων καὶ
καὶ βούλει φασὶ τὰ δεύτερα τοῦ λέγομαι καὶ βούλομαι . Διήκει δέ , φησί , καὶ ἐπὶ τῶν εἰς μι
6771417 ἑρπυζων
εἱλεῖται σφαιρηδόν , ὑφ ' ἕρκεϊ γυῖα φυλάσσων , ἔνδοθεν ἑρπύζων : ὁ δέ οἱ σχεδὸν αὐτίκα θύνων πρῶτα μὲν
εἰσίν . φυλάσσων : περικαλύπτων . Ἔνδοθεν : κατά . ἑρπύζων : βαδίζων , συρόμενος . σχεδόν : τοῦ ἐχίνου
6767433 οὐλαμον
. Ὣς ἔφαθ ' , Ἕκτωρ δ ' αὖτις ἐδύσετο οὐλαμὸν ἀνδρῶν ταρβήσας , ὅτ ' ἄκουσε θεοῦ ὄπα φωνήσαντος
. . . ἦλθε δ ' ἐπὶ Κρήτεσσι κιὼν ἀνὰ οὐλαμὸν ἀνδρῶν . ἡ διπλῆ , ὅτι ἰδίως εἴρηκεν ἀντὶ
6765389 Ἀργουρα
παρὰ τὴν πλάτην , ὃ δηλοῖ τὴν κώπην . : Ἄργουρα , πόλις Θεσσαλίας ἡ πρότερον Ἄργισσα . . .
Βοῦρα Βουραῖος , Παναίουρα Παναιουραῖος . καὶ [ ὡς ] Ἄργουρα Ἀργούριος , Παναιούριος . Πάνακρα ὄρη Κρήτης . Καλλίμαχος
6760810 ἐτελουμην
, ἐγὼ δ ' ἐφοίτων : ἐτέλεις , ἐγὼ δὲ ἐτελούμην : ἐγραμμάτευες , ἐγὼ δὲ ἐκκλησίαζον . ἐτριταγωνίστεις ,
ἐγὼ δ ' ἐφοίτων : ἐτέλεις , ἐγὼ δ ' ἐτελούμην : ἐτριταγωνίστεις , ἐγὼ δ ' ἐθεώρουν : ἐγραμμάτευες
6760418 πηληξ
σχήματι . Σ . Π : . . . ἡ πήληξ μὲν οὖν εἰς ὃ τὸν λόφον τιθέασι , φάλαρα
ἀπὸ τοῦ κατὰ τὴν πῆξιν ὥσπερ πηδᾶν τὴν κώπην . πήληξ περικεφαλαία , ἀπὸ τοῦ πάλλεσθαι , ὅ ἐστι κινεῖσθαι
6759100 εἰλημα
. Κεφ . ρεʹ . Ἀρχὴ κατὰ πλευρᾶς . τὸ εἴλημα λοξῶς κατὰ στέρνον ἐπὶ ἀκρώμιον , εἶτ ' ἐγκάρσιον
τῷ ἐπιδεσμένῳ τὴν ἀρχὴν τάξαντες κατὰ τῆς ἀπαθοῦς μασχάλης τὸ εἴλημα ἄγομεν λοξῶς κατὰ νώτου : ἔπειτα δὲ παρ '
6758564 κἠκ
. ἀλλ ' οὗτος τοιοῦτος ἐὼν βοτὰ χίλια βόσκω , κἠκ τούτων τὸ κράτιστον ἀμελγόμενος γάλα πίνω : τυρὸς δ
, ὅμοιός ἐστι διὰ τὸ ἀδελφὰς εἶναι αὐτάς . Γ κἠκ τωὐτοῦ ] ἐκ τοῦ αὐτοῦ . Γ κἀναχνοιανθῇ :
6757924 ἐπεστεναχοντο
' ἀλεγεινὸν μίγδα περιτρίζουσι διηνεκὲς ἀλλήλῃσιν : ὣς Τρῳαὶ Δαναοῖσιν ἐπεστενάχοντο δαμεῖσαι : ἴσην δ ' αὖ καὶ ἄνασσα φέρεν
ἐπάλξεσιν : ἔβραχε δ ' εὐρὺς αἰγιαλὸς καὶ νῆες , ἐπεστενάχοντο δὲ μακρὰ τείχεα βαλλομένων . Κάματος δ ' ὑπεδάμνατο
6755918 ἠρεμιαϲ
ἐπὶ δὲ ϲφυγμοῦ κατά τιναϲ μὲν χρόνου κινήϲεωϲ πρὸϲ χρόνον ἠρεμίαϲ , οἷον τῆϲ διαϲτολῆϲ καὶ τῆϲ ϲυϲτολῆϲ πρόϲ τινα
ἑτέρουϲ δὲ χρόνου κινήϲεωϲ καὶ ἠρεμίαϲ πρὸϲ χρόνον κινήϲεωϲ καὶ ἠρεμίαϲ ἢ κινήϲεωϲ πρὸϲ κίνηϲιν , οἷον διαϲτολῆϲ πρὸϲ ϲυϲτολήν
6754072 πεπυρακτωμενον
τῆς Αἴτνης ἤμενος ] καθήμενος Μυδροκτυπεῖ ἤτοι χαλκεύει μύδρον καὶ πεπυρακτωμένον σίδηρον : μύδρος δὲ γίνεται ἀπὸ τοῦ μὴ ἔχειν
τὸ αὐτὰ διάφορα ὄντα ἓν γενέσθαι . μύδρον : τὸν πεπυρακτωμένον σίδηρον , παρὰ τὸ μύρεσθαι καὶ διαρρεῖν . πρηόσιν
6750275 γοργος
ὅλμον καὶ ὕπερον περιφέρειν ; ἄνθρωπε , ἄσκησον , εἰ γοργὸς εἶ , λοιδορούμενος ἀνέχεσθαι , ἀτιμασθεὶς μὴ ἀχθεσθῆναι .
