τοῦ ποσοῦ τῆς τροφῆς καὶ θερμοῖς μετρίως προσάρμασι καὶ τονωτικοῖς ἐπαναλαβεῖν καμοῦσαν τὴν δύναμιν . Τὰ δὲ τῇ ποιότητι ἀδικοῦντά
ἐπεμβαλεῖν ἄλλα τινὰ νοήματα πρὶν ἀποδοῦναι τὸ ἀκόλουθον , ἀνάγκη ἐπαναλαβεῖν καὶ διευκρινῆσαι , ἵνα μή σοι ἀσαφὴς καὶ συγκεχυμένος
6615946 προσδιωρισμενον
ἐξήγησίς τίς ἐστι τοῦ νόμου λέγοντος , ὅτι τὸ μὴ προσδιωρισμένον τῷ λόγῳ οὐ δεῖ λέγειν , οὐ γὰρ τὴν
. ἀπροσδιόριστον μὲν οἷον ἄνθρωπος περιπατεῖ ἄνθρωπος οὐ περιπατεῖ , προσδιωρισμένον δὲ οἷον πᾶς ἄνθρωπος περιπατεῖ οὐδεὶς ἄνθρωπος περιπατεῖ τὶς
6609008 ταραττε
οὕτω βάλλε εἰς ὑέλινον ἀγγεῖον καὶ , ὅτε χρήσῃ , τάραττε τὸ ἀγγεῖον καὶ οὕτως ὑπόχριε τῇ μήλῃ καὶ ,
χρῆται ἐπὶ τῆς πολιτείας καὶ τῇ τοῦ ἀλλαντοπώλου τέχνῃ . τάραττε , φησί , καὶ συμφύρα τὰ πράγματα . ΓΘ
6600035 ὀρχον
γ ' ἂν ἔτι προσβαλεῖν : πρῶτα μὲν ἂν ἀμπελίδος ὄρχον ἐλάσαι μακρόν , εἶτα παρὰ τόνδε νέα μοσχίδια συκίδων
ἁπαλὴ καὶ νέα λύγος : “ μόσχοισι λύγοισιν ” “ ὄρχον ” δὲ οἷον ὄρχατον , κωμικῶς , ὡς φιλογέωργος
6579743 κωδων
, οὐδ ' ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματα : λόφοι δὲ κώδων τ ' οὐ δάκνους ' ἄνευ δορός . καὶ
ὠδῖνας τοὺς κύνας τίκτει τυφλούς . Γ χ ' ἡ κώδων Γ : παρὰ τὸ κραυγαστικὸν † ἡ κύων †
6512411 ἀνυσον
, τὸ κρέας . τὸ δὲ ἀνύσας Ἀττικὸν ἀντὶ τοῦ ἄνυσον , σπούδασον . Ἀττικοὶ δὲ δασύνουσιν αὐτό . .
“ ἄνοιγε ἀνύσας ” : οὕτως γὰρ ὤφειλεν : “ ἄνυσον ἀνοίξας ” . θᾶττον ] ταχέως . , συντόμως
6402100 τρυπησον
, καὶ ὅλον τὸν γῦρον ἀπὸτοῦ αὐγοῦ λευκόν . Εἶτα τρύπησον τὸν πάτον τοῦ ἐπάνω καυκίου με τίποτας ὅπου νὰ
τι ἐν αὐτῷ . Εἶτα λαβὼν τὰς φούσκας τούτων , τρύπησον αὐτὰς , ἐμβαλὼν ἐν αὐταῖς νίτρον τετριμμένον καὶ ἐζυμωμένον
6379227 αἰδεσθῃς
τῆς γυναικωνίτιδος εὐδοκιμοῦντος . καὶ τὸ δεῖνα δέ , μὴ αἰδεσθῇς , εἰ καὶ πρὸς ἀνδρῶν ἐπὶ τῷ ἑτέρῳ ἐρᾶσθαι
, ὦ φίλε , ὅ τι ἂν βούλῃ καὶ μὴ αἰδεσθῇς ἐμὲ τὸν προσφιλῆ σου . ] Ὁ οὖν βάτραχος
6373905 σχασαμενος
σχάζω τὸ ἀφίημι , ⌈ ὡς ἔχει καὶ τὸ “ σχασάμενος τὴν ἱππικήν ” : ⌈ κυρίως δὲ [ καὶ
σχίζεται ἐρεσσούσῃ . καὶ Πίνδαρος κώπαν ἤδη μοι σχάσον . σχασάμενος : ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἐρεσσόντων . σχάσαι γὰρ δεῖ
6349984 παππια
αὐτόν . ἂν δύνωμαι . δεῖ πότον ἡμῶν γενέσθαι , παππία , νυνὶ καλόν , καὶ τῶν γυναικῶν παννυχίδα .
; ἔστιν ὑμῖν , ἔστιν ὡς ἀληθῶς τὸ παραπέτασμα , παππία , πατρίδιον . οὐδ ' ὁ κρατήρ . τὴν
6335571 ἀρυβαλλος
νομίσματι . ΓΘ ἀρυβάλλῳ : πλεκτόν τι βαλλάντιόν ἐστιν ὁ ἀρύβαλλος , ὅπερ ἑλκόμενον κλείεται καὶ ἀνοίγεται , παρὰ τὸ
λεύσομαι . γυναῖκας ναυτίδας ὀρνιθίων λεκάνην ἄλυπος ἄνεχε ἀνθήλιος ἀπωνηθήσεται ἀρύβαλλος αὐτόχειρα δουλοπρέπεια κατᾶραι κένταυρον κυνάριον λάβδα λοπάδα μεθύστρια πρωτόπειρον
6297117 αἰτου
τὸ αἴτης ὁ πτωχός : ἡ διὰ βίας αἱρεθεῖσα τοῦ αἴτου . τὰν βαίταν : τὴν μηλωτήν : ἡ διὰ
τὸ αἴτης ὁ πτωχός : ἡ διὰ βίας αἱρεθεῖσα τοῦ αἴτου . τὰν βαίταν : τὴν μηλωτήν : ἡ διὰ
6295397 ἁψομαι
τις μόνον οὕτως αὐτῷ κατεσκευάσθαι τὸν λόγον , ἑτέρου πάλιν ἅψομαι τοῦ πάνυ ἡρμηνεῦσθαι δαιμονίως δοκοῦντος , τοῦ ὑπὲρ Κτησιφῶντος
? γοῦν ? : ἀγχόνην ? ? ? ἄρ ' ἅψομαι δυσπραξίας ] τεμοῦσα ? ? ? κωλυτήριον ἄκεσμ '
6293728 ταμοντα
οἱ ὀφθαλμοὶ ὑγιέες ἐόντες διαφθείροιεν τὴν ὄψιν , τουτέῳ χρὴ ταμόντα κατὰ τὸ βρέγμα , ἐπαναδείραντα , ἐκπρίσαντα τὸ ὀστέον
καὶ πυρετὸς καὶ ῥῖγος καταλαμβάνει . Ὅταν οὕτως ἔχῃ , ταμόντα χρὴ , ἵν ' ἐξοιδέει , καὶ διακαθήραντα τὸ
6293554 ἑρπεις
ὅλης ψυχῆς : ἐν πόστῳ δὲ βωλαρίῳ τῆς ὅλης γῆς ἕρπεις . πάντα ταῦτα ἐνθυμούμενος μηδὲν μέγα φαντάζου ἢ τό
σφυρὰ κόλπον ἀνεῖσαι στήθεσι φαινομένοις λιγυρᾶς ἀρξεύμεθ ' ἀοιδᾶς . ἕρπεις , ὦ φίλ ' Ἄδωνι , καὶ ἐνθάδε κἠς
6280042 δαισαμενοι
, δόρπον τε χαμεύνας τ ' ἀμφεπένοντο , τῇς ἔνι δαισάμενοι νύκτ ' ἄεσαν ὡς τὸ πάροιθεν . Ἦμος δ
, τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει . νῦν μὲν δαισάμενοι κατακείετε οἴκαδ ' ἰόντες , ἠῶθεν δὲ γέροντας ἐπὶ
6275937 καρδοπον
θήλειαν οὖσαν . τῷ τρόπῳ ; ἄρρενα καλῶ ' γὼ κάρδοπον ; μάλιστά γε , ὥσπερ γε καὶ Κλεώνυμον .
: ὅτι ἣν ἔδει σε καρδόπην εἰπεῖν , εἶπες ἀπαιδεύτως κάρδοπον . εὐηθικῶς : ἀπαιδεύτως . ' κάλεσας εὐηθικῶς ]
6275831 γυψον
σύνεσιν . Τίτανος , ἡ ἄσβεστος : ἐνταῦθα δὲ τὸν γύψον λέγει , ὃν καλοῦμεν σκίῤῥον . Ἐλέφας ἐνταῦθα ,
Τινὲς μὲν γύψον μετὰ λευκοῦ ὠοῦ . Ἐπάνω δὲ τοῦ γύψον , ἤλεκτρος ἦν καὶ χρυσὸς ἡ λεγομένη μαρμάρῳ καὶ
6264825 ἀφειδει
δει διὰ διφθόγγου γράφονται , οἷον ἀκηδεί , ἀσπουδεί , ἀφειδεί πλὴν τοῦ προκληδί , πασσηδί , ἐνθαδί , τοιαδί
δει διὰ διφθόγγου γράφονται , οἷον ἀκηδεί , ἀσπουδεί , ἀφειδεί πλὴν τοῦ προκληδί , πασσηδί , ἐνθαδί , τοιαδί
6259131 ὀπτησαι
νηῆσαι διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι , δαιτρεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι καὶ οἰνοχοῆσαι , οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες
τὴν τὰ θύματα κατεσθίουσαν . κοιμῶντες ] πραΰνοντες ἐπὶ τῶι ὀπτῆσαι ἢ θυμιάσαι . τὰ μάσσω ] τὰ μακρά .
6257977 ἐπιπονε
. νόστοιο τέλος θυμηδές : θυμῆρες . δειλὴ Ἀλκιμέδη : ἐπίπονε . ὁ δὲ νοῦς : εἰ καὶ ὀψέ ,
γλισχρίαν τὴν ἀτυχίαν . νῦν δὲ ἀντὶ τοῦ “ ὦ ἐπίπονε ” . ὅτι φιλοτίμως εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνέβην .
6254454 σχαζω
καλύπτου ] σκεπάζου . σχάσας ] παύσας , καταπαύσας . σχάζω τὸ ἀφίημι , ⌈ ὡς ἔχει καὶ τὸ “
σχασάμενος τὴν ἱππικήν ” : ⌈ κυρίως δὲ [ καὶ σχάζω ] τὸ τέμνω ⌈ τινὰ [ ⌈ τὴν ]
6246599 πιθι
ὑμῶν φαίνηται , κατατρώξομαι ὦ στρατιῶται . Τῆ νῦν τόδε πῖθι λαβὼν ἤδη , καὶ τοὔνομά μ ' εὐθὺς ἐρώτα
. εἶτά ἐστι τὸ μὲν Ἰακὸν λαγός ‚ λαγὸν ταράξας πῖθι τὸν θαλάσσιον , ‚ τὸ δὲ λαγώς Ἀττικόν .
6239608 κακοτυχες
τοῦ χοροῦ φασι κατ ' ἐρώτησιν : τὸ δὲ ὦ κακοτυχὲς γύναι ἰδίως πρὸς τὴν Μήδειαν ἀναπεφώνηται . τὸ δὲ
γράφεται δαίμονος τύχαι . . δυσπόλεμον ] δυσπόλεμον ἄρα καὶ κακοτυχὲς καὶ ἄθλιον τὸ γένος τῶν Περσῶν , ἀτυχῆσαν ἐν
6231276 ἀμελησῃς
δὲ νῦν οὐδέν τι τῶν πρότερον γεγραμμένων ἐφαπτόμενος , μηδὲ ἀμελήσῃς τοῦ λόγου ὡς παλιλλογοῦντος . εἰ δέ σοι δόξει
ὁσάκις οὖν εὕρῃς , φέρε καὶ ἀπόθου αὐτὸ καὶ μὴ ἀμελήσῃς . λέγεται δὲ γύης ὅτι ἀεὶ παρὰ τὴν γῆν
6229938 Πειθομαι
ἐπλούτουν . ἱερόσυλοι , ῥήτορες καὶ συκοφάνται καὶ πονηροί . Πείθομαι . Ἐπερησόμενος οὖν ᾠχόμην ὡς τὸν θεόν , τὸν
καὶ εὐμενῆ , καὶ ὀργίλα αὖ , εἰ ἀμελοῖτο . Πείθομαι , νὴ τὸν Πρωτεσίλεων , ἀμπελουργέ : καλὸν γάρ
6221468 προχουν
σάκος * * * φιάλην τε λεπαστήν , χιόνος τε πρόχουν , κέρχνων τε χύτραν , βολβῶν τε σιρὸν δωδεκάπηχυν
δέ τις ὕδωρ ὕδωρ . ὁ δ ' εὐθὺς ἐξάρας πρόχουν τῶν ὁμοτέχνων τις τοῦ μὲν ἀκαρῆ παντελῶς κατέχεε ,
6216462 ἀνιησεις
: “ ξεῖν ' , ἔτι καὶ νῦν ἐνθάδ ' ἀνιήσεις διὰ νύκτα δινεύων κατὰ οἶκον , ὀπιπεύσεις δὲ γυναῖκας
. θυμέ , τί μηνύεις κυσὶν ὀστέον ; εἶτ ' ἀνιήσεις ὕστερον . οὐχ οὕτω Φαῖδρον ἀπωλέσαμεν ; Ἀρχεάνασσαν ἔχω
6215855 μολω
. Τὸ ΑΓΧΙΜΟΛΟΝ ἐπίῤῥημά ἐστιν εἰς παρατατικὸν , ἐκ τοῦ μολῶ τὸ παραγίνομαι : σημαίνει δὲ τὸ πλησίον . .