τοῦ μᾶλλον , ὃ δὴ πάλιν ἀνάλυσιν ἔχει εἰς τὸ γοργὸς μᾶλλον . παρὰ τοὺς ἵππους ἐμπεριεκτικόν τι ἀποτελεῖται ,
6748615 ἀγισδεο
ἀρχά . Φρύγιον αὔλησε μέλος τὸ Κερβήσιον , ἀάνθα : ἀγίσδεο αὐτὸν † ἀγᾶ , † γέργυρα γέρρον : δοάν
τοῦ τὸν Ἀλκμᾶνα εἰπεῖν : ἀγίσδεο : ἀντὶ τοῦ ἅζεο ἀγίσδεο εἶπεν , . , + . , + .
6748306 κνωδοντι
οἰκουρίαν . ἐγὼ δὲ δροίτης ἄγχι κείσομαι πέδῳ , Χαλυβδικῷ κνώδοντι συντεθραυσμένη , ἐπεί με , πεύκης πρέμνον ἢ στύπος
, ὡς λυκοψίαν κόρη κνεφαίαν , ἄγχι παμφαλώμενος , χαλκηλάτῳ κνώδοντι δειματουμένη . Πολλοὶ δ ' ἀγῶνες καὶ φόνοι μεταίχμιοι
6746902 καπνην
; δηλονότι . μή μοι δῆλον , ἀλλ ' ἔχει κάπνην ; ἔχει . κακόν , εἰ τύφουσαν . ἀπολεῖ
παῖδες , παράγετε . ὀπτάνιον ἔστιν ; ἔστι . καὶ κάπνην ἔχει ; δηλονότι . μή μοι δῆλον : ἀλλ
6745446 χρυσειοι
ἡγήτορες ἑδριόωντο πίνοντες καὶ ἔδοντες : ἐπηετανὸν γὰρ ἔχεσκον . χρύσειοι δ ' ἄρα κοῦροι ἐϋδμήτων ἐπὶ βωμῶν ἕστασαν αἰθομένας
δ ' ἐφ ' ὑπερθύριον , χρυσέη δὲ κορώνη . χρύσειοι δ ' ἑκάτερθε καὶ ἀργύρεοι κύνες ἦσαν , οὓς
6744390 χανος
ἀραρυίας τὰς φρένας . Χαῦνος . παρὰ τὸ χαίνω , χανὸς καὶ χαῦνος , ὡς φαίνω φανός . Χθές .
πολὺ λευκότερον . ὤεα δ ' ἔφη Ἐπίχαρμος : ὤεα χανὸς κἀλεκτορίδων πετεηνῶν . Σιμωνίδης ἐν δευτέρῳ ἰάμβων : οἷόν
6743099 ὀμιχειν
: Ἡσίοδος : μήδ ' ἀντ ' ἠελίοιο τετραμμένος ὀρθὸς ὀμιχεῖν . παρὰ τὸ ὀμιχεῖν οὖν ὀμίς καὶ ἀμίς ,
οἷον ἀμιδαχεῖν : τροπῇ τοῦ α εἰς ο καὶ συγκοπῇ ὀμιχεῖν . . . . . . ὀμιχεῖν : ὀμιχεῖν
6739727 Πειριθωι
ἀκίνητον νοεῖσθαι . [ , . ] ἐν δὲ τῶι Πειρίθωι δράματι ὁ αὐτὸς καὶ τάδε τραγωιδεῖ : σὲ .
καὶ δεδεμένωι αἰδοῦς ἀχαλκεύτοισιν ἔζευκται πέδαις . . , Εὐριπίδου Πειρίθωι : ὁ πρῶτος εἰπὼν οὐκ ἀγυμνάστωι φρενί ἔρριψεν ,

Back