: καὶ γὰρ ἀντὶ τοῦ Μ παραλαμβάνεται , ὡς τὸ μολῶ μολήσω καὶ τροπῇ τοῦ Μ εἰς Β βολῶ βολήσω
6211134 ξυνηλθον
χρῄζει . ὁ δὲ ἑτοίμως ἐκέλευεν ἥκειν . ἐπειδὴ δὲ ξυνῆλθον , λέγει ὁ Κλέαρχος τάδε . Ἐγώ , ὦ
οἱ Ἀργεῖοι ἦσαν , ἐς Μαντίνειαν πρεσβεῖαι ἀπὸ τῶν πόλεων ξυνῆλθον , Ἀθηναίων παρακαλεσάντων . καὶ γιγνομένων λόγων Εὐφαμίδας ὁ
6202413 Καππαδοκικου
τε καλούμενα Μοσχικὰ , διατείνοντα παρὰ τὸ ὑπερκείμενον μέρος τοῦ Καππαδοκικοῦ Πόντου , καὶ ὁ Παρυάρδης , οὗ τὰ πέρατα
ἁλμυρὸν ὕδωρ πρὸς ἀντιπάθειαν αὐτῆς . ἅλμην δὲ κελεύει πιεῖν Καππαδοκικοῦ ἁλός ναιομένην δέ , ἤτοι πατουμένην , ὁδευομένην ἢ
6200479 γεγωνισκειν
μεγαίρω τοῦδέ σοι δωρήματος . τί δῆτα μέλλεις μὴ οὐ γεγωνίσκειν τὸ πᾶν ; φθόνος μὲν οὐδείς , σὰς δ
: ἐκ τῶν δυνατῶν . ὡς ἐπιπλῆστον γεγωνίσκων ὠφελεῖν : γεγωνίσκειν , τὸ ἐκτεταμένως καὶ ἐξακούστως βοᾶν . ἔτι καὶ
6197166 ἀγορασον
εὐκαίρως σωμάτια κηρύσσονται : παρελθὼν εἰς διακονίαν καθαρόν μοι σωμάτιον ἀγόρασον . “ ὁ δὲ Ξάνθος ” ποιήσω “ φησίν
εὔχρηστα λαλεῖν , κἀγώ σοι τὰ ἐναντία διατάξομαι . ἀπελθὼν ἀγόρασον , εἴ τι σαπρόν , εἴ τι χεῖρον ,
6192346 Ὁρω
πορεύῃ , ἄριστε φίλων ; Ὁ δὲ ταῦρος ἔφησεν : Ὁρῶ σοι , ἄναξ , οὐκ εἰς πρόβατον παρασκευὴν τυγχάνειν
οἶδ ' ὅ τι δεῖ πλείω περὶ τούτων λέγειν . Ὁρῶ δέ , ὦ ἄνδρες , τὴν πλείστην διατριβὴν τῶν
6191049 συνθεατριαν
τὴν χυτρίαν , τὴν καλὴν ἣν ἐφερόμην ἵν ' ἔχοιμι συνθεάτριαν : εἴρηται γὰρ νῦν ἐπὶ ἐκπώματος , ὥσπερ καὶ
καὶ Ληναϊκόν , καὶ τὸ πλῆθος θεατάς . Ἀριστοφάνης δὲ συνθεάτριαν εἴρηκεν , ὥστ ' οὐ θεατὴν μόνον εἴποις ἂν
6187730 χαλατε
ἀλλ ' ἀνοίξατε ὅπως τάχιστα , καὶ γυναικείους πύλας μοχλοῖς χαλᾶτε : καὶ μάλ ' ἡβῶντος δὲ δεῖ οὐχ ὥστ
' ἕδρας ἡ Τυνδαρὶς παῖς ἐκπεπόρθμευται χθονός . ὠή , χαλᾶτε κλῆιθρα , λύεθ ' ἱππικὰς φάτνας , ὀπαδοί ,
6187655 ἐγχυτεον
τῶν ὑπὸ τὴν οὐρὰν παρὰ τὴν ἕδραν : ἀλλὰ καὶ ἐγχυτέον οὔρου ἀνθρωπίνου κοτύλην μίαν ἥμισυ . Ἐὰν δὲ καὶ
οἴνου μέλανος αὐστηροῦ μιχθέντος , ἢ σίδια ῥοιᾶς μετὰ ὕδατος ἐγχυτέον . Ὠφελεῖ δὲ καὶ σελίνου σπέρμα καὶ σικύου τὸ
6185830 χαλαι
ἀλδὼν αὐτὸς ἐν οὔρεσιν [ ? ? ? ] ? χαλᾶι νεβροφόνον ? [ ] πόδα ? [ . μάρπτων
κρίνωσιν ὀνείρους ; [ εἶδον γὰρ βαλιὰν ἔλαφον λύκου αἵμονι χαλᾶι σφαζομέναν , ἀπ ' ἐμῶν γονάτων σπασθεῖσαν ἀνοίκτως .
6178187 ἐξικνηται
δοκεῖ . Ἆρ ' οὖν ἱκανὸν μὲν ἑκάστῳ ὅπερ ἂν ἐξικνῆται πρὸς τὴν ἐκείνου χρείαν , ἢ ἄλλο τι λέγεις
. τοῖς δὲ παρ ' ἑαυτῷ παρήγγειλεν , ἐπειδὰν σφενδόνη ἐξικνῆται καὶ ἀσπὶς ψοφῇ , παιανίσαντας θεῖν εἰς τοὺς πολεμίους
6176865 πελωνται
οὐκέτι φυκτὰ πέλωνται : ἡ διπλῆ ὅτι οὕτως εἴρηκε πληθυντικῶς πέλωνται καὶ οὐ πέληται , ὁμοίως τῷ σπάρτα λέλυνται .
γυμνόν τ ' ἀμάειν , ὅτ ' ἂν ὥρια πάντα πέλωνται . μεθ ' ὃν Ὅμηρος : ἀμφὶ δ '
6175275 ἐγκεκαλυμμενοι
τοῦτο πρὸς ἑαυτὸν ⌈ λέγει . ῥέγκωμεν ] ἀττικόν . ἐγκεκαλυμμένοι ] ἐσκεπασμένοι . τῆς φάτνης ] ἤγουν τῆς ἱπποτροφίας
“ οὐκ ἀκολουθεῖ . Καὶ ἄποροι δέ τινές εἰσι λόγοι ἐγκεκαλυμμένοι καὶ διαλεληθότες καὶ σωρῖται καὶ κερατίδες καὶ οὔτιδες .
6173803 Γλυκεριον
δ ' αἰσχρὸν εἰ μὴ τοῖσι χρωμένοις δοκεῖ ; Ἡ Γλυκέριον λαβοῦσα παρ ' ἐραστοῦ τινος Κορίνθιον παράπηχυ καινὸν λῄδιον
δίθυρον καὶ παράστασις , μία δραχμή . Χαῖρ ' ὦ Γλυκέριον . καὶ σύ . πολλοστῷ χρόνῳ ὁρῶ σε .
6168551 Δημητριε
τοῖς ἐμοῖς γράμμασιν ὅλῃ μοι ἐντυγχάνων . ἐγώ , δέσποτα Δημήτριε , ὅταν μὲν ἔξω σε θεάσωμαι καὶ ἀκούσω μετὰ
ὑστεραίᾳ προσαγαγόντος αὐτοῦ τῇ πέτρᾳ τῶν βαρβάρων τις ἀνεβόησεν Βασιλεῦ Δημήτριε , τί βουλόμενος ἢ τίνος ἀναγκάζοντος πολεμεῖς ἡμᾶς ,
6167614 καταμανθανων
ἀνθρώπῳ δ ' ὡς ἀνθρώπῳ συμβάλλει ὁ τὰ δόγματα αὐτοῦ καταμανθάνων καὶ ἐν τῷ μέρει τὰ ἴδια δεικνύων . κατάμαθέ
] ἐν . χρόνωι ] διὰ χρόνου . διαπευθόμενος ] καταμανθάνων . δικαίως ] καλῶς καὶ ὡς ἀπήιτει τὸ δίκαιον
6166990 σαπραν
δὴ τὴν κεφαλὴν τῆς δέλφακος . Σὲ γὰρ γραῦ συγκατῴκισεν σαπράν ὀρφοῖσι σελαχίοις τε καὶ φάγροις βοράν . Ἵν '
ἕξεις τύχην ἐπισκοπεῦσαι . μὴ ἔλπιζε γ μοιχοῦ γένεσιν ἕξεις σαπράν δ ἀγοράσεις ὃ θέλεις χωρίον ἢ οἰκίαν ε παραμενεῖς
6164068 ἀρυταινα
κύριον ] καὶ ἐν τῷ ἀρύω ἀρύτω [ ὅθεν ἡ ἀρύταινα , πλεονασμῷ δὲ τοῦ σ καὶ ὁ ἀρύστιχος ]
τῷ βαλανείῳ σκευῶν ὀνόματα ἀσάμινθος , πύελος , κρουνός , ἀρύταινα , ἀρύβαλλος , κατάχυτλον , Ἀριστοφάνους μὲν εἰπόντος βαλανεὺς
6160021 μαγειρικον
τις ἀνέλκει τὸν ζυγόν , ἀρτάνην ὠνόμαζον . σκεῦος δὲ μαγειρικὸν καὶ ἡθμός , Εὐριπίδου ἐν Εὐρυσθεῖ σατυρικῷ εἰπόντος ἢ
ἕν : χρῶ μετ ' ὄξουϲ . Ἄλλο . ῥοῦν μαγειρικὸν ϲὺν ἐλαίῳ λεάναϲ ἄλειφε . Ἄλλο . ϲτυπτηρίαν ϲχιϲτὴν
6156249 ἀποκρινωμαι
εἴτε αἰσχρὸν εἴτε καλὸν ἡγοῦμαι τὴν ῥητορικὴν πρὶν ἂν πρῶτον ἀποκρίνωμαι ὅ ἐστιν . οὐ γὰρ δίκαιον , ὦ Πῶλε
πᾶσιν . . Βούλει οὖν σοι κατὰ Γοργίαν [ ] ἀποκρίνωμαι ἧι ἂν σὺ μάλιστα ἀκολουθήσαις ; Βούλομαι : πῶς
6155904 πολω
μικροῦ γράφονται : ἑκηβόλος : ἐλαφηβόλος : πετροβόλος . Τὸ πολῶ διφορεῖται κατά τε γραφὴν , καὶ σημασίαν : ἐπὶ
ἐπὶ τοῦ πιπράσκω , διὰ τοῦ ω μεγάλου γραφόμενον : πολῶ γὰρ τὸ ἀναστρέφομαι , παρ ' ὃ καὶ πόλις
6154796 τετρωσθαι
ποταμὸν διαβαίνειν ἔμελλε , Πολύκλεια δὲ τὸν πόδα ἐπιδησαμένη φάσκουσα τετρῶσθαι τὸ σφυρὸν παρακαλεῖ τὸν ἀδελφὸν Αἴατον διενεγκεῖν αὐτὴν ὑπὲρ
Δηιάνειραν καθοπλίσαι , καὶ λέγεται καὶ κατὰ τὸν μαζὸν τότε τετρῶσθαι . περιγενόμενος δὲ αὐτῶν καὶ ἀνελὼν τὸν Θειοδάμαντα ἐδέξατο
6152043 ἀλεξικακε
ὦ Ἡράκλεις “ ἐπὶ θαυμασμοῦ λαμβάνεται . τὸ ” ὦ ἀλεξίκακε “ ἐπὶ σχετλιασμοῦ καὶ λαμβάνεται διὰ μέσου . ὁμομητρίαν
. σχετλιάζων δ ' ἔθηκε διὰ μέσου τὸ ” ὦ ἀλεξίκακε “ : ἔστι δὲ ἐπίθετον τοῦ Ἡρακλέους . ὦ
6151870 περιστεριον
. ταῦτ ' ἀξιῶ : εἴτ ' ὀρνιθάριον , τὸ περιστέριον , τὸ γαστρίον . μετανιπτρίδ ' αὐτῷ τῆς ὑγιείας
ἀγοραῖον , ἀλλὰ τὸν τῶν ἱππέων . Ἀλλ ' ὦ περιστέριον ὅμοιον Κλεισθένει , πέτου , κόμισον δέ μ '
6148996 κνισσῃ
ἐνείης : ἐμβάλλοις , βάλε . Ὀπταλέους : ὀπτούς . κνίσσῃ : ὀσμῇ . Ἐντύνας : εὐτρεπίσοις , κατασκευάσας .
δὲ οὕτως ἄρα ἦσαν δίκαιοι , ὥστε πολλῇ μὲν ἑστιαθέντες κνίσσῃ , λαμπρὰ δὲ ὑποσχόμενοι καὶ τῶν γε πρώτων οὐ
6146860 ὑπερβατως
τὰς πράξεις προσαγορεύωμεν καὶ ἐὰν τοῖς κοινοῖς , καὶ μὴ ὑπερβατῶς αὐτὰ τιθῶμεν , ἀλλ ' ἀεὶ τὰ ἐχόμενα ἑξῆς
' Ὠλενίης καὶ Ἀλεισίου ἔνθα κολώνη „ κέκληται . ” ὑπερβατῶς γὰρ δεῖ δέξασθαι ἴσον τῷ ” καὶ „ ἔνθ
6143683 βλεψον
, ἢ ἐκείνη ἡ θεὸς ἡ Ἀθηνᾶ λέγει : Ἐκεῖσε βλέψον : ὁρᾷς τουτὶ τὸ ὑπὲρ κεφαλῆς θέαμα , τὸ
χρυσοπήληξ ] χρυσῆν περικεφαλαίαν ἔχων . ἔπιδε ] ἤτοι εὐμενῶς βλέψον . . εὐφιλήταν ] ἀγαπητήν . . πολισσοῦχοι χθονὸς
6143202 βυσμα
βύσμα δ ' ἂν εἴη τῶν χρησίμων , Ἀριστοφάνους εἰπόντος βύσμα καὶ γευστήριον . τοῦτο δὲ βύστραν ἕτεροι κεκλήκασιν ,
' εἰς τὸν οἶνον ἀμφορέα κενὸν λαβὼν τῶν ἔνδοθεν καὶ βύσμα καὶ γευστήριον , κἄπειτα μίσθου σαυτὸν ἀμφορεαφορεῖν . ὀβολῶν
6142110 σκω
κίναιδον καὶ τὰ γενέσια [ ] οἶδα κλῆσιν καὶ κίναιδον σκω [ ] πῶς πέπαιχεν ? , πῶς πέφευγε [
τὰ μὲν ἀπὸ τῆς πρώτης συζυγίας τῶν περισπωμένων παραγόμενα εἰς σκω ῥήματα διὰ τοῦ ισκω γίνεται , οἷον τελῶ τελίσκω
6141602 Ὁρα
ὥρας δὲ βʹ : ἐν ᾧ τὸ τρίτον κλίμα . Ὅρα μοι τὴν τῆς ὥρας ἐνταῦθα διαφορὰν μοιρῶν οὖσαν ιγʹ
θυμικὸν τῷ λόγῳ , τότε δικαιοσύνην ἔχει ἡ ψυχή . Ὅρα οὖν διὰ πόσων ὀργάνων καὶ πόσης δυσχερείας εἰκόνα ἐστὶ
6141286 μαστιχινῳ
ταῖς προσφάτοις ποιότησιν . καὶ ναρδίνῳ μύρῳ συνεχῶς ὑπαλειπτέον ἢ μαστιχίνῳ . τῆς ψύξεως δ ' οὔσης πολλῆς ἅμα τῇ
ἐρυθροδάνου ῥίζης ἀνὰ ⋖ βʹ . ἀναλάμβανε στέατι μοσχίῳ καὶ μαστιχίνῳ ἐλαίῳ , εἶτα ἐπίχριε : καὶ διαστήσας περίματτε σπόγγῳ
6140628 μιχθεισα
' οὗ Ἰαμίδαι . ἅ τοι Ποσειδάωνι μιχθεῖσα : ἥτις μιχθεῖσα τῷ Ποσειδῶνι Πιτάνη λέγεται τὴν ἰοπλόκαμον Εὐάδνην τεκεῖν ,
τι τῶν ἐπιχωρίων καὶ εἰπόντος , Ἡ δὲ τῷ Ἡρακλεῖ μιχθεῖσα , Οὐκ ἄρα , ἔφη , ὁ Ἡρακλῆς ἐμίχθη
6135588 μαδωντα
μαδῶντα . καὶ μυδῶντα μὲν ἀντὶ τοῦ δυσώδη ἀποπέμποντα : μαδῶντα δὲ ἀντὶ τοῦ κόμην μὴ ἔχοντα . . ῥυπούμενον
μὴ ἔχοντα . ] μυδῶντα : Γράφεται καὶ μυδῶντα καὶ μαδῶντα . καὶ μυδῶντα μὲν ἀντὶ τοῦ δυσώδη ἀποπέμποντα :
6134198 ἱϲτορει
δ ' ἐπιμένοι καὶ ἐκϲτάϲειϲ . Ἱπποκράτηϲ δὲ καὶ ἀναιρετικὰϲ ἱϲτορεῖ γίγνεϲθαι τὰϲ ἐπὶ τούτων ἀλγηδόναϲ . μετρίαϲ μὲν οὔϲηϲ
ἐγκειμένηϲ παρέχεται κόπρου καὶ ἐπιζήτηϲιν ἀποκρίϲεωϲ . ὁ δὲ Γαληνὸϲ ἱϲτορεῖ καὶ λίθον τινὰ διὰ τῆϲ ἕδραϲ ἐκκριθῆναι κατὰ τεινεϲμώδειϲ
6128841 λυπουμεναι
πόρω πόρις καὶ πλεονασμῷ τοῦ τ πόρτις . ἀσχαλόωσαι : λυπούμεναι . ἀσχαλόωσι : λυποῦνται : γράφεται ἀσχαλόωσαι . Μητέρες
διαβρόχοις . τέγγουσιν ] βρέχουσιν . ἄλγους ] † ἤγουν λυπούμεναι , ἀλγοῦσαι . αἵ δ ' ] ἄλλαι δὲ
6126639 κερτομειν
κέαρ ὃ σημαίνει τὴν ψυχήν : καὶ τὸ τέμνω : κερτομεῖν οὖν , τὸ κέαρ τέμνειν . εἰσήρρησεν εἰσεφθάρη :
' αἰεὶ τῶι θανόντι γίνεται . οὐ γὰρ ἐσθλὰ κατθανοῦσι κερτομεῖν ἐπ ' ἀνδράσιν . [ ] ρα [ ]
6121280 ἀναζυγωσαι
: τὸ ἀναλαμβάνειν τὸ πρᾶγμα διὰ χρόνου . . . ἀναζυγῶσαι : τὸ τὰς θύρας ἀναπετάσαι : Ἀριστοφάνης : τὴν
σὺν τούτοις ἄλλα , ἐν τοῖς περὶ φωνῆς προείρηται . ἀναζυγῶσαι δὲ τὸ φθέγμα ἔλεγον , καὶ καταπεπνῖχθαι τὸ φθέγμα
6119766 κατασπενδειν
ἐπὶ ἀμβροσίας ἔταξεν . ΓΘ ἀρυβάλλῳ ] ἀγγείῳ . Γ κατασπένδειν ] καταχέειν : καὶ τοῦτο οὐ μόνον ἐπὶ ὑγροῦ
' ἔχειν ἐν ἑτοίμῳ πρὸς τὰ ἀβούλητα , καὶ τὸ κατασπένδειν αὑτοὺς οἷς ἂν προσθῶνται , ὥστε ἀποθνήσκειν αὐτοὺς ὑπὲρ
6112449 ημι
] ηται ? καιρόϲ : ὡϲ παρ ' ἐλπίδαϲ ] ημι λαμπαδηφόρου ? ? ? ? ? ? ? ?
ηται ? καιρός . ὡς παρ ' ἐλπίδας [ ] ημι λαμπαδηφόρου [ ] ντος ὑπεραγωνιῶν [ ] τι ,
6110574 κουφισον
καὶ ὡριαῖον , καὶ τὰς γινομένας ἡμέρας τε καὶ ὥρας κούφισον ἀπὸ τῶν τῆς μέσης ἀποκυή - σεως ἡμερῶν σογ
στοιχεῖ χρόνῳ . Ἔπαιρε σαυτόν , ὦ τέκνον , καὶ κούφισον . μή πώς με πίπτων καταβάλῃς σὺ χωλὸς ὤν
6110119 τραγῳδικον
Γάρ . μανικὸν : Ἄγριον . . ἀσυμπαθές . . τραγῳδικὸν : Δαιμονικόν . . θρηνῶδες . . ἀλλ '
πολλοῖς τῶν λογοποιῶν , ὡς ἐξετάζων εὑρήσεις . 〛 〚 τραγῳδικὸν : Θρηνῶδες , καὶ οἷον ἐν ταῖς τραγῳδίαις οἱ
6104228 ϲειομενουϲ
τοῦ φλοιοῦ τῆϲ ῥίζηϲ πινόμενον ϲπλῆναϲ τήκει . καὶ ὀδόνταϲ ϲειομένουϲ κρατύνει μετ ' οἴνου ἑψόμενον καὶ πινόμενον . Ξιφίου
κέραϲ μετ ' οἴνου λειούμενον , εἶτα περιπλαϲϲόμενον , ὀδόνταϲ ϲειομένουϲ ἵϲτηϲι , μετὰ τὸ καυθῆναι δὲ πλυθὲν δυϲεντερίαϲ τε
6103346 ἁλεκτρυων
' ὄντως εὐθὺς ἐξέπεμπέ με ὄρθριον : ἐκόκκυζ ' ἀρτίως ἁλεκτρυών . ᾤμην ἐγὼ τοὺς ἰχθυοπώλας τὸ πρότερον εἶναι πονηροὺς
ἀλλ ' ἄπειμι , καὶ γὰρ ἤδη τρίτον τοῦτο ᾖσεν ἁλεκτρυών . Μὴ σύ γε οὕτως ταχέως , ὦ Τρύφαινα
6101751 ὠψωνει
εἶναι δοκοῦντα . τὸ δὲ ἀπιὸν ὕδωρ τε ἐμπίπλη καὶ ὠψώνει καὶ ἐσκεύαζεν καὶ πάντα δεξιῶς ὑπηρέτει καὶ διηκονεῖτο ἡμῖν
ὁ γοῦν Κόρυδος ἄκλητος , ὡς ἐμοὶ δοκεῖ , γενόμενος ὠψώνει παρ ' αὑτὸν οἴκαδε . ἦν δὲ τὸ πάθος
6101661 μοσχιδια
πεπόνηται χρηστόν ; ἐγὼ γὰρ ἀμπελίδος ὄρχον ἐλάσας , εἶτα μοσχίδια συκίδων παραφυτεύσας ἁπαλά , καὶ ἐν κύκλῳ περὶ τὸ
ἐμφαντικῶς κατὰ γεωργίαν τὸ “ μακρόν ” Γ νέα “ μοσχίδια ” τὰ νέα βλαστήματα , καὶ ἡ ἁπαλὴ καὶ
6100697 ἐραις
πάντων φίλτατος δορυξένων . ἀλλ ' εὐτυχοίης καὶ τύχοις ὅσων ἐρᾶις . τί γὰρ σὸν ὄμμα χρώς τε συντέτηχ '
: τέτλαθι : τῶν δὲ καλῶν οὔ τι σὺ μοῦνος ἐρᾶις . Εὖ μὲν ἔχοντος ἐμοῦ πολλοὶ φίλοι : ἢν
6100169 Ποτον
τοῖς ἐπὶ τῆς αἱμορραγούσης ὑστέρας ποτήμασι τοῖς μὴ φαρμακώδεσιν . Ποτόν . Λωτοῦ πρισμάτων ἀπόζεμά τι , ἢ καὶ μετὰ
θερμή , κάθεσις τοῦ πεπονθότος τόπου εἰς ἔλαιον θερμόν . Ποτόν . Πότημα τῆς διὰ δαφνίδων καρύου Ποντικοῦ μέγεθος μετὰ
6096501 κακκαβη
ῥηματικὸν ὄνομα κάβη καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ κακκάβη . ἀναλογώτερον δὲ θέλουσι λέγειν ἡ κάκκαβος θηλυκόν :
. κάκκαβος ἐπὶ ἀρσενικοῦ . . . . . . κακκάβη , , : κακκάβη : σκεῦος πρὸς ἕψησιν ἐπιτήδειον
6095729 καταθου
ὅθεν καὶ τὸ αἰγίβοτον καὶ τὸ ἱππόβοτον . ἔρειδε : κατάθου . καὶ πῶς ὦ κίναδ ' εὖ : Σικελιῶται
βούλει σπερμάτων , καὶ εἰς βάθος μὴ ἔλαττον παλαιστῶν δύο κατάθου , προϋποπάσας ἁπαλὴν κόπρον , καὶ ἀραιὰν διαθείς ,
6092991 ἐξεκοπην
, τὸ “ κοππατίας ” καὶ “ ἐξεκόπην ” . ἐξεκόπην πρὸς “ τὸν κοππατίαν ” τὸ “ ἐξεκόπην ”
ἵππον , ⌈ ἐν ᾧ ἐκεχάρακτο τὸ κ . / ἐξεκόπην ] ἀφῃρέθην : ⌈ παρὰ τὸν κοππατίαν δὲ παίζει
6088621 ἐναπομειναν
: βλέψωσι , καὶ ἴδωσιν . λελειμμένον : καταλειφθὲν , ἐναπομεῖναν . ὀρφανόν : ἐστερημένον : ὀρφανὸς λέγεται ὁ ἄνις
ὁ πάσχων πρὸς τὸ πάσχον μέρος . τὸ δ ' ἐναπομεῖναν ἐρίῳ περὶ μηλωτρίδα εἰλημένῳ ἀναρπαζέσθω , εἶτ ' ἐγχυματιζέσθω
6088416 Πανδωρη
' ἐξολισθὼν ἱκέτευε τὴν κράμβην τὴν ἑπταφύλλιον , ᾗ θύεσκε Πανδώρη . καὶ Ἀνάνιος δέ φησι : καὶ σὲ φιλέω
] ! ! [ [ ] ! ! [ . Πανδώρη ] κακόδωρος [ ] ? , ἑκούσιον [ ]
6083954 ἐπιζητω
' ἐγὼ τὰ χαμόθεν οὐκ ἀγαπῶ , ἀλλὰ τὸν ἄνωθεν ἐπιζητῶ χαρακτῆρα , κἀκεῖθεν ἐσπούδακα ἥκουσαν δειχθῆναι τὴν ψῆφον .
θνητὴν φύσιν χωρῆσαι | δυνατὸν ἦν ; ὃ γὰρ λοιπὸν ἐπιζητῶ μαθεῖν τε καὶ κτήσασθαι , τοῦτ ' ἐστίν ,
6078845 καυθηναι
ἐπάνωθεν τιθεὶς σπλήνιον ἐκ τοῦ φαρμάκου , μετὰ δὲ τὸ καυθῆναι τὸ μέρος ποίησον τοῦτο καὶ θεράπευε : σμύρνης ,
, σὺ ἀλούτησον : σὲ δεῖ τμηθῆναι , σὲ δεῖ καυθῆναι . ποῦ σχολὴ τῷ εἰς τὰ ἰδιωτικὰ καθήκοντα ἐνδεδεμένῳ
6078309 κρεμαστην
μάλιστα μὲν τὴν ἀπὸ στεμφύλων , ἤδη δὲ καὶ τὴν κρεμαστὴν σὺν τοῖς γιγάρτοις μασᾶσθαι . Πρὸς δὲ τὰς γινομένας
δὲ ὅπως ὁρᾷ νιν , δεινὰ βρυχηθεὶς τάλας , χαλᾷ κρεμαστὴν ἀρτάνην : ἐπεὶ δὲ γῇ ἔκειθ ' ὁ τλήμων
6076726 Παρατηρητεον
πλὴν ὅτι ἔσται ἡ γυνὴ μαχίμη τε καὶ λάλος . Παρατηρητέον δὲ τὴν Ἀφροδίτην μάλιστα ἐν ταῖς τοιαύταις σκέψεσι μή
συμπαρὼν Ζεὺς ἐμέρισεν ἐνιαυτόν : ἐτελεύτα τῷ λδʹ ἔτει . Παρατηρητέον οὖν ἐπὶ πάσης γενέσεως τὰς προγεγραμμένας ἐν ἀρχῇ παραγγελίας
6073130 σκευαρι
οἰκῶν ἐν πόλει . καὶ ναὶ μὰ Δί ' ἄλλα σκευάρι ' οἰκητήρια ἐβίασέ μου τὴν γυναῖκα . παραβάλλεταί σε
λέγω μέντοι , σὲ τὸν τεθνηκότα . Ἄνθρωπε , βούλει σκευάρι ' εἰς Ἅιδου φέρειν ; Πός ' ἄττα ;
6072310 Μυρταλην
λαβών : ὁ δὲ Λάμων προκαλεσάμενος ἔξω τῆς αὐλῆς τὴν Μυρτάλην οἰχόμεθα εἶπεν ὦ γύναι : ἥκει καιρὸς ἐκκαλύπτειν τὰ
, συμπότας ἔχων ἐπὶ κλίνης ἰδίας τὸν Λάμωνα καὶ τὴν Μυρτάλην . Πάλιν οὖν ταῖς ἑξῆς ἡμέραις ἐθύετο ἱερεῖα καὶ
6071640 ἀποτμοτατος
τραχεῖα . ἀποτμότατος κακοδαιμονέστατος : “ νῦν δ ' ὃς ἀποτμότατος . ” ἀπορραίσει ἀπολεῖ καὶ διαφθερεῖ : “ κτήματ
ἑοῖς ' ἔπι γῆρας ἔτετμε . νῦν δ ' ὃς ἀποτμότατος γένετο θνητῶν ἀνθρώπων , τοῦ μ ' ἔκ φασι
6068259 ἐξετραπομην
δύο . Ἐπάνειμι δὲ πάλιν ἐπὶ τὴν ἤπειρον , ὅθεν ἐξετραπόμην . ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ . Μετὰ δὲ Τροιζηνίαν πόλις Ἐπίδαυρος καὶ
ἐτράπη “ μετὰ τοῦ ἵνα : ὡσαύτως καὶ τὸ ” ἐξετραπόμην “ μετὰ τῆς ἐξ προθέσεως . τρέψεται : οὕτως
6066862 γαλαθηνον
. καὶ Ἀνακρέων δέ φησιν : οἷά τε νεβρὸν νεοθηλέα γαλαθηνόν , ὅς τ ' ἐν ὕλῃ κεροέσσης ἀπολειφθεὶς ἀπὸ
τιτθιζόμενον ἤτοι γαλαθηνόν . σακίταν : σηκίτην , λιπαρόν , γαλαθηνόν . λῇς ποτὶ τᾶν Νυμφᾶν : ἀντὶ τοῦ βούλει
6065488 ἀναστρεφομαι
προσλαλῶ , ἀμφιβάλλω , ἀμοι - βαδίζω , βακχεύω , ἀναστρέφομαι , ἐπηρεάζω , εἰρωνεύομαι , δικολογῶ , προφασίζομαι ,
τῇ χύτρᾳ . ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ τοῦ πέλω : τὸ ἀναστρέφομαι . ἐνταῦθα δὲ πέλανον τὴν θυσίαν φησί . .
6064109 κεκληκας
, τὸ τῶν ἐδομένων τὰ στόματα προειδέναι . οἷον Ῥοδίους κέκληκας : εἰσιοῦσι δὸς εὐθὺς ἀπὸ θερμοῦ τὴν μεγάλην αὐτοῖς
εἴ τις ὃν καλέσεις ἤρετό με , τοῦτον ἂν ὃν κέκληκας εἶπον . ἔμελλες γὰρ δή - που ζητήσειν ἀγχίνουν
6062788 τηνδι
οὑτοσί με νῦν ἀποπνῖξαι βούλεται ; ἔχ ' , ἀναβαλοῦ τηνδὶ λαβών , καὶ μὴ λάλει . τουτὶ τὸ κακὸν
' ἄγευστος , ἄσπλαγχνος ἐνιαυτίζομἀπλάκουντος , ἀλιβάνωτος . θαυμάζω τοι τηνδὶ πιθάκνην πότερ ' ὀστρακίνην ἢ βίβλον ἔχων τὴν δήποτε
6060143 μισητος
οὐρῶ . Ῥᾶρος : ὄνομα κύριον . Στύξ : ὁ μισητός . Κίς : ὁ ἐν τῷ σίτῳ σκώληξ .
[ ῥῆμα πρὸς [ αὐτόν - ] : “ ὁ μισητός , ” ἔφη , “ ἐγώ . τί [
6059064 σκεπτομενου
ἐτίμησε : πολλῶν δὲ ἱερείων συναχθέντων εἱστίασε τὴν στρατιάν . σκεπτομένου δὲ αὐτοῦ περὶ τῶν ἑξῆς ἀπήγγειλαν οἱ ἱερεῖς ὅτι
Σελήνης ἐν τῷ ὡροσκόπῳ οὔσης ἄλλης οἰκίας καὶ οὐ τοῦ σκεπτομένου ἔσται πλὴν ἀναχθήσεται , ἢν δὲ ἀστήρ τις δύνῃ
6057531 Ἐπανειμι
σταδίους ρκʹ . Ἐκ Καρύστου εἰς Πεταλίας σταδίους ρʹ . Ἐπάνειμι πάλιν ἐπὶ τὰ ἐκ Δήλου διαστήματα πρὸς νήσους τάσδε
στάδιοι ωʹ . Ἐκ Δήλου εἰς Πάρον στάδιοι υʹ . Ἐπάνειμι πάλιν εἰς Μύνδον , ἀφ ' ἧς κατέλιπον .
6056349 δησῃς
ποιήσῃς ὀστράκινα ἀγγεῖα , καὶ ἔτι μικροῖς οὖσι περιθῇς καὶ δήσῃς . πληρώσουσι γὰρ τοὺς τύπους καὶ τοὺς χαρακτῆρας .
, περιδεδεμένον τὸ δεξιὸν γόνυ : τοῦτον γάρ , ἐὰν δήσῃς τῷ δεξιῷ γόνυι καρποδέσμιον , παρακολουθοῦντα εὑρήσεις . ἀεὶ
6053104 Ἑρμωναξ
δ ' ὡς ἀχράδα καρπὸν ἤτοι ἕως τῆς βάκχης : Ἑρμῶναξ ἐν ταῖς Κρητικαῖς λέξεσι τὴν ἀγρίαν ἄπιον ἀχράδα φησὶν
τούτων ἀνδρῶν γεγονότων δι ' ἑαυτοῦ διέλυε χρήμαθ ' ὁ Ἑρμῶναξ , οὐκ ἀπέδωκεν ὅτ ' ἦσαν παῖδες : οὐ
6052911 οἰναριον
εἰς σπυρίδα μάζας ἐμβαλεῖς , ἀλλ ' οὐ φακῆν , οἰνάριον εἰς λάγυνον , ἀλλ ' οὐ κάραβον . εἰς
εἰς σπυρίδα μάζας ἐμβαλεῖς , ἀλλ ' οὐ φακῆν : οἰνάριον εἰς λάγυνον , ἀλλ ' οὐ κάραβον . εἰς
6052124 κερασσε
τοῦτο δὲ ἐκ τοῦ κερῶ , ὅθεν κέρασεν , οἷον κέρασσε δὲ νέκταρ . . ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ
γέγονε παρὰ τὸ κερῶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ , οἷον „ κέρασσε δὲ νέκταρ „ , ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ
6051989 κοπεισι
, ἀλλὰ τούτοις τοῖς πονηροῖς χαλκίοις χθές τε καὶ πρώην κοπεῖσι τῷ κακίστῳ κόμματι . Τῶν πολιτῶν θ ' οὓς
ἀλλὰ τούτοις τοῖς πονηροῖς χαλκίοις , χθές τε καὶ πρώην κοπεῖσι τῷ κακίστῳ κόμματι . σαφέστερον δ ' Εὔβουλος ἐν
6051456 σταθευειν
διηθεῖν , διαττᾶν , ἀποβράττειν , τρίβειν ἐν θυΐᾳ , σταθεύειν , ἡδύνειν , ἀρτύειν , σκευάζειν , ὀνθυλεύειν .
' ὀλίγον ὀπτᾶν . . : σταθευτὸς ] Φλογιζόμενος : σταθεύειν γὰρ τὸ κατ ' ὀλίγον ὀπτᾶν φασὶν Ἀττικοί .

Back